2.5.14

EιρΧανίων 415/2013: ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΑΠΑΙΤΟΥΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ ΩΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ

(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Συμβάσεις. Διοικητική σύμβαση. Στοιχεία που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό αυτής. ΝΠΔΔ. Δήμοι. Κατάρτιση σύμβασης από δήμο. Τύπος αυτής. Αποτελέσματα έλλειψης του απαιτούμενου τύπου. Παραγραφή χρηματικών αξιώσεων κατά του δημοσίου και των νπδδ. Διακοπή αυτής. Διαδοχικές προφορικές συμβάσεις πώλησης εμπορευμάτων με δήμο για τις οποίες εκδόθηκαν αντίστοιχα τιμολόγια πώλησης. Αδικαιολόγητος πλουτισμός. Ακυρότητα των έγγραφων συμβάσεων που καταρτιστήκαν με το νπδδ λόγω έλλειψης του απαιτούμενου έγγραφου τύπου και της διαδικασίας για τη πώληση εμπορευμάτων σε νπδδ. Παραγραφή μέρους των αξιώσεων της ενάγουσας, η οποία λήφθηκε αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο και όχι κατ` ένσταση. Δεκτή η επικουρική βάση της ενάγουσας ως προς τον αδικαιολόγητο πλουτισμό του εναγόμενου δήμου. Πολιτική δικονομία. Υποχρέωση διαδίκων για τη τήρηση των κανόνων της καλής πίστης και των χρηστών ηθών. Επιβολή χρηματικής ποινής εις βάρος του εναγόμενου κατ` αρ. 205 ΚΠολΔ, λόγω κακόπιστης συμπεριφοράς. Το δικαστήριο δέχεται εν μέρει την αγωγή.


  
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΝΙΩΝ
 ΤΑΚΤΙΚΗ Διαδικασία

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 415/2013 
Αρ. έκθεσης κατάθεσης: 349/29-12-2009

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΝΙΩΝ

Αποτελούμενο από το Δόκιμο Ειρηνοδίκη Χανίων, Σταύρο Ντην, ο οποίος ορίσθηκε με την με αρ. 99/17-01-2013 παραγγελία της Προέδρου Πρωτοδικών Χανίων, και από τη Γραμματέα Αγάπη Σιγιολτζάκη.

Συνεδρίασε στο ακροατήριό του στις 22 Ιανουαρίου 2013, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «...............» με τον διακριτικό τίτλο «...............» που εδρεύει στα Χανιά, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας της δικηγόρου, Ελένης Παπαδογεωργάκη (αρ. γραμματίου προείσπραξης Δ.Σ.Χ. 142843/25-01-2013).

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Πρωτοβάθμιου Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία «Δήμος Χανίων» που εδρεύει στα Χανιά, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ως καθολικός διάδοχος του Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία «Δήμος Ελευθερίου Βενιζέλου», ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας του δικηγόρου, Ειρήνης Αντωνίου (ατελώς).

Η ενάγουσα ζητά να γίνει δεκτή η από 29-12-2009 αγωγή της κατά του εναγομένου, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 349/29-12- 2009 προσδιορίσθηκε αρχικώς για την δικάσιμο της 11ης-05-2010, κατόπιν δε διαδοχικών αναβολών για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσης, οπότε η υπόθεση αυτή εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά του σχετικού πινακίου και συζητήθηκε.

Κατά τη σημερινή δημόσια συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως και στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

