23.4.14

ΑΠ 1375/2010: ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ-ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ


Προστασία καταναλωτή - Προστασία καταναλωτών από ελαττωματικά προϊόντα - Ευθύνη παραγωγού ελαττωματικού προϊόντος (αυτοκινήτου) - Αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης - Υπαιτιότητα του παραγωγού - Ευθύνη αποκλειστικού διανομέα - Συνυπαιτιότητα παθούσας οδηγού -. Παραγωγός θεωρείται ο κατασκευαστής του τελικού προϊόντος, κάθε πρόσωπο που εμφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος επιθέτοντας επ' αυτού την επωνυμία, το σήμα ή άλλο διακριτικό γνώρισμα, καθώς και κάθε πρόσωπο που εισάγει ένα προϊόν για την εμπορική του δραστηριότητα. Ελαττωματικό προϊόν είναι το προϊόν που δεν παρέχει την εύλογη αναμενόμενη ασφάλεια ενόψει όλων των ειδικών συνθηκών. Στο προστατευτικό πεδίο του νόμου δεν περιλαμβάνεται και η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης του καταναλωτή, λόγω ηθικής του βλάβης, κατά του παραγωγού ελαττωματικού προϊόντος, η οποία μπορεί να θεμελιωθεί μόνον επί των κοινών διατάξεων για τις αδικοπραξίες (ΑΚ 914, 932), εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους. Ο καταναλωτής, κατ' ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 925, βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη της αντικειμενικής βλαπτικής ελαττωματικότητας του προϊόντος, της ζημίας και της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της χρήσης αυτής και της ζημίας. Στον παραγωγό εναπόκειται να επικαλείται και να αποδείξει προς απαλλαγή του, ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα ως προς την παραβίαση της συναλλακτικής του υποχρέωσης, από την οποία προήλθε η ζημιά και η ηθική βλάβη. Επομένως η υπαιτιότητα (πταίσμα) του παραγωγού δεν αποτελεί στοιχείο της νομικής βάσης της εν λόγω αγωγής (ΑΠ 1051/04). Για τα ελαττώματα του προϊόντος ευθύνεται επίσης και ο αποκλειστικός διανομέας. Το εφετείο έκρινε, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις του ατυχήματος, ότι ήταν ελαττωματικό το σύστημα αερόσακων του αυτοκινήτου (βλ. σχετ. ΑΠ 851/09). Αυτοκινητικό ατύχημα. Τραυματισμός οδηγού λόγω πραγματικού ελαττώματος του αυτοκινήτου (ελαττωματική λειτουργία αερόσακων). Ευθύνη της εναγομένης αποκλειστικής διανομέως λόγω παράβασης της συναλλακτικής της υποχρέωσης σε σχέση με την ασφάλεια των καταναλωτών. Αδικοπρακτική ευθύνη για την βλαπτική ελαττωματικότητα του προϊόντος που προμήθευσε την ενάγουσα και υποχρέωσή της για αποζημίωση για τις υλικές ζημίες και σε χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη της παθούσας οδηγού. Συνυπαιτιότητα κατά ποσοστό 50% της παθούσας οδηγού επειδή δεν φορούσε ζώνη ασφαλείας.


Αριθμός 1375/2010 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 

Α2' Πολιτικό Τμήμα 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ρένα Ασημακοπούλου, Προεδρεύουσα, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, Δημητρίου Δαλιάνη), Ιωάννη Ιωαννίδη, Χαράλαμπο Ζώη, Αθανάσιο Κουτρομάνο και Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αρεοπαγίτες.
    ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 17 Μαΐου 2010, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
    Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Εμπορικής Βιομηχανικής Εταιρίας Αυτοκινήτων με την επωνυμία ΣΙΤΡΟΕΝ ΕΛΛΑΣ ΑΒΕΕ που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Λάσκο Πέλοπα.
    Της αναιρεσιβλήτου: Ψ, κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Καρέλα.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6-4-2004 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 327/2006 του ίδιου Δικαστηρίου και 482/2008 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά η αναιρεσείουσα με την από 24-7-2008 αίτησή της.
     Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Ιωάννης Ιωαννίδης ανέγνωσε την από 26-4-2010 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.
    Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψη της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή κατά τις διατάξεις του άρθρου 6 του Ν.2251/1994 "για την προστασία του καταναλωτή" ο παραγωγός ευθύνεται για κάθε ζημία που οφείλεται στο ελάττωμα του προϊόντος του. Ως παραγωγός θεωρείται ο κατασκευαστής του τελικού προϊόντος καθώς και κάθε πρόσωπο που εμφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος, επιθέτοντας σ' αυτό την επωνυμία, το σήμα ή άλλο διακριτικό γνώρισμα. Όποιος εισάγει ένα προϊόν για πώληση στα πλαίσια της επαγγελματικής του εμπορικής δραστηριότητας ευθύνεται όπως ο παραγωγός. Για να γεννηθεί η ευθύνη του παραγωγού ή του εισαγωγέα απαιτείται να προκληθεί στον καταναλωτή ζημιά οφειλόμενη αιτιωδώς σε ελάττωμα του προϊόντος. Ελαττωματικό είναι το προϊόν αν δεν παρέχει την εύλογα αναμενόμενη ασφάλεια ενόψει όλων των ειδικών συνθηκών και ιδίως της εξωτερικής εμφάνισης του, της εύλογα αναμενόμενης χρησιμοποίησής του και του χρόνου κατά τον οποίο τέθηκε σε κυκλοφορία (άρθρο 6 παρ.5). Ο ίδιος νόμος στο άρθρο 14 παρ.5 δεν αποκλείει τα δικαιώματα που μπορεί να έχει ο ζημιωθείς με βάση τις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ή εξωσυμβατικής ευθύνης του κοινού δικαίου (συρροή αξιώσεων). Ειδικότερα η αξίωση του τελευταίου μπορεί να θεμελιωθεί στις περί αδικοπραξιών διατάξεις, με την προϋπόθεση της υπαίτιας παραβίασης εκ μέρους του παραγωγού της υποχρέωσης πρόνοιας ή ασφάλειας, από την οποία προέκυψε το ελάττωμα του πράγματος που προκαλεί τη ζημιογόνο προσβολή εννόμου αγαθού. Στο προστατευτικό πεδίο του εν λόγω νόμου όμως δεν περιλαμβάνεται και η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης του καταναλωτή, λόγω ηθικής του βλάβης, κατά του παραγωγού ελαττωματικού προϊόντος, η οποία μπορεί να θεμελιωθεί μόνον επί των κοινών διατάξεων του Α.Κ. για τις αδικοπραξίες (άρθρα 914, 932 αυτού) εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής αυτών. Περαιτέρω σύμφωνα με το γενικό κανόνα του άρθρου 338 παρ.1 ΚΠολΔ που ρυθμίζει το υποκειμενικό βάρος απόδειξης, με βάση την αρχή ότι κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση της αυτοτελούς αίτησης ή ανταίτησής του, επί αγωγής για επιδίκαση αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη από αδικοπραξία, ο ενάγων οφείλει κατ' αρχήν να επικαλεσθεί όλα τα στοιχεία του κανόνα δικαίου του άρθρου 914 ΑΚ δηλαδή εκτός από άλλα και την υπαιτιότητα του εναγομένου ή των προστηθέντων του. Ειδικά όμως επί αγωγής καταναλωτή κατά του παραγωγού ελαττωματικού προϊόντος για επιδίκαση τέτοιας ικανοποίησης ενόψει του ότι αυτός είναι ξένος προς τη διαδικασία παραγωγής του ελαττωματικού προϊόντος και για το λόγο αυτόν, δεν είναι σε θέση να αποδείξει αιτία του ελαττώματος, που εμπίπτει στην σφαίρα ευθύνης του παραγωγού, ο ίδιος (ο καταναλωτής) κατ' ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 925 ΑΚ βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη της παραβίασης της συναλλακτικής υποχρέωσης του τελευταίου δηλαδή της αντικειμενικής βλαπτικής ελαττωματικότητας του προϊόντος, κατά το χρόνο της κατά τον προορισμό αυτού χρήσης του, της ζημίας που επήλθε και της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της χρήσης αυτής και της ζημίας, χωρίς να απαιτείται επίκληση και απόδειξη και πταίσματος αυτού, στον παραγωγό δε εναπόκειται να επικαλείται και να αποδείξει προς απαλλαγή του, ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα ως προς την παραβίαση της συναλλακτικής του υποχρέωσης, από την οποία προήλθε η ζημιά και η ηθική βλάβη και συγκεκριμένα ότι η κατά τον παραπάνω χρόνο ελαττωματικότητα του προϊόντος δεν οφείλεται σε πλημμελή κατασκευή ή συντήρησή του μέχρι την έξοδό του από την επιχείρηση αυτού ή ότι η τυχόν πλημμέλεια κατασκευής ή συντήρησης του δεν οφείλεται σε πταίσμα δικό του ή των προσώπων για τα οποία αυτός ευθύνεται σε όλα τα στάδια της κατασκευής (πταισματική ευθύνη με αντεστραμμένο το βάρος απόδειξης). Επομένως η υπαιτιότητα (πταίσμα) του παραγωγού δεν αποτελεί σύμφωνα με το νόμο (δηλαδή τις διατάξεις του Ν.2251/1994, που προαναφέρθηκαν, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 914 και 932 ΑΚ) στοιχείο της νομικής βάσης της εν λόγω αγωγής (ΑΠ 1051/04). Τέλος δημιούργημα της σύγχρονης οικονομίας που εξυπηρετεί τις συναλλακτικές ανάγκες της διεπιχειρησιακής συνεργασίας, απόρροια δε της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (ΑΚ 361) και ιδίως της ελευθερίας προσδιορισμού του περιεχομένου τους, αποτελεί και η σύμβαση αποκλειστικής διανομής, δηλαδή η ιδιόρρυθμη διαρκής ενοχική σύμβαση, κατά την διάρκεια της οποίας ο ένας συμβαλλόμενος (παραγωγός ή χονδρέμπορος) υποχρεούται να πωλεί αποκλειστικώς για μια ορισμένη περιοχή στον άλλο (διανομέα) τα συμβατικά εμπορεύματα, τα οποία στην συνέχεια ο τελευταίος μεταπωλεί σε τρίτους στο δικό του όνομα, για δικό του λογαριασμό και με δική του επιχειρηματικό κίνδυνο. Έτσι ο αποκλειστικός διανομέας συναλλάσσεται με τους τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του, αναλαμβάνει δηλαδή πλήρως τον επιχειρηματικό κίνδυνο. Οι διανομείς ως επαγγελματίες στην αλυσίδα εφοδιασμού που οι δραστηριότητές τους μπορούν να επηρεάσουν τα χαρακτηριστικά ασφαλείας ενός προϊόντος που διατίθεται στην αγορά, υποχρεούνται να συμβάλλουν στην τήρηση της γενικής υποχρέωσης του άρθρου 7 του Ν.2251/94 και να μη προμηθεύουν το κοινό με επικίνδυνα προϊόντα, στο βαθμό που θα έπρεπε να είχαν κρίνει, λόγω της επαγγελματικής τους πείρας ότι τα προϊόντα δεν ανταποκρίνονται στον ορισμό τους ως ασφαλών. Εν προκειμένω από την επισκόπηση της ένδικής αγωγής της αναιρεσίβλητης κατά της αναιρεσείουσας προκύπτει ότι με εκείνη η ενάγουσα ισχυρίσθηκε τα εξής: "Ότι την 7-8-2002 η εναγόμενη πώλησε και παρέδωσε σε αυτήν ένα επιβατικό αυτοκίνητο, μάρκας CITROEN τύπου Χ5ΑΚΑ 1,4, με αριθμό κυκλοφορίας .... Ότι την 13-4-2003 και ενώ η ενάγουσα οδηγούσε το προαναφερόμενο αυτοκίνητο επί της οδού ... Περιφερείας Δήμου ... (Περιοχή Νοσοκομείου) από αποκλειστική υπαιτιότητα της υπέστη οδικό τροχαίο ατύχημα υπό τις συνθήκες που