24.4.14

ΕφΘεσ 2025/2012: ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΑ-ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ-ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ


Προσωπικότητα - Περιβάλλον - Κοιμητήρια -. Το δικαίωμα χρήσης των κοινών σε όλους και των κοινόχρηστων πραγμάτων, στα οποία περιλαμβάνονται και τα περιβαλλοντικά αγαθά, αποτελεί εκδήλωση του δικαιώματος της προσωπικότητας• η προσβολή του δικαιώματος χρήσης συνίσταται στη διατάραξη από τρίτους του περιβαλλοντικού αγαθού κατά τέτοιο τρόπο ώστε, είτε να αλλοιώνεται ή να καταργείται η κοινή ωφέλεια που πηγάζει από τη χρήση του, είτε να καθίσταται αδύνατη η ίδια η χρήση του ή να προσβάλλεται η σωματική και ψυχική υγεία του προσώπου. Θεσμικό πλαίσιο προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος στο ελληνικό και κοινοτικό δίκαιο - αρχές της προφύλαξης και της προληπτικής δράσης - διαδικασία της έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων δραστηριοτήτων και έργων. Όροι ίδρυσης και λειτουργίας κοιμητηρίων από Ο.Τ.Α. - ελάχιστες αποστάσεις κοιμητηρίων από σχέδια πόλης, μεμονωμένες κατοικίες, φρεάτια και πηγές πόσιμου νερού - η μη τήρηση των όρων που έχουν τεθεί για την επέκταση κοιμητηρίων δημιουργεί επιστημονική αβεβαιότητα για τη δυνατότητα ασφαλούς χρήσης των περιβαλλοντικών αγαθών, καθιστά παράνομη την επέκτασή τους και συνεπάγεται μειωτική διαταραχή της προσωπικότητας όσων χρησιμοποιούν όμορα ακίνητα, οι οποίοι δικαιούνται να ζητήσουν την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον.


ΕφΘεσ 2025/2012 

Κατά τη διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 57 ΑΚ προστατεύεται το άμεσο και απόλυτο δικαίωμα της προσωπικότητας, δηλαδή των υλικών και άυλων αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου, με το οποίο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκφάνσεις του ενιαίου δικαιώματος επί της ιδίας προσωπικότητας, σε τρόπο ώστε η προσβολή οποιασδήποτε από τις ανωτέρω εκφάνσεις από οποιονδήποτε τρίτο να σημαίνει και προσβολή της συνολικής έννοιας «προσωπικότητα». Κυριότερες από τις ανωτέρω εκδηλώσεις της προσωπικότητας είναι η ζωή, η σωματική ακεραιότητα και υγεία, η ελευθερία, η τιμή, το απόρρητο της ιδιωτικής ζωής κλπ. Η καθαριότητα, η μη ρύπανση, η διατήρηση και προστασία του περιβάλλοντος (γήινου, υδάτινου και αέρινου) προστατεύεται από διατάξεις που έχουν σκοπό την ευνοϊκή ανάπτυξη του ατόμου και όχι μόνο του περιβάλλοντος, του οποίου η προστασία είναι αναγκαία για τον άνθρωπο. Από τα ανωτέρω απορρέει και το δικαίωμα κοινής χρήσης των κοινών σε όλους πραγμάτων (ατμοσφαιρικού αέρα, θάλασσας) και των κοινόχρηστων πραγμάτων (άρθρα 966, 967 και 976 ΑΚ), τα οποία εντάσσονται στην ευρύτερη έννοια του περιβάλλοντος και συμπίπτουν σε ευρεία κλίμακα με τα σημαντικότερα περιβαλλοντικά αγαθά, συνιστώντας τόσο προϋπόθεση ζωής, όσο και στοιχεία για την εξασφάλιση ποιότητας ζωής. Επομένως, το δικαίωμα χρήσεως των κοινών σε όλους και των κοινόχρηστων πραγμάτων αποτελεί εκδήλωση του δικαιώματος της προσωπικότητας, όπως προσδιορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 57 ΑΚ. Το εννοιολογικό προσδιορίζεται και με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, παρ. 2 και παρ. 5 και 24 παρ. 1 του Συντ. (όπως ισχύουν σήμερα). Η προσβολή του δικαιώματος χρήσεως συνίσταται στη διατάραξη από τρίτους περιβαλλοντικού στοιχείου κατά τέτοιο τρόπο ώστε είτε να αλλοιώνεται ή να καταργείται η κοινή ωφέλεια που πηγάζει από τη χρήση του συγκεκριμένου πράγματος, είτε να καθίσταται αδύνατη η χρήση του στοιχείου αυτού ή και άλλου συνδεόμενου με αυτό. Συμπεριφορά με την οποία προσβάλλεται η κοινή χρήση ή η κοινή ωφέλεια κοινού σε όλους ή κοινόχρηστου πράγματος, συνιστά προσβολή παράνομη κατά 57 ΑΚ και 970, όπως οι διατάξεις αυτές εμπλουτίζονται από το άρθρο 24 του Συντάγματος (Καράκωστας, Ένδικα μέσα προστασίας περιβαντολλογικών αγαθών ΕΔΔΔ 1990.179). Δηλαδή, το δικαίωμα χρήσεως των κοινών σε όλους και των κοινόχρηστων πραγμάτων των κοινών σε όλους και των κοινόχρηστων πραγμάτων ως απόρροια του δικαιώματος της προσωπικότητας αποτελεί την ιδιωτικού δικαίου έκφανση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος στο περιβάλλον (άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως ισχύει σήμερα), όπως τούτο έμμεσα τριτενεργεί στις ιδιωτικές έννομες σχέσεις μέσω των διατάξεων των άρθρων 57 και 966 επ. ΑΚ. Προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 57 παρ. 1 εδ. α' ΑΚ για την προστασία του δικαιώματος της προσωπικότητας είναι: α) η προσβολή του δικαιώματος κοινής χρήσεως [άρθρο 970 (in fine) ΑΚ] που έγκειται στη διατάραξη από τρίτους στοιχείου περιβαλλοντικού κατά τέτοιο τρόπο, ώστε είτε να αλλοιώνεται ή να καταργείται η κοινή ωφέλεια που πηγάζει από τη χρήση του συγκεκριμένου (κοινού σε όλους ή κοινόχρηστου) πράγματος, είτε να καθίσταται αδύνατη η χρήση αυτού ή η προσβολή της (σωματικής ή ψυχικής) υγείας του προσώπου και β) παράνομος χαρακτήρας της προσβολής, ο οποίος καταρχήν θα συντρέχει, αφού η συμπεριφορά που προσβάλλει την κοινή χρήση ή την κοινή ωφέλεια κοινού σε όλους ή κοινόχρηστου πράγματος ή τη σωματική/ψυχική υγεία του ατόμου θα είναι παράνομη κατά τις διατάξεις των άρθρων 57 και 970 ΑΚ, όπως τούτες εμπλουτίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 παρ. 2 και παρ. 5 και 24 παρ. 1 του Συντ. (όπως ισχύουν σήμερα). (Πρβλ ΑΠ 285/2012, ΑΠ 753/2011, ΑΠ 207/2010, ΑΠ 173/2006 ΕφΔωδεκ 192/2009 ΕφΠατρ 538/2006).
