6.
Επειδή, ο καθορισμός της ιθαγενείας εκάστου
προσώπου διέπεται κυριαρχικώς από τη νομοθεσία του οικείου Κράτους, ως εκ
τούτου δε, τα προκύπτοντα εκάστοτε ζητήματα περί της ιθαγενείας προσώπου, το
οποίο διεκδικεί (ή αποκρούει) την ελληνική ιθαγένεια, κρίνονται από την
Διοίκηση και τα Δικαστήρια κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας (βλ.
Σ.Ε. 1081/1940, 1099/1936, 2/1934), η
οποία, βάσει της αρχής της εδαφικότητος στην άσκηση κυριαρχίας, αναγνωρίζει
αρμοδιότητες μόνο σε όργανα της ελληνικής πολιτείας (βλ. Σ.Ε. 2546-7/2002
επταμελούς συνθέσεως). Εξ άλλου,
αναγκαία προϋπόθεση για την, κατά το προπαρατεθέν άρθρο 7 του ν. 2130/1993,
διαπίστωση της ελληνικής ιθαγενείας αποτελεί η ιδιότητα του ενδιαφερομένου ως
«ομογενούς», ως ανήκοντος, δηλαδή, στο ελληνικό έθνος, αναγκαίο δε στοιχείο της
εν λόγω ιδιότητος αποτελεί η ελληνική εθνική συνείδηση (βλ. Σ.Ε. 1121/2011,
1644/2010, 1883, 2633/2009, 275/1999, 2756/1983), η οποία συνάγεται από την εν γένει συμπεριφορά του και τα λοιπά
στοιχεία και χαρακτηριστικά της προσωπικότητός του (βλ. Σ.Ε. 1121/2011, 2756/1983
κ.ά.). Εν όψει των ανωτέρω, στην
ελληνική έννομη τάξη, η διαπίστωση της ιδιότητος του ομογενούς δεν δύναται, ως
προϋπόθεση για την επέλευση εννόμων συνεπειών, ιδίως επί ζητημάτων αφορώντων
στην ελληνική ιθαγένεια (η οποία αποτελεί σχέση δημοσίου δικαίου προς το
ελληνικό κράτος), να εξαρτάται από την σχετική κρίση δικαστηρίων ή αρχών
αλλοδαπής πολιτείας (πρβλ. Σ.Ε. 2546- 7/2002 επταμελούς συνθέσεως).
Ειδικώτερα, προκειμένου περί της, κατά το άρθρο 7 του ν. 2130/1993,
διαπιστώσεως της ελληνικής ιθαγενείας ομογενούς, αποφάσεις αλλοδαπών
δικαστηρίων που διαπιστώνουν την ελληνική «εθνικότητα» του ενδιαφερομένου δεν
αποτελούν νόμιμα στοιχεία αποδεικτικά της ιδιότητος αυτού ως ομογενούς. Άλλωστε,
ως προς ζητήματα τα οποία ρυθμίζονται κυριαρχικώς από την ελληνική νομοθεσία
και εμπίπτουν, κατά τα ανωτέρω, στην δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων, ο
Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, στα άρθρα 780 και 323, αποκλείει, αντιστοίχως,
την αναγνώριση τόσον της ισχύος αλλοδαπής δικαστικής αποφάσεως (ως αποφάσεως
εκουσίας δικαιοδοσίας) όσο και του παραγομένου από αλλοδαπή δικαστική απόφαση
δεδικασμένου.
7.
Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, εφ’ όσον η συνδρομή των προϋποθέσεων για την
επέλευση εννόμων συνεπειών επί ζητημάτων αφορώντων στην ελληνική ιθαγένεια
(όπως είναι, κατά το άρθρο 7 του ν. 2130/1993, η διαπίστωση της ιδιότητος
ορισμένου προσώπου ως ανήκοντος στο ελληνικό έθνος) κρίνεται κυριαρχικώς από τα
διοικητικά όργανα και τα δικαστήρια της ελληνικής πολιτείας κατά τις διατάξεις
της ελληνικής νομοθεσίας, αποκλείεται, επί των ζητημάτων τούτων, τόσον η
αναγνώριση της ισχύος αλλοδαπής δικαστικής αποφάσεως που διαπιστώνει την
ελληνική «εθνικότητα» του ενδιαφερομένου, όσον και του τυχόν παραγομένου από
την απόφαση αυτή δεδικασμένου (τούτο δε ανεξαρτήτως του ζητήματος αν το Ελληνικό
Δημόσιο καταλαμβάνεται από το δεδικασμένο της αποφάσεως αυτής, έχοντας,
ενδεχομένως, διατελέσει διάδικος ενώπιον του αλλοδαπού δικαστηρίου).