ΕΠΕΙΔΗ, σύμφωνα με το άρθρο 94 του Συντάγματος και την παρ. 1 αυτού ορίζεται, ότι η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάμενα τακτικά διοικητικά Δικαστήρια και στην παρ. 3 αυτού, ότι στα πολιτικά Δικαστήρια υπάγονται όλες οι ιδιωτικές διαφορές. Σε εφαρμογή των Συνταγματικών αυτών ορισμών, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 9 του Ν. 1406/1983, όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας υπάγονται από 11-06-1985 στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών Δικαστηρίων, ενώ κατά το άρθρο 1 του ΚΠολΔ, οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου ανήκουν στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών Δικαστηρίων. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι προκειμένου για έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, ως προς την οποία έχει καθιερωθεί από το νόμο δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, που αποκλείει την ανάμειξη των πολιτικών, δεν είναι δυνατή η έγερση ενώπιον των τελευταίων (πολιτικών) αγωγής. Αυτό ισχύει για όλες τις αξιώσεις, που πηγάζουν από την έννομη αυτή σχέση, ακόμη και για την αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού, όταν η υποκείμενη σχέση, που προκάλεσε τον πλουτισμό είναι δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 2/1993 ΕλλΔνη 1994.297, ΑΕΔ 10/1993 ΕλλΔνη 1994.300, ΟλΑΠ 5/1995 ΑρχΝ 1995.504). Αντιθέτως υπάρχει δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων, όταν υφίσταται σχέση ιδιωτικού δικαίου (ΑΕΔ 10/1993 ΕλλΔνη 1994.300, ΑΕΔ 28/2011 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, σύμφωνα με την οποία, το ότι η σύμβαση δεν είναι διοικητική προκύπτει και όταν λόγω έλλειψης εγγράφου τύπου είναι άκυρη), έστω και ως βάση αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΕΔ 2/1993 ΕλλΔνη 1994.297, ΟλΑΠ 5/1995 ΑρχΝ 1995.504). Με το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 1406/1983 υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών Δικαστηρίων, μεταξύ άλλων, και οι διαφορές, που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των διοικητικών συμβάσεων. Εκείνες δηλαδή οι διαφορές, που προέρχονται από διοικητική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη από τη σύμβαση αυτή αξίωση. Για το χαρακτηρισμό μιας συμβάσεως ως διοικητικής απαιτείται: α) Ενα τουλάχιστον από τα συμβαλλόμενα μέρη να είναι το Δημόσιο ή Ν.Π.Δ.Δ., το οποίο να ασκεί δημόσια εξουσία, β) το αντικείμενο της συμβάσεως να έχει σχέση με την άσκηση δημόσιας υπηρεσίας ή να εξυπηρετεί δημόσιο σκοπό και γ) η κατάρτιση και η εκτέλεση της συμβάσεως να διέπονται, εν μέρει τουλάχιστον, από κανόνες διοικητικού δικαίου, ή η σύμβαση να περιέχει όρους, που να δημιουργούν υπέρ του Δημοσίου ή του Ν.Π.Δ.Δ., εξαιρετικό συμβατικό καθεστώς, ιδίως της δυνατότητας μονομερούς επέμβασης στη σύμβαση και επιβολής κυρώσεως (ΟλΑΠ 8/2000 ΕλλΔνη 2000.667, ΑΠ 260/1993 ΕλλΔνη 1994.429, ΑΠ 88/1993 ΝοΒ 1994.64, ΠΠΠειρ 2408/2009 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΔΠΠειρ 177/2007 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Αν δεν συντρέχει το τελευταίο στοιχείο, η σχετική σύμβαση δεν είναι διοικητική, αλλά ιδιωτικού δικαίου και η αναφερόμενη, εξαιτίας αυτής, διαφορά ανήκει στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών Δικαστηρίων, σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ. 3 του Συντάγματος και 1 περ. α` ΚΠολΔ. Τα παραπάνω δηλαδή στοιχεία πρέπει να συντρέχουν αθροιστικά. Κατ εξουσιοδότηση του άρθρου 11 του Ν. 1797/1988, όπως τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 38 παρ. 1 του Ν. 2000/1991, εκδόθηκε η Υ.Α. του Υπουργού Εσωτερικών με αριθμό 11389/23-03-1993, για τον Ενιαίο Κανονισμό Προμηθειών των Ο.Τ.Α., ο οποίος ρυθμίζει εν γένει τις συμβάσεις προμήθειας διαφόρων ειδών από τους Ο.Τ.Α., εκτός από εκείνες, που αφορούν κατά την παρ. 2 του αρθρ. 1 αυτού, τα υλικά και τον εξοπλισμό, που ενσωματώνονται σε έργα εκτελούμενα από αυτούς, βάσει του Ν. 1418/1984 περί δημοσίων έργων. Με το άρθρο 10 παρ. 2 περ. θ` του Ν. 2286/1995 καταργήθηκε ο Ν. 1797/1988, όμως και ο εκδοθείς κατ` εξουσιοδότηση αυτού Ενιαίος Κανονισμός Προμηθειών των Ο.Τ.Α. (Ε.Κ.Π.Ο.Τ.Α.). Εξάλλου στο άρθρο 266 παρ. 1 του Π.Δ. 410/1995 περί Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα και ήδη άρθρο 209 παρ. 1 του Ν. 3463/2006, που κωδικοποίησε σε ενιαίο κείμενο το Δημοτικό και Κοινοτικό Κώδικα, ορίζεται ότι για τις προμήθειες των Δήμων, Κοινοτήτων κ.λπ., ισχύει ο ανωτέρω Ε.Κ.Π.Ο.Τ.Α., εκτός ορισμένων ειδικών εξαιρέσεων του Π.Δ. 370/1995, του Π.Δ. 28/1980 κ.λπ. Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 267 του Π.Δ. 410/1995, όπως τροποποιήθηκε, «1. Ο δήμαρχός ή ο πρόεδρος της Κοινότητας…μπορεί χωρίς προηγούμενη απόφαση του συμβουλίου ύστερα από πρόχειρο διαγωνισμό ή και χωρίς διαγωνισμό να συνάπτει σύμβαση για την απευθείας ανάθεση ή την απευθείας εκτέλεση εργασίας ή μεταφορά ή τη διενέργεια προμήθειας, αν η αξία καθενός από αυτά δεν υπερβαίνει το ποσό των 3.000.000 δρχ., αν πρόκειται για Δήμους πλην των δήμων Αθηναίων, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης. 2) Για να εφαρμοστούν όσα ορίζονται στην παρ. 1, απαιτείται να έχει εγγραφεί στον προϋπολογισμό (βλ. και αναδιατύπωση στο άρθρο 209 του Ν. 3463/2006 παρ. 9, 10). Διαφορετικά απαιτείται προκήρυξη σχετικού διαγωνισμού, προσφορές, αξιολόγηση αυτών κ.λπ. Ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 114 παρ. 1 του ιδίου Π.Δ., ο δήμαρχος υπογράφει τις συμβάσεις, που συνάπτει ο Δήμος. Σύμφωνα με το άρθρο 41 του Ν.Δ. 496/1974 «Λογιστικό των Ν.Π.Δ.Δ. - Συμβάσεις - Παραγραφές κ.λπ.», ορίζεται, ότι κάθε σύμβαση για λογαριασμό του νομικού προσώπου, που έχει αντικείμενο άνω των 10.000 δρχ., όπως δε αναπροσαρμόστηκε το ποσό αυτό με τη με αριθμό 2054839/452/0026/03-09-1992 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών άνω των 150.000 δρχ., και ήδη, όπως αναπροσαρμόστηκε το παραπάνω ποσό με την με αριθμό 259649/0026/2001 απόφαση του παραπάνω Υπουργού άνω των 2.500 € και εφόσον δεν ορίζεται άλλως, υποβάλλεται στον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου. Στο εδ. 2 την ίδιας παρ. ορίζεται, ότι η πρόταση καταρτίσεως συμβάσεως και η αποδοχή αυτής μπορούν να γίνουν και με ιδιαίτερα έγγραφα. Ενώ στην παρ. 2 ορίζεται, ότι η, από τη μη τήρηση του τύπου της εγγράφου αποδοχής, ακυρότητα αίρεται στην περίπτωση εκπληρώσεως της συμβάσεως. Από τα παραπάνω, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 158 και 159 ΑΚ, προκύπτει, ότι για την σύναψη συμβάσεως που συνάπτει ένας Δήμος για τη διενέργεια απευθείας προμήθειας, στην περίπτωση που η αξία της δεν είναι ανώτερη του παραπάνω ποσού, πρέπει να περιβληθεί τον συστατικό τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, ενώ αν η αξία είναι ανώτερη τότε θα πρέπει να ακολουθηθεί η διαδικασία που ορίζεται στο νόμο και η διενέργεια διαγωνισμού και προσφορών. Στην περίπτωση δε της μη τηρήσεως τύπου, που επιβάλλεται από το νόμο, η σύμβαση είναι άκυρη (159 και 180 ΑΚ). Το παραπάνω ποσό εξάλλου, που αναφέρεται στις εν λόγω διατάξεις, θεωρείται, ότι ισχύει για όλες τις επί μέρους συμβάσεις του Ν.