27.4.14

ΑΠ 869/2013: ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗ-ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ


Φοροδιαφυγή - Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία - Παραγραφή -. Η έκδοση από το δράστη πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή νόθευση γνήσιων φορολογικών στοιχείων συνιστά ειδική περίπτωση φοροδιαφυγής. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, της πλαστότητας ή της εικονικότητας των φορολογικών στοιχείων και, επί νόθευσης της γνησιότητας αυτών και περαιτέρω τη θέληση ή αποδοχή του δράστη να προβεί στην έκδοση των πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή στη νόθευση γνήσιων στοιχείων. Στην μορφή αυτή της φοροδιαφυγής η ποινική δίωξη μπορεί να ασκηθεί άμεσα με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά του προϊσταμένου της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή του προϊσταμένου της υπηρεσίας που διενήργησε τον έλεγχο, σε περίπτωση που ο έλεγχος διενεργήθηκε από όργανα του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος ή των Ελεγκτικών Κέντρων του άρθρου 3 του ν. 2343/1995. Η παραγραφή του αδικήματος αρχίζει από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου από τον προϊστάμενο της αρχής που διενήργησε τον έλεγχο.




ΑΡΙΘΜΟΣ 869/2013 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ανδρέα Ξένο και Βασίλειο Καπελούζο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
    Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Απριλίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων, 1. Δ. Χ. του Κ., 2. Γ. Χ. του Κ. και 3. Κ. Χ. του Γ., κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χρήστο Χειμωνίδη, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 1222/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντα το Ελληνικό Δημόσιο, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Χρήστο Κοραντζάνη.
    Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Νοεμβρίου 2012 αίτησή τους, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 285/2013.
    Αφού άκουσε
Τους πληρεξουσίους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης,
    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την αρχή που καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 463 ΚΠοινΔ, το ένδικο μέσο, άρα και αυτό της αναιρέσεως (άρθρο 462 ΚΠοινΔ), μπορεί να το ασκήσει μόνον εκείνος, στον οποίο ρητώς ο νόμος παρέχει αυτό το δικαίωμα και έχει έννομο συμφέρον για την άσκησή του στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπό την έννοια ότι βλάπτεται από την απόφαση και με την αναίρεση επιδιώκεται η άρση της βλάβης. Η ίδια αρχή ισχύει και για την προβολή κάθε λόγου του ενδίκου μέσου (Ολ.ΑΠ 1244/1986). Αν το έννομο συμφέρον ελλείπει, το ένδικο μέσο ή ο λόγος του, κατά περίπτωση, απορρίπτονται ως απαράδεκτα.
    Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 1222/2012 απόφασή του, κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα Κ. Χ. της εκδόσεως εικονικού φορολογικού στοιχείου (του 1129/2002 τιμολογίου της εταιρίας "Κ. Χ. και Σία Ο.Ε."), ο οποίος (μόνον αυτός) είχε καταδικασθεί πρωτοδίκως για την πράξη αυτή ενώ για τους λοιπούς συγκατηγορουμένους του - αναιρεσείοντες η ποινική δίωξη κατά τούτο είχε κηρυχθεί απαράδεκτη, λόγω αθωωτικού δεδικασμένου από την προγενέστερη αμετάκλητη απόφαση 7096/2010 του (Γ') Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, όπως αυτά προκύπτουν από την επισκόπηση της πρωτόδικης 19744/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Έκρινε, ειδικότερα, το ανωτέρω Τριμελές Εφετείο ότι, κατά τα δεκτά γενόμενα με την προσβαλλόμενη απόφασή του πραγματικά περιστατικά, το συγκεκριμένο τιμολόγιο δεν εκδόθηκε από τον ως άνω Κ. Χ., λόγο για τον οποίο και κήρυξε αυτόν αθώο της ανωτέρω πράξεως. Ενόψει αυτών, η ένδικη αίτηση αναιρέσεως, με την οποία πλήττεται η ανωτέρω 1222/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης (και) κατά το μέρος της που αφορά στην πράξη της εκδόσεως του ως άνω εικονικού τιμολογίου και δη με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 510§1 στοιχ. ΣΤ' ΚΠοινΔ για παραβίαση δεδικασμένου, είναι κατά τούτο απαράδεκτη για έλλειψη εννόμου