23.4.14

ΑΠ 535/2012: ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ-ΕΥΘΥΝΗ ΤΡΑΠΕΖΑΣ


Προστασία καταναλωτή - Ευθύνη παρέχοντος τραπεζικές υπηρεσίες - Ευθύνη Τράπεζας έναντι των πελατών-καταναλωτών -. Για τη θεμελίωση της (αδικοπρακτικής) ευθύνης απαιτείται παράνομη και υπαίτια πρόκληση ζημίας. Αμφότερες οι προϋποθέσεις αυτές (παρανομία και υπαιτιότητα) συντρέχουν ταυτοχρόνως με βάση τη θεώρηση ιης αμέλειας ως μορφής πταίσματος και ως μορφής παρανομίας («διπλή λειτουργία της αμέλειας»). Αν στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών από την τράπεζα εκδηλωθεί συμπεριφορά, μη ανταποκρινόμενη στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και συγχρόνως υπαίτια. Συμπεριφορά από Τράπεζα μη ανταποκρινόμενη στην ευλόγως προσδοκώμενη από τους πελάτες της συναλλακτική της υποχρέωση πρόνοιας και ασφάλειας των συμφερόντων τους είναι παράνομη και συγχρόνως υπαίτια («διπλή λειτουργία της αμέλειας»). Ευθύνη προστήσαντος για πράξεις προστηθέντος. Οι προστηθέντες υπάλληλοι της Τράπεζας παράνομα και υπαίτια προκάλεσαν ζημία σε πελάτη αυτής διά της μη διενέργειας του απαραίτητου ελέγχου στο σώμα των επιταγών, με τον οποίο ευχερώς θα αντιλαμβάνονταν τη συντελεσθείσα πλαστογραφία. Ενόψει δε της νόθου αντικειμενικής ευθύνης, με την έννοια της αντιστροφής του βάρους αποδείξεως τόσο ως προς την υπαιτιότητα όσο και ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη που επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες προκειμένου να απαλλαγεί, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξης του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του, είτε τη συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του.


Αριθμός 535/2012 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 

Α1' Πολιτικό Τμήμα 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Εμμανουήλ Καλούδη και του αρχαιοτέρου της συνθέσεως Αρεοπαγίτη Γεωργίου Γιαννούλη), Νικόλαο Λεοντή, Γεώργιο Γεωργέλλη, Δημήτριο Τίγγα και Δημήτριο Κράνη, Αρεοπαγίτες.
    Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Δεκεμβρίου 2011, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
    Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "Τράπεζα E.F.G. Eurobank Ergasias Ανώνυμη Εταιρεία" και τον διακριτικό τίτλο "Eurobank Ergasias", με έδρα την Αθήνα, νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σπύρο Λάλα.
    Του αναιρεσίβλητου: Δ. Ε. Φ., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε.
    Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22.2.2001 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3919/2002 οριστική του ιδίου δικαστηρίου και 7284/2003 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 4 Μαΐου 2004 αίτησή της και των από 17 Ιανουαρίου 2011 πρόσθετων λόγων.
    Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Γεώργιος Γεωργέλλης, ανέγνωσε την από 25 Νοεμβρίου 2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους του στη δικαστική δαπάνη του.
    ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη με αριθ. 4631β'/1-9-2010 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελητρίας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ... αντίγραφο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως με την πάνω σ' αυτό πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 21-2-2011 κατά την οποία η εκδίκαση της υπόθεσης αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας με σχετική σημείωση στο πινάκιο, επιδόθηκε, με επίσπευση της αναιρεσείουσας, νομότυπα και εμπρόθεσμα στον αναιρεσίβλητο ο οποίος δεν εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε κατέθεσε δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.
    Συνεπώς πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση σαν να ήταν ο διάδικος αυτός παρών (άρθρο 576 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.).
    Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β', 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρεώσεως λήψεως ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παραλείψεως του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια που αν κατέβαλε - με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητός του - θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επελεύσεώς του, ήλπιζε όμως ότι θα το αποφύγει. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Την ευθύνη για αποζημίωση ως προς ορισμένα (ειδικά) θέματα, καλύπτει η ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρου 8 του ν. 2251/1994 για την "προστασία των καταναλωτών", το οποίο ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι "ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών" (παρ.1), ότι "ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας" (παρ.2 εδ. β'), ότι "ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας" (παρ.3), ότι "ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας" (παρ.4 εδ. α'), ότι "για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με τον βαθμό επικινδυνότητάς της, β) η εξωτερική μορφή της υπηρεσίας, γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, δ) η ελευθερία δράσης που αφήνεται στον ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, ε) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και στ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος" (παρ.4 εδ. β') και ότι "μόνη η ύπαρξη ή δυνατότητα τελειότερης υπηρεσίας κατά τον χρόνο παροχής της υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν συνιστά υπαιτιότητα" (παρ.5). Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, ο οποίος κατά την έννοια της διατάξεως αυτής δύναται να είναι και τράπεζα έναντι του πελάτη της ή άλλου με αυτή συμβεβλημένου προσώπου μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος. Προϋποθέσεις για τη θεμελίωση ευθύνης σε βάρος του παρέχοντος υπηρεσίες είναι οι παρακάτω: α) παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών στα πλαίσια άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, β) υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την παροχή υπηρεσίας, η οποία τεκμαίρεται και ο παρέχων έχει το βάρος απόδειξης της έλλειψής της. Ως κριτήρια για την εκτίμηση της ύπαρξης υπαιτιότητας αναφέρονται στο νόμο η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών, γ) παράνομο. Η συμπεριφορά του παρέχοντος υπηρεσίες θα πρέπει ν' ανταποκρίνεται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας που επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή τέχνης του, δ) ζημία με βάση το γενικό δίκαιο της αποζημίωσης και ε) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ παροχής της υπηρεσίας και ζημίας. Για τη θεμελίωση της (αδικοπρακτικής) ευθύνης απαιτείται όπως προεκτέθηκε παράνομη και υπαίτια πρόκληση ζημίας. Αμφότερες οι προϋποθέσεις αυτές (παρανομία και υπαιτιότητα) συντρέχουν ταυτοχρόνως με βάση τη θεώρηση της αμέλειας ως μορφής πταίσματος και ως μορφής παρανομίας ("διπλή λειτουργία της αμέλειας"). 'Ετσι, αν, στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών από την τράπεζα εκδηλωθεί συμπεριφορά μη ανταποκρινόμενη στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και συγχρόνως υπαίτια. Ενόψει δε της καθιερούμενης, συναφώς, νόθου αντικειμενικής ευθύνης, με την έννοια της αντιστροφής του βάρους αποδείξεως τόσο ως προς την υπαιτιότητα όσο και ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη που επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξεώς του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του, είτε τη συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του. Εξετέρου, κατά τη διάταξη του αρθρ. 