9.4.12

ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΣ Ο ΦΟΡΟΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΕΠΙΔΟΜΑ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ


Το επίδομα αλλοδαπής που λαμβάνουν οι πολιτικοί υπάλληλοι του Δημοσίου οι οποίοι μεταβαίνουν στο εξωτερικό για εκτέλεση υπηρεσίας, δεν υπόκειται σε φόρο εισοδήματος και η αντίθετη νομοθετική ρύθμιση που προβλέπει την φορολόγησή του είναι αντισυνταγματική.

Αυτό έκρινε το Β' Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο λόγω της αντισυνταγματικότητας παρέπεμψε την υπόθεση για οριστική κρίση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου. 
Το συγκεκριμένο επίδομα καταβαλλόταν έως τις 31.12.2009, οπότε ετέθη σε ισχύ ο Ν. 3842/2010 και καταργήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 3790/2009, δυνάμει των οποίων «οι αποδοχές των υπαλλήλων που υπηρετούν στο εξωτερικό απαλλάσσονται από τον φόρο εισοδήματος», όπως επίσης καταργήθηκαν όλες οι διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε.), οι οποίες προέβλεπαν την εξαίρεση του επιδόματος από την φορολόγηση.
Πιο συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι κατά την έννοια των άρθρων 4 και 78 του Συντάγματος και του Κ.Φ.Ε., κάθε παροχή που καταβάλλεται στον μισθωτό, με οποιαδήποτε ονομασία (επιχορήγηση, αποζημίωση, επίδομα κ.λπ.) που κατά τον νόμο ή από την φύση της προορίζεται να καλύψει δαπάνες στις οποίες αυτός υποβάλλεται για την εκτέλεση της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί ή την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεξαγωγή της, δεν αποτελεί προσαύξηση μισθού και δεν υποβάλλεται σε φόρο εισοδήματος, έστω και αν από την παροχή αυτή ωφελείται εμμέσως ο μισθωτός.
Όπως επισημαίνεται στην Απόφαση, εν όψει της φύσεως και του σκοπού, για τον οποίο θεσπίστηκε με το άρθρο 135 παράγραφος 4 του Ν. 2594/1998 το επίδομα αλλοδαπής (φορολογείται με συντελεστή 15%), το οποίο ελάμβαναν, κατά το έτος 2002, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2 του Ν. 2685/1999, μεταξύ άλλων, οι πολιτικοί υπάλληλοι του Δημοσίου, «όταν μετέβαιναν στο εξωτερικό με εντολή του για εκτέλεση υπηρεσίας ή με ειδική αποστολή για χρονικό διάστημα άνω των τριάντα ημερών, προκειμένου να ανταποκριθούν, κατά τη ρητή διάταξη του νόμου, στην ανάγκη αντιμετωπίσεως του αυξημένου κόστους ζωής στην αλλοδαπή και των ειδικών συνθηκών διαβιώσεως σε κάθε χώρα, προς κάλυψη των δαπανών, στις οποίες αυτοί υποβάλλονται εξαιτίας της υπηρεσίας που τους έχει ανατεθεί, δεν επιτρέπεται, κατά τα άρθρα 4 παρ. 5 και 78 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, να υπόκειται σε φόρο εισοδήματος γιατί έχει αποζημιωτικό χαρακτήρα».
Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο το απασχόλησε περίπτωση αστυνομικού που από την 1η Ιανουαρίου έως τις 31 Δεκεμβρίου 2002 υπηρέτησε στην ελληνική πρεσβεία στην Τιφλίδα Γεωργίας.
Ο αστυνομικός ζητούσε την επιστροφή ως αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου εισοδήματος που του είχε παρακρατήσει η ΔΟΥ ύψους 6.243,62 ευρώ. Το ποσό αυτό που παρακρατήθηκε αντιστοιχούσε στον φόρο του επιδόματος αλλοδαπής.
Το ίδιο ισχύει και για τους Διπλωματικούς Υπαλλήλους και Εμπορικούς Ακολούθους του ΥΠΕΞ, στους οποίους, δυνάμει του άρθρου 155 παρ. 4 του Ν. 3566/2007 «Οργανισμός Υπουργείου Εξωτερικών», καταβάλλεται το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής, το οποίο από 1.1.2010 φορολογείται πλέον κανονικά ως εισόδημα.