συμφέροντος των αναιρεσειόντων, αφού οι μεν εξ αυτών Δ. Χ. και Γ. Χ. δεν κρίθηκαν για την πράξη αυτή από το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, ο δε Κ. Χ. δεν προσδοκά, προδήλως, όφελος από την παραδοχή της ένδικης αναιρέσεως κατά τούτο, ως αθωωθείς κατά τα προεκτεθέντα. Αυτά δε πέραν και ανεξαρτήτως του ότι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, ο μεν αναιρεσείων Κ. Χ., που αθωώθηκε για την έκδοση του εικονικού τιμολογίου με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν είχε εισαχθεί προηγουμένως για την ίδια πράξη στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η ως άνω 6096/2010 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, για τους λοιπούς δε αναιρεσείοντες, οι οποίοι είχαν αθωωθεί για την έκδοση του συγκεκριμένου εικονικού τιμολογίου με την εν λόγω 6096/2010 απόφαση και εδιώκοντο εκ νέου για την ίδια πράξη, η ποινική δίωξη κηρύχθηκε απαράδεκτη με την πρωτόδικη 19744/2011 απόφαση, παρεπομένου εκ τούτων ότι δεν τίθεται ζήτημα παραβιάσεως, δεδικασμένου, και ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.
    Κατά το άρθρο 19 παρ. 1 εδ.α' του ν. 2523/1997, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση του με την παρ.1 του άρθρου 40 του ν. 3220/2004, "όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών". Κατά δε την παράγραφο 4 εδ. α' και β' του ίδιου άρθρου "εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματος του ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό πρόσωπο για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού υπευθύνου που υποκρύπτεται". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του ανωτέρω εγκλήματος, της φοροδιαφυγής, απαιτείται, αντικειμενικά, η έκδοση από το δράστη πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή νόθευση γνήσιων φορολογικών στοιχείων, υποκειμενικά δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, της πλαστότητας ή της εικονικότητας των φορολογικών στοιχείων και, επί νοθεύσεως της γνησιότητας αυτών και περαιτέρω τη θέληση ή αποδοχή του δράστη να προβεί στην έκδοση των πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή στη νόθευση γνήσιων στοιχείων. Περαιτέρω, κατά το εδ. γ' του άρθρου 21 του ν. 2523/1997, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 12 ν. 2753/1999, υπό την ισχύ του οποίου φέρεται να έχει τελεσθεί η ένδικη πράξη φοροδιαφυγής, "Κατ' εξαίρεση, στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου η ποινική δίωξη ασκείται άμεσα με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά του προϊσταμένου της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας (ΔΟΥ) ή του προϊσταμένου της υπηρεσίας που διενήργησε τον έλεγχο, σε περίπτωση που ο έλεγχος διενεργήθηκε από όργανα του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ) ή των Ελεγκτικών Κέντρων του άρθρου 3 του ν. 2343/1995. Στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται μέσα σε ένα (1) μήνα από την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας διοικητικής επίλυσης της διαφοράς επί της οικείας απόφασης επιβολής προστίμου (ΑΕΠ) του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (ΚΒΣ), ανεξάρτητα αν κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου". Τέλος, κατά την παράγραφο 10 του ανωτέρω άρθρου 21 του Ν. 2523/1997, το οποίο προστέθηκε με την παράγραφο 8 του άρθρου 2 του Ν. 2954/2001. "Στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου από τον προϊστάμενο της αρχής που διενήργησε τον έλεγχο".
    Εξάλλου, η κατά τα άρθρα 93§3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ προβλεπόμενο, λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση αναφέρονται σ1 αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα, και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με βάση τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος, τους. χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα απ' αυτά χωριστά. τέλος λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510§1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, που δέχθηκε ως αληθή, στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο προκύπτει ότι έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.
    Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του, στην αυτοτελή αιτιολογία της, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, που στηρίχθηκε στα μνημονευόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, ότι αποδείχθηκαν τα εξής: "Η ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία "Χ. Κ. & ΣΙΑ Ο.Ε" που εδρεύει στο ..., με αντικείμενο της επιχειρηματικής δραστηριότητας, κατά την χρονική περίοδο που ενδιαφέρει εν προκειμένω, την επεξεργασία και πώληση παλαιών σιδήρων-μετάλλων και με ομόρρυθμα μέλη τους κατηγορουμένους, συστάθηκε με το από 15.11.1977 ιδιωτικό συμφωνητικό συστάσεως ομόρρυθμης εταιρείας που δημοσιεύθηκε στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης με αυξ. αριθμ. 6455/15.11.1977 και ορίσθηκαν διαχειριστές και εκπρόσωποι της εταιρείας και οι τρεις ομόρρυθμοι εταίροι- κατηγορούμενοι, οι οποίοι κατά τις διαχειριστικές περιόδους 1999 και 2000 είχαν ποσοστό συμμετοχής στις κερδοζημίες της εταιρείας 33,34 % ο καθένας. Με το από 25.01.2001 ιδιωτικό συμφωνητικό που καταχωρήθηκε στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης με αυξ. αριθμ. 548/12.02.2001 αποχώρησε από την εταιρεία λόγω συνταξιοδοτήσεως ο τρίτος κατηγορούμενος, Κ. Χ. και η εταιρική του μερίδα μεταβιβάσθηκε κατ' ισομοιρία στους λοιπούς κατηγορουμένους, οι οποίοι κατά τις διαχειριστικές περιόδους 2001, 2002 και 2003 είχαν ποσοστό συμμετοχής στις κερδοζημίες της εταιρείας 50% ο καθένας και ορίσθηκαν διαχειριστές και εκπρόσωποι της εταιρείας και οι δύο ομόρρυθμοι εταίροι-κατηγορούμενοι. Οι κατηγορούμενοι, ενεργώντας από κοινού με τις ανωτέρω ιδιότητές τους, ήτοι ως διαχειριστές της ανωτέρω ομόρρυθμης εταιρείας κατά την επίμαχη χρονική περίοδο, και συγκεκριμένα όλοι οι κατηγορούμενοι κατά τις διαχειριστικές περιόδους 1999 και 2000 και οι δύο πρώτοι Δ. Χ. και Γ. Χ. κατά τις διαχειριστικές περιόδους 2001 και 2002 προέβησαν με πρόθεση σε αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων και ειδικότερα παρέλαβαν τα φορολογικά στοιχεία (τιμολόγια πώλησης - δελτία αποστολής - φορτωτικές) που είχαν εκδώσει οι κατωτέρω αναφερόμενες εκδότριες επιχειρήσεις και τα καταχώρησαν στα λογιστικά βιβλία της ανωτέρω εταιρείας Κ. Χ. & ΣΙΑ Ο.Ε. Τα φορολογικά αυτά στοιχεία, που αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης ανά εκδότρια επιχείρηση, κατά είδος, αριθμό και ημερομηνία έκδοσης, καθαρή αξία σε δραχμές, αξία ΦΠΑ σε δραχμές, όπου επίσης αναφέρονται και τα συνολικά σε δραχμές και ευρώ χρηματικά ποσά της καθαρής αξίας, του ΦΠΑ και της συνολικής τους αξίας, που ανέρχεται στο ποσό των 691.355,34 ευρώ, εξέδωσαν 1) η ατομική επιχείρηση του Ι. Φ., η οποία, το έτος 2000, κατά το διάστημα από 3-6-2000 έως και την 20-12-2000, εξέδωσε συνολικά 30 τιμολόγια πώλησης - δελτία αποστολής, τα οποία όπως διαπιστώθηκε από την αρμόδια για την εν λόγω επιχείρηση Δ.Ο.