23.4.14

ΕφΑθ 2130/2013: ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ-ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΤΙΚΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ


Αθέμιτη εμπορική πρακτική - Πράξη ανταγωνισμού αντίθετη στα χρηστά ήθη - Παραπλανητική διαφήμιση - Ανακριβής δήλωση του ν. 146/1914 - Προστασία καταναλωτή -. Σκοπός του άρθρου 3 του ν. 146/1914 είναι η προστασία των ανταγωνιστών και εμμέσως αλλά σαφώς των καταναλωτών και της ολότητας από την παραπλανητική διαφήμιση. Αντίθετα, τα άρθρα 9 επόμ. του ν. 2251/1994, που περιέχουν σύγχρονη και πιο διεξοδική ρύθμιση, στοχεύουν άμεσα στην προστασία του καταναλωτή. Οι περισσότερες περιπτώσεις της παραπλανητικής διαφήμισης υπάγονται στο άρθρο 3 του ν. 146/1914, όμως το άρθρο 1 του επεμβαίνει, όσες φορές συντρέχει παραπλάνηση, η οποία δεν στηρίζεται σε δηλώσεις ή ανακοινώσεις του διαφημίζοντος ως προς το προϊόν του κ.λ.π., αλλά στη συμπεριφορά του, με προφανή σκοπό να οδηγήσουν τον καταναλωτή στη σύναψη σύμβασης. Έχει ευρύτερο πεδίο εφαρμογής, επειδή μπορεί να θεωρηθεί ως αθέμιτη και η παραπλάνηση, η οποία δεν υπάγεται στο πραγματικό του άρθρου 3. Προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του παραπάνω άρθρου 3 είναι: 1) η ύπαρξη δήλωσης του διαφημιζόμενου επαγγελματία που αφορά τις σχέσεις του στις συναλλαγές του άρθρου 1 (εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές) και γίνεται με τη μορφή δημόσιας γνωστοποίησης ή ανακοίνωσης με οποιοδήποτε μέσο δημοσιότητας, 2) η δήλωση να προορίζεται για απροσδιόριστο και κυρίως απεριόριστο αριθμό προσώπων και να είναι ανακριβής, δηλαδή να έχει περιεχόμενο που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Πότε μία δήλωση είναι ανακριβής κατά το άρθρο 3 καθορίζεται από την αντίληψη των συναλλαγών και ειδικότερα από την αντίληψη εκείνου του συναλλακτικού κύκλου, προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση και 3) η ανακριβής δήλωση να είναι ικανή-πρόσφορη να προκαλέσει στο καταναλωτικό κοινό την εντύπωση ιδιαίτερα ευνοϊκής προσφοράς, χωρίς, πάντως, ν' απαιτείται να δημιουργηθεί πράγματι τέτοια εντύπωση. Μόνο το ανακριβές της δήλωσης δεν αρκεί, διότι ενδέχεται ανακριβή στοιχεία μιας διαφήμισης να μην επηρεάζουν πάντοτε την αγοραστική πρόθεση των αποδεκτών της ή να γίνονται αντιληπτά από το κοινό με τον ορθό τρόπο, είτε διότι αποτελούν γενικές και εύχρηστες έννοιες των συναλλαγών, οπότε δεν εκλαμβάνονται υπό το ακριβές αυτών περιεχόμενο, είτε διότι είναι πομπώδεις υπερβολές, οπότε δεν εκλαμβάνονται ως σοβαρές. Πρέπει η ανακριβής δήλωση να είναι ικανή να επηρεάσει με οποιονδήποτε τρόπο την αγοραστική συμπεριφορά των αποδεκτών της διαφήμισης. Η εντύπωση αυτή πρέπει να προκαλείται σε ένα αρκετά σημαντικό μέρος του συναλλακτικού κοινού, προς το οποίο απευθύνεται και, επομένως, δεν ανήκει στην αποστολή του άρθρου 3 η προστασία του κοινού από κάθε παραπλάνηση αλλά μόνο από αισθητή παραπλάνηση. Τέλος, δεν είναι ανάγκη η ανακριβής δήλωση να έγινε με σκοπό τον ανταγωνισμό αλλά αρκεί η ύπαρξη κινδύνου παραπλάνησης. Επίσης, δεν απαιτείται υπαιτιότητα, η οποία είναι προϋπόθεση μόνο για την αξίωση αποζημίωσης. Στην προκειμένη περίπτωση, η πρώτη εφεσίβλητη, επεδίωκε με το επίδικο διαφημιστικό μήνυμα κατά το οποίο προέβαλε τη μοναδικότητά της στο χώρο των ιατρικών μηχανημάτων, απλώς να προκληθεί μία υπερβάλλουσα εντύπωση, η οποία όμως ήταν ευχερώς αντιληπτή από το καταναλωτικό κοινό στο οποίο απευθυνόταν, και σε καμία περίπτωση με την ενέργειά της αυτή δεν νοθεύθηκε ο επί του οικονομικού πεδίου ελεύθερος ανταγωνισμός, στην προστασία του οποίου, επ' ωφελεία του κοινωνικού συνόλου και της οικονομίας γενικώς, αποσκοπεί η γενική ρήτρα του άρθρου 1 του ν. 146/1914, ούτε όμως και παράβαση της διάταξης του άρθρου 3 του ίδιου νόμου συντελέσθηκε, σκοπός της οποίας είναι η εξασφάλιση της αλήθειας, της ακρίβειας και της σαφήνειας στις συναλλαγές, προκειμένου να προστατευθούν τόσο οι ανταγωνιστές του διαφημιζόμενου επαγγελματία, οι οποίοι λόγω παραπλανητικών δηλώσεων χάνουν την πελατεία τους, όσο και το καταναλωτικό κοινό, και ως προς τους τελευταίους συμπληρωματικά πρέπει να σημειωθεί ότι από τη συγκεκριμένη εμπορική πρακτική της πρώτης εφεσίβλητης δεν προσβλήθηκε ούτε όμως και θα μπορούσε να θιγεί η ελευθερία επιλογής τους κατά τη διαμόρφωση της τυχόν συναλλακτικής τους απόφασης.


ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 2130/2013 

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ 

ΤΜΗΜΑ 14ο 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Δημήτριο Τζιούβα, Πρόεδρο Εφετών, Βασίλειο Κωστόπουλο και Ιουλία Αργυροπούλου, εισηγήτρια - εφέτες και από τη Γραμματέα Βασιλική Ανδριοπούλου.
    Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 28 Φεβρουάριου 2013, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
    ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ - ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : Εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία “.... ............ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΩΝ ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΩΝ Ε.Π.Ε.”, νομίμως εκπροσωπουμένης, που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη, Πλατεία ..............., και εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθηνών Ιάκωβο Βενιέρη (ΑΜΔΣΑ 24202).
    ΤΩΝ ΚΑΘΩΝ Η ΚΛΗΣΗ - ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ : 1) Μονοπρόσωπης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία ........ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ” και τον διακριτικό τίτλο “.... ΕΠΕ”, νομίμως εκπροσωπουμένης, που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής επί της συμβολής των οδών ........και ......., κι εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθηνών Νικόλαο Αντωνιάδη (ΑΜΔΣΑ 17494), και 2) ..................... και της .............., υπό την ιδιότητα του διαχειριστή κι εκπροσώπου της πρώτης εφεσίβλητης, κατοίκου .......... Αττικής, Λεωφ. ............, που δεν παραστάθηκε.
    Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 17-8-2009 (αριθμ. έκθ. κατάθεσης 148555/8862/2009) αγωγή της, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών απευθυνόμενη, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ' αυτήν και με την υπ' αριθ. 6122/2010 οριστική του απόφαση το ανωτέρω Δικαστήριο απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε η ενάγουσα ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού με την από 1-12-2010 έφεσή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών στις 2-12-2010 και έλαβε αριθμό 10026/2010 και με την υπ' αριθ. 4066/7-12-2010 πράξη του Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού ορίσθηκε δικάσιμος προς συζήτησή της η 10-3-2011, οπότε ματαιώθηκε λόγω της αποχής των δικαστικών υπαλλήλων από την άσκηση των καθηκόντων τους. Με την από 31-3-2011 κλήση και την κάτω από αυτήν υπ’ αριθ. 1350/2-3-2011 Πράξη του Γραμματέα αυτού του δικαστηρίου επανεισήχθη προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 1-12-2011, οπότε ματαιώθηκε, ήδη δε με την από 14-2-2012 κλήση με την κάτω από αυτήν υπ’ αριθμ. 447/14-2-2012 πράξη ορισμού δικασίμου του αρμοδίου Γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου επανεισήχθη προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία και συζητήθηκε.
    Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου και κατά τη συζήτησή της, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρασταθέντων διαδίκων οι οποίοι κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους, παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.
    ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΟΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η συζήτηση της κρινόμενης από 1-12-2010 έφεσης, η οποία στρέφεται κατά της υπ' αριθμ. 6122/2010 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία ερήμην του δευτέρου εναγομένου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, επί της από 17-8-2009 αγωγής της εκκαλούσας, επισπεύδεται από την τελευταία, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες υπ’ αριθμ. 6123γ/15-12-2010 και 10343γ΄/23-2-2012 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ........... Από τις εκθέσεις αυτές αποδεικνύεται ότι πιστό αντίγραφο της κρινόμενης έφεσης και της από 14-2-2012 κλήσης με την κάτω από αυτήν υπ’ αριθμ. 447/14-2-2012 πράξη ορισμού δικασίμου του αρμοδίου Γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου και εγγραφής της στο πινάκιο του Δικαστηρίου αυτού (Τμήμα 14, αριθ. πιν. 2) και κλήση προς συζήτηση για την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επιδόθηκενόμιμα και εμπρόθεσμα στον δεύτερο εφεσίβλητο. Κατά συνέπεια, αφού αυτός δεν εμφανίσθηκε όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κανονικά από τη σειρά του σχετικού πινακίου, πρέπει να δικαστεί ερήμην, θα προχωρήσει όμως η διαδικασία σαν να ήταν και αυτός παρών (άρθρο 524 παρ. 4 ΚΠολΔ).
    Η κρινόμενη έφεση φέρεται νόμιμα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου που είναι αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρα 498 και 19 του ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε άλλωστε προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 β, 516 παρ.1 και 518 του ΚΠολΔ) και κατά συνέπεια πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε και η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ).