8.
Επειδή, εξ άλλου σύμφωνα με την Σύμβαση δικαστικής αρωγής μεταξύ της Ελλάδος
και της Ενώσεως Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, η οποία κυρώθηκε με τον
ν. 1242/1981 (Φ.Ε.Κ.44Α΄), η αναγνώριση και εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων
του ενός Συμβαλλομένου Μέρους στο έδαφος του ετέρου (άρθρα 23 επ.) προϋποθέτει,
μεταξύ άλλων, ότι «η υπόθεση δεν ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα οργάνου
του Συμβαλλομένου Μέρους στο έδαφος του οποίου η απόφαση πρέπει να αναγνωρισθεί
ή να εκτελεσθεί» (άρθρο 24 περ. 4).
9.
Επειδή, με το από 29.2.2008 δικόγραφο προσθέτων λόγων, όπως συμπληρώνεται με το
από 7.4.2011 υπόμνημα των αιτούντων, προβάλλεται ότι με δύο, προσκομιζόμενες με
το εν λόγω πρόσθετο δικόγραφο, αποφάσεις, από 11.2.2007, του Δικαστηρίου του
Δημοτικού Διαμερίσματος Τβερσκόι της Μόσχας (οι οποίες απέκτησαν ισχύ
δεδικασμένου στην Ελλάδα, κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, με τις
7471/2008 και 7473/2008 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών)
αναγνωρίσθηκε η ελληνική εθνικότητα των αιτούντων και ότι από τα στοιχεία αυτά
αποδεικνύεται η, κατά την έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως, πλάνη της Διοικήσεως
ως προς την ελληνική καταγωγή αυτών. Ο λόγος, όμως, αυτός ακυρώσεως είναι
απορριπτέος, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμος, κατά τα εκτιθέμενα στην έκτη και
στην έβδομη σκέψη. Οι ανωτέρω, άλλωστε, ρωσικές δικαστικές αποφάσεις
αναπτύσσουν συνέπειες εντός της ρωσικής επικρατείας, το δεδικασμένο δε αυτών
στην Ελλάδα, που αναγνωρίσθηκε με τις ως άνω, αντίστοιχες, αποφάσεις του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (χωρίς αναφορά στην προμνησθείσα διεθνή
σύμβαση), δεν καταλαμβάνει, πάντως, το Ελληνικό Δημόσιο που δεν διετέλεσε
διάδικος στις δίκες ενώπιον του ρωσικού δικαστηρίου.
10.
Επειδή, τέλος, εν όψει των εκτεθέντων στην έβδομη σκέψη και του προπαρατεθέντος
άρθρου 24 περ. 4 της ως άνω, κυρωθείσης με το άρθρο πρώτο του ν. 1249/1982,
διεθνούς συμβάσεως, αβασίμως οι αιτούντες, με το από 29.2.2008 δικόγραφο
προσθέτων λόγων, επικαλούνται, εν προκειμένω, την εφαρμογή της εν λόγω
συμβάσεως.
11. Επειδή, κατόπιν των
ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση, να επιβληθεί δε στους
αιτούντες η δικαστική δαπάνη και για τις δύο δίκες (ενώπιον της πενταμελούς και
της επταμελούς συνθέσεως) της Περιφέρειας Αττικής, η οποία, κατά τα άρθρα 3
παρ. 3 εδ. θ΄ και 283 παρ. 2 του ν. 3852/2010 (Φ.Ε.Κ. 87 Α΄), ως οργανισμός
τοπικής αυτοδιοικήσεως β΄ βαθμού και καθολική διάδοχος της καταργηθείσης
Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Δυτικής Αττικής, πρέπει να θεωρηθεί ως η καθ’ ης
στρέφεται η κρινομένη αίτηση.