Η πράξη κανονισμού, ανακαθορισμού ή αναπροσαρμογής
σύνταξης προσβάλλεται μόνο με ένσταση ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων
Κανονισμού Συντάξεων ή με έφεση ενώπιον του Ε.Σ, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία
1 έτους, μετά την άπρακτη πάροδο της οποίας, αυτή καθίσταται οριστική και
απρόσβλητη. Εναρξη της προθεσμίας, αποτελεί, η κοινοποίηση της συνταξιοδοτικής
πράξης. Στην περίπτωση που η υπόθεση συνταξιούχου έχει πράγματι κριθεί οριστικά
ή τελεσίδικα, είτε γιατί έχει εκδοθεί απόφαση σε ένσταση ή έφεση που αυτός έχει
ασκήσει, είτε γιατί παρήλθε άπρακτη η προθεσμία για την άσκηση ένστασης ή
έφεσης, τότε η αίτησή του προς το ΓΛΚ, με την οποία αυτός ζητά τον κανονισμό ή
την αναπροσαρμογή της σύνταξής του ,έχει το χαρακτήρα, αίτησης επανεξέτασης της
υπόθεσής του, λόγω αλλαγής της νομολογίας. Αν η αίτηση επανεξέτασης της
συνταξιοδοτικής πράξης γίνει δεκτή, η έναρξη των οικονομικών αποτελεσμάτων της
πράξης ή απόφασης που θα εκδοθεί, δεν μπορεί να ανατρέξει σε προγενέστερο χρόνο
από την πρώτη του μήνα έκδοσής της. Σε περίπτωση που εγείρεται αγωγή με αίτημα
είτε την αναγνώριση της υποχρέωσης του εναγόμενου, είτε την υποχρέωση του
εναγόμενου, να καταβάλει στον ενάγοντα προσαύξηση επί του ποσού της
καταβαλλόμενης σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα σύνταξής του, χωρίς όμως να
προσδιορίζεται τόσο το ποσό της εκάστοτε καταβαλλόμενης σύνταξης όσο και το
συνολικό αιτούμενο ποσό, η αγωγή είναι αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής
εκτίμησης και για το λόγο αυτό απορριπτέα ως απαράδεκτη.
Αριθμός
απόφασης 140/2014
ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ
ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΤΜΗΜΑ
ΙΙ
Συνεδρίασε
δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Φεβρουαρίου 2013, με την ακόλουθη σύνθεση:
Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Τμήματος, Στυλιανός
Λεντιδάκης και Αντώνιος Κατσαρόλης, Σύμβουλοι, Ιωάννα Ρούλια (εισηγήτρια) και
Βιολέττα Τηνιακού, Πάρεδροι (με συμβουλευτική ψήφο).
Γενικός
Επίτροπος της Επικρατείας: Παραστάθηκε ο Επίτροπος της Επικρατείας στο
Ελεγκτικό Συνέδριο Αντώνιος Νικητάκης, ως νόμιμος αναπληρωτής του Γενικού
Επιτρόπου της Επικρατείας, ο οποίος είχε κώλυμα.
Γραμματέας:
Σταύρος Χρονόπουλος, υπάλληλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου (κατηγορίας ΤΕ με
βαθμό Α΄).
Για
να δικάσει την από 21 Ιανουαρίου 2008 (με αριθμό κατάθεσης 125/21.1.2008)
έφεση αγωγή:
Του
,
κατοίκου εν ζωή Χαλανδρίου Αττικής, ο οποίος απεβίωσε μετά την άσκηση της
έφεσης - αγωγής και τη δίκη συνεχίζουν ως νόμιμοι κληρονόμοι αυτού, η χήρα
σύζυγός του
και τα τέκνα του,
κάτοικοι Χαλανδρίου Αττικής, οι οποίες
παραστάθηκαν διά της πληρεξουσίας δικηγόρου τους
κ
α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπεί νόμιμα ο Υπουργός Οικονομικών, ο
οποίος παραστάθηκε διά του Νομικού Συμβούλου του Κράτους
και
κατά
της 3862/5.2.2007 πράξης της Διευθύντριας της 42ης Διεύθυνσης του Γενικού
Λογιστηρίου του Κράτους.
