23.4.14

ΑΠ 846/2013 (Ποιν): ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗ & ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΣΤΑ ΤΑΚΤΙΚΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ

Μη καταβολή χρεών το Δημόσιο - Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία - Φοροδιαφυγή -. Η προηγούμενη επί της προσφυγής του φορολογούμενου τελεσίδικη κρίση του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου, και στην περίπτωση που δεν ασκήθηκε τέτοια προσφυγή, η οριστικοποίηση της φορολογικής παράβασης, δεν απαιτείται, για τα εγκλήματα της παραβίασης της προθεσμίας καταβολής των χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους που είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες. Στις περιπτώσεις αυτές, η ποινική δίωξη ασκείται άμεσα με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., εφόσον δεν ασκήθηκε προσφυγή κατά του οικείου φύλλου ελέγχου. Η μηνυτήρια αναφορά πρέπει να συνοδεύεται από επικυρωμένα αντίγραφα της οικείας έκθεσης ελέγχου, της καταλογιστικής πράξης του φόρου και των στοιχείων, από τα οποία να αποδεικνύεται η οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής για την άσκηση της κατά Νόμο ποινικής δίωξης. 

Αριθμός 846/2013 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη - Εισηγήτρια, Μαρία Βασιλάκη και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες.
    Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Απριλίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου Γ. Π. του Ι., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Ματέλλα, για αναίρεση της υπ' αριθ. 11961/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Θεσσαλονίκης.
    Το Τριμελές Πλημ/κείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Απριλίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 580/2012.
    Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με το άρθρο 34 παρ.1 του ν. 3220/2004, του οποίου η ισχύς άρχισε από την 1-1-2004, και καταλαμβάνει και την παρούσα περίπτωση, αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990 και ορίζεται πλέον με αυτό ότι: "Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ".
    Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 17,18, 19 και 21 παρ.2 του Ν. 2523/1997 "ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ -ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ στη φορολογική Νομοθεσία", με την τελευταία των οποίων ορίζεται ότι η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπάγγελτα και δεν αρχίζει πριν από την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου στην προσφυγή που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής πριν την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής με την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής, προκύπτει ότι, προκειμένου περί των εγκλημάτων φοροδιαφυγής που προβλέπονται από τις πιο πάνω διατάξεις και αναφέρονται περιοριστικά και μόνον στην παράλειψη υποβολής ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης φόρου εισοδήματος (άρθρο 17), στην μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση ΦΠΑ και παρακρατουμένων φόρων, τελών ή εισφορών (άρθρο 18) και τέλος στην έκδοση ή αποδοχή πλαστών, νοθευμένων ή εικονικών φορολογικών στοιχείων (άρθρο 19), όχι δε και στην καθυστέρηση καταβολής χρεών προς το Δημόσιο (άρθρο 23 του ως άνω νόμου), από την έναρξη της ισχύος αυτού, επιβάλλεται, ως αναγκαίος όρος για τη νομότυπη δίωξη των υπ' αυτών και μόνο προβλεπομένων εγκλημάτων, στην περίπτωση μεν που έχει ασκηθεί από τον υπόχρεο προσφυγή κατά της διαπιστωθείσης φορολογικής του παράβασης, η προηγούμενη επί της προσφυγής τελεσίδικη κρίση του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου, στην