Υ. ’νω Λιοσίων Αττικής, δεν είχαν καταχωρηθεί στο τηρούμενο από την επιχείρηση βιβλίο εσόδων - εξόδων, στοιχείο που καταδεικνύει ότι τα επίμαχα φορολογικά στοιχεία αφορούν ανύπαρκτες, στο σύνολο τους συναλλαγές, αφού σε διαφορετική περίπτωση, θα καταχωρούνταν και στα βιβλία της εκδότριας εταιρείας, 2) η φερόμενη ως μεταφορική επιχείρηση "Γ. Σ. - Ν. Κ.", η οποία το έτος 1999, κατά το διάστημα από 19-7-1999 έως και την 13-8-1999, εξέδωσε συνολικά 12 φορτωτικές. Όπως διαπιστώθηκε από την αρμόδια για την εν λόγω επιχείρηση Δ.Ο.Υ. Ε' Πειραιώς, η επιχείρηση είχε υποβάλλει έναρξη εργασιών την 6-9-1995 με άλλο αντικείμενο εργασιών, ουδέποτε κατείχε το με αριθμό ... φορτηγό δημοσίας χρήσεως, με το οποίο φέρεται να πραγματοποιήθηκαν οι μεταφορές που αφορούσαν οι φορτωτικές, το παραπάνω χρονικό διάστημα ήταν ανύπαρκτη ουσιαστικά, αφού δεν ασκούσε καμία εμπορική δραστηριότητα, ενώ δεν υπέβαλε δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και δηλώσεις ΦΠΑ, οι δε επίμαχες φορτωτικές δεν είχαν θεωρηθεί από την εν λόγω αρμόδια φορολογική αρχή, στοιχεία που καταδεικνύουν ότι η συγκεκριμένη επιχείρηση ουδέποτε πραγματοποίησε τις επίμαχες μεταφορές προς την ομόρρυθμη εταιρεία των κατηγορούμενων, όπως φέρεται με τις ανωτέρω φορτωτικές και επομένως αυτές αφορούν στο σύνολο τους ανύπαρκτες συναλλαγές, 3) η φερόμενη ως μεταφορική επιχείρηση του Α. Μ., με φερόμενη έδρα στην ..., ..., η οποία το έτος 1999, κατά το διάστημα από 23-6-1999 έως και την 19-8-1999, εξέδωσε συνολικά 25 φορτωτικές. Όπως διαπιστώθηκε από την αρμόδια για την επιχείρηση του Α. Μ., Δ.Ο.Υ. Μοσχάτου Αττικής, ο ανωτέρω είχε υποβάλει δήλωση έναρξης επαγγέλματος το έτος 1993, με παντελώς διαφορετικό από τη διενέργεια μεταφορών αντικείμενο εργασιών και δη την "εμπορία-κατεψυγμένων-τυποποιημένων προϊόντων, εισαγωγές-εξαγωγές αυτών", θεώρησε μόνο βιβλίο εσόδων - εξόδων και δελτίων αποστολής - τιμολογίων το έτος 1993, δεν υπέβαλε ποτέ δήλωση μεταβολής εργασιών, η μόνη έδρα του φέρονταν η ..., χωρίς δήλωση μεταφοράς έδρας, το με αριθμό ... φορτηγό δημοσίας χρήσεως, με το οποίο φέρεται να πραγματοποιήθηκαν οι μεταφορές που αφορούσαν οι φορτωτικές, δεν ανήκει σ' αυτόν, δεν υπέβαλε δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και εκκαθαριστική δήλωση ΦΠΑ υπέβαλε μόνο το έτος 1993, ενώ ουδέποτε έγινε θεώρηση των επίμαχων φορτωτικών, στοιχεία που καταδεικνύουν ότι η συγκεκριμένη επιχείρηση ουδέποτε πραγματοποίησε τις επίμαχες μεταφορές προς την ομόρρυθμη εταιρεία των κατηγορούμενων, όπως φέρεται με τις ανωτέρω φορτωτικές και επομένως αυτές αφορούν ανύπαρκτες στο σύνολο τους συναλλαγές, 4) η ατομική επιχείρηση του Α. Π., η οποία το έτος 1999, κατά το διάστημα από την 19-7-1999 έως και την 19-8-1999, εξέδωσε 25 δελτία αποστολής - τιμολόγια. Όπως διαπιστώθηκε από την αρμόδια για την εν λόγω επιχείρηση Δ.Ο.Υ. Κορυδαλλού, αυτή ουδέποτε λειτούργησε στη δηλωθείσα έδρα της και τα ανωτέρω φορολογικά στοιχεία δεν είχαν θεωρηθεί απ' αυτή, στοιχείο που καταδεικνύει ότι αυτά αντιστοιχούν σε ανύπαρκτες στο σύνολο τους συναλλαγές, 5) η ατομική επιχείρηση Γ. Κ., η οποία το έτος 1999, κατά το διάστημα από 25-6-1999 έως και την 22-7-1999, εξέδωσε 12 τιμολόγια πώλησης - δελτία αποστολής. Όπως διαπιστώθηκε από την αρμόδια για την εν λόγω επιχείρηση Δ.