     Με το ν. 1650/1996 «προστασία του περιβάλλοντος», όπως αυτός τροποποιήθηκε και ισχύει, θεσπίζονται κανόνες αναφερόμενοι, μεταξύ άλλων, στις προϋποθέσεις και στη διαδικασία για την έγκριση της εγκατάστασης δραστηριοτήτων ή εκτέλεσης έργων, από τα οποία απειλούνται δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον. Ειδικότερα, στο άρθρο 1 του νόμου αυτού γίνεται μνεία στην καθιέρωση κριτηρίων και μηχανισμών, ώστε ο άνθρωπος ως άτομο και ως μέλος του κοινωνικού συνόλου, να ζει σε υψηλής ποιότητας περιβάλλον, μέσα στο οποίο να προστατεύεται η υγεία του και να ευνοείται η ανάπτυξη της προσωπικότητάς του.
     Στο άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος του 1975, όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση του 2001, ορίζεται ότι: «1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας...». Εξάλλου, το άρθρο 174 της Συνθ. ΕΚ ορίζει τα εξής: «1. Η πολιτική της Κοινότητας στον τομέα του περιβάλλοντος συμβάλλει στην επιδίωξη των ακόλουθων στόχων: τη διατήρηση, προστασία και βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος, την προστασία της υγείας του ανθρώπου, τη συνετή και ορθολογική χρησιμοποίηση των φυσικών πόρων, την προώθηση, σε διεθνές επίπεδο, μέτρων για την αντιμετώπιση των περιφερειακών ή παγκόσμιων περιβαλλοντικών προβλημάτων. 2. Η πολιτική της Κοινότητας στον τομέα του περιβάλλοντος αποβλέπει σε υψηλό επίπεδο προστασίας και λαμβάνει υπόψη την ποικιλομορφία των καταστάσεων στις διάφορες περιοχές της Κοινότητας. Στηρίζεται στις αρχές της προφύλαξης και της προληπτικής δράσης, της επανόρθωσης των καταστροφών του περιβάλλοντος, κατά προτεραιότητα στην πηγή, καθώς και στην αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει». Στο πλαίσιο αυτό, τα μέτρα εναρμόνισης που ανταποκρίνονται σε ανάγκες προστασίας του περιβάλλοντος περιλαμβάνουν, όπου ενδείκνυται, ρήτρα διασφάλισης που εξουσιοδοτεί τα κράτη μέλη να λαμβάνουν, για μη οικονομικούς περιβαλλοντικούς λόγους, προσωρινά μέτρα υποκείμενα σε κοινοτική διαδικασία ελέγχου...».