    Με τις παρακάτω αναφερόμενες διατάξεις ορίζονται τα εξής: 1) “Απαγορεύεται κατά τας εμπορικός, βιομηχανικός ή γεωργικός συναλλαγάς πάσα προς τον σκοπόν ανταγωνισμού γινομένη πράξις, αντικειμένη εις τα χρηστά ήθη. Ο παραβάτης δύναται να εναχθή πρός παράλειψιν και προς ανόρθωσιν της προσγενομένης ζημίας.” (άρθρο 1 ν. 146/1914). Για την εφαρμογή της απαιτείται η πράξη αφενός να έγινε προς το σκοπό ανταγωνισμού, χωρίς ν' απαιτείται να είναι αυτός ο αποκλειστικός λόγος τέλεσης της πράξης ή να πραγματοποιηθεί ο σκοπός ή να υπάρχει πρόθεση βλάβης, έστω και αν οι δραστηριότητες των ανταγωνιζομένων δεν είναι ταυτόσημες ή δεν προσφέρουν τα ίδια προϊόντα και υπηρεσίες ή δεν βρίσκονται στο ίδιο ανταγωνιστικό επίπεδο, και αφετέρου να αντίκειται στα χρηστά ήθη, ως κριτήριο των οποίων χρησιμεύουν οι ιδέες του μέσου κοινωνικού ανθρώπου που κατά τη γενική αντίληψη σκέπτεται με χρηστότητα και φρόνηση. 2) "Απαγορεύεται εις δημοσία γινομένας γνωστοποιήσεις ή ανακοινώσεις, προοριζομένας δι' ευρύν κύκλον προσώπων, πάσα ανακριβής δήλωσις περί σχέσεων αναφερομένων εις τας κατά το άρθρον 1 συναλλαγάς ιδία δε περί της ποιότητος, της αρχικής προελεύσεως, του τρόπου της κατασκευής ή της τιμολογήσεως εμπορευμάτων η βιομηχανικών εργασιών, περί του τρόπου ή της πηγής της προμήθειας, της κατοχής βραβείων ή άλλων τιμητικών διακρίσεων, περί της αιτίας ή του σκοπού της πωλήσεως ή περί του ποσού των προς διάθεσιν εμπορευμάτων, ικανή να παραγάγη την εντύπωσιν ιδιαιτέρως ευνοϊκής προσφοράς. Ο παραβάτης δύναται να εναχθή προς παράλειψιν των ανακριβών δηλώσεων και ανόρθωσιν της προσγενομένης ζημίας, (άρθρο 3 του ν. 146/14). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, στην οποία ορίζεται ότι "όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει" προκύπτει ότι, κύριο γνώρισμα της προβλεπόμενης από αυτήν αδικοπραξίας, η οποία μπορεί να συνιστά και αδικοπραξία του άρθρου 914 ΑΚ, είναι η προσβολή των χρηστών ηθών από την πράξη του υπαιτίου, που επιχειρείται από πρόθεση, ή και από την παράλειψη αυτού. Η αντίθεση προς τα χρηστά ήθη, η έννοια των οποίων είναι νομική ως προς το επιτρεπτό του επιδιωχθέντος σκοπού και των χρησιμοποιηθέντων μέσων, εξετάζεται αντικειμενικά και σύμφωνα με την αντίληψη του υγιούς κατά το δίκαιο σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Όσον αφορά την πρόθεση δεν απαιτείται το πρόσωπο να ενήργησε τη ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη προς τον αποκλειστικό σκοπό της βλάβης τρίτου, αλλά αρκεί και η περί της επελθούσας ζημίας θέληση του, δηλαδή είναι επαρκές ότι τελούσε σε γνώση περί του ότι η εκδηλωθείσα συμπεριφορά του ήταν δυνατόν να προκαλέσει ζημία και παρόλα αυτά δεν απέσχε της πράξης ή παράλειψης από την οποία επήλθε η ζημία (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 339/2010, ΑΠ 613/2009, δημοσ. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 2251/1994, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 11 του ν. 3587/2007, ΦΕΚΑ' 152/10-7-2007, Ί. α) Διαφήμιση κατά την έννοια του παρόντος νόμου είναι κάθε ανακοίνωση που γίνεται με κάθε μέσο στα πλαίσια εμπορικής, βιομηχανικής, βιοτεχνικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας με στόχο την προώθηση της διάθεσης αγαθών ή υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των ακινήτων και των συναφών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων”, ενώ από τις διατάξεις του άρθρου 9γ του ν. 2251/1994, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 12 του ν. 3587/2007, προκύπτει ότι απαγορεύονται οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, που υιοθετούνται πριν, κατά τη διάρκεια και ύστερα από εμπορική συναλλαγή που σχετίζεται με συγκεκριμένο προϊόν. Εξάλλου, μία εμπορική πρακτική, ως τέτοιας οριζομένης από το άρθρο 9α εδ. δ' του ίδιου νόμου, κάθε πράξης, παράλειψης, τρόπου συμπεριφοράς ή εκπροσώπησης, εμπορικής επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της διαφήμισης και του μάρκετινγκ ενός προμηθευτή, που συνδέεται άμεσα με την προώθηση, πώληση ή προμήθεια ενός προϊόντος, δηλαδή κάθε αγαθού ή υπηρεσίας, σε καταναλωτές, είναι αθέμιτη, όταν είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις επαγγελματικής ευσυνειδησίας και στρεβλώνει ουσιωδώς ή ενδέχεται να στρεβλώσει ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή, στον οποίο φθάνει ή στον οποίο απευθύνεται το προϊόν ή του μέσου μέλους της ομάδας, όταν μια εμπορική πρακτική απευθύνεται σε μια συγκεκριμένη ομάδα καταναλωτών, ιδίως δε, εμπορικές πρακτικές είναι αθέμιτες, όταν είναι παραπλανητικές ή επιθετικές, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 9δ, 9ε, 9στ και στα άρθρα 9ζ και 9η, του ίδιου νόμου. Πλέον συγκεκριμένα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 9δ του άνω νόμου, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 12 του ν. 3587/2007, “ 1. Μια εμπορική πρακτική θεωρείται παραπλανητική όταν περιλαμβάνει εσφαλμένες πληροφορίες και είναι, συνεπώς, αναληθής ή, όταν, με οποιονδήποτε τρόπο, συμπεριλαμβανομένης της συνολικής παρουσίασης της, παραπλανά ή ενδέχεται να παραπλανήσει το μέσο καταναλωτή, ακόμα και εάν οι πληροφορίες είναι, αντικειμενικά, ορθές όσον αφορά ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία τα οποία παρατίθενται κατωτέρω και, ούτως ή άλλως, τον οδηγεί ή ενδέχεται να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία, διαφορετικά, δεν θα ελάμβανε. Τα στοιχεία αυτά είναι: α) η ύπαρξη ή η φύση του προϊόντος, β) τα κύρια χαρακτηριστικά του προϊόντος, όπως είναι η διαθεσιμότητα, τα οφέλη, οι κίνδυνοι, η εκτέλεση, η σύνθεση, τα συνοδευτικά εξαρτήματα, η μετά την πώληση υποστήριξη προς τον καταναλωτή και η αντιμετώπιση των παραπόνων, η μέθοδος και η ημερομηνία κατασκευής ή παροχής, η παράδοση, η καταλληλότητα, η χρήση, η ποσότητα, οι προδιαγραφές, η γεωγραφική ή εμπορική προέλευση ή τα αναμενόμενα από τη χρήση του προϊόντος αποτελέσματα ή τα αποτελέσματα και τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των δοκιμών ή ελέγχων του προϊόντος, γ) η έκταση των δεσμεύσεων του προμηθευτή, τα κίνητρα για την εμπορική πρακτική και η φύση της διαδικασίας πωλήσεων, κάθε δήλωση ή σύμβολο που αφορά άμεση ή έμμεση χορηγία ή έγκριση του προμηθευτή ή του προϊόντος, δ) η τιμή ή ο τρόπος υπολογισμού της ή η ύπαρξη ειδικής συμφέρουσας τιμής, ε) η ανάγκη υπηρεσίας, ανταλλακτικού, αντικατάστασης ή επισκευής, στ) η φύση, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και τα δικαιώματα του προμηθευτή ή του αντιπροσώπου του, όπως είναι η ταυτότητα και τα περιουσιακά στοιχεία του, τα προσόντα του, η ιδιότητα, η έγκριση, η εταιρική σχέση, η σύνδεση και η κυριότητα δικαιωμάτων βιομηχανικής, εμπορικής ή πνευματικής ιδιοκτησίας ή τα βραβεία και οι διακρίσεις του, ζ) τα δικαιώματα του καταναλωτή, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος αντικατάστασης ή επιστροφής σύμφωνα με το άρθρο 5.”. Περαιτέρω, για τους σκοπούς των πιο πάνω διατάξεων, σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 9α του ίδιου νόμου, ως «επαγγελματική ευσυνειδησία» νοείται: «το μέτρο της ειδικής τεχνικής ικανότητας και μέριμνας που ευλόγως αναμένεται να επιδεικνύει ένας προμηθευτής προς τους καταναλωτές, κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στην έντιμη πρακτική της αγοράς ή και στη γενική αρχή της καλής πίστης, στον τομέα δραστηριοτήτων του προμηθευτή (εδ. η' άρθρου 9α) και ως «ουσιώδης στρέβλωση της οικονομικής συμπεριφοράς των καταναλωτών» ορίζεται η χρήση εμπορικής πρακτικής με σκοπό τη σημαντική μείωση της ικανότητας του καταναλωτή να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση, με επακόλουθο ο καταναλωτής να λάβει μια απόφαση συναλλαγής που διαφορετικά δεν θα ελάμβανε (εδ. ε' άρθρου 9α). Τέλος, θα πρέπει να τονισθεί ότι ακόμα και μία υποθετική επίδραση στην οικονομική συμπεριφορά του καταναλωτή αρκεί για τον χαρακτηρισμό της πρακτικής ως αθέμιτης. Σε κάθε περίπτωση, ο χαρακτηρισμός μιας εμπορικής πρακτικής ως αθέμιτης έχει ως σημείο αναφοράς τον «μέσο καταναλωτή», στον οποίο απευθύνεται το προϊόν ή η