Ο.Υ. Ε' Πειραιώς, η επιχείρηση ουδέποτε λειτούργησε στη δηλωθείσα έδρα της, είχε θεωρήσει μόνο πέντε φύλλα δελτίων αποστολής -τιμολογίων πώλησης με αριθμούς από 1 έως 5, ουδέποτε υπέβαλε συγκεντρωτικές καταστάσεις προμηθευτών, δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και δηλώσεις ΦΠΑ, στοιχεία που καταδεικνύουν ότι τα επίμαχα 12 φορολογικά στοιχεία, που μάλιστα φέρουν αριθμούς πολύ μεγαλύτερους του 5 (έχουν αριθμούς 36, 38, 40, 43, 44, 45, 46, 48, 49, 51, 54, 56), αφορούν ανύπαρκτες στο σύνολο τους συναλλαγές, 6) η εταιρεία "SCRAP METAL ΕΠΕ", η οποία το έτος 2002, κατά το χρονικό διάστημα από 02.10.2002 έως την 02.12.2002, εξέδωσε 13 δελτία αποστολής-τιμολόγια πώλησης. Για την εν λόγω εταιρεία διαπιστώθηκε από την από 93-2005 έκθεση ελέγχου που την αφορούσε και διενεργήθηκε από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. Ιωνίας Θεσσαλονίκης, ότι δεν είχε πραγματικές συναλλαγές με τους φερόμενους ως προμηθευτές της και επομένως δεν είχε εμπορεύματα προς διάθεση - πώληση, οπότε τα επίμαχα φορολογικά στοιχεία, δυνάμει των οποίων φέρεται να πώλησε εμπορεύματα προς την ομόρρυθμη εταιρεία των κατηγορουμένων, αφορούν ανύπαρκτες συναλλαγές, 7) η ατομική επιχείρηση Δ. Σ. Σ., η οποία εξέδωσε τα 4/6-11-2001, 13/9-11-2001, 87/17-4-2002 τιμολόγια πώλησης - δελτία αποστολής. Και αυτά τα φορολογικά στοιχεία αφορούν ανύπαρκτες συναλλαγές, αφού η έδρα της επιχείρησης στην οδό ..., στην ..., είναι ανύπαρκτη, αφού δεν υπάρχει καν τέτοια οδός στην περιοχή της ... και ο Δ. Σ. είναι πρόσωπο ανύπαρκτο για τις φορολογικές αρχές, είναι επομένως σαφές ότι δεν πραγματοποιήθηκαν οι συναλλαγές που φέρεται να αφορούν τα επίμαχοι φορολογικά στοιχεία και 8) η επιχείρηση "ΓΕ.ΚΑ.Θ ΑΤΕΕ", η οποία εξέδωσε το 25/16-11-2002 δελτίο αποστολής - τιμολόγιο πώλησης, το οποίο επίσης αφορά ανύπαρκτη συναλλαγή. Όλα τα παραπάνω προκύπτουν από την κατάθεση της μάρτυρος κατηγορίας, αλλά και επιβεβαιώνονται από τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και η προαναφερόμενη έκθεση ελέγχου της Ελεγκτικής Υπηρεσίας - ΠΕΚ Θεσσαλονίκης. Επομένως οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι των ως άνω υπό στοιχεία 1, 2, 3, 4 και 5 αξιοποίνων πράξεων που τους αποδίδονται, για το χρονικό διάστημα των ετών 1999 και 2000, ενώ οι δύο πρώτοι εξ αυτών, Δ. Χ. και Γ. Χ., πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι και των ως άνω υπό στοιχεία 6, 7 και 8 αξιοποίνων πράξεων που τους αποδίδονται, για το χρονικό διάστημα των ετών 2001 και 2002, όπως η νομοτυπική τους μορφή και τα κατ' ιδίαν πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση των αδικημάτων, εκτίθενται στο διατακτικό. Αντίθετα, ο τρίτος κατηγορούμενος, (εννοείται ο Κ. Χ.), που όπως προαναφέρθηκε αποχώρησε από την ανωτέρω ομόρρυθμη εταιρεία το έτος 2001 δεν ασκούσε διαχειριστικές πράξεις κατά την χρονική περίοδο των ετών 2001 και 2002 και από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι με οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα αποδέχθηκε τα προπαρατιθέμενα στις υπό στοιχεία 6, 7 και 8 εικονικά φορολογικά στοιχεία και ούτε αποδείχθηκε ότι ο ίδιος εξέδωσε με την ιδιότητα του διαχειριστή της ανωτέρω εταιρείας στις 28.06.2002 το υπ' αριθμόν 1129/28.06.2002 Τιμολόγιο Πωλήσεως αξίας 10.661,66 € + 1.919,10 € Φ.