Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

23.4.14

ΟλΑΠ 18/1999: ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ-ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ-ΑΓΩΓΗ ΚΑΚΟΔΙΚΙΑΣ


Προστασία καταναλωτή - Δικηγόροι - Παροχή δικηγορικών υπηρεσιών - Ευθύνη δικηγόρου - Ζημία εντολέως -. Η παροχή δικηγορικών υπηρεσιών δεν υπάγεται στη ρύθμιση του Ν. 2251/1994 "περί προστασίας των καταναλωτών". Η ευθύνη των δικηγόρων για ζημία που προκλήθηκε κατά την παροχή των υπηρεσιών τους αποτελεί αντικείμενο της αγωγής κακοδικίας, που θεσπίζει το άρθρο 73 ΕισΚΠολΔ. Μη κατάργηση αυτού από το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2251/1994. (Αντίθετη μειοψηφία εννέα μελών). Συνταγματικότητα των διατάξεων του άρθρου 73 παρ. 1 -4 του ΕισΚΠολΔ. Μη αντίθεση αυτών στα άρθρρα 4 και 20 του Συντάγματος. (Αντίθετη μειοψηφία επτά μελών). Αντισυνταγματικότητα όμως της διατάξεως του άρθρου 73 παρ. 5 του ΕισΚΠολΔ, εξ αιτίας του χρονικού σημείου που ορίζει την έναρξη της προθεσμίας ασκήσεως της αγωγής κακοδικίας. Αντίκειται στο άρθρο 20 του Συντάγματος.

ΕφΑθ 2130/2013: ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ-ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΤΙΚΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ


Αθέμιτη εμπορική πρακτική - Πράξη ανταγωνισμού αντίθετη στα χρηστά ήθη - Παραπλανητική διαφήμιση - Ανακριβής δήλωση του ν. 146/1914 - Προστασία καταναλωτή -. Σκοπός του άρθρου 3 του ν. 146/1914 είναι η προστασία των ανταγωνιστών και εμμέσως αλλά σαφώς των καταναλωτών και της ολότητας από την παραπλανητική διαφήμιση. Αντίθετα, τα άρθρα 9 επόμ. του ν. 2251/1994, που περιέχουν σύγχρονη και πιο διεξοδική ρύθμιση, στοχεύουν άμεσα στην προστασία του καταναλωτή. Οι περισσότερες περιπτώσεις της παραπλανητικής διαφήμισης υπάγονται στο άρθρο 3 του ν. 146/1914, όμως το άρθρο 1 του επεμβαίνει, όσες φορές συντρέχει παραπλάνηση, η οποία δεν στηρίζεται σε δηλώσεις ή ανακοινώσεις του διαφημίζοντος ως προς το προϊόν του κ.λ.π., αλλά στη συμπεριφορά του, με προφανή σκοπό να οδηγήσουν τον καταναλωτή στη σύναψη σύμβασης. Έχει ευρύτερο πεδίο εφαρμογής, επειδή μπορεί να θεωρηθεί ως αθέμιτη και η παραπλάνηση, η οποία δεν υπάγεται στο πραγματικό του άρθρου 3. Προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του παραπάνω άρθρου 3 είναι: 1) η ύπαρξη δήλωσης του διαφημιζόμενου επαγγελματία που αφορά τις σχέσεις του στις συναλλαγές του άρθρου 1 (εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές) και γίνεται με τη μορφή δημόσιας γνωστοποίησης ή ανακοίνωσης με οποιοδήποτε μέσο δημοσιότητας, 2) η δήλωση να προορίζεται για απροσδιόριστο και κυρίως απεριόριστο αριθμό προσώπων και να είναι ανακριβής, δηλαδή να έχει περιεχόμενο που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Πότε μία δήλωση είναι ανακριβής κατά το άρθρο 3 καθορίζεται από την αντίληψη των συναλλαγών και ειδικότερα από την αντίληψη εκείνου του συναλλακτικού κύκλου, προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση και 3) η ανακριβής δήλωση να είναι ικανή-πρόσφορη να προκαλέσει στο καταναλωτικό κοινό την εντύπωση ιδιαίτερα ευνοϊκής προσφοράς, χωρίς, πάντως, ν' απαιτείται να δημιουργηθεί πράγματι τέτοια εντύπωση. Μόνο το ανακριβές της δήλωσης δεν αρκεί, διότι ενδέχεται ανακριβή στοιχεία μιας διαφήμισης να μην επηρεάζουν πάντοτε την αγοραστική πρόθεση των αποδεκτών της ή να γίνονται αντιληπτά από το κοινό με τον ορθό τρόπο, είτε διότι αποτελούν γενικές και εύχρηστες έννοιες των συναλλαγών, οπότε δεν εκλαμβάνονται υπό το ακριβές αυτών περιεχόμενο, είτε διότι είναι πομπώδεις υπερβολές, οπότε δεν εκλαμβάνονται ως σοβαρές. Πρέπει η ανακριβής δήλωση να είναι ικανή να επηρεάσει με οποιονδήποτε τρόπο την αγοραστική συμπεριφορά των αποδεκτών της διαφήμισης. Η εντύπωση αυτή πρέπει να προκαλείται σε ένα αρκετά σημαντικό μέρος του συναλλακτικού κοινού, προς το οποίο απευθύνεται και, επομένως, δεν ανήκει στην αποστολή του άρθρου 3 η προστασία του κοινού από κάθε παραπλάνηση αλλά μόνο από αισθητή παραπλάνηση. Τέλος, δεν είναι ανάγκη η ανακριβής δήλωση να έγινε με σκοπό τον ανταγωνισμό αλλά αρκεί η ύπαρξη κινδύνου παραπλάνησης. Επίσης, δεν απαιτείται υπαιτιότητα, η οποία είναι προϋπόθεση μόνο για την αξίωση αποζημίωσης. Στην προκειμένη περίπτωση, η πρώτη εφεσίβλητη, επεδίωκε με το επίδικο διαφημιστικό μήνυμα κατά το οποίο προέβαλε τη μοναδικότητά της στο χώρο των ιατρικών μηχανημάτων, απλώς να προκληθεί μία υπερβάλλουσα εντύπωση, η οποία όμως ήταν ευχερώς αντιληπτή από το καταναλωτικό κοινό στο οποίο απευθυνόταν, και σε καμία περίπτωση με την ενέργειά της αυτή δεν νοθεύθηκε ο επί του οικονομικού πεδίου ελεύθερος ανταγωνισμός, στην προστασία του οποίου, επ' ωφελεία του κοινωνικού συνόλου και της οικονομίας γενικώς, αποσκοπεί η γενική ρήτρα του άρθρου 1 του ν. 146/1914, ούτε όμως και παράβαση της διάταξης του άρθρου 3 του ίδιου νόμου συντελέσθηκε, σκοπός της οποίας είναι η εξασφάλιση της αλήθειας, της ακρίβειας και της σαφήνειας στις συναλλαγές, προκειμένου να προστατευθούν τόσο οι ανταγωνιστές του διαφημιζόμενου επαγγελματία, οι οποίοι λόγω παραπλανητικών δηλώσεων χάνουν την πελατεία τους, όσο και το καταναλωτικό κοινό, και ως προς τους τελευταίους συμπληρωματικά πρέπει να σημειωθεί ότι από τη συγκεκριμένη εμπορική πρακτική της πρώτης εφεσίβλητης δεν προσβλήθηκε ούτε όμως και θα μπορούσε να θιγεί η ελευθερία επιλογής τους κατά τη διαμόρφωση της τυχόν συναλλακτικής τους απόφασης.