     Με το ν. 1650/86 για την προστασία του Περιβάλλοντος (Α' 160), - όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3010/2002 «Εναρμόνιση του ν. 1650/1986 με τις οδηγίες 97/11/ΕΕ και 96/61/ΕΕ κλπ.» (Α' 91) - εισάγονται κανόνες, με τους οποίους αποσκοπείται η προστασία του περιβάλλοντος (βλ. και άρθρο 1 παρ. 1 του νόμου αυτού), σύμφωνα και προς τη σχετική επιταγή που περιέχεται στο άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος, στο πλαίσιο δε του σκοπού αυτού ο νομοθέτης, εφαρμόζοντας την αρχή της πρόληψης της υποβάθμισης του περιβάλλοντος (βλ. άρθρο 2 περ. 5 του ίδιου νόμου), η οποία υιοθετείται και από την οδηγία 85/337 του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (βλ. ιδίως άρθρο 2 παρ. 1), θέσπισε ρυθμίσεις, με τις οποίες επιβάλλεται η εκ των προτέρων εκτίμηση των επιπτώσεων που θα επιφέρει στο περιβάλλον ορισμένη δραστηριότητα προκειμένου να κριθεί από τα οικεία όργανα της Διοίκησης, κατά την προβλεπόμενη από τον ίδιο νόμο διοικητική διαδικασία, αν, σε ποια, θέση και με ποιους όρους είναι, από την άποψη αυτή, επιτρεπτή η άσκηση της δραστηριότητας. Ως υποβάθμιση του περιβάλλοντος, κατά την παρ. 4 του άρθρου 2 του ιδίου νόμου, νοείται η πρόκληση από ανθρώπινες δραστηριότητες ρύπανσης ή οποιασδήποτε άλλης μεταβολής στο περιβάλλον, η οποία είναι πιθανό να έχει επιπτώσεις στην οικολογική ισορροπία, στην ποιότητα ζωής και στην υγεία των κατοίκων. Με το άρθρο 3 του νόμου παρέχεται εξουσιοδότηση για την κατάταξη των έργων και δραστηριοτήτων σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον, στη δεύτερη δε από τις κατηγορίες αυτές κατατάσσονται έργα και δραστηριότητες που, χωρίς να προκαλούν σοβαρούς κινδύνους ή οχλήσεις, πρέπει να υποβάλλονται για την προστασία του περιβάλλοντος σε γενικές προδιαγραφές, όρους και περιορισμούς, που προβλέπονται από κανονιστικές διατάξεις. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 4 του ίδιου νόμου, για την πραγματοποίηση έργων ή δραστηριοτήτων που περιλαμβάνονται, στις πιο πάνω κατηγορίες απαιτείται η έγκριση περιβαλλοντικών όρων, που για τη δεύτερη κατηγορία, γίνεται με απόφαση του νομάρχη (ΣτΕ 4440/2005, ΣτΕ 3957/1995 Νόμος). Εξάλλου, το άρθρο 6 του ίδιου νόμου ορίζει: «1. Ο έλεγχος για την τήρηση των περιβαλλοντικών όρων ανήκει στα όργανα της υπηρεσίας που είναι αρμόδια, κατά τις οικείες διατάξεις, να εγκρίνουν την ίδρυση, λειτουργία ή πραγματοποίηση έργου ή δραστηριότητας. Όπου, κατά την κείμενη νομοθεσία, ο έλεγχος για την τήρηση των περιβαλλοντικών όρων γίνεται από διανομαρχιακές ή περιφερειακές υπηρεσίες, ανεξάρτητα από το αν έχουν ή όχι και την αρμοδιότητα για την έγκριση της ίδρυσης, λειτουργίας ή πραγματοποίησης του αντίστοιχου έργου ή δραστηριότητας, οι υπηρεσίες αυτές διατηρούν την παραπάνω αρμοδιότητα ελέγχου». Περαιτέρω, στο άρθρο 11: (Διαδικασία Προκαταρκτικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης και Αξιολόγησης «Ε.Π.Ο.») της ΚΥΑ Η.Π. 11014/703/ Φ104 ΦΕΚ Β 332 2003), η οποία εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 4 του άνω νόμου ν. 1650/86 για την προστασία του Περιβάλλοντος (Α' 160) όπως ισχύει ορίζεται στην παρ. 1: Ο ενδιαφερόμενος φορέας ή ιδιώτης υποβάλλει αίτηση στην αρμόδια Υπηρεσία Περιβάλλοντος της οικείας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης που συνοδεύεται, από φάκελο ο οποίος περιλαμβάνει Περιβαλλοντική'Εκθεση σε τέσσερα (4) τουλάχιστον αντίγραφα ... στην παρ. 3: Εντός 15 ημερών από την παραλαβή του φακέλου οι προαναφερόμενες υπηρεσίες και φορείς διαβιβάζουν τη γνώμη τους στην αρμόδια ως άνω υπηρεσία της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, στην δε παρ. 4: Μετά την παραλαβή των ως άνω γνωμοδοτήσεων ή άλλως μετά την παρέλευση της προθεσμίας της παραγράφου 3 και ανεξάρτητα από το αν έχουν διαβιβασθεί ή όχι οι γνωμοδοτήσεις αυτές, εκδίδεται μέσα σε 15 ημέρες η απόφαση έγκρισης ή μη περιβαλλοντικών όρων από τον οικείο Νομάρχη μετά από εισήγηση της αρμόδιας υπηρεσίας περιβάλλοντος της Ν.Α., όπως προβλέπεται στο άρθρο 4 (παρ. 3) του ν. 1650/86 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 (παρ. 3) του ν. 3010/2002.
