28.4.14

ΕφΛαρίσης 87/2008: Αυτοκινητικό ατύχημα-Αποζημίωση


Διαδικασία - Αδικοπραξία – Αποζημίωση - Διαφυγόν κέρδος - Αυτοκινητικό ατύχημα - Υπαιτιότητα - Οπισθοπορεία –- Αποκλειστική νοσοκόμος - Συνοδός - Δαπάνες μετακίνησης - Βελτιωμένη διατροφή - Αναπηρία -. Επί εκδίκασης υπόθεσης με λαθεμένη διαδικασία, το Εφετείο εφαρμόζει την προσήκουσα. Για δαπάνες βελτιωμένης τροφής δεν απαιτείται επίκληση ιατρικής βεβαίωσης, αλλά μπορούν να προκύψουν από τις αποδείξεις, αρκεί να εκτίθεται στην αγωγή το είδος του τραυματισμού, η ανάγκη βελτιωμένης τροφής, ο χρόνος λήψης και το ποσό που δαπάνησε ημερησίως πέραν της συνήθους τροφής. Η διάταξη του 298 ΑΚ είναι δικονομικού χαρακτήρα ως προς το διαφυγόν κέρδος, αφού αρκείται σε πιθανολόγηση, ενώ κατά τα λοιπά είναι ουσιαστικού περιεχομένου. Υπαιτιότητα του οδηγού ο οποίος, πριν επιχειρήσει οπισθοπορεία για να εισέλθει στο χώρο του εργοστασίου, δεν ήλεγξε προηγουμένως αυτόν. Συνυπαιτιότητα και του παθόντος διότι από αμέλεια επιχείρησε να διέλθει ανάμεσα από το όχημα και το μετασχηματιστή, με αποτέλεσμα την παράσυρσή του. Χρέη αποκλειστικής νοσοκόμου από τη σύζυγο του παθόντος με υπερένταση των προσπαθειών της και σε βάρος άλλων απασχολήσεών της. Δαπάνη μετακινήσεων της συζύγου, ως αναγαίας συνοδού. Ανικανότητα προς εργασία και απώλεια εισοδημάτων-μισθών, υπερωριών και λοιπών εργατικών παροχών. Αποζημίωση λόγω αναπηρίας, η οποία είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από τις άλλες αξιώσεις αποζημίωσης.



ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΗΣ 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 87/2008 

Κατά της 205/2004 οριστικής απόφασης και της συνεκκαλουμένης 224/2003 μη οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων κατά τις διατάξεις της ειδικής διαδικασίας των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο, καθώς και από τη σύμβαση ασφάλισής του (ΚΠολΔ 681 Α΄), έχουν ασκήσει αντίθετες εφέσεις όλα τα διάδικα μέρη. Οι εφέσεις αυτές έχουν ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα πριν από κάθε επίδοση η πρώτη και τέταρτη και οι λοιπές εντός τριάντα ημερών από την επίδοση της απόφασης (ΚΠολΔ 495 επ., 516, 518 παρ. 1 και 2 και 591 παρ. 1). Είναι επομένως τυπικά δεκτές και πρέπει συνεκδικαζόμενες να εξεταστούν κατά την ίδια διαδικασία (ΚΠολΔ 246 και 681 Α΄ σε συνδυασμό με άρθρο 674 παρ. 2 αυτού) ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους. Με τις εφέσεις πρέπει να συνεκδικαστούν και οι αντεφέσεις, που άσκησε παραδεκτά ο πρώτος εφεσίβλητος της πρώτης έφεσης και εφεσίβλητος της δευτέρας, Π. Κ., με τις έγγραφες προτάσεις του (ΚΠολΔ 681 Α΄ σε συνδυασμό με άρθρο 674 παρ. 1 αυτού) και αφορά την υπαιτιότητα, η οποία πλήττεται με τις εφέσεις των εναγομένων. Ομοίως με τις εφέσεις πρέπει να συνεκδικαστούν και οι πρόσθετοι λόγοι που αφορούν την έφεση της παρεμπιπτόντως εναγομένης, που ασκήθηκαν με τις προτάσεις (ΚΠολΔ 681 Α΄ σε συνδυασμό με άρθρο 674 παρ. 1 αυτού) και οι οποίοι πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι, καθόσον αφορούν τη διαδικασία με την οποία εκδικάστηκε η παρεμπίπτουσα αγωγή του πρώτου εναγομένου, το απαράδεκτο και την αοριστία αυτής, ήτοι κεφάλαια που δεν πλήττονται με την έφεση, με την οποία πλήττεται μόνο το κεφάλαιο της υπαιτιότητας και δεν συνέχονται αναγκαστικά με το κεφάλαιο αυτό (υπαιτιότητας-βλ. άρθρα 591 παρ. 1 και 520 παρ. 2 του ΚΠολΔ- ΑΠ 932/1974 ΝοΒ 23.592 – 317/1999 Ελλ Δνη 40.1737-Βαθρακοκοίλη Ερμ.ΚΠολΔ άρθρο 520 αριθ. 57- ίδιου Συμπληρωματικός τόμος (2001) άρθρο 520 αριθ. 10- Σαμουήλ «Η ΄Εφεση» εκδ. 5η (2003) παρ. 576 Κ 585).
