24.4.14

ΕφΛαρίσης 373/2011: ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΣΦΑΓΕΙΑ-ΡΥΠΑΝΣΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ-ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ



Προσωπικότητα - Προσβολή προσωπικότητας - Προστασία περιβάλλοντος – Ρύπανση περιβάλλοντος - Δημοτικά σφαγεία - Ζώα - Κατάχρηση δικαιώματος - Κατάσταση ανάγκης -. Η παράνομη παραβίαση του φυσικού περιβάλλοντος, ως αυτοτελώς προστατευόμενου κοινόχρηστου αγαθού, συνιστά προσβολή της προσωπικότητας, εκτός του ότι η ρύπανση συνιστά και ποινικά κολάσιμη πράξη. Λόγο άρσης του παράνομου χαρακτήρα της προσβολής συνιστά και η ενάσκηση νομίμου δικαιώματος προστατευομένου ως υπέρτερου της προσωπικότητας, καθώς και η κατάσταση ανάγκης, που υπάρχει όταν οι περιστάσεις έχουν δημιουργήσει τέτοια κατάσταση, ώστε να υπάρχει σύγκρουση δύο έννομων αγαθών που, υπό κανονικές συνθήκες, είναι άσχετα μεταξύ τους. Επί παράνομης προσβολής προσωπικότητας, ικανοποίηση ηθικής βλάβης, εφόσον υπάρχει πταίσμα του προσβολέα. Επί κατάχρησης δικαιώματος μόνη η μακρόχρονη αδράνεια του δικαιούχου και η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα, δεν αρκεί, εκτός αν συνοδεύεται από προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, που, μεταβάλλοντας στάση, επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή παγιωθείσας κατάστασης με πρόκληση δυσμενών επιπτώσεων. Παράνομη προσβολή προσωπικότητας εκ της λειτουργίας δημοτικών σφαγείων, όπου, κατά παράβαση της νομοθεσίας για τους όρους λειτουργίας, δεν αποτεφρώνονται τα στερεά υποπροϊόντα σφαγής των ζώων αλλά απορρίπτονται ανεξέλεγκτα σε κοίτη ποταμού σε διανοιγέντες λάκκους χωρίς επιχωμάτωση και το αίμα των ζώων δεν συγκεντρώνεται σε ειδικές δεξαμενές, λύματα δε και απόβλητα διοχετεύονται σε εγκαταστάσεις βιολογικού σταθμού του σφαγείου και από εκεί σε χείμαρρο που διέρχεται παραπλεύρως της οικίας των εναγόντων, με αποτέλεσμα ρύπανση του περιβάλλοντος και κίνδυνο υγείας των κατοίκων. Ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και συντρέχοντος πταίσματος των εναγόντων διότι, ενώ γνώριζαν ότι τα σφαγεία λειτουργούν παράνομα και προκαλούν ρύπανση, ανήγειραν οικία στην περιοχή, χωρίς ποτέ να διαμαρτυρηθούν. Απόρριψη ενστάσεων αφενός μεν ελλείψει αιτιώδους συνδέσμου, έστω και αν οι ενάγοντες τελούσαν σε γνώση της κατάστασης, αφετέρου δε διότι η προσβολή περιβαλλοντικών αγαθών συνιστά προσβολή της ζωής και υγείας του ανθρώπου, που είναι υπέρτερα της οικονομικής εξέλιξης της εναγόμενης.

373/2011 

Κατά της 28/2009 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 15-6-2007 (και με αριθ. καταθ. 198/2007) αγωγής των εναγόντων, Ι. Θ. και Ε. Π., κατά της εναγομένης, Δημοτικής Επιχείρησης Ανάπτυξης Κ. «ΔΕΑΚ» και δέχθηκε κατά ένα μέρος και ως ουσία βάσιμη την αγωγή, άσκησε η εναγομένη, Δημοτική Επιχείρηση, ως εν μέρει ηττηθείσα στη δίκη, την από 3-4-2005 (και με αριθ. καταθ. 48/2009) έφεση κατά των αντιδίκων της εναγόντων ζητώντας, για τους λόγους ειδικότερα που διαλαμβάνονται στο εφετήριο έγγραφο, η εκκαλουμένη απόφαση να εξαφανισθεί, προκειμένου η αγωγή να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν. Η έφεση νομότυπα και εμπρόθεσμα ασκήθηκε (άρθρ. 495 επ., 511, 513, 516, 517, 518 § 2, 520 § 1 ΚΠολΔ). Πρέπει επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί από άποψη παραδεκτού και βασιμότητας των λόγων της κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρ. 533 § 1 ΚΠολΔ).