υπηρεσία, εάν δε μία εμπορική πρακτική απευθύνεται σε μία συγκεκριμένη ομάδα καταναλωτών, τότε θα διερευνηθεί η επίδραση που θα έχει η πρακτική στο μέσο καταναλωτή της συγκεκριμένης ομάδας, στην προστασία της ελεύθερης επιλογής του οποίου κατά τη διαμόρφωση της συναλλακτικής του απόφασης στοχεύουν οι παραπάνω διατάξεις. Από το συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων συνάγεται η γενικότερη αρχή ότι η διαφήμιση θα πρέπει να είναι αληθής (αρχή της αλήθειας της διαφήμισης), γιατί τότε μόνον είναι θεμιτή μέθοδος, ελευθέρου ανταγωνισμού, εφόσον δηλαδή τα ανακοινούμενα απ' αυτήν στοιχεία είναι αληθινά και ανταποκρίνονται προς τα διαφημιζόμενα. Σκοπός του άρθρου 3 του ν. 146/1914 είναι η προστασία των ανταγωνιστών και εμμέσως αλλά σαφώς των καταναλωτών και της ολότητας από την παραπλανητική διαφήμιση. Αντίθετα, τα άρθρα 9 επόμ. του ν. 2251/1994, που περιέχουν σύγχρονη και πιο διεξοδική ρύθμιση, στοχεύουν άμεσα στην προστασία του καταναλωτή (βλ. Α. Σινανιώτη - Μαρούδη σε Αθέμιτο Ανταγωνισμό, με επιμέλεια Νικ. Ρόκα, άρθρο 3, αριθμ. 1-3, σελ. 267-269, Λιακόπουλο, Βιομηχανική Ιδιοκτησία, έκδ. 2000, σελ. 457, ΕφΑΘ 1489/2007, ΔΕΕ 2007, 575). Οι περισσότερες περιπτώσεις της παραπλανητικής διαφήμισης υπάγονται στο άρθρο 3 του ν. 146/1914, όμως το άρθρο 1 του επεμβαίνει, όσες φορές συντρέχει παραπλάνηση, η οποία δεν στηρίζεται σε δηλώσεις ή ανακοινώσεις του διαφημίζοντος ως προς το προϊόν του κ.λ.π., αλλά στη συμπεριφορά του, με προφανή σκοπό να οδηγήσουν τον καταναλωτή στη σύναψη σύμβασης. Έχει ευρύτερο πεδίο εφαρμογής, επειδή μπορεί να θεωρηθεί ως αθέμιτη και η παραπλάνηση, η οποία δεν υπάγεται στο πραγματικό του άρθρου 3 (βλ. Α. Σινανιώτη-Μαρούδη, ό.π., αριθμ. 7, σελ. 269, ΕφΑΘ 1489/2007, ό.π.). Προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του παραπάνω άρθρου 3 είναι: 1) η ύπαρξη δήλωσης του διαφημιζόμενου επαγγελματία που αφορά τις σχέσεις του στις συναλλαγές του άρθρου 1 (εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές) και γίνεται με τη μορφή δημόσιας γνωστοποίησης ή ανακοίνωσης με οποιοδήποτε μέσο δημοσιότητας, 2) η δήλωση να προορίζεται για απροσδιόριστο και κυρίως απεριόριστο αριθμό προσώπων και να είναι ανακριβής, δηλαδή να έχει περιεχόμενο που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Πότε μία δήλωση είναι ανακριβής κατά το άρθρο 3 καθορίζεται από την αντίληψη των συναλλαγών και ειδικότερα από την αντίληψη εκείνου του συναλλακτικού κύκλου, προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση και 3) η ανακριβής δήλωση να είναι ικανή-πρόσφορη να προκαλέσει στο καταναλωτικό κοινό την εντύπωση ιδιαίτερα ευνοϊκής προσφοράς, χωρίς, πάντως, ν' απαιτείται να δημιουργηθεί πράγματι τέτοια εντύπωση. Μόνο το ανακριβές της δήλωσης δεν αρκεί, διότι ενδέχεται ανακριβή στοιχεία μιας διαφήμισης να μην επηρεάζουν πάντοτε την αγοραστική πρόθεση των αποδεκτών της ή να γίνονται αντιληπτά από το κοινό με τον ορθό τρόπο, είτε διότι αποτελούν γενικές και εύχρηστες έννοιες των συναλλαγών, οπότε δεν εκλαμβάνονται υπό το ακριβές αυτών περιεχόμενο, είτε διότι είναι πομπώδεις υπερβολές, οπότε δεν εκλαμβάνονται ως σοβαρές. Πρέπει η ανακριβής δήλωση να είναι ικανή να επηρεάσει με οποιονδήποτε τρόπο την αγοραστική συμπεριφορά των αποδεκτών της διαφήμισης. Η εντύπωση αυτή πρέπει να προκαλείται σε ένα αρκετά σημαντικό μέρος του συναλλακτικού κοινού, προς το οποίο απευθύνεται και, επομένως, δεν ανήκει στην αποστολή του άρθρου 3 η προστασία του κοινού από κάθε παραπλάνηση αλλά μόνο από αισθητή παραπλάνηση. Τέλος, για την εφαρμογή της υπόψη διάταξης (του άρθρου 3 του ν. 146/1914) δεν είναι ανάγκη η ανακριβής δήλωση να έγινε με σκοπό τον ανταγωνισμό αλλά αρκεί η ύπαρξη κινδύνου παραπλάνησης. Επίσης, δεν απαιτείται υπαιτιότητα, η οποία είναι προϋπόθεση μόνο για την αξίωση αποζημίωσης (βλ. Νικ. Ρόκα, Αθέμιτος Ανταγωνισμός, έκδ. 1975, παρ. 13, II, σελ. 85 επ„ Λιακόπουλο, ό.π., σελ. 457- 458, Α. Σινανιώτη - Μαρούδη, ό.π., άρθρο 3, αριθμ. 11-38, σελ. 271- 279, ΑΠ613/2009, ό.π., ΕφΑΘ 1489/2007, ό.π.).