     Στο άρθρο 75 του ν. 3463/06 (ΔΚΚ - φ. 114 τ. Α') ορίζονται τα εξής: «Αρμοδιότητες. Ι. Οι δημοτικές και κοινοτικές αρχές διευθύνουν και ρυθμίζουν όλες τις τοπικές υποθέσεις, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας και της εγγύτητας, με στόχο την προστασία, την ανάπτυξη και τη συνεχή βελτίωση των συμφερόντων και της ποιότητας ζωής της τοπικής κοινωνίας. Οι αρμοδιότητες των Δήμων και Κοινοτήτων αφορούν, κυρίως, τους τομείς: α) Ανάπτυξης... β) Περιβάλλοντος, στον οποίο περιλαμβάνεται, ιδίως 1. ...4. Η καθαριότητα όλων των κοινόχρηστων χώρων της εδαφικής τους περιφέρειας, η αποκομιδή και διαχείριση των αποβλήτων... 5. ... 10. Ο καθορισμός των χώρων για τη δημιουργία κοιμητηρίων ...γ) ...ζ) ...ΙΙ. Οι Δήμοι και οι Κοινότητες ασκούν, σε τοπικό επίπεδο, κρατικού χαρακτήρα αρμοδιότητες, οι οποίες τους έχουν ανατεθεί για την καλύτερη εξυπηρέτηση των πολιτών, σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία. Οι αρμοδιότητες αυτές είναι, ειδικότερα οι ακόλουθες: 1. ... 8. Η δημιουργία, συντήρηση και λειτουργία κοιμητηρίων ...». Στο άρθρο 1 του α.ν. 582/1968 «Περί δημοτικών και κοινοτικών κοιμητηρίων» (φ. 225 τ. Α') ορίζεται, ότι: «1. Η ίδρυσις και συντήρησις κοιμητηρίων (νεκροταφείων) ανήκει εις την αποκλειστικήν αρμοδιότητα των δήμων και κοινοτήτων». Στο άρθρον 2 του ιδίου νομοθετήματος ορίζεται: «Οι δήμοι και αι κοινότητες υποχρεούνται να φροντίζουν εγκαίρως δια την εξασφάλισιν των απαιτούμενων χώρων, κειμένων κατ' αρχήν εκτός σχεδίου πόλεως και μακράν κατοικημένων περιοχών δια κοιμητήρια, να περιβάλλουν δε πάντοτε ταύτα δια φυτείων (δένδρων και θάμνων), επί ζώνης επαρκούς πλάτους. Εφ' οιουδήποτε χώρου απαλλοτριουμένου προς ίδρυσιν νέου κοιμητηρίου επιβάλλεται να δημιουργηθή απαραιτήτως εντός της προοριζομένης δια τον σκοπόν τούτον εκτάσεως η ως άνω ζώνη πρασίνου, το υπόλοιπον δε κεντρικόν μέρος να χρησιμοποιήται μόνον ως κοιμητήριον. Πέραν της ζώνης πρασίνου δημιουργείται οδός περιβάλλουσα το κοιμητήριον. Τας λεπτομερείας ως προς την εκλογήν των θέσεων των κοιμητηρίων, την τοπικήν αυτών διάταξιν και εν γένει παν σχετικόν ζήτημα, ρυθμίζει το δημοτικόν ή κοινοτικόν συμβούλιον δια αποφάσεώς του, «εγκρινομένης υπό του Νομάρχου» μετά σύμφωνον γνώμην επιτροπής εκ του Διευθυντού Τεχνικών Υπηρεσιών του Νομού, του προϊσταμένου της παρά τη Νομαρχία Τεχνικής Υπηρεσίας Δήμων και Κοινοτήτων και του νομιάτρου. Προκειμένου περί περιοχών κειμένων πλησίον κυρίων οδικών αρτηριών και παραλιακών ή εν γένει τουριστικών χώρων είναι απαραίτητος και η γνώμη του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού». Σημειώνεται, ότι κατά το άρθρο μόνο, παρ. 1, περ. Β', εδαφ. κγ' του π.δ., 22/1982 Α' 3: «Καταργείται ο ουσιαστικός έλεγχος που ασκείται από το νομάρχη επί των πράξεων των δημοτικών ή κοινοτικών συμβουλίων και προβλέπεται από τη διάταξη της παρ. του άρθρου 1 ως «έγκριση». Νόμιμο έρεισμα της ανωτέρω νομαρχιακής πράξεως (περί εγκρίσεως της αποφάσεως του δημοτικού συμβουλίου για τα εν γένει θέματα των θέσεων των κοιμητηρίων), αποτελεί η Υγειονομική Διάταξη (υπό τύπο κοινής αποφάσεως των υπουργών Εσωτερικών και Κοινωνικών Υπηρεσιών) με στοιχεία Α5/1210/19.4. - 10.5.1978 (ΦΕΚ 424 Β') «Περί όρων για την ίδρυση κοιμητηρίων», εκδοθείσα κατά τ' άρθρα 1 παράγραφοι 1, 2 και 2 παρ. 1, 4 του αν. ν. 2520/1940 (Α'. 273) και συγκεκριμένα οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 19 αυτής, παράλληλα προς τον αν. ν. 582/1968 (Α' 225), «Περί Δημοτικών και Κοινοτικών Κοιμητηρίων». Οι ρυθμίσεις αυτές έχουν ως εξής: «’ρθρο 19. Μεταβατική διάταξη. Υπάρχοντα Κοιμητήρια 1. Τα κοιμητήρια που είναι σε λειτουργία με την έναρξη ισχύος αυτής της διατάξεως, υπόκεινται στους όρους της. 2. Στις περιπτώσεις κοιμητηρίων, που δεν πληρούνται ουσιώδεις όροι της διατάξεως, από υγειονομική ή αισθητική πλευρά, και για το λόγο αυτό προκαλούνται διαμαρτυρίες ή δημιουργούνται ενοχλήσεις και κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία, σύμφωνα με τη γνώμη των αρμοδίων αρχών, είναι υποχρεωμένοι οι υπεύθυνοι Δήμοι, Κοινότητες ή άλλοι αρμόδιοι φορείς, μέσα σε ορισμένη προθεσμία να υποβάλουν στο Νομάρχη αίτηση, για την έγκριση συνεχίσεως της λειτουργίας αυτών των κοιμητηρίων. Η αίτηση θα συνοδεύεται από τα απαιτούμενα τοπογραφικά σχεδιαγράμματα και τα υπόλοιπα σχέδια και στοιχεία, στα οποία θα εικονίζεται η κατάσταση που υπάρχει και οι βελτιώσεις που προτείνονται σύμφωνα με τους όρους αυτής της διατάξεως. Ο Νομάρχης, μετά από δικαιολογημένη γνώμη της Επιτροπής που ορίζεται από το άρθρο 1, παρ. 2 του προαναφερθέντος α.ν. 582/1968, («Περί δημοτικών και κοινοτικών κοιμητηρίων») αποφασίζει, ανάλογα με την περίπτωση και ανεξάρτητα από την εκπλήρωση όλων ή ενός μέρους των όρων που επιβάλλονται, από τη διάταξη αυτή, για τη συνέχιση ή όχι της λειτουργίας των κοιμητηρίων και για τα έργα που πρέπει να εκτελεσθούν ή τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν και καθορίζει τον αντίστοιχο χρόνο της εκτελέσεώς τους. 3. Στην περίπτωση που ο υπόχρεος Δήμος, Κοινότητα κλπ., δεν υποβάλλει την αίτηση ή τα δικαιολογητικά που αναφέρονται παραπάνω, μέσα στα χρονικά όρια που έχουν καθορισθεί από τις υπηρεσίες, μπορεί να εκδοθεί η απόφαση του Νομάρχου μόνο με τα στοιχεία που υπάρχουν στη διάθεση των υπηρεσιών». Η Υγειονομική αυτή διάταξη, εντάσσεται στην νομοθεσία την σχετική με την οργάνωση και την λειτουργία κοιμητηρίων, δηλαδή με δραστηριότητες οι οποίες ανάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των Δήμων και Κοινοτήτων κατά το αρ. 1 παρ. 1 α.ν. 582/1968 και τ' άρθρα 24 παρ. 1 περ. (α) υποπερ. (ιι) και 37 παρ. 1 περ. (α) του κωδ. π.δ. 410/1995 (Α'. 231) (πρβλ. ΣΤΕ 1182/2006 Νόμος).