Με
την υπό κρίση έφεση ζητείται η μεταρρύθμιση της ως άνω προσβαλλόμενης πράξης,
με την οποία τροποποιήθηκε η 13108/1993 πράξη της ίδιας Διεύθυνσης και
αναπροσαρμόσθηκε ο βασικός μισθός του ήδη αποβιώσαντος εκκαλούντος, εν ζωή
πολιτικού συνταξιούχου, τέως Αντιπροέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
με μισθολογική προσαύξηση ίση με τα 60/100 της διαφοράς μεταξύ του βασικού
μισθού του βαθμού του (Αντιπροέδρου) και εκείνου του επόμενου βαθμού
(Προέδρου) του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, σύμφωνα με τις διατάξεις της
παραγράφου 10 του άρθρου 10 του ν. 2521/1997 και την απόφαση 1/2006 του
Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, κατά το μέρος αυτής (της προσβαλλόμενης
πράξης), με το οποίο η αναπροσαρμοσθείσα σύνταξη ορίστηκε πληρωτέα από
1.2.2007, σύμφωνα με την παράγραφο 8 του άρθρου 66 του π.δ. 166/2000. Στο ως
άνω δικόγραφο σωρεύεται και αγωγικό αίτημα, σύμφωνα με το οποίο, η μη
χορήγηση της ως άνω μισθολογικής προσαύξησης στον ενάγοντα του επέφερε ζημία
«ίση με το ποσό της προσαυξήσεως που στερήθηκε» και για το λόγο αυτό ζητεί να
αναγνωρισθεί, κατ εκτίμηση του δικογράφου, η υποχρέωση του εναγόμενου
Ελληνικού Δημοσίου, να του καταβάλει ως αποζημίωση, κατά τις διατάξεις του
άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ., επικουρικώς δε κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου
πλουτισμού, το ποσό της ως άνω μισθολογικής προσαύξησης για το χρονικό
διάστημα πενταετίας ή επικουρικώς τριετίας, από την υποβολή της από 9.6.2006
αίτησής αυτού.
Κατά
τη συζήτηση που ακολούθησε, το Δικαστήριο άκουσε:
Την
πληρεξούσια δικηγόρο των συνεχιζουσών τη δίκη κληρονόμων του εκκαλούντος
ενάγοντος, η οποία ζήτησε την παραδοχή της έφεσης αγωγής.
Τον
εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε να απορριφθεί η έφεση
αγωγή. Και
Τον
Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε την εν
μέρει παραδοχή της έφεσης αγωγής.
Μετά
τη δημόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Αφού
μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε
σύμφωνα με το νόμο
Αποφάσισε
τα εξής :
Ι.
Από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι ο εκκαλών - ενάγων απεβίωσε στις
23.7.2009, ήτοι μετά την άσκηση της υπό κρίση έφεσης - αγωγής (21.1.2008) και
άφησε, ως μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τη χήρα πλέον σύζυγό του
και τα τέκνα τους
(βλ. α) απόσπασμα της 454/Γ΄/24.7.2009 ληξιαρχικής πράξης
θανάτου που εκδόθηκε από τη Ληξίαρχο του Δήμου Χαλανδρίου, β) το
6326/3.8.2009 πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών που εκδόθηκε από το Δήμαρχο
Κυπαρισσίας Νομού Μεσσηνίας και γ) την 27819/22.1.2010 πράξη αποδοχής της
κληρονομίας του ως άνω αποβιώσαντος από τις ανωτέρω κληρονόμους του, που
συντάχθηκε από τη συμβολαιογράφο Αθηνών
). Συνεπεία του γεγονότος αυτού, το
οποίο έλαβε χώρα πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου
τούτου, επήλθε βίαιη διακοπή της δίκης, η οποία ήδη νομίμως επαναλαμβάνεται
από τις ανωτέρω κληρονόμους του ενάγοντος, αφού με την 27881/9.2.202 δήλωσή
τους ενώπιον της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, η οποία κατατέθηκε στη
γραμματεία του Δικαστηρίου στις 23.2.2010, αυτές δήλωσαν ότι επιθυμούν τη
συνέχιση της παρούσας δίκης (βλ. άρθρα 74, 75 και 76 του π.δ.1225/1981).
ΙΙ.