Π.Δ.Δ., που έγιναν μέσα στο ίδιο έτος μεταξύ αυτού και του ίδιου αντισυμβαλλόμενου του Δημοσίου, εφόσον σε διαφορετική περίπτωση, θα μπορούσε να διασπαστεί η μια σύμβαση σε μερικότερες και να καταστρατηγηθεί ο παραπάνω νόμος, με αποτέλεσμα να μη υπάρχει διαφάνεια των προμηθειών, πράγμα που είναι και το ζητούμενο κατά τις παραπάνω διατάξεις. Περαιτέρω, προκύπτει, ότι η διάταξη του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 41 του Ν.Δ. 496/1974, όπως και του άρθρου 84 του Ν. 2286/1995, περί άρσεως της ακυρότητας, από τη μη τήρηση του τύπου της εγγράφου αποδοχής, με εκπλήρωση της σύμβασης, αναφέρεται στην τρίτη παράγραφο του παραπάνω άρθρου, κατά την οποία: «η πρόταση κατάρτισης σύμβασης και η αποδοχή αυτής μπορούν να γίνουν και με ιδιαίτερα έγγραφα» και εφαρμόζεται, όταν εκπληρώθηκε σύμβαση, για την οποία προηγήθηκε χωριστή έγγραφη πρόταση, χωρίς να επακολουθήσει και έγγραφη αποδοχή (ΟλΑΠ 862/1984 ΕΕργΔ 43.627, ΑΠ 61/1996 ΕΕργΔ 1997.597, ΕφΑθ 9773/1997 ΕλλΔνη 1998.637, ΕιρΑθ 4927/2009 ΑρχΝομ 2010.345). Η πρόταση, όμως, που είναι μονομερής και απευθυντέα, σε τρίτο, δήλωση βουλήσεως, που αποτελεί ουσιώδες, κατ` άρθρο 192 ΑΚ, στοιχείο της σύμβασης, πρέπει να είναι πλήρης κατά περιεχόμενο και ορισμένη. Προκειμένου δε για Ν.Π.Δ.Δ. πρέπει να γίνει εγγράφως, με ιδιαίτερο έγγραφο, χωρίς το οποίο πρόταση δεν υφίσταται, οπότε δεν καταρτίζεται και σύμβαση, αφού δεν νοείται, για την κατάρτιση της σύμβασης, αποδοχή χωρίς πρόταση (ΟλΑΠ 862/84 ΕΕργΔ 43.627, ΑΠ 847/1986 ΝοΒ 35.1196). Η ακυρότητα της σύμβασης από την έλλειψη του απαιτούμενου τύπου, είναι απόλυτη και λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, εφόσον προκύπτει από τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά (ΕφΑθ 11549/1995 ΝοΒ 1996.1008, ΕφΑθ 1840/1992 ΝοΒ 41.510, ΕιρΑθ 4927/2009 ΑρχΝομ 2010.345). Οι παραπάνω διατάξεις που αφορούν το δημόσιο λογιστικό εφαρμόζονται και προκειμένου για τους Ο.Τ.Α. σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 7 Ν.Δ. 31/1968. Στην περίπτωση που η σύμβαση είναι άκυρη, τα συμβαλλόμενα μέρη δεν μπορούν να προβάλλουν αξιώσεις στηριζόμενες στη σύμβαση, αλλά μόνο στηριζόμενες στις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού των άρθρων 904 επ. ΑΚ (ΑΠ 541/1978 ΝοΒ 27.389, Γεωργιάδης/Σταθόπουλος, ερμηνεία ΑΚ, σελ. 624). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ συνάγεται ότι αδικαιολόγητος και συνεπώς επιστρεπτέος πλουτισμός υπάρχει και όταν στο πλαίσιο σύμβασης, που είναι άκυρη, λόγω μη τηρήσεως των απαιτούμενων από το νόμο, για τη σύναψη της, διατυπώσεων, ο συμβαλλόμενος, που εκτέλεσε την δική του συμφωνημένη παροχή δεν έλαβε την από τον αντισυμβαλλόμενό του αντιπαροχή. Ο γενικός δε κανόνας του παραπάνω άρθρου έχει εφαρμογή και προκειμένου για το Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ. και τους Ο.Τ.Α. (ΑΠ 1508/2008, ΑΠ 250/2006, ΑΠ 1564/2004, δημοσιευμένες στη Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Η από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό αγωγή είναι επιβοηθητικής φύσεως, υπό την έννοια ότι μπορεί να ασκηθεί μόνο όταν λείπουν οι από την σύμβαση ή αδικοπραξία προϋποθέσεις. Οταν η αγωγή αυτή σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα δηλ. ασκείται για την περίπτωση της απορρίψεως της πρώτης (κύριας) από τη σύμβαση αγωγή, δεν απαιτείται περαιτέρω για το ορισμένο αυτής κατ` άρθρο 216 παρ. ΚΠολΔ να διαλαμβάνεται στο δικόγραφο της ο λόγος για τον οποίο δεν ήθελε τυχόν ευσταθήσει η εκ της συμβάσεως πρώτη αγωγή. Τέτοιος όρος δεν τάσσεται από το άρθρο 219 ΚΠολΔ, που ομιλεί γενικώς για την περίπτωση που απορριφθεί (δηλ. για οποιονδήποτε λόγο) η κύρια βάση ή αίτηση ή αγωγή. Αλλωστε δεν είναι εύλογο να αξιωθεί από τον ενάγοντα να διαλάβει ο ίδιος οιουσδήποτε λόγους απορρίψεως της κύριας βάσεως της αγωγής του (ΑΠ 813/2002 ΧρΙδΔικ 2002.695). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 90 παρ. 1, 91 και 119 Ν. 2362/1995 «περί δημοσίου λογιστικού και ελέγχου των δαπανών του Κράτους» με έναρξη ισχύος από την 01-01-1996, οι οποίες διατάξεις εφαρμόζονται αναλόγως και στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως, εφόσον οι ως προς αυτούς προστατευτικές διατάξεις δεν είναι ευνοϊκότερες, συνάγεται ότι η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου είναι πενταετής και αρχίζει από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη. Οι εν λόγω ως προς τους Ο.Τ.Α. προστατευτικές διατάξεις, ήτοι τα άρθρα 3 Ν.Δ. 31/1968, 304 Π.Δ. 410/1995 και 276 Ν. 3463/2006, δεν είναι ευνοϊκότερες και, άρα, η παραγραφή οποιασδήποτε απαίτησης εναντίον τους είναι πενταετής. Επίσης, από το συνδυασμό των άρθρων 3 Ν.Δ. 31/1968 και 95 και 96 Ν.Δ. 321/69 «περί κώδικος δημοσίου λογιστικού» και των διατάξεων του Ν.Δ. 496/1974 «περί λογιστικού των Ν.Π.Δ.Δ.» συνάγεται ότι, η παραγραφή των χρηματικών αξιώσεων κατά του δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου διακόπτεται μόνο: α) με την υποβολή της υπόθεσης στο δικαστήριο ή σε διαιτητές, οπότε αρχίζει πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη του δικαστηρίου ή των διαιτητών, β) με την υποβολή προς τη δημόσια αρχή αιτήσεως για πληρωμή της απαίτησης, οπότε αρχίζει πάλι η παραγραφή από τη χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση της αρμόδιας για την αναγνώριση ή την πληρωμή της απαίτησης αρχής σε περίπτωση που η αρχή δεν απαντήσει, η παραγραφή αρχίζει μετά την πάροδο ενός εξαμήνου από τη χρονολογία υποβολής της αίτησης, ενώ η υποβολή δεύτερης αίτησης δεν διακόπτει πάλι την παραγραφή, γ) με την υποβολή αιτήσεως προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους για αναγνώριση της απαίτησης, δ) με την επίδοση επιταγής προς εκτέλεση, όπου αυτό επιτρέπεται, και ε) με την έκδοση τίτλου πληρωμής, ενώ η παραγραφή λαμβάνεται υπόψη από τα δικαστήρια αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 284/2011 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2582/1992 ΕλλΔνη 1993.124).