    Ο ενάγων και ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος με την ένδικη αγωγή του, αντίγραφο της οποίας επιδόθηκε νομότυπα στον προϊστάμενο της αρμόδιας ΔΟΥ (βλ. …./2-4-2003 έκθεση επίδοσης της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας Α. Σ.), ζήτησε την επιδίκαση αποζημίωσης για αποκατάσταση των θετικών κι αποθετικών του ζημιών, καθώς και χρηματική ικανοποίηση για αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που υπέστη από αυτοκινητικό ατύχημα που οφείλεται σε αμέλεια του πρώτου εναγομένου-εκκαλούντος κι εφεσιβλήτου, οδηγού και κυρίου του ζημιογόνου αυτοκινήτου, το οποίο δεν είχε ασφαλίσει για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη. Το δεύτερο εναγόμενο-εκκαλούν κι εφεσίβλητο ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ με παρεμπίπτουσα αγωγή ζήτησε, όπως το αίτημα αυτής το περιόρισε νόμιμα με δήλωσή του στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (ΚΠολΔ 223), να υποχρεωθεί ο παρεμπιπτόντως εναγόμενος να του καταβάλει σε περίπτωση ήττας του το ½ του ποσού που αυτό θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον κυρίως ενάγοντα και αναγνωριστεί η υποχρέωσή του να του καταβάλει το υπόλοιπο ½ αυτού. Περαιτέρω ο πρώτος εναγόμενος με ξεχωριστό δικόγραφο, στο οποίο ένωσε και αγωγή αποζημίωσης, προσεπικάλεσε στη δίκη την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «Χ. Β. ΑΒΕΕ», η οποία μετά την έκδοση της εκκαλουμένης συγχωνεύτηκε με απορρόφηση στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «Β.Μ. ΚΑΙ Τ.Ε. Α.Ε», που συνεχίζει τη δίκη και ζήτησε να υποχρεωθεί η προσεπικαλουμένη σε περίπτωση ήττας του να του καταβάλει το χρηματικό ποσό που αναλογεί στο ποσοστό συνυπαιτιότητας των οργάνων της στο ένδικο ατύχημα. Κατόπιν συνεκδίκασης των δικογράφων αυτών εκδόθηκε η 224/2003 μη οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η οποία, αφού έκρινε νόμιμες την κύρια αγωγή, την παρεμπίπτουσα αγωγή και την προσεπίκληση και την ενωμένη στο δικόγραφο αυτής αγωγή αποζημίωσης, ανέβαλε την οριστική του απόφαση και διέταξε τη διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης. Μετά τη διενέργεια αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία δέχθηκε την κύρια αγωγή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη κατά ένα μέρος, την παρεμπίπτουσα του ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη εν όλω και την παρεμπίπτουσα του πρώτου εναγομένου ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη κατά ένα μέρος. Κατά της απόφασης αυτής και της συνεκκαλουμένης μη οριστικής απόφασης παραπονούνται με τις κρινόμενες εφέσεις όλα τα διάδικα μέρη για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανιστούν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, με σκοπό οι μεν ενάγοντες να γίνουν δεκτές εξ ολοκλήρου οι αγωγές τους, οι δε εναγόμενοι να απορριφθούν οι αγωγές.
    Κατά τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 2 του ΚΠολΔ αν η υπόθεση δεν υπάγεται στη διαδικασία κατά την οποία έχει εισαχθεί, το δικαστήριο αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως και διατάζει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά τη διαδικασία σύμφωνα με την οποία δικάζεται. Η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή και κατά την ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου διαδικασία. ΄Ετσι, αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν εκδίκασε κατά τη διαδικασία που προσήκε, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεχόμενο την έφεση εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση κατά αυτεπάγγελτη έρευνα και προχωρεί αμέσως στην εκδίκαση της ουσίας κατά την προσήκουσα διαδικασία. Τούτο δε χάριν της αρχής της οικονομίας της δίκης κι εφόσον από την άλλη γενική αρχή της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης δεν επιβάλλεται η παραπομπή σε ιδιαίτερη συζήτηση προς παρασκευή των διαδίκων (βλ. Εφ Αθ 1229/1983 ΝοΒ 31-838-5498/2001 Ελλ Δνη44.993-Εφ Πειρ 996/1994 Ελλ Δνη 37.38 σ. 894/2001 Αρμ 56.420-Εφ Θεσ 2295/1996 Αρμ 50.1095- Εφ Λαρ 170/2005 Δικ/α 13.489 – Μπέη Πολ.Δικ. άρθρο 591 παρ. 2, 4 –Βαθρακοκοίλη Ερμ ΚΠολΔ άρθρο 591 αριθ. 11).