    Με την από 17-8-2009 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών απευθυνόμενη η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εταιρία περιορισμένης ευθύνης εξέθετε ότι αποτελεί τη μεγαλύτερη ελληνική εταιρία αντιπροσωπείας οίκων του εξωτερικού για εξοπλισμό και service ιατρικών μηχανημάτων υψηλής τεχνολογίας και ότι η πρώτη εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη μονοπρόσωπη ε.π.ε., η οποία διατηρεί παρεμφερή επιχείρηση, κατά το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2009 προέβη, κατ' εντολήν του νομίμου εκπροσώπου της δευτέρου εναγομένου και ήδη δευτέρου εφεσιβλήτου, στην αναφερόμενη παραπλανητική διαφήμιση, με σκοπό αθέμιτου ανταγωνισμού εις βάρος της, αντίθετα προς τα χρηστά συναλλακτικά ήθη. Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά και επικαλούμενη η ενάγουσα πρόκληση ηθικής της βλάβης λόγω της προσβολής της φήμης της, ζητούσε ν' απαγορευθεί στους εναγομένους να προβαίνουν στην εν λόγω ή σε παρόμοια με την επίδικη παραπλανητική διαφήμιση, να διαταχθεί η δημοσίευση του διατακτικού της εκδοθησόμενης απόφασης σε μία ημερήσια εφημερίδα πανελλαδικής εμβέλειας και στο περιοδικό “THE SCANNER”, με δαπάνη των εναγομένων, ν’ απειληθεί κατά των εναγομένων χρηματική ποινή και επιπλέον κατά του δευτέρου εναγομένου προσωπική κράτηση για κάθε παράβαση του διατακτικού της εκδοθησόμενης απόφασης, και κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, ζητούσε ν αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να της καταβάλουν, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, το ποσό των 250.000,00 ευρώ, ως χρηματική της ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την παράνομη και αθέμιτη συμπεριφορά των εναγομένων. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατόπιν συζήτησης που διεξήχθη ερήμην του δευτέρου εναγομένου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και καταδίκασε την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα της πρώτης εναγομένης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα με τους διαλαμβανόμενους στην έφεσή της λόγους για μη ορθή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, επιδιώκοντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή της.
    Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και όλα τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εταιρία περιορισμένης ευθύνης επιδίδεται κατά τον καταστατικό της σκοπό από το έτος 1914 στην αντιπροσωπεία οίκων του εξωτερικού και διανομή στον ελλαδικό χώρο ιατρικών εργαλείων και μηχανημάτων για τον εξοπλισμό κλινικών, ιατρείων και νοσοκομείων. Στους αντιπροσωπευόμενους από την εκκαλούσα οίκους του εξωτερικού περιλαμβάνεται και ο αμερικανικός οίκος VARIAN, τα ακτινοθεραπευτικά μηχανήματα του οποίου κατέχουν το 75% περίπου της αμερικανικής αγοράς και το 60% της αντίστοιχης παγκόσμιας. Η πρώτη εναγόμενη και ήδη πρώτη εφεσίβλητη μονοπρόσωπη εταιρία περιορισμένης ευθύνης, η οποία ιδρύθηκε κατά το μήνα Σεπτέμβριο έτους 2006, δραστηριοποιείται στο χώρο της αγοράς, εισαγωγής, εξαγωγής, διάθεσης και εμπορίας ιατρικών ειδών, τεχνικών οργάνων, εργαλείων, μηχανημάτων, βοηθημάτων, ειδών νοσοκομειακού εξοπλισμού και άλλων συναφών ειδών, κυρίως δε προωθεί και διαθέτει στην ελληνική αγορά τα είδη της μητρικής της ευρείας βάσης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία “ELEKTAAB (publ)”, που εδρεύει στη Σουηδία και επιδίδεται στην κατασκευή και εμπορία ακτινοθεραπευτικών συστημάτων υψηλής τεχνολογίας. Συνεπώς, οι διάδικοι εταιρίες έχουν ανταγωνιστική σχέση, αφού, ανεξάρτητα από τη θέση τους στο σχετικό κύκλο συναλλαγών, κινούνται στον ίδιο χώρο αγοράς και τα προϊόντα που εμπορεύονται απευθύνονται στον ίδιο κύκλο πελατών. Κατά το μήνα Φεβρουάριο έτους 2009 η πρώτη εφεσίβλητη εταιρία, νομίμως εκπροσωπούμενη από τον δεύτερο εναγόμενο και ήδη δεύτερο εφεσίβλητο διαχειριστή της, προέβη στην καταχώρηση στις σελίδες 26-27 στο τεύχος Φεβρουάριου έτους 2009 του έγκυρου και με μεγάλο αναγνωστικό κοινό περιοδικού ενημέρωσης και διάχυσης της πληροφορίας για τις εξελίξεις στην ιατρική τεχνολογία “SCANNER”, διαφήμισης με εικόνα και κείμενο, όπου αναγράφει κατά λέξη: “Από την ημερομηνία ίδρυσής της, η εταιρεία .... ΕΠΕ κατέχει το 100% των παραγγελιών ακτινοθεραπευτικών μηχανημάτων σύγχρονης τεχνολογίας, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει την πλήρη αναγνώριση και εμπιστοσύνη που επιδεικνύει η ακτινοθεραπευτική κοινότητα στην ανωτερότητα των προϊόντων και των υπηρεσιών της εταιρείας .... ΕΠΕ.”