ΕΠΕΙΔΗ, στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη αγωγή η ενάγουσα εταιρεία, η οποία έχει ως αντικείμενο, μεταξύ άλλων, και την παραγωγή και εμπορία λατομικών, οικοδομικών προϊόντων, καθώς και υλικών οδοποιίας και έτοιμου σκυροδέματος, ισχυρίζεται ότι κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2003 και 2004 της δόθηκαν διαδοχικές εντολές προμήθειας των ειδικότερα προσδιοριζόμενων στην αγωγή ειδών εμπορίας της, από τον πρώην Δήμο Ελευθερίου Βενιζέλου, χωρίς να τηρηθεί έγγραφος τύπος. Οτι, με διαδοχικές προφορικές συμβάσεις, πώλησε και παρέδωσε τα αναφερόμενα στην αγωγή, κατ` είδος, ποσότητα και τιμή μονάδος, πράγματα, στο πρώην Δήμο Ελευθερίου Βενιζέλου και εξέδωσε τα σχετικά τιμολόγια πώλησης, συνολικού ποσού 11.453,37 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου και του αναλογούντος Φ.Π.Α. 18%. Ζητά δε, δεδομένου ότι δεν της καταβλήθηκε το ανωτέρω τίμημα, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ως άνω ποσό, νομιμότοκα από την επομένη της παρέλευσης τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία έκδοσης εκάστου τιμολογίου, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής, να κηρυχθεί η παρούσα προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην δικαστική της δαπάνη. Επικουρικά δε ζητά να της καταβληθεί το ανωτέρω ποσό με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού.