    Στην προκειμένη περίπτωση ο πρώτος εναγόμενος με το από 20-1-2003 ξεχωριστό δικόγραφο ανακοίνωσης δίκης, προσεπίκλησης σε αναγκαστική παρέμβαση και παρεμπίπτουσας αγωγής προσεπικαλεί την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «Χ. Β. ΑΒΕΕ»,ισχυριζόμενος ότι το ένδικο ατύχημα και κατ’ ακολουθία ο τραυματισμός του κυρίως ενάγοντος οφείλεται κατά μέγιστο ποσοστό σε υπαιτιότητα των οργάνων της παρεμπιπτόντως εναγομένης, η οποία συνίσταται στην τοποθέτηση του μετασχηματιστή, στον οποίο προσέκρουσε το φορτηγό του πρώτου εναγομένου της κύριας αγωγής σε ακατάλληλο σημείο, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Για το λόγο δε αυτό προσεπικαλεί την τελευταία να παρέμβει στη δίκη και σε περίπτωση ήττας του ζητεί να υποχρεωθεί να του καταβάλει το χρηματικό ποσό, που αναλογεί στο ποσοστό υπαιτιότητάς της και το οποίο θα υποχρεωθεί αυτός. Το μονομελές Πρωτοδικείο, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο εξέδωσε στην αρχή τη 224/2003 μη οριστική απόφαση, με την οποία έκρινε νόμιμες την προσεπίκληση και την ενωμένη σ’ αυτή αγωγή αποζημίωσης (αναγωγή) και ακολούθως τη 205/2004 οριστική του απόφαση, με την οποία δέχθηκε την παρεμπίπτουσα αυτή αγωγή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη κατά ένα μέρος. Κατά των αποφάσεων αυτών παραπονείται η εναγομένη με την κρινόμενη έφεση και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της η παρεμπίπτουσα αγωγή. Με το περιεχόμενο και αίτημα που εκτέθηκε η σωρευόμενη στο ανωτέρω δικόγραφο παρεμπίπτουσα αγωγή (αναγωγή) δεν εισάγει διαφορά για ζημία από αυτοκίνητο, αλλά διαφορά που εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία και η οποία εν όψει του αιτήματος της αγωγής 186.168,56 ευρώ υπάγεται στην υλική αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου (βλ. Κρητικό «Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά Ατυχήματα» 1998 παρ. 2560 επ.). Επειδή όμως το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εκδίκασε τη διαφορά κατά τη διαδικασία που προσήκε και επειδή η έλλειψη της καθ’ ύλη αρμοδιότητας ερευνάται και αυτεπαγγέλτως και καθορίζεται επίσης αυτεπαγγέλτως το αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπεται η υπόθεση (ΚΠολΔ 46-βλ. ΑΠ 881/1975 ΝοΒ 24.173-1241/1977 ΝοΒ 26.1033- Εφ Αθ 12123/1987 Δνη 29.1232-1506/1990 ΑρχΝ 42.323- Βαθρακοκοίλη ό. π. άρθρο 535 αριθ. 28), πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση της εναγομένης, να εξαφανιστούν οι συνεκκαλούμενες αποφάσεις κατά το μέρος που αφορούν την ανωτέρω παρεμπίπτουσα αγωγή κατά αυτεπάγγελτη έρευνα και παραπεμφθεί αυτή (ΚΠολΔ 535 παρ. 2) στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Βόλου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπο για εκδίκαση αυτής.
    Κατά τη διάταξη του άρθρου 929 του ΑΚ σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου η αποζημίωση περιλαμβάνει εκτός από τα νοσήλια και τη ζημία που έχει ήδη επέλθει, οτιδήποτε ο παθών θα στερείται στο μέλλον ή θα ξοδεύει επί πλέον εξαιτίας της αύξησης των δαπανών του. Τα νοσήλια έχουν ευρύ περιεχόμενο. Αυτά περιλαμβάνουν κάθε δαπάνη που έγινε ή κρίθηκε αναγκαία να γίνει για την αποκατάσταση της υγείας του θύματος. Σε αυτά περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων και η δαπάνη αγοράς φαρμάκων, αμοιβής ιατρού, παραμονής στο νοσοκομείο, φυσιοθεραπείας, για τη μίσθωση αυτοκινήτου, πρόσληψη αποκλειστικής νοσοκόμου και η ειδική βελτιωμένη τροφή, όταν αυτό επιβάλλεται στη συγκεκριμένη περίπτωση. Για το ορισμένο αυτών δεν απαιτείται η επίκληση ιατρικής βεβαίωσης που να βεβαιώνει το επιβεβλημένο αυτών, δοθέντος ότι αυτά μπορεί να προκύψουν από τις αποδείξεις. Αρκεί ο ζημιωθείς να εκθέτει στο δικόγραφο της αγωγής το είδος του τραυματισμού, ότι εξαιτίας αυτού ήταν επιβεβλημένη η βελτιωμένη τροφή, το χρόνο λήψης και το ποσό που δαπάνησε ημερησίως πέραν της συνήθους τροφής (βλ. Εφ Λαρ 484/2002 Κ 558/2002 αδημ.- Κρητικό « Αποζημίωση από τροχαία Αυτοκινητικά Ατυχήματα» 1998 αριθ. 221). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 298 του ΑΚ η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος. Τέτοιο κέρδος λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Η διάταξη αυτή είναι δικονομικού χαρακτήρα μόνο, καθόσον προκειμένου για διαφυγόν κέρδος επιτρέπει στο δικαστήριο να αρκεσθεί στην πιθανολόγηση του κέρδους αυτού. Κατά τα λοιπά όμως η διάταξη αυτή είναι ουσιαστικού περιεχομένου, διότι καθορίζει τα στοιχεία στα οποία στηρίζεται η αξίωση για το διαφυγόν κέρδος (βλ. Ολ. ΑΠ 79/1966 ΝοΒ 14.805-ΑΠ 269/1984 ΝοΒ 33.279-1877/1985 ΝοΒ 34.1417 Εφ Λαρ 378/2003 Κ 262/2005 αδημ).
    Επομένως, ενόψει και της διάταξης του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, για να είναι ορισμένη η αγωγή που επιδιώκει την καταβολή διαφυγόντος κέρδους, λόγω αδικοπραξίας, το οποίο συνίσταται στην απώλεια των κερδών που θα αποκόμιζε ο ζημιωθείς από την εκμετάλλευση πράγματος ή δικαιώματος, πρέπει να εκτίθενται στην αγωγή με σαφήνεια και πληρότητα, εκτός από τα στοιχεία της αδικοπραξίας και τα στοιχεία που προσδιορίζουν το ύψος του διαφυγόντος κέρδους, δηλαδή το ύψος του καθαρού κέρδους που θα αποκόμιζε ο ενάγων από την εκμετάλλευση του πράγματος ή του δικαιώματος (βλ. ΑΠ 1006/1977 ΝοΒ 26.907-505/1978 ΝοΒ 27.374- Εφ Αθ 4056/1988 Ελλ Δνη 31.151- Κρητικό ό.π, αριθ. 42).
    Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της ένδικης αγωγής, σ’ αυτό εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα οι δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε ο ενάγων και αφορούν αγορά ιατροφαρμακευτικών ειδών, αμοιβές ιατρών, καθώς και το είδος του τραυματισμού του (βαρύτατη κάκωση ΔΕ ώμου, κάταγμα ΔΕ κλειδός και εξάρθρημα ΔΕ ωμοπλάτης με συνοδό κάκωση της ΔΕ υποκλειδίου αρτηρίας και του ραχιαίου δευτερεύοντος στελέχους του βραχιονίου πλέγματος) και το επιβεβλημένο λήψης βελτιωμένης τροφής, το χρονικό διάστημα αυτής και την ημερήσια, πέραν της συνήθους τροφής, δαπάνη αυτής. ΄Οσο δε αφορά τα διαφυγόντα κέρδη εκθέτει το επάγγελμα που ασκούσε κατά το χρόνο του ατυχήματος(εργοδηγός στην παραγωγή), το μηνιαίο μισθό με τον οποίο αμειβόταν, το χρόνο της ανικανότητάς του για εργασία (4-12-2001 έως 31-7-2002) και τα προπαρασκευαστικά μέτρα που είχε λάβει. Ορθώς επομένως η συνεκκαλουμένη 224/2003 μη οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου έκρινε πλήρως ορισμένη την κύρια αγωγή και ορθώς απέρριψε το σχετικό ισχυρισμό του δευτέρου εναγομένου-εκκαλούντος και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το δεύτερο λόγο του εφετηρίου του ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Από τις καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιέχονται στα 224/8-4-2003 πρακτικά συνεδρίασης τούτου, τα οποία νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα – εφεσίβλητο …..3-4-2003 ένορκη βεβαίωση τριών μαρτύρων που δόθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Μ. Κ.-Π. κατά τις διατυπώσεις του άρθρου 671 παρ. 1 του ΚΠολΔ πριν τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (βλ. …../28-3-2003 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Α. Σ. και …../28-3-2003 όμοια της δικαστικής επιμελήτριας Σ. Χ.), την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τον πρώτο εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα –εφεσίβλητο ……./4-4-2003 ένορκη βεβαίωση τριών μαρτύρων που δόθηκαν ενώπιον του συμβολαιογράφου Η. Φ. κατά τις διατυπώσεις του άρθρου 671 παρ. 1 του ΚΠολΔ πριν τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (βλ. ……… έκθεση επίδοσης της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας Ε. Γ.), καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια και από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης 96/2003 του χειρουργού ορθοπεδικού Χ. Κ. που διορίστηκε με τη 224/2003 μη οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα (ΚΠολΔ 387) και τη 2/2004 έκθεση του χειρουργού ορθοπεδικού Μ. Π., που διορίσθηκε τεχνικός σύμβουλος του πρώτου εναγομένου και η οποία εκτιμάται ως τεκμήριο ελεύθερα από το δικαστήριο (βλ. Ολ.ΑΠ 848/1981 ΝοΒ 30.441-ΑΠ 1020/1994 Ελλ Δνη 37.87), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατά της 12.40 το μεσημέρι της .. Δ. 2001 ο πρώτος εναγόμενος, οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ΕΚΒ …. Δ.Χ.Φ. αυτοκίνητο (τράκτορα με ρυμουλκούμενο), ιδιοκτησίας του, το οποίο δεν είχε ασφαλίσει για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη, καθ’ υπόδειξη του ενάγοντος κατευθύνετο σε αποθήκη του εργοστασίου της προσεπικαλουμένης εταιρίας με την επωνυμία «Χ. Β. ΑΒΕΕ, η οποία συγχωνεύθηκε με απορρόφηση από την εκκαλούσα της τετάρτης έφεσης ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «Β.Μ. ΚΑΙ Τ.Ε. Α.Ε», προκειμένου να ξεφορτώσει το φορτίο το οποίο μετέφερε. Η είσοδος της αποθήκης βρισκόταν στη νότια πλευρά αυτής και είχε πλάτος 4μ. Εντός της αποθήκης προς την ανατολική πλευρά και σε απόσταση 9μ. από την είσοδο ήταν τοποθετημένος μετασχηματιστής ρεύματος, ο οποίος κατά 1,20μ. εισερχόταν στη νοητή ευθεία του διαδρόμου κυκλοφορίας. Υπήρχε διαφορά φωτισμού ανάμεσα στον εξωτερικό χώρο, όπου υπήρχε φως ημέρας και τον εσωτερικό χώρο, όπου υπήρχε τεχνητός φωτισμός. Εντός δε της αποθήκης επικρατούσε θόρυβος, προκαλούμενος από τα μηχανήματα του εργοστασίου. Το αυτοκίνητο του πρώτου εναγομένου είχε μήκος 15,50 μ. και πλάτος 2,50μ. Ο τελευταίος από έλλειψη της απαιτούμενης κατά την οδήγηση επιμέλειας και προσοχής μέσου συνετού οδηγού, καίτοι δεν γνώριζε το χώρο της αποθήκης, όπου επρόκειτο να εισέλθει, δεν ήλεγξε προηγουμένως αυτόν, αλλά άρχισε να εισέρχεται με το αυτοκίνητό του κινούμενος προς τα πίσω. Ο ενάγων βρισκόμενος πίσω και δεξιά του αυτοκινήτου και βλέποντας αυτό να παρεκκλίνει από την ευθεία πορεία του, ακολουθώντας πορεία ελαφρώς προς τ’ αριστερά και ότι υπήρχε κίνδυνος να προσκρούσει στο μετασχηματιστή, άρχισε να φωνάζει στον πρώτο εναγόμενο να ακινητοποιήσει το όχημα. Όταν αντιλήφθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος δεν τον ακούει ούτε τον βλέπει, θέλησε να πάει προς τ’ αριστερά και επιχείρησε να περάσει ανάμεσα στο πίσω μέρος του οχήματος και στο μετασχηματιστή. Δεν πρόλαβε όμως να ολοκληρώσει την κίνησή του και το αυτοκίνητο με το πίσω αριστερό μέρος τον παρέσυρε και τον κτύπησε πάνω στο μετασχηματιστή, με συνέπεια το βαρύτατο τραυματισμό του, ο οποίος υπέστη βαρύτατη κάκωση δεξιού ώμου, κάταγμα δεξιάς κλειδός και εξάρθρημα δεξιάς ωμοπλάτης με συνοδό κάκωση δεξιάς υποκλειδίου αρτηρίας και του ραχιαίου δευτερεύοντος στελέχους του βραχιονίου πλέγματος.