ΑΠ 430/2005: ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ-ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ


Προστασία καταναλωτή - Στεγαστικά δάνεια - Γενικοί όροι συναλλαγών - Καταχρηστικότητα ΓΟΣ -. Πότε οι Γ.Ο.Σ. είναι καταχρηστικοί. Για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή με συνεκτίμηση όμως της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών. Ως μέτρο ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας αυτής χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για την επιβολή χρηματικής ποινής υπέρ καταναλωτικών ενώσεων. Σύμβαση τραπεζικού δανείου. Ο ΓΟΣ ο οποίος προβλέπει, ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών είναι καταχρηστικός. Ο Γ.Ο.Σ. σύμφωνα με τον οποίο η τράπεζα δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση και να αναζητήσει το σύνολο του ανεξόφλητου ποσού του δανείου σε περίπτωση παράβασης οποιουδήποτε όρου της σύμβασης, οι οποίοι λογίζονται όλοι ως ουσιώδεις, δεν είναι καταχρηστικός. Από το ν. 128/1975 ούτε προβλέπεται ρητά ως συμβατικά δυνατή αλλ’ ούτε και απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο αυτό στον πελάτη της τράπεζας. Η προβλεπόμενη από το άρθ. 10 § 9 εδ. α΄ ν. 2251/1994 δυνατότητα των ενώσεων καταναλωτών να εγείρουν συλλογική αγωγή δεν περιορίζεται μόνο στην περίπτωση καταχρηστικών γενικών όρων ή αντίθεσης σε συγκεκριμένους κανόνες δικαίου, που έχουν τεθεί προς προστασία των καταναλωτών, αλλά επεκτείνεται σε κάθε παράνομη συμπεριφορά του προμηθευτή ακόμη και πριν αυτή εκδηλωθεί. Η συμφωνία μεταξύ τράπεζας και δανειολήπτη, με την οποία συμφωνείται, ότι το ύψος της οφειλής του τελευταίου προς την πρώτη θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της Τράπεζας είναι έγκυρη και δεν στερεί τον πιστούχο-οφειλέτη του δικαιώματος ανταπόδειξης. Ο όρος που επιτρέπει στην Τράπεζα να εισπράττει αποζημίωση στην περίπτωση προεξόφλησης του δανείου, χωρίς, ωστόσο, να γίνει επίκληση της ύπαρξης ζημίας από την εν λόγω προεξόφληση είναι καταχρηστικός.