περιγράφονται στην αγωγή, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί βαριά κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα. Ότι ο τραυματισμός της οφείλεται στο γεγονός ότι το ως άνω όχημα παρουσίαζε πραγματικό ελάττωμα καθόσον κατά την διάρκεια του εν λόγω ατυχήματος, παρότι λειτούργησε το υπάρχον προστατευτικό σύστημα των σε αυτή (αγωγή) αναφερόμενων αερόσακων, ωστόσο από την εκτίναξη του αερόσακου στη θέση του οδηγού υπέστη τον προαναφερόμενο τραυματισμό, ο οποίος προκλήθηκε από τα προϊόντα του αερόσακου και ότι εξαιτίας του ανωτέρω ατυχήματος, το οποίο, με βάση τα προαναφερθέντα, οφείλεται στην παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγόμενης, η οποία κατά την κατασκευή του αυτοκινήτου δεν εφάρμοσε κατάλληλα τους κανόνες της τεχνικής και της επιστήμης, παραβαίνοντας την γενική υποχρέωση πρόνοιας και ασφάλειας που επιβάλλονται στις συναλλαγές αφού κατά τον ως άνω χρόνο της πώλησης και παράδοσης του αυτοκινήτου, δημιούργησε κίνδυνο ζημίας άλλου λόγω της ύπαρξης του ως άνω ελαττώματος, αυτή υπέστη αφενός μεν θετική ζημία, αφετέρου δε ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση των οποίων πρέπει να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει, το ποσό των 36.941 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση".
     Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αγωγή είναι ορισμένη παραδεκτή και συνεπώς ο 1ος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως εκ του αριθ.14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της μη κηρύξεως αυτής απορριπτέας ως αόριστης για το λόγο ότι δεν εκτίθεται στην αγωγή περιστατικά υπαιτιότητος της αναιρεσείουσας (εναγομένης) είναι αβάσιμη, γιατί κατά προαναφερθέντα στην μείζονα (σκέψη) αυτού του συλλογισμού η ευθύνη της αναιρεσείουσας είναι αντικειμενική και δεν απαιτείται για το περιεχόμενο της αγωγής η επίκληση από την αναιρεσίβλητη του στοιχείου της υπαιτιότητας της αναιρεσείουσας παραγωγού του ελαττωματικού προϊόντος (αυτοκινήτου). Επειδή με τον 2ο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως εκ του αριθ.11γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ απορρέοντα αποδίδεται η πλημμέλεια στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι δεν έλαβε υπόψη την από 26-6-2003 έρευνα-τεχνική έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Διπλωματούχου Μηχανολόγου Ηλεκτρολόγου Μηχανικού ... η οποία συντάχθηκε με αίτηση της εναγομένης αναιρεσείουσας και την οποία προσκόμισε και επικαλέσθηκε η τελευταία. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος καθόσον το Εφετείο ως εκ της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ρητώς την μνημονεύει.
     Επειδή κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ.19 ΚΠολΔ ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία που έχει ως συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νομίμου βάσης υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της υπόθεσης δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την θεμελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε στην συγκεκριμένη περίπτωση.