Με την υπό κρίση έφεση, όπως αυτή συμπληρώνεται με το από 12.2.2013 νομίμως
κατατεθέν υπόμνημα, ζητείται η μεταρρύθμιση της 3862/5.2.2007 πράξης της
Διευθύντριας της 42ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με την οποία
τροποποιήθηκε η 13108/1993 πράξη της ίδιας Διεύθυνσης και αναπροσαρμόσθηκε ο
βασικός μισθός του ήδη αποβιώσαντος εκκαλούντος, εν ζωή πολιτικού
συνταξιούχου, τέως Αντιπροέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με
μισθολογική προσαύξηση ίση με τα 60/100 της διαφοράς μεταξύ του βασικού
μισθού του βαθμού του (Αντιπροέδρου) και εκείνου του επόμενου βαθμού
(Προέδρου) του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, σύμφωνα με τις διατάξεις της
παρ. 10 του άρθρου 10 του ν. 2521/1997 και την απόφαση 1/2006 του Ανώτατου
Ειδικού Δικαστηρίου, κατά το μέρος αυτής (της προσβαλλόμενης πράξης), με το
οποίο η αναπροσαρμοσθείσα σύνταξη του ορίστηκε πληρωτέα από 1.2.2007, σύμφωνα
με την παρ. 8 του άρθρου 66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, επιδιώκοντας, κατ
εκτίμηση του δικογράφου, την αναπροσαρμογή της σύνταξής του με την ως άνω
μισθολογική προσαύξηση αναδρομικά από πενταετίας ή επικουρικώς από τριετίας,
από την υποβολή της από 9.6.2006 αίτησής του. Με το δικόγραφο σωρεύεται και
αγωγικό αίτημα, σύμφωνα με το οποίο, η μη χορήγηση της ως άνω μισθολογικής προσαύξησης
επέφερε στον ενάγοντα ζημία «ίση με το ποσόν της προσαυξήσεως που στερήθηκε»,
και για το λόγο αυτό ζητείται, κατ εκτίμηση του δικογράφου, να αναγνωρισθεί
η υποχρέωση του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου να του καταβάλει ως αποζημίωση,
κατά τις διατάξεις του άρθρου 105 του Εισ. Ν.Α.Κ, επικουρικώς δε σύμφωνα με
τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, το ποσό της ως άνω μισθολογικής
προσαύξησης που στερήθηκε για το χρονικό διάστημα πενταετίας, ή επικουρικώς
τριετίας, από την υποβολή της από 9.6.2006 αίτησής του. Περαιτέρω, η μη
εμπρόθεσμη κοινοποίηση του δικογράφου της ένδικης έφεσης στο αντίδικο
Ελληνικό Δημόσιο δεν γεννά ζήτημα κήρυξης της παρούσας συζήτησης ως
απαράδεκτης (άρθρο 51 π.δ. 774/1980, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση της
παρ. 2 από την παρ. 9 του άρθρου 58 του ν. 3160/2003), αφού το Ελληνικό
Δημόσιο παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και δεν
αντέλεξε ως προς το ζήτημα αυτό (αποφ. Ολομ. Ε.Σ. 524/2009, 1566/2006, ΙΙ Τμ.
Ε.Σ. 1186/2007). Συνεπώς, η έφεση αυτή, για την οποία έχει κατατεθεί το
προσήκον παράβολο (βλ. το ειδικό έντυπο γραμμάτιο 3015442, Σειράς Α΄, του
Ελληνικού Δημοσίου) και η οποία ασκήθηκε εμπρόθεσμα και κατά τα λοιπά
νομότυπα, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω κατά την
ουσιαστική βασιμότητά της.
ΙΙΙ.
Με το άρθρο 66 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ.
166/2000, Α΄ 153 και ήδη π.δ. 169/2007, Α΄ 210), ορίζεται ότι: «1. (
) Η
πράξη κανονισμού σύνταξης (
) υπόκειται (
) μόνο στα ένδικα μέσα που
προβλέπονται από αυτό το άρθρο. Η πράξη κανονισμού σύνταξης υπόκειται σε
ένσταση που ασκείται (
) στην Επιτροπή Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων
(
) 2. Η ένσταση ασκείται α) (
) β) από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον
μέσα σ ένα έτος από τη κοινοποίηση της πράξης (
) 6. Η πράξη κανονισμού
σύνταξης και η απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων
υπόκεινται σε έφεση στο αρμόδιο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που ασκείται