ΑΠ 801/2013: ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ-ΓΟΣ-ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ


Αναιρετικοί λόγοι κατά αποφάσεων πολυμελών πρωτοδικείων - Προστασία καταναλωτή - Γενικοί όροι συναλλαγών - Καταχρηστικότητα - Ασφαλιστική σύμβαση - Εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη -. Ο όρος της ασφαλιστικής σύμβασης βάσει του οποίου εξαιρείται από την ασφαλιστική κάλυψη οποιοδήποτε τροχαίο ατύχημα όταν ο οδηγός δεν φέρει ζώνη ασφαλείας, αποτελεί γενικό όρο που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί καταχρηστικός. Περίπτωση όπου κρίθηκε ότι ορθώς δεν επιδικάστηκε ασφαλιστική αποζημίωση στους κληρονόμους θανατωθέντος σε αυτοκινητικό ατύχημα, διότι ο εν λόγω δεν φορούσε κατά το ατύχημα τη ζώνη ασφαλείας. Απόρριψη αναιρετικού λόγου από τον αριθ. 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ. Απαράδεκτος ο αναιρετικός λόγος από το άρθρο 559 αριθ. 13 ΚΠολΔ για εσφαλμένη εφαρμογή των ορισμών του νόμου ως προς το βάρος απόδειξης, καθώς αυτός δεν περιλαμβάνεται στους λόγους για τους οποίους περιοριστικά επιτρέπεται η αναίρεση κατά των αποφάσεων των πολυμελών πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων.

ΑΠ 1375/2010: ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ-ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ


Προστασία καταναλωτή - Προστασία καταναλωτών από ελαττωματικά προϊόντα - Ευθύνη παραγωγού ελαττωματικού προϊόντος (αυτοκινήτου) - Αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης - Υπαιτιότητα του παραγωγού - Ευθύνη αποκλειστικού διανομέα - Συνυπαιτιότητα παθούσας οδηγού -. Παραγωγός θεωρείται ο κατασκευαστής του τελικού προϊόντος, κάθε πρόσωπο που εμφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος επιθέτοντας επ' αυτού την επωνυμία, το σήμα ή άλλο διακριτικό γνώρισμα, καθώς και κάθε πρόσωπο που εισάγει ένα προϊόν για την εμπορική του δραστηριότητα. Ελαττωματικό προϊόν είναι το προϊόν που δεν παρέχει την εύλογη αναμενόμενη ασφάλεια ενόψει όλων των ειδικών συνθηκών. Στο προστατευτικό πεδίο του νόμου δεν περιλαμβάνεται και η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης του καταναλωτή, λόγω ηθικής του βλάβης, κατά του παραγωγού ελαττωματικού προϊόντος, η οποία μπορεί να θεμελιωθεί μόνον επί των κοινών διατάξεων για τις αδικοπραξίες (ΑΚ 914, 932), εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους. Ο καταναλωτής, κατ' ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 925, βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη της αντικειμενικής βλαπτικής ελαττωματικότητας του προϊόντος, της ζημίας και της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της χρήσης αυτής και της ζημίας. Στον παραγωγό εναπόκειται να επικαλείται και να αποδείξει προς απαλλαγή του, ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα ως προς την παραβίαση της συναλλακτικής του υποχρέωσης, από την οποία προήλθε η ζημιά και η ηθική βλάβη. Επομένως η υπαιτιότητα (πταίσμα) του παραγωγού δεν αποτελεί στοιχείο της νομικής βάσης της εν λόγω αγωγής (ΑΠ 1051/04). Για τα ελαττώματα του προϊόντος ευθύνεται επίσης και ο αποκλειστικός διανομέας. Το εφετείο έκρινε, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις του ατυχήματος, ότι ήταν ελαττωματικό το σύστημα αερόσακων του αυτοκινήτου (βλ. σχετ. ΑΠ 851/09). Αυτοκινητικό ατύχημα. Τραυματισμός οδηγού λόγω πραγματικού ελαττώματος του αυτοκινήτου (ελαττωματική λειτουργία αερόσακων). Ευθύνη της εναγομένης αποκλειστικής διανομέως λόγω παράβασης της συναλλακτικής της υποχρέωσης σε σχέση με την ασφάλεια των καταναλωτών. Αδικοπρακτική ευθύνη για την βλαπτική ελαττωματικότητα του προϊόντος που προμήθευσε την ενάγουσα και υποχρέωσή της για αποζημίωση για τις υλικές ζημίες και σε χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη της παθούσας οδηγού. Συνυπαιτιότητα κατά ποσοστό 50% της παθούσας οδηγού επειδή δεν φορούσε ζώνη ασφαλείας.

