(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Ταμείο Ασφαλίσεως Προσωπικού
Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος. Πότε είναι συνταγματικώς επιτρεπτή εισαγωγή με
νόμο ανωτάτου ορίου στο εφάπαξ βοήθημα και πότε η παροχή αυτή έχει αμιγώς
ανταποδοτικό χαρακτήρα. Το παρεχόμενο από το Ταμείο εφάπαξ βοήθημα έχει αμιγώς
ανταποδοτικό χαρακτήρα και το άρθρο 57 παρ. 3 του ν. 2084/1992 που θεσπίζει
περιορισμό του ανωτάτου χρηματικού ορίου στο υπολογιζόμενο ποσό αντίκειται στα
άρθρα 4 παρ. 1 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος. Το σύστημα υπολογισμού της
παροχής, κατά το μέρος που προβλέπει συνυπολογισμό χρόνου υπηρεσίας μέχρι 32
έτη, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα. Εσφαλμένη αντίθετη κρίση της προσβαλλόμενης
απόφασης. Δεκτή η αναίρεση (αναιρεί την αριθμ. 894/2008 απόφαση του Διοικητικού
Εφετείου Αθηνών). Όμοια η υπ΄ αριθ. 89/2013 απόφαση ΣτΕ.
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση
της 894/2008 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε
δεκτή έφεση του αναιρεσιβλήτου, μεταρρυθμίσθηκε η 16172/2003 απόφαση του
Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση του
αναιρεσείοντος Ταμείου να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο, νομιμοτόκως από την
επίδοση της αγωγής, το ποσό των 15.044,90 ευρώ, ως αποζημίωση, λόγω της
χορηγήσεως μειωμένου εφάπαξ βοηθήματος κατ’ εφαρμογή του άρθρου 25 του
Καταστατικού του Ταμείου. Με την πρωτόδικη απόφαση είχε απορριφθεί η αγωγή του
αναιρεσιβλήτου.
3. Επειδή, νομίμως κατά τη συζήτηση τη υποθέσεως παρέστη ως αναιρεσείον το Ταμείο Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας (ΤΑΥΤΕΚΩ), στον κλάδο πρόνοιας του οποίου εντάχθηκε ο αντίστοιχος κλάδος του αναιρεσίβλητου Ταμείου (άρθρ. 70 παρ. 1-3 περ. Β΄ εδάφ. ε΄, άρθρο 83 παρ. 1-2 του ν. 3655/2008, Α΄ 58).
4. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος, οι οποίες ορίζουν ότι: «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του Νόμου» (4 παρ.1) και «Το κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων όπως νόμος ορίζει» (22 παρ. 5), αντιστοίχως, συνάγεται δέσμευση του νομοθέτη, ο οποίος κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων περιπτώσεων δεν επιτρέπεται να χειρίζεται τις περιπτώσεις αυτές κατά τρόπο ανόμοιο, εισάγοντας εξαιρέσεις και διακρίσεις, εκτός αν η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από λόγους γενικοτέρου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή του οποίου υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Η δέσμευση δε αυτή του νομοθέτη υφίσταται και κατά την εκδήλωση της κρατικής μέριμνας για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων και επιβάλλει τη συμμετοχή αυτών με ίσους όρους στο σύστημα παροχών και αντιπαροχών της κοινωνικής ασφαλίσεως, μεταξύ των οποίων και η παροχή εφ’ άπαξ βοηθήματος στους εξ αυτών αποχωρούντες από την ενεργό υπηρεσία. Έτσι, η συνταγματικώς επιτρεπτή εισαγωγή με νόμο ανωτάτου ορίου στο παρεχόμενο από τον φορέα εφ’ άπαξ βοήθημα τελεί υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα. Αμιγώς δε ανταποδοτικό χαρακτήρα έχει το εφ’ άπαξ βοήθημα το οποίο καταβάλλεται από ασφαλιστικό κεφάλαιο το οποίο σχηματίζεται αποκλειστικώς ή κατά κύριο λόγο από εισφορές είτε μόνο των ασφαλισμένων είτε και του εργοδότη ο οποίος τους απασχολεί, ανεξαρτήτως μάλιστα του ύψους των εισφορών του εργοδότη. Τούτο δε, διότι και οι εισφορές του εργοδότη καταβάλλονται με αφορμή τη σχέση εργασίας η οποία συνδέει αυτόν με τους ασφαλισμένους, αφού οι ασφαλιστικές εισφορές του εργοδότη αποτελούν τμήμα του μισθού και υπολογίζονται επί των αποδοχών των εργαζομένων, όπως και οι ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλουν αυτοί. Στην περίπτωση δε αυτή η επιβολή νομοθετικά ανωτάτου ορίου στην παροχή εφ’ άπαξ βοηθήματος παραβιάζει την κατ’άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας, αφού ενέχει αδικαιολογήτως δυσμενή διάκριση εις βάρος των υπαλλήλων, οι οποίοι, ως εκ του μακρού χρόνου υπηρεσίας τους και των υψηλών αποδοχών τους, υποβλήθηκαν σε μεγαλύτερες κρατήσεις και παρά ταύτα θα λάβουν το ίδιο εφ’ άπαξ βοήθημα με τους συναδέλφους τους, οι οποίοι, ως εκ του μικρού χρόνου υπηρεσίας τους και των χαμηλών αποδοχών τους, υποβλήθηκαν σε χαμηλότερες κρατήσεις, παρά τον θεσπιζόμενο από την ως άνω διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος κανόνα, ότι το ύψος του εφ’ άπαξ βοηθήματος υπολογιζόμενο με βάση το χρόνο υπηρεσίας και τις αποδοχές του ασφαλισμένου είναι ανάλογο προς τις εισφορές που ο ίδιος έχει καταβάλει (πρβλ. Α.Ε.Δ. 3-5/2007, ΣτΕ 3400/2009).
3. Επειδή, νομίμως κατά τη συζήτηση τη υποθέσεως παρέστη ως αναιρεσείον το Ταμείο Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας (ΤΑΥΤΕΚΩ), στον κλάδο πρόνοιας του οποίου εντάχθηκε ο αντίστοιχος κλάδος του αναιρεσίβλητου Ταμείου (άρθρ. 70 παρ. 1-3 περ. Β΄ εδάφ. ε΄, άρθρο 83 παρ. 1-2 του ν. 3655/2008, Α΄ 58).
4. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος, οι οποίες ορίζουν ότι: «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του Νόμου» (4 παρ.1) και «Το κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων όπως νόμος ορίζει» (22 παρ. 5), αντιστοίχως, συνάγεται δέσμευση του νομοθέτη, ο οποίος κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων περιπτώσεων δεν επιτρέπεται να χειρίζεται τις περιπτώσεις αυτές κατά τρόπο ανόμοιο, εισάγοντας εξαιρέσεις και διακρίσεις, εκτός αν η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από λόγους γενικοτέρου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή του οποίου υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Η δέσμευση δε αυτή του νομοθέτη υφίσταται και κατά την εκδήλωση της κρατικής μέριμνας για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων και επιβάλλει τη συμμετοχή αυτών με ίσους όρους στο σύστημα παροχών και αντιπαροχών της κοινωνικής ασφαλίσεως, μεταξύ των οποίων και η παροχή εφ’ άπαξ βοηθήματος στους εξ αυτών αποχωρούντες από την ενεργό υπηρεσία. Έτσι, η συνταγματικώς επιτρεπτή εισαγωγή με νόμο ανωτάτου ορίου στο παρεχόμενο από τον φορέα εφ’ άπαξ βοήθημα τελεί υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα. Αμιγώς δε ανταποδοτικό χαρακτήρα έχει το εφ’ άπαξ βοήθημα το οποίο καταβάλλεται από ασφαλιστικό κεφάλαιο το οποίο σχηματίζεται αποκλειστικώς ή κατά κύριο λόγο από εισφορές είτε μόνο των ασφαλισμένων είτε και του εργοδότη ο οποίος τους απασχολεί, ανεξαρτήτως μάλιστα του ύψους των εισφορών του εργοδότη. Τούτο δε, διότι και οι εισφορές του εργοδότη καταβάλλονται με αφορμή τη σχέση εργασίας η οποία συνδέει αυτόν με τους ασφαλισμένους, αφού οι ασφαλιστικές εισφορές του εργοδότη αποτελούν τμήμα του μισθού και υπολογίζονται επί των αποδοχών των εργαζομένων, όπως και οι ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλουν αυτοί. Στην περίπτωση δε αυτή η επιβολή νομοθετικά ανωτάτου ορίου στην παροχή εφ’ άπαξ βοηθήματος παραβιάζει την κατ’άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας, αφού ενέχει αδικαιολογήτως δυσμενή διάκριση εις βάρος των υπαλλήλων, οι οποίοι, ως εκ του μακρού χρόνου υπηρεσίας τους και των υψηλών αποδοχών τους, υποβλήθηκαν σε μεγαλύτερες κρατήσεις και παρά ταύτα θα λάβουν το ίδιο εφ’ άπαξ βοήθημα με τους συναδέλφους τους, οι οποίοι, ως εκ του μικρού χρόνου υπηρεσίας τους και των χαμηλών αποδοχών τους, υποβλήθηκαν σε χαμηλότερες κρατήσεις, παρά τον θεσπιζόμενο από την ως άνω διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος κανόνα, ότι το ύψος του εφ’ άπαξ βοηθήματος υπολογιζόμενο με βάση το χρόνο υπηρεσίας και τις αποδοχές του ασφαλισμένου είναι ανάλογο προς τις εισφορές που ο ίδιος έχει καταβάλει (πρβλ. Α.Ε.Δ. 3-5/2007, ΣτΕ 3400/2009).
5. Επειδή, το Καταστατικό του Κλάδου Προνοίας του Ταμείου Ασφαλίσεως Προσωπικού Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος (όπως τροποποιήθηκε και κωδικοποιήθηκε με την απόφαση 137/2565/11/21.11.1983 της Υφυπουργού Υγείας και Πρόνοιας, Β΄ 668) ορίζει στο άρθρο 18 (όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με την απόφαση 137/1497/9/10.7.1984 της Υφυπουργού Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Β΄ 460) ότι: «1. Πόροι του Ταμείου είναι: α) Εισφορά των ασφαλισμένων ίση με το 3,5 των αποδοχών τους. β) Εισφορά της Εμπορικής Τραπέζης ίση με το 3,25 πάνω στις αποδοχές των ασφαλισμένων. γ) Τυχόν έκτακτες εισφορές της Εμπορικής Τραπέζης προς το Ταμείο. δ) Οι πρόσοδοι από την περιουσία του Ταμείου. ε) Κάθε απόκτημα του Ταμείου από χαριστική αιτία». Περαιτέρω, στην παρ. 4 του άρθρου 19 του ως άνω Καταστατικού ορίζεται ότι: «Εισφορές που εισπράχθηκαν αχρεώστητα επιστρέφονται με αίτηση του ενδιαφερομένου έντοκα προς 5%. Ο ασφαλισμένος έχει δικαίωμα να απαιτήσει την απευθείας πληρωμή σ’ αυτόν του ποσού που του αναλογεί από εισφορές που καταβλήθηκαν αχρεώστητα έντοκα προς 5%». Εξ άλλου στο άρθρο 25 της ανωτέρω αποφάσεως 137/2565/11/21.11.1983 της Υφυπουργού Υγείας και Πρόνοιας (όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με την ως άνω απόφαση 137/1497/9/10.7.1984 της Υφυπουργού Κοινωνικών Ασφαλίσεων) ορίζεται ότι: «1. Το καταβλητέο εφάπαξ βοήθημα υπολογίζεται πάνω στον τελευταίο ετήσιο μισθό του δικαιούχου σύμφωνα με την παρακάτω κλίμακα: 4% για κάθε χρόνο ασφάλισης από 1 μέχρι και 10 χρόνια, 8% για κάθε χρόνο ασφάλισης από 11 μέχρι και 15 χρόνια, 10% για κάθε χρόνο ασφάλισης από 16 μέχρι και 32 χρόνια. 2. Σαν ετήσιος μισθός για τον υπολογισμό του βοηθήματος λογίζεται το άθροισμα δέκα τεσσάρων (14) βασικών μισθών, με βάση το μισθό του μήνα εξόδου του ασφαλισμένου από την υπηρεσία της Εμπορικής Τραπέζης, με τις προσαυξήσεις για οικογενειακά βάρη, πολυετή υπηρεσία, επίδομα ανθυγιεινής υπηρεσίας…, επίδομα βαθμού και επίδομα σπουδών γενικά. Αποκλείεται ο συνυπολογισμός για τη διαμόρφωση του παραπάνω τελευταίου μισθού κάθε άλλης παροχής με οποιαδήποτε μορφή και αν χορηγείται, ανεξάρτητα αν υπόκειται σε κράτηση ή όχι υπέρ του Ταμείου. 3. Το χορηγούμενο, σύμφωνα με τα παραπάνω, ποσό εφάπαξ βοηθήματος δεν είναι δυνατόν να είναι ανώτερο από δυόμισυ (2½) ετήσιους μισθούς, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 αυτού του άρθρου. 4. Το εφάπαξ βοήθημα δικαιούνται: α. κάθε ασφαλισμένος του οποίου η εργασιακή σχέση με την Τράπεζα λύεται για οποιοδήποτε λόγο και αιτία…». Εξάλλου, στον Οργανισμό Προσωπικού της Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος (46806/10314/1977 απόφαση Υπουργού Εργασίας, Β΄1255) ορίζονται μεταξύ άλλων τα εξής : «Δια να προσληφθή τις παρά τη Τραπέζη δέον ….να μην έχη ηλικίαν ανωτέραν των 30 ετών (άρθρο 2 παρ. 5)….Το προσωπικόν της Τραπέζης κατανέμεται εις τους ακόλουθους διακεκριμένους Κλάδους ήτοι : 1. Λογιστικόν 2.Ταμειακόν…..Λογιστικός Κλάδος - Βαθμοί : Δόκιμος Λογιστής, Βοηθός Λογιστής, Υπολογιστής, Λογιστής Β΄, Λογιστής Α΄, Βοηθός Τμηματάρχης, Τμηματάρχης Β΄, Τμηματάρχης Α΄, Υποδιευθυντής Β΄, Υποδιευθυντής Α΄, Διευθυντής….(άρθρο 3) …Χορηγούνται εις τους υπαλλήλους λόγω ευδοκίμου παραμονής εις τον βαθμόν ….προσαυξήσεις επί του βασικού μισθού…..(άρθρο 6 παρ.1)…. Η χορήγησις των καθ΄ έκαστον βαθμόν, προσαυξήσεων επί του βασικού μισθού ….ορίζονται ως ακολούθως ….(άρθρο 6 παρ. 2)….Εις τους άρρενας έγγαμους υπαλλήλους χορηγείται δια την σύζυγον ειδικό επίδομα ….(άρθρο 7 παρ. 1)….Εις τους άρρενας και θήλεις έγγαμους ή άγαμους υπαλλήλους, συνυπηρετούντας ή μη, χορηγείται ειδικόν επίδομα …δι΄ έκαστον τέκνον….(άρθρο 7 παρ. 3)… Εις το Προσωπικόν χορηγείται επίδομα πολυετούς υπηρεσίας επί του προσαυξημένου δια των οικείων προσαυξήσεων βασικού μισθού, συνιστάμενου εις : 5% από της συμπληρώσεως 5ετούς υπηρεσίας….30% από της συμπληρώσεως 30ετούς υπηρεσίας…(άρθρο 8 παρ. 1) … Η μεταξύ της Τραπέζης και του Προσωπικού αυτής σύμβασις εργασίας λύεται άμα τη συμπληρώσει του 62ου έτους της ηλικίας δια τους άνδρας και του 57ου έτους της ηλικίας δια τας γυναίκας υπαλλήλους…(άρθρο 31 παρ.1) …Τα κατά την παράγραφον 1 του άρθρου 31 του παρόντος Οργανισμού Προσωπικού θεσπισθέντα όρια ηλικίας παρατείνονται…επί τρία το πολύ έτη και αποκλειστικώς, δι΄ εκείνους τους υπαλλήλους, οι οποίοι μόνον δια της τοιαύτης παρατάσεως θεμελιούν το κατ΄ ελάχιστον όριον συνταξιοδοτικόν δικαίωμά των….(άρθρο 58 παρ. 1)». Οι διατάξεις των άρθρων 6, 7 και 8 τροποποιήθηκαν με Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας περί των όρων αμοιβής και εργασίας του προσωπικού των Τραπεζών, ενδεικτικώς δε αναφέρονται η από 04.08.1982 Σ.Σ.Ε. (Απόφαση Υπουργού Εργασίας 18617/1982, Β΄ 601) με την οποία καθιερώθηκε ενιαίο μισθολόγιο των υπαλλήλων των τραπεζών με κλιμάκωση από 0 έως 33 έτη υπηρεσίας, αποδεσμευμένο από το βαθμολόγιο με εξαίρεση τον διευθυντικό βαθμό και προβλέφθηκε επίδομα πολυετούς υπηρεσίας, κλιμακούμενο μέχρι τα 35 έτη, η από 17.05.1984 Σ.Σ.Ε. (Απόφαση Υπουργού Εργασίας 15475/1984, Β΄356) με την οποία ορίσθηκε ότι το επίδομα πολυετίας προσαυξάνεται κατά 1% για κάθε συμπληρωμένο έτος πέραν του τρίτου, η από 23.5.1991 Σ.Σ.Ε. (Απόφαση Υπουργού Εργασίας 13600/1991, Β΄ 582), με την οποία το ως άνω ποσοστό αυξήθηκε σε 1,75% καθώς και η από 25.5.1994 Σ.Σ.Ε. (Απόφαση Υπουργού Εργασίας 14844/1994, Β΄ 873), που προβλέπει προσαύξηση κατόπιν παραμονής μέχρι 2 χρόνια στο καταληκτικό μισθολογικό κλιμάκιο των 33 ετών υπηρεσίας.
6. Επειδή, στην παρ. 1 του άρθρου 37 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165), το οποίο εντάσσεται στο Δ΄ Κεφάλαιο του Τρίτου Μέρους του νόμου, με τίτλο του Μέρους «Ρυθμίσεις για τους ασφαλιζόμενους στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης από 1.1.1993», ορίζεται ότι: «Η συνολική εισφορά ασφάλισης για εφ’ άπαξ βοήθημα σε φορείς ασφάλισης πρόνοιας ορίζεται σε ποσοστό 4% και βαρύνει αποκλειστικά τους ασφαλισμένους». Εξ άλλου, ο ίδιος νόμος στο άρθρο 57 του Δ΄ Κεφαλαίου του Τετάρτου Μέρους του, με τίτλο του Μέρους αυτού «Ρυθμίσεις για τους ασφαλισμένους μέχρι 31.12.1992», ορίζει τα εξής: «1. Η προβλεπόμενη από τις οικείες διατάξεις των φορέων ασφαλίσεως πρόνοιας των υπαλλήλων των Τραπεζών Εθνικής, Ελλάδος και Κτηματικής, Αγροτικής, Ε.Τ.Β.Α., Ιονικής - Λαϊκής και Εμπορικής, του Ο.Τ.Ε. και του Κλάδου Πρόνοιας του Ταμείου Ασφαλίσεως Προσωπικού Ασφαλιστικής Εταιρείας «.............», που χορηγούν εφάπαξ βοηθήματα, εισφορά εργοδότη μειώνεται προοδευτικά, αρχής γενομένης από 1.1.1993 κατά το 1/10 για κάθε έτος. Η κατά τα άνω μειούμενη εισφορά προστίθεται αντίστοιχα στην εργοδοτική εισφορά υπέρ του φορέα κύριας σύνταξης, στον οποίο υπάγονται οι ασφαλισμένοι των φορέων ή κλάδων ασφάλισης πρόνοιας, πλην του Κλάδου Προνοίας του Ταμείου Ασφαλίσεως Προσωπικού Εμπορικής Τραπέζης, η οποία προστίθεται στην εργοδοτική εισφορά υπέρ του Ταμείου Επικουρικής Ασφαλίσεως Προσωπικού Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος. 2. … 3. Το ακαθάριστο ποσό του εφάπαξ βοηθήματος, που χορηγούν οι φορείς ασφάλισης πρόνοιας της παρ. 1 του άρθρου αυτού για 35 έτη ασφάλισης δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των 10.000.000 δρχ. Επιπλέον ποσό εφάπαξ βοηθήματος προβλεπόμενο από τις καταστατικές διατάξεις των φορέων χορηγείται μειωμένο κατά το 1/6 για κάθε έτος από 1.1.1993 και μετά. Για χρόνο ασφάλισης μικρότερο ή μεγαλύτερο των 35 ετών, το παραπάνω ποσό μειούται ή αυξάνεται αναλόγως των ετών ασφάλισης. 4. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων αναπροσαρμόζεται κάθε φορά το ανώτατο όριο του εφάπαξ βοηθήματος της προηγούμενης παραγράφου μέχρι του εκάστοτε ποσοστού αύξησης των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων». Η παραπάνω παράγραφος 4 αντικαταστάθηκε ως εξής με την παρ. 4 του άρθρου 80 του ν. 2676/1999 (Α΄ 1): «Με απόφαση του υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων αναπροσαρμόζεται κάθε φορά το ανώτατο όριο του εφ’ άπαξ βοηθήματος της προηγούμενης παραγράφου, σύμφωνα με την εισοδηματική πολιτική της κυβέρνησης, όπως αυτή καθορίζεται με απόφαση του υπουργού Εθνικής Οικονομίας για τα εφάπαξ βοηθήματα». Κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 4 εκδόθηκαν υπουργικές αποφάσεις και, ειδικότερα, η 7/οικ.1231/1.6.1993 απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Β΄ 404), οι 7/οικ.1490/24.8.1994 (Β΄ 653), 7/οικ.1237/6.7.1995 (Β΄ 646) αποφάσεις του Υφυπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, 7/οικ.1251/1.8.1996 (Β` 702), Φ.7/οικ.1343/28.7.1997 (Β` 680), Φ.7/1920/21.1.1999 (Β` 49), Φ.7/643/28.5.1999 (Β` 1048) αποφάσεις του Υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με τις οποίες αναπροσαρμόσθηκε το ανώτατο όριο του εφ’ άπαξ βοηθήματος για τα έτη 1993, 1994, 1995, 1996, 1997, 1998, και 1999, αντιστοίχως.