ΕΠΕΙΔΗ, με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή ορθώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων, δεδομένου ότι δεν υφίσταται σχέση δημοσίου δικαίου μεταξύ των διαδίκων και επομένως δεν πρόκειται για διοικητική διαφορά ουσίας αλλά για ιδιωτική διαφορά, αφού αναφύεται από σύμβαση συναφθείσα μεταξύ Δήμου και ιδιώτη με απευθείας ανάθεση και αφορά πώληση εμπορευμάτων, η οποία δεν υπάγεται σε εξαιρετικό νομοθετικό καθεστώς και ως εκ τούτου ανήκει από τη φύση της στο ιδιωτικό δίκαιο και ρυθμίζεται από αυτό (ΑΕΔ 28/2011 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΕΔ 21/1997 ΔΦορΝ 1998.141, ΟλΑΠ 7/2001 ΕλλΔνη 2001.381, ΑΠ 88/1993 ΑρχΝ 1995.72 και ΝοΒ 1994.64). Αρμοδίως δε καθ` ύλη και κατά τόπο φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 1, 2, 4, 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 1α`, 25 παρ. 1 ΚΠολΔ) για να δικαστεί κατά την τακτική διαδικασία, τυγχάνει δε αυτή επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένης κατ` ακολουθία της προβληθείσας από τον εναγόμενο ένστασης αοριστίας ως ουσία αβάσιμης, εντούτοις είναι απορριπτέα κατά την κύρια βάση της, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα πρόταση, εφόσον η ενάγουσα αναφέρεται σε άτυπες συμβάσεις προμήθειας πραγμάτων, που έγιναν κατ` ανάθεση από το δήμαρχο του πρώην Δήμου Ελευθερίου Βενιζέλου, χωρίς να τηρηθεί ούτε ο προβλεπόμενος τύπος έστω του ιδιωτικού εγγράφου, ούτε η λοιπή διαδικασία (επείγουσα περίπτωση ειδικά αιτιολογημένη, εγγραφή στον προυπολογισμό εξειδικευμένων πιστώσεων), αλλά κατά την επικουρική βάση της εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι βάσιμη κατά το νόμο (άρθρα 904 επ. ΑΚ) σε όλα τα αιτήματα αυτής, εκτός από το αίτημα περί καταβολής τόκων από την επομένη της παρέλευσης τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία έκδοσης εκάστου τιμολογίου, που είναι απορριπτέο, ως μη νόμιμο, δεδομένου ότι για τη θεμελίωση του η ενάγουσα επικαλείται τις διατάξεις περί πωλήσεως (513 επ. ΑΚ), οι οποίες όμως στην προκείμενη περίπτωση δεν εφαρμόζονται λόγω ακυρότητας των επίδικων συμβάσεων, η δε αγωγή έχει ως μόνη νόμιμη βάση αυτή του αδικαιολόγητου πλουτισμού και κατά το νόμο ο αδικαιολογήτως πλουτήσας οφείλει τόκους από την επίδοση της αγωγής (άρθρα 910 και 346 ΑΚ). Ενώ, όσον αφορά το αίτημα περί κηρύξεως της απόφασης προσωρινά εκτελεστής κρίνεται νόμιμο, στηριζόμενο στις διατάξεις των άρθρων 907 και 908 ΚΠολΔ, εφόσον πέρα από την αντισυνταγματικότητα της διάταξης του άρθρου 909 αρ. 1 ΚΠολΔ, που δεν επιτρέπει την κήρυξη προσωρινής εκτελεστότητας κατά του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α., οι αρχές του κράτους δικαίου, της παροχής πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και νομιμότητας, όπως και η συνταγματική επιταγή για δημοκρατική νομιμοποίηση και νομιμότητα της άσκησης της δικαστικής λειτουργίας, που θεμελιώνονται στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1, 26 παρ. 3, 94 παρ. 4, 95 παρ. 5 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής, 2 παρ. 3 και 14 παρ. 1 του με το Ν. 2462/1997 κυρωθέντος Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, επιβάλλουν το επιτρεπτό της κατά του Δημοσίου κ.λπ. αναγκαστικής εκτέλεσης, ανεξάρτητα από το είδος του εκτελεστού τίτλου, που αποτελεί το θεμέλιο αυτής. Οι παραπάνω διατάξεις, που δεν ιδρύουν μόνο διεθνή ευθύνη των συμβαλλομένων κρατών, αλλά έχουν άμεση εφαρμογή και υπερ-νομοθετική ισχύ, θεμελιώνουν δικαιώματα υπέρ των προσώπων, που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής τους. Οι διατάξεις αυτές εγγυώνται, όχι μόνο την ελεύθερη πρόσβαση σε Δικαστήριο, αλλά και την πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος, που επιδικάζεται από το Δικαστήριο. Το δικαίωμα δηλαδή αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την οποία η προσφυγή στο Δικαστήριο θα απέβαλλε την ουσιαστική αξία και χρησιμότητα της. Από τους πιο πάνω κανόνες δικαίου, που καθιερώνουν την αποτελεσματική δικαστική προστασία, στην οποία περιλαμβάνεται, εκτός από την οριστική, και προσωρινή δικαστική προστασία, έπεται, ότι δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 909 ΚΠολΔ. Διότι με βάση τους παραπάνω νόμους επιβάλλεται το επιτρεπτό της κατά του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. των Ο.Τ.Α. αναγκαστικής εκτέλεσης, ανεξάρτητα από το είδος του εκτελεστού τίτλου, που αποτελεί το θεμέλιο αυτής. Τίτλο δε εκτελεστό αποτελούν και οι οριστικές αποφάσεις, που έχουν κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστές (άρθρο 904 παρ. 2α ΚΠολΔ). Η εκτέλεση αυτών εξάλλου υλοποιείται με τα ίδια μέσα. Η βασική δικονομική προϋπόθεση της ισότητας των διαδίκων δεν συγχωρεί τη μη δυνατότητα εκτέλεσης σε βάρος των παραπάνω. Η διοίκηση δεν επιτρέπεται, να μειώνει τη δραστικότητα δικαστικής απόφασης, που κρίθηκε προσωρινά εκτελεστή και εκδόθηκε σε βάρος της και της οποίας η ορθότητα μόνο δικαστικά μπορεί να ελεγχθεί δηλ. από ιεραρχικά ανώτερο Δικαστήριο (ΟλΑΠ 21/2001 ΑρχΝ 2002.86, ΜΠΣαμ 26/2009, ΜΠΛαρ 186/2006, ΜΠΚοζ 823/2005, ΕιρΑθ 232/2013, δημοσιευμένες στη Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠΕδεσ 486/1999 ΑρχΝ 2000.109, ΜΠΘηβ 360/1998, ΑρχΝ 1999.68, ΜΠΑθ 19/1999 ΑρχΝ 1999.222, ΕιρΑθ 4974/2009 ΑρχΝ 2010.345, Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ, συμπληρωματικός τόμος, έκδοση 2001, υπό το άρθρο 909, παρ. 2, σελ. 844, Μπακόπουλος, Ζητήματα αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του Ελληνικού και Αλλοδαπού Δημοσίου, ΕλλΔνη 44.1540). Το δε αίτημα της ενάγουσας, να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική δαπάνη της, στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 176, 189 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή, να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες επιβαρύνσεις υπέρ τρίτων (βλ. τα με αριθμούς 142880, 196841 και 283555 Σειρά Α΄ παράβολα δικαστικού ενσήμου (αγωγόσημα) με τα επικολληθέντα επ` αυτών ένσημα υπέρ Τ.Ν. και Τ.Υ.Δ.Ε., καθώς και τα με αριθμούς 1018772, 1018783, 1018784, 1018790 και 1018791 Σειρά Α` παράβολα χαρτοσήμου).