    Εν προκειμένω το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του περί πραγμάτων (άρθρο 561 ΚΠολΔ) τα εξής: "Δυνάμει συμβάσεως πωλήσεως που καταρτίσθηκε στις 7-8-2002 μεταξύ της εναγούσης και της εναγομένης εταιρείας, η πρώτη αγόρασε από τη δεύτερη, η οποία ήταν αποκλειστική αντιπρόσωπος και διανομέας των αυτοκινήτων CITROEN στην Ελλάδα, ένα επιβατικό αυτοκίνητο τύπου ... 1,4, χρώματος γκρι, με αριθμό πλαισίου ... και κινητήρα ΚFW, το οποίο έλαβε αριθμό κυκλοφορίας .... Το εν λόγω όχημα, το οποίο είχε εισαγάγει από τη ... προς πώληση στην Ελλάδα, στα πλαίσια της εμπορικής της δραστηριότητας η εναγομένη, διέθετε, μεταξύ άλλων πρόσθετων συστημάτων ασφαλείας (σύστημα ΑΒ5, αναρτήσεις Μσ ΡΠΘΓ5ΟΠ, αντιστρεπτικές δοκούς, πλαίσιο με προοδευτική παραμόρφωση, απορροφητικό υλικό κρούσης κ.λ.π.), εκ κατασκευής αερόσακο οδηγού και συνοδηγού, πλευρικούς αερόσακους καθώς και προεντατήρες εμπρόσθιων ζωνών ασφαλείας με πυροτεχνικό μηχανισμό λειτουργίας. Ο αερόσακος του οδηγού είναι τοποθετημένος, όπως σε κάθε αυτοκίνητο έτσι και στο εν λόγω, στο κεντρικό τμήμα του τιμονιού και σύμφωνα με το εγχειρίδιο χρήσης του οχήματος έχει σκοπό σε περίπτωση δυνατής μετωπικής σύγκρουσης του αυτοκινήτου να παρεμβληθεί μεταξύ οδηγού και τιμονιού, να αποσβέσει την εκτίναξη του οδηγού προς τα εμπρός και να περιορίσει τους κινδύνους τραυματισμού στο κεφάλι και το θώρακα. Το σύστημα των αερόσακων αποτελεί συμπληρωματικό εξοπλισμό της ζώνης ασφαλείας. Σε περίπτωση πρόσκρουσης του εμπρόσθιου τμήματος του αυτοκινήτου, ο υπάρχων στο εν λόγω σύστημα αισθητήρας αναλύει τη δύναμη της πρόσκρουσης και καθορίζει εάν θα ενεργοποιηθούν οι μπροστινοί αερόσακοι. Η ενεργοποίηση του συστήματος των αντίστοιχων αερόσακων, που πραγματοποιείται με την εντός πολύ μικρού χρόνου (της τάξεως του 1/10 του δευτερολέπτου) έκρηξη, η οποία προκαλεί το φούσκωμα αυτών, λαμβάνει χώρα μόνο σε περίπτωση που ανιχνευθεί δυνατή μετωπική σύγκρουση και παρέχει προστασία μόνο στην αρχική πρόσκρουση, ακόμη και αν επακολουθήσουν αλλεπάλληλες συγκρούσεις. Το εν λόγω σύστημα δεν παρέχει κανενός είδους προστασία, ήτοι δεν ενεργοποιείται, σε μικρής εκτάσεως μετωπικές συγκρούσεις, σε πλευρικές ή οπίσθιες ή σε ανατροπή του αυτοκινήτου. Σε περίπτωση εξάλλου βλάβης του συστήματος αυτού και σύμφωνα και πάλι με τα αναφερόμενα στον ως άνω οδηγό χρήσεως, ενεργοποιείται σχετικά, ανάλογα με την έκδοση, ήτοι τον εξοπλισμό του συγκεκριμένου μοντέλου αυτοκινήτου, είτε προειδοποιητική λυχνία, είτε μήνυμα στο ταμπλώ αυτού. Ειδικότερα στο εγχειρίδιο του οδηγού, αναφέρεται ότι "σε περίπτωση δυνατής μετωπικής σύγκρουσης, ο αερόσακος φουσκώνει αμέσως, σχίζοντας το κάλυμμα στα προβλεπόμενα σημεία, εμποδίζει την εκτίναξη προς τα εμπρός και μετά ξεφουσκώνει αμέσως για να υπάρχει ορατότητα" και ότι οι προεντατήρες των ζωνών ασφαλείας έχουν σκοπό να τεντώσουν τις εμπρός ζώνες ασφαλείας, έτσι ώστε να παραμείνει ο επιβάτης σε στενή επαφή με το κάθισμα και να αυξηθεί έτσι η αποτελεσματικότητά τους, ταυτόχρονα δε με τους προεντατήρες, το σύστημα μπλοκαρίσματος "πιάνει" δυνατά τη ζώνη, έτσι όταν μπλοκάρουν οι εμπρός ζώνες ξετυλίγονται ελάχιστα και προστατεύουν ακόμα καλύτερα τον επιβάτη κατά τη σύγκρουση από μία εκτίναξη προς τα εμπρός".
