2.5.14

ΑΠ 2048/2013: ΕΓΓΥΗΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΣΜΕΔΕ-ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ ΑΠΟΠΕΡΑΤΩΣΗΣ ΕΡΓΩΝ

(Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Έκδοση εγγυητικών επιστολών από το ΤΣΜΕΔΕ με επιμέλεια του ενάγοντα μηχανικού υπέρ των εναγόμενων κατασκευαστικών εταιρειών, οι οποίες υπεισήλθαν στη θέση της αρχικής εργολήπτριας για τη κατασκευή δημόσιων έργων. Καθυστέρηση αποπεράτωσης των έργων, με αποτέλεσμα οι εκδοθείσες εγγυητικές επιστολές να μην έχουν επιστραφεί στο ΤΣΜΕΔΕ. Επιβάρυνση του ενάγοντα μηχανικού με τους τόκους και τις προμήθειες της κάθε εγγυητικής επιστολής. Ζημία. Αξίωση προς αποζημίωση. Απόρριψη από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ως αόριστης της κύριας βάσης της αγωγής και ως απαράδεκτης λόγω δικονομικού κωλύματος στην άσκηση της επικουρικής, επί του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Υποκατάσταση στις εξουσίες του Δ.Σ. Διάκριση από τις σχέσεις της πληρεξουσιότητας και εντολής που προβλέπονται στα άρθρα 216 επ. και 713 επ. Α.Κ., καθόσον τόσον ο πληρεξούσιος, όσο και ο εντολοδόχος δεν αποτελούν όργανα που εκφράζουν τη βούληση του νομικού προσώπου της εταιρείας, αλλά ενεργούν, ως αντιπρόσωποι, για πράξεις που αποφασίστηκαν από το διοικητικό συμβούλιο ή το υποκατάστατο όργανο. Πολιτική δικονομία. Αγωγή. Στοιχεία για το ορισμένο της. Νομική και ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής. Έννοια. Η αοριστία με την έννοια της ποιοτικής ή ποσοτικής αοριστίας δεν μπορεί να θεραπευτεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλου εγγράφου, ούτε μπορεί σε αυτή να γίνει επιφύλαξη διόρθωσης ή συμπλήρωσης από την προσαγωγή ή εκτίμηση αποδείξεων. Το δικαστήριο απορρίπτει την αναίρεση της υπ` αριθ. 4175/2010 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.

  
Αριθμός 2048/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α1` Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γεώργιο Γεωργέλλη, Δημήτριο Κράνη, Αντώνιο Ζευγώλη και Μιχαήλ Αυγουλέα, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 21 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Σ. Κ. του Δ., κατοίκου ........ . , ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Καραμανλή, που δεν κατέθεσε προτάσεις.

Των αναιρεσιβλήτων: 1. της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "..........", που εδρεύει στην …και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 2. της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ".........", που εδρεύει στο …και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευφροσύνη - Μαρία Παπαλημναίου, που δεν κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την 17 Ιανουαρίου 2006 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4474/2008 οριστική του ιδίου δικαστηρίου και 4175/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 27 Ιουλίου 2011 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Μιχαήλ Αυγουλέας, ανέγνωσε την από 26 Οκτωβρίου 2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως

Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, η πληρεξούσια της παραστάσας αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Με την από 27-7-2011 αίτηση διώκεται η αναίρεση της 4175/2010 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε κατ` ουσίαν η από 9-12-2008 έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της 4475/2008 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε απορρίψει την από 17-1-2006 αγωγή του, με αιτήματα να καταδικαστούν οι εναγόμενες και ήδη αναιρεσίβλητες να του πληρώσουν το ποσό των 24.740,07 ευρώ, κατά το οποίο ζημιώθηκε, λόγω της αμελούς και ζημιογόνας συμπεριφοράς τους, άλλως ότι τα ίδια ποσά του οφείλονται με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, διότι οι εναγόμενες κατέστησαν πλουσιότερες σε βάρος της περιουσίας του. 2. Το ορισμένο ή όχι του δικογράφου της αγωγής, ως προς την έκθεση πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση της, εκτιμάται κυριαρχικώς από το δικαστήριο της ουσίας, με τη νομική παραδοχή ότι κατά την έννοια του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, ο νομικός χαρακτηρισμός των επικαλούμενων περιστατικών, στα οποία θεμελιώνεται το αγωγικό αίτημα, δεν είναι δεσμευτικός για το δικαστήριο, το οποίο οφείλει αυτεπαγγέλτως να προβεί στην ορθή νομική υπαγωγή των εκτιθέμενων, κατά τρόπο σαφή πραγματικών περιστατικών, έστω και διαφορετική από εκείνη στην οποία προβαίνει ο ενάγων, χωρίς τούτο να αποτελεί ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσεως της αγωγής, αφού η βάση της αγωγής συγκροτείται από τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν το αίτημα, ενώ δεν υπόκειται, κατά τούτο, η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας σ αναιρετικό έλεγχο. Εξαίρεση ισχύει στην περίπτωση, που το δικαστήριο αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα πράγματι απαιτεί ο νόμος ή αρκέσθηκε σε λιγότερα ή διαφορετικά από αυτά. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει παράβαση κανόνα δικαίου, κατά τη διάταξη, του αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύτηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ` αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του είτε εφαρμόσθηκε ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα (Ολ. ΑΠ 4/2005, 7/2006).