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών (άρθρα 173 και 200 του ΑΚ). Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 7/2006 και Ολ.ΑΠ 4/2005). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ.ΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε εναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (Ολ.ΑΠ 861/1984). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ.19 να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 581 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη αυτού κρίση τα εξής: "Ο ενάγων (ήδη αναιρεσίβλητος) διατηρών στα ... επιχείρηση κατασκευής ψευδοροφών και χωρισμάτων συνεργάζετο, κατά τα τελευταία προ της εγέρσεως της αγωγής έτη, με τον Π. Τ., λογιστή, έχων αναθέσει σ' αυτόν τη διεκπεραίωση των φορολογικών του υποθέσεων. Προς το σκοπό αυτό κατέθετεν αυτός (ενάγων) τόσο στο υποκ/μα της Τραπέζης με την επωνυμία "Eurobank", που βρίσκεται στην οδό ... αριθμ. 8, όσο και στην Τράπεζα Εργασίας, υποκ/μα ..., διάφορα χρηματικά ποσά, οι δύο δε αυτές στη συνέχεια και κατόπιν εντολής του, εξέδιδαν τραπεζικές επιταγές σε διαταγή της Δ.Ο.Υ. Κ' Αθηνών και υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, οι οποίες παραδίδονταν από τον ίδιο (ενάγοντα) ή τον ως άνω λογιστή στην ως άνω Δ.Ο.Υ., προς εξόφληση φορολογικών εκείνου (ενάγοντος) χρεών. Στα πλαίσια της συναλλαγής αυτής του ενάγοντος με τις δύο ειρημένες Τράπεζες εκδόθηκαν, κατόπιν εντολής του τέσσερις συνολικά επιταγές και συγκεκριμένα α) οι υπ' αριθμ. ... και ..., της Τράπεζας Εργασίας με ημερομηνία 6/10/1999 και 17/1/2000, ποσού δρχ. 1.483.281 και 2.053.639, αντίστοιχα και β) οι υπ' αριθμ. ... και ... της Eurobank, με ημερομηνία 7/4/2000 και 30/5/2000, ποσού δρχ. 644.780 και 1.027.524, αντίστοιχα, όλες δε σε διαταγή Δ.Ο.Υ. Κ' Αθηνών. Παραλαβών δε ο ενάγων τις επιταγές αυτές τις ενεχείρισε στον ως άνω λογιστή με την εντολή αυτός να τις καταθέσει στην ειρημένη Δ.Ο.Υ. Κ' Αθηνών εις εξόφληση χρεών εκείνου (ενάγοντος) από Φ.Π.Α. αντιστοίχου δε ποσού προς την αξία των τεσσάρων αυτών επιταγών. Πλην όμως, αντί της εκτελέσεως από το λογιστή της ανατεθείσας σ' αυτόν εντολής, ο τελευταίος δεν προέβη στην κατάθεση των επιταγών στην εφορία, αλλά παρανόμως, χωρίς να έχει προς τούτο την συναίνεση του ενάγοντος, διέγραψε, από το σώμα των πιστωτικών αυτών τίτλων, τα στοιχεία της δικαιούχου Δ.Ο.Υ. και έθεσε, εν συνεχεία της ενδείξεως "πληρώστε την παρούσα επιταγή σε διαταγή", το ονοματεπώνυμο του ενάγοντος "Φ. Δ." και περαιτέρω οπισθογραφήσας, με το ονοματεπώνυμο αυτό, τις επιταγές, στην οπισθία τους πλευρά, εισέπραξε, από διαφορετικά υποκαταστήματα, των δύο εν λόγω Τραπεζών, τα ποσά που σ' αυτές αναφέρονταν, τα οποία και ιδιοποιήθηκε, επελθούσας έτσι στον ενάγοντα αντίστοιχης ζημίας. Όπως δε περαιτέρω αποδείχθηκε υπαίτιοι της ζημίας αυτής του ενάγοντος υπήρξαν και οι υπάλληλοι της εναγομένης (όπως αυτή μετονομάστηκε μετά τη διά καθολικής διαδοχής συγχώνευση, στις 7/9/2000, της δεύτερης των ειρημένων Τραπεζών με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Α.Ε." στην πρώτη, με την επωνυμία "EUROBANK", (βλ. σχετ. το με επίκληση προσκομιζόμενο ΦΕΚ υπ' αριθμ. 