     Σύμφωνα επίσης με τ' αναφερόμενα στον ως άνω οδηγό χρήσεως "η ενεργοποίηση του αερόσακου συνοδεύεται από διάχυση ακίνδυνου καπνού και από ένα θόρυβο, λόγω της έκρηξης της πυροτεχνικής κάψουλας. Επίσης, η σύγκρουση έχει σαν αποτέλεσμα τη διάχυση μικρής ποσότητας σκόνης στην καμπίνα, που μπορεί να προκαλέσει αναπνευστικές δυσκολίες σε άτομα που έχουν αναπνευστικά προβλήματα". Ακόμη δέχθηκε το Εφετείο ότι στις 13-4-2003 η ενάγουσα, οδηγώντας το ανωτέρω αυτοκίνητο με συνεπιβάτιδες τη θυγατέρα της (στη θέση του συνοδηγού) και την εγγονή της (στα πίσω καθίσματα), κινούνταν επί της οδού ... της περιφερείας του Δήμου ... (περιοχή Νοσοκομείου) με ταχύτητα ανωτέρα της επιτρεπομένης των 50 χιλιομέτρων ανά ώρα (κατοικημένη περιοχή). Τόσο η οδηγός όσο και η συνοδηγός δεν φορούσαν ζώνη ασφαλείας και εισήλθε αντίθετα σε μονόδρομο με αποτέλεσμα να συγκρουσθεί μετωπικά με το αντίθετα και ορθώς κινούμενο με αριθμό κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας Π το οποίο οδηγούσε ο υιός της Λ. Από την ανωτέρω σύγκρουση, ενεργοποιήθηκαν οι αερόσακοι στη θέση της οδηγού και της συνοδηγού. Από την ενεργοποίηση του αερόσακου στη θέση της οδηγού τραυματίστηκε σοβαρά η οδηγός-ενάγουσα, η οποία υπέστη έγκαυμα δευτέρου βαθμού στο πρόσθιο θωρακικό τοίχωμα. Ειδικότερα μέρος των παραχθέντων αερίων που εξερχόταν σταδιακά από τον αερόσακο της οδηγού με μορφή πολτού έπεφταν πάνω στο θώρακα της (οδηγού) με αποτέλεσμα να υποστεί εκτεταμένο έγκαυμα δευτέρου βαθμού. Ο τραυματισμός οφείλεται αιτιωδώς σε πραγματικό ελάττωμα κατά την κατασκευή του εν λόγω αερόσακου του οχήματος και δη σε ανεπάρκεια του συστήματος φίλτρανσης της χημικής ουσίας (καύσιμο) που παράγει το αέριο πλήρωσης του αερόσακου. Τούτο είχε σαν αποτέλεσμα ότι το φίλτρο του αερόσακου δεν κατακράτησε επαρκώς τα σωματίδια του καυσίμου και των υποπροϊόντων της ανάφλεξης, με αποτέλεσμα αυτά να εκτοξευθούν από το θάλαμο ανάφλεξης μαζί με το παραγόμενο αδρανές αέριο και στη συνέχεια διέφυγαν στο εξωτερικό του αερόσακου από την οπή που διαθέτει για την εκτόνωση του αερίου και ήλθαν σε επαφή με το δέρμα της οδηγού οπότε και προκάλεσαν το έγκαυμα. Τούτο συνάγεται και από το γεγονός που αποδείχθηκε, ότι ο αερόσακος της συνοδηγού δεν της προξένησε ζημία από τα εξελθόντα αέρια, αντιθέτως προκλήθηκαν σωματικά εγκαύματα στην οδηγό και αυτό ενώ είχε λιγότερες πιθανότητες να υποστεί τέτοια εγκαύματα η τελευταία, ενόψει του ότι είχε τα χέρια της στο τιμόνι και μπορούσε να προβάλλει αποτελεσματικότερη αντίσταση για τη συγκράτηση του σώματος της από την απότομη αποκοπή της ταχύτητας από τη σύγκρουση από ότι θα μπορούσε να προβάλλει η συνοδηγός που δεν διέθετε τέτοιο μέσο συγκράτησης και με τα δύο χέρια. Επίσης το γεγονός ότι στο ίδιο αυτοκίνητο έχουμε διαφορετική λειτουργία των δύο αερόσακων υπό όμοιες συνθήκες των δύο επιβατών ή καταδεικνύει ότι ο ένας αερόσακος, αυτός της οδηγού, είχε κατασκευαστικό ελάττωμα και δεν ήταν σύμφωνος με τις προδιαγραφές που επικαλείται η εναγόμενη. Συνεχίζει περαιτέρω το Εφετείο ότι η ύπαρξη αυτού του κατασκευαστικού ελαττώματος επαληθεύτηκε και από την συντηρητική πραγματογνωμοσύνη, που διατάχθηκε με την 2842/2003 απόφαση, του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών.