    Κατά τη διάταξη του άρθρου 57 εδ. α του ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Με τη διάταξη αυτή προστατεύεται το δικαίωμα της προσωπικότητας ως πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου, με τα οποία είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά, είναι μεταξύ άλλων, και η ζωή, η υγεία και η σωματική ακεραιότητα. Ως εκ τούτου η προστασία της ΑΚ 57 επεκτείνεται και στις περιπτώσεις προσβολής των περιβαλλοντικών αγαθών, δηλαδή των αγαθών του φυσικού και τεχνητού περιβάλλοντος, στο οποίο ανήκουν κατά μεγάλο μέρος τα κοινά σε όλους και τα κοινόχρηστα πράγματα, των οποίων η χρήση και οι απ’ αυτά ωφέλειες αφορούν άμεσα τη ζωή και την υγεία του ανθρώπου και συνιστούν βασικά στοιχεία για την εξασφάλιση ποιότητας ζωής. Το δικαίωμα χρήσης των περιβαλλοντικών αγαθών και των απ’ αυτά ωφελειών αναγνωρίζεται ως αυτοτελής εκδήλωση του δικαιώματος της προσωπικότητας. Πρόκειται, όμως, και για την ιδιωτικού δικαίου έκφανση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος στο περιβάλλον (άρθρ. 24 §1 του Συντάγματος), όπως αυτό έμμεσα τριτενεργεί μέσω της ΑΚ 57 και 966 επ. (βλ. Δεληγιάννη, Δνη 38,495, Καρακώστα, Περιβάλλον και ΑιστικΔικ, 38 επ., Κασιμάτη, Το Σ1981/25, Βαθρακοκοίλη, ΕρνομΑΚ 57 αριθ. 11, σελ. 271-272). Για να γεννηθεί αξίωση προστασίας από προσβολή της προσωπικότητας κατά την ΑΚ 57 που επιβάλλει την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη. Η αναγωγή δε του φυσικού περιβάλλοντος σε αυτοτελώς προστατευόμενο κοινόχρηστο αγαθό καθιερώνει κοινωνικό δικαίωμα επί του περιβάλλοντος και η παράνομη παραβίαση του δικαιώματος απόλαυσης των περιβαλλοντικών αγαθών συνιστά παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του παρεμποδιζομένου (βλ. ΑΠ 1731/2006 Δνη 2007, 204). ’λλωστε, η ρύπανση ή υποβάθμιση του περιβάλλοντος με πράξη ή παράλειψη συνιστά και ποινικά κολάσιμη πράξη, η οποία τιμωρείται, με τη διάταξη του άρθρου 28 του Ν. 1650/1986 σε βαθμό πλημμελήματος και, σε περίπτωση βαριάς σωματικής βλάβης ή θανάτου ανθρώπου, σε βαθμό κακουργήματος. Λόγο άρσεως του παρανόμου χαρακτήρα της προσβολής της προσωπικότητας συνιστά και η ενάσκηση νομίμου δικαιώματος προστατευομένου κατά προτίμηση έναντι εκείνου της προσωπικότητας στη συγκεκριμένη έκφανση της που προσβλήθηκε (βλ. ΑΠ 1459/2006 Δνη 2009, 1744, Γεωργιάδη, Ενοχ. Δικ. Γεν. Μέρος, εκδ. 1999, § 60, αριθ. 38, σελ. 604). Λόγο, επίσης, άρσεως του παρανόμου συνιστά και η προβλεπομένη στην ΠΚ 25 κατάσταση ανάγκης (βλ. και Κορνηλάκη, Ειδ. Ενοχ. Δικ., Τομ. Ι έκδ. 2002, σελ. 504). Κατά τη διάταξη του άρθρου 25 § 1 ΠΚ, δεν είναι άδικη η πράξη που τελεί κάποιος για να αποτρέψει παρόντα και αναπότρεπτο με άλλα μέσα κίνδυνο, ο οποίος απειλεί το πρόσωπο ή την περιουσία του ιδίου ή κάποιου άλλου, χωρίς δική του υπαιτιότητα, αν η βλάβη που προκλήθηκε στον άλλο είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος και τη σπουδαιότητα από τη βλάβη που απειλήθηκε. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι κατάσταση ανάγκης υπάρχει όταν οι περιστάσεις έχουν δημιουργήσει μια τέτοια κατάσταση, ώστε να υπάρχει σύγκρουση ανάμεσα σε δύο έννομα αγαθά που, υπό κανονικές συνθήκες, είναι άσχετα μεταξύ τους (βλ. Κοτσαλή, ΠοινΔ ΓΜ Ι, σελ. 329). Εισάγεται δε η αρχή της επιταγής του υπέρτερου συμφέροντος (βλ. Κοτσαλή ΠοινΔ ΓΜ 2007, σελ. 481). Έτσι, για την άρση του αδίκου απαιτείται η βλάβη να είναι σημαντικώς κατώτερη κατ’ είδος και σπουδαιότητα από την απειληθείσα στο έννομο αγαθό που κινδύνευσε (βλ. ΑΠ 1983/2001 Πχρ ΝΒ, 787). Στην ιεραρχική δε των εννόμων αγαθών ανώτερη θέση σε κάθε περίπτωση δίνεται στα αγαθά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας έναντι των περιουσιακών αγαθών (βλ. ΕφΚερκ. 214/1991 ΠΧρ ΜΒ, 311, Μπουρόπουλο Α, σελ. 79, Κοτσαλή, ΠοινΔ ΓΜ Ι, σελ. 343). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 59 του ΑΚ, στην περίπτωση των δύο προηγουμένων άρθρων (στα οποία περιλαμβάνεται και το άρθρο 57) το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και, αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται ότι σε περίπτωση παράνομης προσβολής της προσωπικότητας, ο προσβληθείς δικαιούται και την ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης. Προς τούτο, όμως, απαιτείται πταίσμα του προσβολέα, αρκεί δε κάθε είδους υπαιτιότητα από δόλο ή αμέλεια (βλ. ΑΠ 408/2007 Δνη 49,201, ΑΠ 1987/2007 Δνη 2008, 501, ΑΠ 1897/2006 Δνη 2007, 861, ΑΠ 1143/2003 Δνη 46, 394). Εξάλλου, κατά το άρθρο 300 § 1 εδ. α ΑΚ, αν εκείνος που ζημιώθηκε συνετέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, όταν υπάρχει ζημιογόνο γεγονός από το οποίο πηγάζει ευθύνη του ζημιώσαντος για αποζημίωση, αν στην επέλευση ή στην έκταση της ζημίας συνετέλεσε και πταίσμα του ζημιωθέντος, απόκειται στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου της ουσίας να μην επιδικάσει καθόλου αποζημίωση ή να μειώσει το ποσόν της ή να επιδικάσει ολόκληρη την αποζημίωση. Πρέπει όμως η πράξη του ζημιωθέντος να έχει συντελέσει στην πρόκληση της ζημίας και να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος της υπαίτιας πράξης του ζημιωθέντος με την πρόκληση ή την έκταση της ζημίας. Τέτοια αιτιώδης συνάφεια υπάρχει όταν η πιο πάνω πράξη ή παράλειψη του ζημιωθέντος, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν ικανή και μπορούσε να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα (βλ. ΑΠ 867/2001 Δνη 2002, 764, ΑΠ 619/2003 ΕΕΝ 61,415). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου πριν από την άσκησή του, καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο διάστημα που μεσολάβησε, δεν δικαιολογούν τη μεταγενέστερη άσκησή του και καθιστούν αυτή μη ανεκτή κατά τις περί δικαίου αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Μόνη η αδράνεια του δικαιούχου για την άσκηση του δικαιώματος επί χρόνιο μικρότερο από την παραγραφή, καθώς και η καλόπιστη πεποίθηση του υποχρέου ότι δεν υπάρχει δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί εναντίον του, έστω και αν δημιουργήθηκε από την αδράνεια του δικαιούχου, δεν αρκεί καταρχήν να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος. Αν όμως η αδράνεια συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις που συνδέονται με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος, μεταβάλλοντας τη στάση του, επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης που έχει ήδη διαμορφωθεί και παγιωθεί, με αποτέλεσμα να επέρχονται δυσμενείς για τα συμφέροντα του υποχρέου επιπτώσεις, χωρίς να είναι απαραίτητο να προκαλούνται αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον ίδιο συνέπειες, τότε η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη (βλ. ΟλΑΠ 33/2005, ΟλΑΠ 7/2002, ΟλΑΠ 8/2001, ΟλΑΠ 19/1998, ΟλΑΠ 17/1995 παγ.νμλγ). Οι πράξεις, όμως, του υποχρέου και η κατάσταση που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού είναι ανάγκη να τελούν σε αιτιώδη σχέση προς την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστης, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος (βλ. ΟλΑΠ 62/1990 ΝοΒ 1991, 389, ΑΠ 701/2009 Δνη 2009, 1026).
    Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι, με την άνω αγωγή για την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ισχυρίσθηκαν ότι είναι κύριοι, νομείς και κάτοχοι οικοπέδου που βρίσκεται στη θέση «Μ.» Κ., εντός του οποίου έχουν ανεγείρει οικία, στην οποία και κατοικούν από τον Οκτώβριο του έτους 2006. Ότι σε απόσταση 250 μ. από την οικία τους βρίσκονται τα δημοτικά σφαγεία Κ. που εκμεταλλεύεται η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, Δημοτική Επιχείρηση Ανάπτυξης Κ. Ότι κατά παράβαση της κείμενης νομοθεσίας για τους όρους λειτουργίας των σφαγείων η εναγομένη, δια των αρμοδίων οργάνων της, κατά τη λειτουργία των επιδίκων σφαγείων, δεν αποτεφρώνει τα στερεά υποπροϊόντα της σφαγής των ζώων αλλά τα απορρίπτει ανεξέλεγκτα στην κοίτη του Πηνειού ποταμού σε διανοιγέντες για το σκοπό αυτό λάκκους, χωρίς να τους καλύπτει με χώμα, το δε αίμα από τη σφαγή των ζώων δεν συγκεντρώνει σε ειδικές δεξαμενές, ως έχει υποχρέωση, αλλά το διοχετεύει στις εγκαταστάσεις του βιολογικού σταθμού του σφαγείου και από εκεί στο χείμαρρο «Κ.» που διέρχεται παραπλεύρως της οικίας των εναγόντων. Ότι τούτο έχει ως αποτέλεσμα τη ρύπανση και υποβάθμιση του περιβάλλοντος, με κίνδυνο για την υγεία των εναγόντων και των άλλων κατοίκων της περιοχής. Συνεπώς, συντρέχει περίπτωση παράνομης προσβολής της προσωπικότητας των εναγόντων, οι οποίοι παράλληλα υφίστανται και ηθική βλάβη. Γι’ αυτό, ζήτησαν, σύμφωνα με όσα ειδικότερα εκτίθενται στην αγωγή, να υποχρεωθεί η εναγομένη να άρει την προσβολή και να παραλείψει αυτήν στο μέλλον, με απειλή χρηματικής ποινής για κάθε παραβίαση της υποχρέωσής της και, κατόπιν περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής, να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει σε κάθε ενάγοντα, για την ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, το ποσόν των 81.000 ευρώ. Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή είναι αρκούντως ορισμένη διότι περιέχει όλο τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη στοιχεία, τα οποία είναι αναγκαία, κατ’ άρθρ. 216 ΚΠολΔ, προς θεμελίωση αυτής στις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ. Όσον δε αφορά την υπαιτιότητα που απαιτείται για την χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατ’ άρθρ. 59, αυτή δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται πανηγυρικά στην αγωγή, προκύπτει δε στην προκειμένη περίπτωση σαφώς εκ του όλους περιεχομένου της κρινόμενης αγωγής, βάσει του οποίου η επίμαχη ρύπανση και υποβάθμιση του περιβάλλοντος που προσέβαλε την προσωπικότητα των εναγόντων, δεν οφειλόταν σε τυχαίο γεγονός, αλλά στις παράνομες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων της εναγομένης που εκτίθενται αναλυτικά στην αγωγή, εν γνώσει της παρανομίας και των συνεπειών της. Κατ’ ακολουθίαν, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ορισμένη την αγωγή, δεν έσφαλε περί την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, και ως εκ τούτου ο περί του αντιθέτου λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί.
    Η εναγομένη με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ισχυρίσθηκε και πάλι με την έφεσή της ισχυρίζεται ότι, το δικαίωμα των εναγόντων ασκείται καταχρηστικά, συνετέλεσαν δε οι ίδιοι με δικό τους πταίσμα στην επίδικη προσβολή της προσωπικότητάς τους, καθόσον, ενώ γνώριζαν ότι τα σφαγεία της εναγομένης λειτουργούν παράνομα και προκαλούν ρύπανση και υποβάθμιση του περιβάλλοντος, πέντε έτη μετά την έναρξη της λειτουργίας των σφαγείων ανήγειραν οικία και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή των σφαγείων, χωρίς ουδέποτε να διαμαρτυρηθούν για τη ρύπανση μέχρι την άσκηση της αγωγής, με συνέπεια να δημιουργήσουν την πεποίθηση στην εναγομένη ότι δεν θα ασκήσουν το δικαίωμά τους και ότι εγκρίνουν τον τρόπο λειτουργίας των σφαγείων. Με το περιεχόμενο αυτό ο ισχυρισμός της εναγομένης περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος των εναγόντων, είναι μη νόμιμος, διότι τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται και αληθή υποτιθέμενα, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη, δεν παρίστανται ικανά για να θεμελιώσουν την εκ του άρθρου 281 ΑΚ καταλυτική της αγωγής ένσταση. ’λλωστε, δεν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς των εναγόντων που επικαλείται, ήτοι της ανέγερσης οικίας και εγκατάστασης τούτων πλησίον των σφαγείων, αφενός, και της ρύπανσης και υποβάθμισης του περιβάλλοντος με την παράνομη λειτουργία των σφαγείων εκ μέρους της εναγομένης, αφετέρου, έστω και αν οι ενάγοντες τελούσαν σε γνώση της εν λόγω κατάστασης, δεδομένου ότι πρόκειται για ενέργειες εντελώς άσχετες μεταξύ τους που δεν έχουν καν την τάση αλληλοεπίδρασης και δεν είναι δυνατόν κατά την κοινή πείρα και την κανονική πορεία των πραγμάτων να είναι απόρροια η μια της άλλης. Ομοίως δε δεν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος και μεταξύ της ίδιας ως άνω συμπεριφοράς των εναγόντων και της προσβολής της προσωπικότητας τους από τη ρύπανση και υποβάθμιση του περιβάλλοντος εκ μέρους της εναγομένης, διότι η εν λόγω συμπεριφορά των εναγόντων δεν είναι ικανή και πρόσφορη κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να επιφέρει το ως άνω αποτέλεσμα. Ως εκ τούτου, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε, ως μη νόμιμους τους άνω ισχυρισμούς της εναγομένης αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία που αντικαθίσταται με τις αιτιολογίες της παρούσας, δεν έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και οι περί του αντιθέτου λόγοι της έφεσης πρέπει να απορριφθούν.
    Τέλος, η εναγομένη ισχυρίσθηκε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και πάλι με την έφεσή της ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει οικονομική δυνατότητα λειτουργίας των σφαγείων με σύγχρονες μεθόδους. Ωστόσο, επιβάλλεται να εξακολουθήσουν να λειτουργούν, έστω και με τις επικαλούμενες περιβαλλοντικές επιπτώσεις, διότι άλλως θα δημιουργηθεί σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα σε όλη την επαρχία Κ., ελάττωση της περιουσίας της εναγομένης και συνέπειες στην οικονομική ανάπτυξη του Δήμου Κ., καθόσον, αν διακοπεί η λειτουργία των σφαγείων, θα απολυθεί μεγάλος αριθμός εργαζομένων κατοίκων της περιοχής, θα αναγκασθεί η εναγομένη να πληρώσει μεγάλα ποσά για αποζημιώσεις απολύσεως, θα μειωθούν τα έσοδα του Δήμου, θα μεταφέρονται τα ζώα για σφαγή σε σφαγεία άλλων πόλεων και θα επιβαρυνθεί η τιμή του κρέατος με τα έξοδα μεταφοράς και, τέλος, θα αυξηθούν τα φαινόμενα παρανόμου σφαγής των ζώων, χωρίς κρεοσκοπικό έλεγχο, από τους ίδιους τους κτηνοτρόφους, και θα απορρίπτονται στα στερεά υποπροϊόντα της σφαγής ανεξέλεγκτα στην ύπαιθρο, οπότε δεν θα αποφευχθεί η ρύπανση του περιβάλλοντος. Επομένως, συντρέχει περίπτωση κατάστασης ανάγκης που αίρει τον παράνομο χαρακτήρα της προσβολής της προσωπικότητας των εναγόντων με την ρύπανση του περιβάλλοντος από τη λειτουργία των σφαγείων, καθόσον τα συμφέροντά τους που βλάπτονται είναι υποδεέστερα. Όμως, όπως προεκτέθηκε, η προσβολή των περιβαλλοντικών αγαθών συνιστά προσβολή που σχετίζεται με τη ζωή και την υγεία του ανθρώπου, αγαθά στα οποία επιδρά άμεσα το φυσικό περιβάλλον, και ως εκ τούτου, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η εναγομένη, είναι υπέρτερα της οικονομικής της εξέλιξης και της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης της περιοχής του Δήμου Κ. που επικαλείται αυτή για την εξακολούθηση της βλαβερής για το περιβάλλον λειτουργίας των σφαγείων της. Συνεπώς, σύμφωνα με τις προδιαληφθείσες σκέψεις, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για να στοιχειοθετηθεί κατάσταση ανάγκης ως λόγος άρσης του άδικου χαρακτήρα των πράξεών της ούτε οι τελευταίες υπηρετούν συμφέροντα υπέρτερα αυτών των εναγόντων. Όσον δε αφορά τον ισχυρισμό της ότι, σε περίπτωση που τα σφαγεία θα διακόψουν τη λειτουργία τους, θα πληθύνουν τα φαινόμενα παρανόμου σφαγής στην ύπαιθρο, με επακόλουθο, ομοίως την ρύπανση του περιβάλλοντος, αυτός είναι υποθετικός και αόριστος διότι δεν αναφέρει κανένα περιστατικό, από το οποίο θα μπορούσε να πιθανολογηθεί τέτοια εξέλιξη των πραγμάτων μετά βεβαιότητος στο μέλλον (πρβλ. ΑΠ 2076/2006 Δνη 2007, 1433) είναι δε συγχρόνως και αντιφατικός, διότι παράλληλα αναφέρει ότι τα ζώα θα μεταφέρονται για σφαγή σε άλλα σφαγεία και θα αυξηθεί η τιμή του κρέατος με τα έξοδα μεταφοράς. Κατ’ ακολουθίαν, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε ως μη νόμιμους τους ανωτέρω ισχυρισμούς της εναγομένης αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία που αντικαθίσταται με τις αιτιολογίες της παρούσας, δεν έσφαλε περί την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και οι περί του αντιθέτου λόγοι της έφεσης της εναγομένης πρέπει να απορριφθούν.
    Από την κατάθεση του ενόρκως εξετασθέντος στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου μάρτυρος ανταποδείξεως (οι ενάγοντες δεν πρότειναν όπως εξετασθεί μάρτυρας) και την ανώμοτη κατάθεση του πρώτου των εναγόντων ως διαδίκου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες από τον Οκτώβριο του έτους 2006 κατοικούν στη θέση «Μ.» της κτηματικής περιφέρειας Κ., σε οικία, η οποία από την ανατολική της πλευρά συνορεύει με τον χείμαρρο «Κ.», την κοίτη του οποίου διασχίζουν για να εισέλθουν στην οικία τους, ενώ σε απόσταση 250 περίπου μέτρων από την οικία τους βρίσκονται οι εγκαταστάσεις των δημοτικών σφαγείων Κ., τα οποία εκμεταλλεύεται η εναγομένη, Δημοτική Επιχείρηση Ανάπτυξης Κ. Τα ανωτέρω σφαγεία λειτουργούν επί τη βάσει της αριθ, πρωτ. …/15-7-2005 αδείας της Δ/νσης Κτηνιατρικής Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Τ., στερούνται, όμως, οριστικής αδείας διάθεσης των υγρών αποβλήτων τους, αδείας μηχανολογικού εξοπλισμού των εγκαταστάσεών τους, σύμφωνα με το Ν. 3325/2005, και έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, δεδομένου ότι η υπάρχουσα έγκριση που είχε χορηγηθεί με την …/16-7-1996 απόφαση του Νομάρχη Τ., ίσχυε για πέντε έτη και έληξε στις 16-7-2001. Εξάλλου, τα υπεύθυνα όργανα της εναγομένης που είναι αρμόδια για την επεξεργασία και διάθεση των στερεών και υγρών υποπροϊόντων σφαγής του ανωτέρω σφαγείου, δεν τηρούν τους όρους του Κανονισμού 1774/2002/ΕΚ και τις σχετικές προς τούτο διατάξεις της κειμένης νομοθεσίας, πράγμα που έχει ως συνέπεια την ρύπανση και υποβάθμιση του περιβάλλοντος της γύρω περιοχής, κατά παράβαση των διατάξεων του Ν. 1650/2986, όπως ισχύει. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον άνω Κανονισμό, τα προερχόμενα από τη σφαγή των ζώων υποπροϊόντα πρέπει να αποτεφρώνονται στον αποτεφρωτικό κλίβανο του σφαγείου ή να μεταποιούνται σε ειδική μονάδα επεξεργασίας (βλ. τα έγγραφα με αριθ. πρωτ. …/12-2-2007 της Δ/νσης Υγείας και με αριθ. πρωτ. …/16-4-2007 της Δ/νσης Κτηνιατρικής Νομ/κής Αυτ/σης Τ.), το αίμα από τη σφαγή πρέπει να συγκεντρώνεται και να απομακρύνεται από τις εγκαταστάσεις του σφαγείου, ενώ τα υγρά απόβλητα πρέπει να εισάγονται στον βιολογικό σταθμό του σφαγείου για επεξεργασία και, στη συνέχεια, ομοίως να απομακρύνονται. Για τους χειμερινούς δε μήνες, από Νοέμβριο ως Απρίλιο κάθε έτους, εκδόθηκε η αριθ. πρωτ. …/25-4-1996 απόφαση του Νομάρχη Τ. που καθόρισε ως φυσικό αποδέκτη των υγρών λυμάτων του σφαγείου τον άνω χείμαρρο «Κ.», αλλά υπό την προϋπόθεση ότι τα νερά του χειμάρρου θα είναι 25πλάσια της παροχής των λυμάτων του σφαγείου. Παρά ταύτα, τα αρμόδια όργανα της εναγομένης τα στερεά υποπροϊόντα της σφαγής των ζώων συγκεντρώνουν και μεταφέρουν με ανοικτά φορτηγά του Δήμου Κ. στο χώρο Ανεξέλεγκτης Διάθεσης Απορριμμάτων του Δήμου (ΧΑΔΑ), όπως απορρίπτουν σε διανοιγέντες προς τούτο λάκκους, τους οποίους σε αρκετές περιπτώσεις ούτε καν επιχωματώνουν, με αποτέλεσμα τα υποπροϊόντα αυτά να σαπίζουν εκτεθειμένα, χωρίς καμία μέριμνα, με κίνδυνο για την υγεία των κατοίκων της περιοχής, και επομένως και των εναγόντων που κατοικούν σε μικρή απόσταση 2-2,5 χιλιομέτρων, δεδομένου ότι ο χώρος αυτός δεν φυλάσσεται και είναι ευχερώς προσβάσιμος σε ανθρώπους και ιδίως ζώα και πτηνά (βλ. και κατάθεση μάρτυρος ανταποδείξεως) που συχνά προσεγγίζουν το χώρο αυτό για να ανεύρουν την τροφή τους. Οι ανωτέρω παραβάσεις εκ μέρους των οργάνων της εναγομένης διαπιστώθηκαν κατά την αυτοψία που διενήργησε, στις 27-2-2008, το Κλιμάκιο Ελέγχου Ποιότητας Περιβάλλοντος (Κ.Ε.Π.Π.Ε.) (βλ. την από 3-3-2008 Εισηγητική Έκθεση Επιβολής Προστίμου για Ρύπανση Περιβάλλοντος του εν λόγω κλιμακίου προς τον Νομάρχη Τ.) και, επίσης, αποδεικνύονται από σειρά φωτογραφιών που μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι ενάγοντες, οι οποίες ελήφθησαν από τους τελευταίους, κατά τη χρονική περίοδο από Ιανουάριο του έτους 2007 έως και Ιούνιο του έτους 2010, και στις οποίες απεικονίζονται τα άνω στερεά υποπροϊόντα σφαγής, σε ανοικτούς λάκκους, εκτεθειμένα σε προχωρημένη σήψη, στο χώρο εναπόθεσης απορριμμάτων του Δήμου Κ. Περαιτέρω, το αίμα από τη σφαγή των ζώων, αντί να συλλέγεται και να απομακρύνεται από τις εγκαταστάσεις του σφαγείου, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα, εισάγεται παρανόμως μαζί με τα υγρά απόβλητα στο βιολογικό σταθμό τούτου, πράγμα που διαπιστώθηκε από το άνω Κλιμάκιο Ελέγχου Ποιότητας Περιβάλλοντος, κατά τις αυτοψίες που διενήργησε στα σφαγεία στις 8-3-2007 και στις 27-2-2007 (βλ. την από 8-3-2007 έκθεση αυτοψίας και την άνω από 3-3-2008 Εισηγητική Έκθεση Επιβολής Προστίμου του άνω Κλιμακίου) και βεβαιώθηκε, ομοίως, και από τον μάρτυρα ανταποδείξεως κατά την κατάθεσή του ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Όμως, ο βιολογικός σταθμός, ο οποίος δεν έχει ανάλογη υποδύναμη, ενόψει και του γεγονότος ότι επιβαρύνεται με την επεξεργασία υγρών λυμάτων από σφάγια, τα οποία υπερβαίνουν τους 800 τόννους που είναι η δυναμικότητα του σφαγείου, δεν ανταποκρίνεται (βλ. την από 8-3-2007 έκθεση αυτοψίας του ανωτέρω κλιμακίου) και εξάγει το αίμα και τα λύματα σχεδόν ακατέργαστα. Αυτά δε στη συνέχεια διοχετεύονται μέσω κλειστού αγωγού στο χείμαρρο «Κ.» καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους και ανεξαρτήτως αν τα ύδατα του χειμάρρου υπερβαίνουν το 25πλάσιο των αποβλήτων του σφαγείου. Έτσι, δημιουργείται εστία μολύνσεως με κίνδυνο της υγείας των κατοίκων της περιοχής και των εναγόντων των οποίων η οικία βρίσκεται παραπλεύρως του χειμάρρου. Τα ανωτέρω αποδεικνύονται και από σειρά φωτογραφιών που μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι ενάγοντες, οι οποίες ελήφθησαν από τους τελευταίους κατά τη χρονική περίοδο από Ιανουάριο του έτους 2007 έως και Ιανουάριο του έτους 2009 και στις οποίες απεικονίζονται ικανές ποσότητες αιματηρών υγρών, διοχετευόμενες στο χείμαρρο από τον άνω αγωγή των σφαγείων. Αβασίμως λοιπόν ισχυρίζεται η εναγομένη ότι το αίμα και τα υγρά απόβλητα του σφαγείου από τα τέλη Μαρτίου 2007 συγκεντρώνονται σε στεγανές δεξαμενές και απομακρύνονται, και ότι ο αγωγός που οδηγούσε τα απόβλητα στο χείμαρρο καταργήθηκε και το στόμιο αυτού κλείσθηκε με τσιμέντο, καθόσον, όπως προκύπτει από τις άνω φωτογραφίες του μεταγενεστέρου από το Μάρτιο του έτους 2007 χρονικού διαστήματος, υπάρχει ελεύθερη ροή αιματηρών υγρών μέσω του αγωγού αυτού, καίτοι το στόμιό του φαίνεται σφραγισμένο με τσιμέντο, προφανώς από οπή διανοιγείσα σε σημείο προ του στομίου του. Σημειωτέον ότι για την παράνομη διοχέτευση αίματος και υγρών αποβλήτων του σφαγείου στο χείμαρρο «Κ.» κατά το χρονικό διάστημα από 19-4-2007 έως 2-5-2007 και στις 5-6-2007, ο εκπρόσωπος της εναγομένης, Σ. Β., κηρύχθηκε ένοχος για ρύπανση και υποβάθμιση του περιβάλλοντος, κατ’ εξακολούθηση και καταδικάσθηκε, με την 160/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Τρικάλων, σε ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, και με την 675/2009 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, σε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών και χρηματική ποινή χιλίων (1.000) ευρώ. Επίσης, λόγω ρύπανσης και υποβάθμισης του περιβάλλοντος, με τις …/4-4-2007 και …/19-5-2008 αποφάσεις του Νομάρχη Τ. επιβλήθηκαν στην εναγομένη πρόστιμα 1.000 και 500 ευρώ, αντίστοιχα, ενώ με την από 18-9-2008 Εισηγητική του έκθεση περί λήψεως μέτρων, λόγω ρύπανσης του περιβάλλοντος, το Κλιμάκιο Ελέγχου Ποιότητας Περιβάλλοντος (Κ.Ε.Π.ΠΕ) εισηγήθηκε στο Νομάρχη Τ., τη Δ/νση Κτηνιατρικής και τη Δ/νση Ανάπτυξης Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Τ. την προσωρινή διακοπή της λειτουργίας των σφαγείων. Κατ’ ακολουθίαν, με την ρύπανση και υποβάθμιση του περιβάλλοντος της ευρύτερης περιοχής του Δήμου Κ., όπου διαμένουν οι ενάγοντες, τα αρμόδια όργανα της εναγομένης προσέβαλαν παρανόμως και υπαιτίως την προσωπικότητα τούτων, δεδομένου ότι οι άνω πράξεις και παραλείψεις τους έλαβαν χώρα με πρόθεση και πλήρη συνείδηση ότι έχουν τέτοιο επιζήμιο αποτέλεσμα για τα περιβαλλοντικά αγαθά, η οποία δεν αίρεται εκ μόνου του γεγονότος ότι η εναγομένη δεν διαθέτει τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους για τον εκσυγχρονισμό του μηχανολογικού εξοπλισμού και των υποδομών του σφαγείου της. Συνεπώς, οι ενάγοντες έχουν δικαίωμα να αξιώσουν την άρση της προσβολής και την παράλειψη αυτής από την εναγομένη στο μέλλον (ΑΚ 57), με απειλή χρηματικής ποινής για κάθε παραβίαση της υποχρέωσής της έως 5.900 ευρώ (ΚΠολΔ 947). Επίσης, οι ενάγοντες υπέστησαν και ηθική βλάβη, για την οποία το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδηλώθηκε η επίμαχη συμπεριφορά των οργάνων της εναγομένης, το βαθμό πταίσματος τούτων, το είδος και τη βαρύτητα της προσβολής της προσωπικότητας των εναγόντων και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων, κρίνει ότι έκαστος των εναγόντων δικαιούται ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση, το ποσόν των 10.000 ευρώ. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή και απαγόρευσε στην εναγομένη να απορρίπτει και να θάβει τα στερεά υποπροϊόντα σφαγής, στο Χώρο Ανεξέλεγκτης Διάθεσης Απορριμμάτων του Δήμου Κ. και να διοχετεύει το αίμα και τα υγρά απόβλητα σφαγής στο χείμαρρο «Κ.», όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της …/1996 απόφασης του Νομάρχη Τ., αναγνωρίζοντας παράλληλα την υποχρέωση αυτής να καταβάλλει στους ενάγοντες ως χρηματική ικανοποίηση το ποσόν των 10.000 ευρώ, στον καθένα, δεν έσφαλε και οι περί του αντιθέτου λόγοι της έφεσης πρέπει να απορριφθούν.
    Έσφαλε, όμως, 1) που υποχρέωσε την εναγομένη να περιορίσει τον αριθμό των σφαγίων στους 800 τόννους ανά έτος που ορίζει η άδεια λειτουργίας του σφαγίου, καθόσον τούτο δεν συνδέεται αιτιωδώς με την προσβολή της προσωπικότητας των εναγόντων και 2) που διέταξε να παύσει η λειτουργία του σφαγείου σε περίπτωση που η εναγομένη δεν συμμορφωθεί προς τις απαγορευτικές διατάξεις της απόφασης, διότι στην περίπτωση αυτή το Δικαστήριο έχει εξουσία μόνο για απειλή χρηματικής ποινής στη μη συμμορφούμενο νομικό πρόσωπο, σύμφωνα με την άνω διάταξη του άρθρου 947 ΚΠολΔ. ’λλωστε, με την προσβολή της προσωπικότητας των εναγόντων συνδέεται αιτιωδώς η προερχόμενη από τα σφαγεία της εναγομένης ρύπανση του περιβάλλοντος και όχι αυτή καθ’ εαυτή η λειτουργία των σφαγείων. Συνεπώς, δεκτής γενομένης της έφεσης, πρέπει η εκκαλουμένη απόφαση να εξαφανισθεί τόσο ως προς τα ανωτέρω όσο και ως προς τα λοιπά σκέλη της, για την ενότητα του τίτλου εκτελέσεως. Αφού δε διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό, και να καταδικασθεί η εναγομένη σε μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, αναλόγως προς την έκταση της νίκης και ήττας της (άρθρ. 178 § 1, 183 ΚΠολΔ).