8391/13-9-2000, τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε.), καθόσον αυτοί, τελούντες προς εκείνη σε σχέση προστήσεως, δεν διενήργησαν τον οφειλόμενο, ως εκ των καθηκόντων τους, έλεγχο προς διαπίστωση της γνησιότητος του περιεχομένου των ρηθεισών τεσσάρων επιταγών, ο οποίος έλεγχος υπαγορεύεται, ως μέτρο επιμελείας, από την καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και την τραπεζική πρακτική και ο οποίος, στην προκειμένη περίπτωση, ευχερώς θα ηδύνατο να διεξαχθεί και λόγω της προφανούς αλλοιώσεως ουσιώδους στοιχείου αυτών (δικαιούχου, σε διαταγή του οποίου οι επιταγές εκδόθηκαν) αλλά και ως προς την πλαστογράφησή τους, με την ύπαρξη, κάτω από την ένδειξη, στην οπισθία πλευρά των τίτλων αυτών "θέση πρώτης οπισθογραφήσεως", του ονοματεπώνυμου του ενάγοντος, τοσούτο μάλλον καθόσον οι τίτλοι αυτοί είχαν εκδοθεί από Τράπεζα, σε διαταγή της προδιαληφθείσας Δ.Ο.Υ., ως δικαιούχου (βλ. τις επιταγές αυτές με επίκληση προσκομιζόμενες, με τις επί του εμπροσθίου τμήματος αποξέσεις και αποχρωματισμό). Περί των ανωτέρω υπήρξε σαφής η κατάθεση του μόνου εξετασθέντος πρωτοδίκως μάρτυρος του ενάγοντος, αδελφού αυτού, ενώ η εναγομένη δεν εξήτασε μάρτυρα αλλά και ούτε κάποιο έγγραφο προσκόμισε που να αίρει την υπαιτιότητά της στην πρόκληση της επίδικης ζημίας εκείνου (ενάγοντος). Να λεχθεί ότι κατά του ρηθέντος λογιστού ο ενάγων άσκησε σε σχέση προς την αποδιδόμενη σ' εκείνον πλαστογραφία των επιδίκων επιταγών, δύο, υπό ημερομηνία 27/6/2000 και 12/7/2000 μηνύσεις, αντίστοιχα, ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών. Όσον, τέλος, αφορά στους ισχυρισμούς της εναγομένης, προβληθέντας στο Πρωτόδικο Δικαστήριο και επαναφερόμενους στην παρούσα δευτεροβάθμια δίκη α) περί ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως του ενάγοντος στην έγερση της ένδικης αγωγής, β) περί μη προκλήσεως σ' αυτόν οιασδήποτε ζημίας αφού τα καταβληθέντα από την πληρωμή των επιταγών στο ρηθέντα λογιστή χρήματα ανήκαν στη Δ.Ο.Υ. Κ' Αθηνών, δικαιούχο των τίτλων αυτών, άλλως γ) περί ελλείψεως ευθύνης αυτής (εναγομένης) και ειδκότερα των υπ' αυτής εχόντων προστηθεί υπαλλήλων στην τυχόν επελθούσα σ' εκείνον (ενάγοντα) ζημία, έναντι του οποίου μόνος υπαίτιος είναι ο υπ' αυτού επιλεγείς εν λόγω λογιστής και δ) περί αποκλειστικής υπαιτιότητας αυτού (ενάγοντος) στη τυχόν προκληθείσα ζημία του, με επιμεληθέντος της υπ' αυτού του ιδίου καταθέσεως των ειρημένων επιταγών στην δικαιούχο ως άνω Δ.Ο.Υ. αλλά αναθέσαντος το έργο αυτό στον ρηθέντα λογιστή, είναι απορριπτέοι, ενόψει των προεκτεθέντων, ως αβάσιμοι. Ειδικώς ως προς τον τελευταίο λόγο της έφεσης η πλαστογράφηση των επιταγών από τον ρηθέντα λογιστή και η απ' αυτόν στη συνέχεια παράνομη ιδιοποίηση των χρημάτων που του καταβλήθηκαν, από την πληρωμή των πιστωτικών αυτών τίτλων, δεν αίρει την ευθύνη των υπαλλήλων της εναγομένης προς έλεγχο και εξακρίβωση της αλλοιώσεως των στοιχείων τους και της πλαστογραφήσεώς τους καθόσον πρόκειται, κατά τα ανωτέρω, περί επιταγών εκδόσεως της εναγομένης. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την έφεση της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας κατά της πρωτόδικης απόφασης με την οποία είχε γίνει δεκτή η αγωγή του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου και είχε υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει σ' αυτόν ως αποζημίωση το ποσό των 15.296,32 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. 'Ετσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως τις κατωτέρω διατάξεις που εφάρμοσε αλλά ούτε και εκ πλαγίου καθόσον διέλαβε στην απόφασή του σαφείς πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή των διατάξεων αυτών χωρίς να απαιτούνται και άλλες. Ειδικότερα με βάση τα ως άνω δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά σύμφωνα με τα οποία κατ' ορθή νοηματική απόδοση του περιεχομένου της απόφασης: 1) Με την είσπραξη υπό τις ανωτέρω περιστάσεις από τον μη δικαιούχο Π. Τ. του ποσού των επιταγών τις οποίες εξέδωσαν κατ' εντολή του ενάγοντος οι προαναφερθείσες τράπεζες, οι οποίες