    Συγκεκριμένα στην πραγματογνωμοσύνη που συνέταξε ο πραγματογνώμονας ..., χημικός μηχανικός του Ε.Μ.Π., την οποία εγχείρισε στις 28-1-2004 στη γραμματέα του Πρωτοδικείου Πατρών, αποφαίνεται, ότι ως αίτιο που προξένησε το έγκαυμα στην περίπτωση που το έγκαυμα οφείλεται σε επαφή με χημική ουσία, όπως αποδείχτηκε ότι συνέβη στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι η ανεπάρκεια του συστήματος φίλτρανσης της χημικής ουσίας (καύσιμο) που παράγει το αδρανές αέριο πλήρωσης του αερόσακου. Και περαιτέρω αναφέρει επακριβώς τα εξής: "Η ουσία αυτή γνωστή ως αζίδιο του νατρίου (ΝαΝ3) όπως και τα υποπροϊόντα αυτής, υδροζοϊκό οξύ (ΗΝ3) κατά την επαφή της με το νερό (υγρασία), οξείδιο καλίου Κ2Ο και οξείδιο Νατρίου (Να2Ο) κατά την πυροδότηση του αερόσακου είναι άκρως τοξικά και σε επαφή με το δέρμα προκαλούν εγκαύματα. Εκτιμάται ότι το φίλτρο του αερόσακου δεν κατακράτησε επαρκώς τα σωματίδια του καυσίμου και των παραπροϊόντων της ανάφλεξης με αποτέλεσμα αυτά να εκτοξευθούν από το θάλαμο ανάφλεξης, μαζί με το παραγόμενο αδρανές αέριο. Στη συνέχεια διέφυγαν στο εξωτερικό του αερόσακου από την οπή που διαθέτει για την εκτόνωση του αερίου και ήλθαν σε επαφή με το δέρμα της οδηγού οπότε και προκάλεσαν το έγκαυμα". Τα επιχειρήματα της εναγομένης για μη ύπαρξη ελαττώματος δεν στηρίζονται στη θεώρηση του συγκεκριμένου αερόσακου αλλά στις γενικές προδιαγραφές που θέτει η κατασκευάστρια εταιρεία και απορριπτέος ως αβάσιμος ο σχετικός ισχυρισμός της. Δεν αποτελεί επίσης το ατύχημα αυτό τυχαίο γεγονός, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη και απορριπτέος ως αβάσιμος ο σχετικός ισχυρισμός της. Ακολούθως δέχθηκε το Εφετείο ότι από την ελαττωματική λειτουργία του αερόσακου υπάρχει παράνομη και υπαίτια (αμελής) συμπεριφορά της εναγομένης στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της που προαναφέρθηκαν δηλαδή παράβαση αντίστοιχης συναλλακτικής υποχρέωσης της σε σχέση με την ασφάλεια των καταναλωτών, η οποία συνιστά συγχρόνως και αμελή συμπεριφορά της κατά την έννοια του άρθρου 330 εδ. β' Α.Κ. και επισύρει την αδικοπρακτική ευθύνη της για τη βλαπτική ελαττωματικότητα του προϊόντος με το οποίο προμήθευσε την ενάγουσα, η οποία και το καθιστούσε ανασφαλές και επικίνδυνο για την υγεία της και την υποχρεώνει έτσι σε αποζημίωση της για τις υλικές ζημιές της και σε χρηματική ικανοποίηση για την ηθική της βλάβη (αρθρ. 299, 914, 932 Α.