ΑΠ 726/2012: ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ-ΙΑΤΡΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ


Προστασία καταναλωτή - Αδικοπρακτική ευθύνη ιατρού - Ιατρική ευθύνη από αμέλεια - Αντιστροφή του βάρους αποδείξεως -. Η αδικοπρακτική ευθύνη ιατρού θεμελιώνεται και εάν ο ιατρός ενεργήσει από αμέλεια, η οποία υπάρχει και όταν το αποτέλεσμα οφείλεται σε παράβαση των θεμελιωδών αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης και η ενέργεια του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας. Δηλαδή θα πρέπει να μην καταβλήθηκε από τον ιατρό η επιβαλλόμενη κατά αντικειμενική κρίση προσοχή και επιμέλεια, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος θα μπορούσε και όφειλε να καταβάλλει κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνθήκες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων πείρα και λογική και συγχρόνως να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ιατρικής πράξης ή παράλειψης και του αξιόποινου μη επιδιωκόμενου αποτελέσματος, ενώ ουδεμία ευθύνη φέρει ο ιατρός αν ενήργησε κατά τους πιο πάνω κανόνες (lege artis) και ειδικότερα όπως θα ενεργούσε κάτω από τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις και με τα στην διάθεση του μέσα, συνετός και επιμελής ιατρός (βλ. και ΑΠ 181, 1762/11). Η εν λόγω ευθύνη ρυθμίζεται τόσο από τον α.ν. 1536/1939 «περί κωδικός ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος» και τις σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα όσο και από το ν. 2251/1994 για την «προστασία των καταναλωτών», στο πεδίο εφαρμογής του οποίου εμπίπτουν και οι ιατρικές υπηρεσίες. Η τελευταία διάταξη καθιερώνει νόθο αντικειμενική ευθύνη, με την έννοια της αντιστροφής του βάρους αποδείξεως, τόσο ως προς την υπαιτιότητα, όσο και ως προς την παρανομία. Εδώ εμπίπτουν και οι ιατρικές υπηρεσίες. Ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη που επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες ιατρός, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξης του είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του είτε τη συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του (βλ. και ΑΠ 589/11, 1227/07). Περίπτ. όπου ανέκυψε ευθύνη μαιευτήρα ιατρού που βράδυνε να αποφασίσει τοκετό με «καισαρική τομή» και το νεογνό υπέστη ανεπανόρθωτες εγκεφαλικές βλάβες.

ΑΠ 535/2012: ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ-ΕΥΘΥΝΗ ΤΡΑΠΕΖΑΣ


Προστασία καταναλωτή - Ευθύνη παρέχοντος τραπεζικές υπηρεσίες - Ευθύνη Τράπεζας έναντι των πελατών-καταναλωτών -. Για τη θεμελίωση της (αδικοπρακτικής) ευθύνης απαιτείται παράνομη και υπαίτια πρόκληση ζημίας. Αμφότερες οι προϋποθέσεις αυτές (παρανομία και υπαιτιότητα) συντρέχουν ταυτοχρόνως με βάση τη θεώρηση ιης αμέλειας ως μορφής πταίσματος και ως μορφής παρανομίας («διπλή λειτουργία της αμέλειας»). Αν στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών από την τράπεζα εκδηλωθεί συμπεριφορά, μη ανταποκρινόμενη στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και συγχρόνως υπαίτια. Συμπεριφορά από Τράπεζα μη ανταποκρινόμενη στην ευλόγως προσδοκώμενη από τους πελάτες της συναλλακτική της υποχρέωση πρόνοιας και ασφάλειας των συμφερόντων τους είναι παράνομη και συγχρόνως υπαίτια («διπλή λειτουργία της αμέλειας»). Ευθύνη προστήσαντος για πράξεις προστηθέντος. Οι προστηθέντες υπάλληλοι της Τράπεζας παράνομα και υπαίτια προκάλεσαν ζημία σε πελάτη αυτής διά της μη διενέργειας του απαραίτητου ελέγχου στο σώμα των επιταγών, με τον οποίο ευχερώς θα αντιλαμβάνονταν τη συντελεσθείσα πλαστογραφία. Ενόψει δε της νόθου αντικειμενικής ευθύνης, με την έννοια της αντιστροφής του βάρους αποδείξεως τόσο ως προς την υπαιτιότητα όσο και ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη που επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες προκειμένου να απαλλαγεί, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξης του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του, είτε τη συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του.