     Περαιτέρω στο π.δ. 1128/1980: Αποστάσεις κοιμητηρίων: Θέσις κοιμητηρίων ορίζεται στο άρθρο 1: Τα ιδρυόμενα ή επεκτεινόμενα κοιμητήρια δέον να απέχουν τουλάχιστον 250 μ. εκ του άκρου του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως, 100 μ. εκ μεμονωμένων κατοικιών, 100 μ. εκ φρεάτων και 50 μ. εκ πηγών ποσίμου ύδατος και εν πάση περιπτώσει να μη δημιουργούνται κίνδυνοι ρυπάνσεως ή μολύνσεως του υδροφόρου ορίζοντος, του τροφοδοτούντος τα ενλόγω φρέατα ή πηγάς. Τα ως άνω κοιμητήρια δέον επίσης να απέχουν τουλάχιστον 1.500 μ. εκ νοσοκομείων και κλινικών εν γένει. Η απόστασις αύτη δύναται να περιορίζεται μέχρι 500 μ. εις περιπτώσεις καθ' ας τα κοιμητήρια δεν είναι αμέσως ορατά εκ των νοσοκομείων ή κλινικών εν γένει, ούτε η κύρια οδός προσπελάσεως των διέρχεται προ των κοιμητηρίων, στο δε άρθρο 2. Απαγορεύεται η έγκρισις νέου ή η επέκτασις υφισταμένου σχεδίου πόλεως, η ανόρυξις φρέατος ποσίμου ύδατος και η ίδρυσις νέων νοσοκομείων ή κλινίκων εις αποστάσεις μικρο-τέρας των ως άνω καθοριζομένων εξ' υφισταμένων κοιμητηρίων και στο άρθρο 3. Τα κοιμητήρια δέον να κινείται εις καλώς αεριζομένας θέσεις, οι δε επικρατούντες άνεμοι να μην έχουν κατεύθυνσιν προς εγγύς κατοικημένας περιοχάς. Η περιοχή των κοιμητηρίων δεν θα υπόκειται εις πλημμύρας, αποστραγγιζομένη καλώς, τα δε αποστραγγιζόμενα εκ των βροχών ύδατα δεν θα ρυπαίνουν ή μολύνουν εγγύς κείμενα φρέατα ή ετέρας πηγάς ποσίμου ύδατος. Οι αποστάσεις και διαδικασίες αυτές πρέπει να τηρούνται, για λόγους δημόσιας υγιεινής, για την δημιουργία κοιμητηρίου (ΣτΕ 2475/2010). Κατά την έννοια όλων των παραπάνω διατάξεων, εφόσον ο συντακτικός και ο κοινοτικός νομοθέτης, έχοντας επίγνωση του οικολογικού προβλήματος, ανήγαγε το φυσικό περιβάλλον σε αντικείμενο ιδιαίτερης έννομης προστασίας, η προστασία αυτή πρέπει να είναι πλήρης και αποτελεσματική. Κατά συνέπεια, η ως άνω συνταγματική διάταξη καθιστά υποχρεωτική για μεν τον κοινό νομοθέτη και τη Διοίκηση τη λήψη των προς τούτο αναγκαίων προληπτικών και κατασταλτικών μέτρων, και δη είτε κανονιστικών είτε γενικών ατομικών είτε ατομικών, για δε τα δικαστήρια την παροχή αποτελεσματικής προστασίας στο φυσικό περιβάλλον (πρβλ ΣτΕ 3974/2010, 3975/2010, 3976/2010, 3977/2010).