(
) από εκείνον που έχει έννομο συμφέρον εντός έτους από την κοινοποίησή τους
(
)» και στην παρ. 8. στην οποία το δεύτερο εδάφιο προστέθηκε με το άρθρο 3
παρ. 6 του ν. 3075/2002 «Τροποποίηση και συμπλήρωση της συνταξιοδοτικής
νομοθεσίας του Δημοσίου και άλλες διατάξεις» (Α΄ 297/5.12.2002), ότι:
«Υποθέσεις για συντάξεις που κρίθηκαν οριστικά και τελεσίδικα με τη
διαδικασία των παραγράφων 1 έως και 7 αυτού του άρθρου, μπορούν να
επαναφερθούν για εξέταση σε πρώτο βαθμό με αίτηση των ενδιαφερομένων (
)
εφόσον (
) αυτοί επικαλούνται αντίθετη αμετάκλητη απόφαση του Ελεγκτικού
Συνεδρίου, που εκδόθηκε μετά τη χρονολογία έκδοσης της οριστικής πράξης ή
απόφασης, η οποία προσβάλλεται. Η αίτηση του προηγούμενου εδαφίου
υποβάλλεται, με ποινή το απαράδεκτό της, σε προθεσμία δύο ετών από τη
δημοσίευση της απόφασης με την οποία μεταβάλλεται η νομολογία που αφορά το
νομικό ζήτημα της υπόθεσης. Τα οικονομικά αποτελέσματα των πράξεων ή
αποφάσεων που εκδίδονται με τη διαδικασία του προηγούμενου εδαφίου, αρχίζουν
από την πρώτη του μήνα της χρονολογίας έκδοσής τους. 10. Οι πράξεις
κανονισμού συντάξεων (
) κοινοποιούνται απευθείας στους ενδιαφερομένους σε
επικυρωμένο αντίγραφο. Η κοινοποίηση των πράξεων ή αποφάσεων του προηγουμένου
εδαφίου, με τις οποίες γίνεται δεκτό ή απορρίπτεται σχετικό αίτημα θεωρείται
ότι έγινε την εξηκοστή ημέρα από την ημερομηνία που φέρει το έγγραφο της
κοινοποίησης (
)». Εξάλλου, ο ως άνω ν. 3075/2002 ορίζει στην παρ. 12 του
άρθρου 3, η οποία αντικαταστάθηκε από τότε που ίσχυσε, με το άρθρο 2 παρ. 14
του ν. 3234/2004 (Α΄ 52/1822004), ότι «Οι προθεσμίες που τάσσουν οι διατάξεις
του άρθρου αυτού για δικαιώματα που γεννήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του
νόμου αυτού, αρχίζουν από την ισχύ του». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγονται
τα ακόλουθα: Η πράξη κανονισμού, ανακαθορισμού ή αναπροσαρμογής σύνταξης
προσβάλλεται μόνο με ένσταση ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού
Συντάξεων ή με έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μέσα σε αποκλειστική
προθεσμία ενός έτους, μετά την άπρακτη πάροδο της οποίας, αυτή καθίσταται
οριστική και απρόσβλητη. Αφετήριο γεγονός της προθεσμίας, αποτελεί, για
όποιον έχει έννομο συμφέρον για την προσβολή της συνταξιοδοτικής πράξης, η
κοινοποίησή της σ αυτόν, η οποία αποδεικνύεται από το σχετικό αποδεικτικό
κοινοποίησης. Περαιτέρω, στην περίπτωση που η υπόθεση συνταξιούχου έχει
πράγματι κριθεί οριστικά ή τελεσίδικα, είτε γιατί έχει εκδοθεί απόφαση σε
ένσταση ή έφεση που αυτός έχει ασκήσει, είτε γιατί παρήλθε άπρακτη η
προθεσμία για την άσκηση ένστασης ή έφεσης, τότε η αίτησή του προς το Γενικό
Λογιστήριο του Κράτους, με την οποία αυτός ζητά τον κανονισμό ή την
αναπροσαρμογή της σύνταξής του σύμφωνα με τα κριθέντα με νεώτερη νομολογία
του Ελεγκτικού Συνεδρίου, έχει το χαρακτήρα, όχι απλής αίτησης προς τη
συνταξιοδοτική διοίκηση, αλλά αίτησης επανεξέτασης της υπόθεσής του λόγω
αλλαγής της νομολογίας, σύμφωνα με την παράγραφο 8 του άρθρου 66 του Κώδικα
Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (πρβλ. Ολ. Ε.Σ. 1757/2010). Στην
περίπτωση δε αυτή, αν η αίτηση επανεξέτασης της συνταξιοδοτικής πράξης γίνει
δεκτή, η έναρξη των οικονομικών αποτελεσμάτων της πράξης ή απόφασης που θα
εκδοθεί, δεν μπορεί να ανατρέξει σε προγενέστερο χρόνο από την πρώτη του μήνα
έκδοσής της (ΙΙ Τμ. 3577/2012, 266/2002 κ.ά).
ΙV.
Στην υπό κρίση υπόθεση, από όλα ανεξαιρέτως τα στοιχεία του φακέλου,
εκτιμώμενα το καθένα χωριστά και σε συνδυασμό μεταξύ τους, αποδεικνύονται τα
ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ήδη αποβιώσας εκκαλών, εν ζωή πολιτικός
συνταξιούχος, προήχθη στη θέση Αντιπροέδρου του Νομικού Συμβουλίου του
Κράτους από 8.6.1992 (Γ΄ 107/16.6.1992), αποχώρησε από την υπηρεσία λόγω ορίου
ηλικίας στις 30.6.1993 και κανονίστηκε σ αυτόν σύνταξη με βάση την από έτη
39-03-27 συνολική συντάξιμη υπηρεσία του (βλ. την 13108/16.7.1993 πράξη της
42ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους σε συνδυασμό με την
7143/8.5.1995 πράξη της ίδιας Διεύθυνσης περί ανακαθορισμού της ως άνω
σύνταξης), ίση με τα 35/35 συν 4/50 των 80/100 του βασικού μηνιαίου μισθού
του Προέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου ή άλλως με τα 864/1000 του βασικού αυτού
μισθού, προσαυξημένου κατά 60% λόγω επιδόματος χρόνου υπηρεσίας. Με την
420731/97/1.3.1999 όμοια πράξη αναπροσαρμόσθηκε η σύνταξή του με βάση τον
προβλεπόμενο στο άρθρο 9 παρ. 1 του ν. 2521/1997 «Ειδικό μισθολόγιο
δικαστικών λειτουργών, μισθολόγια κύριου προσωπικού Νομικού Συμβουλίου του
Κράτους και ιατροδικαστών και άλλες διατάξεις» (Α΄ 174/1.9.1997) βασικό μισθό
του Αντιπροέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (450.000 δραχμές)
προσαυξημένο κατά 60% λόγω επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, χωρίς δηλαδή να
ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό της σύνταξής του, ο βασικός μισθός του ως άνω
Αντιπροέδρου προσαυξημένος με το 60% της διαφοράς μεταξύ του βασικού μισθού
του Αντιπροέδρου και του Προέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, αφού το
άρθρο 10 παρ. 10 του ως άνω νόμου, που ρυθμίζει τις μισθολογικές προσαυξήσεις
των μελών του προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, προέβλεπε, στο
τελευταίο εδάφιο αυτού, τη χορήγηση προσαύξησης επί του βασικού μισθού ίσης
με το 60% της διαφοράς βασικού μισθού μεταξύ του αμέσως επόμενου και του
κατεχόμενου βαθμού, μόνο στους μη προαγόμενους στον επόμενο βαθμό ελλείψει
κενών θέσεων Συμβούλους του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με τη συμπλήρωση
τριών ετών υπηρεσίας στο βαθμό αυτόν. Κατά της ως άνω πράξης, ο εκκαλών
άσκησε την από 25.2.2000 έφεση, με την οποία ζήτησε να αναπροσαρμοσθεί η
σύνταξή του με συνυπολογισμό στο συντάξιμο μισθό του και των επιδομάτων των
παρ. 3 και 6 του άρθρου 10 του ν. 2521/1997 ήτοι α) του επιδόματος για την
ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των υποθέσεων και για την
αντιστάθμιση δαπανών κατά την άσκηση των καθηκόντων του κύριου προσωπικού του
Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και β) της πάγιας αποζημίωσης. Η έφεση αυτή
έγινε εν μέρει δεκτή με τη 230/2002 απόφαση του παρόντος Τμήματος, με την
οποία κρίθηκε ότι ορθώς αναπροσαρμόστηκε η σύνταξη αυτού με βάση τα ως άνω
συνταξιοδοτικά δεδομένα και περαιτέρω μεταρρυθμίστηκε η 420731/97/1.3.1999
πράξη μόνον ως προς το χρόνο έναρξης καταβολής της αναπροσαρμοσθείσας
σύνταξης, ορίσθηκε δηλαδή ειδικότερα ότι η αναπροσαρμοσμένη σύνταξη του
εκκαλούντος έπρεπε να του καταβληθεί όχι από 1.9.1997, αλλά από 1.1.1997,
δηλαδή από την ημεροχρονολογία αύξησης των σχετικών συντάξιμων αποδοχών του.
Ως εκ τούτου μετά την έκδοση της 230/2002 απόφασης του παρόντος Τμήματος, τα
συνταξιοδοτικά δεδομένα της ως άνω πράξης αναπροσαρμογής κατέστησαν οριστικά
και τελεσίδικα και ειδικότερα κατέστη οριστική και τελεσίδικη και η
περιεχόμενη στην ως άνω πράξη αναπροσαρμογής σιωπηρή κρίση ως προς το μη
συνυπολογισμό στο συντάξιμο μισθό του αρχικώς εκκαλούντος και της επίμαχης εν
προκειμένω και προβλεπόμενης στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 10 του
άρθρου 10 του ν. 2521/1997 προσαύξησης επί του βασικού μισθού ίσης με τα
60/100 της διαφοράς βασικού μισθού μεταξύ του αμέσως επόμενου και του
κατεχόμενου βαθμού, την οποία κρίση, σε κάθε περίπτωση, ο εκκαλών δεν είχε
αμφισβητήσει με την ασκηθείσα έφεσή του. Μετά ταύτα, με τις 256/2002 και
1049/2003 αποφάσεις της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνέδριου, που εκδόθηκαν
στο πλαίσιο άλλων διαφορών που αφορούσαν συνταξιούχους δικαστικούς
λειτουργούς κρίθηκε ότι: α) η προβλεπόμενη στο άρθρο 4 παρ. 2 περ. α΄ του ν.