περίπτωση δε που δεν ασκήθηκε τέτοια προσφυγή, η οριστικοποίηση της φορολογικής παράβασης, η έλλειψη δε της προϋπόθεσης αυτής συνιστά λόγο διακωλυτικό της ποινικής δίωξης και καθιστά αυτή σε περίπτωση άσκησής της απαράδεκτη. Η προϋπόθεση όμως αυτή, δεν απαιτείται, προκειμένου περί των εγκλημάτων, τα οποία συνίστανται στην παραβίαση της προθεσμίας καταβολής των χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους που είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες του και συνεπώς για την δίωξη αυτών δεν απαιτείται η προηγούμενη οριστικοποίηση της φορολογικής παράβασης αλλά ούτε, σε περιπτώσεις άσκησης προσφυγής από τον υπόχρεο, η τελεσίδικη επί της προσφυγής απόφαση του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου (ΑΠ 1240/2010, ΑΠ 197/2010, ΑΠ 1869/2009). Εξάλλου, η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως, εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά και στην κρίση για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών, η οποία επίσης πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση στον ισχυρισμό αυτό, συνιστά έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, εκ της οποίας ιδρύεται ιδιαίτερος λόγο αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Β' του ΚΠΔ. Όταν όμως ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός, δεν είναι νόμιμος, ή δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που αναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε να διαλάβει στην απόφασή του ιδιαίτερη αιτιολόγηση, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση απαντήσεως σε απαράδεκτο μη νόμιμο ή αόριστο ισχυρισμό, ενώ αιτιολογία για τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς, εμπεριέχεται από τα πράγματα, στην κύρια αιτιολογία της απόφασης για την ενοχή (Α.Π. 2136/2009). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
    Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος, στο εκδόν την προσβαλλομένη απόφαση δικαστήριο, προέβαλε εγγράφως ανέπτυξε δε και προφορικά, μεταξύ άλλων, τον αυτοτελή ισχυρισμό να κηρυχθεί απαράδεκτη η ποινική δίωξη διότι ασκήθηκε πριν από την τελεσίδικη κρίση του Διοικητικού δικαστηρίου επί σχετικής προσφυγής του και πάντως πριν την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 21 του ν. 2523/1997. Επί λέξει ο αυτοτελής αυτός ισχυρισμός έχει ως ακολούθως: "Σύμφωνα με το κλητήριο θέσπισμα του κ. Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, καλούμαι να εμφανισθώ ενώπιον του Δικαστηρίου Σας, κατά τη δικάσιμο της 6-10-2011 και με αριθμό πινακίου 16, προκειμένου να υποστηρίξω την έφεση μου κατά της υπ' αριθμόν 46771/2010 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία καταδικάσθηκαν σε ποινή φυλάκισης 2 ετών, κατηγορούμενος για τέλεση της πράξης της μη εμπρόθεσμης καταβολής χρεών προς το Δημόσιο κατ' εξακολούθηση. Σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 2 και 4 του Ν. 2523/1997, η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπάγγελτα. Η ποινική δίωξη δεν αρχίζει πριν την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου στην προσφυγή που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής πριν την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής με την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής. Κατ' εξαίρεση στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος Νόμου η ποινική δίωξη ασκείται άμεσα με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., εφόσον δεν ασκήθηκε προσφυγή κατά του οικείου φύλλου ελέγχου, υποβάλλει σχετική μηνυτήρια αναφορά στην αρμόδια εισαγγελική αρχή, που συνοδεύεται από επικυρωμένα αντίγραφα της οικείας έκθεσης ελέγχου, της καταλογιστικής πράξης του φόρου και των στοιχείων από τα οποία αποδεικνύεται η οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής για την άσκηση της κατά Νόμο ποινικής δίωξης. Ειδικότερα στην περίπτωση μας. Α)Η μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Νεάπολης Θεσσαλονίκης προς τον κ. Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης (ΒΜ Α2008/5826), υποβλήθηκε στις 3-9-2008 με την υπ' αριθμ. Πρωτοκόλλου 21103/3-9-2008 αίτηση ποινικής δίωξης. Μετά την υποβολή της άνω αναφοράς και με βάση αυτήν ασκήθηκε σε βάρος μου ποινική δίωξη για το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο κατ' εξακολούθηση. Κατά της ανωτέρω πράξεως επιβολής προστίμου, ήτοι 221/2006 ασκήθηκε η με αριθμό 90/15-5-2006 προσφυγή ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η τελεσιδικία της οποίας εισέτι δεν έχει συντελεσθεί. Όμως η ανωτέρω ποινι9κή δίωξη κατά τα ανωτέρω οριζόμενα καθίσταται απαράδεκτη, διότι ασκήθηκε πριν ακόμη εκδοθεί εισέτι οριστική απόφαση από το Διοικητικό Πρωτοδικείο και πριν ακόμη οριστικοποιηθεί η ένδικη διαφορά, κατά τα οριζόμενα στο ανωτέρω άρθρο 21 του Ν. 2523/1997. Κατά συνέπεια των προαναφερομένων η σε βάρος μου ασκηθείσα ποινική δίωξη, για τις ανωτέρω πράξεις, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη". Το παραπάνω δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό με την κύρια επί της ενοχής απόφασή του με την ακόλουθη αιτιολογία: "Σημειωτέον ότι ουδόλως αποδείχθηκαν οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου περί απαραδέκτου της σε βάρος του ασκηθείσας ποινικής δίωξης, συνεπώς πρέπει να απορριφθούν". Με βάση όσα αναφέρθηκαν στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη, κατ' ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων του ν. 2523/1997, δεν απαιτούνταν για την νομότυπη δίωξη και την καταδίκη για την ανωτέρω πράξη, οι κατά το άρθρο 21 παρ. 2 και 4 του Ν 2523/1997 προϋποθέσεις, όπως αυτές αναλύθηκαν ανωτέρω (προηγούμενη οριστικοποίηση της φορολογικής παράβασης ή τελεσίδικη επί της προσφυγής απόφαση του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου), επομένως, ο ως άνω, αυτοτελής ισχυρισμός, περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης, διότι ασκήθηκε πριν από την τελεσίδικη κρίση του Διοικητικού δικαστηρίου επί σχετικής προσφυγής του κατηγορουμένου και πάντως πριν την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, δεν ήταν νόμιμος.
    Συνεπώς το δικαστήριο, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, πολύ περισσότερο δε, να διαλάβει στην απόφασή του ιδιαίτερη αιτιολόγηση, στον κατά τα άνω, μη νόμιμο ισχυρισμό, σύμφωνα με όσα επίσης στη νομική σκέψη αναφέρθηκαν, εκ περισσού δε, με την προαναφερθείσα αιτιολογία, απέρριψε αυτόν. Κατ' ακολουθία, δεν πάσχει η απορριπτική του αιτήματος αυτού, ως άνω, απόφαση, από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και δεν ιδρύθηκε ο από το άρθρο 510 παρ.1 Δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως και ο Β' λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 82 παρ.1 και 2 εδ. α' ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1του Ν. 3904/2010, η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που δεν υπερβαίνει το ένα έτος μετατρέπεται σε χρηματική ποινή ή πρόστιμο. Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από ένα έτος και δεν υπερβαίνει τα δύο μετατρέπεται σε χρηματική, εκτός εάν ο δράστης είναι υπότροπος και το δικαστήριο με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του κρίνει ότι απαιτείται η μη μετατροπή της για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιοποίνων πράξεων ... Το ποσό της μετατροπής καθορίζεται με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση, αφού ληφθεί υπόψη η οικονομική κατάσταση του καταδικασμένου. Κατά την παρ.3 του ίδιου άρθρου κάθε ημέρα φυλάκισης υπολογίζεται σε ποσό από τρία (3) ευρώ έως εκατό (100) ευρώ και κάθε ημέρα κράτησης σε ποσό από ένα (1) ευρώ έως τριάντα (30) ευρώ ... Οι διατάξεις περί μετατροπής της ποινής φυλάκισης ή κράτησης σε χρηματική τόσο ως προς το όριο μετατροπής, όσο και ως προς το ποσό μετατροπής, καθώς και περί μετατροπής σε κοινωφελή εργασία, είναι ουσιαστικού δικαίου, και συνεπώς εφαρμόζεται πάντοτε το ηπιότερο περί μετατροπής δίκαιο και εφαρμόζεται ex tunc ο ευμενέστερος μεταγενέστερος νόμος κατά το άρθρο 2 του ΠΚ. Για τις πράξεις που τελέσθηκαν μετά την 23-12-2010, ημερομηνία έναρξης ισχύος του Ν. 3904 /2010, το ποσό μετατροπής είναι από 3-100 ευρώ για τη φυλάκιση με βάση τον προαναφερθέντα νόμο. Για τις πράξεις που τελέσθηκαν μετά την 29-6-2008, το ποσό μετατροπής είναι από 10-60 ευρώ, για τη φυλάκιση με βάση την υπ' αριθ. 50492/2008 κοινή Υπουργική Απόφαση Υπ. Οικονομικών και Δικαιοσύνης, ενώ, για αυτές που τελέσθηκαν από 29-11-2006 μέχρι 29-6-2008, το ποσό μετατροπής ανερχόταν για κάθε ημέρα φυλάκισης από 5-59 ευρώ, σύμφωνα με την υπ' αριθ. 58554/2006 Υπουργική Απόφαση που είχε δημοσιευθεί στο ΦΕΚ Β 776/28-10-2006 με ισχύ ένα μήνα μετά τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Για τις πράξεις που είχαν τελεσθεί προηγούμενα, το ποσό μετατροπής για κάθε ημέρα φυλάκισης ανερχόταν από 4,40-59 ευρώ σύμφωνα με την Υπουργική Απόφαση 134423 α /8-12-1992 Υπουργική απόφαση (ΦΕΚ Β 11/20-1-1993). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών, το δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, καταδίκασε τον κηρυχθέντα ένοχο, ήδη αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο, σε ποινή φυλακίσεως 12 μηνών, αφού έκρινε, ότι δεν συνέτρεχε νόμιμη περίπτωση να ανασταλεί η εκτέλεση της παραπάνω ποινής φυλακίσεως των 12 μηνών, σύμφωνα με το άρθρο 99 ΠΚ, λόγω προηγούμενης καταδίκης του αμετάκλητα, σε στερητικές της ελευθερίας ποινές το σύνολο των οποίων υπερέβαινε το ένα έτος και περαιτέρω, αφού έλαβε υπόψη του την οικονομική κατάσταση του καταδικασθέντος, μετέτρεψε σύμφωνα με το άρθρο 82 § 3 ΠΚ όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ως άνω Ν. 3904/2010 την παραπάνω ποινή φυλακίσεως σε χρηματική με υπολογισμό κάθε ημέρας φυλακίσεως προς δέκα (10) ευρώ. Με τις παραδοχές αυτές, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές διατάξεις του άρθρου 82 του Π.Κ. το δικαστήριο της ουσίας, αφού ο παραπάνω Ν. 3904/2010 που ορίζει ελάχιστο όριο μετατροπής τα 3 ευρώ, κατά τα εκτεθέντα, είναι ευμενέστερος από την προαναφερθείσα υπ' αριθ. 134423 α/ 8-12-92 υπουργική απόφαση, αλλά και από την 58554/2006 υπουργική απόφαση που ίσχυαν κατά το χρόνο τέλεσης της ως άνω αξιόποινης πράξης (1-8-2006 έως 31-3-2007), που πρόβλεπαν η μεν πρώτη ελάχιστο όριο ποινής 4,40 Ευρώ, η δε δεύτερη 5 ευρώ, όπως προαναφέρθηκε. Επομένως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται η απόφαση του Δικαστηρίου της ουσίας για εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικών διατάξεων ως προς τη μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής. Κατ' ακολουθία όλων των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσία η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την από 12-4-2012, υπ' αριθμό πρωτ. 9/2012, αίτηση, του Γ. Π. του Ι., κατοίκου ..., για αναίρεση, της με αριθμό, 11961/2011, αποφάσεως του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και
    Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) Ευρώ.
    Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαΐου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Μαΐου 2013.
    Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