EΠEIΔH, από την εκτίμηση της ένορκης καταθέσεως του μάρτυρος της ενάγουσας, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου και του οποίου η κατάθεση εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως (ο εναγόμενος δεν εξέτασε μάρτυρα), καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν, καθώς και της με αριθμό 11892/27-08-2012 ένορκης βεβαίωσης, η οποία λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο, αφού η ενάγουσα προσκομίζει τη με αριθμό 3456Δ΄/22-08- 2002 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Χανίων Μαρίας Γιατράκη, από την οποία προκύπτει ότι ο εναγόμενος κλητεύθηκε νομότυπα να παραστεί στην εξέταση του μάρτυρος αυτού κατά το συγκεκριμένο χρόνο λήψη της ένορκης βεβαίωσης, δηλαδή κατά την 27η-08-2012 και ώρα 12:00 μ., από τους ισχυρισμούς των πληρεξουσίων δικηγόρων, που ανέπτυξαν κατά την προφορική συζήτηση και με τις έγγραφες προτάσεις τους, τις ομολογίες που συνάγονται από τις προτάσεις (261 ΚΠολΔ), καθώς και την εν γένει προφορική διαδικασία στο ακροατήριο, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Η ενάγουσα εταιρεία, η οποία έχει ως αντικείμενο, μεταξύ άλλων, και την παραγωγή και εμπορία λατομικών, οικοδομικών προϊόντων, καθώς και υλικών οδοποιίας και έτοιμου σκυροδέματος, με έδρα τα Χανιά, συμφώνησε ατύπως με τον πρώην Δήμο Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος εκπροσωπήθηκε νόμιμα από το Δήμαρχο του, κατά τα έτη 2003 και 2004, την πώληση σ` αυτόν διαφόρων ειδών εμπορίας της για την κάλυψη αναγκών του πρώην Δήμου, και συγκεκριμένα λατομικών, οικοδομικών προϊόντων και υλικών οδοποιίας, όπως λεπτομερώς αναφέρονται στην αγωγή, κατ` είδος, ποσότητα και τιμή μονάδος. Σε εκτέλεση των διαδοχικών προφορικών συμβάσεων πώλησης, η ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε στον εναγόμενο τα συμφωνηθέντα είδη, εκδίδοντας τα παρακάτω είκοσι δυο τιμολόγια πώλησης (Τ.Π.), όπου αναφέρονται αναλυτικά κατ` είδος, ποσότητα και αξία τα πωληθέντα εμπορεύματα και συνοδεύονται από τα αντίστοιχα δελτία αποστολής (Δ.Α.), όπου αναγράφονται και οι αριθμοί κυκλοφορίας των οχημάτων που έκαναν την μεταφορά των εμπορευμάτων, ήτοι: 1) Τ.Π. 446/29- 11-2003 ποσού 1.653,37 € πλέον Φ.Π.Α. 18% (297,61 €) με τα αντίστοιχα Δ.Α. 14962/19-11-2003, 1260/03-11-2003, 1271/04-11-2003, 1275/05-11-2003, 1340/20-11-2003, 1365/21-11-2003, 1367/21-11-2003, 2) Τ.Π. 483/01-12-2003 ποσού 220,38 € πλέον Φ.Π.Α. 18% (39,67 €) με τα αντίστοιχα Δ.Α. 15011/26-11-2003, 15022/27-11-2003, 15032/27-11-2003, 3) Τ.Π. 507/31-12- 2003 ποσού 589,98 € πλέον Φ.Π.Α. 18% (106,20 €) με τα αντίστοιχα Δ.Α. 15065/02-12-2003, 15199/17-12-2003, 15200/17-12-2003, 15256/22-12-2003, 4) Τ.Π. 537/31-12-2003 ποσού 597,60 € πλέον Φ.Π.Α. 18% (107,57 €) με τα αντίστοιχα Δ.Α. 1445/05-12-2003, 1525/22-12-2003, 5) Τ.Π. 013/01-02-2004 ποσού 14,40 € πλέον Φ.Π.Α. 18% (2,59 €) με το αντίστοιχο Δ.Α. 15951/26-01-2004 6) Τ.Π. 156/29-02-2004 ποσού 596,37 € πλέον Φ.Π.Α. 18% (107,88 €) με τα αντίστοιχα Δ.Α. 17155/21-02-2004, 16633/09-02-2004, 16646/09-02-2004, 16647/09-02-2004, 16653/09-02-2004, 16662/09-02-2004, 17104/2002-2004, 17153/21-02-2004, 7) Τ.Π. 204/02- 03-2004 ποσού 254,25 € πλέον Φ.Π.Α. 18% (45,77 €) με το αντίστοιχο Δ.Α. 1723/04-02-2004, 8) Τ.Π. 388/06-04-2004 ποσού 73,72 € πλέον Φ.Π.Α. 18% (13,27 €) με το αντίστοιχο Δ.Α. 17993/12- 03-2004, 9) Τ.Π. 540/01-05-2004 ποσού 40,33 € πλέον Φ.Π.Α. 18% (7,26 €) με το αντίστοιχο Δ.Α. 19073/13-04-2004, 10) Τ.Π. 767/03-06-2004 ποσού 473,51 € πλέον Φ.Π.Α. 18% (85,23 €) με τα αντίστοιχα Δ.Α. 20741/20-05-2004, 20760/20-05-2004, 20767/20-05-2004, 20772/20-05-2004, 20773/20-05-2004, 20774/20-05-2004, 20775/20-05-2004, 20785/20-05-2004, 11) Τ.Π. 48/08- 07-2004 ποσού 407,41 € πλέον Φ.Π.Α. 18% (73,33 €) με τα αντίστοιχα Δ.Α. 138/05-06-2004, 145/05-06-2004, 153/05-06-2004, 157/05-06-2004, 954/30-06-2004, 955/30-06-2004, 959/30- 06-2004, 963/30-06-2004, 12) Τ.Π. 147/28-07-2004 ποσού 381,92 € πλέον Φ.Π.Α. 18% (68,75 €) με τα αντίστοιχα Δ.Α. 969/01-07-2004, 976/01-07-2004, 1166/13-07-2004, 1171/13-07-2004, 1181/14-07-2004, 1382/23-07-2004, 1387/23-07-2004, 1389/23-07-2004, 13) Τ.Π. 116/02-08- 2004 ποσού 69,41 € πλέον Φ.Π.Α. 18% (12,49 €) με το αντίστοιχο Δ.Α. 21148/13-07-2004, 14) Τ.Π. 305/03-09-2004 ποσού 470,10 € πλέον Φ.Π.Α. 18% (84,62 €) με το αντίστοιχο Δ.Α. 1782/27- 08-2004, 1783/27-08-2004, 21341/25-08-2004, 21384/28-08-2004, 21385/28-08-2004, 15) Τ.Π. 448/30-09-2004 ποσού 122,90 € πλέον Φ.Π.Α. 18% (22,12 €) με το αντίστοιχο Δ.Α. 1447/28-09- 2004, 16) Τ.Π. 607/25-10-2004 ποσού 69,68 € πλέον Φ.Π.Α. 18% (12,54 €) με τα αντίστοιχα Δ.Α. 21650/12-10-2004, 2843/14-10-2004, 17) Τ.Π. 701/15-11-2004 ποσού 1.671,44 € πλέον Φ.Π.Α. 18% (300,86 €) με τα αντίστοιχα Δ.Α. 3574/0411-2004, 3578/04-11-2004, 3579/04-11-2004, 3583/04-11-2004, 18) Τ.Π. 716/15-11-2004 ποσού 571,60 € πλέον Φ.Π.Α. 18% (102,89 €) με το αντίστοιχο Δ.Α. 2034/12-11-2004, 19) Τ.Π. 724/17-11-2004 ποσού 405,82 € πλέον Φ.Π.Α. 18% (73,05 €) με τα αντίστοιχα Δ.Α. 3205/03-11-2004, 3207/03-11-2004, 3216/08-11-2004, 3224/08- 11-2004, 3272/10-11-2004, 20) Τ.Π. 805/01-12-2004 ποσού 663,11 € πλέον Φ.Π.Α. 18% (119,36 €) με τα αντίστοιχα Δ.Α. 3292/17-11-2004, 3398/17-11-2004, 3429/19-11-2004, 3463/22-11- 2004, 3532/25-11-2004, 3535/25-11-2004, 3536/25-11-2004, 3599/29-11-2004, 3604/29-11- 2004, 3608/29-11-2004, 21) Τ.Π. 917/22-12-2004 ποσού 228,50 € πλέον Φ.Π.Α. 18% (41,13 €) με το αντίστοιχο Δ.Α.393/04-12-2004, 22) Τ.Π. 936/29-12-2004 ποσού 130,30 € πλέον Φ.Π.Α. 18% (23,45 €) με το αντίστοιχο Δ.Α. 2579/22-12-2004. Επομένως το σύνολο της απαιτήσεως της ενάγουσας κατά του εναγομένου από την ανωτέρω αιτία, ανέρχεται στο ποσό των 11.453,37 €, συμπεριλαμβανομένου και του αναλογούντος Φ.Π.Α. 18%. Οι συμβάσεις αυτές συνήφθησαν προφορικά και είναι, ως εκ τούτου, άκυρες κατά τα εκτεθέντα στην μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, αλλά δεδομένου ότι ο εναγόμενος Δήμος δεν έχει καταβάλλει στη ενάγουσα το ανωτέρω ποσό, κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας, καθώς ωφελήθηκε κατά την αξία των σχετικών εμπορευμάτων, την οποία θα κατέβαλλε στην ενάγουσα ή σε άλλον αν ήταν έγκυρες οι ανωτέρω συμβάσεις πώλησης. Ο εναγόμενος προέβαλλε, νομίμως και εμπροθέσμως, την ένσταση περί ελλείψεως πραγματικού και αξιοποιήσιμου πλουτισμού με την αιτιολογία ότι «…δεν προκύπτει από τα αρχεία του πρώην Δήμου Ελευθερίου Βενιζέλου ότι παραδόθηκαν ποτέ η παρελήφθησαν από την αρμόδια υπηρεσία τα συγκεκριμένα υλικά και κατά συνέπεια δεν υπάρχει αίσθηση πλουτισμού αλλά αντίθετα αν υποχρεωθεί ο Δήμος να καταβάλλει τα αναφερόμενα ποσά θα γινόταν στην ουσία φτωχότερος από πριν πράγμα που αντιβαίνει στην αποστολή του θεσμού του αδικαιολογήτου πλουτισμού…». Η ένσταση αυτή πρέπει να απορριφθεί κατ` ουσίαν, διότι από την ένορκη βεβαίωση του Δημάρχου Ελευθερίου Βενιζέλου (...............), που προσκομίζει μετ` επικλήσεως η ενάγουσα, πρόεκυψε ότι αυτός από το έτος 1998 έως το 2006, δηλ. κατά το χρόνο σύναψης των διαδοχικών προφορικών συμβάσεων πώλησης, διατελών Δήμαρχος του πρώην Δήμου Ελευθερίου Βενιζέλου και υπό την ιδιότητα του αυτή, ήταν το πρόσωπο που προέβαινε στις παραγγελίες των υλικών, τα οποία (υλικά) και παραλάμβανε είτε ο ίδιος προσωπικά είτε κατ` εντολή του, υπάλληλος του πρώην Δήμου. Τα δε υλικά, όχι μόνο παραγγέλθηκαν και παραλήφθηκαν από τον πρώην Δήμο, αλλά χρησιμοποιήθηκαν για την συντήρηση και επισκευή του δημοτικού και αγροτικού οδικού δικτύου, ήτοι για την αντιμετώπιση πλημμυρών, καθιζήσεων και γενικά ζημιών, που προκαλούνταν από έκτακτα, απρόβλεπτα ή και καθημερινά καιρικά φαινόμενα, καθώς συνέτρεχε άμεσος κίνδυνος για την ασφάλεια των δημοτών και των διερχομένων από το οδικό δίκτυο. Τα παραληφθέντα υλικά ήταν αναγκαία, διότι ο πρώην Δήμος Ελευθερίου Βενιζέλου ήταν ένας περιαστικός Δήμος, με πολλές αγροτικές περιοχές, ημιορεινός, με πολλά ρέματα, χαντάκια και το οδικό δίκτυο είχε πολλά προβλήματα, λόγω και των έργων ύδρευσης και αποχέτευσης. Η ρητή διαβεβαίωση του ότι τα υλικά «…πράγματι παραγγέλθηκαν και παραλήφθηκαν από το Δήμο στις συμφωνηθείσες τιμές που αναφέρονται στα τιμολόγια…», και μάλιστα σε τιμές «χαμηλότερες από τις τρέχουσες της αγοράς…», από την ενάγουσα, που διέθετε το πλησιέστερο λατομείο από τα όρια του πρώην Δήμου, αφού αυτό απείχε μόλις ένα χιλιόμετρο, διευκολύνοντας ουσιαστικά τον ίδιο τον πρώην Δήμο, αφού τα οχήματα του τελευταίου μπορούσαν να παραλάβουν τα υλικά ταχύτερα σε σχέση με άλλα λατομεία και μονάδες σκυροδέματος του Ν. Χανίων που βρίσκονταν μακρύτερα, δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία ότι τα υλικά των υπό κρίση τιμολογίων, όχι μόνο έχουν και παραγγελθεί και παραληφθεί, αλλά έχουν και χρησιμοποιηθεί προς όφελος των δημοτών, ήτοι για την συντήρηση και επισκευή του δημοτικού και αγροτικού οδικού δικτύου του πρώην Δήμου. Περαιτέρω, αποδεδείχθηκε ότι, οι σχετικές αξιώσεις εκ των τιμολογίων του έτους 2003 (Τ.Π. 446/29-11-2003, Τ.Π. 483/01-12-2003, T.Π. 507/31-12-2003, Τ.Π. 537/31-12-2003) έχουν ήδη υποκύψει στην πενταετή παραγραφή των άρθρων 90 παρ. 1 και 91 Ν. 2362/1995, δεδομένου ότι το έτος μέσα στο οποίο γεννήθηκαν και ήταν δυνατή η δικαστική τους επιδίωξη ήταν το 2003, ενώ κατά τις ως άνω διατάξεις η παραγραφή τους άρχισε από το τέλος του έτους αυτού, ήτοι από την 01-01-2004, η δε άσκηση της κρινόμενης αγωγής έλαβε χώρα την 30-12-2009, όπως προκύπτει από τη με αριθμό 909Δ΄/30- 12-2009 έκθεση επίδοσης του δικογράφου αυτής στον εναγόμενο, όταν δηλαδή οι αξιώσεις ήταν ήδη παραγεγραμμένες προ έτους, πιο συγκεκριμένα από την 01-01-2009. Η εν λόγω παραγραφή, αν και αμελώς δεν προβλήθηκε από το εναγόμενο κατ` ένσταση, λαμβάνεται υπόψη από Δικαστήριο τούτο αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 284/2011 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2582/1992 ΕλλΔνη 1993.124). Πρέπει να σημειωθεί δε ότι το με αριθμό 8219/06-11-2008 έγγραφο του πρώην Δήμου Ελευθερίου Βενιζέλου, που προσκομίζει μετ` επικλήσεως η ενάγουσα περί αναγνώρισης της οφειλής από τον τελευταίο, ουδόλως εμπεριέχει αναγνώριση της οφειλής του εναγομένου, ούτε μπορεί να συναχθεί κάτι τέτοιο από το περιεχόμενό του, δεδομένου ότι σε αυτό ο πρώην Δήμαρχος περιορίζεται στο να πληροφορήσει την ενάγουσα για το πιστωτικό υπόλοιπο που πρόεκυψε από τον έλεγχο της ορκωτής ελέγκτριας λογίστριας, χωρίς να αναφέρεται στην ουσία της διαφοράς ούτε όμως και στα επίδικα τιμολόγια πώλησης. Σε κάθε περίπτωση κατά τα άρθρα 3 Ν.Δ. 31/1968 και 95 και 96 Ν.Δ. 321/69 «περί κώδικος δημοσίου λογιστικού» και τις διατάξεις του Ν.Δ. 496/1974 «περί λογιστικού των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου», η αναγνώριση της οφειλής δεν συνιστά νόμιμο τρόπο διακοπής της παραγραφής αξιώσεων κατά του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των Ν.Π.Δ.Δ.