Πληροφορίες από www.tovima.gr

Διαβάστε την Απόφαση:


 
Aριθμός 1324/2012

TO ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Β`

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 14 Μαρτίου 2012 με την εξής σύνθεση: Φ. Αρναούτογλου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β` Τμήματος, Α.- Γ. Βώρος, Ε. Νίκα, Γ. Τσιμέκας, Εμμ. Κουσιουρής, Σύμβουλοι, Α. Σδράκα, Ειρ. Σταυρουλάκη, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Ι Μητροτάσιος, Γραμματέας του Β` Τμήματος.

Για να δικάσει την από 5 Νοεμβρίου 2007 αίτηση: του .. του .., κατοίκου Λάρισας (οδός ..), ο οποίος παρέστη με τους δικηγόρους: 1) Δημήτριο Σπυρόπουλο (A.M. 6963), που τον διόρισε με πληρεξούσιο και 2) .. (A.M. 7043), στον οποίο χορηγήθηκε προθεσμία για νομιμοποίηση μέχρι την 16 Μαρτίου 2012, η οποία, όμως, παρήλθε άπρακτη,

κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Κωνσταντίνο Νασοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ` αριθμ. 284/2007 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου Ειρ. Σταυρουλάκη.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους δικηγόρους του αναιρεσείοντος, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψη της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα Σκέφθηκε κατά το Νόμο

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (βλ. υπ` αριθμ. 3013233-5/2207 ειδικά γραμμάτια παραβόλου σειράς Α`).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της 284/2007 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας, με την οποία απερρίφθη έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της 467/2005 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Λάρισας. Με την τελευταία απόφαση απερρίφθη προσφυγή του ιδίου κατά της 5566/31-3-2004 πράξεως του Προϊσταμένου της Γ ΔΟΥ Λάρισας περί απορρίψεως αιτήματος του για την επιστροφή, ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, φόρου εισοδήματος ποσού 6.243,62 ευρώ, αντιστοιχούντος σε επίδομα αλλοδαπής που είχε λάβει το έτος 2002.

3. Επειδή, η υπό κρίση αίτηση εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως του Β` Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας κατόπιν παραπομπής με την 4064/2011 απόφαση του Τμήματος με πενταμελή σύνθεση, λόγω σπουδαιότητας του ζητήματος της φύσεως του κατ` άρθρο 17 παρ.2 του ν.2685/1999 επιδόματος αλλοδαπής ως υπαγομένου στην έννοια του φορολογητέου εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες δυνάμει της διατάξεως του άρθρου 14 παρ.4 του ν.2238/1994, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 παρ. 10 του ν.2459/1997, ή ως εξαιρουμένου της φορολογήσεως αυτής δυνάμει της διατάξεως του άρθρου 45 παρ. 4 περ. β` του ν. 2238/1994, όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα 5 παρ. 20 του ν. 2753/1999 και 11 παρ. 24 του ν.2954/2001

4. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 78 του Συντάγματος «1.Κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους στις οποίες αναφέρεται ο φόρος...4.Το αντικείμενο της φορολογίας, ο φορολογικός συντελεστής, οι απαλλαγές ή εξαιρέσεις από τη φορολογία...δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης...», κατά δε το άρθρο 4 του Συντάγματος «1...5.0ι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Περαιτέρω, ο κυρωθείς με το άρθρο πρώτο του ν.2238/1994 (Α1 151) Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος (ΚΦΕ) ορίζει στο άρθρο 4 ότι «1. Εισόδημα, στο οποίο επιβάλλεται ο φόρος, είναι το εισόδημα που προέρχεται από κάθε πηγή ύστερα από την αφαίρεση των δαπανών για την απόκτηση του, όπως αυτό προσδιορίζεται ειδικότερα στα άρθρα 20 έως 51...», στο άρθρο 45 ότι «1.Εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες είναι το εισόδημα που προκύπτει κάθε ένα οικονομικό έτος από μισθούς, ημερομίσθια, επιχορηγήσεις, επιδόματα, συντάξεις και γενικά κάθε παροχή που χορηγείται περιοδικά με οποιαδήποτε μορφή είτε σε χρήμα είτε σε είδος ή άλλες αξίες για παρούσα ή προηγούμενη υπηρεσία ή για οποιαδήποτε άλλη αιτία, το οποίο αποκτάται από μισθωτούς γενικά και συνταξιούχους.,, 4. Δεν θεωρείται εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και δεν υπόκειται σε φόρο: α)...β) Η αποζημίωση που παρέχεται με τη μορφή εξόδων κίνησης, καθώς και η ημερήσια αποζημίωση εκτός έδρας, η οποία καταβάλλεται σε δημόσιους υπαλλήλους και υπαλλήλους νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως αυτή καθορίζεται κάθε φορά με κοινές αποφάσεις του αρμόδιου υπουργού και του Υπουργού Οικονομικών» και στο άρθρο 47 ότι «1.Το εισόδημα που καθορίζεται στο άρθρο 45 αποτελεί το ακαθάριστο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες...3.Ειδικά για τους υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών και των λοιπών δημοσίων πολιτικών υπηρεσιών...που υπηρετούν στην αλλοδαπή..., ως καθαρό εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες του άρθρου αυτού λαμβάνεται ποσό ίσο με το καθαρό ποσό αποδοχών τις οποίες αυτοί θα έπαιρναν, αν υπηρετούσαν στο εσωτερικό...». Ο ν.2459/1997 (ΑΊ7), με το μεν άρθρο 12 παρ.10 αντικατέστησε την τελευταία αυτή παράγραφο, προσθέτοντας ορισμένες κατηγορίες υπαλλήλων και επαναλαμβάνοντας την κατά τα λοιπά, αφ` ετέρου δε, με το άρθρο 10 παρ. 10, πρόσθεσε στο άρθρο 14 του ν. 2238/1994, ως παράγραφο 4, την εξής ρύθμιση: «Το καθαρό ποσό των αποδοχών που παίρνουν τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 47 ως μισθωτοί από τους εργοδότες που αναφέρονται στην ίδια παράγραφο, κατά το τμήμα που απομένει μετά την αφαίρεση από αυτό του καθαρού ποσού των αποδοχών, τις οποίες αυτοί θα έπαιρναν, αν υπηρετούσαν στο εσωτερικό, φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή φόρου δεκαπέντε τοις εκατό (15%)...». Περαιτέρω, με τα άρθρα 5 παρ.20 του ν.2753/1999 (Α`249), αρχικά, και 11 παρ.24 του ν.2954/2001 (Α`255), στην συνέχεια, τροποποιήθηκε η προαναφερθείσα περ. β του άρθρου 45 του Ν. 2238/1994 ως εξής: «β) Οι δαπάνες που καταβάλλονται στα πρόσωπα που μετακινούνται με εντολή του Δημοσίου..., όπως ορίζονται με τις διατάξεις του ν. 2685/1999... », ενώ, μετά τον κρίσιμο χρόνο, με το μεν άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 3790/2009 (Α` 143) ορίσθηκε ότι «Τα ποσά της παραγράφου 4 του άρθρου 14 του Κ.Φ.Ε. που καταβάλλονται στους υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών που υπηρετούν στην αλλοδαπή απαλλάσσονται από το φόρο εισοδήματος», με τα δε άρθρα 4 παρ. 4 και 5 παρ. 7 του ν. 3842/2010 (Α1 58) καταργήθηκαν τόσο η αμέσως προηγούμενη διάταξη, όσο και εκείνη του άρθρου 14 παράγραφος 4 του Κ.Φ.Ε. Αφ` ετέρου, ο ν. 2594/1998 Οργανισμός του Υπουργείου Εξωτερικών» (Α` 62) ορίζει στο άρθρο 135 ότι «1. Ως αποδοχές των υπαλλήλων του Υπουργείου Εξωτερικών νοούνται ο βασικός μισθός τους και όλα τα, κατά τις κείμενες διατάξεις, χορηγούμενα επιδόματα και προσαυξήσεις... 4. Προς αντιμετώπιση του αυξημένου κόστους ζωής στην αλλοδαπή και των ειδικών συνθηκών διαβίωσης σε κάθε χώρα παρέχεται σε συνάλλαγμα, ανεξαρτήτως των αποδοχών που αναφέρονται στην παράγραφο 1..., και επίδομα υπηρεσίας στην αλλοδαπή, αναλόγως του κλάδου και του βαθμού. Το επίδομα αυτό προσαυξάνεται αναλόγως των ποσοστών που ορίζονται για τα οικογενειακά βάρη και τη στέγαση...».