Συνεπώς κατά τις παραπάνω διακρίσεις η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ` επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ` αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης. Ετσι με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ο οποίος για να είναι ορισμένος πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Η ανεπάρκεια λοιπόν, των πραγματικών περιστατικών, που επικαλείται με την αγωγή του ο ενάγων για τη θεμελίωσή της, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο της προαναφερόμενης διάταξης, ως παράβαση κανόνα δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε ως ορισμένη την αγωγή, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Με τον ίδιο λόγο ελέγχεται και το σφάλμα να κρίνει ως αόριστη τη αγωγή αξιώνοντας περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος (Ολ. ΑΠ 18/1998). Επομένως, νομική είναι η αοριστία που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αντιθέτως, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία του δικογράφου της αγωγής υπάρχει, αν ο ενάγων δεν αναφέρει στην αγωγή με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν προϋπόθεση για την εφαρμογή του κανόνα δικαίου, στον οποίο στηρίζεται το αίτημα της αγωγής. Στην περίπτωση αυτήν η αγωγή απορρίπτεται ως αόριστη και η σχετική παράβαση ελέγχεται αναιρετικά με τους λόγους του άρθρου 559 αριθ. 8 ή 14 του ΚΠολΔ. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη, της παρ. 1 του άρθρου 216 ΚΠολΔ η αγωγή εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 και 117 πρέπει να περιέχει, α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, σε τρόπο ώστε να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας, στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βασίμου κατά νόμο της αγωγής. Διαφορετικά η αγωγή είναι αόριστη. Η αοριστία δε αυτή με την έννοια της ποιοτικής ή ποσοτικής αοριστίας δεν μπορεί να θεραπευτεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλου εγγράφου, ούτε μπορεί σε αυτή να γίνει επιφύλαξη διόρθωσης ή συμπλήρωσης από την προσαγωγή ή εκτίμηση αποδείξεων, διότι αυτό αντίκειται στις διατάξεις για την προδικασία του άρθρου 111 ΚΠολΔ, των οποίων η τήρηση ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Η ποσοτική δε αοριστία της αγωγής (δηλ. η έλλειψη εξειδίκευσης με πληρότητα των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα) ή η ποιοτική αοριστία αυτής (δηλ. η επίκληση απλώς των στοιχείων του νόμου, χωρίς αναφορά περιστατικών) ελέγχεται κατά τους αριθμούς 8 και 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ενώ οι δικονομικές ελλείψεις που καθιστούν άκυρο ή απαράδεκτο το δικόγραφο της ελέγχονται κατά το ίδιο άρθρο 559 αρ. 14 του αυτού Κώδικα. Αν λοιπόν, το δικαστήριο απορρίψει την αγωγή ως αόριστη μολονότι το δικόγραφο της σε ότι αφορά την έκθεση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την ιστορική αιτία, είναι ορισμένο και δεν προβαίνει στην κατ` ουσία εξέτασή της, κατά παράβαση της ως άνω δικονομικής διάταξης του άρθρου 216 ΚΠολΔ. κηρύσσει ακυρότητα του δικογράφου και ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ2, και όχι από τον αριθμό 1 του ίδιου άρθρου 559 του ΚΠολΔ., που δημιουργεί λόγο αναίρεσης στην περίπτωση μόνο της νομικής αοριστίας της αγωγής, σε συνδυασμό με ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, και όχι δικονομικού τοιούτου, όπως εκείνη του άρθρου 216 του ΚΠολΔ.. Περαιτέρω, ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, που στόχο έχει τη διασφάλιση του συζητητικού συστήματος (άρθρ. 106 ΚΠολΔ), αλλά και την αρχή της ακρόασης των διαδίκων (άρθρ. 110§2 ΚΠολΔ), ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο και εκτιμώντας προφανώς εσφαλμένα τα διαδικαστικά έγγραφα (άρθρ. 561§2 ΚΠολΔ) είτε έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολ. ΑΠ 13/1995), είτε δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν επίσης ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, νοούνται δε ως πράγματα οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολ. ΑΠ 3/1997), δηλαδή οι ισχυρισμοί που κατά το νόμο διαμόρφωσαν ή ανάλογα ήταν ικανοί να διαμορφώσουν το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης (Ολ. ΑΠ 2/1989). Θα πρέπει δε, αν πρόκειται για ισχυρισμούς που δεν λήφθηκαν υπόψη, ενώ έπρεπε να ληφθούν, να προτάθηκαν παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας (Ολ. ΑΠ 12/2000, 2/2001) και μάλιστα από τον ήδη αναιρεσείοντα. Ειδικότερα αν προσβάλλεται για τον παραπάνω λόγο απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, θα πρέπει ο ισχυρισμός που δεν αξιολογήθηκε, να είχε προταθεί παραδεκτά στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά και να επαναφέρθηκε παραδεκτά (με λόγο έφεσης ή αναλόγως, κατά το αρθρ. 240 ΚΠολΔ, με τις προτάσεις) και στο δεύτερο βαθμό και να αναφέρεται αυτό στο αναιρετήριο, εκτός αν υπάγεται στις εξαιρέσεις του άρθρ. 562§2 ΚΠολΔ (Ολ. ΑΠ 43/1990) ή πρόκειται για ισχυρισμό που παραδεκτά κατά το άρθρ.527 ΚΠολΔ προτάθηκε για πρώτη φορά στην κατ` έφεση δίκη, που επίσης πρέπει να διευκρινίζεται στο αναιρετήριο. Επομένως δεν ιδρύει τον παραπάνω λόγο αναίρεσης η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει σε ισχυρισμό εκπρόθεσμο, αόριστο και γενικώς απαράδεκτο, μη νόμιμο ή αλυσιτελή (Ολ. ΑΠ 2/1989, 14/2004) ή σε απλώς αρνητικό ή διευκρινιστικό ισχυρισμό, δηλαδή σε ισχυρισμό που δεν καταλήγει στην επίκληση έννομης συνέπειας και βέβαια το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει ούτε στα πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων που αντλούν αυτοί από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, έστω και αν διατυπώνονται υπό τη μορφή λόγου έφεσης, ούτε στα νομικά επιχειρήματά τους, που σε αντίθεση με τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους δεν περιέχουν κρίση ως προς την επέλευση ή όχι μιας έννομης συνέπειας, αλλά προβάλλονται με σκοπό να συμβάλλουν στον καθορισμό του αληθινού νοήματος του επικαλούμενου ή αποκρουσμένου στη συγκεκριμένη περίπτωση κανόνα δικαίου. Ο ίδιος λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος, αν το δικαστήριο έλαβε μεν υπόψη του τον κρίσιμο ισχυρισμό, όμως τον απέρριψε, ρητά ή και σιωπηρά, για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ. ΑΠ 12/1991). Για την πληρότητα του ίδιου λόγου αναίρεσης πρέπει στο αναιρετήριο να εξειδικεύεται ο ισχυρισμός που δεν λήφθηκε υπόψη με παράλληλη αναφορά ότι υπήρξε παραδεκτή επίκλησή του και στο δικαστήριο της ουσίας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την ένδικη αγωγή, όπως παραδεκτά επισκοπείται (άρθρο 562 παρ.2 ΚΠολΔ), ιστορούσε ο ενάγων τα ακόλουθα: 1) ο ίδιος και η μητέρα του με την ιδιότητα των κυρίων είχαν πωλήσει το 60% και 40% αντίστοιχα, δηλαδή το σύνολο των κοινών ονομαστικών με ψήφο μετοχών της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ".........................................", προς την πρώτη εναγομένη, πρώτη εφεσίβλητο στην παρούσα δίκη, η οποία και ανέλαβε την ευθύνη για την αποπεράτωση των έργων, που είχε αναλάβει η εταιρεία ............. 2) στη συνέχεια, καθολικός διάδοχος δι` απορροφήσεως της πρώτης εφεσίβλητης κατέστη η δεύτερη εναγόμενη εταιρεία 3) υπέρ της εταιρείας ".......... ........" της οποίας ήταν νόμιμος εκπρόσωπος, και για την εκτέλεση των έργων που είχε αναλάβει η τελευταία, πριν από την μεταβίβαση των μετοχών της στην πρώτη εναγομένη, είχαν εκδοθεί υπέρ αυτής με επιμέλειά του (ενάγοντα)) εγγυητικές επιστολές από το "Ταμείο Συντάξεως Μηχανικών Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.)", οι οποίες (επιστολές) ως προς το κεφάλαιο, τους τόκους και τις προμήθειες χρεώθηκαν στον προσωπικό του λογαριασμό στο παραπάνω ταμείο, στο οποίο ως μηχανικός είχε πίστωση, 4) εγγυητικές επιστολές είχαν εκδοθεί από το Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. επιμέλεια αυτού για τα αναφερόμενα στην αγωγή έργα και δη για τα έργα "Λύκειο Τραγαίας Νάξου", "Λύκειο Νάουσας Πάρου", "Πάργα Αποκατάσταση αποχέτευσης", "Πάργα-Αποχέτευση-Α` φάση", "Αστεροσκοπείο Πεντέλης" και "Γυμνάσιο Ξηροκάμπου Σύρου", τα οποία, όταν έγινε η μεταβίβαση των μετοχών ήσαν ημιτελή, 5) οι εναγόμενες για τα έργα αυτά, είτε από αμέλεια δεν φρόντισαν να εκδοθεί πρωτόκολλο παραλαβής, είτε, γενικότερα, υπαίτια έχουν καθυστερήσει την αποπεράτωσή τους, με αποτέλεσμα οι εκδοθείσες εγγυητικές επιστολές να μη έχουν επιστραφεί στο Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. και έτσι, αυτός να βαρύνεται με τους τόκους και τις προμήθειές της, συνολικού ύψους 24.759,50 €, όπως το ποσό αυτό κατά κεφάλαιο κάθε εγγυητικής επιστολής στην αγωγή ανέλυσε. Ισχυρισθείς, περαιτέρω, ότι η καταβολή του ποσού αυτού, ως κόστος έκδοσης και διατήρησης σε ισχύ των εγγυητικών επιστολών, βαρύνει την υπέρ ης εκδόθηκαν, αρχική εργολήπτρια ................ και εν συνεχεία τις δύο εναγόμενες και σε ολόκληρο κάθε μια, λόγω πώλησης των μετοχών στην πρώτη εναγομένη και λόγω της απορρόφησης αυτής από την δεύτερη εναγομένη. Ότι η ως άνω περιγραφόμενη υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης είχε και έχει σαν αποτέλεσμα τη ζημία μου. Λόγω της χρέωσης του προσωπικού μου λογαριασμού με τα εν λόγω ποσά. Ζήτησε δε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες αλληλεγγύως και εις ολόκληρο η κάθε μία να καταβάλουν το ποσό αυτό με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, λόγω της αμελούς και ζημιογόνας συμπεριφοράς τους, από την οποία προκλήθηκε ζημία στην περιουσία του, ισχυριζόμενος περαιτέρω, ότι το ποσό αυτό κάθε εναγομένη το οφείλει και με βάση τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 4474/2008 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία το δικαστήριο αφού δέχτηκε ότι η αγωγή είναι νόμιμη ως ερειδομένη επί των διατάξεων των άρθρων 288, 297, 330, 340, 345, 346, και 909 ΑΚ, στη συνέχεια δε την απέρριψε ως κατ` ουσίαν αβάσιμη, ως προς την κύρια βάση της και σιγή για την επικουρική την στηριζόμενη στο αδικαιολόγητο πλουτισμό. Κατά της αποφάσεως αυτής, άσκησε έφεση ο ενάγων-αναιρεσείων με την οποία υπέβαλε παράπονα για κακή εφαρμογή του νόμου, διότι: 1) η αγωγή του στηριζόταν σε υποχρέωση από το νόμο και τα συναλλακτικά ήθη και όχι σε παράβαση συμβατικής υποχρέωσης των αντιδίκων του και 2) απορρίφθηκε (σιγή) η βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ενώ δεν υπέβαλε παράπονο για την κατ` ουσίαν απόρριψη της αγωγής, κατά το μέρος, που είχε κριθεί νόμιμη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και συνεπώς κατά το κεφάλαιο τούτο δεν μεταβιβάστηκε η υπόθεση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο Επί της έφεσης αυτής, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου Αθηνών με την οποία απορρίφθηκε η έφεση με τις ακόλουθες, κατ` ακριβή κατά τούτο αντιγραφή τους, αιτιολογίες: "Η από το άρθρο 904 ΑΚ αγωγή του αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής ουσιαστικά φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από την σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός αν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από την σύμβαση ή την αδικοπραξία. Δεν συγχωρείται, δηλαδή, έστω και επικουρικά (δικονομικά) ασκουμένη εφόσον στηρίζεται στα ίδια περιστατικά, στα οποία στηρίζεται και η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία (ΑΠ 104/2003 Ελλ. Δ/νη 44 (2003) 983 και Εφ. ΑΘ. 8570/2007 Ελλ. Δ/νη 2008,930). Στην προκειμένη περίπτωση, η αξίωση εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού δεν θεμελιώνεται σε περιστατικά διάφορα ή πρόσθετα εκείνων στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση μεταβίβασης των μετοχών και γι` αυτό είναι απορριπτέα, ως απαράδεκτη. Η εκκαλουμένη, συνεπώς, που απέρριψε (σιγή) την αξίωση του ενάγοντα κατά των εναγομένων, την στηριζομένη στις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού δεν έσφαλε και επειδή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει την δυνατότητα αν η πρωτόδικος απόφαση δεν έχει αιτιολογία να παραθέσει τις αιτιολογίες (άρθρο 534 ΚΠολΔ), η υπάρχουσα έλλειψη αιτιολογίας για την απόρριψη, συμπληρώνεται με όσα παραπάνω αναφέρθηκαν, απορριπτομένων ως ουσία αβασίμων όσα ο εκκαλών ισχυρίζεται στον δεύτερο λόγο της έφεσής του. Περαιτέρω, η αναφορά του ενάγοντα στην αγωγή για υποχρέωση εκ του νόμου, αλλά και από τα συναλλακτικά ήθη, του κόστους των προμηθειών και των τόκων στην υπέρ ης η εγγύηση πρωτοφειλέτιδα "............", στην συνέχεια στην πρώτη εναγομένη και μετά στην δεύτερη εναγομένη λόγω απορρόφησης από αυτήν της πρώτης εναγομένης, είναι παντελώς αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, και δεν δύναται, να αποτελέσει την νομική θεμελίωση της αγωγής, η οποία στηρίζεται στις περί συμβάσεων διατάξεις και στην υπαίτια παράβαση όρου της σύμβασης, όσον αφορά την πρώτη εναγομένη και στις περί απορρόφησης εταιρείας διατάξεις, όσον αφορά την δεύτερη εναγομένη. Δεν έσφαλε συνεπώς η εκκαλουμένη που έκρινε τα αυτά και όσα αντίθετα ισχυρίζεται ο εκκαλών στον πρώτο λόγο της έφεσής του πρέπει να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμα. Μετά από αυτά, η εκκαλουμένη που έκρινε την αγωγή νόμιμη στηριζομένη στις περί υπαίτιας παράβασης των υποχρεώσεων εκ συμβάσεων διατάξεις δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα, κρίνονται κατ` ουσίαν αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της. Με τους πρώτο, δεύτερο και πέμπτο λόγους της κρινόμενης αίτησης, ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, 1) ότι τις πιο πάνω εγγυητικές επιστολές εξέδωσε με την επιμέλειά του, ως διευθύνοντος συμβούλου και εντολοδόχου της ................ ., υπέρ της τελευταίας, για τα εκτελούμενα από αυτήν έργα. Το ποσό δε αυτό, που πιστώθηκε στο λογαριασμό του, από το εκδόν τις εγγυητικές επιστολές ΤΣΜΕΔΕ, οφείλεται σε αυτόν υπό την ιδιότητά μου ως διευθύνοντος συμβούλου και ενεργούντος κατ` εντολή της πιο πάνω εταιρίας, για την καταβολή του οποίου είναι υποχρεωμένες οι εναγόμενες, ήδη αναιρεσείουσες, ως καθολικοί διάδοχοι της ....... ......... . Οτι οι άνω ισχυρισμοί του, αποτελούν το ουσιώδες πραγματικό μέρος, αφενός της παθητικής νομιμοποίησης των αντιδίκων, ως καθολικών διαδόχων της υπόχρεης εταιρίας .......... . και 2) ότι ο ισχυρισμός του αυτός ( δηλ. ότι εγγυητικές αυτές επιστολές εκδόθηκαν, με τις ενέργειές του υπό την ιδιότητα του ως διευθύνοντος συμβούλου και εγγυητή των εγγυητικών αυτών επιστολών ως πιστούχου μηχανικού του ΤΣΜΕΔΕ και ότι το άνω ποσό οφειλόταν, κατά το νόμο και τα συναλλακτικά ήθη από την εταιρεία ............), έχει της απαιτούμενη πληρότητα, σαφήνεια, του ευσύνοπτου και του ορισμένου, συνοδευόμενος και με τα λοιπά στοιχεία που απαιτούν τα άρθρα 118 και 216 ΚΠολΔ, καθώς και ότι είναι αυτοτελής και ουσιώδης. Έτσι, αν εξεταζόταν, σε συνδυασμό και με τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν (και επιπλέον συνομολογήθηκαν), θα κρινόταν βάσιμος και θα οδηγούσε στην αποδοχή του αιτήματος του για την επιδίκαση του αγωγικού ποσού κατ` εφαρμογή των αναφερομένων πιο διατάξεων. Οτι ο ισχυρισμός αυτός δεν ελήφθη υπόψη από το δικάσαν δικαστήριο, το οποίο, όπως ακριβώς και το πρωτόδικο δικαστήριο, αντί να τον εξετάσει ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά του και να τον περιλάβει στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού του συλλογισμού με μείζονα πρόταση το περιεχόμενο των αναφερομένων στον άνω α` λόγο διατάξεων του άρθρου 75 του ν. 2190/1920 και των άρθρων 722, 723 και 858 του Αστικού Κώδικα, τον ενέταξε στις περί συμβατικής ευθύνης και υπαιτιότητας σχετικές διατάξεις του Α.Κ., παρά τις σαφείς περί αυτού αιτιάσεις που υπέβαλε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με τον πρώτο λόγο της εφέσεώς του. Με βάση αυτά, με τους πρώτο, δεύτερο και πέμπτο λόγους της κρινόμενης αίτησης, αποδίδει ο αναιρεσείων στην προσβαλλόμενη απόφαση, τις από τους αριθμούς 1, 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλειες ισχυριζόμενος: 1) ότι το δικαστήριο με εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών , που περιείχε η αγωγή του, δέχτηκε ότι το δικαίωμά του στηριζόταν στις διατάξεις των άρθρων 288, 297, 298, 330, 340,345, 346 ΑΚ, δηλαδή ότι η ευθύνη των αναιρεσίβλητων προερχόταν από την παραβίαση της συμβάσεως, που δεν εκπλήρωσαν, όπως απαιτούν τα χρηστά ήθη, αν και αυτός σε ουδεμία επίκληση συμβατικής ευθύνης των αντιδίκων του προέβη. Αντιθέτως ότι αυτός επικαλέσθηκε την από το νόμο και τα συναλλακτικά ήθη ευθύνη τους, που με ορθή υπαγωγή θεμελίωναν τις διατάξεις των άρθρων 713, 722, 723, 858 ΑΚ και άρθρου 75 του ν. 2190/1920, τις οποίες αρνήθηκε να εφαρμόσει το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε ως αόριστη την αγωγή, για την υπαγωγή του δικαιώματός του στους τελευταίους κανόνες ουσιαστικού δικαίου, απορρίπτοντας ως κατ` ουσίαν αβάσιμο το σχετικό λόγο εφέσεώς του και 2) ότι στην απορριπτική του κρίση (αοριστία της αγωγής) κατέληξε, μη λαμβάνοντας υπόψη τα άνω εκτιθέμενα περιστατικά τα οποία καλύπτουν πλήρως το δικονομικό βάρος του ενάγοντος για το ορισμένο της αγωγής, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 216 ΚΠολΔ.

Τούτο διότι, εφόσον, πληρούται το πραγματικό μέρος σύμφωνα με τους ορισμούς των άρθρων 118 και 216 ΚΠολΔ το Δικαστήριο γνωρίζει και εφαρμόζει αυτεπάγγελτα (ανεξαρτήτως επικλήσεως εσφαλμένης ή μη, των σχετικών νομικών διατάξεων εκ μέρους του διαδίκου), τις αρμόζουσες διατάξεις. Οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν, καθόσον από το περιεχόμενο της αγωγής, όπως πιο πάνω εκτίθεται, δεν προκύπτει ότι έγινε επίκληση τέτοιων περιστατικών δηλ. ότι αυτός ενεργούσε κατ` εντολή και για λογαριασμό της εταιρίας, υπέρ της οποίας εκδόθηκαν οι εγγυητικές επιστολές. Ετσι λοιπόν που έκρινε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της εσφαλμένης υπαγωγής και συνακόλουθα δεν παραβίασε ευθέως τους κανόνες δικαίου, που αρνήθηκε να εφαρμόσει, ούτε παρέλειψε να λάβει υπόψη του "πράγματα", που είχαν ουσιώδη επίδραση στην δίκη, και συνακόλουθα δεν κήρυξε παρά το νόμο ακυρότητα. Για πρώτη φορά γίνεται επίκληση, ότι ο αναιρεσείων ενεργούσε, για την έκδοση των εγγυητικών επιστολών, κατ` εντολή και για λογαριασμό της δικαιοπαρόχου των αναιρεσίβλητων, με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, απαραδέκτως, καθόσον με την επίκληση αυτών, που δεν περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της αγωγής επιχειρείται η μεταβολή της νομικής της θεμελίωσης. Τούτο διότι ο εννοιολογικός προσδιορισμός του αντικειμένου της πολιτική δίκης, δηλαδή του θέματος για το οποίο θα διεξαχθεί ο δικαστικός αγώνας και το οποίο οριοθετείται από το αγωγικό αίτημα και την ιστορική βάση ως ισοδύναμα στοιχεία έχει πρακτική σημασία, μεταξύ άλλων και στις περιπτώσεις του απαραδέκτου της μεταβολής του αιτήματος της αγωγής (άρθρο 223 ΚΠολΔ) και της μεταβολής της βάσεως της αγωγής κατά το άρθρο 224 ΚΠολΔ. Ο ενάγων μπορεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 224 εδάφ. β` σε συνδυασμό και με εκείνη του άρθρου 236 του ΚΠολΔ, να διευκρινίσει, συμπληρώσει και διορθώσει με τις προτάσεις του, κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, τους ισχυρισμούς που περιέχονται στην αγωγή του, θεραπεύοντας έτσι την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της, με την εξειδίκευση των θελεμιωτικών της αγωγής γεγονότων, αλλά δεν μπορεί να αναπληρώσει περιστατικά, τα οποία αν και είναι αναγκαία για τη νομική της θεμελίωση, την παραγωγή δηλαδή του αγωγικού δικαιώματος, δεν περιλαμβάνονται στην αγωγή. Να σημειωθεί ότι, εκείνος που επιμελείται την έκδοση εγγυητικής επιστολής για οφειλέτη που δεν είναι ο ίδιος, δεν θεωρείται πάντοτε ότι ενεργεί ως εντολοδόχος του οφειλέτη για την επιχειρηματική δραστηριότητα του οποίου εκδίδεται αυτή και παραδίδεται στον δανειστή του. Η εσωτερική σχέση του τρίτου και του πρωτοφειλέτη μπορεί να είναι, στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων όχι μόνο η εντολή, αλλά η διοίκηση αλλοτρίων, δωρεά, αναδοχή χρέους κλπ. Ούτε άλλωστε είναι δεδομένη η σχέση της εντολής, όταν ο τρίτος ενεργεί, υπό την ιδιότητα του διευθύνοντος σύμβουλου και καταστατικού εκπροσώπου ανώνυμης εταιρείας. Τούτο διότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18 παρ. 1 και 2 του ν. 2190/1920 "Περί Ανωνύμων Εταιριών" με τις οποίες ρυθμίζονται τα θέματα της οργανικής εκπροσωπήσεως του νομικού προσώπου της ορίζεται ότι το διοικητικό συμβούλιο της Α.Ε. ενεργώντας συλλογικά, την εκπροσωπεί δικαστικώς και εξωδίκως και ότι το καταστατικό μπορεί να ορίσει ότι ένα ή περισσότερα μέλη του συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα (τρίτοι) μπορούν να εκπροσωπήσουν την εταιρία γενικώς ή σε ορισμένου είδους πράξεις. Κατά το άρθρο 22 του ίδιου νόμου, το διοικητικό συμβούλιο είναι αρμόδιο να αποφασίζει κάθε πράξη που αφορά τη διοίκηση της εταιρείας, τη διαχείριση της περιουσίας της και γενικά την επιδίωξη των σκοπών της και ότι το καταστατικό μπορεί να ορίσει θέματα στα οποία η εξουσία του διοικητικού συμβουλίου ασκείται από ένα ή περισσότερα μέλη της εταιρίας ή από τρίτους. Από τις διατάξεις αυτές, που είναι αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67, 68 και 70 του Α.Κ., συνάγεται ότι το διοικητικό συμβούλιο αποτελεί το όργανο που διοικεί και εκπροσωπεί την ανώνυμη εταιρία και διαχειρίζεται όλες τις υποθέσεις της (εκτός από τις υπαγόμενες κατά το καταστατικό στην αρμοδιότητα της γενικής συνέλευσης), μη όντας απέναντι στην εταιρεία πρόσωπο διαφορετικό απ` αυτή αλλά όργανό της. Στην περίπτωση αυτή το μέλος του συμβουλίου, ή όποιος ενεργεί ως όργανο εκπροσώπησης του νομικού προσώπου της εταιρείας και εκφράζει πρωτογενώς τη βούλησή της, αντλεί την εξουσία του από το νόμο και το καταστατικό. Ο δεσμός του με την εταιρία είναι αυτός του Δ.Σ. Η υποκατάσταση αυτή στις εξουσίες του Δ.Σ. διαφέρει από τις σχέσεις της πληρεξουσιότητας και εντολής που προβλέπονται στα άρθρα 216 επ. και 713 επ. Α.Κ., καθόσον τόσον ο πληρεξούσιος, όσο και ο εντολοδόχος δεν αποτελούν όργανα που εκφράζουν τη βούληση του νομικού προσώπου της εταιρείας, αλλά ενεργούν, ως αντιπρόσωποι, για πράξεις που αποφασίστηκαν από το διοικητικό συμβούλιο ή το υποκατάστατο όργανο.

3. Ο από τον αριθμό 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως, ιδρύεται όταν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη, θα πρέπει η αίτηση να αποτελεί κεφάλαιο της δίκης, δηλαδή αίτημα ή βάση της αγωγής, ανταγωγής, παρεμβάσεως, ενοίκου μέσου, ανακοπής ή τριτανακοπής. Στην έννοια της "αιτήσεως" περιλαμβάνεται και η διαδικαστική αίτηση, με την προϋπόθεση όμως ότι είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο (ΑΠ 1185/2010). Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 450 παρ. 2 ΚΠολΔ κάθε διάδικος ή τρίτος έχει υποχρέωση να επιδείξει τα έγγραφα, τα οποία κατέχει και τα οποία μπορούν να χρησιμεύσουν προς απόδειξη, εκτός αν συντρέχει σπουδαίος λόγος, ο οποίος δικαιολογεί τη μη επίδειξή τους. Για την πληρότητα της σχετικής αιτήσεως πρέπει σαφώς να εκτίθεται ότι το έγγραφο βρίσκεται στα χέρια του αντιδίκου του αιτούντος αφού αυτό αποτελεί προϋπόθεση της υποχρεώσεως προς επίδειξη. Επιπρόσθετα απαιτείται το προς επίδειξη έγγραφο να είναι πρόσφορο για άμεση ή έμμεση απόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού του αιτούντος ή ανταπόδειξη αναφερομένη σε τέτοιο ισχυρισμό του αντιδίκου του αιτούντος. Η έλλειψη των προϋποθέσεων αυτών έχει ως συνέπεια την απόρριψη της αιτήσεως προεχόντως ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας της ( ΑΠ 1496/2011, 546/2010). Αντίθετα, δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός, αν δεν προβλήθηκε εκ μέρους του αιτούντος την επίδειξη, λυσιτελής ισχυρισμός οπότε το δικαστήριο της ουσίας δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει. Περαιτέρω, με τον λόγο αναίρεσης του άρθρου 559 αρ. 11 ΚΠολΔ, ελέγχονται τα σφάλματα της προσβαλλόμενης απόφασης, τα οποία έχουν γίνει κατά την έρευνα της αλήθειας ή όχι των πραγματικών περιστατικών, δηλ. τα σφάλματα αυτά αναφέρονται στα αποδεικτικά στοιχεία, με βάση τα οποία καταστρώνεται η ελάσσονα πρόταση (οντολογική) του νομικού συλλογισμού. Οι λόγοι, όμως αυτοί ( από τους αρ. 9 και 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ), δεν ιδρύονται, όταν το δικαστήριο της ουσίας απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη (λόγω αοριστίας ή από άλλο δικονομικό κώλυμα), ή νόμω αβάσιμη, αφού στις περιπτώσεις αυτές, δεν προβαίνει σε έρευνα των πραγματικών περιστατικών. Εξάλλου το ίδιο απαράδεκτο συντρέχει και στην περίπτωση προβολής πλημμελειών από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Τούτο διότι, με τον προβλεπόμενο, από την τελευταία διάταξη λόγο ελέγχονται οι ελλείψεις που ανάγονται αποκλειστικά στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος όσον αφορά τη συνδρομή των γεγονότων, που στην συγκεκριμένη περίπτωση συγκροτούν το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, έτσι ώστε από την ανεπαρκή ή αντιφατική έκθεσή τους να μη μπορεί να διαγνωσθεί αν η απόφαση στηρίζεται ή όχι νομικώς. Επομένως, οι τρίτος, τέταρτος και έκτος λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους προβάλλονται οι από τον αριθμούς 9, 11 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλειες και ειδικότερα ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο: 1) δεν απάντησε στο περιλαμβανόμενο στην έφεσή του αίτημα για επίδειξη των αναφερομένων εκεί εγγράφων, τα οποία κατείχε η δεύτερη εναγομένη και με βάση τα οποία αποδεικνυόταν ότι η δικαιοδόχος αυτής, εταιρία πριν την μεταβίβασή της κατέβαλε στον ενάγοντα τις δαπάνες που αναφέρονται στην αγωγή του, και 2) για το σχηματισμό της κρίσης του, δεν έλαβε υπόψη του τα μετ` επίκληση υπ` αυτού προσκομισθέντα έγγραφα και 3) ότι παραβίασε εκ πλαγίου τις προαναφερόμενες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, είναι απαράδεκτοι και πρέπει να απορριφθούν. Τούτο διότι, καθόσον όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε, ως αόριστη την κύρια βάση της αγωγής και ως απαράδεκτη λόγω δικονομικού κωλύματος στην άσκηση της επικουρικής, επί του αδικαιολογήτου πλουτισμού, βάση της και δεν εισήλθε στην κατ` ουσίαν έρευνα της διαφοράς.

Ενόψει όλων αυτών, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος διάδικος, στην δικαστική δαπάνη των αναιρεσίβλητων, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 27-7-2011 αίτηση για αναίρεση της υπ` αριθ. 4175/2010 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.

Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τη δικαστική δαπάνη των αναιρεσίβλητων την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων(1800) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Νοεμβρίου 2013.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 18 Νοεμβρίου 2013.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ρ.Κ.