Στην προκειμένη περίπτωση, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, οι οποίες περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη, μετ' επικλήσεως προσκομιζόμενα πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, κι όλα τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 ΚΠολΔ) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την οριστική διανομή του έτους 1931 του αγροκτήματος «Πλαγιάρι - Λειβαδίκι» το υπ' αριθμ. 853 κληροτεμάχιο, έκτασης 5.188 τ.μ. χαρακτηρίστηκε ως νεκροταφείο, και παραχωρήθηκε στην Κοινότητα Πλαγιαρίου για να το χρησιμοποιήσει ως χώρο κοιμητηρίων. Από τότε ένα τμήμα αυτού έκτασης περίπου 3.500 τ.μ., αφού περιφράχτηκε με μαντρότοιχο και δενδροφυτεύτηκε, χρησιμοποιείται ως νεκροταφείο για την εξυπηρέτηση του Δημοτικού Διαμερίσματος Πλαγιαρίου του εναγομένου Δήμου, ενώ το υπόλοιπο τμήμα του παρέμεινε κενό. Αρχικά ο χώρος στον οποίο λειτουργούσαν τα νεκροταφεία βρισκόταν εκτός οικισμού, με την πάροδο όμως του χρόνου, εξαιτίας της μεγάλης ανάπτυξης της περιοχής και της επέκτασης του ρυμοτομικού σχεδίου κατά το έτος, εφάπτεται των βορείων ορίων του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως του Πλαγιαρίου. Οι ενάγοντες διαμένουν μόνιμα στο Δ.Δ. Πλαγιαρίου σε οικίες επί οικοπέδων τα οποία βρίσκονται στο βόρειο άκρο του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως σε ελάχιστη απόσταση από το χώρο των κοιμητηρίων. Ειδικότερα δε, όπως προκύπτει και από τις βεβαιώσεις της εκκαλουμένης στο σχέδιο πόλεως εντάχθηκαν με την υπ' αριθμόν 829/15.8.1986 απόφαση του Νομάρχη θεσσαλονίκης και γεωτεμάχια που βρίσκονταν στην Δυτική πλευρά του υπ' αριθμόν 853 κληροτεμαχί-ου, και συγκεκριμένα το υπ' αριθμόν 1359 κληροτεμάχιο εντάχθηκε σχεδόν στο σύνολό του, εκτός από ένα μικρό τριγωνικό τμήμα το οποίο βρίσκεται στο δυτικό όριο του ανωτέρω υπ' αριθμόν 853 κληροτεμαχίου, δηλαδή στο δυτικό όριο των νεκροταφείων, καθώς επίσης και τμήματα των υπ' αριθμούς 1358, 1357 και 1356 κληροτεμαχίων, καθώς επίσης όμως απέχουν από το δυτικό όριο των νεκροταφείων σε αποστάσεις που κυμαίνονται από επτά (7) έως εξήντα πέντε (65) μέτρα, και ζώνη απαγόρευσης δομήσεως πλάτους 40 μέτρων από το δυτικό όριο των νεκροταφείων, κι επί των ανωτέρω ενταχθέντων κληροτεμαχί-ων βρίσκονται και οι ιδιοκτησίες των εναγόντων. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος Δήμος με την 125/5.7.2004 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του ενέκρινε ομόφωνα τη μελέτη του έργου «Επέκταση των Νεκροταφείων στο Δ.Δ. Πλαγι-αρίου», την χρηματοδότηση αυτού από το Πρόγραμμα Δημόσιων Επενδύσεων ΣΑΕΠ 008, την έγκριση της σχετικής μελέτης από την ΤΥΔΚ Ν. θεσσαλονίκης και την διεξαγωγή δημοπρασίας για την εκτέλεση του έργου αυτού, προέβη δε καταρχήν στην έγκριση της μελέτης αυτής, κι ακολούθως στην έγκριση των πρακτικών δημοπρασίας του έργου. Μέχρι τον Απρίλιο του έτους 2006 δεν εκτελέστηκαν εργασίες για την πραγμάτωση του ανωτέρω έργου, στις 27.4.2006, όμως, το δημοτικό συμβούλιο του εναγομένου με την 76/27.4.2006 απόφασή του, αποφάσισε την χορήγηση παράτασης της προθεσμίας περαίωσής του. Ακολούθως, στις αρχές Ιουνίου του ιδίου έτους άρχισαν οι εργασίες εκτέλεσης αυτού, ενώ με έγγραφο της ΤΥΔΚ που απεστάλη στον εναγόμενο Δήμο εγκρίθηκε η 2η παράταση προθεσμίας περαίωσης του έργου λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών και καθυστέρησης πληρωμών. Οι ενάγοντες με εξώδικη διαμαρτυρία τους προς τον Τεχνικό Γραμματέα Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, κοινοποιουμένης και προς τον εναγόμενο διαμαρτυρήθηκαν για τις εκτελούμενες εργασίες επέκτασης εν γένει (οικοδομικών και άλλων), διατεινόμενοι ότι, προκειμένης εκτελέσεως αυτών δεν τηρήθηκαν τα «από τις κείμενες διατάξεις οριζόμενα, καθόσον δεν υπάρχει απόφαση του Δημοτικού συμβουλίου και ως εκ τούτου έγκριση του Γενικού Γραμματέα της περιφέρειας μετά σύμφωνη γνώμη της επιτροπής του α.