Εταιρεία (Ε.Π.Ε.) - Προσωρινή διοίκηση
-. Διορίζεται από το δικαστήριο μόνο σε δύο περιπτώσεις σύμφωνα με το
άρθρο 69 Α.Κ. Ε.Π.Ε. Λύεται με δικαστική απόφαση (διαπλαστική) για
σπουδαίο λόγο. Ύστερα από αίτηση ενός ή και περισσότερων εταίρων που να εκπροσωπούν όμως το 1/10 του εταιρικού κεφαλαίου. Διάδικος σε δίκες που αφορούν τις υποχρεώσεις και απαιτήσεις από τη δράση της εταιρίας είναι η ίδια η εταιρία και όχι ο διαχειριστής της, στο όνομα δε της εταιρίας εγείρεται ή κατ' αυτής απευθύνεται η σχετική αγωγή. Αν ο εταίρος που βρίσκεται σε αντιδικία με την εταιρία είναι συγχρόνως και διαχειριστής, τότε διορίζεται προσωρινός διαχειριστής (69 ΑΚ). Εταίρος εγείρει αγωγή κατά της ΕΠΕ και ζητεί την λύση της εταιρίας για σπουδαίο λόγο που οφείλεται σε υπαιτιότητα του διαχειριστή. Στην περίπτωση αυτή δεν βρίσκονται εξ ορισμού αντίθετα η εταιρία και ο διαχειριστής. Σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ διαχειριστή και εταιρίας. Περιπτώσεις. Δεν υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων όταν μεταξύ εταίρων
και διαχειριστή υπάρχει διαφορά ως προς τα μέσα για την επιδίωξη ενός
επιχειρηματικού στόχου ή την σκοπιμότητα μιας επιχειρηματικής ενέργειας.
Ακόμα και αν υπάρχουν σφάλματα του διαχειριστή περί τη διαχείριση δεν
συντρέχει από το λόγο αυτό σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ διαχείρισης και εταιρίας του άρθρου 69ΑΚ. Συνεχείς διενέξεις με αδύνατη συνεργασία μεταξύ των εταίρων. Συνιστούν σπουδαίο λόγο για έξοδο εταίρου αλλά και δικαστική λύση της εταιρίας. Περιστατικά.
ΕφΠατρών 78/2011
Κατά τη διάταξη του άρθρου 69 ΑΚ. που έχει
εφαρμογή και στις εμπορικές εταιρίες, όπως η Ε.Π.Ε. (άρθρ. 3 παρ.1
ν.3190/1955), το δικαστήριο μόνο σε δύο περιπτώσεις διορίζει προσωρινή
διοίκηση νομικού προσώπου και συγκεκριμένα, α) όταν λείπουν τα πρόσωπα
που απαιτούνται για τη διοίκηση του, τούτο δε συμβαίνει σε περίπτωση
θανάτου, βαριάς ασθένειας, μακράς απουσίας, απαγόρευσης, ανάκλησης,
έκπτωσης, λήξης θητείας, μονίμων διαφωνιών μεταξύ των διοικούντων και
εντεύθεν αδυναμίας λήψης απόφασης κ.λ.π. και β) όταν συγκρούονται τα
συμφέροντα των προσώπων που ασκούν τη διοίκηση με τα συμφέροντα του
νομικού προσώπου.
Τέτοια περίπτωση, όπως συνάγεται από το άρθρ. 66
του Α.Κ., συντρέχει και όταν ασκείται αγωγή και διεξάγεται οποιασδήποτε
φύσεως δίκη για διαφορά των διοικούντων το νομικό πρόσωπο προσώπων και
αυτού (ΑΠ 538/1998 Ελ.Δνη 39.1606, Α.Π. 1280/1993 Ελ.Δνη 36.169).
Περαιτέρω κατά το άρθρο 44 παρ.1 εδ. γ' του
ν.3190/1955 η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης (Ε.Π.Ε.) λύεται με
δικαστική απόφαση (διαπλαστική) για σπουδαίο λόγο, ύστερα από αίτηση
ενός ή περισσοτέρων από τους εταίρους που να εκπροσωπούν όμως το 1/10
του εταιρικού κεφαλαίου τουλάχιστον.