2521/1997 μισθολογική προσαύξηση, η οποία χορηγείται στους δικαστικούς
λειτουργούς με βαθμό Συμβούλου Επικρατείας ή αντιστοίχων όταν συμπληρώνουν
στο βαθμό αυτό τον απαιτούμενο για προαγωγή στον αμέσως επόμενο βαθμό χρόνο
(τρία έτη) και δεν προάγονται λόγω ελλείψεως κενών θέσεων ισούται δε με το
60% της διαφοράς μεταξύ του βασικού μισθού του βαθμού αυτού και του αμέσως
επόμενου βαθμού (Αντιπροέδρου), δικαιούνται να λάβουν, με βάση την αρχή της
ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος) και Αντιπρόεδροι Ανωτάτων
Δικαστηρίων (Σ.τ.Ε., Α.Π. και Ε.Σ.) και μάλιστα στο ίδιο ποσοστό (60%) που
προβλέπεται και για τους λοιπούς ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς
(Συμβούλους Επικρατείας, Αρεοπαγίτες, Συμβούλους Ελεγκτικού Συνεδρίου) και β)
η ανωτέρω μισθολογική προσαύξηση είναι υπολογιστέα κατά τον κανονισμό ή την
αναπροσαρμογή της σύνταξης των δικαστικών λειτουργών με βαθμό Αντιπροέδρου
και υπολογίζεται στο 60% της διαφοράς μεταξύ του βασικού μισθού του βαθμού
αυτού και του βασικού μισθού του Προέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου (επόμενου
βαθμού). Με τη δε 1/2006 απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, ήρθη η
αμφισβήτηση μεταξύ της ως άνω 1049/2003 απόφασης του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η
οποία δεν εξήρτησε τη χορήγηση της ως άνω προσαύξησης στους Αντιπροέδρους των
Ανωτάτων Δικαστηρίων της Χώρας από την προηγούμενη συμπλήρωση από αυτούς
τριών ετών υπηρεσίας στον κατεχόμενο βαθμό του Αντιπροέδρου και της αντίθετης
3756/2004 απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας και κρίθηκε ότι δικαιούνται
την προσαύξηση αυτή και οι Αντιπρόεδροι των Ανωτάτων Δικαστηρίων της Χώρας
και χωρίς την παραμονή τριών ετών στον κατεχόμενο βαθμό του Αντιπροέδρου.
Ακολούθως, ο εκκαλών επικαλούμενος τις ως άνω αντίθετες (σε σχέση με την
προαναφερόμενη 420731/97/1.3.1999 πράξη αναπροσαρμογής σύνταξης της 42ης
Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους) αποφάσεις της Ολομέλειας του
Ελεγκτικού Συνεδρίου καθώς και την 1/2006 απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού
Δικαστηρίου ζήτησε από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, με την από 9.6.2006
(με αρ. πρωτ. 89482/21.6.2006) αίτησή του, να αναπροσαρμοστεί η σύνταξή του
με συνυπολογισμό στο συντάξιμο μισθό του της μισθολογικής προσαύξησης εκ
ποσοστού 60% επί της διαφοράς μεταξύ του βασικού μισθού του Αντιπροέδρου του
Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και εκείνου του Προέδρου του Νομικού
Συμβουλίου του Κράτους, με επεκτατική εφαρμογή βάσει της αρχής της ισότητας
(άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος) της προαναφερθείσας ρύθμισης του άρθρου 10
παρ. 10 εδάφιο τελευταίο του ν. 2521/1997 και στους Αντιπροέδρους του Νομικού
Συμβουλίου του Κράτους. Η αίτησή του αυτή πρέπει να θεωρηθεί ότι υποβλήθηκε
κατά τις διατάξεις του άρθρου 66 παράγραφος 8 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, καθόσον
με τις ως άνω αποφάσεις της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τις οποίες
επικαλείται με την αίτησή του αυτή, ερμηνεύθηκαν διατάξεις του άρθρου 4 του
ν. 2521/1997, οι οποίες, αν και αφορούν σε μισθολογικές προσαυξήσεις στο
βασικό μισθό δικαστικών λειτουργών και, κατ επέκταση, αντίστοιχες αυξήσεις
των συντάξεων των εξ αυτών συνταξιούχων, είναι ταυτόσημες κατά περιεχόμενο με