ν. 582/1968 άρθρο 1 παρ. 2 και της ΥΔ Γ4/315/1973 άρθρο 2 παρ. 2 που γνωματεύει σχετικά, αλλά υπάρχει μόνο (η ανωτέρω αναφερόμενη) απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου για ανάθεση μελέτης επέκτασης στην ΤΥΔΚ...». Κατόπιν της ανωτέρω διαμαρτυρίας η προαναφερθείσα αρμόδια αρχή, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι για το έργο αυτό δεν υπάρχει περιβαλλοντική αδειοδότηση, επέβαλε προσωρινή διακοπή των εργασιών του προαναφερθέντος έργου, μέχρις ότου ο κύριος του έργου εφοδιαστεί με περιβαλλοντική άδεια γι' αυτό. Όσον αφορά τις εκτελούμενες εργασίες, το εναγόμενο προέβη σε εργασίες για την διαμόρφωση του χώρου και του υπολοίπου τμήματος του υπ' αριθμ. 853 κληροτεμαχίου, με την μεταφορά και επίστρωση χώματος ώστε ο προς επέκταση χώρος να αποκτήσει το ίδιο ύψος με τα υφιστάμενα νεκροταφεία και επέκταση του υφισταμένου τοιχίου ώστε να καταστεί ενιαίος με τον χώρο των υφισταμένων νεκροταφείων. Κατόπιν αυτού, με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου θεσσαλονίκης (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), η οποία εκδόθηκε επί αιτήσεως των εναγόντων κατά του εναγομένου, απαγορεύτηκε προσωρινά στον τελευταίο και σε όποιον έλκει απ' αυτόν δικαιώματα η εκτέλεση οποιασδήποτε εργασίας σχετικής με την επέκταση των νεκροταφείων του Δ.Δ. Πλαγιαρίου του εναγομένου Δήμου, συμπεριλαμβανομένης της διαμόρφωσης του περιβάλλοντος χώρου των υφισταμένων νεκροταφείων. Εν τούτοις, ο εναγόμενος, παρά τα επιτασσόμενα από την άνω απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων και την ανωτέρω εντολή διακοπής του έργου, προέβη σε περαιτέρω εργασίες διαμόρφωσης για την, κατά προεκτεθέντα, επέκταση του χώρου του νεκροταφείου και ειδικότερα σε κατεδάφιση δύο τμημάτων, μήκους 36,00 μέτρων και 20,00 μέτρων αντιστοίχως, ήτοι συνολικού μήκους 56,20 μέτρων της θεμελιοδοκού οπλισμένου σκυροδέματος, επί της οποίας εδράζεται τοίχος περίφραξης στην δυτική πλευρά του υφισταμένου νεκροταφείου, κατασκευασμένος από τσιμεντόλιθους, συνολικού μήκους 92,00 μέτρων, ύψους 1,00 μέτρου και πάχους μιάς (1) πλίνθου, όπως η κατεδάφιση αυτή διαπιστώθηκε από τους: Α.Τ., αρχιτέκτονα μηχανικό, Α.Α., πολιτικό μηχανικό Τ.Ε, υπαλλήλους του ΤΥΔΚ, και Ε.Β., πολιτικό μηχανικό, υπάλληλο του Δήμου Μίκρας, και καταγράφεται στην έκθεση αυτοψίας τους την οποία συνέταξαν σ' εκτέλεση της εντολής του Προϊσταμένου της ΤΥΔΚ, που επιση-μειωτικά τέθηκε στην αναφορά των πρώτης, τρίτης, τετάρτης και πέμπτου των εναγόντων. Κατόπιν αυτού η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας με έγγραφό της και, για τελευταία φορά με νεότερο έγγραφό της κάλεσε το εναγόμενο να διακόψει κάθε εργασία, να απέχει από οποιαδήποτε ενέργεια επέκτασης του νεκροταφείου ή επιχωμάτωσης του χώρου γύρω απ' αυτό, να επαναφέρει την προτέρα κατάσταση στον χώρο και της να γνωρίσουν την ολοκλήρωση της διαδικασίας περίφραξης στην αρχική της θέση. Απ' όλα τα παραπάνω περιστατικά αναμφισβήτητο καθίσταται ότι ο εναγόμενος ενεργεί επί του επιδίκου χώρου εκτάσεως 1.150 τ.μ., εκ του υπ' αριθμ. 853 κληροτεμαχίου, ήτοι εντός του εκτός της υφισταμένης περίφραξης λειτουργούντος μέχρι σήμερα νεκροταφείου, υλικές πράξεις (επιχωμάτωση, κατεδάφιση της θεμελιοδοκού κι επέκταση του υφισταμένου τοιχίου) επέκτασης του νεκροταφείου. Πλην όμως ο εναγόμενος προβαίνει στις ενλόγω ενέργειες, χωρίς να προηγηθούν οι απαιτούμενες διαδικασίες και ειδικότερα χωρίς να έχει χορηγηθεί προς τούτο: περιβαντολλογική αδειοδότηση, γνωμοδότηση της Επιτροπής του προβλέπεται στο άρθρο 1 του α.ν. 582/68 υπό την συνδρομή των στοιχείων που προβλέπονται στην Υγειονομική Διάταξη Α5 1210/19.4.78 καθώς και στο π.δ. 1128/80 (και βάσει τοπογραφικού διαγράμματος της περιοχής της επέκτασης - μεταφοράς όπου θα απεικονίζονται αποστάσεις από το εγκεκριμένο σχέδιο, τις πλησιέστερες μεμονωμένα κατοικίες, φρεάτια, πηγές υδροληψίες) υδρολογική μελέτη του χώρου και της περιοχής (άρθρο 4) γνωμοδότηση του Ινστιτούτου Εδαφολογίας θεσσαλονίκης για την καταλληλότητα από εδαφολογικής άποψης της επιλεγείσας έκτασης για την μεταφορά των κοιμητηρίων, έγκριση περιβαλλοντικών όρων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 της ΚΥΑ αριθμ. Η.Π. 11014/703/Φ104/03 (ΦΕΚ 332Β/19.3.2003) και το άρθρο 5 παράρτημα 1 ομάδα 6η α/α 19 της ΚΥΑ ΗΠ 15393/2332/02 (ΦΕΚ 1022 Β/5.8.2002). Περί της αναγκαιότητας των ανωτέρω στοιχείων, αναφέρεται και το έγγραφο της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας προς τον εναγόμενο Δήμο, απαντώντας σε έγγραφο του τελευταίου με το οποίο αυτός ανέφερε ότι δεν επρόκειτο για επέκταση των κοιμητηρίων αλλά για σύνταξη μελέτης για την διαμόρφωση του χώρου των λειτουργούντων κοιμητηρίων. Σημειώνεται δε, επί του ζητήματος αυτού, ότι ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι και το επιπλέον αυτό τμήμα βρίσκεται εντός του υπ' αριθμ. 