Κατά το άρθρ.18 του ιδίου νόμου οι
διαχειριστές εκπροσωπούν την εταιρεία και ενεργούν στο όνομα της όλες
τις πράξεις διαχειρίσεως και διαθέσεως σε κάθε περίπτωση που ανάγεται
στο σκοπό της εταιρικής επιχείρησης. Διάδικος όμως στις δίκες που
αφορούν τις υποχρεώσεις και τις απαιτήσεις που παράγονται από τη δράση
της εταιρείας αυτής είναι η ίδια η εταιρεία και όχι ο διαχειριστής της,
στο όνομα δε της εταιρείας εγείρεται ή κατ' αυτής απευθύνεται η σχετική
αγωγή και συνεπώς η εταιρεία παίρνει ανάλογα με την περίπτωση τη θέση
ενάγοντος και εναγομένου και στην περίπτωση ακόμη που βρίσκεται σε
αντιδικία με κάποιον από τους εταίρους.
Αν ο εταίρος που βρίσκεται σε αντιδικία με
την εταιρεία είναι συγχρόνως και διαχειριστής της διορίζεται προσωρινός
διαχειριστής σύμφωνα με το άρθρ. 69 Α.Κ. για να υποδεχθεί την αγωγή στο
όνομα της εταιρείας και να την εκπροσωπήσει στο δικαστήριο, γιατί τα
συμφέροντα της συγκρούονται προφανώς με τα συμφέροντα του διαχειριστή
εταίρου που αντιδικεί με αυτήν και ζητεί τη λύση της (Εφ.Αθ. 4623/1999
Ελ.Δνη 42.214, Εφ.Αθ. 1939/1986 Ελ.Δνη 27.1132).
Δεν συντρέχει όμως ο ίδιος λόγος και στην
περίπτωση που μη διαχειριστής εταίρος εταιρείας περιορισμένης ευθύνης
εγείρει αγωγή κατά της εταιρείας και ζητεί τη λύση της λόγω σπουδαίου
λόγου που οφείλεται σε υπαιτιότητα του διαχειριστή, αφού τότε η δίκη δεν
ανοίγεται μεταξύ του νομικού προσώπου αφενός και του διαχειριστή
αφετέρου, όπως απαιτεί το άρθρ. 66 Α.Κ. για να μπορεί να ζητηθεί ο
διορισμός προσωρινού διαχειριστή, αλλά μεταξύ του νομικού προσώπου και
του τρίτου, όπως θεωρείται ο ενάγων εταίρος ως προς τις σχέσεις
διαχειριστή και εταιρείας.
Στην περίπτωση δε αυτή διαχειριστής και
εταιρεία δεν βρίσκονται εξ ορισμού σε αντίπαλες πλευρές, ώστε να γίνεται
δεκτή η αίτηση διορισμού προσωρινού διαχειριστή άνευ εταίρου, αλλά
βρίσκονται και οι δύο απέναντι στον ενάγοντα και δεν τεκμαίρεται
σύγκρουση, αλλά αντίθετα είναι πολύ πιθανή η συνταύτιση και συμπόρευση
των συμφερόντων της εταιρείας με τα ατομικά συμφέροντα του διαχειριστή, ο
οποίος μπορεί κάλλιστα, μάλιστα όταν είναι και ο ίδιος εταίρος και
ιδιαίτερα επί διμελούς εταιρείας να επιθυμεί και να επιδιώκει την
απόκρουση της αγωγής, τη διατήρηση της εταιρείας και την ευόδωση του
σκοπού της.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η επέμβαση της
δικαστικής εξουσίας στην αυτοδιοίκηση των νομικών προσώπων ιδιωτικού
δικαίου συμβιβάζεται με τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα των
ελλήνων να συνιστούν ενώσεις και σωματεία (άρθρ. 12 Συντάγματος) και να
συμμετέχουν στην οικονομική ζωή της χώρας (άρθρ. 5 Συντάγματος) μόνο αν
δεχθούμε ότι η διάταξη του άρθρ. 69 Α.Κ. αποτελεί εξαιρετικό δίκαιο,
ώστε να ερμηνεύεται στενά και να εφαρμόζεται μόνο σε περιπτώσεις
απόλυτης ανάγκης (βλ.Νικ.Παπαντωνίου Γενικές Αρχές έκδ. 1983 σελ. 148).