τις ρυθμίσεις που εισάγει το άρθρο 10 παρ. 10 του ίδιου νόμου, όσον αφορά
στις μισθολογικές προσαυξήσεις στο βασικό μισθό των μελών του κύριου
προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και, κατ επέκταση, σε
αντίστοιχες αυξήσεις των συντάξεων των εξ αυτών συνταξιούχων, ώστε να
πρόκειται για το ίδιο νομικό ζήτημα (βλ. ΙΙ Τμ. Ε.Σ. 850/2007). Ακολούθως,
εκδόθηκε η 3862/5.2.2007 «τροποποιητική πράξη» της Διευθύντριας της 42ης
Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους με την οποία, κατ επίκληση
της προαναφερθείσας 1/2006 απόφασης του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (με την
οποία επικυρώθηκε η κρίση της 1049/2003 απόφασης της Ολομέλειας του
Ελεγκτικού Συνεδρίου), αυξήθηκε η μηνιαία σύνταξη του εκκαλούντος,
συμπεριλαμβανομένης της ως άνω προσαύξησης, ενώ περαιτέρω, κατ επίκληση του
άρθρου 66 παρ. 8 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, η κατά τα ανωτέρω αυξημένη
σύνταξη ορίσθηκε πληρωτέα από 1.2.2007, ήτοι από την πρώτη του μήνα έκδοσης
της πράξης αυτής. Με την ένδικη έφεση, ο εκκαλών ζήτησε τη μεταρρύθμιση της
3862/5.2.2007 πράξης της Διευθύντριας της 42ης Διεύθυνσης του Γενικού
Λογιστηρίου του Κράτους, κατά το μέρος που η αναπροσαρμοσθείσα με την ανωτέρω
μισθολογική προσαύξηση σύνταξή του ορίστηκε πληρωτέα από 1.2.2007 και, κατ
εκτίμηση του δικογράφου, την αναπροσαρμογή της σύνταξής του αναδρομικά από
πενταετίας, ή επικουρικώς από τριετίας, από την υποβολή της από 9.6.2006
αίτησής του, ισχυριζόμενος ότι μη νομίμως εφαρμόσθηκε το άρθρο 66 παρ. 8 του
Συνταξιοδοτικού Κώδικα, καθόσον η καταβολή της εν λόγω προσαύξησης δεν έγινε
κατά το παρελθόν αντικείμενο δικαστικής ή διοικητικής κρίσης. Με τα δεδομένα
αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, εφόσον με την
230/2002 απόφαση του παρόντος Τμήματος δεν ανατράπηκε η κρίση της
420731/97/1.3.1999 πράξης αναπροσαρμογής κατά το μέρος που για τον
ανακαθορισμό της σύνταξης του εκκαλούντος δεν συνυπολογίστηκε στο συντάξιμο
μισθό του και η προβλεπόμενη στο άρθρο 10 παρ. 10 του ν. 2521/1997
μισθολογική προσαύξηση, αυτό είχε ως συνέπεια η περιεχόμενη στην πράξη αυτή
κρίση ως προς το μη συνυπολογισμό της εν λόγω προσαύξησης να έχει καταστεί
οριστική και τελεσίδικη. Επομένως, η από 9.6.2006 αίτηση του εκκαλούντος δεν
μπορεί να θεωρηθεί απλή αίτηση προς τη συνταξιοδοτική διοίκηση, αλλά αίτηση
επανεξέτασης της υπόθεσής του λόγω αλλαγής της νομολογίας που επικαλείται σε
αυτήν (ήτοι τις 256/2002 και 1049/2003 αποφάσεις της Ολομέλειας του Ελεγκτικού
Συνεδρίου και την 1/2006 απόφαση του ΑΕΔ), σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου
66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα. Συνεπώς, ορθά με την 3862/5.2.2007 πράξη της
Διευθύντριας της 42ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου ορίστηκε η
αναπροσαρμοσθείσα με την μισθολογική προσαύξηση σύνταξη αυτού πληρωτέα από το
Δημόσιο Ταμείο από 1.2.2007, ήτοι από την πρώτη του μήνα έκδοσης της εν λόγω
πράξης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 8 του άρθρου 66 του
Συνταξιοδοτικού Κώδικα. Ακολούθως, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη έφεση και να
διαταχθεί η υπέρ του Δημοσίου κατάπτωση του παραβόλου που κατέθεσε ο εκκαλών
για την άσκησή της (άρθρο 73 παρ. 4 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό
Συνέδριο, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013 (Α΄ 52/28.2.2013).