Εξάλλου, ο ν. 2685/1999 «Κάλυψη δαπανών μετακινουμένων υπαλλήλων εντός και εκτός Επικράτειας...» (Α 35) ορίζει στο άρθρο 1 ότι «1. Στις διατάξεις του παρόντος νόμου υπάγονται οι μετακινούμενοι εκτός έδρας, με οποιαδήποτε ιδιότητα, με εντολή του Δημοσίου... στο εσωτερικό ή το εξωτερικό, για εκτέλεση υπηρεσίας, με ειδική αποστολή... καθώς και οι τοποθετούμενοι, μετατιθέμενοι και αποσπώμενοι... » και στο άρθρο 17 ότι «1. Στα αναφερόμενα στο άρθρο 4 του παρόντος πρόσωπα που μεταβαίνουν με εντολή του Δημοσίου...για εκτέλεση υπηρεσίας ή με ειδική αποστολή ή για εκπαίδευση στο εξωτερικό, μέχρι τριάντα (30) ημέρες, καταβάλλονται έξοδα μετακίνησης, ημερήσια αποζημίωση και έξοδα διανυκτέρευσης. 2. Για χρονικό διάστημα άνω των τριάντα ημερών καταβάλλεται στους ανωτέρω επίδομα αλλοδαπής, σε ποσοστό επί του επιδόματος αλλοδαπής του Έλληνα πρέσβη της χώρας όπου υπηρετούν, που καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εξωτερικών και Οικονομικών για τους πολιτικούς υπαλλήλους... Το ανωτέρω επίδομα... καταβάλλεται με τις ίδιες προϋποθέσεις που χορηγείται στους υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών...». 5. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του Συντάγματος και του άρθρου 45 του ΚΦΕ, κάθε παροχή που καταβάλλεται στο μισθωτό, με οποιαδήποτε ονομασία (επιχορήγηση, αποζημίωση, επίδομα κλπ.) που κατά το νόμο ή από τη φύση της προορίζεται να καλύψει δαπάνες, στις οποίες αυτός υποβάλλεται για την εκτέλεση της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί ή την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεξαγωγή της δεν αποτελεί προσαύξηση μισθού και δεν υποβάλλεται σε φόρο εισοδήματος, έστω και αν από την παροχή αυτή ωφελείται έμμεσα ο μισθωτός. Εξάλλου, η απαρίθμηση στην παράγραφο 4 του άρθρου 45 του ΚΦΕ περιπτώσεων παροχών, οι οποίες, κατά ρητή διάταξη του νόμου, δεν θεωρούνται εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και δεν υπόκεινται σε φόρο, δεν είναι αποκλειστική, με την έννοια ότι η απαρίθμηση αυτή δεν κωλύει το νομοθέτη να θεσπίσει με τυπικό νόμο και άλλες απαλλαγές από το φόρο εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες, ούτε την κρίση της φορολογικής αρχής και των αρμοδίων δικαστηρίων ότι ορισμένη παροχή που καταβάλλεται στους μισθωτούς δεν αποτελεί κατά το νόμο ή από τη φύση της προσαύξηση μισθού, ήτοι φορολογητέο εισόδημα του μισθωτού, αλλά καταβάλλεται για την εκτέλεση της υπηρεσίας ή την καλύτερη διεξαγωγή της (ΣτΕ 3150/1999 επταμ., 2972/2011, 670/2012 επταμ.-πρβλ.ΣτΕ 1488, 3544/2008, 1749/2007 επταμ., 1432/2003).