ΕΠΕΙΔΗ, κατά την διάταξη του άρθρου 116 ΚΠολΔ: «Οι διάδικοι, οι νόμιμοι εκπρόσωποι και οι πληρεξούσιοι τους οφείλουν να τηρούν τους κανόνες των χρηστών ηθών και της καλής πίστης, να αποφεύγουν ενέργειες που φανερά οδηγούν σε παρέλκυση της δίκης, να εκθέτουν τα πραγματικά γεγονότα που αναφέρονται στην υπόθεση, έτσι ακριβώς όπως τα γνωρίζουν, με πληρότητα και σύμφωνα με την αλήθεια, αποφεύγοντας διφορούμενες και ασαφείς εκφράσεις». Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 205 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται σε κάθε αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας (Μπέης, ΠολΔικ, άρθρ. 205, αριθ. 1, σελ. 913), το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, με την οριστική απόφαση του, επιβάλλει στο διάδικο ή στο νόμιμο αντιπρόσωπο του ή στο δικαστικό του πληρεξούσιο, ανάλογα με την ευθύνη καθενός, χρηματική ποινή από πεντακόσια (500) ευρώ έως χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ, που περιέρχεται στο Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων, αν προκύψει από τη δίκη που έγινε, ότι, αν και το γνώριζαν 1) άσκησαν προφανώς αβάσιμη αγωγή, ανταγωγή ή παρέμβαση ή προφανώς αβάσιμο ένδικο μέσο, ή 2) διεξήγαγαν τη δίκη παρελκυστικά ή δεν τήρησαν τους κανόνες των χρηστών ηθών ή της καλής πίστης ή το καθήκον της αληθείας. Με τη διάταξη αυτή, η οποία εναρμονίζεται με το άρθρο 116 ΚΠολΔ, καθιερώνεται αποκλειστικά για την εξασφάλιση της διαδικαστικής τάξεως, χωρίς καμία επίδραση στο περιεχόμενο της αποφάσεως, η υποχρέωση του δικαστηρίου για την επιβολή χρηματικής ποινής. Διακριτική ευχέρεια για την επιβολή χρηματικής ποινής δεν υφίσταται και αυτό για να καταπολεμηθούν «τάσεις» και «τακτικές» που θέτουν «φράγμα» στην απρόσκοπτη ταχεία και ορθή απονομή της δικαιοσύνης, σε μία προσπάθεια του νομοθέτη, να εμπεδώσει την ιδέα της δικαιοσύνης, έστω και με την απειλή επιβολής ποινών, στη συνείδηση όλων των παραγόντων της δίκης, που παραπάνω αναφέρθηκαν, αλλά και της διεξαγωγής των δικαστικών αγώνων μέσα σε ένα κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης, στα μέτρα βεβαίως του δυνατού, και όσο αυτό το επιτρέπει, η ένταση της συγκρούσεως των συμφερόντων εκάστου των διαδίκων μέσα στα πλαίσια μιας πολιτικής δίκης, χωρίς παρελκυστικές τακτικές και ενέργειες, συμπεριφερόμενοι με ευθύτητα, φιλαλήθεια και υπευθυνότητα, δηλαδή τόσο οι διάδικοι και οι αντιπρόσωποί τους, όσο, και πολύ περισσότερο, όπως είναι εύλογο, οι πληρεξούσιοι αυτών δικηγόροι. Σε περίπτωση που το δικαστήριο, διαπιστώσει, περισσότερες από μία παραβάσεις του άρθρου 205 ΚΠολΔ τότε θα πρέπει να επιβάλλει ξεχωριστά για κάθε μία, την προβλεπόμενη ποινή (σώρευση ποινών). Ειδικότερα, όσον αφορά την επιβολή ποινών στην περίπτωση με αριθμό 1 του άρθρου 205 ΚΠολΔ, εκτός από τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, αυτό επιβάλλεται και από το γεγονός, να μη επιφορτίζονται τα δικαστήρια αδικαιολόγητα και σε βάρος άλλων εκκρεμών υποθέσεων ή όσων πρόκειται να εισαχθούν μελλοντικά, με το να επιλαμβάνονται αιτήσεων, αγωγών, ανταγωγών, παρεμβάσεων, ενδίκων μέσων κ.λπ., που ενώ είναι προφανώς αβάσιμα, παρά ταύτα ασκούνται, δημιουργώντας έτσι άσκοπες δίκες, σε βάρος των ανυπαιτίων γι` αυτό διαδίκων, τους οποίους υποβάλλει, αυτός που άσκησε αβάσιμα, τα ως άνω δικόγραφα, σε κόπους έξοδα και ίσως μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες, που δεν θα έπρεπε, για προφανείς λόγους, να δημιουργηθούν. Για την επιβολή της ποινής απαιτείται εν γνώσει επιχείρηση των απαγορευμένων πράξεων και δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος και ακόμη περισσότερο η βαριά αμέλεια (ΕφΑΘ 222/2005 ΕλλΔνη 2005.912, Ορφανίδη, σε ΕρμΚΠολΔ, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, άρθρο 205, σελ. 444 επ., Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ άρθρο 205, τόμος Α΄, σελ. 1078 επ.). Κατά την κρίση του δικαστηρίου, η συμπεριφορά του εναγομένου εμπίπτει πράγματι στο ρυθμιστικό πεδίο της προπαρατεθείσας διατάξεως, υπό την έννοια ότι ο τελευταίος παραβίασε εν γνώσει του το επιβαλλόμενο, κατά τη διάταξη του άρθρου 116 ΚΠολΔ, καθήκον αληθείας, για την τήρηση του οποίου έχει αξίωση η Πολιτεία με σκοπό την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, συμπεριφερόμενος κακόπιστα. Ειδικότερα ο εναγόμενος στη σελ. 2 των προτάσεων του, ισχυρίστηκε ότι «…δεν προκύπτει από τα αρχεία του πρώην Δήμου Ελευθερίου Βενιζέλου ότι παραδόθηκαν ποτέ η παρελήφθησαν από την αρμόδια υπηρεσία τα συγκεκριμένα υλικά…», ενώ σαφώς και καταφανώς από την αποδεικτική διαδικασία προέκυψε ότι, ο πρώην Δήμος Ελευθερίου Βενιζέλου, όχι μόνο προέβει, δια του νομίμου εκπροσώπου του δηλ. του πρώην Δημάρχου, σε διαδοχικές εντολές προμήθειας πραγμάτων από την ενάγουσα, αλλά και παρέλαβε τα πράγματα από την ενάγουσα, είτε δια του πρώην Δημάρχου είτε κατ΄ εντολή του δια υπαλλήλων του Δήμου. Μάλιστα αποδείχθηκε, πέραν πάσης αμφιβολίας ότι, τα υλικά, που παραγγέλθηκαν και παραλήφθηκαν από τον πρώην Δήμο, χρησιμοποιήθηκαν για την συντήρηση και επισκευή του δημοτικού και αγροτικού οδικού δικτύου, ήτοι για την αντιμετώπιση πλημμυρών, καθιζήσεων και γενικά ζημιών, που προκαλούνταν από έκτακτα, απρόβλεπτα ή και καθημερινά καιρικά φαινόμενα, καθώς συνέτρεχε άμεσος κίνδυνος για την ασφάλεια των δημοτών και των διερχομένων από το οδικό δίκτυο. Επομένως ο εναγόμενος καταθέτοντας τις προτάσεις του και αμφισβητώντας την παραλαβή των υλικών από την ενάγουσα, ενώ γνώριζε ότι ο ίδιος ο πρώην Δήμαρχος είτε κατ` εντολή του υπάλληλοι του πρώην Δήμου, είχαν παραλάβει τα πράγματα, παραβίασε εν γνώσει του το επιβαλλόμενο, κατά τη διάταξη του άρθρου 116 ΚΠολΔ, καθήκον αληθείας, για την τήρηση του οποίου έχει αξίωση η Πολιτεία με σκοπό την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, ενεργώντας αντικειμενικά αντίθετα από την επιβαλλόμενη στη κοινωνική συμβίωση ευθύτητα και εντιμότητα. Ακόμα και ο μέσος συνετός άνθρωπος μπορεί έκδηλα και κατά τρόπο εμφανή να διαπιστώσει ότι η κακόπιστη συμπεριφορά αυτή του εναγομένου είναι επιδοκιμαζόμενη από την ηθική συνήθεια. Μάλιστα ο εναγόμενος προέβει στην εν λόγω αμφισβήτηση τη στιγμή που ο πρώην Δήμαρχος του πρώην Δήμου Ελευθερίου Βενιζέλου δια της προσκομιζόμενης μετ` επικλήσεως ένορκης βεβαίωσης του, στη λήψη της οποία είχε κληθεί και ο εναγόμενος, διαβεβαίωσε, πέρα πάσης αμφιβολίας, ότι όλα τα υλικά των επίδικων τιμολογίων είχαν παραγγελθεί, παραληφθεί και χρησιμοποιηθεί. Πέρα των ανωτέρω, ο εναγόμενος προσκόμισε το με αριθμό 4999/21-01-2003 έγγραφο της Διεύθυνσης οικοδομικών υπηρεσιών του, που αφορά ειδικά την υπό κρίση αγωγή και το οποίο υπογράφει η Διευθύντρια των οικονομικών υπηρεσιών του (...............), όπου αναφέρεται επί λέξη «Σας γνωρίζουμε, ότι κατά την μεταφορά των τιμολογίων, των πρώην Καποδιστριακών Δήμων, στο νέο Καλικρατικό Δ. Χανίων, με πρωτόκολλα παραλαβής και παράδοσης, που έχουν ελεγχθεί από την ορκωτή λογίστρια, δεν έχουν μεταφερθεί - καταχωρηθεί τιμολόγια που αναφέρονται στην παραπάνω αγωγή». Από τη συγκεκριμένη βεβαίωση, προκύπτει ότι αυτή δεν αποκλείει ούτε την παραγγελία των υλικών ούτε την παραλαβή τους ούτε τη χρήση τους ούτε όμως και την ύπαρξη των επίδικων τιμολογίων της ενάγουσας, απλά βεβαιώνει για τα ήδη ελεγχθέντα τιμολόγια από την ορκωτή λογίστρια, και όχι για το σύνολο των τιμολογίων του πρώην Δήμου Ελευθερίου Βενιζέλου, ότι ακόμα δεν έχουν μεταφερθεί και καταχωρηθεί στα οικεία αρχεία, χωρίς μάλιστα καν να προσδιορίζει πότε επιτέλους θα ολοκληρωθεί ο έλεγχος και συνακόλουθα η μεταφορά, η καταχώρηση αλλά και η πληρωμή τους, δεδομένου ότι τα επίδικα τιμολόγια έχουν εκδοθεί τα έτη 2003 και 2004 και ήδη οι απαιτήσεις εκ των τιμολογίων του έτους 2003 έχουν παραγραφεί. Από αυτό το τελευταίο συνάγεται ότι, ο εναγόμενος γνώριζε ότι δεν έχει ελεγχθεί το σύνολο των τιμολογίων από την ορκωτή λογίστρια, παραταύτα στις προτάσεις του, ρητά και κατηγορηματικά, περιέλαβε δήλωση περί μη παράδοσης των υλικών που εμπεριέχονται στα επίδικα τιμολόγια. Πρέπει, επομένως, να του επιβληθεί λόγω παραβίασης του καθήκοντος αληθείας και της μη τήρησης των κανόνων της καλής πίστης, αυτεπαγγέλτως, χρηματική ποινή, που στο διατακτικό της παρούσης ορίζεται, και η οποία θα περιέλθει στο Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (106, 205 αρ. 2 ΚΠολΔ).