στη συνέχεια και συγχωνεύθηκαν στην εναγομένη με την κάλυψη χρημάτων που είχε προκαταθέσει σ' αυτές ο ενάγων και την παράνομη ιδιοποίηση του ποσού τούτου από αυτόν ο ενάγων υπέστη ισόποση ζημία 2) υπαίτιοι για τη ζημία αυτή του ενάγοντος υπήρξαν και οι προστηθέντες υπάλληλοι των υποκαταστημάτων των τραπεζών αυτών, στα οποία έγινε η εμφάνιση και πληρωμή των επιταγών, οι οποίοι τελούντες σε σχέση προστήσεως, από αμέλειά τους δεν διενήργησαν τον οφειλόμενο ως εκ των καθηκόντων τους έλεγχο προς διαπίστωση της γνησιότητας των επιταγών, ο οποίος έλεγχος υπαγορεύεται ως μέτρο επιμέλειας από την καλή πίστη τα συναλλακτικά ήθη και την τραπεζική πρακτική και στην προκειμένη περίπτωση ευχερώς θα μπορούσε να διεξαχθεί και λόγω της προφανούς αλλοιώσεως ουσιώδους στοιχείου αυτών (των στοιχείων του δικαιούχου) αλλά και ως προς την πλαστογράφησή τους με την ύπαρξη κάτω από την ένδειξη στην οπίσθια πλευρά των τίτλων αυτών "θέση πρώτης οπισθογραφήσεως" του ονοματεπώνυμου του ενάγοντος τοσούτο μάλλον καθόσον οι τίτλοι αυτοί είχαν εκδοθεί από Τράπεζα σε διαταγή της προαναφερθείσας Δ.Ο.Υ., ως δικαιούχου και 3) Η πλαστογράφηση των επιταγών από τον ανωτέρω λογιστή και η υπ' αυτού στη συνέχεια παράνομη ιδιοποίηση των εισπραχθέντων χρημάτων δεν αίρει την ευθύνη των προστηθέντων υπαλλήλων για έλεγχο και εξακρίβωση της αλλοιώσεως των στοιχείων ενόψει και του ότι επρόκειτο περί επιταγών που εκδόθηκαν από τράπεζες, καταφάσκεται η ευθύνη των ανωτέρω τραπεζών και κατ' επέκταση της εναγομένης, προς αποζημίωση του ενάγοντος με βάση τις διατάξεις των άρθρων 8 του ν. 2251/1994 σε συνδ. με τις διατάξεις των άρθρων 298, 330 εδ. β', 914, 922 Α.Κ. που έχουν εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, αφού η ζημία προκλήθηκε στα πλαίσια παροχής των υπηρεσιών τους από την προεκτεθείσα υπαίτια και εν ταυτώ παράνομη συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων τους η οποία τελεί και σε αιτιώδη συνάφεια με τη ζημία καθόσον κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας η εν λόγω συμπεριφορά ήταν ικανή κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων να επιφέρει την ζημία την οποία και πράγματι επέφερε. Κατ' ακολουθίαν ο μοναδικός λόγος της αναίρεσης από τον αριθ. 19, καθώς και ο πρώτος πρόσθετος, κατά το πρώτο μέρος του, από τον αριθ. 1, το τρίτο και τέταρτο μέρος του από τον αριθ.1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους υποστηρίζονται τ' αντίθετα, είναι αβάσιμα. Το ίδιο Εφετείο δεν παραβίασε ούτε τη διάταξη του άρθρου 3 του ν.δ. της 17.7/13.8.1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών", που ορίζει ότι "η εκδότρια ονομαστικής ομολογίας ή άλλης αποδείξεως καταθέσεως χρημάτων εταιρεία, η πληρώσασα αυτήν εξοφλημένην διά της επ' αυτής υπογραφής του δικαιούχου, απαλλάσσεται και αν η υπογραφή ήτο πλαστή, πλην αν η εκδότρια κατά την πληρωμή ετέλει εν δόλω ή βαρεία αμέλεια", ούτε δι' εσφαλμένης εφαρμογής αφού δεν προκύπτει ότι εφάρμοσε τη διάταξη αυτή αλλά ούτε και διά της μη εφαρμογής της, καθόσον η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, κατά την οποία πρόκειται για εξόφληση επιταγών όχι μόνο με πλαστογραφημένη την επ' αυτών υπογραφή του δικαιούχου αλλά και με πλαστογραφημένο και αυτό τούτο το όνομα του δικαιούχου υπέρ του οποίου είχαν εκδοθεί οι επιταγές. Μετά δε από αυτά παρέλκει και η εξέταση του ζητήματος αν η ίδια ως άνω διάταξη εξακολουθεί να ισχύει ή καταργήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 332 Α.Κ. και το άρθρο 8 εδ. 1 του ν. 2251/1994. Συνεπώς ο πρώτος πρόσθετος λόγος της αναίρεσης κατά το δεύτερό του μέρος από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμος.