    Με βάση τα περιστατικά που εκτέθηκαν πιο πάνω και τα οποία προκύπτουν τόσο από τις σαφείς και πειστικές καταθέσεις των μαρτύρων του ενάγοντος, όσο και από τα έγγραφα της ποινικής δικογραφίας, που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, ο πρώτος εναγόμενος είναι συνυπαίτιος για το επελθόν αποτέλεσμα, καθόσον δεν επέδειξε κατά την οδήγηση την απαιτούμενη επιμέλεια μέσου συνετού οδηγού, γιατί όφειλε κατά την κίνηση προς τα πίσω να οδηγεί το όχημά του με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του (ΚΟΚ άρθρο 12 παρ.1). ΄Οφειλε επίσης πριν επιχειρήσει την οπισθοπορεία, προκειμένου να εισέλθει στο χώρο του εργοστασίου, να ελέγξει προηγουμένως αυτόν και να επιχειρήσει αυτή, αφού βεβαιωθεί ότι μπορεί να το κάμει χωρίς να εκθέσει σε κίνδυνο τους εργαζόμενους στο εργοστάσιο και ιδίως τον ενάγοντα που βρισκόταν πίσω του. Ειδικότερα ενήργησε οπισθοπορεία, χωρίς προηγούμενα να ελέγξει το χώρο, όπου επρόκειτο να εισέλθει και συνακόλουθα να μη γνωρίζει αν υπήρχε δυνατότητα ασφαλούς εισόδου του οχήματός του,χωρίς να έχει ορατότητα του εσωτερικού χώρου κι ενώ γνώριζε ότι ο ενάγων βρισκόταν πίσω από το όχημά του και ότι μαζί του δεν είχε καμία οπτική η ακουστική επικοινωνία και υπήρχε κίνδυνος παράσυρσής του .
    Συνυπαίτιος δε για τον τραυματισμό του είναι και ο ίδιος ο ενάγων, διότι, θέλοντας να μετακινηθεί από τα δεξιά του οχήματος στα αριστερά για να ειδοποιήσει τον πρώτο εναγόμενο για τον κίνδυνο πρόσκρουσης του οχήματος στο μετασχηματιστή, από αμέλειά του επιχείρησε να περάσει ανάμεσα από το όχημα και το μετασχηματιστή, με αποτέλεσμα την παράσυρσή του. Με τα ως άνω δεδομένα το Δικαστήριο κρίνει ότι το ποσοστό συμβολής των ανωτέρω στο επελθόν αποτέλεσμα είναι για τον πρώτο εναγόμενο 70% και για τον ενάγοντα 30%. Εφόσον η εκκαλουμένη απόφαση έκρινε συνυπαίτιους του ατυχήματος τον πρώτο εναγόμενο και τον ενάγοντα και κατά τα ως άνω ποσοστά, σωστά εκτίμησε το αποδεικτικό υλικό που προσκομίστηκε και οι περί του αντιθέτου πρώτος και δεύτερος λόγοι της έφεσης του Γ. Ζ., πρώτος της δεύτερης έφεσης του «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ», πρώτος της έφεσης του ενάγοντος και μοναδικοί των αντεφέσεων είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
    Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων αμέσως μετά το ατύχημα διακομίσθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Β., όπου μετά την παροχή των πρώτων βοηθειών συστήθηκε η διακομιδή του σε κέντρο που να διαθέτει εφημερεύοντα ορθοπεδικό και αγγειοχειρουργό. Παρά τις προσπάθειες για μεταφορά του σε κατάλληλο κέντρο μέσω του ΕΚΑΒ, αυτό δεν κατέστη δυνατό (βλ. την από 28-12-2001 ιατρική γνωμάτευση του ορθοπεδικού και ιατρού του Νοσοκομείου Β. Ι. Β. και κατάθεση μάρτυρος απόδειξης Χ. Κ.). Λόγω της σοβαρότητας της κατάστασής του ο ενάγων,κάνοντας χρήση της ιδιωτικής του ασφάλισης, διακομίσθηκε στο ιδιωτικό θεραπευτήριο του Ιατρικού Κέντρου Α., όπου νοσηλεύθηκε από 4-12-2001 έως 20-12-2001. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του υποβλήθηκε σε αγγειοχειρουργική επέμβαση από τον αγγειοχειρουργό Α. Γ., σε δύο θωρακοχειρουργικές επεμβάσεις από τον θωρακοχειρουργό Ν.