7. Επειδή, από τις διατάξεις που παρατίθενται στην τέταρτη και πέμπτη σκέψη συνάγεται ότι το παρεχόμενο από το αναιρεσείον Ταμείο εφ’ άπαξ βοήθημα έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, εφόσον καθ’ όλον τον χρόνο ασφαλίσεως του αναιρεσιβλήτου, το ασφαλιστικό κεφάλαιο του Ταμείου σχηματιζόταν μόνο από ασφαλιστικές εισφορές και όχι από άλλους πόρους και, ειδικότερα, σχηματιζόταν, αρχικώς μεν από ισόποσες ασφαλιστικές εισφορές των ασφαλισμένων και της εργοδότριας Τραπέζης, οι οποίες υπολογίζονταν επί των αυτών αποδοχών των ασφαλισμένων, από δε την 1η.1.1993 και έως και την έξοδο του αναιρεσιβλήτου από την ενεργό ασφάλιση, σχηματιζόταν και πάλι από εισφορές τόσο των ασφαλισμένων όσο και της εργοδότριας Τραπέζης, με την διαφορά ότι οι εισφορές της Τραπέζης έβαιναν συνεχώς μειούμενες. Και ναι μεν στις περιπτώσεις γ΄ έως ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 18 του ανωτέρω Καταστατικού προβλέπονται ως πόροι του Ταμείου, πλην των ασφαλιστικών εισφορών, και άλλα έσοδα (τυχόν έκτακτες εισφορές της Εμπορικής Τραπέζης, πόροι από την περιουσία του Ταμείου, κάθε απόκτημα από χαριστική αιτία), τα έσοδα όμως αυτά, εν πολλοίς αόριστα και υποθετικά, δεν μπορεί να αποτελέσουν ασφαλές κριτήριο για το χαρακτηρισμό του επίδικου εφ’ άπαξ βοηθήματος ως ανταποδοτικού ή μη, διότι δεν προκύπτει ότι συνέβαλαν, κατά τρόπο σταθερό και μόνιμο, στο σχηματισμό του ασφαλιστικού κεφαλαίου του Ταμείου (πρβ. ΑΕΔ 3-5/2007, βλ. ΣτΕ 3536/2007, 676/2008, 342, 1329, 3398/2009). Εν όψει, δε, του αμιγώς ανταποδοτικού χαρακτήρα της εφ’ άπαξ κοινωνικοασφαλιστικής παροχής που χορηγεί το αναιρεσείον Ταμείο, η θέσπιση με τις διατάξεις του άρθρου 57 παρ. 3 του ν. 2084/1992 περιορισμού του ανωτάτου χρηματικού ορίου στο υπολογιζόμενο κατά τις ως άνω καταστατικές διατάξεις ποσό εφ’ άπαξ βοηθήματος και ο καθορισμός του ύψους αυτού χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν των εισφορών που έχουν καταβληθεί από κάθε ασφαλισμένο, αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος (πρβ. ΑΕΔ 3-5/2007, βλ. ΣτΕ 3536/2007, 676/2008, 342, 1329/2009, 2275, 3398/2009).
8. Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 25 του
Καταστατικού του αναιρεσείοντος Ταμείου προβλέπεται σύστημα υπολογισμού του
ποσού του εφ’ άπαξ βοηθήματος, με μαθηματικό τύπο, με βάση τον οποίο
συνεκτιμώνται οι καταβληθείσες εισφορές, αφού υιοθετείται σύστημα κλιμακώσεως
του ποσού του απονεμομένου εφ’ άπαξ βοηθήματος αναλόγως του χρόνου υπηρεσίας
και των αποδοχών. Ειδικότερα, κατά τον υπολογισμό του ποσού της εφ’ άπαξ
παροχής λαμβάνονται υπ’ όψιν, αφ’ ενός οι αποδοχές που λαμβάνει ο υπάλληλος
κατά το έτος που προηγείται της εξόδου του από την υπηρεσία, επί των οποίων
εφαρμόζεται ένας συντελεστής, αυξανόμενος με τα έτη υπηρεσίας, αφ’ ετέρου ο
χρόνος υπηρεσίας υπολογιζόμενος μέχρι τα 32 έτη. Ο δε κατά τα ανωτέρω τρόπος
υπολογισμού του ποσού της εφ’ άπαξ παροχής διαφοροποιείται και ως προς τις δύο
προαναφερόμενες παραμέτρους σε σχέση με τον τρόπο υπολογισμού των εισφορών, η
οποία γίνεται σε συνάρτηση τόσο προς τις εκάστοτε καταβαλλόμενες αποδοχές των
ασφαλισμένων, χαρακτηριστικό των οποίων αποτελεί η μεγάλη διαφορά μεταξύ
κατωτάτου μισθού προσλήψεως στην Τράπεζα και ανωτάτου μισθού αποχωρήσεως από
αυτή, όσο και προς τον πραγματικό χρόνο υπηρεσίας τους, ακόμη και αν αυτός
διαρκεί περισσότερο από 32 έτη. Περαιτέρω, η εισαγωγή παραμέτρου, όπως αυτή των
32 ετών υπηρεσίας κατά τον υπολογισμό της εφ’ άπαξ παροχής δεν δύναται να
θεωρηθεί ότι συνιστά παρέκκλιση από την αρχή του δικαίου της κοινωνικής
ασφαλίσεως περί υπολογισμού του ποσού της κοινωνικοασφαλιστικής παροχής με βάση
το συνολικό χρόνο υπηρεσίας και τις αποδοχές του υπαλλήλου, εφ’ όσον υπολογισμό
για τον καθορισμό του ποσού της εφ’ άπαξ παροχής λαμβάνονται πάντως υπ’ όψιν οι
υψηλότερες, κατά τη διάρκεια του εργασιακού βίου, αποδοχές του χρόνου εξόδου
του υπαλλήλου από την υπηρεσία, το ύψος των οποίων καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό
και από τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης, με αποτέλεσμα ο πέραν των 32 ετών
χρόνος υπηρεσίας να επιδρά στον υπολογισμό του ύψους της εφ’ άπαξ παροχής του
υπαλλήλου. Εξ άλλου, ο χρόνος υπηρεσίας μέχρι 32 έτη, λαμβανομένου υπόψη και
του θεσπιζομένου ανωτάτου ορίου ηλικίας των 30 ετών κατά την πρόσληψη και των
62 και 57 ετών, κατά την αποχώρηση, αντιστοίχως, των ανδρών και των γυναικών,
αντιστοιχεί στο μέσο όρο της διάρκειας μίας ολοκληρωμένης σταδιοδρομίας στην
εργοδότρια των ασφαλισμένων του αναιρεσείοντος Ταμείου. Με τα δεδομένα αυτά, το
προβλεπόμενο από τις καταστατικές διατάξεις του αναιρεσείοντος Ταμείου σύστημα
υπολογισμού παρίσταται, εν όψει των ήδη εκτεθέντων, επαρκώς εκλογικευμένο, αφού
εξασφαλίζει αφ’ ενός τη διαφοροποίηση των ασφαλισμένων, ανάλογα με τις
ιδιαίτερες συνθήκες του εργασιακού τους βίου, όπως αυτές διαμορφώνονται σε
συνάρτηση ιδίως με την ηλικία προσλήψεως, τη μισθολογική και βαθμολογική
εξέλιξη και τον χρόνο παραμονής τους στην εργασία, αφ’ ετέρου την αναλογία της
παροχής προς τις καταβληθείσες εισφορές. Συνεπώς, το σύστημα αυτό του
υπολογισμού της εφ’ άπαξ παροχής δεν αντίκειται στα άρθρα 4 και 22 του
Συντάγματος (ΣτΕ 5000, 5004, 5012/2012 7μ.).