Κ.). Τέλος δέχθηκε το Εφετείο ότι συνυπαίτια για τον τραυματισμό της είναι και η ίδια η ενάγουσα κατά ποσοστό 50%, διότι δεν φορούσε ζώνη ασφαλείας και η παράλειψη της αυτή συνετέλεσε στη μεγαλύτερη προσέγγιση του σώματος της στην πηγή εκτόξευσης των καυστικών αερίων και στην ανάλογη μεγέθυνση των δυσμενών συνεπειών σε βάρος της. Το ότι δεν φορούσε ζώνη ασφαλείας αποδεικνύεται, από το ότι, α) δεν βρέθηκε αποτύπωμα της ζώνης πάνω στο σημείο του εγκαύματος στο σώμα της, β) δεν βρέθηκε σημείο τανύσεως της ζώνης ασφαλείας, γ) ο προεταντήρας της ζώνης ασφαλείας βρέθηκε εκτιναγμένος σε όλο του το μήκος, δείγμα του ότι δεν βρήκε το σώμα του οδηγού να τον σταματήσει και να εμποδίσει την εκτίναξη του και δ) στο ότι δεν υπήρξε μώλωπας ή ελαφρύ τραύμα στο στέρνο ή στην κλείδα της οδηγού, που είναι συνέπεια του απότομου σταματήματος του σώματος από τη ζώνη ασφαλείας σε περίπτωση τέτοιας σύγκρουσης.
    Συνεπώς (καταλήγει το Εφετείο) πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει ως κατ' ουσίαν βάσιμη η σχετική νόμου βάσιμη (αρθρ. 300 Α.Κ.) ένσταση συνυπαιτιότητας της εναγούσης που προέβαλε πρωτόδικα και επαναφέρει και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγομένη". Με τις διαπιστώσεις του αυτές το Εφετείο, έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή ως ουσία βάσιμη, καταλήξαν σε σαφές αποδεικτικό πόρισμα και δεν στέρησε την απόφαση του από νόμιμη βάση, αφού διέλαβε σ' αυτή σαφείς πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων που εφαρμόσθηκαν και επομένως ο περί του αντιθέτου 3ος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως από τον αριθ.19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος.
     Επειδή η αναιρεσείουσα με τον 4ο λόγο της επί της αιτήσεως αναιρέσεως εκ του αριθ.8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ απορρέοντα αποδίδει την πλημμέλεια στο Εφετείο ότι ερευνώντας την διαφορά δεν έλαβε υπόψη του τον ισχυρισμό της ότι ευθύνεται για τον τραυματισμό της και η ίδια η ενάγουσα διότι δεν φορούσε ζώνη ασφαλείας. Ο λόγος είναι αβάσιμος καθόσον όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του το Εφετείο έλαβε υπόψη του τον εν λόγω ισχυρισμό (ένσταση εκ του άρθρου 300 ΑΚ) τον ερεύνησε και στην συνέχεια τον έκρινε σωστό εν μέρει ως ουσία βάσιμο αναγνωρίσην συνυπαιτιότητα της ενάγουσας στο τραυματισμό της κατά ποσοστό 50%. Επομένως πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24-7-08 αίτηση της ΑΒΕΕ αυτοκινήτων με την επωνυμία ΣΙΤΡΟΕΝ ΕΛΛΑΣ για αναίρεση της υπ' αριθ. 482/08 αποφάσεως του Εφετείου Πατρών. Και
    Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα την αναιρεσίβλητη, ότι δεν κατέθεσε προτάσεις, οριζόμενες σε χίλια οκτακόσια (1800) ευρώ
    Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Ιουνίου 2010. Και
    Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 22 Ιουλίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