    Με το δεύτερο πρόσθετο λόγο της αναίρεσης από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο απέρριψε την από το άρθρο 300 του Α.Κ. ένσταση της εναγομένης που πρόβαλε αυτή με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και επανέφερε με σχετικό λόγο έφεσης παραβιάζοντας ευθέως και εκ πλαγίου τη διάταξη αυτή. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος ως επί εσφαλμένης προϋποθέσεως στηριζόμενος καθόσον από το περιεχόμενο της απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο δεν ασχολήθηκε με ένσταση της εναγομένης από τη διάταξη αυτή.
    Σε περίπτωση ασκήσεως αναιρέσεως κατ' αποφάσεως που έκρινε ορισμένη την αγωγή πρέπει για να είναι παραδεκτοί οι προβλεπόμενοι από τους αριθ. 8 και 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. λόγοι της αναίρεσης, ο σχετικός λόγος που θεμελιώνει το λόγο της αοριστίας εκτός των άλλων να προτάθηκε στο Εφετείο από τον εκκαλούντα με λόγο έφεσης και ν' αναφέρεται τούτο στο αναιρετήριο (Α.Π. 41/2010, 1611/2009, 765/2008). Κατ' ακολουθίαν ο πρώτος πρόσθετος λόγος της αναίρεσης κατά το πέμπτο σκέλος του από τον αριθ. 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο, χωρίς να έχει προταθεί, δέχθηκε θεμελιωτικό της αγωγής ισχυρισμό ότι η ζημία του ενάγοντος επήλθε συνεπεία της υπεξαίρεσης των εισπραχθέντων χρημάτων από τον λογιστή του ενάγοντος, είναι απαράδεκτος, διότι δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι προβλήθηκε στο Εφετείο με λόγο έφεσης από την εναγομένη εκκαλούσα η έλλειψη του στοιχείου τούτου της αγωγής. Κατά τον αριθμό 11 περ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Στην προκειμένη περίπτωση από το περιεχόμενο της απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο, το αποδεικτικό του πόρισμα για την πλαστογράφηση των επιταγών από το λογιστή του ενάγοντος στήριξε στη κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος και στις ένδικες επιταγές και όχι στις από 27-6-2000 και από 12-7-2000 μηνύσεις για πλαστογραφία που υπέβαλλε ο ενάγων κατά του λογιστή οι οποίες ιστορικά και μόνο αναφέρονται στην απόφαση.
    Συνεπώς ο τρίτος πρόσθετος λόγος της αναίρεσης από τον αριθ. 11β' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τις εν λόγω μηνύσεις για τη στήριξη του σχετικού αποδεικτικού του πορίσματος χωρίς να έχει γίνει νόμιμη προσκόμιση μ' επίκληση τούτων από τον ενάγοντα στο Εφετείο με τις προτάσεις που κατέθεσε, είναι αβάσιμος.
    Ο τέταρτος πρόσθετος λόγος της αναίρεσης από τον αριθ. 11γ' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. είναι απαράδεκτος διότι υπό την επίφαση της συνδρομής των προϋποθέσεων του λόγου τούτου προσβάλλεται η ουσιαστική εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων από το Εφετείο και η αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων που όμως δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο (άρθρο 561 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.). Κατ' ακολουθίαν πρέπει ν' απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι.
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 4 Μαΐου 2004 αίτηση της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ EFG EUROBANK - ERGASIAS A.E." για αναίρεση της υπ' αριθμ. 7284/2003 απόφασης του Εφετείου Αθηνών με τους από 17 Ιανουαρίου 2011 πρόσθετους αυτής λόγους.
    Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2012
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Αθήνα στις 2 Απριλίου 2012.
    Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