Έτσι τα Δικαστήρια περιορίζονται μόνο στη
διάγνωση της ανυπαρξίας της διοίκησης από λόγους πραγματικούς ή νομικούς
της ύπαρξης περίπτωσης σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ των διαχειριστών
και του νομικού προσώπου της εταιρείας.
Τέτοια περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων
υφίσταται γενικά σε κάθε υπόθεση, κατά την οποία οι διαχειριστές έχουν
ίδιο συμφέρον αντίθετο προς αυτό του νομικού προσώπου της εταιρείας και
κωλύονται να την αντιπροσωπεύσουν ώστε να εξασφαλιστεί η παρουσία
ενεργούς διοίκησης (Ολ.Α.Π. 297/1972 ΝοΒ 20.1043).
Επίσης σύγκρουση συμφερόντων υφίσταται και
στην περίπτωση διενέργειας πράξεως ανταγωνιστικού προς την εταιρεία από
το διαχειριστή της, όπως π.χ. ίδρυση και συμμετοχή σε άλλη εταιρεία
ανταγωνιστική εκείνης την οποία διοικεί ,επιδίωξη συμφερόντων τρίτων σε
βάρος των συμφερόντων αυτής και γενικά όταν παραβιάζεται η υποχρέωση
ιδιαίτερης αφοσιώσεως και πίστης που αυτός οφείλει να έχει στην εταιρεία
(άρθρ. 20 ν. 3190/1955).
Συνεπώς στην έννοια της σύγκρουσης
συμφερόντων δεν υπάγεται η περίπτωση όταν μεταξύ των διαχειριστών
εταίρων και των λοιπών εταίρων υπάρχει διαφορά απόψεων ως προς τα μέσα
για την επιδίωξη ενός επιχειρηματικού στόχου ή την σκοπιμότητα μιας
επιχειρηματικής ενέργειας, ούτε όταν γίνεται κακή διαχείριση των
εταιρικών υποθέσεων και οι μη διαχειριστές εταίροι αποδίδουν στους
διαχειριστές παράβαση των νόμων ή κακή διαχείριση ή άρνηση επιβαλλόμενης
ενέργειας ή άρνηση τους να λογοδοτήσουν. Οπότε ακόμη και αν υπάρχουν
σφάλματα του διαχειριστή περί τη διαχείριση, δεν συντρέχει από το λόγο
αυτό σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ διαχειριστή και εταιρείας και δεν
συγχωρείται εφαρμογή του άρθρ. 69 Α.Κ.(Α.Π. 765/2005 Ελ.Δνη 46.1112,
Εφ.Αθ. 2533/2004 Ελ.Δνη 45.1698).
Η σοβαρή διαταραχή των προσωπικών και
εταιρικών σχέσεων των εταίρων και οι συνεχείς διενέξεις τους λόγω των
οποίων γίνεται αδύνατη η μεταξύ τους συνεργασία συνιστά σπουδαίο λόγο
εξόδου, αλλά και δικαστικής λύσης της εταιρείας (άρθρ. 33 και 44 ν.
3190/1955, Α.Π. 1127/1988 ΕμπΔ 1990.253, Ελ.Δνη 1990.328).
Έτσι στην περίπτωση αυτή ο βλαπτόμενος
εταίρος μπορεί να ενάγει εάν θέλει την εταιρεία προς λύση της, αλλά η
τελευταία εκπροσωπείται κανονικά στη σχετική δίκη από τον καταστατικό ή
εκλεγμένο διαχειριστή της (Εφ. Θεσ. 919/2004 ΕεμπΔ 2005.321).
Στην προκειμένη περίπτωση με την αίτηση της
η εφεσίβλητη-αιτούσα μη διαχειρίστρια εταίρος της καθής η αίτηση Ε.Π.Ε.
