23.4.14

ΑΠ 726/2012: ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ-ΙΑΤΡΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ


Προστασία καταναλωτή - Αδικοπρακτική ευθύνη ιατρού - Ιατρική ευθύνη από αμέλεια - Αντιστροφή του βάρους αποδείξεως -. Η αδικοπρακτική ευθύνη ιατρού θεμελιώνεται και εάν ο ιατρός ενεργήσει από αμέλεια, η οποία υπάρχει και όταν το αποτέλεσμα οφείλεται σε παράβαση των θεμελιωδών αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης και η ενέργεια του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας. Δηλαδή θα πρέπει να μην καταβλήθηκε από τον ιατρό η επιβαλλόμενη κατά αντικειμενική κρίση προσοχή και επιμέλεια, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος θα μπορούσε και όφειλε να καταβάλλει κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνθήκες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων πείρα και λογική και συγχρόνως να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ιατρικής πράξης ή παράλειψης και του αξιόποινου μη επιδιωκόμενου αποτελέσματος, ενώ ουδεμία ευθύνη φέρει ο ιατρός αν ενήργησε κατά τους πιο πάνω κανόνες (lege artis) και ειδικότερα όπως θα ενεργούσε κάτω από τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις και με τα στην διάθεση του μέσα, συνετός και επιμελής ιατρός (βλ. και ΑΠ 181, 1762/11). Η εν λόγω ευθύνη ρυθμίζεται τόσο από τον α.ν. 1536/1939 «περί κωδικός ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος» και τις σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα όσο και από το ν. 2251/1994 για την «προστασία των καταναλωτών», στο πεδίο εφαρμογής του οποίου εμπίπτουν και οι ιατρικές υπηρεσίες. Η τελευταία διάταξη καθιερώνει νόθο αντικειμενική ευθύνη, με την έννοια της αντιστροφής του βάρους αποδείξεως, τόσο ως προς την υπαιτιότητα, όσο και ως προς την παρανομία. Εδώ εμπίπτουν και οι ιατρικές υπηρεσίες. Ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη που επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες ιατρός, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξης του είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του είτε τη συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του (βλ. και ΑΠ 589/11, 1227/07). Περίπτ. όπου ανέκυψε ευθύνη μαιευτήρα ιατρού που βράδυνε να αποφασίσει τοκετό με «καισαρική τομή» και το νεογνό υπέστη ανεπανόρθωτες εγκεφαλικές βλάβες.


Αριθμός 726/2012 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 

Α2' Πολιτικό Τμήμα 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Ευφημία Λαμπροπούλου και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες.
    Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 28 Νοεμβρίου 2011, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
    Των αναιρεσειόντων: 1. Χ. Ν. του Ε., 2. Α. συζ. Χ. Ν., το γένος Ε. Σ., κατοίκων ..., ως ασκούντων τη γονική μέριμνα επί του ανηλίκου τέκνου τους Π. Ν., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Παπαδημητρίου.
    Του αναιρεσιβλήτου: Π. Ε. Κ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Τσοβόλα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ..
    Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 13-12-2002 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Άρτας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 65/2004 μη οριστική, 136/2005 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 375/2008 του Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 26-1-2010 αίτησή τους.
    Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης, Στυλιανή Γιαννούκου, ανέγνωσε την από 18-11-2011 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του πρώτου λόγου αναίρεσης κατά το πρώτο μέρος αυτού και την απόρριψη των λοιπών λόγων αναίρεσης.
    Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη.
    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διάταξης που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολ.Α.Π. 1/1999, 28/1997, 12/1995). Εξ άλλου, κατά το άρθρο 24 του ΑΝ 1565/1939 "περί κωδικός ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος", που διατηρήθηκε σε ισχύ κατά το άρθρο 47 ΕισΝΑΚ, ο ιατρός οφείλει να παρέχει με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση την ιατρική του συνδρομή, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσας πείρας τηρώντας τις ισχύουσες διατάξεις για την διαφύλαξη των ασθενών και προστασίας των υγιών. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ.β', 914 και 932 ΑΚ προκύπτει, ότι η αδικοπρακτική ευθύνη ιατρού προς αποζημίωση, ή και προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης θεμελιώνεται και εάν ο ιατρός ενεργήσει από αμέλεια, η οποία αμέλεια υπάρχει στις περιπτώσεις εκείνες, που το ανεπιθύμητο αποτέλεσμα οφείλεται σε παράβαση των θεμελιωδών αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης και η ενέργεια του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας. Δηλαδή θα πρέπει να μην καταβλήθηκε από τον ιατρό η επιβαλλόμενη κατά αντικειμενική κρίση προσοχή και επιμέλεια, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος θα μπορούσε και όφειλε να καταβάλλει κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνθήκες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων πείρα και λογική και συγχρόνως να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ιατρικής πράξης ή παράλειψης και του αξιόποινου μη επιδιωκόμενου αποτελέσματος, ενώ ουδεμία ευθύνη φέρει ο ιατρός αν ενήργησε κατά τους πιο πάνω κανόνες (lege artis) και ειδικότερα όπως θα ενεργούσε κάτω από τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις και με τα στην διάθεση του μέσα, συνετός και επιμελής ιατρός. Οι πιο πάνω έννοιες της υπαιτιότητας και της αιτιώδους συνάφειας είναι αόριστες νομικές έννοιες, και γι' αυτό η από το δικαστήριο της ουσίας κρίση περί της συνδρομής ή μη αυτών με την έννοια που προαναφέρθηκε, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, ο οποίος κρίνει το εάν τα κυριαρχικώς διαπιστωθέντα από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά, επιτρέπουν το συμπέρασμα, ότι ορισμένο γεγονός μπορεί αντικειμενικά, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας να θεμελιώσει ή όχι υπαιτιότητα (δόλο ή αμέλεια) και να θεωρηθεί ή όχι πρόσφορη αιτία του ζημιογόνου (περιουσιακού ή ηθικού) αποτελέσματος που επήλθε (Α.Π. 889/2000, 2/2009). Η αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού ρυθμίζεται ως προς ορισμένα ζητήματα και από το άρθρο 8 του ν. 2251/1994 για την "προστασία των καταναλωτών", το οποίο πριν την τροποποίηση του με τον ν. 3587/2007 όριζε, μεταξύ άλλων, ότι "ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών" (§ 1), ότι "ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας" (§ 2 εδ. β'), ότι "ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας" (§ 3), ότι "ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας" (§ 4 εδ. α'), ότι "για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα, μεταξύ άλλων, η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με τον βαθμό επικινδυνότητας της, η ελευθερία δράσης που αφήνεται στο πλαίσιο της υπηρεσίας, το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και ότι "μόνη η ύπαρξη ή δυνατότητα τελειότερης υπηρεσίας κατά τον χρόνο παροχής της υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν συνιστά υπαιτιότητα" (§ 5). Από τις διατάξεις αυτού του άρθρου προκύπτει, ότι στο πεδίο εφαρμογής του εμπίπτουν και οι ιατρικές υπηρεσίες, διότι ο παρέχων αυτές ιατρός ενεργεί κατά τρόπο ανεξάρτητο, δεν υπόκειται δηλαδή σε συγκεκριμένες υποδείξεις ή οδηγίες του αποδέκτη των υπηρεσιών (ασθενούς), αλλά έχει την πρωτοβουλία και την ευχέρεια να προσδιορίζει τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του (βλ. ΑΠ 1227/2007). Ενόψει δε της νόθου αντικειμενικής ευθύνης, που καθιερώνεται συναφώς, με την έννοια της αντιστροφής του βάρους απόδειξης τόσο ως προς την υπαιτιότητα όσο και ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη που επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες ιατρός, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξης του είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του είτε τη συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του (βλ. ΑΠ 1227/2007, 589/2001).
    Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των διαδικαστικών εγγράφων, οι αναιρεσείοντες άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Άρτας, την από 13-12-2002 αγωγή κατά του αναιρεσίβλητου ιατρού μαιευτήρα - γυναικολόγου, στην οποία εξέθεταν ότι ο τελευταίος είχε αναλάβει την παρακολούθηση της εγκυμοσύνης και τη διεκπεραίωση του τοκετού της δεύτερης αναιρεσειουσας, σε ιδιωτική μαιευτική κλινική που διατηρεί στην Άρτα, στην οποία εισήλθε αυτή στις 2-8-1999 και ώρα 20.00 με ωδίνες τοκετού γέννησε δε στις 02.10' της 3-8-1999, με καισαρική τομή, που εκτέλεσε ο εναγόμενος το εκπροσωπούμενο από τους αναιρεσείοντες ανήλικο τέκνο τους Π., του οποίου ασκούν τη γονική μέριμνα. Περαιτέρω εξέθεταν, ότι το νεογνό παρουσίασε βαρειά περιγεννητική ασφυξία, συνεπεία της οποίας υπέστη πολυκυστική εγκεφαλοπάθεια που επέφερε σ' αυτό τις εκτιθέμενες ειδικότερα στην αγωγή βλάβες. Με βάση τα ανωτέρω, επικαλούμενοι ότι υπαίτιος της προκλήσεως της άνω εγκεφαλικής παράλυσης του ανηλίκου τέκνου τους είναι ο εναγόμενος ιατρός, ο οποίος, παρά τις σαφείς εργομετρικές ενδείξεις αδυναμίας επιτεύξεως φυσιολογικού τοκετού εβράδυνε επί εξάωρο τουλάχιστον, προκειμένου να αποφασίσει διενέργεια καισαρικής τομής, επί πλέον δε ότι εφάρμοσε μη συμβατές με την εξέλιξη του τοκετού, ιατρικές μεθόδους αποτέλεσμα των οποίων ήταν να υποστεί το έμβρυο ασφυκτικό επεισόδιο και συνακόλουθα τις ως άνω βλάβες, ζήτησαν να επιδικασθούν σ' αυτούς, με την προαναφερθείσα ιδιότητα, τα καθοριζόμενα στην αγωγή χρηματικά ποσά ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης του ανηλίκου, καθώς και στους αναιρεσείοντες ατομικά το καθοριζόμενο στην αγωγή χρηματικό ποσό. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 65/2004 απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία διατάχθηκε η διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης και ακολούθως η 136/2005 οριστική απόφαση αυτού, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε κατ' ουσίαν. Κατά της αποφάσεως αυτής οι αναιρεσείοντες άσκησαν την από 30-9-2005 έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής, επί των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, που απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής. Ειδικότερα, το Εφετείο, στήριξε την κατ' ουσίαν κρίση του, στις ακόλουθες ουσιαστικές παραδοχές, κατ' ακριβή, κατά τούτο αντιγραφή τους: "... Από τις πρώτες επισκέψεις ο εναγόμενος (σημ. εδώ αναιρεσίβλητος) αφού προέβη σε όλες τις απαραίτητες και προβλεπόμενες από την ιατρική επιστήμη εξετάσεις διαπίστωσε ότι επρόκειτο περί απόλυτα φυσιολογικής εγκυμοσύνης χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα με σταθερά θετικούς δείκτες ... η ... ενάγουσα (σημ: εδώ αναιρεσείουσα) ήταν δευτερότοκος αφού από το 1991 είχε αποκτήσει ... ένα ακόμη τέκνο ... Περί ώρα 20:00 της 2 Αυγούστου 1999 ... καταληφθείσα από πόνους τοκετού μετέβη ... στην κλινική του εναγομένου ... εκεί την ανέμενε ο τελευταίος και αφού ενήργησε τις δέουσες εξετάσεις διαπίστωσε κατάσταση επικείμενης γέννας ... και μεταφέρθηκε στο θάλαμο ωδινών. Παράλληλα τέθηκε υπό την παρακολούθηση καρδιοτοκογράφου.. Περί ώρα 21:00 της ίδιας ημέρας επήλθε φυσιολογική ρήξη του θυλακίου της επιτόκου με διαυγή αμνιακά υγρά, ένδειξη περί της απολύτου φυσιολογικής καταστάσεως του εμβρύου. Έκτοτε άρχισε το πρώτο στάδιο ολοκλήρωσης του τοκετού ... Η επίτοκος είχε περιοδικές επαναλαμβανόμενες ωδίνες και οι ενδείξεις παλμών του εμβρύου ήταν απόλυτα φυσιολογικές ... Η διαστολή του τραχήλου έβαινε συνεχώς αυξανόμενη αφού όπως προκύπτει από το καρδιοτοκογράφημα στις 24:00 ήταν 7 εκ. ... και στις 1:25 ... έφτασε σε τέλεια διαστολή. Κατά το δεύτερο στάδιο της ολοκλήρωσης του τοκετού, ήτοι αυτό της εξώθησης, ο εναγόμενος και το νοσηλευτικό προσωπικό παρότρυνε την επίτοκο .... να σπρώχνει μόνη της προς τα έξω το έμβρυο. Λόγω αδυναμίας της επιτόκου να εκτελέσει την ανωτέρω ενέργεια ... μετά την πάροδο δέκα λεπτών περίπου, ο εναγόμενος προσήλθε σε βοήθεια της, προς εξώθηση του εμβρύου με την εκτέλεση της μεθόδου Cristeler ... επειδή μέχρι τις 1:45 ούτε ο χειρισμός αυτός έφερε αποτέλεσμα, ο εναγόμενος προετοίμασε το χειρουργείο για πιθανή καισαρική τομή. Όταν περί ώρα 02:00 της 3-8-1999 παρατηρήθηκε αλλοίωση παλμών του εμβρύου διαρκείας ενός λεπτού αποφάσισε και εκτέλεσε επιτυχή και χωρίς επιπλοκές καισαρική τομή και έτσι περί ώρα 02:10' γεννήθηκε το άρρεν τέκνο των εναγόντων, μόλις γεννήθηκε παραλήφθηκε από τον ιατρό των εναγόντων, υποβλήθηκε σε αναρρόφηση και ανάνηψη ... χωρίς να διαπιστωθεί κάποιο πρόβλημα ... μέχρι πρωίας πλην της επ' ελάχιστο κυάνωσης του στομίου του εμβρύου, που συνέβη κατά την 05:00 της 3-8-1999 ... . Περί ώρα όμως 15.00 της ίδιας ημέρας παρατηρήθηκε .... κυάνωση του νεογνού και άπνοια .. .δόθηκε η εντολή για τη μεταφορά του στην Πανεπιστημιακή Παιδιατρική Κλινική του ΓΠΠ Νοσοκομείου Ιωαννίνων ... εκεί διαπιστώθηκε ότι παρουσίαζε κυάνωση, σπασμούς, εφίδρωση, αποστρεμμένους οφθαλμούς, άπνοια ... απότοκος βαρείας περιγεννητικής ασφυξίας -λοιμώξεως με παθολογική υ/ς εγκεφάλου. Διαγνώσθηκε δηλαδή ότι υπέστη πολυκυστική εγκεφαλοπάθεια ... τέθηκε σε άμεση διασωλήνωση ... έκτοτε ... φέρει έκδηλη σπαστικότητα άνω και κάτω άκρων ... αδυνατεί να ορθοστατήσει ... πρόκειται δηλαδή για μόνιμη κατάσταση, επειδή η βλάβη έχει συμβεί στον εγκέφαλο και ο νευρικός ιστός δεν αναπαράγεται ... πρόκειται για πολλαπλή αναπηρία ... εκτός των κινητικών περιλαμβάνει και ... αρκετά άλλα όπως όρασης, ομιλίας ... Οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν με την αγωγή τους ότι ο εναγόμενος α) καθυστέρησε να διενεργήσει καισαρική τομή παρά τις σαφείς ενδείξεις περί της αναγκαιότητος διενεργείας της, ενόψει του ότι από ώρας 22:00 μέχρι 22:30 περίπου υπήρξε πτώση παλμών του εμβρύου, β) διαπίστωσε καθυστερημένα την ύπαρξη κεφαλοπυελικής δυσαναλογίας και ισχιακής προβολής του εμβρύου, ένδειξη αδυναμίας διενέργειας φυσιολογικού τοκετού και γ) προέβη σε μη συμβατές για την εξέλιξη του τοκετού ιατρικές μεθόδους περί μετασχηματισμού του εμβρύου (χειρισμός Cristeller) με αποτέλεσμα μέχρι και τη δια καισαρικής τομής γέννηση ... να αποφευχθεί ένας εργώδης τοκετός να υποστεί αυτό ανοξία και να προκληθούν οι ... εγκεφαλικές βλάβες. Καταρχήν θα πρέπει να αναφερθεί ότι, μεταξύ άλλων ... ενδείξεων καισαρικής τομής είναι α) αδυναμία εξελίξεως του τοκετού (δυστοκία, κεφαλοπυελική δυσαναλογία), β) η ανώμαλη προβολή του εμβρύου ... και γ) η αλλοίωση των παλμών του εμβρύου ....
    Στην προκειμένη περίπτωση ... δυσαναλογία δεν υπήρξε ... ενόψει του ότι η δεύτερη ... είχε ήδη γεννήσει ένα απόλυτα φυσιολογικό τέκνο ... χωρίς καμιά επιπλοκή. Η προβολή του κυήματος ήταν κάθετη δεξιά πρόσθια κεφαλική με ... ομαλώς εξελισσόμενο τοκετό ... Μοναδική ένδειξη δυστοκίας επιτυχούς φυσιολογικού τοκετού που είχε ο εναγόμενος ... ήταν η αλλοίωση των παλμών του εμβρύου περί ώρα 02:00 της 3-8-1999 για ένα περίπου λεπτό. Η αλλοίωση αυτή των παλμών του εμβρύου καταδεικνύεται και από τα προσκομιζόμενα καρδιοτοκογραφήματα, που καταγράφουν τις ενδείξεις των παλμών του από ώρας 00:00 μέχρι 02:00 της 3-8-1999. Είναι σαφές εκ των ανωτέρω ότι, κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, ουδεμία δυσμορφία διαπιστώθηκε στο έμβρυο και οι καρδιακοί παλμοί ήταν απόλυτα φυσιολογικοί αν και η πιστότητα του καρδιογραφήματος μπορεί να έχει πιθανότητα λανθασμένης καταγραφής σε ποσοστό 40% ... η εμφανιζόμενη ταυτόχρονα με τις ρυθμικές και επαναλαμβανόμενες ωδίνες πτώση των παλμών του εμβρύου και επανερχόμενη σε φυσιολογικά επίπεδα μετά το πέρας αυτών, δεν προκαλεί καμιά ανησυχία στους ειδικούς, ως απόλυτα συμβατή με την εξέλιξη του τοκετού. Προβληματική καθίσταται η πτώση των παλμών μετά το πέρας των ωδινών, ένδειξη για πιθανώς ελλιπή οξυγόνωση του κυήματος, περίπτωση που ουδόλως αποδεικνύεται στην παρούσα υπόθεση, ενόψει του ότι μέχρι ώρα 02:00 περίπου της 3-8-1999, ουδεμία αλλοίωση παλμών παρατηρήθηκε, οπότε και αποφασίσθηκε άμεση διενέργεια καισαρικής τομής. Είναι γεγονός βέβαια ότι έντυπη καταγραφή καρδιοτοκογραφήματος από ώρας 21:10 μέχρι 24:00 της 2-8-1999 δεν προσκομίζεται από τον εναγόμενο, ώστε να διαπιστωθεί η εξέλιξη του τοκετού από πλευράς καρδιακής λειτουργίας και η ύπαρξη ενδεχόμενης στρεσσογόνου καταστάσεως στο έμβρυο κατά το άνω χρονικό διάστημα. Τούτο όμως από μόνο του δεν μπορεί να οδηγήσει το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι εμφανίσθηκε εξακολουθητική πτώση των παλμών του εμβρύου και μάλιστα για ικανό χρονικό διάστημα έτσι ώστε να προκληθεί ασφυκτικό επεισόδιο, ενόψει μάλιστα και της κατά τα ανωτέρω ομαλής καρδιακής λειτουργίας αυτού από ώρα 00:00 μέχρι 02:00 της 3-8-1999. εντεύθεν συνάγεται ότι και ο άλλος ισχυρισμός των εναγόντων ότι δηλαδή από ώρα 22:00 μέχρι 22:30 της 2-8-1999 καταγράφηκε συνεχής αλλοίωση παλμών του εμβρύου και μάλιστα τριών - τεσσάρων λεπτών κάθε φορά και ότι ο εναγόμενος ... για την αποπεράτωση του τοκετού με διενέργεια καισαρικής τομής, αδράνησε, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
    Ο περαιτέρω ισχυρισμός των εναγόντων ότι η προκληθείσα στο έμβρυο περιγεννητική ασφυξία οφείλεται στην εφαρμογή του χειρισμού Cristeller εκ μέρους του εναγομένου επίσης δεν αποδεικνύεται βάσιμος ... γιατί η εκ μέρους του ... υποβοήθηση της επιτόκου με την ανωτέρω μέθοδο και για τρεις ή τέσσερις φορές ... ήταν απόλυτα συμβατή με την εξέλιξη του τοκετού ... σύμφωνη με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης ... με βάση τις περιστάσεις αυτές και εφόσον το εντός της λεκάνης ευρισκόμενο έμβρυο, συμπληρώνοντας το χρόνο αναμονής φυσιολογικής εξόδου - εξώθησης ... δεν έκανε αυτόματη κίνηση ... και να εξέλθει φυσιολογικά και παράλληλα καταγράφηκε αλλοίωση παλμών...ο εναγόμενος εκτιμώντας σωστά τις μέχρι τη στιγμή εκείνη ενδείξεις ορθώς και σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης ενήργησε αποφασίζοντας την δια καισαρικής τομής αποπεράτωση του τοκετού ..." Υπό τα δεδομένα αυτά το Εφετείο διέλαβε στην απόφαση του ασαφείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες αναφορικά με την ουσιαστική αβασιμότητα του αγωγικού ισχυρισμού των εναγόντων ότι ο εναγόμενος καθυστέρησε να διενεργήσει καισαρική τομή παρά τις σαφείς ενδείξεις περί της αναγκαιότητας διενεργείας της, ενόψει του ότι από ώρας 10:30 μμ της 2-8-1999 υπήρξε πτώση παλμών του κυοφορούμενου κάτω του φυσιολογικού και ατελής οξυγόνωση του εγκεφάλου του, με αποτέλεσμα μέχρι τη γέννηση του με καισαρική τομή να υποστεί αυτό ανοξία, περιγεννητική ασφυξία και να προκληθούν οι αναφερθείσες βλάβες, δηλαδή για ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ειδικότερα α) ενώ αρχικώς δέχεται ότι με την είσοδο της επιτόκου - β' αναιρεσείουσας- στη μαιευτική κλινική του αναιρεσίβλητου και τη διενέργεια των απαραίτητων εξετάσεων μεταφέρθηκε στο θάλαμο ωδινών, και τέθηκε υπό την παρακολούθηση καρδιοτοκογράφου καθώς και ότι μοναδική ένδειξη δυστοκίας ήταν η αλλοίωση παλμών περί ώρα 02:00 της 3-8-1999 για ένα περίπου λεπτό, η οποία καταδεικνύεται και από τα προσκομιζόμενα καρδιοτοκογραφήματα που καταγράφουν τις ενδείξεις των παλμών του από ώρας 00:00 μέχρι 02:00 της 3-8-1999, στη συνέχεια δέχεται ότι, κατά το διαλαμβανόμενο, με βάση τον ως άνω αγωγικό ισχυρισμό, χρονικό διάστημα και ειδικότερα από "21:10 μέχρι 24:00 της 2-8-1999 έντυπη καταγραφή καρδιοτοκογραφήματος δεν προσκομίζεται από τον εναγόμενο, ώστε να διαπιστωθεί η εξέλιξη του τοκετού από πλευράς καρδιακής λειτουργίας και η ύπαρξη ενδεχόμενης στρεσσογόνου καταστάσεως στο έμβρυο κατά το άνω χρονικό διάστημα", παρότι κατά την πρώτη ως άνω παραδοχή της η επίτοκος είχε τεθεί από την αρχή υπό την παρακολούθηση καρδιοτοκογράφου. Επί πλέον, παρά την, ως άνω παραδοχή της, έκανε δεκτό ότι η επίτοκος κατά το πρώτο στάδιο ολοκλήρωσης του τοκετού και δή αυτό που άρχισε περί ώρα 21:00 της 2-8-1999 "είχε περιοδικές επαναλαμβανόμενες ωδίνες και οι ενδείξεις παλμών του εμβρύου ήταν απόλυτα φυσιολογικές" , καθώς και ότι" είναι σαφές εκ των ανωτέρω ότι, κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα (σημ: προ της 02:00 ώρας της 3-8-1999) ουδεμία δυσμορφία διαπιστώθηκε στο έμβρυο και οι καρδιακοί παλμοί ήταν απόλυτα φυσιολογικοί" χωρίς να αιτιολογεί τα ανωτέρω, β) διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς την καθόλου εξέλιξη του τοκετού από πλευράς καρδιακής λειτουργίας του κυοφορούμενου κατά τα πρώτο και δεύτερο στάδιο αυτού και ειδικότερα ενώ δέχεται, κατά το πρώτο στάδιο τοκετού "απόλυτα φυσιολογικές ενδείξεις παλμών" του εμβρύου και αλλοίωση παλμών για πρώτη φορά κατά το δεύτερο στάδιο αυτού περί ώρα 02:00 της 3-8-1999 για ένα περίπου λεπτό, δεν περιέχει επαρκείς αιτιολογίες αναφορικά με την αλλοίωση αυτή και ειδικότερα πως είχε εξελιχθεί ο ρυθμός των καρδιακών παλμών του κυοφορούμενου έως τότε και το εύρος αυτών και πως κατά το εν λόγω λεπτό, ώστε να καταφανεί αν τότε αλλοιώθηκαν ή όχι σε βαθμό που επέβαλλε την καισαρική τομή, γ) διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς το ρυθμό και το εύρος των καρδιακών παλμών του κυοφορούμενου που εμφανιζόταν ταυτόχρονα με τις ωδίνες και μετά το πέρας αυτών ώστε να καταφανεί αν ήταν ή όχι φυσιολογικοί και τέλος δ) ενώ κατ' αρχήν δέχεται ότι τα διαυγή αμνιακά υγρά της επιτόκου ήταν ένδειξη περί της απολύτου φυσιολογικής καταστάσεως του εμβρύου δεν αιτιολογεί επαρκώς την αλλοίωση των καρδιακών παλμών αυτού για πρώτη φορά και επί ένα περίπου λεπτό, μετά πάροδο πέντε ωρών από τη φυσιολογική ρήξη του θυλακίου αυτής. Ενόψει αυτών ο πρώτος λόγος του αναιρετηρίου, με τον οποίον οι αναιρεσείοντες προβάλλουν την αιτίαση ότι το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, παραβίασε εκ πλαγίου με ανεπαρκή αιτιολογία τις αναφερθείσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου και υπέπεσε έτσι στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ, είναι κατά τούτο βάσιμος και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές (αρθρ. 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.), ενώ παρέλκει κατόπιν αυτών η έρευνα των λοιπών λόγων της αίτησης. Τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων που δεν κατέθεσαν προτάσεις, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσίβλητου, λόγω της ήττας του (αρθρ. 176, 183 Κ.Πολ.Δ).
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθ. 375/2008 απόφαση του Εφετείου Ιωαννίνων.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.
    Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.
    Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Μαρτίου 2012.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 27 Απριλίου 2012.
    Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