6. Επειδή, ενόψει της φύσεως και του σκοπού, για τον οποίο θεσπίσθηκε με το άρθρο 135 παρ. 4 του ν. 2594/1998 το προαναφερθέν επίδομα αλλοδαπής, το οποίο ελάμβαναν, κατά το κρίσιμο εν προκειμένω έτος 2002, σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ.2 του ν. 2685/1999, μεταξύ άλλων, και οι πολιτικοί υπάλληλοι του Δημοσίου, όταν μετέβαιναν στο εξωτερικό με εντολή του για εκτέλεση υπηρεσίας ή με ειδική αποστολή για χρονικό διάστημα άνω των τριάντα ημερών, ήτοι, προκειμένου να ανταποκριθούν, κατά τη ρητή διάταξη του νόμου, στην ανάγκη αντιμετωπίσεως του αυξημένου κόστους ζωής στην αλλοδαπή και των ειδικών συνθηκών διαβιώσεως σε κάθε χώρα, συνεπώς δε προς κάλυψη των δαπανών, στις οποίες αυτοί υποβάλλονται εξαιτίας της υπηρεσίας που τους έχει ανατεθεί, δεν επιτρέπεται, κατά τα άρθρα 4 παρ.5 και 78 παρ.1 και 4 του Συντάγματος, να υπόκειται σε φόρο εισοδήματος γιατί έχει αποζημιωτικό χαρακτήρα (βλ. και την εισηγητική έκθεση επί του προαναφερθέντος άρθρου 8 του ν.3790/2009). Επομένως, κατά παράβαση των συνταγματικών διατάξεων που αναφέρθηκαν, το ως άνω επίδομα αλλοδαπής υπήχθη σε αυτοτελή φορολόγηση με συντελεστή 15% με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 14 παρ. 4 του ν. 2238/1994.

7. Επειδή, εν προκειμένω, με την αναιρεσιβαλλομένη έγιναν δεκτά τα εξής: «...ο [αναιρεσείων] αστυνομικός, που...από 1-1 έως 31-12-2002 υπηρετούσε στην ελληνική πρεσβεία στην Τυφλίδα Γεωργίας, με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2003 που υπέβαλε στη Γ ΔΟΥ Λάρισας δήλωσε ως εισόδημα φορολογούμενο με ειδικό τρόπο το ποσό των 35.380,33 ευρώ...[το οποίο] αντιστοιχεί στο επίδομα αλλοδαπής του άρθρου 135 παρ. 4 του ν.2594/1998, που έλαβε λόγω της παραμονής του στη Γεωργία για εκτέλεση υπηρεσίας. Το επίδομα αυτό φορολογήθηκε αυτοτελώς με συντελεστή 15% σύμφωνα με το ν. 2459/1997 και,..παρακρατήθηκε φόρος 6.243,62 ευρώ... Στη συνέχεια ο [αναιρεσείων] με αίτηση του προς την ως άνω ΔΟΥ ζήτησε να του επιστραφεί το παραπάνω ποσό φόρου ως αχρεωστήτως καταβληθέν, για το λόγο ότι το [προαναφερθέν] επίδομα δεν αποτελεί εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες υποκείμενο σε φόρο με συντελεστή 15%. Η αίτηση ...απορρίφθηκε με την [επίδικη πράξη της φορολογικής αρχής]...». Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, έκρινε ότι το ως άνω επίδομα, ενόψει των παρατεθεισών στην σκέψη 4 διατάξεων, αποτελούσε εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και υπέκειτο σε αυτοτελή φορολόγηση με συντελεστή 15%. Η κρίση αυτή, κατά τα προεκτεθέντα, δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη, η δε υπό κρίση αίτηση θα έπρεπε να γίνει δεκτή κατά τα προβαλλόμενα και να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση. Ενόψει, όμως, του ότι το Τμήμα άγεται σε κρίση περί αντισυνταγματικότητας τυπικού νόμου, πρέπει η υπόθεση να παραπεμφθεί ενώπιον της Ολομελείας, σύμφωνα με τα άρθρα 100 παρ. 5 του Συντάγματος, που προστέθηκε με το από 6-4-2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής και 14 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989 (Α` 8) και να ορισθεί ως εισηγητής ο Σύμβουλος Α.- Γ. Βώρος.

Δια ταύτα

Απέχει ν` αποφανθεί οριστικώς. Παραπέμπει την υπόθεση ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Ορίζει εισηγητή ενώπιον της τον Σύμβουλο Α.- Γ. Βώρο.

H διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 20 Μαρτίου 2012

Ο Πρόεδρος του Β` Τμήματος Ο Γραμματέας του Β` Τμήματος 
Φ. Αρναούτογλου Ι. Μητροτάσιος

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 4ης Απριλίου 2012.

Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας 
Ν. Μαρκουλάκης Κ. Κεχρολόγου