853 παραχωρηθέντος κληροτεμαχίου, στην πραγματικότητα, εφόσον αναμφισβήτητα ο συγκεκριμένος επίμαχος χώρος ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο, δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι οι εργασίες επ' αυτού αφορούν ήδη λειτουργούντα νεκροταφεία, καθόσον με αυτές εισάγεται στην χρήση του νέα δραστηριότητα, η οποία δικαιολογεί την κρίση ότι πρόκειται για επέκταση των κοιμητηρίων και την συνακόλουθη εφαρμογή των κατά νόμο απαιτουμένων προϋποθέσεων και διαδικασιών για την έγκριση της εγκατάστασης των νέων δραστηριοτήτων κι εκτέλεσης έργων. Περαιτέρω, η σύνταξη περιβαντολλογικής μελέτης σε συνδυασμό με την τήρηση των διαδικασιών που προβλέπονται από τις προπαρατιθέμενες διατάξεις, οι οποίες στόχο έχουν την αποτροπή της ρύπανσης και γενικότερα της υποβάθμισης του περιβάλλοντος και την λήψη όλων των αναγκαίων προς τον σκοπό αυτό προληπτικών μέτρων, την διασφάλιση της ανθρώπινης υγείας από τις διάφορες μορφές υποβάθμισης του περιβάλλοντος και ειδικότερα από την ρύπανση και τις οχλήσεις, συνιστούν μέσο ελέγχου για την αποτροπή δυσμενών επιπτώσεων στο περιβάλλον την διακύβευση της ασφάλειας των περιβαντολλογικών αγαθών. Ενισχυτικό της κρίσεως αυτής είναι και το γεγονός ότι επί προκλήσεως ρυπάνσεως ή υποβαθμίσεως του περιβάλλοντος, προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις κυρώσεις στους παραβάτες, ως προς την επιβολή των οποίων, ανεξαρτήτως της αυτοτελούς υποχρεώσεως της Κεντρικής Διοικήσεως για τη λήψη κατάλληλων μέτρων, υπόχρεες καθίστανται τόσο η Κεντρική Διοίκηση όσο και η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, όχι κατά διακριτική ευχέρεια αλλά από δέσμια υποχρέωση (ΣτΕ 3974, 3975, 3976, 3977, 3978/2010, ό.π.). Ο έλεγχος αυτός, ως προϋπόθεση για την έγκριση των επεμβάσεων του εναγομένου στο επίμαχο τμήμα ακινήτου υπαγορεύεται κι από τις αρχές της προφύλαξης και της προληπτικής δράσης που έχουν θεσμοθετηθεί, από διεθνείς κανόνες δικαίου, κατά τα αναφερόμενα στην μείζονα σκέψη. Από την έλλειψη του ελέγχου και των πιστοποιήσεων για το περιβάλλον που παρέχουν οι απαιτούμενες διαδικασίες για την νόμιμη επέκταση του νεκροταφείου, γεννάται επιστημονική αβεβαιότητα στους ενάγοντες περί της δυνατότητας της ασφαλούς χρήσης των περιβαντολλογικών αγαθών. Η επιστημονική αβεβαιότητα δημιουργεί τεκμήριο υπέρ της υγείας τους και του περιβάλλοντος με βάση την προαναφερθείσα «αρχή της προφύλαξης». Σύμφωνα με την αρχή αυτή, και αν ακόμη δεν είναι βέβαιη η επέλευση επιβλαβών αποτελεσμάτων στους ενάγοντες, χρήστες των γειτνιαζόντων ακινήτων από την επέκταση του νεκροταφείου, πρέπει να λαμβάνονται μέτρα προφύλαξης ώστε να μην διακινδυνεύσει η υγεία τους από τις τυχόν επιπτώσεις στον ατμοσφαιρικό αέρα, στο έδαφος και στο ύδωρ που χρησιμοποιούν. Επομένως, η μη τήρηση των παραπάνω διαδικασιών εκ μέρους του εναγομένου, η οποία καθιστά παράνομη την επέκταση του νεκροταφείου, επάγεται μειωτική διαταραχή της προσωπικότητας των εναγόντων, ως χρηστών των ανωτέρω ακινήτων τους, συνισταμένη στην, εξαιτίας της ανασφάλειας, λόγω της προαναφερθείσης επιστημονικής αβεβαιότητας, ανενόχλητη χρήση των ανωτέρω περιβαντολλογικών αγαθών, πέραν δε αυτού, και στην αυτονόητη αλλοίωση της φυσιογνωμίας του χώρου αυτού της επέκτασης, μέχρι του ορίου των ιδιοκτησιών τους, μη τηρη-θέντων, εκτός των άλλων και των διατάξεων του π.δ. 1128/1980. Κατ' ακολουθία όλων των ανωτέρω, πρόδηλο καθίσταται ότι η επέκταση των νεκροταφείων, επιφέρουσα μεταβολή στο περιβάλλον η οποία είναι πιθανό να έχει επιπτώσεις στην οικολογική ισορροπία, στην ποιότητα ζωής και στην υγεία των εναγόντων, ουσιωδώς χειροτερεύει την ποιότητα ζωής τους, αφού αυτοί υφίστανται προσβολή στην προσωπικότητά τους και ειδικότερα στην απρόσκοπτη χρήση των κοινών και κοινοχρήστων αγαθών που προαναφέρθηκαν. Από την υφιστάμενη αυτή προσβολή δικαιούνται οι ενάγοντες να ζητήσουν την άρση της και την παράλειψή της στο μέλλον. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή και ως κατ' ουσία βάσιμη.