Τ., σε διερεύνηση του βραχιονίου πλέγματος από τον ορθοπεδικό χειρουργό Π. Γ. και σε οστεοσύνθεση του κατάγματος κλειδός με ταυτόχρονη φροντίδα των μαλακών μορίων από τον ορθοπεδικό χειρουργό Β. Μ. Παρά τη θεραπεία στην οποία υποβλήθηκε παρουσιάζει πλήρη απώλεια μυϊκής ισχύος μυών δεξιάς άκρας χειρός, δεξιού αντιβραχίου και απαγωγών μυών δεξιού ώμου, μεγάλη μείωση μυϊκής ισχύος δικέφαλου και τρικέφαλου μυός κι έσω κι έξω στροφέων μυών δεξιού ώμου, απώλεια αισθητικότητας δεξιού άνω άκρου, απώλεια έκτασης δεξιού αγκώνος κατά 45 μοίρες, εμφανέστατη παραμόρφωση μυών αυχένος, δεξιού άνω άκρου και δεξιάς θωρακικής χώρας λόγω ατροφίας των μυών των εν λόγω περιοχών. Επίσης παρουσιάζει μεγάλες μετεγχειρητικές ουλές στο δεξιό ώμο και τη δεξιά θωρακική χώρα (βλ. την 96/2003 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Χ. Κ.). Προς αποκατάσταση των σωματικών του βλαβών ο ενάγων δαπάνησε τα ακόλουθα ποσά: α) το ποσό των 14.063,19 ευρώ για αμοιβές των θεραπόντων ιατρών του στο Ιατρικό Κέντρο Α. Α. Ν., Ν. Δ., Α. Γ., Ν. Τ., Β. Μ. και Π. Γ., β) το ποσό των 16.426,32 ευρώ για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, αγορά ιατρικών ειδών και νοσηλεία στην τρίτη θέση του ως άνω θεραπευτηρίου (βλ. προσκομιζόμενες αποδείξεις), γ) το ποσό των 2.115,45 ευρώ για την αγορά κατά σύσταση του θεράποντος ιατρού Π. Γ. διεγέρτη νεύρων και μυών SLOPULSE και φακέλου στήριξης ώμου βραχίονα (βλ. προσκομιζόμενα τιμολόγιο και απόδειξη). Συνολικά δε για τα ανωτέρω νοσήλια δαπάνησε το ποσό των 32.603,96 ευρώ.
    Κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο ενάγων νοσηλευόταν στο ανωτέρω θεραπευτήριο δεν μπορούσε να αυτοεξυπηρετηθεί και είχε ανάγκη αποκλειστικής νοσοκόμου. Χρέη δε αποκλειστικής νοσοκόμου παρέσχε η σύζυγός του με υπερένταση ενίοτε των προσπαθειών της και σε βάρος άλλων απασχολήσεών της. Προς τούτο, εάν προσλάμβανε αποκλειστική νοσοκόμο θα κατέβαλε το ποσό των 29,35 ευρώ την ημέρα και συνολικά επί 16 ημέρες θα κατέβαλε το ποσό των 469,60 ευρώ (16 ημ.Χ 29,35 ευρώ), πλην όμως θα του επιδικαστεί το ποσό των 528,30 ευρώ, που αντιστοιχεί σε 18 ημέρες, όπως επιδίκασε η εκκαλουμένη απόφαση και για το οποίο σφάλμα δεν παραπονούνται οι εναγόμενοι.
    Μετά την έξοδό του από το θεραπευτήριο και για διάστημα τριών μηνών κατά το οποίο νοσηλευόταν στην οικία του και δεν μπορούσε να αυτοεξυπηρετηθεί παρέσχαν υπηρεσίες αποκλειστικής νοσοκόμου η πεθερά του Α. Μ. κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και η σύζυγός του τις υπόλοιπες. Τις υπηρεσίες αυτές τις παρέσχαν με υπερένταση ενίοτε των προσπαθειών τους και σε βάρος άλλων απασχολήσεών τους. Προς τούτο, εάν προσλάμβανε αποκλειστική νοσοκόμο θα κατέβαλε το ποσό των 20 ευρώ για κάθε ημέρα και συνολικά επί 90 ημέρες θα κατέβαλε το ποσό των 1.800 ευρώ (90 ημ. Χ 20 ευρώ). Τα ποσά αυτά τα δικαιούται ο ενάγων και αν ακόμη δεν τα κατέβαλε στην πεθερά του και στη σύζυγό του (βλ. ΑΠ 371/2001 Ελλ Δνη 44.419-Εφ. Λαρ 750/2004 αδημ).
    Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι θεράποντες ιατροί του συνέστησαν να υποβάλλεται σε τακτικό έλεγχο ανά μήνα. ΄Ετσι αναγκάστηκε ο ενάγων να μεταβεί στην Α.από τη Ν. Ι. Μ., όπου διαμένει τους μήνες Ιανουάριο έως και Ιούλιο 2002, εκτός του Μαΐου, για να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις, παραμένοντας εκεί δύο ημέρες κάθε φορά. Κατά τις μετακινήσεις του αυτές συνοδευόταν από τη σύζυγό του, η παρουσία της οποίας ήταν αναγκαία, λόγω της μη λειτουργίας του δεξιού άνω άκρου. Συνεπώς δικαιούται το ποσό των 240 ευρώ, ήτοι το ποσό των 20 ευρώ την ημέρα επί 12 ημέρες, το οποίο θα κατέβαλε, εάν προσλάμβανε αποκλειστική νοσοκόμο ως συνοδό.
    Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι το είδος του τραυματισμού του ενάγοντος επέβαλε τη λήψη βελτιωμένη, πέρα από τη συνηθισμένη, τροφής, για να τονωθεί ο οργανισμός του. ΄Ετσι για χρονικό διάστημα 150 ημερών μετά την έξοδό του από το θεραπευτήριο αναγκάστηκε να δαπανήσει καθημερινά για τη λήψη βελτιωμένης τροφής προς εμπλουτισμό του διαιτολογίου του με θρεπτικές τροφές (κρέας, ψάρια, φρούτα κ.λ.π.) το ποσό των 8 ευρώ και συνολικά το ποσό των 1.200 ευρώ (150 ημ. Χ 8 ευρώ).
    Εναντι της δαπάνης, στην οποία υποβλήθηκε ο ενάγων για τη νοσηλεία του στο ανωτέρω θεραπευτήριο, το ΙΚΑ του κατέβαλε το ποσό των 2.735,25 ευρώ. Αποδείχθηκε επίσης ότι η εισαγωγή και νοσηλεία του ενάγοντος στο ανωτέρω θεραπευτήριο ήταν η μόνη δυνατή τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και απολύτως αναγκαία για την αντιμετώπιση του προβλήματος υγείας του. Από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η Β΄ Υγειονομική Επιτροπή του ΙΚΑ με την 352/2003 γνωμάτευσή της έκρινε τον ενάγοντα ανάπηρο σε ποσοστό ανατομοφυσιολογικής βλάβης οφειλόμενης στο ένδικο ατύχημα σε ποσοστό 67% για το διάστημα από 4-12-2001 έως 9-6-2005. Με βάση αυτή τη γνωμάτευση του χορηγήθηκε σύνταξη βαριάς αναπηρίας από 31-5-2003 έως 30-6-2005. Ο ενάγων από την ημέρα του ατυχήματος και έως τη συνταξιοδότησή του δεν εργάστηκε στην επιχείρηση όπου εργαζόταν σε καμία θέση αυτής, αλλά βρισκόταν όλο αυτό το διάστημα σε άδεια λόγω ασθένειας. Ο ενάγων προ του ατυχήματος εργαζόταν με την ειδικότητα του πρακτικού μηχανικού Γ΄ Τάξης – συντηρητή ως εργοδηγός στην παραγωγή της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Χ. Β. ΑΒΕΕ». Εξαιτίας του τραυματισμού του ο ενάγων δεν μπόρεσε να εργασθεί στην άνω επιχείρηση κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα από 4-12-2001 έως 31-7-2002. ΄Ετσι έχασε τις αποδοχές του από την άνω εργασία, οι οποίες ανέρχονται στα ακόλουθα ποσά: α) για πρόσθετες παροχές από την παροχή υπερεργασίας, υπερωρίας, εργασίας Κυριακών και αργιών και επίδομα παραγωγικότητας από 5-12-2001 έως 31-12-2001 το ποσό των 315, 36 ευρώ, β) για τακτικές αποδοχές από 1-1-2002 έως 30-6-2002 το ποσό των 8.385,72 ευρώ (1.082,26 ευρώ μισθός +315,36 ευρώ πρόσθετες παροχές Χ 6 μήνες), γ) για τακτικές αποδοχές από 1-7-2002 έως 31-7-2002 το ποσό των 1.416,47 ευρώ (1101,11 ευρώ μισθός +315,36 ευρώ πρόσθετες παροχές ), δ) για δώρο Πάσχα 2002 το ποσό των 541,13 ευρώ, ε) για επίδομα αδείας 2002 το ποσό των 698,81 ευρώ και συνολικά έχασε το ποσό των 11.357,49 ευρώ. Το ποσό αυτό κατά την πιθανή και συνήθη πορεία των πραγμάτων θα εισέπραττε ο ενάγων συνεχίζοντας κανονικά την εργασία του, εάν δεν είχε τραυματιστεί. ΄Εναντι του ποσού αυτού έλαβε από το ΙΚΑ, στο οποίο ήταν ασφαλισμένος, το ποσό των 5.498,98 ευρώ, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες εντολές πληρωμής-επιδόματος του ΙΚΑ.
    Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων συνεπεία του ατυχήματος και των σωματικών βλαβών που υπέστη παρουσιάζει : α) πλήρη απώλεια μυϊκής ισχύος μυών δεξιάς άκρας χειρός, δεξιού αντιβραχίου και απαγωγών μυών δεξιού ώμου, β) μεγάλη μείωση μυϊκής ισχύος δικέφαλου και τρικέφαλου μυός κι έσω κι έξω στροφέων μυών δεξιού ώμου, γ) απώλεια έκτασης δεξιού αγκώνα κατά 45 μοίρες, δ) απώλεια αισθητικότητας δεξιού άνω άκρου και ε) εμφανέστατη παραμόρφωση μυών αυχένος, δεξιού άνω άκρου και δεξιάς θωρακικής χώρας, λόγω ατροφίας των μυών των εν λόγων περιοχών. Η περαιτέρω προσπάθεια για επιπλέον πιθανή και μάλιστα μερική αποκατάσταση της λειτουργίας του δεξιού άνω άκρου πρακτικά κρίνεται ανέφικτη, απέλπιδα και ανούσια. Οι δε ήδη εγκατασταθείσες βλάβες κρίνονται μόνιμες και ουσιαστικά μη αναστρέψιμες. Ο ενάγων όντως είναι ανίκανος προς άσκηση του επαγγέλματός του, καθώς και οποιουδήποτε άλλου επαγγέλματος που απαιτεί τη χρήση και των δύο άνω άκρων. Όλα δε τα ανωτέρω ευρήματα συνιστούν μόνιμη αναπηρία του δεξιού άνω άκρου (βλ. την 96/2003 ιατρική πραγματογνωμοσύνη του χειρουργού ορθοπεδικού Χ. Κ. και τη 2/2004 ιατρική γνωμάτευση του τεχνικού συμβούλου χειρουργού ορθοπεδικού Μ. Π.). Όπως δε προεκτέθηκε η Β΄ Υγειονομική Επιτροπή του ΙΚΑ με την 352/2003 γνωμάτευσή της έκρινε τον ενάγοντα ανάπηρο με ποσοστό αναπηρίας 67% για το διάστημα από 4-12-2001 έως 9-6-2005. Η αναπηρία αυτή και η παραμόρφωση των μυών του αυχένα, του δεξιού άνω άκρου και της δεξιάς θωρακικής χώρας με πιθανότητα και κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων θα επιδράσει δυσμενώς στο μέλλον του, ήτοι στην επαγγελματική, οικονομική και προσωπική του εξέλιξη, αφού θα αποτελέσει σοβαρό εμπόδιο στην άσκηση της ανωτέρω εργασίας του, στην οποία είχε πιθανότητες εξέλιξης, αλλά και θα του αποκλείσει τη δυνατότητα να ασκήσει ορισμένα επαγγέλματα που απαιτούν σωματική αρτιότητα και δη χρήση και των δύο άνω άκρων και ειδικότερα του δεξιού άνω άκρου, ως δεξιόχειρας που ήταν, με αντίστοιχο δυσμενή αντίκτυπο στην οικονομική του εξέλιξη, στις κοινωνικές και λοιπές συναναστροφές. Κατ’ ακολουθία από την αιτία αυτή ο ενάγων υπέστη ζημία ύψους 40.000 ευρώ, το οποίο και πρέπει να του επιδικαστεί. Το ποσό αυτό αποζημίωσης βάσει της ΑΚ 931 είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τις άλλες αξιώσεις αποζημίωσης βάσει της ΑΚ 929. Επομένως για την αποκατάσταση των παραπάνω θετικών κι αποθετικών του ζημιών οι εναγόμενοι πρέπει να του πληρώσουν εις ολόκληρον ο καθένας τους, μετά την αφαίρεση των ποσών που εισέπραξε από το ΙΚΑ, το ποσό των 79.496,52 ευρώ [(14.063,19+ 16.426,32+ 2.115,45+ 528,30+ 1.800+ 240+ 1.200+11.357,49+40.000)-(2.735,25+5.498,98)]. Ενόψει όμως της συνυπαιτιότητάς του κατά ποσοστό 30% θα πρέπει το ανωτέρω ποσό να μειωθεί κατά το αντίστοιχο ποσοστό, ήτοι κατά 23.839,95 ευρώ και του επιδικαστεί το ποσό των 55.656,57 ευρώ (79.496,52-23.839,95).
    Τέλος το Δικαστήριο, σταθμίζοντας τις συνθήκες του ατυχήματος, το βαθμό πταίσματος του πρώτου εναγομένου, καθώς και το βαθμό πταίσματος του ενάγοντος στην επέλευση του τραυματισμού του, το είδος του τραυματισμού του, τη μόνιμη αναπηρία στο δεξιό άνω άκρο, την ηλικία του (44 ετών), καθώς και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, των οποίων η τελευταία ως ιδιωτικού υπαλλήλου και αυτοκινητιστή κρίνεται καλή (πλην του ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ), κρίνει ότι πρέπει να επιδικαστεί ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη ο ενάγων από τον τραυματισμό του το ποσό των 60.000 ευρώ, πέραν του ποσού που επιφυλάχθηκε με την αγωγή του να ζητήσει από το ποινικό δικαστήριο. Εφόσον η εκκαλουμένη απόφαση επιδίκασε μικρότερα ποσά, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις. Για το λόγο αυτό πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση του ενάγοντος ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη. Να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το μέρος που αφορά την κύρια αγωγή, να κρατηθεί στο Δικαστήριο τούτο για κατ’ ουσία εκδίκαση η κύρια αγωγή, να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη κατά ένα μέρος και υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας τους στον ενάγοντα το ποσό των 115.656,57 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση του ποσού. Απαγγελθεί δε εναντίον του πρώτου εναγομένου προσωπική κράτηση επτά (7) μηνών ως μέσου αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που επιβλήθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση και το κεφάλαιο της οποίας δεν προσβάλλεται με την έφεση του πρώτου εναγομένου. Οι εφέσεις του τελευταίου και του δευτέρου εναγομένου, καθώς και οι αντεφέσεις του ενάγοντος πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμες, η δε έφεση του πρώτου εναγομένου κατά της παρεμπιπτόντως εναγομένης μετά την παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο είναι άνευ αντικειμένου. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων της παρεμπίπτουσας αγωγής και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν, καθόσον η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (ΚΠολΔ 179 και 183). Των λοιπών εφέσεων που απορρίπτονται πρέπει να συμψηφιστούν λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων (ΚΠολΔ 178 παρ. 1 και 183). Τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας βαρύνουν τους εναγομένους, επειδή ηττήθηκαν. Θα επιβληθούν όμως μειωμένα, όπως ορίζεται στο διατακτικό, εφόσον η αγωγή έγινε δεκτή κατά ένα μέρος της (ΚΠολΔ 178 παρ.1 και 183).