Π.Α., που εκδόθηκε από την ανωτέρω ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία "Κ. Χ. & ΣΙΑ Ο.Ε.", με βάση το οποίο εμφανιζόταν προς τα έξω ότι η εταιρεία αυτή προέβη σε πώληση εμπορευμάτων (μετάλλων - σιδήρων) προς την εταιρεία ΓΕ.ΚΑ.Θ. Α.Τ.Ε.Ε, η οποία όμως συναλλαγή ήταν ανύπαρκτη και ως εκ τούτου το εν λόγω τιμολόγιο είναι εικονικό. Συνακόλουθα τούτων ...".
    Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, συμπληρούμενα επιτρεπτώς από το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του και ειδικότερα ως προς τα εκεί παρατιθέμενα φορολογικά στοιχεία, για τα οποία η καταδίκη, διέλαβε στην απόφασή του την απαιτούμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την πράξη της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων από κοινού και κατ' εξακολούθηση, για την οποία καταδικάσθηκαν οι ήδη αναιρεσείοντες, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του συγκεκριμένου εγκλήματος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, δυνάμει των οποίων έκανε, την υπαγωγή τους στις ανωτέρω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις τις οποίες ορθώς εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις είναι αβάσιμες αφού α] δεν ήταν αναγκαία ειδική αιτιολόγηση του δόλου, διότι αυτός ενυπάρχει στα περιστατικά που παρατίθενται προς αιτιολόγηση της πράξεως για την οποία καταδικάσθηκαν οι ήδη αναιρεσείοντες ήτοι στην παραδοχή ότι οι συναλλαγές ήταν ανύπαρκτες η οποία αιτιολογεί αρκούντος το στοιχείο της εκ μέρους των αναιρεσειόντων γνώσεως της εικονικότητας των επίμαχων φορολογικών στοιχείων, ενόψει του ότι δεν απαιτούνται πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου στη συγκεκριμένη περίπτωση, β] μετά το Νόμο 2523/1997 ο σκοπός και ο τρόπος αποκρύψεως της φορολογητέας ύλης δεν αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για την στοιχειοθέτηση της φοροδιαφυγής. Επομένως, οι λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ Δ' και Ε' ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν, συνακολούθως δε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα [άρθρο 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ.], καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου.
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 28-11-2012, αίτηση των Δ. Χ., Γ. Χ. και Κ. Χ., περί αναιρέσεως της με αριθμό 1222/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
    Καταδικάζει κάθε ένα από τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (€ 250) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος, εκ διακοσίων ενενήντα (290) Ευρώ.
    Κρίθηκε αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Απριλίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Ιουνίου 2013.
    Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