. Η διαφήμιση αυτή είναι ανακριβής, καθόσον αποδείχθηκε ότι κατά τον ίδιο χρόνο η εκκαλούσα είχε επίσης αναπτύξει δράση στο χώρο της προμήθειας στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα ακτινοθεραπευτικών μηχανημάτων. Πλέον συγκεκριμένα: α) Κατά το μήνα Οκτώβριο έτους 2007 η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “..... ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗ ΜΕΡΙΜΝΑ Α.Ε.” ανέθεσε στην εκκαλούσα την προμήθεια και εγκατάσταση, πέραν των άλλων ιατρικών μηχανημάτων, και μίας πλήρους μονάδας ακτινοθεραπείας, αποτελούμενης από έναν γραμμικό επιταχυντή, με σύστημα ηλεκτρονικής απεικόνισης και σύστημα In Board Imaging, έναν εξομοιωτή, δίκτυο και σταθμό εργασίας, συστήματα σχεδιασμού θεραπείας και ένα σύστημα βραχυθεραπείας στο Νοσοκομείο METROPOLITAN, όπου εκπαίδευσε και το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό στη χρήση των εγκαταστημένων μηχανημάτων, β) Στις 23-8-2007 τοΔ.Σ. του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης “ΑΧΕΠΑ” επεκύρωσε το από 20-7-2007 πρακτικό οικονομικής αξιολόγησης της Επιτροπής Διενέργειας και Αξιολόγησης του δημόσιου πρώτου ανοικτού διαγωνισμού της 14-2-2006 για την προμήθεια και εγκατάσταση ενός (1) γραμμικού επιταχυντή ιατρικής χρήσης και την κατακύρωση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού, συνολικής αξίας 1.649.340,0 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α., στην εκκαλούσα, γ) Με το υπ' αριθ. 25/4-9-2008 πρακτικό το Δ.Σ. του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Ιωαννίνων κατακύρωσε στην εκκαλούσα τα αποτελέσματα του υπ’ αριθ. 15/2006 δημόσιου ανοικτού διαγωνισμού προμήθειας και εγκατάστασης Γραμμικού Επιταχυντή διπλής ενέργειας (φωτονίων - ηλεκτρονίων) για τις ανάγκες του Ακτινοθεραπευτικού Τμήματος του Νοσοκομείου, τύπου CLINAC DHX, του οίκου VARIAN, συνολικής δαπάνης 1.999.200,0 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α., και δ) Την 29-9-2008 δυνάμει της υπ' αριθ. πρωτ. 4410/2008 απόφασης της Διεύθυνσης ιατρικού ηλεκτρολογικού εξοπλισμού και επιστημονικών οργάνων του Υπουργείου Ανάπτυξης κατακυρώθηκαν στην εκκαλούσα τα αποτελέσματα του υπ' αριθ. 12/2006 ανοικτού διαγωνισμού, που διενεργήθηκε την 3-11-2006, για την προμήθεια ενός κλασσικού εξομοιωτή θεραπείας και ενός συστήματος εικονικής εξομοίωσης σχεδιασμού και διαχείρισης πληροφοριών ακτινοθεραπείας, συνολικής αξίας 1.171.596,65 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α, για τις ανάγκες του Αντικαρκινικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης ΘΕΑΓΕΝΕΙΟ. Την ανακρίβεια της δήλωσης αυτής, με την οποία η διαφημιζόμενη πρώτη εφεσίβλητη διεκδικεί μία μοναδική θέση στη συγκεκριμένη αγορά, συγκρινόμενη όχι μόνον με την εκκαλούσα αλλά και με όλους τους υπόλοιπους ανταγωνιστές, γνώριζε αυτή, ειδικότερα δε για τον προαναφερόμενο υπό στοιχ. γ' διαγωνισμό και πριν από την κατακύρωση των αποτελεσμάτων του στην εκκαλούσα, είχε τεθεί από την πρώτη εφεσίβλητη, αρμοδίως, το ζήτημα του αποκλεισμού ή της δυνατότητας αποκλεισμού της εκκαλούσας ως προμηθεύτριας από διαγωνισμούς προμηθειών του δημόσιου τομέα, λόγω της έκπτωσής της από προγενέστερη σύμβαση και παρά ταύτα αποσιώπησης εκ μέρους της του γεγονότος αυτού και υποβολής υπευθύνων δηλώσεων ότι δεν έχει υποπέσει σε επαγγελματικό παράπτωμα, ότι υπήρξε πάντα συνεπής στην εκπλήρωση των συμβατικών της υποχρεώσεων προς το Δημόσιο και ότι δεν έχει κάνει ψευδείς δηλώσεις κατά την παροχή πληροφοριών που ζητούνται από την υπηρεσία. Πέραν όμως της ανακρίβειας της δήλωσης μοναδικότητας της πρώτης εφεσίβλητης το παρόν δικαστήριο, προς υποβοήθηση της κρίσης του για την αθέμιτη ή μη συμπεριφορά της πρώτης εφεσίβλητης, καλείται να ερευνήσει και το έτερο κυριαρχικής σημασίας ζήτημα της δημιουργίας κινδύνου παραπλάνησης στους αποδέκτες του διαφημιστικού μηνύματος. Όπως προεκτέθηκε, το περιοδικό “SCANNER” απευθύνεται σε απολύτως εξειδικευμένο καταναλωτικό κοινό, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν θα παρέμενε στην επίμαχη δήλωση χωρίς ν' αξιολογήσει και ερευνήσει περαιτέρω αυτήν. Πλέον συγκεκριμένα η άνω δήλωση, με την οποία η πρώτη εφεσίβλητη επεδίωκε να καλυτερεύσει την ανταγωνιστική της θέση σε σχέση με τη θέση της ανταγωνίστριάς της εκκαλούσας, δεν ήταν πρόσφορη και ικανή, με κριτήριο την αντίληψη του μέσου μέλους της συγκεκριμένης ομάδας καταναλωτών, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος (βλ. 19-9/2006 ΔΕΚ C-356, ΧρΙΔ 2007, 353), να περιαγάγει σε πλάνη τα πρόσωπα στα οποία απευθύνεται και να επηρεάσει την οικονομική τους συμπεριφορά, λαμβάνοντας μία απόφαση συναλλαγής?