ΕΠΕΙΔΗ, κατά συνέπεια, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, για του ανωτέρω λόγους και αιτίες, ως προς την επικουρική βάση της περί αδικαιολογήτου πλουτισμού και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλλει στην ενάγουσα το ποσό των ανωτέρω τιμολογίων, αφού προηγουμένως αφαιρεθούν τα ποσά των τεσσάρων τιμολογίων του έτους 2003, οι αξιώσεις εκ των οποίων έχουν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή, ήτοι ποσό 7.840,99 € (δηλ. 11.453,37 € μείον Τ.Π. 446/29-11-2003 ποσού 1.653,37 € πλέον Φ.Π.Α. 18% (297,61 €), Τ.Π. 483/01-12-2003 ποσού 220,38 € πλέον Φ.Π.Α. 18% (39,67 €), Τ.Π. 507/31-12-2003 ποσού 589,98 € πλέον Φ.Π.Α. 18% (106,20 €), Τ.Π. 537/31-12-2003 ποσού 597,60 € πλέον Φ.Π.Α. 18% (107,57), νομιμοτόκως από την επόμενη της επιδόσεως της κρινόμενης αγωγής, ήτοι από 31-12-2009 και μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξοφλήσεως. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, κατόπιν σχετικού αιτήματος της (άρθρα 176, 189 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) πρέπει να επιβληθούν εις βάρος του εναγομένου, ο οποίος ηττήθηκε στη δίκη αυτή, πλην όμως θα επιβληθούν μειωμένα σύμφωνα με το άρθρο 275 παρ. 2 του Π.Δ. 76/1985 «περί Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα» - βλ. ΑΠ 1017/1989 ΕΕΝ 1989.365, ΑΠ 1417/1987 ΕΕΝ 1988.759, Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, τ.Α΄, έκδοση 1994, σελ. 1020 αρ. 32).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ότι κρίθηκε απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των επτά χιλιάδων οκτακοσίων σαράντα ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτών (7.840,99 €), νομιμοτόκως από την επόμενη της επιδόσεως της κρινόμενης αγωγής και μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξοφλήσεως.

Κηρύσσει την παρούσα προσωρινά εκτελεστή ως προς την αμέσως προηγούμενη καταψηφιστική διάταξη.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγομένου και υπέρ του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων, χρηματική ποινή, ανερχόμενη σε χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσης.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ να διαβιβαστεί επικυρωμένο αντίγραφο της παρούσης αποφάσεως στο Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων, με επιμέλεια της γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου, για τις δικές του ενέργειες.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγομένου τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εκατόν πενήντα (150) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στα Χανιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, και με τη παρουσία της γραμματέως της έδρας, την Ιουνίου 2013.



Ο Δ. ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Σταύρος Ντην Αγάπη Σιγιολτζάκη