V.
Περαιτέρω, στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο
του ν. 2717/1999, Α΄ 97), ο οποίος εφαρμόζεται αναλόγως και στις αγωγές που
εκδικάζονται από το Ελεγκτικό Συνέδριο, σύμφωνα με το άρθρο 123 του π.δ/τος
1225/1981, όπως αντικαταστάθηκε από 4.7.2006 με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν.
3472/2006, ορίζεται, στο άρθρο 71, ότι: «1. Αγωγή μπορεί να ασκήσει εκείνος ο
οποίος έχει, κατά του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου,
χρηματική αξίωση από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου (
)», στο δε άρθρο 73 ότι:
«1. Το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που προβλέπει το άρθρο 45,
πρέπει να περιέχει και: α) καθορισμό της έννομης σχέσης από την οποία
απορρέει η αξίωση, β) σαφή έκθεση των πραγματικών περιστατικών, καθώς και
τους λόγους που θεμελιώνουν κατά νόμο την αξίωση και γ) σαφώς καθορισμένο
αίτημα. 2. Αίτημα της αγωγής μπορεί να είναι: α) η καταψήφιση της αξιούμενης
παροχής, ή β) η αναγνώριση της αντίστοιχης αξίωσης». Από τις ανωτέρω
διατάξεις συνάγεται ότι η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς
είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου και όχι αόριστου και
ανεπίδεκτου δικαστικής εκτίμησης και πρέπει για το λόγο αυτό, όταν
προβάλλεται αξίωση πληρωμής οφειλόμενου χρηματικού ποσού ή αναγνώριση της
σχετικής αξίωσης, να προσδιορίζεται με σαφήνεια το ύψος του ποσού αυτού,
διαφορετικά το Δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση
συγκεκριμένη, σαφή και επιδεκτική εκτέλεσης. Παρέπεται ότι στην περίπτωση που
εγείρεται αγωγή με αίτημα είτε την αναγνώριση της υποχρέωσης του εναγόμενου,
είτε την υποχρέωση του εναγόμενου, να καταβάλει στον ενάγοντα προσαύξηση επί
του ποσού της καταβαλλόμενης σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα σύνταξής του,
χωρίς όμως να προσδιορίζεται τόσο το ποσό της εκάστοτε καταβαλλόμενης
σύνταξης όσο και το συνολικό αιτούμενο ποσό, η αγωγή είναι αόριστη και
ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης και για το λόγο αυτό απορριπτέα ως απαράδεκτη
(ΙΙ Τμ. Ε.Σ. 3577/2012, 2421/2011, 2242/2006, 268/2003).
VΙ.
Στην υπό κρίση υπόθεση, με το σωρευόμενο στην έφεση αγωγικό αίτημα,
προβάλλεται ότι παρανόμως η διοίκηση δεν κατέβαλε στον ενάγοντα την
προσαύξηση της μισθολογικής προαγωγής και επομένως, πρέπει, κατ εκτίμηση του
δικογράφου, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των συνταξιοδοτικών οργάνων να τον
αποζημιώσουν, αναδρομικά, σύμφωνα με τις διατάξεις περί πενταετούς
παραγραφής, ή άλλως από τριετίας, από την υποβολή της από 9.6.2006 αίτησής
του, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., επικουρικώς δε
κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, για τη ζημία που ο ενάγων
υπέστη «η οποία είναι ίση με το ποσόν της προσαυξήσεως» που στερήθηκε, χωρίς
όμως ουδόλως να προσδιορίζεται το ύψος του χρηματικού ποσού το οποίο
ζητείται, ως αποζημίωση, για τη ζημία που αυτός υπέστη, σύμφωνα με τους
ισχυρισμούς του. Επομένως, το σωρευόμενο αγωγικό αίτημα, έχοντας το ανωτέρω
περιεχόμενο, είναι αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης και πρέπει για
το λόγο αυτό να απορριφθεί ως απαράδεκτο.
Για
τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει
την έφεση.
Απορρίπτει
την αγωγή. Και
Διατάσσει
την υπέρ του Δημοσίου κατάπτωση του παραβόλου που ο εκκαλών κατέθεσε για την
άσκησή της.
Κρίθηκε
και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 25.4.2013.
Η
ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ ΠΑΡΕΔΡΟΣ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ ΚΡΑΜΠΟΒΙΤΗ ΙΩΑΝΝΑ ΡΟΥΛΙΑ Ο
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΣ
Δημοσιεύθηκε
σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 16 Ιανουαρίου 2014.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ ΚΡΑΜΠΟΒΙΤΗ ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΣ
|