που διαφορετικά δεν θα ελάμβαναν, αφού η υπερβολή. την οποία εμπεριέχει, θα γινόταν αμέσως αντιληπτή από όλους τους αναγνώστες του περιοδικού και αποδέκτες του μηνύματος και με ένα απλό ξεφύλλισμα του ίδιου τεύχους, στη σελίδα 41 του οποίου η εκκαλούσα καταχώρησε δήλωση περί υπογραφής της σύμβασης μεταξύ της ίδιας και του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ιωαννίνων για την προμήθεια και εγκατάσταση σύγχρονου Γραμμικού Επιταχυντή του εργοστασίου VARIAN με τον συνοδευόμενο εξοπλισμό του για το Ακτινοθεραπευτικό Τμήμα του Νοσοκομείου, επισημαίνοντας ότι ο ανωτέρω Επιταχυντής είναι παρόμοιος με αυτόν που η ίδια εγκατέστησε στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης ΑΧΕΠΑ τον περασμένο Μάιο. Ειδικότερα δε για τα δημόσια νοσοκομεία, ως αποδέκτες της υπόψη διαφήμισης της πρώτης εφεσίβλητης, για την προμήθεια των οποίων με τα μηχανήματα που εμπορεύονται οι διάδικοι εταιρίες διενεργούνται κατά κανόνα δημόσιοι διαγωνισμοί, θα πρέπει να τονισθεί ότι το δεδομένο υψηλό γνωστικό επίπεδο των φυσικών προσώπων, που απαρτίζουν τα θεσμικά όργανα για τη διαγωνιστική αυτή διαδικασία, καθιστά αδύνατη στην προκείμενη περίπτωση την κατάφαση του κινδύνου παραπλάνησης σχετικά με τη θέση της διαφημιζόμενης πρώτης εφεσίβλητης στη συγκεκριμένη αγορά, τον κύκλο των εργασιών της και την ικανότητά της να διακρίνεται και να μονοπωλεί τις αναθέσεις προμήθειας των επίμαχων μηχανημάτων. Επομένως, η πρώτη εφεσίβλητη, νομίμως εκπροσωπούμενη από τον δεύτερο εφεσίβλητο, επεδίωκε με το επίδικο διαφημιστικό μήνυμα απλώς να προκληθεί μία υπερβάλλουσα εντύπωση, η οποία όμως ήταν ευχερώς αντιληπτή από το καταναλωτικό κοινό στο οποίο απευθυνόταν, και σε καμία περίπτωση με την ενέργειά της αυτή δεν νοθεύθηκε ο επί του οικονομικού πεδίου ελεύθερος ανταγωνισμός, στην προστασία του οποίου, επ' ωφελεία του κοινωνικού συνόλου και της οικονομίας γενικώς, αποσκοπεί η γενική ρήτρα του άρθρου 1 του ν. 146/1914, ούτε όμως και παράβαση της διάταξης του άρθρου 3 του ίδιου νόμου συντελέσθηκε, σκοπός της οποίας είναι η εξασφάλιση της αλήθειας, της ακρίβειας και της σαφήνειας στις συναλλαγές, ττροκειμένου να προστατευθούν τόσο οι ανταγωνιστές του διαφημιζόμενου ετταγγελματία, οι οποίοι λόγω παραπλανητικών δηλώσεων χάνουν την πελατεία τους, όσο και το καταναλωτικό κοινό, και ως προς τους τελευταίους συμπληρωματικά πρέπει να σημειωθεί ότι από τη συγκεκριμένη εμπορική πρακτική της πρώτης εφεσίβλητης δεν προσβλήθηκε ούτε όμως και θα μπορούσε να θιγεί η ελευθερία επιλογής τους κατά τη διαμόρφωση της τυχόν συναλλακτικής τους απόφασης. Κατ' ακολουθίαν, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του, θεμελίωσε το νόμω βάσιμο της ένδικης αγωγής στις προαναφερθείσες διατάξεις, εκ των οποίων οι των άρθρων 9 και επόμ. του ν. 2251/1994, συμπληρωματικά εφαρμόζονται, και ακολούθως απέρριψε αυτήν ως κατ' ουσίαν αβάσιμη, δεν έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου και περί την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τους λόγους της έφεσής της και γ' αυτό πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν η έφεση στο σύνολό της και να καταδικασθεί η εκκαλούσα που ηττάται στη δικαστική δαπάνη της πρώτης εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του νομίμου περί τούτου αιτήματος της (άρθρα 176 και 183 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με το διατακτικό. Τέλος, πρέπει να ορισθεί το παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση που θα ασκηθεί αιτιολογημένη ανακοπή ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής από τον ερημοδικαζόμενο δεύτερο εφεσίβλητο (άρθρα 501, 505 παρ. 2 και 509 του ΚΠολΔ), το έννομο συμφέρον του οποίου προς άσκηση αυτής δεν μπορεί να ερευνηθεί από το παρόν δικαστήριο (ΑΠ 1060/2011, ΑΠ 1575/2011, ΟλΑΠ 15/2001, δημοσ. ΝΟΜΟΣ).
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του δευτέρου εφεσιβλήτου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
    ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας για τον ερημοδικασθέντα δεύτερο εφεσίβλητο στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290,00) ευρώ.
    ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 1-12-2010 έφεση κατά της υπ' αριθ. 6122/2010 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και την απορρίπτει κατ' ουσίαν.
    ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στη δικαστική δαπάνη της πρώτης εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400,00) ευρώ.
    Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11-4-2013 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23-4-2013 χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
    Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