ισχυρίζεται ότι έχει ασκήσει αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου
Πατρών κατά της καθής εταιρείας με την οποία ζητεί τη λύση της από
σπουδαίο λόγο, αναγόμενο σε υπαιτιότητα της δεύτερης των καθών
διαχειρίστριας εταίρου με την οποία συμμετέχουν στην εταιρεία σε ποσοστό
50% καθεμία και συγκεκριμένα λόγω κακής διαχειρίσεως των εταιρικών
υποθέσεων από την τελευταία που οδήγησε σε διαφωνία τους ως προς τον
τρόπο επιδίωξης του επιχειρηματικού στόχου της εταιρείας που αφορά τη
λειτουργία και εκμετάλλευση ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων Ι.Ι.Ε.Κ. και τη
σκοπιμότητα επιχειρηματικής ενέργειας για την ανέγερση
κτιρίου-εκπαιδευτηρίου που προέβη η καθής διαχειρίστρια καθώς και τη μη
έγκριση του ισολογισμού της χρήσης 2008, αφού η ίδια διαχειρίστρια
αρνείται να την ενημερώσει αναλυτικά για τα οικονομικά-μεγέθη του
ισολογισμού ώστε να καταστεί δυνατός ο έλεγχος της ορθότητας των
εγγραφών. Ζητεί δε να διοριστεί προσωρινός διαχειριστής της καθής
εταιρείας τρίτο πρόσωπο προκειμένου να υποδεχθεί την ως άνω αγωγή περί
λύσεως της για σπουδαίο λόγο και να την εκπροσωπήσει στη σχετική δίκη
που θα ακολουθήσει, επικαλούμενη ότι από τον προαναφερόμενο λόγο υπάρχει
σύγκρουση συμφερόντων της εταιρείας της οποίας η ενάγουσα είναι απλή
εταίρος με την άλλη εταίρο διαχειρίστρια αυτής, ώστε η τελευταία να
αδυνατεί να την εκπροσωπήσει στη δίκη.
Σύμφωνα όμως με όσα αναφέρθηκαν στην
προηγούμενη νομική σκέψη η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, αφού
με βάση το παραπάνω ιστορικό η αντιδικία που δημιουργείται δεν είναι
μεταξύ της εταιρείας και της εταίρου διαχειρίστριας αυτής για να
συντρέχει περίπτωση διορισμού προσωρινού διαχειριστή λόγω σύγκρουσης
συμφερόντων, αλλά την αγωγή ασκεί η αιτούσα μη διαχειριστής εταίρος κατά
της καθής η αίτηση εταιρείας Ε.Π.Ε., η οποία εκπροσωπείται νόμιμα από
την άλλη εταίρο καταστατική διαχειρίστρια αυτής, Α.Χ, η οποία είναι η
μόνη που εκφράζει την αντίθετη βούληση περί διατηρήσεως του νομικού
προσώπου της εταιρείας, οπότε είναι προφανές ότι τα συμφέροντα αυτής
ταυτίζονται και συμπορεύονται με εκείνα της εταιρείας.
Επίσης ακόμη και αν τα εκτιθέμενα στην
ένδικη αίτηση πραγματικά περιστατικά ήθελε θεωρηθούν αληθινά και
υπάρχουν όντως σφάλματα και κακή διαχείριση και υφίστανται ατασθαλίες
στις λογιστικές εγγραφές του ισολογισμού της Ε.Π.Ε. εκ μέρους της
διαχειρίστριας εταίρου, αυτά δεν συνιστούν λόγο σύγκρουσης συμφερόντων
μεταξύ της καθής εταιρείας και της εταίρου διαχειρίστριας αυτής που να
δικαιολογούν το διορισμό προσωρινού διαχειριστή όπως αναλύεται στην
προηγούμενη νομική σκέψη. Έπρεπε συνεπώς η αίτηση να απορριφθεί ως μη
νόμιμη. Το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε την αίτηση νόμιμη και
στη συνέχεια δέχθηκε αυτή και κατ' ουσία, εσφαλμένα ερμήνευσε και
εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου που διέπουν
την ένδικη περίπτωση.
Επομένως ο σχετικός λόγος εφέσεως με τον
οποίο οι εκκαλούσες παραπονούνται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή
του νόμου πρέπει να γένει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος, όπως και η υπό
κρίση έφεση και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση.