(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Πολιτική Δικονομία. Αναγκαστική
εκτέλεση. Πίνακας κατάταξης και ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης. Προθεσμία
ανακοπής (12 ημέρες). 30 ημέρες προθεσμία για ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης
για το Δημόσιο. Εφέσεις. Αναγκαστική κατάσχεση οφειλέτριας ΑΕ από Τράπεζα.
Γενικά προνόμια. Τρίτη τάξη προνομίων. Εργατικές απαιτήσεις και παρεπόμενες
απαιτήσεις τόκων. Χρονικά όρια του προνομίου αυτού. Εφ΄όσον προέκυψαν μέσα στην
τελευταία διετία πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού.
Έννοια ορισμού πρώτου πλειστηριασμού. Εν προκειμένω ορισθείσα ημερομηνία
πλειστηριασμού 13/12/2006. Μη διενέργεια αυτού και επιβολή νέας κατάσχεσης για
την ίδια απαίτηση, στο ίδιο ακίνητο, με βάση νέα έκθεση κατάσχεσης. 24/1/2007
αρχική ημερομηνία και 31/1/2007 μετά από διόρθωση. Επαναληπτική περίληψη και
νέα ημερομηνία πλειστηριασμού 21/3/2007. Ματαίωση και νέα ημερομηνία 20/6/2007,
οπότε και έγινε η κατακύρωση. Ημερομηνία πρώτου πλειστηριασμού βάσει των
ανωτέρω θεωρείται η 31/1/2007. Έννοια εργατικής απαίτησης. Πάγια αντιμισθία
δικηγόρου. Διαίρεση του εκπλειστηριάσματος μετά την ικανοποίηση της τάξης
αυτής. Γενικό προνόμιο Δημοσίου. Ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις αυτού. Χρονικά όρια
αυτού. Απαίτηση και τόκοι. Πέμπτη τάξη προνομίων. Ειδικά προνόμια-εμπραγμάτως
ασφαλισμένοι δανειστές. Ικανοποίηση του Δημοσίου έως το 1/3 και των εμπραγμάτως
ασφαλισμένων έως τα 2/3 της απαίτησης. Μεταξύ των εμπραγμάτως ασφαλισμένων
ακολουθείται η κατά το ουσιαστικό δίκαιο σειρά, βάσει της αρχής της χρονικής
προτεραιότητας. Αναγγελία δανειστή. Ορισμένο αναγγελίας-απαραίτητα στοιχεία
αυτής. Ύπαρξη τυχόν προνομίου και πραγματικά περιστατικά. Δεν είναι αναγκαία η
περιγραφή στο βαθμό που απαιτείται επί αγωγής. Παραδεκτή η συμπλήρωση με τα
προσκομισθέντα αποδεικτικά έγγραφα μέχρι τη συζήτηση. Τυχαία και όχι οριστική
κατάταξη, εφ΄όσον η απαίτηση δεν έχει επιδικαστεί τελεσίδικα. Η απαίτηση υπέρ
της οποίας έχει εγγραφεί προσημείωση υποθήκης κατατάσσεται προνομιακά μεν, αλλά
τυχαία, υπό την αίρεση της τελεσίδικης επιδίκασής της. Βάρος αποδείξεως.
Αμφισβήτηση απαίτησης ή προνομίου καταταχθέντος δανειστή. Το βάρος φέρει ο
καθ΄ου η ανακοπή. Αρκεί η άρνηση του ανακόπτοντος. Αν ωστόσο προβάλλονται
ενστάσεις το βάρος της αποδείξεως φέρει ο ανακόπτων (ενιστάμενος). Εσφαλμένη,
ωστόσο, κατανομή του βάρους αποδείξεως δεν αποτελεί αυτοτελή λόγο εφέσεως, αν
ορθά, κατά τα λοιπά, γίνεται δεκτή ως αποδεδειγμένη η βάση ενός ισχυρισμού.
Αριθμός απόφασης:267/2012
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (Τμήμα 2ο Δημοσίου) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Γεώργιο Χοϊμέ, Πρόεδρο Εφετών, Αγγελική Τζαβάρα, Εφέτη, Αθανάσιο Δαββέτα, Εφέτη - Εισηγητή και από τον Γραμματέα Ιωάννη Δαγρέ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 12 Οκτωβρίου 2010 για να δικάσει τις ακόλουθες υποθέσεις μεταξύ:
(Α), (αριθ.πιν.10), Του ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ - ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου εν γένει από τον Υπουργό των Οικονομικών, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, οδός Καραγεώργη Σερβίας αριθ. 10 και ειδικότερα στην προκειμένη περίπτωση και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ........ ............., οδός ........... αριθ. ...-......., τους οποίους εκπροσώπησε η Δικαστική Αντιπρόσωπος Νάταλη - Χριστίνα Σαμαρά.
Των ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ - ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ, (1) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «............ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ............. ............... .............», με έδρα την Αθήνα, Λεωφόρος .................., αριθ. ......-.........., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, (2)................. ............... - .................., κατοίκου ................. Αττικής, οδός ............. αριθ. ......., (3) ............... .................. του ..............., κατοίκου ............. Αττικής, οδός ............ αριθ. ......, (4) .............. ............. του ................, κατοίκου ........... Αττικής, οδός .......................... ........ αριθ. ....-...., (5) ................ ............... του ............, κατοίκου Πειραιά, οδός ...................... αριθ. ....-.......... (6) .......... .................. του ..............., κατοίκου ........ ............................ Αττικής, οδός ............ αριθ. ..., (7) ..................... .................. του ......................, κατοίκου .................. Αττικής, οδός .............. αριθμός ...., (8) .............. .................. του ..............., κατοίκου ...................................... Αττικής, οδός ............... αριθ. ...., (9) .............. ................. του ................., κατοίκου Αθηνών,(..............), οδός .......... αριθ. .., (10) .................. .................) .......... ( ...........) του ............, κατοίκου ................ ........... Αττικής, οδός ................... αριθ. .., (11) .......... .............. του ............, κατοίκου Αθηνών, (............ ...............), οδός........ ............ αριθ. ...-....., (12) ................... ................. του .............., κατοίκου .......................... Αττικής, οδός .............. αριθ. ...., (13) .................... ............... του .............., κατοίκου .......................... Αττικής, οδός ...................... αριθ. .., (14) ................ ..................... του ................, κατοίκου .......... ........... ......... Αττικής, οδός .................... αριθ. ......., (15) ............... ................ του ..........., κατοίκου Αθηνών, (........ .............), οδός ............................. αριθ. .., (16) .............. ................ του ........... κατοίκου ............... Αττικής, οδός ....................... αριθ. .., (17) ........... ........... του ..................., κατοίκου ........... Αττικής, οδός ........................ αριθ. ..., (18)............ ............. του ..............., κατοίκου Αθηνών, (............. ), οδός ............................ αριθ. .., (19) .............. ........................ του ................., κατοίκου Αθηνών, οδός ..................αριθ. ......, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν η 1η από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Βελλίδου βάσει δηλώσεως, οι 2η έως και 16η από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ....................... .................., ο 17ος από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κοντογιάννη βάσει δηλώσεως, ο 18ος από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Γιαλαμά, ενώ ο 19ος παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος.
(Β), (αριθ.πιν.30), Της ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ - ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ, ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «............ ΤΡΑΠΕΖΑ ..... ............... », με έδρα την Αθήνα, ........ ............., αριθ. ......-........, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Μαρία Βελλίδου βάσει δηλώσεως.
Των ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ - ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ, (1) ................ ................... του ..................., κατοίκου Αθηνών, οδός .................... αριθ. ....., (2) ................ .............. - ................, κατοίκου .................... Αττικής, οδός ....................... αριθ. ........, (3) .............. .......................... του .................., κατοίκου ........................... Αττικής, οδός ................ αριθμός ....., (4) .......... ........................ του ................, κατοίκου .......... ............... .......... Αττικής, οδός ................ αριθ. ...., (5) ................. ............... του ..........., κατοίκου Αθηνών, (............. ........), οδός ........................... αριθ. .., (6) .............. ............. του .........., κατοίκου ................ Αττικής, οδός ............. αριθ. .., (7) ........... .......... του ................, κατοίκου ............. Αττικής, οδός ................. αριθ. ..., (8) .......... ............. του ................., κατοίκου Αθηνών, (...............................), οδός .................... αριθ. ..., από τους οποίους ο 1ος παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος, οι 2η έως και 6η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ............. ........................., ο 7ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κοντογιάννη βάσει δηλώσεως και ο 8ος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Γιαλαμά.
(Γ), (αριθ.πιν.35), Της ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ - ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ, ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «........... .................. ΤΡΑΠΕΖΑ .....», (μετά από συγχώνευση των τραπεζικών εταιρειών «............ Τράπεζα.......», «......... Τράπεζα - ......- .....» και « .......... ...... ......» με απορρόφηση από την πρώτη των δύο τελευταίων - ΦΕΚ ΑΕ & ΕΠΕ 6753/07), η οποία εδρεύει στη ................., οδός ............ αριθ....... και ..................... και διατηρεί γραφεία στο ................ Αττικής, οδός ......... αριθ. ..... και ..............., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Ντόρα Κρητικοπούλου βάσει δηλώσεως.
Των ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ - ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ, (1) ..................... ................. - ................, κατοίκου .................... Αττικής, οδός ................ αριθ. ....., (2) ............... .......................... του ..................., κατοίκου ............................. Αττικής, οδός ............... αριθμός ....., (3) ........... ....................... του ........................., κατοίκου ........... ........... ......... Αττικής, οδός ............. αριθ. ........, (4) ............... ..................... του ............, κατοίκου Αθηνών, (.......... ..............), οδός ........................ αριθ. .., (5) ................ ............... του ..........., κατοίκου ........... Αττικής, οδός ................ αριθ. ..., τους οποίους εκπροσώπησε όλους ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Ιωάννης Νικολόπουλος.
(Δ), (αριθ.πιν.11), Της ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ - ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ, ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ..... .................. - ................ .......» και με τον διακριτικό τίτλο «................... - ......................», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός.............. αριθ. ...., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Αγλαΐα Σταυροπούλου, βάσει δηλώσεως.
Των ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ - ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ, (1) .......... ......του ............, κατοίκου Αθηνών, οδός ................ αριθ. ......., (2) .............. ............... - ......, κατοίκου .......... Αττικής, οδός ............ αριθ. ................, (3) .......... .................... του ................, κατοίκου ................ Αττικής, οδός ................ αριθμός ..., (4) ............. .................... του ..............., κατοίκου ........ ............. ......... Αττικής, οδός ............... αριθ. ...., (5) ............. .............. του ............., κατοίκου Αθηνών, (........ ..............), οδός ................. αριθ. .., (6) .......... ........ του ........, κατοίκου ........... Αττικής, οδός .............. αριθ. ...., (7) .......... ............. του ................., κατοίκου ........... Αττικής, οδός ................... αριθ. ..., από τους οποίους ο 1ος παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος, η 2η έως και 6η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους .............. ................................ και ο 7ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κοντογιάννη βάσει δηλώσεως.
Α) Το ήδη εκκαλούν και πρωτοδίκως ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο, με την από 4-2-2008 και με αριθμό καταθέσεως 1316/5-2-2008 ανακοπή, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά των ανωτέρω καθ’ ων η ανακοπή - εφεσιβλήτων, ζήτησε να γίνει δεκτή.
Β) Η ήδη εκκαλούσα και πρωτοδίκως ανακόπτουσα «............. ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ .............. ................. .................», με την από 24-1-2008 και με αριθμό καταθέσεως 922/25-1-2008 ανακοπή, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά των ανωτέρω καθ’ ων η ανακοπή - εφεσιβλήτων, ζήτησε να γίνει δεκτή.
Γ) Η ήδη εκκαλούσα και πρωτοδίκως ανακόπτουσα «............... ....... ΤΡΑΠΕΖΑ ........», με την από 22-1-2008 και με αριθμό καταθέσεως 778/23-1-2008 ανακοπή, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά των ανωτέρω καθ’ ων η ανακοπή - εφεσιβλήτων, ζήτησε να γίνει δεκτή.
Δ) Η ήδη εκκαλούσα και πρωτοδίκως ανακόπτουσα «ΤΡΑΠΕΖΑ....... ................ - ................. ......», με την από 22-1-2008 και με αριθμό καταθέσεως 762/22-1-2008 ανακοπή, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά των ανωτέρω καθ’ ων η ανακοπή - εφεσιβλήτων, ζήτησε να γίνει δεκτή.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 3883/2009 απόφασή του συνεκδίκασε τις ανωτέρω ανακοπές και αφενός έκανε δεκτή εν μέρει την πρώτη, απορρίπτοντας αυτήν κατά τα λοιπά, αφετέρου απέρριψε εν όλω τις υπόλοιπες τρεις ανακοπές.
Ήδη το πρώτο εκκαλούν - ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο, καθώς και οι λοιπές εκκαλούσες - ανακόπτουσες ανώνυμες τραπεζικές εταιρείες, προσβάλλουν την ανωτέρω πρωτόδικη απόφαση, με τις αντίστοιχες ένδικες εφέσεις τους, α) από 9-11-2009 και με αριθ. καταθέσεως 10548/9.11.2009, η οποία προσδιορίστηκε για την προκειμένη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο, β) από 27-11- 2009 και με αριθμό καταθέσεως 11265/1.12.2009, η οποία προσδιορίστηκε για την προκειμένη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο, γ) από 30-11-2009 και με αριθμό καταθέσεως 11354/3.12.2009, η οποία επίσης προσδιορίστηκε για την προκειμένη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο και δ) από 12-11-2009 και με αριθμό καταθέσεως 10758/16.11.2009, η οποία ομοίως προσδιορίστηκε για την προκειμένη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο. Κατά τη συζήτηση των ανωτέρω υποθέσεων και κατά την συνεκφώνησή τους από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι επί της πρώτης εφέσεως της 1ης και του 17ου των εφεσιβλήτων, επί της δεύτερης εφέσεως της εκκαλούσας και του 7ου των εφεσιβλήτων, επί της τρίτης εφέσεως της εκκαλούσας και επί της τέταρτης εφέσεως της εκκαλούσας και του 7ου εφεσιβλήτου δεν εμφανίσθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά παραστάθηκαν βάσει χωριστών εγγράφων δηλώσεών τους, που έγιναν σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ., όπως τροποποιήθηκε διαδοχικά με τα άρθρα 7 του ν. 1478/84 και 3 του ν. 1649/86, αφού προκατέθεσαν προτάσεις. Αντίθετα η Δικαστική Αντιπρόσωπος του εκκαλούντος επί της πρώτης εφέσεως Ελληνικού Δημοσίου και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι όλων των λοιπών διαδίκων και επί των τεσσάρων εφέσεων εμφανίσθηκαν στο Δικαστήριο, παραστάθηκαν νομότυπα για λογαριασμό των εντολέων τους και κατέθεσαν προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά τα αναφερόμενα σε αυτές.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την προκειμένη δικάσιμο του Δικαστηρίου τούτου φέρονται προς συζήτηση οι εφέσεις:α) από 9-11-2009 και με αριθμό καταθέσεως 10548/9.11.2009 του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, β) από 27-11-2009 και με αριθμό καταθέσεως 11265/1.12.2009 της εκκαλούσας «............... Τράπεζας της ....................... ......», γ) από 30-11-2009 και με αριθμό καταθέσεως 11354/3.12.2009 της εκκαλούσας «............ ............ Τράπεζα ......» και δ) από 12-11-2009 και με αριθμό καταθέσεως 10758/16.11.2009 της εκκαλούσας «Τράπεζα .................... - ............... .......», οι οποίες προσβάλλουν όλες την υπ’ αριθ. 3883/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε με την τακτική διαδικασία και απέρριψε εν μέρει την ανακοπή του πρώτου εκκαλούντος - ανακόπτοντος και εν όλω τις ανακοπές των λοιπών εκκαλουσών - ανακοπτουσών, με αντίστοιχους αριθμούς καταθέσεων 1316/5-2-2008, 922/25-1-2008, 778/23-1-2008 και 762/22-1-2008, οι οποίες στρέφονταν εναντίον του υπ’ αριθ. 25.625/25-10-2007 πίνακα κατατάξεως δανειστών προς διανομή πλειστηριάσματος του Συμβ/φου Αθηνών Βασιλείου Γ. Σοφιανόπουλου και με τις οποίες αυτοί, (εκκαλούντες - ανακόπτοντες), ζητούσαν την μεταρρύθμισή του, προς όφελος των ιδίων και σε βάρος των αντιδίκων τους εφεσιβλήτων - καθ’ ων οι ανακοπές.
Οι ανωτέρω εφέσεις πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας, ( άρθρα 31 παρ.3 και 246 του ΚΠολΔ. ).
Α) Από την από 15.10.2009 παραγγελία του πληρεξουσίου δικηγόρου των 2ης ( ........ ................ ) έως και 16ης (........... .............) και 19ου (........... .........................) των εφεσιβλήτων προς επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως στο εκκαλούν με την πρώτη υπό κρίση έφεση Ελληνικό Δημόσιο και από τη σημείωση του εντεταλμένου για την επίδοση αυτή Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Λάμπρου Σταθονίκου, περί επιδόσεως της αποφάσεως αυτής προς το εκκαλούν στις 30-10-2009, οι οποίες αναγράφονται στο προσκομιζόμενο και επικαλούμενο αντίγραφο της προσβαλλόμενης αποφάσεως, σε συνδυασμό με την ημερομηνία καταθέσεως της εν λόγω εφέσεως στην γραμματεία του εκδόντος την απόφαση αυτή δικαστηρίου, (9-11-2009), συνάγεται ότι η έφεση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα μέσα στη γνήσια 30ήμερη προθεσμία, που προβλέπεται από το άρθρο 10 του κ.δ. της 26.6/10.7.1944 «περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου», ως προς τους ανωτέρω εφεσιβλήτους. Επίσης από την έκθεση επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως στο εκκαλούν Δημόσιο υπ’ αριθ. 6435/16-10-2009 του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Νίκου Τσαλουχίδη, κατόπιν εντολής του πληρεξουσίου δικηγόρου του 17ου εφεσιβλήτου ....... ............., προκύπτει ότι η κρινόμενη έφεση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα μέσα στην ίδια ως άνω προθεσμία και ως προς τον εφεσίβλητο αυτόν. Τέλος, από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα έγγραφα δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως στο εκκαλούν Δημόσιο, με επιμέλεια της 1ης εφεσίβλητης ............. Τράπεζας και του 18ου εφεσίβλητου ............... ......................, ώστε ν’ αρχίσει έναντι αυτών η διαδρομή της γνήσιας 30ήμερης προθεσμίας για την άσκηση της εφέσεως εκ του άρθρου 10 του κ.δ. της 26.6/10.7.1944 «περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου». Η έφεση, όμως, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και ως προς αυτούς, με κατάθεση στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλούμενη απόφαση πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 9-11-2009, δηλαδή, προ πάσης επιδόσεως, εντός της κατά το άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ. καταχρηστικής 3ετούς προθεσμίας από την δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που έλαβε χώρα την 11-9-2009. Επομένως, εφόσον η κρινόμενη πρώτη έφεση έχει ασκηθεί και γενικά νομότυπα κατά τις διατάξεις των άρθρων 495 επ. και 511 επ. του ΚΠολΔ., πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή ως προς όλους τους εφεσιβλήτους και να ερευνηθεί περαιτέρω από ουσιαστική άποψη ως προς το παραδεκτό και την βασιμότητα των λόγων της, ( άρθρα 532 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ. ), με την ίδια τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλούμενη απόφαση.
Β) Από την από 15.10.2009 παραγγελία του πληρεξούσιου δικηγόρου των 1ου ,( ......... ............................ για τον εαυτό του), έως και 6ης, ............. .................), των εφεσιβλήτων, προς επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως στην εκκαλούσα, με την δεύτερη υπό κρίση έφεση, ........... Τράπεζα, και από τη σημείωση του εντεταλμένου για την επίδοση αυτή Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Λάμπρου Σταθονίκου, περί επιδόσεως της αποφάσεως αυτής προς την εκκαλούσα στις 2-11-2009, οι οποίες αναγράφονται στο προσκομιζόμενο και επικαλούμενο αντίγραφο της προσβαλλόμενης αποφάσεως, σε συνδυασμό με την ημερομηνία καταθέσεως της εν λόγω εφέσεως στην γραμματεία του εκδόντος την απόφαση αυτή δικαστηρίου, (1-12-2009), συνάγεται ότι η έφεση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα μέσα στη γνήσια 30ήμερη προθεσμία, που προβλέπεται από το άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ., ως προς τους ανωτέρω εφεσιβλήτους. Επίσης, από την από 15.10.2009 παραγγελία του πληρεξουσίου δικηγόρου του 7ου εφεσιβλήτου, (.......... ...........), προς επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως στην ίδια εκκαλούσα ........ Τράπεζα και από την σημείωση του εντεταλμένου για την επίδοση αυτή Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Νίκου Τσαλουχίδη, περί επιδόσεως της αποφάσεως αυτής προς την εκκαλούσα στις 12-11- 2009, οι οποίες αναγράφονται στο προσκομιζόμενο και επικαλούμενο αντίγραφο της προσβαλλόμενης αποφάσεως, σε συνδυασμό με την ημερομηνία καταθέσεως της υπόψη εφέσεως στην γραμματεία του εκδόντος την απόφαση αυτή δικαστηρίου, (την 1-12-2009), συνάγεται ότι η έφεση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα μέσα στην ανωτέρω γνήσια 30ήμερη προθεσμία και ως προς τον 7ο εφεσίβλητο. Σημειώνεται, ότι τα αντιθέτως ισχυριζόμενα από τον εν λόγω εφεσίβλητο, ότι, δηλαδή, η κρινόμενη 2η έφεση έχει ασκηθεί δήθεν εκπρόθεσμα ως προς αυτόν, με βάση την υπ’ αριθ. 6746Ζ, από 12-10-2009, έκθεση επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως προς την ήδη εκκαλούσα του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Νίκου Τσαλουχίδη, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, διότι, εφόσον η ως άνω παραγγελία προς τον αρμόδιο Δικαστικό Επιμελητή για την επίδοση της εκκαλουμένης στην εκκαλούσα έχει ημερομηνία 15-10-2009 και δεν προκύπτει άλλη προηγούμενη αυτής παραγγελία και ενόψει του ότι η σημείωση του επιδόντος Δικαστικού Επιμελητή επί του σώματος του προσκομιζομένου αντιγράφου της εκκαλουμένης, που πράγματι επιδόθηκε στην εκκαλούσα, περί εκτελέσεως της παραγγελθείσας επιδόσεως, φέρει ημερομηνία 12-11-2009, είναι προφανές ότι η ημερομηνία 12-10-2009 στην ανωτέρω έκθεση επιδόσεως είναι εσφαλμένη και έχει τεθεί από παραδρομή του συντάκτη αυτής Δικαστικού Επιμελητή αντί της ορθής 12-11-2009. Τέλος, από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα έγγραφα δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως στην εκκαλούσα Τράπεζα, με επιμέλεια του 8ου εφεσίβλητου ......... ..............., ώστε ν’ αρχίσει έναντι αυτού η διαδρομή της γνήσιας 30ήμερης προθεσμίας για την άσκηση της υπόψη εφέσεως εκ του άρθρου 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ. Η έφεση, όμως, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και ως προς αυτόν, με κατάθεση στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλούμενη απόφαση πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 1-12-2009, δηλαδή, προ πάσης επιδόσεως, εντός της κατά το άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ. καταχρηστικής 3ετούς προθεσμίας από την δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που έλαβε χώρα την 11-9-2009. Επομένως, εφόσον η κρινόμενη δεύτερη έφεση έχει ασκηθεί και γενικά νομότυπα κατά τις διατάξεις των άρθρων 495 επ. και 511 επ. του ΚΠολΔ., πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή ως προς όλους τους εφεσιβλήτους και να ερευνηθεί περαιτέρω από ουσιαστική άποψη ως προς το παραδεκτό και την βασιμότητα των λόγων της, (άρθρα 532 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ.), με την ίδια τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλούμενη απόφαση.
Γ) Από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα έγγραφα δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως στην εκκαλούσα της τρίτης εφέσεως ........ .............. Τράπεζα», με επιμέλεια των 1ης έως και 5ης των εφεσιβλήτων, ώστε ν’ αρχίσει έναντι αυτής η διαδρομή της γνήσιας 30ήμερης προθεσμίας για την άσκηση της προκείμενης εφέσεως εκ του άρθρου 518 παρ.1 του ΚΠολΔ. Η έφεση όμως έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα ως προς την εν λόγω εκκαλούσα έναντι όλων των εφεσιβλήτων, λόγω καταθέσεως αυτής στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλούμενη απόφαση πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 3-12-2009, δηλαδή, προ πάσης επιδόσεως, εντός της κατά το άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ. καταχρηστικής 3ετούς προθεσμίας από την δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που έλαβε χώρα την 11-9-2009. Επομένως, εφόσον η κρινόμενη τρίτη έφεση έχει ασκηθεί και γενικά νομότυπα κατά τις διατάξεις των άρθρων 495 επ. και 511 επ. του ΚΠολΔ., πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή ως προς όλους τους εφεσιβλήτους και να ερευνηθεί περαιτέρω από ουσιαστική άποψη ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της, ( άρθρα 532 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ.), με την ίδια τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλούμενη απόφαση.
Δ) Από την από 15.10.2009 παραγγελία του πληρεξούσιου δικηγόρου των 1ου, (........ .................. για τον εαυτό του), έως και 6ης, (.................. .................), των εφεσιβλήτων, προς επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως στην εκκαλούσα, με την τέταρτη υπό κρίση έφεση, Τράπεζα ....... ................ - ............., και από τη σημείωση του εντεταλμένου για την επίδοση αυτή Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Λάμπρου Σταθονίκου, περί επιδόσεως της αποφάσεως αυτής προς την εκκαλούσα στις 30-10-2009, οι οποίες αναγράφονται στο προσκομιζόμενο και επικαλούμενο αντίγραφο της προσβαλλόμενης αποφάσεως, σε συνδυασμό με την ημερομηνία καταθέσεως της εν λόγω εφέσεως στη γραμματεία του εκδόντος την απόφαση αυτή δικαστηρίου, (16-11-2009), συνάγεται ότι η έφεση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα μέσα στη γνήσια 30ήμερη προθεσμία, που προβλέπεται από το άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ., ως προς τους ανωτέρω εφεσιβλήτους. Επίσης, από την από 15.10.2009 παραγγελία του πληρεξούσιου δικηγόρου του 7ου εφεσιβλήτου, ( ........ ...................), προς επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως στην ίδια εκκαλούσα Τράπεζα και από τη σημείωση του εντεταλμένου για την επίδοση αυτή Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Νίκου Τσαλουχίδη, περί επιδόσεως της αποφάσεως αυτής προς την εκκαλούσα στις 16-10-2009, οι οποίες αναγράφονται στο προσκομιζόμενο και επικαλούμενο αντίγραφο της προσβαλλόμενης αποφάσεως, σε συνδυασμό με την ημερομηνία καταθέσεως της υπόψη εφέσεως στην γραμματεία του εκδόντος την απόφαση αυτή δικαστηρίου, (στις 16-11- 2009 ), συνάγεται ότι η έφεση αυτή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα μέσα στην ανωτέρω γνήσια 30ήμερη προθεσμία και ως προς τον 7ο εφεσίβλητο. Επομένως, εφόσον η κρινόμενη τέταρτη έφεση έχει ασκηθεί και γενικά νομότυπα κατά τις διατάξεις των άρθρων 495 επ. και 511 επ. του ΚΠολΔ., πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή ως προς όλους τους εφεσιβλήτους και να ερευνηθεί περαιτέρω από ουσιαστική άποψη ως προς το παραδεκτό και την βασιμότητα των λόγων της, (άρθρα 532 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ.), με την ίδια τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλούμενη απόφαση. Α) Με την από 4-2-2008 πρώτη ένδικη ανακοπή το εκκαλούν - ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο ισχυρίσθηκε, (1) ότι, κατόπιν αναγκαστικής κατασχέσεως, που επέβαλε σε ακίνητο της οφειλέτιδας καθ’ ης η εκτέλεση ανώνυμης εμπορικής εταιρείας με την επωνυμία «................. ....................» η επισπεύδουσα πρώτη καθ’ ης η ανακοπή, (ήδη πρώτη εφεσίβλητη στην έφεση του εδώ ανακόπτοντος Δημοσίου), ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «............... ΤΡΑΠΕΖΑ της ............... .........................................», ορίσθηκε ως ημερομηνία πρώτου πλειστηριασμού αυτού η 31-1-2007 και μετά από αναβολές η 20-6-2007, οπότε και εκπλειστηριάσθηκε το ακίνητο αυτό, όπως ειδικότερα προσδιορίζεται στην ίδια ανακοπή, (2) ότι το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν αναγγέλθηκε στον αρμόδιο για τη διανομή του επιτευχθέντος πλειστηριάσματος υπάλληλο του πλειστηριασμού Συμβ/φο Αθηνών Βασίλειο Σοφιανόπουλο, δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ........ ................, για συνολική απαίτηση 489.890,42 ευρώ, αποτελούμενη από βεβαιωμένους φόρους, διαφόρων ειδών, με τις προσαυξήσεις τους μέχρι την ημερομηνία του πλειστηριασμού, (3) ότι ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος συνέταξε για τη διανομή του πλειστηριάσματος τον προσβαλλόμενο με την ίδια ανακοπή πίνακα κατατάξεως υπ’ αριθ. 25.625/2007, με τον οποίο, αφού προαφαίρεσε τα τέλη και δικαιώματα του ιδίου και τα υπέρ της επισπεύδουσας έξοδα εκτελέσεως, προέβη σε κατάταξη, αα) προνομιακή και τυχαία των καθ’ ων η ανακοπή - εφεσιβλήτων ............ ................. έως και ............ ................. και ββ) προνομιακή και οριστική των καθ’ ων η ανακοπή - εφεσιβλήτων .......... .........., ........... ............... και ............. ...................., ως εχόντων απαιτήσεις που εμπίπτουν στην γ΄ τάξη των προνομίων, δηλαδή προερχομένων είτε από αμοιβή δικηγορικών υπηρεσιών, όσον αφορά τον τελευταίο, είτε από σχέση εξαρτημένης εργασίας, όσον αφορά όλους τους λοιπούς, (4) ότι στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος, (154.449,29 ευρώ ), κατατάχθηκαν το ανακόπτον - εκκαλούν Δημόσιο, προνομιακά και οριστικά, στο 1/3 αυτού, ( 51.483,10 ευρώ ), λόγω υπαγωγής της αναγγελθείσας απαιτήσεώς του στην ε΄ τάξη των προνομίων του άρθρου 975 ΚΠολΔ. και η επισπεύδουσα, πρώτη καθ’ ης η ανακοπή και εφεσίβλητη, «................ ΤΡΑΠΕΖΑ ...........», προνομιακά και τυχαία, ως εμπραγμάτως ασφαλισμένη δανείστρια, στα υπόλοιπα 2/3, ( 102.966,19 ευρώ ), (5) ότι η ανωτέρω κατάταξη τυγχάνει νόμω και ουσία αβάσιμη για τους ακόλουθους λόγους: α) για μη νόμιμη προαφαίρεση κονδυλίου 2.992 ευρώ για την δαπάνη έκδοσης αντιγράφων του προσβαλλόμενου πίνακα, β) διότι οι απαιτήσεις των ...... ........................................., ............ .................., .......... ..........., ........... .............. και .............. ........................, είναι εν όλω ανύπαρκτες, άλλως, και αν θεωρηθούν υπαρκτές, δεν ανέρχονται στα αναγγελθέντα ποσά και δεν προέρχονται από σχέσεις που απολαμβάνουν προνόμιο, γ) διότι, άλλως, οι απαιτήσεις των ιδίων δεν απολαμβάνουν προνόμιο, ενόψει του ότι προέκυψαν όχι μέσα στην προηγούμενη της ημερομηνίας ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού διετία, αλλά μετά την ημερομηνία αυτή, (31-1-2007) και μέχρι την ημερομηνία πραγματικής διεξαγωγής του πλειστηριασμού, (20-6-2007), δ) διότι οι καταταχθείσες απαιτήσεις των .................. .................. και ................. ..................... περιέχουν παρεπόμενες απαιτήσεις τόκων, οι οποίοι γεννήθηκαν μετά την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού και μέχρι την ημερομηνία πραγματικής διεξαγωγής του, (ήτοι από 31-1-2007 έως 20-6-2007), έτσι ώστε δεν απολαμβάνουν προνομίου κατά τα αντίστοιχα ποσά τόκων, ε) διότι οι απαιτήσεις και των λοιπών καθ’ ων η ανακοπή - εφεσιβλήτων, από τον ................. ................... μέχρι και τον ............. ............., δεν απολαμβάνουν προνόμιο, ενόψει του ότι προέκυψαν όχι μέσα στην προηγούμενη της ημερομηνίας ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού διετία, αλλά μετά την ημερομηνία αυτή, (31-1-2007) και μέχρι την ημερομηνία πραγματικής διεξαγωγής του πλειστηριασμού, (20-6-2007), στ) διότι η απαίτηση του .................... ............, (72.800 ευρώ), έπρεπε να καταταγεί τυχαία και όχι οριστικά, καθόσον δεν έχει τελεσιδικήσει και θα έπρεπε στο αντίστοιχο ποσό να καταταγεί επικουρικά το ανακόπτον - εκκαλούν Δημόσιο και ζ) διότι στο ποσό των 2/3 του πλειστηριάσματος, στο οποίο κατατάχθηκε προνομιακά και τυχαία η πρώτη καθ’ ης η ανακοπή - εφεσίβλητη «............... ΤΡΑΠΕΖΑ» έπρεπε να καταταγεί επικουρικά το Δημόσιο. Με τα περιστατικά αυτά το ανακόπτον ζήτησε να μεταρρυθμισθεί ανάλογα ο προσβαλλόμενος πίνακας, με την αποβολή των καθ’ ων και την κατάταξη του ιδίου στην θέση τους, άλλως με την επικουρική κατάταξή του.
Β) Με την από 24-1-2008 δεύτερη ένδικη ανακοπή η εκκαλούσα - ανακόπτουσα «........... ΤΡΑΠΕΖΑ ......... ..........» ισχυρίσθηκε, (1) ότι, στον διενεργηθέντα, σύμφωνα με όσα αναφέρονται και στην προηγούμενη ανακοπή, πλειστηριασμό της 20-6-2007, αναγγέλθηκε και η ανακόπτουσα - εκκαλούσα ............ΤΡΑΠΕΖΑ για απαίτησή της κατά της οφειλέτιδας καθ’ ης η εκτέλεση, συνολικού ύψους 4.850.305,20 ευρώ, προερχομένη από κατάλοιπο πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό, τόκους υπερημερίας μέχρι την ημερομηνία του πλειστηριασμού και δικαστικά έξοδα επιδικάσεως αυτής με διαταγή πληρωμής, (2) ότι η απαίτηση αυτή επιδικάσθηκε με την υπ’ αριθ. 3020/2006 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μον/λούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία έγινε τελεσίδικη, παράγουσα δεδικασμένο, μετά από δύο επιδόσεις της, στις 12-4-2006 και 2-10-2006, μετά τις οποίες δεν ασκήθηκε εμπρόθεσμα ανακοπή από την οφειλέτιδα κατά της διαταγής αυτής, (3) ότι η εν λόγω απαίτηση ήταν εξασφαλισμένη με πρώτη προσημείωση υποθήκης, η οποία, μετά την τελεσίδικη επιδίκασή της με την προαναφερθείσα διαταγή πληρωμής, τράπηκε νόμιμα σε υποθήκη, (4) ότι η ανακόπτουσα - εκκαλούσα αναγγέλθηκε επιπλέον και για ποσό 8.878,91 ευρώ, που αποτελούσε τα έξοδα εκτελέσεως, στα οποία υποβλήθηκε, (5) ότι με τον προσβαλλόμενο πίνακα κατατάξεως υπ’ αριθ. 25.625/25-10-2007, που συνέταξε για τη διανομή του πλειστηριάσματος ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος Συμβ/φος Αθηνών Βασίλειος Σοφιανόπουλος, προαφαιρέθηκαν η αμοιβή του τελευταίου και τα ανάλογα τέλη, καθώς και τα έξοδα εκτελέσεως, ακολούθως δε, α) κατ’ αρχάς κατατάχθηκαν προνομιακά οι δανειστές από σχέση εξαρτημένης εργασίας, όπως αναφέρονται και στην προηγούμενη ανακοπή, καθώς και ο δικηγόρος ............ ........................ για την απαίτησή του από δικηγορική αμοιβή και β) το απομείναν υπόλοιπο, (154.449,29 ευρώ), διαιρέθηκε, κατά νόμο, σε 1/3 και 2/3 και στο μεν πρώτο κατατάχθηκε, εν όλω, το πρώτο ανακόπτον - εκκαλούν Δημόσιο, (51.483,10 ευρώ), προνομιακά και οριστικά, στα δε τελευταία κατατάχθηκε, εν όλω, η ανακόπτουσα - εκκαλούσα για μέρος της ανωτέρω απαιτήσεώς της, ήτοι για 102.966,19 ευρώ, προνομιακά και τυχαία, ως πρώτη εμπραγμάτως ασφαλισμένη δανείστρια, (6) ότι η ανωτέρω κατάταξη που έγινε με τον προσβαλλόμενο πίνακα είναι εσφαλμένη κατά νόμο και ουσιαστικά αβάσιμη για τους ακόλουθους ειδικότερα λόγους: α) διότι ο πρώτος των καθ’ ων η ανακοπή - εφεσιβλήτων δικηγόρος .............................. ..................... δεν υπέβαλε στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο ορισμένη αναγγελία και η αναγγελθείσα απαίτησή του, ύψους 72.800 ευρώ, είναι εν όλω ανύπαρκτη και αναπόδεικτη, καθόσον ουδέποτε παρέσχε υπηρεσίες στην οφειλέτιδα με πάγια αντιμισθία, επικουρικά δε αυτή στερείται προνομίου εν μέρει, καθόσον προέκυψε, κατά το ποσό των 15.600 ευρώ, εκτός του διαστήματος, που περιλαμβάνεται στη διετία πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού, (31-1-2007), δηλαδή γεννήθηκε σταδιακά επί έξι μήνες μετά την τελευταία ημερομηνία, β) διότι η δεύτερη καθ’ ης η ανακοπή - εφεσίβλητη ........... ....................., αν και φέρεται ως δανείστρια συνολικής απαιτήσεως 136.261,24 ευρώ, προερχόμενης από άκυρη καταγγελία συμβάσεως εργασίας, με την ιδιότητα της πωλήτριας χάρτου και αποτελούμενης από αποζημίωση καταγγελίας και μισθούς υπερημερίας καθώς και λοιπές συναφείς αποδοχές μέχρι 31-5-2007, είναι αδύνατον να προσλήφθηκε κατά την επικαλουμένη ημερομηνία της 30-6-2005 και να απολύθηκε στις 31-12-2005, εφόσον κατά το διάστημα αυτό η εμφανιζόμενη ως εργοδότρια οφειλέτιδα και καθ’ ης η εκτέλεση εταιρεία είχε μεγάλη οικονομική δυσπραγία και ουσιαστικά είχε διακόψει την λειτουργία της, έτσι ώστε η ως άνω αναγγελθείσα απαίτηση αποβαίνει ανύπαρκτη, ελλείψει πραγματικής σχέσης εργασίας, άλλως εικονική, εφόσον εικονική ήταν και η επικαλούμενη εργασιακή σχέση και, όλως επικουρικά, η υπόψη κατάταξη δεν είναι νόμιμη εν μέρει, καθόσον η αναγγελθείσα απαίτηση κατά το ποσό των 32.533,18 ευρώ γεννήθηκε μετά την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού και δεν εμπίπτει στην διετία πριν από την ημερομηνία αυτή (31-1-2007), γ) διότι, όσον αφορά τον τρίτο καθ’ ου η ανακοπή - εφεσίβλητο ........... ............, αναγγελθέντα και καταταχθέντα για ποσό 28.062,80 ευρώ, προερχόμενο από εργατικές απαιτήσεις, αυτές είναι αναπόδεικτες, πράγματι δε εν όλω ανύπαρκτες, ελλείψει πραγματικής εργασιακής σχέσης, άλλως και όλως επικουρικά, αα) μέρος των αποτελούντων αυτές μισθών υπερημερίας, ύψους 3.884,75 ευρώ, στερείται προνομίου, καθόσον γεννήθηκε μετά τη χρονική περίοδο, που οριοθετείται από την ημερομηνία του ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού μέχρι και δύο έτη πριν από αυτήν, (από 31-1-2007 έως αναδρομικά την 31-1-2005 ), ήτοι προέκυψε από την αρχικά ορισθείσα ημερομηνία πλειστηριασμού μέχρι εκείνη, κατά την οποία αυτός πράγματι διενεργήθηκε, (1-2-2007 έως 20-6-2007) και ββ) έτερο μέρος των ίδιων απαιτήσεων, που αφορά νόμιμες και παράνομες υπερωρίες, ύψους 6.422,86 ευρώ, στερείται επίσης προνομίου, καθόσον γεννήθηκε πριν από την ανωτέρω διετία, δηλαδή πριν από την 31-1-2005, δ) διότι, όσον αφορά τον τέταρτο καθ’ ου η ανακοπή - εφεσίβλητο .................. ........................, αναγγελθέντα και καταταχθέντα για ποσό 12.758,03 ευρώ, προερχόμενο από εργατικές απαιτήσεις, (υπερωρίες), αυτές είναι αναπόδεικτες, πράγματι δε εν όλω ανύπαρκτες, ελλείψει πραγματικής εργασιακής σχέσης, άλλως και όλως επικουρικά, μέρος των υπόψη υπερωριών, ύψους 5.341,35 ευρώ, στερείται προνομίου, καθόσον γεννήθηκε πριν από την ανωτέρω διετία, δηλαδή πριν από την 31-1-2005, ε) διότι, όσον αφορά τον πέμπτο καθ’ ου η ανακοπή - εφεσίβλητο ............ .............., αναγγελθέντα και καταταχθέντα για ποσό 9.466,87 ευρώ, προερχόμενο από εργατικές απαιτήσεις, (υπερωρίες), αυτές είναι αναπόδεικτες, πράγματι δε εν όλω ανύπαρκτες, ελλείψει πραγματικής εργασιακής σχέσης, άλλως και όλως επικουρικά, μέρος των υπόψη υπερωριών, ύψους 2.002 ευρώ, στερείται προνομίου, καθόσον γεννήθηκε πριν από την ανωτέρω διετία, δηλαδή πριν από την 31-1-2005, στ) διότι, όσον αφορά την έκτη καθ’ ης η ανακοπή - εφεσίβλητη ............. ................, αναγγελθείσα και καταταχθείσα για ποσό 177.667,68 ευρώ, προερχόμενο από εργατικές απαιτήσεις, αυτές είναι πράγματι εν όλω ανύπαρκτες, ελλείψει πραγματικής εργασιακής σχέσης, άλλως και όλως επικουρικά, αα) η καταγγελία της εργασιακής της σχέσης στις 15-7-2005 δεν ήταν πράγματι άκυρη, συνεπεία του ότι αυτή βρισκόταν τότε σε κατάσταση εγκυμοσύνης, αφού η διοίκηση της εργοδότριάς της εταιρείας, (καθ’ ης η εκτέλεση), αγνοούσε, κατά τον ανωτέρω χρόνο της απολύσεώς της, την κατάστασή της αυτή, με αποτέλεσμα να μην οφείλονται έκτοτε και μέχρι την 15-12-2006, ήτοι επί 17 μήνες, μισθοί υπερημερίας, συνολικού ύψους 99.285,90 ευρώ, ποσό για το οποίο, μεταξύ άλλων, εσφαλμένα κατατάχθηκε και ββ) η φερόμενη ως συμφωνηθείσα, λόγω της θέσης της ως εμπορικής διευθύντριας, πρόσθετη αμοιβή της σε ποσοστό 1% επί των καθαρών πωλήσεων, που υπολογίσθηκε ως οφειλόμενη κατά το διάστημα υπερημερίας της εργοδότριας για την αποδοχή της εργασίας της, μετά την άκυρη απόλυσή της, επί 17,5 μήνες, με βάση το ύψος των καθαρών πωλήσεων στις 30-6-2005, ανελθούσα, έτσι, στο συνολικό ποσό των 43.750 ευρώ, είναι αναληθής, λόγω του ότι ήδη από την ως άνω ημερομηνία της 30-6-2005 η εργοδότρια εταιρεία είχε αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα με βάση τους αντίστοιχους δημοσιευμένους ισολογισμούς της, ζ) διότι, όσον αφορά τον έβδομο καθ’ ου η ανακοπή - εφεσίβλητο ............. ..........., αναγγελθέντα και καταταχθέντα για συνολικό ποσό 21.606,55 ευρώ, (εκ των οποίων για 16.606,55 ευρώ τυχαία και για 5.000 ευρώ οριστικά), προερχόμενο από εργατικές απαιτήσεις, αυτές είναι αναπόδεικτες, πράγματι δε εν όλω ανύπαρκτες, ελλείψει πραγματικής εργασιακής σχέσης, άλλως και όλως επικουρικά, στερούνται προνομίου, καθόσον γεννήθηκαν πριν από την ανωτέρω διετία, δηλαδή πριν από την 31-1-2005, η) διότι, όσον αφορά τον όγδοο καθ’ ου η ανακοπή - εφεσίβλητο ............... .................., αναγγελθέντα και καταταχθέντα οριστικά για συνολικό ποσό 20.596,19 ευρώ, προερχόμενο δήθεν από εργατικές απαιτήσεις, αυτές είναι αναπόδεικτες, πράγματι δε εν όλω ανύπαρκτες, ελλείψει πραγματικής εργασιακής σχέσης, άλλως και όλως επικουρικά, στερούνται προνομίου, καθόσον δεν προέρχονται πράγματι από εργασιακή σχέση, αλλά από ισόποση τραπεζική επιταγή. Με τα ανωτέρω περιστατικά η ανακόπτουσα - εκκαλούσα τράπεζα ζήτησε να μεταρρυθμισθεί ανάλογα ο προσβαλλόμενος πίνακας, με την ολική, άλλως μερική, αποβολή των καθ’ ων και την κατάταξη αντίστοιχα της ιδίας στην θέση τους.
Γ) Με την από 22-1-2008 τρίτη ένδικη ανακοπή η εκκαλούσα - ανακόπτουσα «............ ............... ΤΡΑΠΕΖΑ ........» ισχυρίσθηκε, (1) ότι στον προαναφερθέντα πλειστηριασμό αναγγέλθηκε και η ίδια, με την από 3-7-2007 αναγγελία της, για απαίτησή της, ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των 1.508.374,41 ευρώ, η οποία προέρχεται από κατάλοιπο πιστώσεως με αλληλόχρεο λογαριασμό, που έκλεισε και η οποία επιδικάσθηκε με την υπ’ αριθ. 774/2005 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μον/λούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και ήταν εξασφαλισμένη με προσημείωση υποθήκης που ενεγράφη στις 30-8-2005 μέχρι του ποσού των 300.000 ευρώ, (2) ότι οι καθ’ ων η ανακοπή, (............ ......., ............. ................., ............ .............., ........... ................. και............ .................), κατατάχθηκαν στον προσβαλλόμενο πίνακα για τις αναγγελθείσες απαιτήσεις τους, όπως αυτές εκτίθενται και στις προηγούμενες ανακοπές, (3) ότι η κατάταξη των καθ’ ων είναι νομικά και ουσιαστικά εσφαλμένη για τους ακόλουθους γενικούς και ειδικούς λόγους: α) διότι οι αναγγελίες των καθ’ ων η ανακοπή ήταν αόριστες και δεν συνοδεύονταν από όλα τα αποδεικτικά των απαιτήσεών τους έγγραφα, β) διότι οι απαιτήσεις αυτών είναι αναπόδεικτες, πράγματι δε εν όλω ανύπαρκτες, ελλείψει πραγματικής εργασιακής σχέσης, που να τους συνέδεε με την καθ’ ης η εκτέλεση εταιρεία, άλλως είναι εικονικές εν μέρει και ειδικότερα οι αποδιδόμενες στην πρώτη και την πέμπτη των καθ’ ων, γ) διότι οι εν λόγω απαιτήσεις, και αν υποτεθούν εξ ολοκλήρου αληθείς, στερούνται εν μέρει του νόμιμου προνομίου για να καταταγούν προνομιακά ή είναι εν μέρει αναληθείς ως εξής: αα) όσον αφορά την πρώτη καθ’ ης, τα ποσά των 18.000 ευρώ για μισθούς υπερημερίας μετά την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού, ( 31-1-2007), των 585,94 ευρώ, για Δώρο Χριστουγέννων 2007, των 2.343,74 ευρώ, για Δώρο Πάσχα 2007, των 2.250 ευρώ, για επίδομα αδείας 2007 και των 4.500 ευρώ, για αποδοχές αδείας 2007, έχουν προκύψει μετά την προηγούμενη της ημερομηνίας ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού διετία, ενώ το ποσό των 15.750 ευρώ, που αφορά αποζημίωση της εν λόγω δανείστριας εργαζομένης από προηγούμενη της επίδικης απόλυσή της, βαρύνει, κατ’ αρχάς, την τρίτη εταιρεία «..................... .................... .............................», που προέβη στην απόλυση, τυχόν δε σωρευτική αναδοχή της υποχρεώσεως αυτής από την καθ’ ης η εκτέλεση αφαιρεί το χαρακτήρα της απαιτήσεως ως εργατικής κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 975 περ. 3 του ΚΠολΔ., (κατ’ εκτίμηση στο σημείο αυτό των εκτιθεμένων), - ββ) όσον αφορά τον δεύτερο καθ’ ου, το ποσό των 3.884,75 ευρώ αντιστοιχεί σε μισθούς υπερημερίας μετά την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού και μέχρι την πραγματική διενέργεια αυτού, ενώ ποσό 5.554,02 ευρώ, από το συνολικό κονδύλιο των υπερωριών ( 6.952,21 ευρώ ), προέκυψε κατά το διάστημα από 1-3-2003 έως 31-1-2005, δηλαδή πριν από την προηγούμενη της ημερομηνίας του πρώτου πλειστηριασμού, (31-1-2007) διετία, -γγ) όσον αφορά τον τρίτο καθ’ ου, ποσό 5.341,35 ευρώ από το συνολικό κονδύλιο των υπερωριών, (6.613,10 ευρώ), προέκυψε κατά το διάστημα από 1-5-2003 έως 31-1- 2005, δηλαδή πριν από την προηγούμενη της ημερομηνίας του πρώτου πλειστηριασμού, (31-1- 2007) διετία, -δδ) όσον αφορά τον τέταρτο καθ’ ου, ποσό 2.002 ευρώ από το συνολικό κονδύλιο των υπερωριών, ( 2.912 ευρώ ), προέκυψε κατά το διάστημα από 1-3-2004 έως 31-1-2005, δηλαδή πριν από την προηγούμενη της ημερομηνίας του πρώτου πλειστηριασμού, (31-1-2007) διετία, -εε) όσον αφορά την πέμπτη καθ’ ης η ανακοπή, η απαίτησή της, και αν ακόμη υποτεθεί αληθής στο σύνολό της, είναι προφανώς αναληθής ως προς το μερικότερο κονδύλιο των 43.750 ευρώ, που αντιστοιχεί στην πρόσθετη αμοιβή της σε ποσοστό 1% επί των καθαρών πωλήσεων, που υπολογίσθηκε ως οφειλόμενη κατά το διάστημα υπερημερίας της εργοδότριας για την αποδοχή της εργασίας της, μετά την άκυρη απόλυσή της, επί 17,5 μήνες, με βάση το ύψος των καθαρών πωλήσεων στις 30-6-2005, λόγω του ότι ήδη από την ως άνω ημερομηνία της 30-6- 2005 η εργοδότρια εταιρεία είχε αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα με βάση τους αντίστοιχους δημοσιευμένους ισολογισμούς της και αιτήσεις δανειστών της για να τεθεί στην ειδική εκκαθάριση του άρθρου 46 του ν. 1892/1990. Με τα ανωτέρω περιστατικά, η τρίτη ανακόπτουσα ζήτησε να μεταρρυθμισθεί ο προσβαλλόμενος πίνακας, ώστε να αποβληθούν οι καθ’ ων η ανακοπή, εν όλω ή εν μέρει, κατά τα αντίστοιχα για τον καθένα τους ποσά, ήτοι συνολικά κατά 206.827,64, άλλως 203.247,70, ευρώ και να καταταχθεί η ίδια στη θέση τους κατά τα ποσά αυτά.
Δ) Με την από 22-1-2008 τέταρτη ένδικη ανακοπή η εκκαλούσα - ανακόπτουσα «ΤΡΑΠΕΖΑ ......... ........................... ........... .................» ισχυρίσθηκε, (1) ότι στον προαναφερθέντα πλειστηριασμό αναγγέλθηκε και η ίδια, με την από 26-6-2007 αναγγελία της, για απαίτησή της ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των 2.032.392,88 ευρώ, η οποία προέρχεται από κατάλοιπα συμβάσεων πιστώσεων με αλληλόχρεο λογαριασμό, που έκλεισαν, πλέον τόκων και εξόδων επιδικάσεως, ως εξής: α) σύμβαση με αριθμό 213/19.3.2001, μερικό κατάλοιπο εξ αυτής, πλέον τόκων και εξόδων, 892.303,30 ευρώ, επιδικασθέν με την 6311/05 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μον/λούς Πρωτοδικείου Αθηνών, β) ίδια σύμβαση, έτερο μερικό κατάλοιπο 144.688,72 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων 5.465 ευρώ, επιδικασθέν με την 11041/05 διαταγή πληρωμής του ίδιου Δικαστή, με εξασφάλιση των απαιτήσεων από τη σύμβαση αυτή με προσημείωση υποθήκης μέχρι του ποσού των 200.000 ευρώ δυνάμει της αποφάσεως υπ’ αριθ. 7261/2005 του Μον/λούς Πρωτοδικείου Αθηνών, γ) σύμβαση με αριθμό 7/5.5.1995, με πιστώτρια τράπεζα την «................. ...... ............... ......», την οποία διαδέχθηκε δια συγχωνεύσεως η ανακόπτουσα, με κατάλοιπο 1.473.738,16 ευρώ, δ) σύμβαση με αριθμό 906/21-5-1997, με πιστώτρια την «ΤΡΑΠΕΖΑ............. ...... .........», την οποία διαδέχθηκε δια συγχωνεύσεως η ανακόπτουσα, με κατάλοιπο 1.644.640,92 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων 56.702 ευρώ, επιδικασθέν με την υπ’ αριθ. 6310/05 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του ανωτέρω Δικαστηρίου και με εξασφάλιση των απαιτήσεων από τις δύο τελευταίες συμβάσεις με προσημείωση υποθήκης, (2) ότι στον προσβαλλόμενο πίνακα οι καθ’ ων η ανακοπή κατατάχθηκαν, όπως εκτίθεται και στις προηγούμενες ανακοπές και (3) ότι οι κατατάξεις αυτές είναι νόμω και ουσία εσφαλμένες για τους ακόλουθους ειδικότερα λόγους: α΄) Όσον αφορά τον πρώτο των καθ’ ων δικηγόρο, λόγω αοριστίας της αναγγελίας του και διότι η απαίτησή του είναι εν όλω ανύπαρκτη, (72.800 ευρώ), ελλείψει υποκείμενης πραγματικής σχέσης παροχής νομικών υπηρεσιών με πάγια αντιμισθία, άλλως εικονική, άλλως διότι εν μέρει στερείται προνομίου, καθόσον, κατά το ποσό των 15.600 ευρώ, η απαίτησή του γεννήθηκε μετά την προηγούμενη της ημερομηνίας ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού, (31-12-2006), διετία, ήτοι από 1-1-2007 μέχρι την πραγματική διενέργεια του πλειστηριασμού αυτού, (20-6-2007 ), β΄) Όσον αφορά την δεύτερη καθ’ ης η ανακοπή, διότι η καταταγείσα συνολική απαίτησή της είναι ανύπαρκτη, (136.261,24 ευρώ), ελλείψει υποκείμενης πραγματικής εργασιακής σχέσης, (η εν λόγω καθ’ ης η ανακοπή πράγματι μεταπήδησε από την εταιρεία «.............. ................. .............» στην «............ ................ ...................» και όχι στην καθ’ ης η εκτέλεση, όλες ιδίων συμφερόντων με την τελευταία ), άλλως εξαιτίας εικονικότητας της όποιας τέτοιας σχέσης εμφανίζεται δήθεν να υπάρχει, αφού, λόγω οικονομικής δυσπραγίας της φερόμενης ως εργοδότριας - καθ’ ης η εκτέλεση κατά τον επικαλούμενο ως χρόνο προσλήψεως, ήταν λογικά αδύνατο να προσληφθεί η ανωτέρω εργαζομένη και μάλιστα με τον υπέρογκο μηνιαίο μισθό των 4.500 ευρώ ως απλή πωλήτρια. Επικουρικά δε η απαίτηση της τελευταίας στερείται εν μέρει προνομίου, λόγω γεννήσεως μέρους των επίδικων απαιτήσεών της, πριν ή μετά τη διετία που προηγείται της ημερομηνίας ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού, ήτοι, (αα) ποσό 22.500 ευρώ, για μισθούς υπερημερίας, προέκυψε μετά την 1-1-2007, (ββ) ποσό 9.679,68 ευρώ, για Δώρα και Επίδομα Αδείας και Άδεια του έτους 2007, προέκυψε μετά την 1-1-2007, (γγ) ποσό 7.171,50 ευρώ, για διάφορες αποδοχές έτους 2005, προέκυψε πριν από την 31-12-2005 και (δδ) από το ποσό των 15.750 ευρώ της αποζημίωσης απολύσεως, τα 10.500 ευρώ οφείλονται όχι από την καθ’ ης η εκτέλεση, αλλά από την τρίτη εταιρεία «................. ............................» για προηγούμενη απόλυση της ίδιας εργαζόμενης από την εταιρεία αυτή. γ΄) Όσον αφορά τον τρίτο καθ’ ου η ανακοπή, οι καταταχθείσες απαιτήσεις του, ( 28.062,80 ευρώ), είναι αναπόδεικτες και ανύπαρκτες, ελλείψει υποκείμενης πραγματικής εργασιακής σχέσης. Επικουρικά δε η καταταχθείσα απαίτηση του εν λόγω καθ’ ου στερείται εν μέρει προνομίου, ήτοι συνολικά για 10.813,45 ευρώ, καθόσον, κατά μεν το ποσό των 4.661,70 ευρώ, που αφορά μισθούς υπερημερίας, προέκυψε μετά την 1-1-2007, δηλαδή μετά την διετία, που προηγείται της ημερομηνίας ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού, ( πρώτος πλειστηριασμός στις 31-12-2006 και άρα η διετία εκτείνεται από 31-12-2004 έως 31-11-2006 ), και μέχρι την πραγματική διενέργειά του στις 20-6-2007, ενώ κατά το ποσό των 6.151,75 ευρώ, που αφορά υπερωρίες, γεννήθηκε πριν από την ανωτέρω διετία, δηλαδή κατά το διάστημα από 1-3-2003 μέχρι 31-12-2004. δ΄) Όσον αφορά τον τέταρτο καθ’ ου η ανακοπή, οι καταταχθείσες απαιτήσεις του, (12.758,03 ευρώ), είναι αναπόδεικτες και ανύπαρκτες, ελλείψει υποκείμενης πραγματικής εργασιακής σχέσης. Επικουρικά δε η καταταχθείσα απαίτηση του εν λόγω καθ’ ου στερείται εν μέρει προνομίου, ήτοι συνολικά για 5.087 ευρώ, που αφορούν νόμιμες, (3.270 ευρώ) και παράνομες, (1.817 ευρώ ), υπερωρίες, καθόσον αυτές προέκυψαν πριν από την ως άνω διετία, δηλαδή προέκυψαν από 1-5-2003 μέχρι 31-12-2004.- ε΄) Όσον αφορά τον πέμπτο καθ’ ου η ανακοπή οι καταταχθείσες απαιτήσεις του, (9.446,87 ευρώ), είναι αναπόδεικτες και εν όλω ανύπαρκτες, ελλείψει υποκείμενης πραγματικής εργασιακής σχέσης. Επικουρικά δε η καταταχθείσα απαίτηση του εν λόγω καθ’ ου στερείται εν μέρει προνομίου, ήτοι συνολικά για 1.820 ευρώ, που αφορούν νόμιμες, (1.170 ευρώ) και παράνομες, (650 ευρώ), υπερωρίες, καθόσον αυτές προέκυψαν πριν από την ως άνω διετία, δηλαδή προέκυψαν από 1-3-2004 μέχρι 31-12-2004.- στ΄) Όσον αφορά την έκτη καθ’ ης η ανακοπή οι καταταχθείσες απαιτήσεις της, (177.667,68 ευρώ ), είναι εν όλω ανύπαρκτες, ελλείψει υποκείμενης πραγματικής εργασιακής σχέσης. Επικουρικά δε είναι εν μέρει αβάσιμες και εν μέρει εικονικές, διότι : αα) η καταγγελία της εργασιακής της σχέσης στις 15-7-2005 δεν ήταν πράγματι άκυρη, συνεπεία του ότι αυτή βρισκόταν τότε σε κατάσταση εγκυμοσύνης, αφού η διοίκηση της εργοδότριάς της εταιρείας, (καθ’ ης η εκτέλεση), αγνοούσε κατά τον ανωτέρω χρόνο της απολύσεώς της την κατάστασή της αυτή, με αποτέλεσμα να μην οφείλονται έκτοτε και μέχρι την 15-12-2006, ήτοι επί 17 μήνες, μισθοί υπερημερίας, συνολικού ύψους 99.285,90 ευρώ, ποσό για το οποίο, μεταξύ άλλων, εσφαλμένα κατατάχθηκε και ββ) η φερόμενη ως συμφωνηθείσα, λόγω της θέσης της ως εμπορικής διευθύντριας, πρόσθετη αμοιβή της σε ποσοστό 1% επί των καθαρών πωλήσεων, που υπολογίσθηκε ως οφειλόμενη κατά το διάστημα υπερημερίας της εργοδότριας για την αποδοχή της εργασίας της, μετά την άκυρη απόλυσή της, επί 17,5 μήνες, με βάση το ύψος των καθαρών πωλήσεων στις 30-6-2005, (ήτοι 250.000 ευρώ τον μήνα ), ανελθούσα, έτσι, στο συνολικό ποσό των 43.750 ευρώ, είναι ψευδής, λόγω του ότι ήδη από την ως άνω ημερομηνία, της 30- 6- 2005, η εργοδότρια εταιρεία είχε αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα με βάση τους αντίστοιχους δημοσιευμένους ισολογισμούς της και δεν ήταν, συνεπώς, δυνατό να έχει πραγματοποιήσει πωλήσεις και μάλιστα τέτοιου ύψους. -ζ΄) Όσον αφορά τον έβδομο καθ’ ου η ανακοπή, η αναγγελία του είναι αόριστη, ενώ οι καταταχθείσες απαιτήσεις του, (21.606,55 ευρώ, εκ των οποίων 16.606,55 ευρώ προνομιακά και τυχαία και 5.000 ευρώ προνομιακά και οριστικά), είναι αναπόδεικτες και εν όλω ανύπαρκτες, ελλείψει υποκείμενης πραγματικής εργασιακής σχέσης. Επικουρικά δε αυτές στερούνται εν μέρει προνομίου κατά το ποσό που γεννήθηκε εκτός της προαναφερόμενης διετίας, ήτοι πριν από την 31-12-2004, ενώ το ποσό των 5.000 ευρώ, που κατατάχθηκε οριστικά, με την αιτιολογία ότι η απόφαση που το επιδίκασε το είχε κηρύξει προσωρινά εκτελεστό, θα πρέπει να καταταχθεί και αυτό τυχαία. Με τα ανωτέρω περιστατικά η τέταρτη ανακόπτουσα ζήτησε να μεταρρυθμισθεί ο προσβαλλόμενος πίνακας, ώστε να αποβληθούν οι καθ’ ων η ανακοπή εν όλω ή εν μέρει, κατά τα αντίστοιχα για τον καθένα τους ποσά και να καταταχθεί η ίδια στη θέση τους κατά τα ποσά αυτά.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε επί των ανωτέρω ανακοπών την υπ’ αριθ. 3883/09 οριστική απόφασή του, με την οποία, αφού συνεκδίκασε τις ανακοπές, αφενός μεν έκανε δεκτή εν μέρει την πρώτη από αυτές, (του Ελληνικού Δημοσίου), μόνο ως προς το προαφαιρεθέν κονδύλιο των 2.992 ευρώ, που δαπανήθηκε για την έκδοση αντιγράφων του προσβαλλόμενου πίνακα, αφετέρου δε απέρριψε, κατά τα λοιπά, την ίδια ανακοπή, καθώς και εν όλω τις υπόλοιπες, ως ουσιαστικά αβάσιμες.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη το εκκαλούν - ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο και οι λοιπές εκκαλούσες - ανακόπτουσες Τράπεζες, με τις κρινόμενες αντίστοιχες εφέσεις τους, για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων εν γένει και ζητούν την εξαφάνισή της και την αποδοχή των ανακοπών τους, προκειμένου να μεταρρυθμισθεί ο προσβληθείς με τις τελευταίες πίνακας κατατάξεως υπ’ αριθ. 25.625/25-10-2007 του Συμβ/φου Αθηνών Βασιλείου Σοφιανόπουλου, ώστε ν’ αποβληθούν εν όλω ή εν μέρει οι απαιτήσεις των καθ’ ων οι ανακοπές - εφεσιβλήτων και να καταταχθούν στην θέση τους οι δικές τους απαιτήσεις.
Α. Με την πρώτη κρινόμενη έφεσή του το πρώτο εκκαλούν Δημόσιο παραπονείται ειδικότερα: (1) ότι θεωρήθηκε εσφαλμένα πως αυτό δεν απέδειξε τον λόγο της ανακοπής του, περί δήθεν εικονικότητας, των απαιτήσεων των αντιδίκων του, (ένσταση), ενώ αυτό πράγματι προέβαλε άρνηση της ύπαρξης, του μεγέθους και του προνομίου των απαιτήσεων των αντιδίκων του, ώστε το βάρος αποδείξεως για την ύπαρξη αυτών βάρυνε τους τελευταίους και όχι το ανακόπτον ως δήθεν προτείνον ένσταση, (2) ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε ο σχετικός λόγος της ανακοπής του και έγινε δεκτό πως οι απαιτήσεις των αντιδίκων του γεννήθηκαν εν όλω εντός της προβλεπόμενης από το νόμο διετίας πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού, ώστε να απολαμβάνουν του σχετικού προνομίου, ενώ πράγματι αυτές προέκυψαν κυρίως πριν ή μετά την εν λόγω διετία, (3) ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε από την εκκαλουμένη ο λόγος ανακοπής, με τον οποίο ζήτησε να καταταχθεί ο αντίδικος ...................... ............ όχι οριστικά, αλλά τυχαία και στην θέση του το ίδιο επικουρικά, αν δεν ευδοκιμήσει τελεσίδικα η απαίτηση αυτού και (4) ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε ο λόγος της ανακοπής του, με τον οποίο ζήτησε να καταταχθεί το ίδιο επικουρικά στο ποσό που είχε καταταχθεί η «............ Τράπεζα της ........... .......», δηλαδή στα 2/3 του απομένοντος πλειστηριάσματος μετά την προαφαίρεση των εξόδων και των ποσών που αναλογούν στις προνομιούχες απαιτήσεις των λοιπών αντιδίκων από εργασιακές σχέσεις και δικηγορικές υπηρεσίες.
Β. Με τη δεύτερη κρινόμενη έφεσή της η δεύτερη εκκαλούσα «.......... Τράπεζα της ............. .....» παραπονείται ειδικότερα: (1) ότι εσφαλμένα έγινε δεκτό πως η ίδια δεν απέδειξε τον λόγο της ανακοπής της περί ανυπαρξίας, άλλως εικονικότητας, των απαιτήσεων των αντιδίκων της, ενώ το βάρος αποδείξεως για την ύπαρξη αυτών βάρυνε τους τελευταίους, οι οποίοι δεν ανταποκρίθηκαν σε αυτό, (2) ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε ο λόγος της ανακοπής της ότι οι αναγγελίες των αντιδίκων του ήταν αόριστες, (3) ότι εσφαλμένα θεωρήθηκαν ως αποδειχθείσες ειδικότερα οι απαιτήσεις των ............ ................... (δικηγόρου), .............. ............... και............... ................., ( ο λόγος αυτός αποτελεί ειδικότερη περίπτωση του πρώτου ) και (4) ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη δέχθηκε πως οι απαιτήσεις των αντιδίκων της γεννήθηκαν εντός της προβλεπόμενης από το νόμο διετίας πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού, ώστε να απολαμβάνουν του σχετικού προνομίου, απορρίπτοντας τον σχετικό λόγο της ανακοπής της.
Γ. Με την τρίτη κρινόμενη έφεσή της η τρίτη εκκαλούσα «................ ......................................» παραπονείται ειδικότερα: - (1) ότι εσφαλμένα έγινε δεκτό πως οι απαιτήσεις των αντιδίκων της είναι υπαρκτές και γεννήθηκαν εν όλω εντός της προβλεπόμενης από το νόμο διετίας, πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού, ώστε να απολαμβάνουν του σχετικού προνομίου, ενώ πράγματι αυτές ουδέποτε γεννήθηκαν, άλλως προέκυψαν κυρίως πριν ή μετά την εν λόγω διετία και, συνεπώς, δεν είναι προνομιούχες κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, (προσδιορίζονται τα αντίστοιχα ποσά), συνεπώς εσφαλμένα απορρίφθηκε ο σχετικός λόγος της ανακοπής της, - (2) ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απέρριψε τον λόγο της ανακοπής της περί αοριστίας των αναγγελιών των αντιδίκων της και περί του ότι αυτές δεν συνοδεύονταν νόμιμα από τα αποδεικτικά αυτών έγγραφα και - (3) ότι τα κονδύλια της πρώτης και της πέμπτης των εφεσιβλήτων - καθ’ ων η ανακοπή ... ................ και .... .............., ύψους 15.750 και 43.750 ευρώ, αντίστοιχα, που φέρονται ως αφορώντα δήθεν αποζημίωση της πρώτης λόγω προηγούμενης απόλυσής της από άλλη εταιρεία και πρόσθετη αμοιβή της τελευταίας, οριζόμενη σε ποσοστό 1% επί των πωλήσεων της εργοδότριας - οφειλέτριας εταιρείας, κατά το προηγούμενο της 30-6-2005 έτος, εσφαλμένα έγιναν δεκτά ως βάσιμα και απορρίφθηκε ο περί εικονικότητας αυτών λόγος της ανακοπής.
Δ. Με την τέταρτη κρινόμενη έφεσή της η τέταρτη εκκαλούσα «Τράπεζα ............... ..... ................. .........» παραπονείται ειδικότερα: (1) ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε ο λόγος της ανακοπής της περί αοριστίας της αναγγελίας του πρώτου και του έβδομου των καθ’ ων η ανακοπή - εφεσιβλήτων, (2) ότι εσφαλμένα έγινε δεκτό πως δήθεν αποδείχθηκαν οι απαιτήσεις όλων των καθ’ ων, ενώ αυτοί δεν ανταποκρίθηκαν πράγματι στο δικονομικό βάρος αποδείξεώς τους και απορρίφθηκε, έτσι, ο λόγος της ένδικης ανακοπής της περί ανυπαρξίας των απαιτήσεων αυτών, (3) ότι εσφαλμένα απορρίφθηκαν οι λόγοι της ανακοπής της, ως προς την εικονικότητα, εν όλω ή εν μέρει, των απαιτήσεων του πρώτου, της δεύτερης και της έκτης των καθ’ ων η ανακοπή - εφεσιβλήτων, (4) ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη δέχθηκε πως οι απαιτήσεις των αντιδίκων της γεννήθηκαν εντός της προβλεπόμενης από το νόμο κρίσιμης διετίας πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού, ώστε να απολαμβάνουν του σχετικού προνομίου, απορρίπτοντας τον σχετικό λόγο της ανακοπής της, (5) ότι, σχετικά με το μέρος των απαιτήσεων της δεύτερης καθ’ ης η ανακοπή - εφεσίβλητης, που αφορά οφειλόμενη από τρίτη εταιρεία αποζημίωση προηγούμενης απολύσεως, την οποία φέρεται ότι ανέλαβε να εξοφλήσει η καθ’ ης η εκτέλεση - οφειλέτρια δυνάμει συμβάσεως αποδοχής χρέους, εσφαλμένα δέχθηκε η εκκαλουμένη ότι μπορεί να δημιουργηθεί προνόμιο με σύμβαση από την ιδιωτική βούληση και - (6) ότι εσφαλμένα δεν έγινε δεκτός ο λόγος της ανακοπής, ως προς τον έβδομο καθ’ ου - εφεσίβλητο, ότι η απαίτησή του κατά το μέρος των 5.000 ευρώ, που είχε κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, δεν έπρεπε να καταταχθεί οριστικά αλλά τυχαία.
Ι. Κατά το άρθρο 979 παρ.1 του ΚΠολΔ., μέσα σε τρεις (3) εργάσιμες ημέρες αφότου συνταχθεί ο πίνακας κατάταξης, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού καλεί με έγγραφο εκείνον υπέρ του οποίου έγινε και εκείνον κατά του οποίου είχε στραφεί η εκτέλεση, καθώς και τους δανειστές που αναγγέλθηκαν, για να λάβουν γνώση του πίνακα. Κατά την παρ.2 του ίδιου άρθρου, μέσα σε δώδεκα (12) εργάσιμες ημέρες, αφότου επιδοθεί η πρόσκληση της παρ.1, οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ανακόψει τον πίνακα της κατάταξης, οπότε εφαρμόζονται τα άρθρα 933 επ. του ίδιου κώδικα. Αντίγραφο της ανακοπής επιδίδεται, μέσα στην ίδια προθεσμία και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Η προθεσμία αυτή, προκειμένου για το Δημόσιο και τους αντιδίκους του, είναι 30 ημερών βάσει του άρθρου 10 του κ.δ. της 26.6/10.7.1944 «περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου». Η ανακοπή στρέφεται κατά των δανειστών, των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη. Το απαράδεκτο της ανακοπής αυτής λόγω ελλείψεως κάποιας από τις τυπικές προϋποθέσεις της εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όταν ασκηθεί έφεση, ανεξαρτήτως του αν υποβάλλεται με αυτήν σχετικό παράπονο, (βλ. ΑΠ 1190/74 ΝοΒ 23. 729, ΕΑ 1173/86 ΕλΔ. 27. 527-528, ΕΑ 2337/10, Σ. Σαμουήλ, «Η Έφεση», δ΄ έκδοση, παρ. 851, σελ. 264, Ι. Μπρίνιας, «Αναγκαστική Εκτέλεσις», β΄ έκδοση, τ. 2ος, άρθ. 979, παρ. 432, σελ. 1168 ).
Στην προκειμένη περίπτωση οι ένδικες ανακοπές ασκήθηκαν παραδεκτά από χρονικής πλευράς, καθόσον ήταν εμπρόθεσμες σύμφωνα με τις προηγούμενες διατάξεις, [βλ. τις από 8/1/2008, 9/1/2008, 10/1/2008 και 11/1/2008 σημειώσεις περί κοινοποιήσεως του προσβαλλόμενου πίνακα, με σχετική κλήση όπως λάβουν γνώση προς το ανακόπτον και οι λοιπές ανακόπτουσες από το Δικαστικό Επιμελητή στο Πρωτ/κείο Αθηνών Θεόδωρο Παπαγεωργίου, σε συνδυασμό με τις εκθέσεις επιδόσεως των ένδικων ανακοπών προς τους καθ’ ων αυτές, με αριθμούς, αα΄) 7655α /12.2.08, 7659α/14.2.08, 7650α/11.2.08, 7658α/14.2.08, 7651α/12.2.08, 7649α/11.2.08, 7656α/14.2.08, 7660α/15.2.08, 7653α/12.2.08, 7647α/11.2.08, 7646α/11.2.08, 7654α/12-2-08, 7652α/12.2.08, 7648α/11.2.08, 7645α/11.2.08, 7657α/14.2.08, 7644α/11.2.08, 7661α/15.2.08 του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Φώτιου Γουργούλη, ββ΄) 327ζ-328ζ-329ζ- 330ζ, όλες, από 25.1.08 του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Γεωργίου Κέζα, γγ΄) 3309Ζ/25.1.08, 3224Ζ/24.1.08, 3228Ζ/24.1.08, 3310Ζ/25.1.08, 3312Ζ/25.1.08 του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτ/κείο Αθηνών Κων/νου Καλού, δδ΄) 11833-11835/22.1.08 της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Έλενας Καραμούζη, εε΄) 8237-8239-8240, όλες, από 22.1.08 του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Παναγιώτη Ραδιώτη και στστ΄) 543Γ- 549Γ/22.1.08 του Δικαστικού Επιμελητή στο ίδιο Πρωτοδικείο Δημήτριου Μεταξά ].
IΙ. Στην ανακοπή κατά πίνακα κατατάξεως, εάν αμφισβητηθεί η απαίτηση ή το προνόμιο ενός από τους καταταχθέντες δανειστές, κατά του οποίου και στρέφεται η ανακοπή, τότε το βάρος, για την απόδειξη της ύπαρξης και της έκτασης της απαίτησης αυτής, καθώς και του τυχόν προνομίου της, φέρει ο καθ’ ου η ανακοπή, έτσι ώστε για το ορισμένο της ανακοπής, ως προς την αμφισβητουμένη απαίτηση, αρκεί η άρνηση που προβάλλει ο ανακόπτων, (βλ. ΑΠ 1501/06 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1843/05 ΕλΔ. 47.473, ΑΠ 1052/05 ΕλΔ. 46.1086, ΑΠ 1297/05 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/04 ΕλΔ. 46.1433, ΑΠ 1666/03 ΕλΔ. 46.1716, ΑΠ 404/03 ΕλΔ. 44.1602, ΑΠ 1717/99 ΕλΔ. 41.1000 και ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 277/97 ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 5397/07 ΝΟΜΟΣ, ΕφΝαυπλ. 412/07 ΕΠολΔ 2008.583). Εάν δεν αμφισβητείται η ύπαρξη της καταταχθείσας απαιτήσεως του καθ’ ου η ανακοπή, μπορεί να προβάλλονται κατ’ αυτής ενστάσεις, με την μορφή καταλυτικών ή αποσβεστικών της καταταχθείσας απαιτήσεως γεγονότων, (λ.χ. διάφορες ακυρότητες). Το βάρος αποδείξεως των γεγονότων που στοιχειοθετούν τις ενστάσεις αυτές φέρει ο ανακόπτων. Εάν συνυπάρχει άρνηση της καταταχθείσας απαιτήσεως του καθ’ ου η ανακοπή με προβολή ενστάσεων κατ’ αυτής, οι τελευταίες προτείνονται επικουρικά και ως καθ’ υποφορά απόκρουση των ισχυρισμών του καθ’ ου που θεμελιώνουν την απαίτησή του, (ΑΠ 183/02 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1717/99 ό.π., ΕΑ 146/07 ΔΕΕ 2007. 687 και ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 910/04 ΕλΔ. 46.531). Αφετέρου στην ίδια ανακοπή, προκειμένου να είναι κατά τα λοιπά ορισμένη, απαιτείται οπωσδήποτε να γίνεται επίκληση και εξειδίκευση της απαιτήσεως του ανακόπτοντος, η οποία επιδιώκεται να καταταχθεί, έστω και εν μέρει, στην θέση εκείνης του καθ’ ου η ανακοπή. Μάλιστα, πρέπει να αναφέρονται το είδος, το ποσό αυτής και η συγκεκριμένη έννομη σχέση από την οποία πηγάζει, καθώς και τα περιστατικά που θεμελιώνουν το τυχόν επικαλούμενο προνόμιό της, ανεξάρτητα από τον θεμελιωτικό λόγο του αιτήματος της ανακοπής, εφόσον μόνο έτσι παρέχεται στο δικαστήριο η δυνατότητα να ερευνήσει τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της, ( βλ. ΑΠ 1949/09 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1101/06 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 440/04 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1645/01 ΕλΔ. 43.728, ΑΠ 337/98 ΝοΒ 47. 947-948, ΑΠ 1099/96 ΕλΔ. 38.1088, ΑΠ 172/94 ΕλΔ. 37. 61-63, ΑΠ 187/87 ΕλΔ. 29.494, ΕφΠειρ. 501/08 ΕπΝαυτΔ. 2008.424 και ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 828/89 ΕΕμπΔ. 1990.285-287 ). Είναι δε αναγκαίες η ως άνω αναφορά και η εξειδίκευση, ακόμη και όταν ο λόγος της ανακοπής συνίσταται στην απλή άρνηση της απαιτήσεως ή του προνομίου του καθ’ ου η ανακοπή, διότι και στην περίπτωση αυτή δικαιολογούν αυτές το έννομο συμφέρον και την ενεργητική νομιμοποίηση του ανακόπτοντος ως διαδικαστικών προϋποθέσεων για την άσκηση της ανακοπής, (βλ. ΑΠ 1949/09 ό.π., ΑΠ 1515/99 ΕΕΝ 2001.278 και ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 146/07 ΔΕΕ 2007.687 και ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 933/06 ΕπΝαυτΔ. 2007.49 και ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 6177/03 ΕλΔ.45.530, ΕΑ 5335/01 ΧρΙΔ 2002.134 και ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 2337/10, ΕφΘεσ/νίκης 1210/95 ΑρχΝ. 1995. 397-398 ). Για την πληρότητα της περιγραφής δεν αρκεί η απλή αναφορά στον τίτλο, με τον οποίο επιδικάσθηκε η απαίτηση ή η παραπομπή στην προηγούμενη της ανακοπής αναγγελία, ούτε επιτρέπεται η συμπλήρωση των ελλειπόντων στοιχείων με τις προτάσεις του ανακόπτοντος, (βλ. ΑΠ 1949/09 ο.π., ΑΠ 440/04 ο.π., ΑΠ 1099/96 ο.π., ΕΑ 6177/03 ο.π. ). Έννομο συμφέρον για την άσκηση της ανακοπής θεωρείται ότι υπάρχει στον ανακόπτοντα, όταν η παραδοχή του αιτήματος της ανακοπής δεν εξαντλείται μόνο στην ακύρωση της κατάταξης της προσβαλλόμενης απαίτησης του καθ’ ου, αλλά συνδέεται αυτή συγχρόνως και με τη δυνατότητα κατάταξης της απαίτησης του ίδιου του ανακόπτοντος, μετά την ακύρωση της κατάταξης του αντιδίκου του, (ΑΠ 1023/09 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 120/05 ΕλΔ. 46.1677 και ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1777/01 ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 5471/2011).
Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τις προηγούμενες νομικές σκέψεις και με όσα, κατά τα ανωτέρω, εκτίθενται στις ένδικες ανακοπές, αυτές είναι ορισμένες και παραδεκτές από πλευράς ενεργητικής νομιμοποιήσεως και εννόμου συμφέροντος των ανακοπτόντων, εφόσον αυτοί αρνούνται, κατ’ αρχάς, τις απαιτήσεις των καθ’ ων, των οποίων προσβάλλουν την κατάταξη, ανεξάρτητα από τις ενστάσεις που προτείνουν κατά των ιδίων καθ’ υποφορά και εκθέτουν λεπτομερώς τα θεμελιωτικά των δικών τους απαιτήσεων και των προνομίων τους περιστατικά, ζητώντας να ακυρωθεί η κατάταξη των απαιτήσεων των καθ’ ων και να καταταγούν οι δικές τους απαιτήσεις στη θέση τους.
ΙΙΙ. Περαιτέρω, όσα εκτίθενται στον πρώτο λόγο της έφεσης του εκκαλούντος - ανακόπτοντος Ελληνικού Δημοσίου και στον επίσης πρώτο λόγο της έφεσης της δεύτερης εκκαλούσας - ανακόπτουσας «.............. Τράπεζας της .................. ....», περί του ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη δέχθηκε ως αποδειχθείσες τις απαιτήσεις των καθ’ ων, χωρίς αυτοί να ανταποκριθούν στο σχετικό βάρος αποδείξεως, ενώ αντίστροφα, εσφαλμένα ανέθεσε αυτό στους ανακόπτοντες, ως αναφερόμενο στην ένσταση εικονικότητας των απαιτήσεων των αντιδίκων τους, (προταθείσα από την ανακόπτουσα τράπεζα αλλά όχι πράγματι και από το ανακόπτον Δημόσιο) και θεώρησε ότι οι τελευταίοι δεν απέδειξαν την ένσταση αυτή, πρέπει ν’ απορριφθούν ως αλυσιτελή, άλλως ως νομικά και ουσιαστικά αβάσιμα, καθόσον, (α) η εσφαλμένη κατανομή του βάρους της αποδείξεως, ανεξάρτητα από την ουσιαστική ορθότητα ή μη του διατακτικού της εκκαλουμένης, δεν αποτελεί αυτοτελή λόγο έφεσης, έτσι ώστε, σε περίπτωση κατά την οποία ορθά γίνεται δεκτή η βάση ενός ισχυρισμού ως αποδεδειγμένη, έστω και αν η εκκαλουμένη εσφαλμένα ανέθεσε σε άλλον διάδικο το βάρος αποδείξεώς του από τον πράγματι βαρυνόμενο με αυτό, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντικαθιστά απλώς τις αιτιολογίες, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλουμένη, (άρθρο 534 ΚΠολΔ.), (β) η ενασχόληση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κατά την εκδίκαση ανακοπής κατά πίνακα κατατάξεως, με προτεινόμενες καθ’ υποφορά από τον ανακόπτοντα ενστάσεις κατά της προσβαλλόμενης απαιτήσεως του καθ’ ου, την οποία βασικά αρνείται, όπως οι περί εικονικότητας, (άρθρο 138 ΑΚ), δηλώνει σαφώς ότι το δικαστήριο έχει προηγουμένως δεχθεί ως αποδειχθείσα από τον καθ’ ου την ύπαρξη της απαιτήσεως, ως προς του τύπους, (βλ. στην προηγούμενη νομική σκέψη), αυτό δε προκύπτει και από το περιεχόμενο της ίδιας της εκκαλούμενης αποφάσεως στην προκειμένη περίπτωση. Οι υπόψη λόγοι εφέσεως, όμως, μπορούν να ερευνηθούν και κατ’ ουσία, εκτιμώμενοι ως εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την αποδοχή της ύπαρξης των απαιτήσεων των καθ’ ων η ανακοπή - εφεσιβλήτων και ως προς την απόρριψη ως αβάσιμης της ένστασης της δεύτερης εκκαλούσας - ανακόπτουσας περί εικονικότητας των απαιτήσεων των αντιδίκων της.
ΙV. Επί κατατάξεως προς ικανοποίηση από το εκπλειστηρίασμα ακινήτου σε αναγκαστική εκτέλεση, η αναγγελία κάθε δανειστή πρέπει να παρέχει στον μεν οφειλέτη και στους άλλους δανειστές τα απαραίτητα για την άμυνά τους στοιχεία, στον δε υπάλληλο του πλειστηριασμού τις προϋποθέσεις για να μπορεί να ελέγξει τη νομιμότητα και τη βασιμότητα της απαιτήσεως. Ανάμεσα στις προϋποθέσεις αυτές είναι και η ύπαρξη του τυχόν προνομίου της απαιτήσεως, τα πραγματικά περιστατικά του οποίου, πρέπει να περιέχει η αναγγελία. Το δικόγραφο της αναγγελίας είναι άκυρο, λόγω αοριστίας της αναφερόμενης σε αυτό απαιτήσεως, μόνον όταν η περιγραφή αυτής, καθώς και του τυχόν προνομίου της, είναι τόσον ελλιπή, ώστε να μη μπορούν ο οφειλέτης και οι λοιποί δανειστές να αντικρούσουν την αναγγελία, κατά την άσκηση του δικαιώματος εναντιώσεώς τους κατά τα άρθρα 974 και 979 ΚΠολΔ. και να υφίστανται έτσι βλάβη. Δεν είναι, όμως, αναγκαία η περιγραφή και η εξειδίκευση στο βαθμό, που αυτή απαιτείται επί αγωγής και ανακοπής, (άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ.), διότι ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος δεν διατάσσει αποδείξεις, ως προς την περιεχόμενη στην αναγγελία απαίτηση, ούτε η αναγγελία αποτελεί προδικασία, κύριας ή παρεμπίπτουσας, αιτήσεως για δικαστική προστασία κατά την έννοια του άρθρου 111 ΚΠολΔ., (ΑΠ 1783/01 ΕλΔ. 43. 1390-92, ΑΠ 387/01 ΕλΔ. 43.123 και ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 5397/07 ΕπΠολΔ.2008. 271 και ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 933/06 ΕπΝΔ 2007.49 και ΝΟΜΟΣ). Η ανωτέρω περιγραφή μπορεί να συμπληρωθεί νόμιμα από δημόσιο έγγραφο, που είναι κατατεθειμένο στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο και είναι προσιτό σε όλους και από το οποίο αποδεικνύεται η απαίτηση και το προνόμιό της. Κατ’ απώτατο δε σημείο η περιγραφή αυτή μπορεί να συμπληρωθεί και από τα έγγραφα, που προσκομίζονται ενώπιον του δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της ανακοπής, δεδομένου ότι επί μη προσκόμισής τους ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 972 παρ.1β΄ ΚΠολΔ. προθεσμίας, δεν επέρχεται έκπτωση από το δικαίωμα της προσκόμισης αυτών ενώπιον του δικαστηρίου, το οποίο είναι υποχρεωμένο να τα λάβει υπόψη, εφόσον προσκομισθούν ενώπιόν του, (βλ. ΑΠ 1640/2002 ΕλΔ. 44.744, ΑΠ 172/1994 ΕΕΝ 1995.91 επ., ΕΑ 5397/2007 ό.π. ).Στην προκειμένη περίπτωση, από τον προσβαλλόμενο πίνακα, από τις προσκομιζόμενες αναγγελίες όλων των καθ’ ων οι ανακοπές - εφεσιβλήτων, καθώς και από τα έγγραφα που είχαν πρωτοδίκως προσκομίσει και ήδη επαναπροσκομίζονται με επίκληση, αποδεικνύεται ότι οι τελευταίοι είχαν υποβάλει στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο εμπρόθεσμα τις αναγγελίες τους, στις οποίες προσδιορίζονται επαρκώς οι απαιτήσεις τους και, σε κάθε περίπτωση, η περιγραφή τους συμπληρώθηκε παραδεκτά με τα προσκομισθέντα από τους ιδίους αποδεικτικά έγγραφα, μέχρι και τη συζήτηση των ένδικων ανακοπών ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με αποτέλεσμα οι εκκαλούντες - ανακόπτοντες να διαγνώσουν έγκαιρα την ταυτότητα των απαιτήσεων αυτών και να δυνηθούν να τις αντικρούσουν εκτενώς, χωρίς να υποστούν βλάβη στην άμυνά τους, εξαιτίας ελλιπούς περιγραφής των απαιτήσεων των αντιδίκων τους στις αντίστοιχες αναγγελίες τους, σύμφωνα με την αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη, έστω και με συνοπτικότερη αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα, (άρθρο 534 ΚΠολΔ.). Επομένως οι όμοιοι λόγοι εφέσεως, δεύτερος της 2ης εφέσεως της εκκαλούσας «.............. Τράπεζας της ............... ......», δεύτερος της 3ης εφέσεως της εκκαλούσας «......... ..............Τράπεζα ....» και πρώτος λόγος της 4ης εφέσεως της εκκαλούσας «Τράπεζας ........ .............. ..........................», περί ακυρότητας των αναγγελιών των εφεσιβλήτων, λόγω αοριστίας στην περιγραφή των αναγγελθεισών με αυτές απαιτήσεών τους και λόγω μη έγκαιρης προσκόμισης των αποδεικτικών τους εγγράφων, (όσον αφορά την έφεση της τρίτης εκκαλούσας ), είναι κατ’ ουσία αβάσιμοι και πρέπει ν’ απορριφθούν.
V-1. Kατά το άρθρο 975 ΚΠολΔ. η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα γίνεται με την εξής σειρά : 1)..., 2)…, 3) οι απαιτήσεις από την παροχή εξαρτημένης εργασίας, καθώς και…, εφόσον προέκυψαν κατά τους τελευταίους έξι (6) μήνες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Με το άρθρο δε 31 του ν. 1545/1985 ορίσθηκε ότι στην τρίτη τάξη προνομίων του προηγούμενου άρθρου του ΚΠολΔ. κατατάσσονται οι απαιτήσεις, που έχουν σαν βάση την παροχή εξαρτημένης εργασίας, εφόσον προέκυψαν κατά την τελευταία διετία πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού ή της κηρύξεως της πτωχεύσεως. Με το ίδιο άρθρο ορίσθηκε επίσης ότι αποζημιώσεις λόγω καταγγελίας της σχέσεως εργασίας κατατάσσονται, ανεξάρτητα από το χρόνο που προέκυψαν, στην ίδια τάξη του άρθρου 975 ΚΠολΔ. Η διαίρεση του εκπλειστηριάσματος σε ποσοστά κατά το άρθρο 977 ΚΠολΔ. γίνεται μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων της τάξεως αυτής. Έτσι, με τη δεύτερη από τις ανωτέρω διατάξεις διευρύνθηκε σημαντικά ο χρόνος που καλύπτεται από το προνόμιο του άρθρου 975 περ. 3 για απαιτήσεις από παροχή εξαρτημένης εργασίας, σε διετία πριν από την ημέρα ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού ή της κηρύξεως της πτωχεύσεως, ενώ έγινε υπαγωγή στο προνόμιο αυτό και των αποζημιώσεων λόγω καταγγελίας της σχέσης εργασίας, ανεξάρτητα από το χρόνο που προέκυψαν αυτές, και καθιερώθηκε η ικανοποίηση των απαιτήσεων αυτών πριν από την κατάταξη των απαιτήσεων και τη διαίρεση του εκπλειστηριάσματος κατ’ άρθρο 977 του ΚΠολΔ., (ΟλΑΠ 22/2000 ΕλΔ.42.56/ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 387/01 ΝΟΜΟΣ ). Ως ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού νοείται εκείνη που αρχικά ορίσθηκε μετά την επιβολή της κατάσχεσης, έστω και αν η διενέργεια του πλειστηριασμού ματαιώθηκε από αδράνεια εκείνου που επέβαλε την κατάσχεση, ακόμη και αν επακολούθησε δήλωση επίσπευσης του πλειστηριασμού εκ μέρους άλλου δανειστή, κατά τις διατάξεις του άρθρου 973 παρ.παρ.2-3 του ΚΠολΔ. Αν ο πλειστηριασμός, λόγω αναβολής, αναστολής ή ματαιώσεως της διενέργειάς του κατά την ημέρα που είχε αρχικά ορισθεί, έγινε αργότερα, του προνομίου απολαμβάνουν οι απαιτήσεις που προέκυψαν μέσα στην τελευταία, πριν από την ημέρα που είχε αρχικά ορισθεί ο πλειστηριασμός διετία και όχι εκείνες που προέκυψαν στο ενδιάμεσο διάστημα, από την ημέρα που είχε αρχικά ορισθεί ο πλειστηριασμός έως την ημέρα που πραγματικά αυτός διενεργήθηκε. Τούτο συνάγεται εκ του ότι η διάταξη του άρθρου 975 περ. 3 ΚΠολΔ. είναι σαφής και εισάγει εξαιρετικό δίκαιο από τον γενικό κανόνα της ίσης ικανοποιήσεως όλων των δανειστών, ώστε τα σχετικά προνόμια δεν πρέπει να επεκτείνονται ερμηνευτικώς, (βλ. ΑΠ 225/10 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1765/09, ΕφΑΔ 2010.723 και ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1101/06 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1585/05 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 61/2001 ΕλΔ. 42.914, πρβλ. και ΟλΑΠ 22/2000 ό.π.). Περαιτέρω, στην ίδια διάταξη του άρθρου 975 περ.3 ΚΠολΔ., μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 6 παρ. 16 εδ. β΄ του ν. 2479/1997, υπάγονται πλέον και κατατάσσονται προνομιακά και οι απαιτήσεις των δικηγόρων, εφόσον προέκυψαν μέσα στην προαναφερθείσα διετία, χωρίς μάλιστα να απαιτείται να έχουν επιδικασθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, (ΑΠ 225/10 ό.π., ΑΠ 1372/08 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, το ως άνω γενικό προνόμιο των απαιτήσεων από την παροχή εξαρτημένης εργασίας υπάρχει και λειτουργεί μόνο όταν το παθητικό υποκείμενο της αναγκαστικής εκτέλεσης ταυτίζεται με εκείνο το πρόσωπο της έννομης σχέσης παροχής εξαρτημένης εργασίας, σε βάρος του οποίου έχει γεννηθεί η αξίωση από τη σχέση αυτή, ( δηλ. τον εργοδότη ). Επομένως σε περίπτωση είτε παροχής εγγύησης υπέρ του εργοδότη είτε σωρευτικής αναδοχής χρέους ή αφηρημένης αναγνώρισης χρέους από τρίτο για την ίδια οφειλή, η απαίτηση, που απορρέει από τις δικαιοπραξίες αυτές, δεν εξοπλίζεται με το εν λόγω προνόμιο, αφού δεν τελεί σε άμεσο αιτιώδη σύνδεσμο με την παροχή εργασίας, ούτε άλλωστε μπορεί να δημιουργηθεί προνόμιο από την ιδιωτική βούληση, (βλ.ΑΠ 1425/2005 ΕλΔ. 47.136 και ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1666/2003 ΕλΔ. 46.1716 και ΝΟΜΟΣ).
V-2. Από την ευρύτατη διατύπωση της ως άνω διατάξεως του άρθρου 31 του ν. 1545/1985 και τον κοινωνικό σκοπό που υπηρετεί, ο οποίος έγκειται στην ισχυρή, αλλά δίκαιη, προστασία εκείνων που με την προσωπική τους εργασία βοηθούν στην ανάπτυξη των επιχειρήσεων, προκύπτει ότι στην προνομιακή κατάταξη των απαιτήσεων των εργαζομένων περιλαμβάνονται και οι παρεπόμενες απαιτήσεις τους από τόκους. Και εφόσον μεν οι παρεπόμενες αυτές απαιτήσεις τόκων προέρχονται από αποζημίωση λόγω καταγγελίας της εργασιακής σχέσεως, δεν υπόκεινται σε κανένα χρονικό περιορισμό. Εάν, όμως, είναι παρεπόμενες άλλων αξιώσεων από την εργασιακή σχέση, κατατάσσονται προνομιακώς όπως και οι κύριες αξιώσεις, δηλαδή, μόνο εφόσον προέκυψαν μέσα στην τελευταία διετία πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού ή, εφόσον πρόκειται για πτώχευση, μέσα στην τελευταία διετία πριν από την κήρυξη της πτωχεύσεως, για τους ίδιους ως άνω λόγους που αναφέρθηκαν και ως προς τις κύριες αξιώσεις, (βλ. ΟλΑΠ 22/2000 ό.π., ΑΠ 1026/10 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 225/10 ό.π., ΑΠ 1765/09, ό.π., ΑΠ 1101/06 ό.π., ΕΑ 146/07 ΔΕΕ 2007.687 και ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσσαλ. 330/09 ΕπΠολΔ. 2009.700 και ΝΟΜΟΣ). V-3. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 975, 976, 977 παρ. 1 και 1007 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι σε περίπτωση πλειστηριασμού κινητού ή ακίνητου πράγματος, αν συντρέχουν προνομιακές απαιτήσεις του άρθρου 975 με απαιτήσεις ασφαλιζόμενες με ενέχυρο ή υποθήκη του άρθρου 976 παρ.παρ. 1-2 του ίδιου Κώδικα και δεν επαρκεί το πλειστηρίασμα, ικανοποιούνται οι προνομιακές απαιτήσεις του άρθρου 975 έως το ένα τρίτο (1/3) του ποσού του πλειστηριάσματος, που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές, τα δε άλλα δύο τρίτα (2/3), καθώς και το τυχόν υπόλοιπο του ενός τρίτου (1/3), διατίθενται για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των ενεχυρούχων και ενυπόθηκων πιστωτών του άρθρου 976 παρ.παρ. 1-2. Αν υπάρχουν περισσότερες απαιτήσεις από αυτές που αναφέρονται στις διατάξεις των άρθρων 975 ή 976, η απαίτηση της προηγούμενης τάξης προτιμάται από την απαίτηση της επόμενης τάξης και αν είναι της ίδιας τάξης ικανοποιούνται συμμέτρως. Η αρχή, όμως, αυτή της σύμμετρης ικανοποιήσεως δεν ισχύει επί εμπράγματης ασφάλειας, ήτοι στην περίπτωση συνδρομής περισσότερων ενεχυρούχων ή ενυπόθηκων απαιτήσεων, αλλά αυτές ικανοποιούνται επί τη βάσει της χρονικής προτεραιότητας, ενόψει του, κατ’ άρθρο 977 παρ.2 εδ. β΄ και 1007 παρ.1 εδ. α΄, ορισμού, ότι ακολουθείται η διαγραφόμενη από το ουσιαστικό δίκαιο σειρά, δηλαδή βάσει του χρόνου συστάσεως του ενεχύρου, (άρθρο 1217 ΑΚ), ή της εγγραφής της υποθήκης, (άρθρο 1272 παρ.2 ΑΚ, βλ. και ΕΑ 146/07 ό.π., Β. Βαθρακοκοίλη, "Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνευτική Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο", υπ’ άρθρο 977, σελ. 957-958 ). -Αφετέρου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1272, 1276, 1277, 1279, 1300, 1323 περ.2 του ΑΚ, 633 παρ. 2, 976, 977 παρ.2, 978, 1007 παρ.1 του ΚΠολΔ. και 29 παρ.παρ.1-2, 41 του ΕισΝΚΠολΔ. προκύπτει ότι η προσημείωση χορηγεί μόνο δικαίωμα για απόκτηση υποθήκης, η οποία, μετά την τελεσίδικη επιδίκαση της ασφαλιζόμενης απαίτησης και την νομότυπη μετατροπή της προσημείωσης σε υποθήκη, μέσα σε 90 ημέρες από την έκδοση της απόφασης για την επιδίκαση, λογίζεται ότι έχει εγγραφεί από την ημέρα της προσημείωσης και επάγεται από τότε τις έννομες συνέπειές της. Τίτλο προς εγγραφή υποθήκης αποτελεί και η διαταγή πληρωμής, η οποία κατέστη τελεσίδικη, είτε με την τελεσίδικη απόρριψη ανακοπής εκ των άρθρων 632 παρ.1 ή 633 παρ.2 ΚΠολΔ., είτε με την άπρακτη πάροδο των προθεσμιών για την άσκηση και των δύο ανακοπών. Εάν έχει εγγραφεί προσημείωση υποθήκης για να εξασφαλισθεί απαίτηση, για την οποία εκδόθηκε διαταγή πληρωμής, η προσημείωση τρέπεται σε υποθήκη, εφόσον η διαταγή πληρωμής κατέστη τελεσίδικη, με κάποιον από τους ανωτέρω τρόπους, (ΟλΑΠ 6/1996 ΕλΔ. 37.1047 ). Όμως, αν πριν από την τροπή της προσημειώσεως σε υποθήκη διενεργήθηκε αναγκαστικός πλειστηριασμός του προσημειωμένου ακινήτου και καταβλήθηκε το πλειστηρίασμα, η απαίτηση, υπέρ της οποίας έχει εγγραφεί η προσημείωση, κατατάσσεται προνομιακά μεν αλλά τυχαία, υπό την αίρεση της τελεσίδικης επιδικάσεώς της και κατά τη σειρά της εγγραφής της προσημειώσεως. Η τυχαία κατάταξη δικαιολογείται από το ότι στην περίπτωση αυτή η τροπή της προσημειώσεως σε υποθήκη καθίσταται αδύνατη, εφόσον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1005 παρ. 3 του ΚΠολΔ. και 1318 περ. 3, σε συνδυασμό με 1323 και 1330 του ΑΚ, από της καταβολής του πλειστηριάσματος από τον υπερθεματιστή, επέρχεται απόσβεση της προσημειώσεως, που έχει εγγραφεί επί του πλειστηριασθέντος ακινήτου και ο υπερθεματιστής έχει δικαίωμα να ζητήσει την εξάλειψη αυτής. Η τυχαία, (και πάντως προνομιακή), κατάταξη θα γίνει κατά τη σειρά, την οποίαν θα λάμβανε η απαίτηση, εάν αντί της προσημειώσεως είχε εγγραφεί υπέρ αυτής, εξαρχής, υποθήκη, ( βλ. ΑΠ 1767/09 ΕλΔ. 51. 727-728 και ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 125/06 ΔΕΕ 2006.821 και ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 137/1977 ΝοΒ 25.1145-1148, ΕφΠειρ. 1226/1998 Αρμεν. 1999. 1751 με σημ. Π.Σ.Α., ΕφΘεσσαλ. 1478/1997 ΕλΔ. 39. 1686-1688, ΕφΘεσσαλ. 131/1993 ΕλΔ. 35. 654, πρβλ.επίσης ΑΠ 1447/1981 ΝοΒ 30.821, με σύμφωνα, κατ’ αποτέλεσμα, σχόλια Ι.Σ.Σ. και ΕΑ 146/2007 ό.π., μη αναιρεθείσα ακολούθως από την ΑΠ 1767/09, λόγω των επί του θέματος παραδοχών της).
-Στην προκείμενη περίπτωση, από την εκτίμηση του συνόλου των προσκομιζόμενων και επικαλούμενων από τους διαδίκους εγγράφων, μεταξύ των οποίων και η υπ’ αριθ. 2687/6-2-2007 ένορκη βεβαίωση, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, της μάρτυρα ................... .............., που έχει ληφθεί στο πλαίσιο άλλης δίκης και κατόπιν τούτου συνεκτιμάται ως απλό έγγραφο για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, (βλ. ΑΠ 722/04 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 823/04 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 688/02 ΕλΔ.44.725, ΑΠ 1490/01 ΕλΔ. 44.961 ), καθώς και από την ένορκη βεβαίωση υπ’ αριθ. 5226/1-6- 2009, ενώπιον του ίδιου Ειρηνοδίκη, της μάρτυρα ............. ........., που αφορά μόνο τον εφεσίβλητο ............ ............... ,έναντι των δύο πρώτων εκκαλουσών και λήφθηκε νομότυπα μετά από εμπρόθεσμη κλήτευση των τελευταίων, όπως προκύπτει από τις εκθέσεις επιδόσεως υπ’ αριθμούς 2654, 2655/27-5-2009 του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Βασιλείου Κατσαφάδου, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: - Με την υπ’ αριθ. 3020/24- 2-2006 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μον/λούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μετά από αίτηση της «.......... Τράπεζας της ........... .......», υποχρεώθηκε η οφειλέτρια εταιρεία «........................ .......να καταβάλει στην αιτούσα και δανείστριά της Τράπεζα απαίτησή της από κατάλοιπο πιστώσεως με αλληλόχρεο λογαριασμό, ύψους κατά κεφάλαιο 3.750.239,82 ευρώ, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων. Η διαταγή αυτή επιδόθηκε δύο φορές στην οφειλέτρια με τις εκθέσεις επιδόσεως 3224β/20-4-2006 και 5669Γ/2-10-2006, αντίστοιχα, των αρμόδιων Δικαστικών Επιμελητών, Μιχαήλ Στέλλα και Θεοδώρου Παπαγεωργίου, χωρίς να ασκηθεί εμπρόθεσμα κατ’ αυτής ανακοπή από την καθ’ ης, ούτε μετά την πρώτη επίδοση, ούτε μετά τη δεύτερη, όπως προκύπτει από το με αριθμό πρωτ. 9467/6-12-2006 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, με αποτέλεσμα η διαταγή να καταστεί τελεσίδικη και να παράγει δεδικασμένο για την επιδικασθείσα απαίτηση κατ’ άρθρο 633 παρ.2 εδ. τελ. του ΚΠολΔ. Για την εν λόγω απαίτηση και μέχρι του ποσού των 4.988.994,864 ευρώ, η ............ Τράπεζα ενέγραψε από 10-12-2001, δυνάμει της υπ’ αριθ. 41.960ε/2001 απόφασης του Μον/λούς Πρωτοδικείου Αθηνών, προσημείωση υποθήκης σε ακίνητο της οφειλέτριας και ειδικότερα επί ενός αγροτεμαχίου, ευρισκόμενου στο ..............., επί της οδού ................, στην θέση «........... .................. .............. ...............», εκτάσεως 4.683 τμ., (βλ. πιστοποιητικό της Υποθηκοφύλακα Κρωπίας με αριθμό 14011/10-12-2001). Η προσημείωση αυτή τράπηκε σε υποθήκη από 13-12-2006, μετά την τελεσιδικία της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, όπως προκύπτει από το υπ’ αριθ. 10807/13.12.2006 πιστοποιητικό της ίδιας ως άνω Υποθηκοφύλακος. Η εγγραφή, όμως, θεωρείται ότι έχει γίνει από τον χρόνο εγγραφής της προσημειώσεως, (άρθ. 1277 ΑΚ). Με βάση την εν λόγω διαταγή πληρωμής, ως εκτελεστό τίτλο, η δανείστρια Τράπεζα επέβαλε αρχικά αναγκαστική κατάσχεση στο ανωτέρω ακίνητο της οφειλέτριας με την υπ’ αριθ. 1618/17-10-2006 έκθεση κατάσχεσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Θεόδωρου Παπαγεωργίου και εκδόθηκε περίληψη αυτής με αριθμό 1619/06, με την οποία ορίσθηκε ημερομηνία πλειστηριασμού η 13-12-2006. Η κατάσχεση επιβλήθηκε για το συνολικό ποσό των 4.240.692,55 ευρώ. Στις 13-12-2006 δεν διενεργήθηκε ο πλειστηριασμός, αλλά επιβλήθηκε νέα κατάσχεση για την ίδια απαίτηση στο ίδιο ακίνητο, με βάση νέα έκθεση κατασχέσεως με αριθμό 1622/13-12-2006 του ίδιου ως άνω Δικαστικού Επιμελητή. Αρχική ημερομηνία για την διενέργεια του πρώτου πλειστηριασμού βάσει της νέας εκθέσεως κατασχέσεως, ορίσθηκε η 24-1-2007 και μετά από διόρθωση η 31-1-2007, με την υπ’ αριθ. 1624/21-12-2006 περίληψη κατασχετήριας έκθεσης του ως άνω Δικαστικού Επιμελητή. Κατά την ημερομηνία εκείνη ο πλειστηριασμός δεν ενεργήθηκε και εκδόθηκε, ακολούθως, η 1η επαναληπτική περίληψη της ίδιας κατασχετήριας έκθεσης από τον ίδιο Δικαστικό Επιμελητή με αριθμό 1629/8-2-2007, με την οποία ορίσθηκε νέα ημερομηνία πλειστηριασμού η 21-3-2007. Και πάλι, όμως, κατά την τελευταία ημερομηνία ματαιώθηκε η ενέργεια του πλειστηριασμού, με αποτέλεσμα να εκδοθεί από τον ίδιο Δικαστικό Επιμελητή 2η επαναληπτική περίληψη της ίδιας κατασχετήριας έκθεσης με αριθμό 1639/21-3-2007, με την οποία ορίσθηκε νέα ημερομηνία πλειστηριασμού η 20-6-2007. Κατά την τελευταία ημερομηνία διενεργήθηκε τελικά ο πλειστηριασμός και το ακίνητο κατακυρώθηκε στην πλειοδότρια ............. εταιρεία “................ .......... ....”, με επιτευχθέν πλειστηρίασμα 735.000 ευρώ, το οποίο και καταβλήθηκε στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο Συμβ/φο Αθηνών Βασίλειο Σοφιανόπουλο. Ακολούθησε, ενώπιον του τελευταίου, η διαδικασία αναγγελιών των απαιτήσεων των φερόμενων ως δανειστών και συντάχθηκε, κατόπιν αυτών, ο προσβληθείς με τις ένδικες ανακοπές, υπ’ αριθ. 25.625/25-10-2007, πίνακας κατατάξεως του ανωτέρω Συμβολαιογράφου. Εκτός από την επισπεύδουσα - εκκαλούσα - ανακόπτουσα τράπεζα, που ανήγγειλε νόμιμα την ανωτέρω απαίτησή της, στην διαδικασία του πλειστηριασμού αναγγέλθηκαν ακόμη οι λοιποί εκκαλούντες - ανακόπτοντες, Ελληνικό Δημόσιο, δια της Δ.Ο.Υ. -...... .................., καθώς και οι τράπεζες «............. ............ ......... ..........» και «ΤΡΑΠΕΖΑ ...... ............... ............................», για απαιτήσεις 1.000.000 ευρώ και 200.000 ευρώ η δεύτερη, εξασφαλισμένες με προσημειώσεις από 29-6-2005 και 4-10-2005, αντίστοιχα - και 300.000 ευρώ η πρώτη, εξασφαλισμένη με προσημείωση από 30-8-2005. Επίσης αναγγέλθηκαν, για φερόμενες ως εργατικές απαιτήσεις διάφοροι εργαζόμενοι, (εφεσίβλητοι, βλ. κατωτέρω), και ο δικηγόρος ............... ......................, ( εφεσίβλητος). Μεταξύ των εργαζομένων αναγγελθέντων δανειστών ήταν και οι εξής καθ’ ων οι ανακοπές - εφεσίβλητοι: α) .............. ..................., {3ος στην Α΄ έφεση}, β) .................. .............., {4η στην Α΄έφεση}, γ) .............. .............., {5η στην Α΄ έφεση}, δ) ......... ................, {6η στην Α΄ έφεση}, ε) ............ .........................., {7ος στην Α΄ έφεση, 3ος στην Β΄ έφεση, 2ος στην Γ΄ έφεση και 3ος στην Δ΄ έφεση}, στ) ............. ..............., {8η στην Α΄ έφεση}, ζ) ........ ....................., {9η στην Α΄έφεση}, η) .............. ..........., {10η στην Α΄ έφεση}, θ) ........... .............. {11ος στην Α΄ έφεση}, ι) ................ ................, {12η στην Α΄ έφεση}, ια) ................ ...................{13ος στην Α΄ έφεση}, ιβ) ............. ......................., {14ος στην Α΄ έφεση, 4ος στην Β΄, 3ος στην Γ΄ και 4ος στην Δ΄ έφεση}, ιγ)............ ................., {15ος στην Α΄ έφεση, 5ος στην Β΄, 4ος στην Γ΄ και 5ος στην Δ΄ έφεση} - και ιδ) ................... .........., {16η στην Α΄ έφεση, 6η στην Β΄, 5η στην Γ΄ και 6η στην Δ΄ έφεση}. Όλοι οι ανωτέρω συνέταξαν την από 25-6-2007 κοινή αναγγελία τους, την οποία και επέδωσαν στις 2-7-2007, (βλ. την σχετική ομόχρονη σημείωση του αρμόδιου Δικαστικού Επιμελητή Λάμπρου Σταθονίκου στο προσκομιζόμενο αντίγραφο αυτής). Αυτοί είχαν προσληφθεί από την καθ’ ης ο πλειστηριασμός οφειλέτρια εταιρεία, με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε αυτήν, με διάφορες ειδικότητες, έναντι μηνιαίου μισθού, στις ακόλουθες αντίστοιχα ημερομηνίες προσλήψεως: α) 15.9.2003, β) 18.9.2003, γ) 15.7.1997, δ) 1.10.2003, ε) 4.2.2003, στ) 13.12.1999, ζ) 1.9.2003, η) 1.12.2005, θ) 9.10.2001, ι) 5.4.1993, ια) 17.5.2004, ιβ) 7.9.2001, ιγ) 11.11.1997 και ιδ) 12.5.2003. Οι συμβάσεις εργασίας τους καταγγέλθηκαν, χωρίς να τους καταβληθεί αντίστοιχη αποζημίωση, από την εργοδότρια εταιρεία στις 30.6.2005 για τους α` έως και θ΄, την 1.7.2005 για την ι`, στις 12.7.2005 για τον ια΄ και στις 15.7.2005 για τους ιβ΄, ιγ,΄ιδ΄. Κατά τους ανωτέρω χρόνους καταγγελίας των αντίστοιχων συμβάσεων, οι μηνιαίοι μισθοί τους είχαν διαμορφωθεί, ενόψει των προαναφερθέντων χρόνων της αρχικής προσλήψεώς τους και του είδους της παρεχόμενης από τον καθένα τους εργασίας, στα ακόλουθα ποσά : ο α΄, ως πωλητής, 920,57 ευρώ, η β΄, ως λογίστρια, 1.882 ευρώ, η γ΄, ως υπάλληλος γραφείου, 827,59 ευρώ, η δ΄,ως υπάλληλος γραφείου αυξημένης ευθύνης, 873,90 ευρώ, ο ε΄, ως εξωτερικός υπάλληλος, 776,95 ευρώ, η στ΄, ως βοηθός λογιστή, 1.318 ευρώ, η ζ΄, ως βοηθός λογιστή, 1.285,10 ευρώ, η η΄, ως καθαρίστρια, 829,53 ευρώ, ο θ΄, ως υπάλληλος γραφείου, 1.188,76 ευρώ, η ι΄, ως βοηθός λογιστή, 1.457,74 ευρώ, ο ια΄, ως υπάλληλος χειριστής scanner, 2.414,06 ευρώ, ο ιβ΄, ως οδηγός, 1.211,11 ευρώ, ο ιγ΄, ως υπάλληλος αποθήκης, 866,04 ευρώ και η ιδ΄, ως εμπορική διευθύντρια, 5.673,48 ευρώ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στους ανωτέρω εργαζομένους εξακολουθούν να οφείλονται εκ της εργασίας τους τα ακόλουθα ποσά, που εμπίπτουν μέσα στην καλυπτόμενη από το προνόμιο του άρθρου 975 περ. 3 ΚΠολΔ. διετία : - Α. Ο πρώτος ......... .........., δικαιούται: 1) Για νόμιμη, λόγω απόλυσής του αποζημίωση, το ποσό των 2.148,00 €, [ ήτοι 920,57 Χ 2 = 1841,14 + 306,86 €, (=1841,14 : 6 ), σύνολο αποζημίωσης 2.148,00 €], -2) Για μισθό Ιουνίου 2005: 736,46 €, -3) Για επίδομα αδείας έτους 2005, το ποσό των 368,23 €, -4) Για αποδοχές άδειας έτους 2005, το ποσό των 618,83 € και -5) Για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων του 2005 : 191,79 €. Δηλαδή συνολικά 4.063,31 €.- Β. Η δεύτερη ........... , δικαιούται: 1) Για νόμιμη, λόγω απόλυσής της αποζημίωση, το ποσό των 6.587,00 €, [ ήτοι 1882,00 Χ 3 μήνες = 5.646.00 + (5646,00: 6 = ) 941,00 €], -2) Για μισθό Ιουνίου 2005, 1.347,40 €, -3) Για επίδομα αδείας έτους 2005, το ποσό των 673,70 ευρώ, -4) Για αποδοχές άδειας έτους 2005, ποσό 1.731,44 €, -5) Για επίδομα ισολογισμού του οικονομικού έτους από 1.1.2004 έως 30.6.2005 (υπερδωδεκάμηνη χρήση), 1347,40 €, και -6) Για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2005: 458,58 €. Δηλαδή συνολικά 12.145,00 ευρώ.- Γ. Η τρίτη ............... ..............., δικαιούται: 1) Για νόμιμη, λόγω απόλυσής της, αποζημίωση, το ποσό των 3.862,09 ευρώ, [ ήτοι 827,59 Χ 4 μήνες = 3310,36 + (3310,36:6 =) 551,73 € ], -2) Για μισθό Ιουνίου 2005, 662,07 €, -3) Για επίδομα αδείας έτους 2005, το ποσό των 331,04 ευρώ, -4) Για αποδοχές άδειας έτους 2005, 496,55 € και -5) Για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2005, 172,41 €. Δηλαδή συνολικά 5.524,16 €. - Δ. Η τέταρτη............ .................., δικαιούται: 1) Για νόμιμη, λόγω της απόλυσής της αποζημίωση, το ποσό των 2.039,10 €, [ ήτοι 873,90 Χ 2 μήνες = 1747,80 + (1747,80 :6 =) 291,30 € ], -2) Για μισθό Ιουνίου 2005, ποσό 699,12 €, -3) Για επίδομα αδείας έτους 2005, το ποσό των 349,56 €, -4) Για άδεια έτους 2005, ποσό 664,16 € και -5) Για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2005, ποσό 182,07 €. Δηλαδή συνολικά 3.934,01 €. - Ε. Ο πέμπτος ........... ........................... δικαιούται: 1) Η γενόμενη εκ μέρους της εργοδότριάς του την 30.6.2005 καταγγελία της από 4.2.2003 σύμβασης εργασίας του, (με μηνιαίο ακαθάριστο μισθό 776,95 € και καταβλητέο καθαρό 704,30 €), είναι άκυρη, αφού δεν του καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση, ( άρθρο 5 § 3 ν. 3198/1955, σε συνδυασμό με άρθρο 1 § 1 ν. 2112/92 ), ώστε η κατόπιν τούτου άρνηση αυτής να αποδεχθεί τις, από την άκυρη καταγγελία (30.6.2005) και έως την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού, (31-1-2007), νόμιμα προσφερόμενες από τον ως άνω εφεσίβλητο υπηρεσίες του, κατέστησε την ίδια υπερήμερη, με συνέπεια να του οφείλει τους ακόλουθους μισθούς υπερημερίας, ήτοι 776,95 € μηνιαίως Χ 19 μήνες = 14.762,05 ευρώ και όχι επί 24 μήνες, μέχρι την 20-6-2007 ημερομηνία πραγματικής διενέργειας του πλειστηριασμού, όπως έγινε δεκτό στον προσβαλλόμενο πίνακα. -2) Για δεδουλευμένο μισθό Ιουνίου 2005, ποσό 704,30 €. -3) Για επίδομα αδείας έτους 2005, ποσό 352,15 €. -4) Για άδεια έτους 2005, ποσό 704,30 €. -5) Για Δώρο Χριστουγέννων 2005, ποσό 704,30 €. Δηλαδή συνολικά 17.227,10 €. Ως προς το κεφάλαιο των υπερωριών, νόμιμων και παράνομων, για τις οποίες έχει αναγγελθεί ο τελευταίος, πέραν της αοριστίας τους, αφού δεν προσδιορίζεται αν οι νόμιμες υπερωρίες περιέχουν ή όχι και ώρες υπερεργασίας ή αν έγιναν με τήρηση των νόμιμων προϋποθέσεων, (άρθρο 4 παρ.παρ. 1 και 2 του ν. 2874/2000), αυτές αποβαίνουν εν όλω αναπόδεικτες και αβάσιμες, καθόσον για την πραγματοποίησή τους δεν προσκομίζεται κανένα αποδεικτικό μέσο, εκτός από την προαναφερθείσα υπ’ αριθ. 2687/6-2-2007, ένορκη βεβαίωση, η οποία λήφθηκε στο πλαίσιο της δίκης για την συναφή εργατική διαφορά, ώστε εκτιμάται ως τεκμήριο και κρίνεται πως δεν είναι αξιόπιστη, αφού η καταθέσασα με αυτήν μάρτυρας δεν διευκρινίζει πως, που, πότε και με ποία ιδιότητα περιήλθαν σε γνώση της, «εξ ιδίας αντιλήψεως», όσα καταθέτει, ως «αναμφισβήτητα» γεγονότα, περί της πραγματοποιήσεως υπερωριών από τον εφεσίβλητο. -ΣΤ. Η έκτη ..................... .............. δικαιούται : 1) Για νόμιμη λόγω της απόλυσής της αποζημίωση, το ποσό των 4.613,00 €, [ ήτοι 1.318,00 Χ 3 μήνες = 3954,00 + (3954 : 6 = ) 659,00 € ], - 2) Για μισθό Ιουνίου 2005, 1024,00 €, - 3) Για επίδομα αδείας έτους 2005, το ποσό των 512,34 €, - 4) Για άδεια έτους 2005, 1.318,00 €, - 5) Για επίδομα ισολογισμού οικονομικού έτους από 1.1.2004 έως 30.6.2005, (υπερδωδεκάμηνη χρήση), 1.024,68 €, και - 6) Για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2005, 301,86 €. Δηλαδή συνολικά: 8.775,88 €. -Ζ. Η έβδομη .............. ....................... δικαιούται : 1) Για νόμιμη, λόγω απόλυσής της, αποζημίωση, το ποσό των 2.998,57 €, [ ήτοι 1285,10 Χ 2 μήνες = 2570,20 + (2570,20 : 6 = ) 428,37 € ], - 2) Για μισθό Ιουνίου 2005, ποσό 1005,36 €, - 3) Για επίδομα αδείας έτους 2005, το ποσό των 502,68 €, - 4) Για άδεια έτους 2005, 1.285,10 €, - 5) Για επίδομα ισολογισμού οικονομικού έτους από 1.1.2004 έως 30.6.2005, (υπερδωδεκάμηνη χρήση), 1005,36 €, και - 6) Για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2005, ποσό 292,81 €. Δηλαδή συνολικά : 7.089,88 €. - Η. Η όγδοη .................. (..................... ) ....... δικαιούται : 1) Για νόμιμη, λόγω απόλυσής της, αποζημίωση, το ποσό των 4.838,93 €, [ ήτοι 829,53 Χ 5 μήνες =4.147,65 + (4147,65 : 6 =) 691,28 € ], -2) Για μισθό Ιουνίου 2005, 635,00 €, -3) Για επίδομα αδείας έτους 2005, το ποσό των 317,50€, -4) Για άδεια έτους 2005, ποσό 829,53 €, -5) Για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2005, 165,36 €. Δηλαδή συνολικά : 6.846,32€. - Θ. Ο ένατος ......... .......... δικαιούται: 1) Για νόμιμη λόγω της απόλυσής του αποζημίωση, το ποσό των 2.773,77 €, [ ήτοι 1.188,76 Χ 2 μήνες = 2377,52 + (2377,52 : 6=) 396,25 € ], -2) Για μισθό Ιουνίου του 2005, ποσό 923,55 €, -3) Για επίδομα αδείας έτους 2005, το ποσό των 461,78 €, -4) Για άδεια έτους 2005, ποσό 760,81€, -5) Για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων έτους 2005 ποσό 254,32 €. Δηλαδή συνολικά: 5.174,23 ευρώ. - Ι. Η δέκατη ................... ............................................ δικαιούται: 1) Για νόμιμη, λόγω απόλυσής της, αποζημίωση, το ποσό των 13.598,67 €, [ήτοι 1.457,00 Χ 8 μήνες = 11.656,00 € + ( 11.656,00 € :6 = ) 1.942,67 € ], -2) Για μισθό Ιουνίου 2005, ποσό 1.107,74 €, - 3) Για επίδομα αδείας έτους 2005, το ποσό των 553,87 €, - 4) Για άδεια έτους 2005, το ποσό των 1.107,32 €, - 5) Για επίδομα ισολογισμού οικονομικού έτους από 1.1.2004 έως 30.6.2005, (υπερδωδεκάμηνη χρήση), 1.107,74 ευρώ, και - 6) Για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2005, ποσό 338,60 €. Δηλαδή συνολικά 17.813,94€. - ΙΑ. Ο ενδέκατος ............... ................. δικαιούται: 1) Για νόμιμη, λόγω της απόλυσής του, αποζημίωση, το ποσό των 5.632,81 €, [ ήτοι 2.414,06 € Χ 2 μήνες = 4.828,12 + (4828,12 : 6 =) 396,25 € ], -2) Για μισθό Ιουνίου 2005, ποσό 1.624,16 €, -3) Για επίδομα αδείας έτους 2005, το ποσό των 812,08 ευρώ, -4) Για άδεια έτους 2005, ποσό 2.414,06 €, -5) Για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2005, ποσό 528,69 €. Δηλαδή συνολικά: 11.661,46 ευρώ. - ΙΒ. Ο δωδέκατος ........ ...................δικαιούται : 1) Για νόμιμη, λόγω της απόλυσής του, αποζημίωση, το ποσό των 2.825,92, [ ήτοι 1.211,11 € Χ 2 μήνες = 2.422,22 + (2422,22: 6 =) 403,70 € ], -2) Για μισθό Ιουνίου 2005, ποσό 906,42 €, -3) Για μη καταβληθείσες αποδοχές από 1/7 έως 15/7 του 2005, ποσό 453,21 €, -4) Για επίδομα αδείας έτους 2005, το ποσό των 453,21 €, -5) Για άδεια έτους 2005, ποσό 1.211,11 €, -6) Για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2005, ποσό 295,06 €. Δηλαδή συνολικά: 6.144,93 €. Περαιτέρω ως προς το κεφάλαιο των υπερωριών, νόμιμων και παράνομων, για τις οποίες έχει αναγγελθεί ο τελευταίος, πέραν της αοριστίας τους, αφού δεν προσδιορίζεται αν οι νόμιμες υπερωρίες περιέχουν ή όχι και ώρες υπερεργασίας ή αν έγιναν με τήρηση των νόμιμων προϋποθέσεων, (άρθρο 4 παρ.παρ. 1 και 2 του ν. 2874/2000), αυτές αποβαίνουν εν όλω αναπόδεικτες και αβάσιμες για τον ίδιο λόγο που αναφέρθηκε προηγουμένως και ως προς τον πέμπτο (Ε) εφεσίβλητο. - ΙΓ. Ο δέκατος τρίτος ............ ............. δικαιούται: 1) Για νόμιμη, λόγω της απόλυσής του αποζημίωση, το ποσό των 4.041,52 €, [ήτοι 866,04 € Χ 4 μήνες = 3.464,16 + (3464,16 : 6 = ) 577,36 € ], -2) Για μισθό Ιουνίου 2005, ποσό 699,76 €, -3) Για δεδουλευμένες αποδοχές από 1/7 έως 15/7 του 2005, ποσό 349,88 €, -4) Για επίδομα αδείας έτους 2005, το ποσό των 349,88 €, -5) Για άδεια έτους 2005, ποσό 866,04 €, -6) Για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2005, ποσό 227,79 €. Δηλαδή συνολικά: 6.534,87 ευρώ. Περαιτέρω ως προς το κεφάλαιο των υπερωριών, νόμιμων και παράνομων, για τις οποίες έχει αναγγελθεί ο τελευταίος, πέραν της αοριστίας τους, αφού δεν προσδιορίζεται αν οι νόμιμες υπερωρίες περιέχουν ή όχι και ώρες υπερεργασίας ή αν έγιναν με τήρηση των νόμιμων προϋποθέσεων, (άρθρο 4 παρ.παρ. 1 και 2 του ν. 2874/2000), αυτές αποβαίνουν εν όλω αναπόδεικτες και αβάσιμες για τον ίδιο λόγο που αναφέρθηκε προηγουμένως και ως προς τον πέμπτο (Ε) εφεσίβλητο. - ΙΔ. Η δέκατη τέταρτη Βασιλική Δαύτσιου, δικαιούται τα ακόλουθα ποσά : 1) Η εφεσίβλητη αυτή προσλήφθηκε από την καθ’ ης ο πλειστηριασμός στις 12.5.2003, δυνάμει της από 4.4.2003 έγγραφης σύμβασης εργασίας αόριστου χρόνου, ως Εμπορική Διευθύντρια, με μηνιαίες καθαρές αποδοχές 3.370,00 €, ενώ οι μηνιαίες ακαθάριστες αποδοχές της ανέρχονταν, στις 15.7.2005, ημερομηνία κατά την οποία η εργοδότρια της κοινοποίησε την απόλυσή της, ( με αναγραφόμενη ως τελευταία ημέρα εργασίας την 30.6.2005, αν και πράγματι εργαζόταν κανονικά μέχρι και την 15.7.2005 ), στο ποσό των 5.673,48 ευρώ. Η ανωτέρω καταγγελία της καθ’ όλα έγκυρης σύμβασης εργασίας της ήταν άκυρη, σύμφωνα με το άρθρο 15 ν. 1483/84, αφού αυτή είχε συμπληρώσει τότε τον 3° μήνα της κυήσεώς της, (βλ. την από 26-7-2005 βεβαίωση του ιατρού - μαιευτήρα ............ ..... και την από 13-1-2006 βεβαίωση του Μαιευτηρίου «.........» περί του ότι ο τοκετός έλαβε χώρα στις 9-1-2006, οι οποίες νόμιμα προσκομίζονται με επίκληση ), χωρίς να προσαπαιτείται, κατά νόμο, για την επέλευση της ακυρότητας, όπως το γεγονός της εγκυμοσύνης είναι γνωστό στην εργοδότρια, (βλ. ΑΠ 1682/2010 ΔΕΕ 2011. 1069 και ΝΟΜΟΣ ). Επομένως, η τελευταία, με την άρνησή της να αποδεχθεί τις νόμιμα προσφερόμενες υπηρεσίες της, μετά την άκυρη καταγγελία, περιήλθε σε υπερημερία. Η υπερημερία αυτή διήρκεσε επί 17,5 μήνες μετά από την άκυρη καταγγελία, ήτοι μέχρι την 31-12- 2006, δηλαδή διάστημα περιλαμβανόμενο εντός της διετίας πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού στις 31-1-2007, η οποία καλύπτεται από το προνόμιο του άρθρου 975 περ.3 του ΚΠολΔ., σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες νομικές σκέψεις, όπως ισχυρίζεται η εφεσίβλητη στο περιεχόμενο της αναγγελίας της. Κατόπιν τούτου από την εν λόγω αιτία οφείλεται στην εφεσίβλητη το ποσό των 99.285,90 ευρώ, (= 5.673,48 € μηνιαίως Χ 17,5 μήνες), για το οποίο και έχει καταταχθεί. -2) Για μη καταβληθέντα μισθό Ιουνίου 2005, ποσό 5.673,48 ευρώ. -3) Για μη καταβληθέντα μισθό από 1.7.2005 έως 15.7.2005, ποσό 2.836,74 €. -4) Για επίδομα αδείας έτους 2005, ποσό 2.836,74 €. -5) Για άδεια έτους 2005, ποσό 5.673,48 €. -6) Για Δώρο Χριστουγέννων 2005, ποσό 5.909,84 €. -7) Για Δώρο Πάσχα 2006, ποσό 2.954,92 €. -8) Για επίδομα αδείας έτους 2006, ποσό 2.836,74 €. -9) Για άδεια έτους 2006, ποσό 5.673,48 €. -10) Για Δώρο Χριστουγέννων 2006, ποσό 5.909,84 €. Δηλαδή συνολικά ( 1 έως 10 ) : 139.591,16 €. Περαιτέρω, όσον αφορά το κονδύλιο για πρόσθετη αμοιβή της τελευταίας εφεσίβλητης, ύψους 1% επί των καθαρών πωλήσεων της εργοδότριας εταιρείας, λεκτέα τα ακόλουθα : Με τον όρο 5 εδ. β΄ της ανωτέρω, από 4.4.2003, σύμβασης εργασίας συμφωνήθηκε πράγματι πρόσθετη αμοιβή της εφεσίβλητης σε ποσοστό 1% επί των καθαρών πωλήσεων εκτυπωτικών εργασιών, (εταιρικά έντυπα, φυλλάδια κλπ.). Η εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι οι πωλήσεις αυτές ανέρχονταν, αμέσως πριν από την απόλυσή της, τουλάχιστον σε 3.000.000 € ετησίως, δηλ. 250.000 ευρώ μηνιαίως, με βάση τα αποτελέσματα του ισολογισμού της περιόδου από 1-1-2004 έως 30-6-2005, και έκτοτε συνέχισαν να κυμαίνονται στα ίδια επίπεδα, μέχρι την 31-12-2006, με αποτέλεσμα να δικαιούται από την αιτία αυτή το ποσό των 43.750 €, το οποίο, μετά βεβαιότητας και κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, θα εισέπραττε, κατά τους επόμενους της απολύσεώς της 17,5 μήνες, (ήτοι 1% Χ 250.000,00 € Χ 17,5 μήνες = 43.750,00 € ). Όμως, όπως προκύπτει από το, προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την ίδια εφεσίβλητη, δελτίο εργατικής διαφοράς υπ’ αριθ. 203/2005, στις 25-8-2005 εμφανίσθηκε αυτή στον Επιθεωρητή Εργασίας και δήλωσε ότι η εργοδότρια εταιρεία παρουσίαζε λειτουργικά προβλήματα. Λαμβανομένου υπόψη και ότι από 30-6-2005 μέχρι 15-7-2005 η εταιρεία απέλυσε σημαντικό τμήμα του προσωπικού της, (βλ. τις προαναφερθείσες καταγγελίες), ενώ στον αμέσως προηγούμενο ισολογισμό είχε εμφανίσει ζημίες, (βλ. αυτόν προσκομιζόμενο σε φωτοαντίγραφο), συνάγεται ότι αυτή μετά την 15-7-2005 παρουσίαζε πλέον ελάχιστες έως μηδενικές πωλήσεις λόγω σοβαρών οικονομικών προβλημάτων. Ενισχυτικό του ανωτέρω συμπεράσματος είναι και το γεγονός ότι μέσα στους επόμενους μήνες διάφοροι πιστωτές της υπέβαλαν τις από 21-7-2005 και 22-9-2005/16-1-2006 αιτήσεις τους, (βλ. αυτές προσκομιζόμενες), περί πτωχεύσεως και θέσεως αυτής σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης του άρθρου 46 του ν. 1892/1990, αντίστοιχα, ( επί των οποίων, πάντως, δεν προκύπτει ότι είχε εκδοθεί απόφαση μέχρι τον επίδικο πλειστηριασμό ). Επομένως, η εφεσίβλητη δεν δικαιούται καθόλου πρόσθετη αμοιβή σε ποσοστό 1% επί των πραγματοποιηθεισών πωλήσεων, ύψους 43.750 ευρώ, όπως ζήτησε με την αναγγελία της, αφού τέτοιες πωλήσεις δεν αποδείχθηκε ότι υπήρξαν. Οι απαιτήσεις των ανωτέρω εφεσιβλήτων, καλύπτονται όλες πλήρως από το προαναφερόμενο προνόμιο και έχουν επιδικασθεί σε αυτούς και σε βάρος της οφειλέτριας, (στην έκταση που γίνονται δεκτές ως αποδεικνυόμενες κατά τα ανωτέρω ), με την υπ’ αριθ. 2637/2007 απόφαση του Μον/λούς Πρωτοδικείου Αθηνών, διαδικασίας εργατικών διαφορών, η οποία έγινε τελεσίδικη, (βλ.την υπ’ αριθ. 3648Δ/8-4-2009 έκθεση επιδόσεως του Δικαστ. Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Λάμπρου Σταθονίκου, σε συνδ. με το πιστοποιητικό περί μη ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά της τελευταίας αποφάσεως με αριθ. 6967/28-5-2009 του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών), ώστε παράγει δεδικασμένο μεταξύ των πιο πάνω διαδίκων. Το δεδικασμένο αυτό δεν δεσμεύει μεν τους εκκαλούντες - ανακόπτοντες της παρούσας δίκης, που δεν ήταν διάδικοι στην δίκη εκείνη, (ΑΠ 1666/2003 ΕλΔ. 46.1716 και ΝΟΜΟΣ), αλλά αυτό δεν εμποδίζει από το να ληφθεί υπόψη η απόφαση αυτή για την ορθή κατάταξη των ως άνω εφεσιβλήτων για τις ανωτέρω αποδεικνυόμενες απαιτήσεις τους, προνομιακά και όχι τυχαία αλλά οριστικά. Η αντένσταση των εκκαλουσών - ανακοπτουσών Τραπεζών, περί εικονικότητας των εργασιακών συμβάσεων και των φερόμενων ως συμφωνηθεισών με αυτές αμοιβών όλων των ανωτέρω εφεσιβλήτων και ειδικότερα της τελευταίας, η οποία λαμβάνεται υπόψη ως προβληθείσα και από το εκκαλούν - ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της συνδέουσας τους εκκαλούντες αναγκαστικής ομοδικίας, κατ’ άρθρο 76 ΚΠολΔ., αφού αυτοί προσβάλλουν τις ίδιες απαιτήσεις των αντιδίκων τους και υπάρχει ανάγκη σύγκρισης και των δικών τους απαιτήσεων μεταξύ τους, έτσι ώστε δεν είναι δυνατή η έκδοση αντίθετων αποφάσεων για κάθε έφεση, (βλ. ΑΠ 1321/09, 1229/08, 1226/06 ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 5471/2011), δεν αποδείχθηκε και πρέπει ν’ απορριφθεί. Περαιτέρω, ως προς την εφεσίβλητη ............. ................... αποδείχθηκαν από τα ίδια αποδεικτικά μέσα, (εκτός από την ένορκη βεβαίωση που αφορά τον .......... ................), τα ακόλουθα: - Αυτή είχε προσληφθεί αρχικά, στις 12-9-2002, ως πωλήτρια στην εταιρεία «............. - ............. ..................», η οποία ήταν συμφερόντων των ιδίων φυσικών προσώπων με την καθ’ ης ο επίδικος πλειστηριασμός και είχε παρόμοιο εμπορικό σκοπό με την τελευταία. Δεδομένου ότι η αρχική εργοδότριά της αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, η εφεσίβλητη απολύθηκε τον Απρίλιο του 2005. Επειδή, όμως ήταν ικανή και έμπειρη πωλήτρια, άγουσα τότε το 59ο έτος της ηλικίας της, αυτή προσλήφθηκε άμεσα από την καθ’ ης ο πλειστηριασμός, με σύμβαση που καταρτίσθηκε στις 12-4-2005, (βλ. αυτή προσκομιζομένη), με την προσδοκία ότι θα μπορούσε με τις ικανότητες της να προωθήσει τις πωλήσεις της εν λόγω εταιρείας και να αναστρέψει τα δυσμενή οικονομικά αποτελέσματα, τα οποία είχε αρχίσει να εμφανίζει και η νέα εργοδότριά της. Η σύμβασή της ήταν ορισμένου χρόνου με διάρκεια από 1-6-2005 έως 31-5-2007 και ο συμφωνηθείς μισθός ήταν 4.500 ευρώ, μικτά, ανά μήνα. Η νέα εργοδότρια δεν κατέστη δυνατόν να ανακάμψει, έτσι ώστε, (αφού προηγουμένως απέλυσε τους προαναφερθέντες εφεσιβλήτους), έπαυσε από την 30- 12-2005 να αποδέχεται τις υπηρεσίες και της εν λόγω εφεσίβλητης, προβαίνοντας συγχρόνως σε άκυρη καταγγελία της ανωτέρω συμβάσεως εργασίας της. Έκτοτε περιήλθε σε υπερημερία εργοδότη, με συνέπεια να της οφείλει τακτικούς μισθούς και λοιπές αποδοχές υπερημερίας, (Δώρα, άδεια κλπ. ), εκ των οποίων καλύπτονται από το προαναφερόμενο προνόμιο, της πριν από την ημερομηνία του πρώτου πλειστηριασμού διετίας, οι του διαστήματος από 31-12-2005 μέχρι 31-1- 2007, (δηλ. επί 13 μήνες). Οι αποδοχές υπερημερίας δεν εξαρτώνται από την τρίμηνη προθεσμία για την άσκηση αγωγής, όπως οι απαιτήσεις που πηγάζουν άμεσα από άκυρη καταγγελία, κατά το άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 3198/1955, διότι η σχετική αξίωση δεν έχει ως βάση την ακυρότητα της τυχόν υπάρχουσας καταγγελίας, αλλά η μεν ύπαρξη της καταγγελίας αποτελεί ένσταση του εργοδότη, η δε ακυρότητα αυτής αντένσταση του εργαζομένου, ( βλ. ΑΠ 192/2009 ΝΟΜΟΣ ). Επομένως, ορθά αναγγέλθηκε, για τα οφειλόμενα, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, ποσά, η εφεσίβλητη και κατατάχθηκε αντίστοιχα στον επίδικο πίνακα, παρά το ότι η σχετική αγωγή της απορρίφθηκε, ακολούθως, ως προς το εν λόγω κονδύλιο, με την υπ’ αριθ. 153/2008 απόφαση του Μον/λούς Πρωτοδικείου Αθηνών, διαδικασίας εργατικών διαφορών, ως απαράδεκτη, λόγω μη τηρήσεως της προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3198/1955, εκ της οποίας, (αποφάσεως), δεν παράγεται δεδικασμένο στην προκειμένη δίκη για την ουσιαστική βασιμότητα της απαιτήσεως. Σε κάθε περίπτωση, οι εν λόγω αποδοχές δεν οφείλονται μόνο λόγω της υπερημερίας, αλλά και δυνάμει ιδιαίτερης συμβατικής ρήτρας, (βλ. όρο Β΄ της συμβάσεως), κατά την οποία, σε περίπτωση καταγγελίας από την εργοδότρια, αυτή θα οφείλει όλες τις αποδοχές του εναπομένοντος, μέχρι τη συμφωνημένη λήξη της σύμβασης, χρόνου. Εικονικότητα της ως άνω εργασιακής συμβάσεως δεν αποδείχθηκε. Τα οφειλόμενα ποσά, για το μετά την καταγγελία μέχρι και την ημερομηνία του πρώτου πλειστηριασμού χρονικό διάστημα, (31-12-2005 έως 31-1-2007), έχουν ως εξής : α) Μισθοί, 4.500 ευρώ Χ 13 μήνες = 58.500 ευρώ, β) Δώρο Πάσχα 2006, 2.343,74 ευρώ, γ) Επίδομα αδείας 2006, 2.250 ευρώ, δ) Αποδοχές αδείας 2006, 4.500 ευρώ, ε) Δώρο Χριστουγέννων 2006, 4.687,47 ευρώ. Ήτοι σύνολο 72.281,21 ευρώ, αντί 99.960,88 ευρώ, ποσό για το οποίο αναγγέλθηκε και κατατάχθηκε από την ανωτέρω αιτία. Περαιτέρω, ενώ η ίδια εργάσθηκε κανονικά από 1-6-2005 μέχρι 30-12-2005, δηλαδή επί επτά (7), συνεχώς, μήνες, στην καθ’ ης ο επίδικος πλειστηριασμός και δικαιούνταν για την εργασία της το συνολικό ποσό των 40.500 ευρώ, [ αθροιζόμενο από : α) μισθούς 7 μηνών, 31.500 ευρώ, ( = 7 μ. Χ 4.500 ε. ), β) επίδομα αδείας 2005 αναλογικά, 2.500 ευρώ, γ) αποδοχές αδείας αναλογικά, 2.530 ευρώ και δ) Δώρο Χριστουγέννων 2005 αναλογικά, 3.970 ευρώ ], έλαβε πράγματι έναντι των απαιτήσεών της αυτών από την εργοδότριά της μόνο 7.500 ευρώ. Επομένως, εξακολουθούν να της οφείλονται 33.000 ευρώ, (= 40.500 - 7.500 ε.). Η ίδια, όμως, αναγγέλθηκε και κατατάχθηκε για 20.550,36 ευρώ από το τελευταίο συνολικά οφειλόμενο ποσό, όπως είχε ζητήσει με αγωγή και της επιδικάσθηκε με την υπ’ αριθ. 153/08 απόφαση του Μον/λούς Πρωτοδικείου Αθηνών. - Αφετέρου ως προς το κονδύλιο των 15.750 ευρώ, για το οποίο επίσης έχει αναγγελθεί και κατατάχθηκε και το οποίο αφορά την αποζημίωση απολύσεως, που αρχικά της όφειλε η προηγούμενη εργοδότριά της εταιρεία «.............. ................... ..........», αλλά ανέλαβε να της καταβάλει η καθ’ ης ο πλειστηριασμός με σύμβαση αναδοχής χρέους, περιεχόμενη στην ίδια την επίδικη εργασιακή της σύμβαση, η απαίτησή της δεν εξοπλίζεται με το ανωτέρω προνόμιο, αφού δεν τελεί σε άμεσο αιτιώδη σύνδεσμο με την παροχή της εργασίας, ούτε, άλλωστε, μπορεί να δημιουργηθεί προνόμιο από την ιδιωτική βούληση, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα νομική σκέψη υπό στοιχείο V-1 στο τέλος. -Επομένως, συνολικά, της οφείλονται και πρέπει να καταταχθεί προνομιακά, αλλά τυχαία, ( μέχρι την τελεσίδικη επιδίκαση των απαιτήσεών της ), 92.831,57 ευρώ, (=72.281,21 + 20.550,36 ευρώ) και όχι 136.261,24 ευρώ, για τα οποία έχει καταταχθεί στον προσβαλλόμενο πίνακα. Όσον αφορά τον εφεσίβλητο ................ ......................, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα, (εκτός από την ένορκη βεβαίωση που αφορά τον ............ ..............), προέκυψαν τα ακόλουθα: - Μεταξύ της καθ’ ης ο επίδικος πλειστηριασμός εταιρείας και του ανωτέρω εφεσιβλήτου καταρτίστηκε στις 1-8-2003 σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, δυνάμει της οποίας ο τελευταίος ανέλαβε την υποχρέωση να παράσχει σε αυτήν τις υπηρεσίες του με την ειδικότητα του βοηθού πιεστή (λιθογράφου), επί 5ήμερο και με εναλλασσόμενο εβδομαδιαίο ωράριο, (6 π.μ. - 14 μ.μ. και 14 μ.μ. - 22 μ.μ.). Στις 26-11-2004, η εργοδότρια προέβη σε αδικαιολόγητη καταγγελία της εν λόγω συμβάσεως εργασίας του εφεσιβλήτου, η οποία ήταν, συνεπώς, άκυρη και, έκτοτε, έπαυσε να αποδέχεται τις υπηρεσίες του, περιελθούσα σε υπερημερία εργοδότη και οφείλουσα, ως εκ τούτου, αντίστοιχους μηνιαίους μισθούς και λοιπές αποδοχές υπερημερίας προς αυτόν. Για τις αποδοχές αυτές, προσδιοριζόμενες στο χρονικό διάστημα από 27-11-2004 μέχρι και 30-10-2005, καθώς και υπερωρίες, που φέρεται ότι είχε πραγματοποιήσει από την πρόσληψή του μέχρι τον Ιούνιο του 2004, ο εφεσίβλητος άσκησε κατά της εργοδότριάς του την από 29-12-2004 και με αριθμό καταθέσεως 5638/04 αγωγή του. Επ’ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 1849/06 απόφαση του Μον/λούς Πρωτοδικείου Αθηνών, διαδικασίας εργατικών διαφορών, με την οποία έγιναν δεκτά τα κονδύλια των αποδοχών υπερημερίας, ύψους 15.934 ευρώ, μέρος των οποίων, εκ 5.000 ευρώ, κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστό, ενώ απορρίφθηκε το κονδύλιο των υπερωριών. Κατόπιν ασκήσεως εφέσεων κατά της ανωτέρω αποφάσεως και από τους δύο διαδίκους, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1392/2009 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία επικυρώθηκε τελεσίδικα η πρωτόδικη, ως προς το επιδικασθέν κονδύλιο και, επιπλέον, επιδικάσθηκαν και 1.101,29 ευρώ στον ............... ....................., για πραγματοποιηθείσες και μη καταβληθείσες διαφορές υπερωριών μέχρι τον Ιούνιο του 2004. Οι επιδικασθείσες πρωτόδικα απαιτήσεις του τελευταίου αναγγέλθηκαν στο επίδικο πλειστηριασμό και κατατάχθηκαν προνομιακά στον προσβαλλόμενο πίνακα, (μαζί με τους τόκους και τα δικαστικά κλπ. έξοδα), κατά το συνολικό ποσό των 21.660,55 ευρώ, εκ των οποίων 16.606,55 ευρώ τυχαία και 5.000 ευρώ οριστικά. Με βάση τον χρόνο γεννήσεως των ως άνω τελεσίδικα επιδικασμένων απαιτήσεων του εφεσιβλήτου, (βλ. για τον χρόνο αυτόν, ....... ........................., Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 5η έκδ. σελ. 310-314), καλύπτονται από το προνόμιο του άρθρου 975 περ. 3 του ΚΠολΔ., σύμφωνα με όσα εκτίθενται στις προπαρατεθείσες νομικές σκέψεις, όσες εμπίπτουν στο χρονικό διάστημα από 1-2-2005 έως 31-1-2007, (= ημερομηνία πρώτου πλειστηριασμού ), δηλαδή τα ακόλουθα κονδύλια: (α) μισθοί υπερημερίας 7 μηνών, από 1-2-2005 έως 31-8-2005, συνολικού ύψους 8.577,66 ευρώ, ( = 7 μ. Χ 1.225,38 ευρώ ), με βάση την Κλαδική ΣΣΕ των εργαζομένων στην εκτυπωτική βιομηχανία με αριθ. 29/2005, (β) μισθοί υπερημερίας 2 μηνών, από 1-9-2005 μέχρι 30-10-2005, συνολικού ύψους 2.526,68 ευρώ, ( = 2 μ. Χ 1.263,34 ευρώ ), με βάση την ίδια Κλαδική ΣΣΕ, (γ) Δώρο Πάσχα 2005, 612,69 ευρώ, (δ) Επίδομα Άδειας 2005, 612,69 ευρώ, ήτοι συνολικά 12.329,72 ευρώ. Αντίθετα δεν καλύπτονται από το εν λόγω προνόμιο οι επιδικασθείσες αποδοχές υπερημερίας από την επομένη της άκυρης απολύσεως ημερομηνία, ( 27-11-2004 ), έως την 31-1-2005, καθώς και όλες οι διαφορές υπερωριών, που αφορούν τα έτη 2003-2004. Επομένως, ο υπόψη εφεσίβλητος πρέπει να καταταχθεί τελικά για ποσό 12.329,72 ευρώ, προνομιακά, αντί για το ποσό των 21.606,55 ευρώ, που κατατάχθηκε στον προσβαλλόμενο πίνακα. -Όσον αφορά τον εφεσίβλητο ...... .........., αποδείχθηκαν, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα και από την ένορκη βεβαίωση υπ’ αριθ. 5226/09 ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εν λόγω εφεσίβλητος εργαζόταν αρχικά ως υπάλληλος, από την 21-2-1992, στην εταιρεία «............................ .................. ........». Στις 11-2-2003 έπαυσε να εργάζεται στην προηγούμενη εταιρεία και συνήψε νέα σύμβαση εργασίας αόριστου χρόνου με την καθ’ ης ο πλειστηριασμός εταιρεία, (νέα εργοδότρια), όμοιου αντικειμένου και συμφερόντων με την προηγούμενη. Η ειδικότητά του ήταν «ρολοφορέας», το κανονικό του ωράριο ήταν 40 ώρες ανά εβδομάδα και οι αποδοχές του έγινε συμβατικά δεκτό ότι θα προσδιορίζονταν με βάση και την προϋπηρεσία του στην προηγούμενη εταιρεία. Οι υπερωρίες του ορίζονταν στο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 65%. Τον Ιούνιο του 2005 οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές ανέρχονταν σε 1.278,35 ευρώ, ήτοι καθαρός μισθός 1.047 ευρώ. Στις 10-6-2005 η εργοδότρια εταιρεία τον απέλυσε αδικαιολόγητα με άκυρη καταγγελία. Κατά την απόλυσή του, ο εκπρόσωπος της εταιρείας του γνωστοποίησε ότι, λόγω ελλείψεως ρευστότητας, θα του μεταβίβαζαν, για εξασφάλιση των, μέχρι τότε γεννημένων και περαιτέρω, εξαιτίας της απολύσεώς του προκυψασών, εργατικών απαιτήσεών του, μία αντίστοιχου ποσού τραπεζική επιταγή. Πράγματι, για την αιτία αυτή, εκδόθηκε, στις 29-6-2005, από την εργοδότρια εταιρεία η υπ` αριθμόν .......... επιταγή της Τράπεζας ..................., για το συνολικό ποσό των 16.938,37 ευρώ, σε διαταγή του ιδίου, η οποία και του παραδόθηκε. Η επιταγή αυτή δεν δόθηκε αντί αλλά χάριν καταβολής, εμφανισθείσα δε εμπρόθεσμα, στις 7.7.2005, στην πληρώτρια τράπεζα δεν εξοφλήθηκε, ελλείψει επαρκούς υπολοίπου. Η ως άνω οφειλή της εργοδότριας εταιρείας, των 16.938,37 ευρώ, προς τον εφεσίβλητο αποτελούνταν από τα εξής ειδικότερα κονδύλια : (α) Δεδουλευμένα μηνός Ιουνίου 2005, ήτοι δεδουλευμένα για το χρονικό διάστημα από 1-6-2005 έως 10-6-2005, ποσού 335 ευρώ, (β) Επίδομα άδειας 2005, ποσού 523,50 ευρώ, (γ) Αποζημίωση μη λήψεως άδειας αναψυχής 2005, ποσού 1.278,35 ευρώ, (δ) Αποζημίωση απόλυσης, ποσού 13.422,67 ευρώ, (ε) Αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2005, ποσού 234,44 ευρώ και (στ) Αμοιβή και αποζημίωση για υπερωριακή εργασία πέραν των 40 ωρών εβδομαδιαίως, ποσού 1.144,41 ευρώ, [ ήτοι : την εβδομάδα από 7-2-2005 έως 13-2-2005 εργάσθηκε 10 ώρες πέραν των 40, την εβδομάδα από 21-2-2005 έως 27-2-2005 εργάσθηκε 15 ώρες πέραν των 40, την εβδομάδα από 7-3-2005 έως 13-3-2005 εργάσθηκε 13 ώρες πέραν των 40, την εβδομάδα από 14-3-2005 έως 20-3-2005 εργάσθηκε 14 ώρες πέραν των 40, την εβδομάδα από 28-3-2005 έως 3-4-2005 εργάσθηκε 10 ώρες πέραν των 40, την εβδομάδα από 4-4-2005 έως 10-4-2005 εργάσθηκε 4 ώρες πέραν των 40, την εβδομάδα από 11-4-2005 έως 17-4-2005 εργάσθηκε 5 ώρες πέραν των 40, την εβδομάδα από 18-4-2005 έως 24-4-2005 εργάσθηκε 10 ώρες πέραν των 40, την εβδομάδα από 25-4-2005 έως 1-5-2005 εργάσθηκε 13 ώρες πέραν των 40, την εβδομάδα από 9-5-2005 έως 15-5-2005 εργάσθηκε 10 ώρες πέραν των 40, την εβδομάδα από 16-5-2005 έως 22-5-2005 εργάσθηκε 5 ώρες πέραν των 40 και την εβδομάδα από 23-5-2005 έως 29-5-2005 εργάσθηκε 3 ώρες πέραν των 40 = 112 ώρες Χ 6,28 ευρώ ανά ωρομίσθιο Χ 165% ]. Το συνολικό ποσό των 16.938,37 ευρώ, πλέον νόμιμων τόκων και δικαστικών εξόδων 832 ευρώ, επιδικάσθηκε στον εφεσίβλητο με την υπ’ αριθ. 9828/2005 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μον/λούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Η διαταγή αυτή, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό της, δεν εκδόθηκε μόνο βάσει της ανωτέρω τραπεζικής επιταγής, αλλά σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ.0226/10-6-2005 απόδειξη πληρωμής της εργοδότριας, στην οποία ρητώς αναφέρεται ότι η προηγούμενη τραπεζική επιταγή δίδεται έναντι των προαναφερθεισών εργατικών απαιτήσεων του εφεσιβλήτου, εν είδει έγγραφης εξώδικης ομολογίας. Επομένως, δεν επιδικάσθηκε με την διαταγή απλά και μόνο η εκ της τραπεζικής επιταγής αξίωση του εφεσιβλήτου, αλλά, ως αποδεικνυόμενες εγγράφως, και οι υποκείμενες αυτής εργατικές αξιώσεις, χάριν των οποίων αναλήφθηκε η εκ της επιταγής οφειλή. Η κατά τα ανωτέρω επιδικασθείσα συνολική απαίτηση του εφεσιβλήτου εμπίπτει εντός του χρονικού διαστήματος της διετίας, που καλύπτεται από το προαναφερθέν προνόμιο του άρθρου 975 περ.3 του ΚΠολΔ., (1-2-2005 έως 31-1-2007). Επομένως, αναγγελθείσα στην επίδικη διαδικασία κατατάξεως, ορθά κατατάχθηκε προνομιακά για το συνολικό ποσό των 20.596,19 ευρώ, περιλαμβανομένων τόκων και εξόδων. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ως άνω διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στην οφειλέτρια εταιρεία στην έδρα της, καθώς και στις κατοικίες των νόμιμων εκπροσώπων της ως εξής : (α) πρώτη φορά, με τις εκθέσεις επιδόσεως υπ’ αριθμούς 119/28.12.2005, 120/29.12.2005 του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Βασιλείου Κατσαφάδου και 78/28.12.2005 του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Βασιλείου Κουτσογιάννη, (β) δεύτερη φορά, με τις εκθέσεις επιδόσεως υπ’ αριθμούς 139/4.1.2006, 196/2.2.2006 και 198/3.2.2006 του ίδιου ως άνω Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Βασιλείου Κατσαφάδου και (γ) τρίτη φορά, μαζί με επιταγή προς πληρωμή, με την έκθεση επιδόσεως υπ’ αριθ. 932/29.1.2007 του ίδιου Δικαστικού Επιμελητή Βασιλείου Κατσαφάδου. Όπως, ακολούθως, προκύπτει από το πιστοποιητικό υπ’ αριθ. 44/30.1.2007 του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, μέχρι και την 26-1-2007, μετά σχεδόν ένα έτος και από την δεύτερη επίδοση της διαταγής πληρωμής, δεν είχε ασκηθεί ανακοπή κατ’ αυτής. Επομένως, αυτή έγινε τελεσίδικη και απέκτησε ισχύ δεδικασμένου κατά το άρθρο 633 παρ.2 του ΚΠολΔ., με αποτέλεσμα η επιδικασθείσα με αυτήν απαίτηση του εφεσιβλήτου ................. ........... να δικαιούται να καταταγεί προνομιακά και οριστικά, όπως και πράγματι κατατάχθηκε με τον προσβαλλόμενο πίνακα και όχι τυχαία. Όσον αφορά τον εφεσίβλητο δικηγόρο ................. ................., από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, (πλην της ένορκης βεβαιώσεως, που αφορά αποκλειστικά τον αμέσως προηγούμενο εφεσίβλητο), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: - Ο ανωτέρω δικηγόρος Αθηνών προσλήφθηκε, την 1-9-2003, από την καθ’ ης ο πλειστηριασμός εταιρεία, για να προσφέρει νομικές υπηρεσίες, με σχέση πάγιας αντιμισθίας, επί αόριστο χρονικό διάστημα, αντί αμοιβής 2.600 ευρώ ανά μήνα, στην οποία είχαν ενσωματωθεί δώρα εορτών και επίδομα άδειας. Τις συμφωνηθείσες υπηρεσίες του προσέφερε πράγματι μέχρι την 30-7-2007, συνεπικουρούμενος ενίοτε και από δικηγόρους, εξωτερικούς συνεργάτες της εντολέως του, γεγονός το οποίο δεν αναιρούσε την έννομη σχέση του με την τελευταία, (βλ. ειδικότερα τις διπλότυπες αποδείξεις παροχής υπηρεσιών της εταιρείας «................... ...........» με αύξοντες αριθμούς 82,90,95/2003,105,116,127,137,152,168,193/2004 και 16/05, τις δηλώσεις του εφεσιβλήτου προς τον ΔΣΑ, από 7-7-04, 25-2-05, 28-2-06 και 28-2-07, τις συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών της ίδιας εταιρείας προς την Δ΄ Δ.Ο.Υ. Αθηνών των ετών 2003-2005 και τις βεβαιώσεις καταβολής αμοιβών από την ίδια εταιρεία από 10-3-2004, 21-2-2005 και 31-1-2006, που αφορούν αντίστοιχα τα έτη 2003, 2004 και 2005 ). Το γεγονός, ότι στην από 29-2-2006 δήλωση του εφεσιβλήτου προς τον ΔΣΑ αναφέρεται ότι το καθεστώς πάγιας αντιμισθίας του με την εντολέα του είναι αμφισβητούμενο, δεν αποδεικνύει ότι η σχέση αυτή είχε λήξει, καθόσον δεν προσκομίζεται κανένα αποδεικτικό μέσο, που να βεβαιώνει ότι καταγγέλθηκε νόμιμα, αλλά οφείλεται σε διαφορές, που ανέκυψαν μεταξύ του εφεσίβλητου δικηγόρου και της εντολέως του για την καταβολή των συμβατικών αμοιβών του. Πράγματι, η εν λόγω εταιρεία δεν κατέβαλε στον εφεσίβλητο τις οφειλόμενες αμοιβές του: (α) για το χρονικό διάστημα από 1-3-2005 μέχρι 31-12-2006, (=22 μήνες) και (β) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2007 μέχρι 30-7-2007, (=7 μήνες ),παρά το γεγονός ότι αυτός προσέφερε κατά τα ίδια διαστήματα κανονικά τις νομικές υπηρεσίες του προς αυτήν. Έτσι, η απαίτησή του για το α΄ ανωτέρω διάστημα ανήλθε σε 57.200 ευρώ, ( =22 μ. Χ 2.600 ευρώ ). Για την απαίτηση αυτή άσκησε αγωγή στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, η οποία έγινε δεκτή με την υπ’ αριθ. 153/07 απόφαση του δικαστηρίου εκείνου. Η απόφαση αυτή έγινε ήδη τελεσίδικη, όπως προκύπτει από το πιστοποιητικό με αριθμό 6969/28-5-2009 του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, σε συνδυασμό με την έκθεση επιδόσεως με αριθμό 1840Δ/7-2-2008 του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Λάμπρου Σταθονίκου. Για το β΄ ως άνω χρονικό διάστημα, (από 1-1-2007 μέχρι 30-7-2007), ο εφεσίβλητος ζήτησε τις οφειλόμενες, κατά μήνα, αμοιβές του, με άλλη αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 242/08 απόφαση του Μον/λούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία αναγνώρισε τη συνολική απαίτησή του για το εν λόγω διάστημα, ύψους 18.200 ευρώ, (= 7 μήνες Χ 2.600 ευρώ). Και η απόφαση αυτή έγινε τελεσίδικη, όπως προκύπτει από το πιστοποιητικό με αριθμό 11.464/8-10-2010 του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, σε συνδυασμό με την έκθεση επιδόσεως με αριθμό 5092Γ/13-7-2009 του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Μιχαήλ Ασημακόπουλου. Οι ανωτέρω επιδικασθείσες απαιτήσεις του εφεσιβλήτου δικηγόρου καλύπτονται, κατά τη φύση τους, από το προνόμιο του άρθρου 975 περ. 3 ΚΠολΔ., σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ.16α του ν. 2479/1997, έστω και αν προέρχονται από σχέση πάγιας αντιμισθίας, (πρβλ. παλαιότερη αντίθετη νομολογία ΟλΑΠ 13/1990 ΝοΒ 38. 1334 ). Οι ίδιες απαιτήσεις καλύπτονται χρονικά από το ίδιο προνόμιο, ως γεννηθείσες εντός της προηγούμενης από την ημέρα ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού διετίας, (από 31-1- 2007 έως αναδρομικά την 1-2-2005), σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες νομικές σκέψεις, εν όλω, μεν, όσον αφορά εκείνες που επιδικάσθηκαν με την πρώτη ως άνω δικαστική απόφαση, ενώ, όσον αφορά τις επιδικασθείσες με τη δεύτερη απόφαση, μόνο εν μέρει, κατά το ποσό των 2.600 ευρώ, που αντιστοιχεί στον μήνα Ιανουάριο του 2007. Στην προκειμένη περίπτωση ο εφεσίβλητος αναγγέλθηκε στον επίδικο πλειστηριασμό για το συνολικό ποσό των 72.800 ευρώ, και ειδικότερα για το ποσό των 57.200 ευρώ του α΄ ως άνω χρονικού διαστήματος, καθώς και για μέρος μόνο, εκ 15.600 ευρώ, από το άθροισμα του β΄ ως άνω χρονικού διαστήματος των 18.200 ευρώ, παραλειφθέντων, έτσι, 2.600 ευρώ, από το τελευταίο ποσό, τα οποία αναλογούν στον μήνα Ιούλιο του 2007, [ ήτοι 72.800 = 57.200 + 15.600 (=18.200 - 2.600) ]. Αυτός κατατάχθηκε τελικά στον προσβαλλόμενο πίνακα, προνομιακά και οριστικά, για ολόκληρο το ως άνω αναγγελθέν ποσό. Σύμφωνα, όμως, με όσα έγιναν δεκτά προηγουμένως, η κατάταξή του είναι ορθή μόνο κατά το ποσό των 59.800 ευρώ ( = 57.200 + 2.600 ), καθόσον το επιπλέον, αναγγελθέν και καταταχθέν, ποσό των 13.000 ευρώ, μέχρι τα 72.800 ευρώ, δεν καλύπτεται από το προαναφερθέν προνόμιο. Συμπερασματικά, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες νομικές σκέψεις και με όσα έγιναν δεκτά ως αποδειχθέντα κατά τα ανωτέρω, η κατάταξη των 18 εφεσιβλήτων στην προνομιακή τάξη του άρθρου 975 περ.3 ΚΠολΔ. είναι ορθή ή εσφαλμένη, αντίστοιχα, στον προσβαλλόμενο πίνακα κατατάξεως, κατά τις ακόλουθες διακρίσεις: α) ................ ......................, {3ος στην Α΄ έφεση}, κατατάχθηκε ορθά για 4.063,31 ευρώ, προνομιακά και τυχαία, β) ............. ............, {4η στην Α΄ έφεση}, κατατάχθηκε ορθά για 12.145 ευρώ, προνομιακά και τυχαία, γ) ............. ............., {5η στην Α΄ έφεση}, κατατάχθηκε ορθά για 5.524,16 ευρώ, προνομιακά και τυχαία, δ)................... ...................., {6η στην Α΄ έφεση}, κατατάχθηκε ορθά για 3.934,01 ευρώ, προνομιακά και τυχαία, ε) ............... ......................... {7ος στην Α΄ έφεση, 3ος στην Β΄ έφεση, 2ος στην Γ΄ έφεση και 3ος στην Δ΄ έφεση}, κατατάχθηκε ορθά μέχρι του ποσού των 17.227,10 ευρώ, προνομιακά και τυχαία, αλλά εσφαλμένα για το επιπλέον ποσό των 10.835,70 ευρώ (=28.062,80 - 17.227,10), το οποίο πρέπει ν’ αφαιρεθεί, στ) .................... ............., {8η στην Α΄ έφεση}, κατατάχθηκε ορθά για 8.775,88 ευρώ, προνομιακά και τυχαία, ζ) ......... . .................., {9η στην Α΄ έφεση}, κατατάχθηκε ορθά για 7.089,88 ευρώ, προνομιακά και τυχαία, η) ..................... ............, {10η στην Α΄ έφεση}, κατατάχθηκε ορθά για 6.846,32 ευρώ, προνομιακά και τυχαία, θ) ........... .............. {11ος στην Α΄ έφεση}, κατατάχθηκε ορθά για 5.174,23 ευρώ, προνομιακά και τυχαία, ι) ............. ....................., {12η στην Α΄ έφεση}, κατατάχθηκε ορθά για 17.813,94 ευρώ, προνομιακά και τυχαία, ια) ............... ............... {13ος στην Α΄ έφεση}, κατατάχθηκε ορθά για 11.661,46 ευρώ, προνομιακά και τυχαία, ιβ) .............. ........................, {14ος στην Α΄ έφεση, 4ος στην Β΄, 3ος στην Γ΄ και 4ος στην Δ΄ έφεση}, κατατάχθηκε ορθά μέχρι του ποσού των 6.144,93 ευρώ, προνομιακά και τυχαία, αλλά εσφαλμένα για το επιπλέον ποσό των 6.613,10 ευρώ (=12.758,03 - 6.144,93 ), το οποίο πρέπει ν’ αφαιρεθεί, ιγ) ............ ..................., {15ος στην Α΄ έφεση, 5ος στην Β΄, 4ος στην Γ΄ και 5ος στην Δ΄ έφεση}, κατατάχθηκε ορθά μέχρι του ποσού των 6.534,87 ευρώ, προνομιακά και τυχαία, αλλά εσφαλμένα για το επιπλέον ποσό των 2.912 ευρώ, (=9.446,87 - 6.534,87 ), το οποίο πρέπει ν’ αφαιρεθεί, ιδ) ............... ................., {16η στην Α΄ έφεση, 6η στην Β΄, 5η στην Γ΄ και 6η στην Δ΄ έφεση}, κατατάχθηκε ορθά μέχρι του ποσού των 139.591,16 ευρώ, προνομιακά και τυχαία, αλλά εσφαλμένα για το επιπλέον ποσό των 38.076,52 ευρώ, (= 177.667,68 - 139.591,16 ), το οποίο πρέπει ν’ αφαιρεθεί, ιε) ............... .............. -..................., {2η στην Α΄, Β΄ και Δ΄ εφέσεις και 1η στην Γ΄ έφεση}, κατατάχθηκε ορθά μέχρι του ποσού των 92.831,57 ευρώ, προνομιακά και τυχαία, αλλά εσφαλμένα για το επιπλέον ποσό των 43.429.67 ευρώ, (= 136.261,24 - 92.831,57 ), το οποίο πρέπει ν’ αφαιρεθεί, ιστ) ............... . .............., {17ος στην Α΄ έφεση, 7ο στην Β΄ έφεση και 7ου στην Δ΄ έφεση}, κατατάχθηκε ορθά μέχρι του ποσού των 12.329,72 ευρώ, προνομιακά και ήδη οριστικά, αλλά εσφαλμένα για το επιπλέον ποσό των 9.276,83 ευρώ, (=21.606,55 - 12.329,72), το οποίο πρέπει ν’ αφαιρεθεί, ιζ) .............. ............................., ................................. {18ος στην Α΄ έφεση και 8ος στην Β΄ έφεση}, κατατάχθηκε ορθά για ολόκληρο το ποσό των 20.596,19 ευρώ, προνομιακά και οριστικά, ιη) ............. ................, {19ος στην Α΄ έφεση, 1ος στην Β΄ και στην Δ΄ εφέσεις}, κατατάχθηκε ορθά μέχρι του ποσού των 59.800 ευρώ, προνομιακά και οριστικά, αλλά εσφαλμένα για το επιπλέον ποσό των 13.000 ευρώ, (= 72.800 - 59.800 ), το οποίο πρέπει ν’ αφαιρεθεί. Με τα ανωτέρω δεδομένα, οι κατατακτέες απαιτήσεις των εφεσιβλήτων, που έχουν προνόμιο εκ του άρθρου 975 περ.3 του ΚΠολΔ., ανέρχονται ως άθροισμα στο ποσό των 438.083,73 ευρώ. Σύμφωνα με τις προηγούμενες νομικές σκέψεις, (α) από το επιτευχθέν πλειστηρίασμα, (735.000 ευρώ), αφαιρούνται πρώτα τα έξοδα εκτελέσεως ποσού 18.323,76 ευρώ, ( = 15.331,76, + 2.992), σύμφωνα με την μη εκκληθείσα διάταξη της εκκαλουμένης πρωτόδικης αποφάσεως, (ήτοι 735.000 - 18.323,76 = 716.676,24 ευρώ ), (β) από το απομένον υπόλοιπο των 716.676,24 ευρώ αφαιρούνται οι ανωτέρω απαιτήσεις των εφεσιβλήτων, (ήτοι 716.676,24 - 438.083,73 ), και, έτσι, απομένει υπόλοιπο 278.592,51 ευρώ. Το τελευταίο ποσό διαιρείται σε 1/3 και 2/3, ήτοι 92.864,17 και 185.728,34 ευρώ. Στο πρώτο ποσό (1/3), θα καταταχθούν οι λοιπές προνομιακές απαιτήσεις του άρθρου 975 ΚΠολΔ. και στο δεύτερο ποσό θα καταταχθούν οι έχουσες ειδικά προνόμια απαιτήσεις του άρθρου 976 του ίδιου Κώδικα, (ήτοι οι εμπραγμάτως εξασφαλισμένες ). Στην προκειμένη περίπτωση το εκκαλούν - ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο έχει αναγγελθεί με την από 25-6-2007 αναγγελία της Δ.Ο.Υ. - Φ.Α.Ε. Πειραιά για απαίτηση συνολικού ύψους 489.890,42 ευρώ, προερχόμενη από διάφορους φόρους, σύμφωνα με τον συνημμένο πίνακα χρεών. Η απαίτηση αυτή κατατάσσεται προνομιακά και οριστικά στην 5η τάξη των προνομίων του άρθρου 975 του ΚΠολΔ., σύμφωνα με το άρθρο 61 του ΚΕΔΕ, που προβλέπει ειδικότερα ότι : «Το Δημόσιον κατατάσσεται εν αναγκαστική εκτελέσει κινητού ή ακινήτου διά τας ληξιπρόθεσμους μέχρι της ημέρας του πλειστηριασμού απαιτήσεις αυτού εκ πάσης αιτίας, μετά των πάσης φύσεως προσαυξήσεων και τόκων και εν τη υπ` αριθ. 5 σειρά του άρθρου 975 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας. - Διά τας μη ληξιπροθέσμους εκ πάσης αιτίας απαιτήσεις του, το Δημόσιον κατατάσσεται συμμέτρως μετά των λοιπών δανειστών. -Ως ημέρα του πλειστηριασμού θεωρείται η ημέρα, κατά την οποία διενεργήθηκε ο πλειστηριασμός, ανεξάρτητα από την ημέρα του πλειστηριασμού, που ορίσθηκε αρχικά", (το τελευταίο εδάφιο προστέθηκε με το άρθρο 13 του ν. 3483/2006, ΦΕΚ Α΄ 169/7-8-2006 ). Επομένως, το Δημόσιο κατατάσσεται, προνομιακά και οριστικά, για ολόκληρο το ανωτέρω ποσό του 1/3, ήτοι για 92.864,17 ευρώ, αντί για το ποσό των 51.483,10 ευρώ, μόνο, για το οποίο είχε καταταχθεί στον προσβαλλόμενο πίνακα, ήτοι για επιπλέον ποσό 41.381,07 ευρώ, (= 92.864,17 - 51.483,10 ευρώ ).- Περαιτέρω, στον επίδικο πλειστηριασμό αναγγέλθηκε και η επισπεύσασα αυτόν, δεύτερη εκκαλούσα - ανακόπτουσα, «.............. Τράπεζα της ............ .....», με την από 29-6-2007 αναγγελία της, για το συνολικό ποσό των 4.850.305,20 ευρώ, που είναι εμπραγμάτως ασφαλισμένο με 1η υποθήκη σύμφωνα με όσα προηγουμένως αναφέρθηκαν. Επομένως και αυτή θα καταταγεί, προνομιακά και οριστικά, για ολόκληρο το ανωτέρω ποσό των 2/3, ήτοι για 185.728,34 ευρώ,αντί για το ποσό των 102.966,19 ευρώ, μόνο, για το οποίο είχε καταταχθεί στον προσβαλλόμενο πίνακα, ήτοι για επιπλέον ποσό 82.762,15 ευρώ, ( = 185.728,34 - 102.966,19 ευρώ ).- Σε περίπτωση, κατά την οποία εκπέσει κάποιος από τους ανωτέρω εφεσίβλητους δανειστές, που έχουν καταταχθεί προνομιακά αλλά τυχαία, στη θέση του κατατάσσονται κατά το 1/3 το Δημόσιο και, αν απομείνει υπόλιοπο, το ΙΚΑ για τις αναγγελθείσες απαιτήσεις του και κατά τα 2/3 πάλι η «...... Τράπεζα ......», όπως νόμιμα έχει ορισθεί στον προσβαλλόμενο πίνακα. Επομένως, δεν καταλείπεται περιθώριο κατατάξεως, ούτε επικουρικά, των δύο λοιπών εκκαλουσών - ανακοπτουσών τραπεζών, «........- ........ ΤΡΑΠΕΖΑ .........» και «ΤΡΑΠΕΖΑ ........ ............... - ................. .....», οι οποίες έχουν εμπράγματες ασφάλειες, (προσημειώσεις), που όμως έπονται εκείνης της «....... Τράπεζας ......». Επίσης, δεν συντρέχει λόγος να καταταγεί επικουρικά το Δημόσιο μετά τη .......... Τράπεζα στα 2/3 του διανεμητέου ποσού, κατ’ άρθρο 977 παρ.1, εδ. τελευταίο του ΚΠολΔ., όπως ζητεί με τον 4ο λόγο της εφέσεώς του, ο οποίος και πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι δεν υπάρχει περίπτωση να υπάρξει διαθέσιμο υπόλοιπο από το ποσό αυτό.Κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω, πρέπει: (Α) Να γίνουν εν μέρει δεκτές, ως βάσιμες και από ουσιαστική άποψη, η πρώτη έφεση του Ελληνικού Δημοσίου και η δεύτερη έφεση της «...... Τράπεζας της .. ............», όσον αφορά τους εφεσιβλήτους: α) ............... ..............................., β) ......... ..........., γ) ................ ............., δ) ......... ......, ε) ............. .............. - ................., στ) .......... ........... και ζ) ............. ....................., αφού απορριφθούν κατά τα λοιπά, ως προς τους λοιπούς εφεσιβλήτους, και να εξαφανισθεί αντίστοιχα η εκκαλουμένη απόφαση, διότι έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εκτίμησε κακώς τις αποδείξεις. Ακολούθως, πρέπει να κρατηθούν οι υποθέσεις και να δικασθούν οι αντίστοιχες ανακοπές, (άρθρο 535 παρ.1 του ΚΠολΔ. ), οι οποίες πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές, ως προς τους αμέσως ανωτέρω, υπό στοιχεία α΄ έως ζ΄, εφεσιβλήτους - καθ’ ων οι ανακοπές, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν και να μεταρρυθμισθεί ανάλογα ο προσβαλλόμενος πίνακας, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
(Β) Να απορριφθούν οι εφέσεις των λοιπών εκκαλουσών - ανακοπτουσών τραπεζών «.................. - ............... ΤΡΑΠΕΖΑ .....» και «ΤΡΑΠΕΖΑ ..... .................. - ....... ..............», κατ’ ουσία, λόγω του ότι δεν αποδείχθηκε από ουσιαστική άποψη το έννομο συμφέρον τους, δηλαδή η δυνατότητα να καταταχθούν οι απαιτήσεις τους. Τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, καθώς και για τον πρώτο βαθμό, όσον αφορά το μέρος των ανακοπών, για το οποίο γίνονται αυτές δεκτές, μετά την αποδοχή των δύο πρώτων εφέσεων και την αντίστοιχη εξαφάνιση της εκκαλουμένης, (στον πρώτο βαθμό είχαν συμψηφισθεί εν όλω αυτά), θα πρέπει ομοίως να συμψηφισθούν εν όλω μεταξύ των διαδίκων, αφενός μεν, λόγω της μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων, ως προς εκείνους απ’ αυτούς, για τους οποίους γίνονται εν μέρει δεκτές οι εφέσεις, αφετέρου δε, λόγω της δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν, ως προς τους λοιπούς, ( άρθρα 183, 178 παρ.1 και 179 β΄ του ΚΠολΔ., και προσέτι, όσον αφορά την έφεση του Δημοσίου, άρθρο 22 του ν. 3693/1957, όπως διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αριθ. 18 του ΕισΝΚΠολΔ., άρθρο 5 παρ. 12 του ν. 1738/1987 και άρθρο μόνο παρ. 2 της υπ’ αριθ. 134423 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Οικονομικών και Δικ/νης, από 8.12.1992/20.1.1993 - ΦΕΚ, τ. Β΄, 11/20.1.1993 ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει τις εφέσεις: (α) από 9-11-2009 και με αριθ. καταθέσεως 10548/9.11.2009 του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ, (β) από 27-11-2009 και με αριθμό καταθέσεως 11265/1.12.2009 της «................. ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ................. ................... ............», (γ) από 30-11-2009 και με αριθμό καταθέσεως 11354/3.12.2009 της «............. .............. ΤΡΑΠΕΖΑ ......» και (δ) από 12-11-2009 και με αριθμό καταθέσεως 10758/16.11.2009 της «ΤΡΑΠΕΖΑΣ ........... .................. - ............. ..........».
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά όλες τις ανωτέρω εφέσεις.
Απορρίπτει κατ’ ουσία την τρίτη και την τέταρτη απ’ αυτές.
Δέχεται, εν μέρει, κατ’ ουσία την πρώτη και τη δεύτερη από τις ανωτέρω εφέσεις, όσον αφορά τους εφεσιβλήτους - καθ’ ων οι ανακοπές: 1) ............... ........................., 2) .............. ..................., 3) ................ ..........., 4)........... ..............., 5) .............. ............... - ................, 6) ............. .......... και 7) ............ ................. .
Εξαφανίζει την προσβληθείσα οριστική απόφαση υπ’ αριθ. 3883/2009 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, (τακτικής διαδικασίας), ως προς τους αμέσως ανωτέρω εφεσιβλήτους.
Κρατεί τις υποθέσεις και δικάζει κατ’ ουσία τις ανακοπές, (α) από 4-2-2008, (αριθ. κατ. 1316/08 ),του Ελληνικού Δημοσίου και (β) από 24-1-2008, (αριθ. κατ. 922/08), της «............. ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ .............. ...............», κατά των ανωτέρω εφεσιβλήτων.
Δέχεται, εν μέρει, τις ανακοπές αυτές.
Μεταρρυθμίζει τον προσβαλλόμενο με τις ανακοπές πίνακα κατατάξεως υπ’ αριθ. 25.625/25-10- 2007 του Συμβ/φου Αθηνών Βασιλείου Γ. Σοφιανόπουλου, ως εξής:
-Α) Αποβάλλει από τον πίνακα τους ανωτέρω εφεσιβλήτους- καθ’ ων οι ανακοπές, κατά τα ακόλουθα ποσά, καθέναν απ’ αυτούς, αντίστοιχα, ήτοι, (α) τον ............ ......................, κατά το ποσό των δέκα χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα πέντε ευρώ και εβδομήντα λεπτών, (10.835,70), τούτου παραμένοντος για 17.227,10 ευρώ, προνομιακά και τυχαία, (β) τον ............ ....................., κατά το ποσό των έξι χιλιάδων εξακοσίων δεκατριών ευρώ και δέκα λεπτών, ( 6.613,10 ), τούτου παραμένοντος για 6.144,93 ευρώ, προνομιακά και τυχαία,
(γ) τον ............. ............., κατά το ποσό των δύο χιλιάδων εννιακοσίων δώδεκα ευρώ, (2.912), τούτου παραμένοντος για 6.534,87 ευρώ, προνομιακά και τυχαία, (δ) την.............. ............... του .........., κατά το ποσό των τριάντα οκτώ χιλιάδων εβδομήντα έξι ευρώ και πενήντα δύο λεπτών, ( 38.076,52), παραμένουσας αυτής για 139.591,16 ευρώ, προνομιακά και τυχαία, (ε) την ............... ................... - ...................., κατά το ποσό των σαράντα τριών χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι εννέα ευρώ και επτά λεπτών, (43.429,07), παραμένουσας αυτής για 92.831,57 ευρώ, προνομιακά και τυχαία, (στ) τον .......... ............, κατά το ποσό των εννέα χιλιάδων διακοσίων εβδομήντα έξι ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών, ( 9.276,83 ), τούτου παραμένοντος για 12.329,72 ευρώ, προνομιακά και οριστικά - και (ζ) τον ............. ................, κατά το ποσό των δεκατριών χιλιάδων, (13.000) ευρώ, τούτου παραμένοντος για 59.800 ευρώ, προνομιακά και οριστικά.
-Β) Στο συνολικά αφαιρεθέν από τους ανωτέρω εφεσιβλήτους ποσό των εκατό είκοσι τεσσάρων χιλιάδων εκατό σαράντα τριών ευρώ και είκοσι δύο λεπτών, ( 124.143,22 ), κατατάσσει τους νικώντες εκκαλούντες - ανακόπτοντες ως εξής: (α) το Ελληνικό Δημόσιο, στο 1/3 του ποσού αυτού, ήτοι στο ποσό των σαράντα μιας χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα ενός ευρώ και επτά λεπτών, (41.381,07), προνομιακά και οριστικά και (β) την «............... ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ .................... ............. ...................», στα υπόλοιπα 2/3 του ως άνω ποσού, ήτοι στο ποσό των ογδόντα δύο χιλιάδων επτακοσίων εξήντα δύο ευρώ και δέκα πέντε λεπτών, (82.762,15), προνομιακά και οριστικά, επιπλέον των ποσών, για τα οποία έχουν ήδη καταταγεί αυτοί στον προσβληθέντα πίνακα καθ’ όμοιο τρόπο, έτσι ώστε καθένας από τους εν λόγω εκκαλούντες - ανακόπτοντες κατατάσσεται, πλέον, συνολικά, για τα ποσά, το μεν Ελληνικό Δημόσιο, των ενενήντα δύο χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα τεσσάρων ευρώ και δεκαεπτά λεπτών, (92.864,17), η δε «............ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ............. ............. .............», των εκατόν ογδόντα πέντε χιλιάδων επτακοσίων είκοσι οκτώ ευρώ και τριάντα τεσσάρων λεπτών, (185.728,34).
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα, εν όλω, μεταξύ των διαδίκων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας και για τον πρώτο βαθμό ως προς εκείνους απ’ αυτούς, για τους οποίους έγιναν δεκτές οι δύο πρώτες εφέσεις.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 12 Σεπτεμβρίου 2011.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύτηκε δε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, με σύνθεση τους: Γεώργιο Χοϊμέ, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Δαββέτα, Εφέτη και Δημήτριο Οικονόμου, Εφέτη, λόγω προαγωγής και μεταθέσεως της Εφέτη Αγγελικής Τζαβάρα, καθώς και τον Ιωάννη Δαγρέ ως Γραμματέα, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, καθώς και της Δικαστικής Αντιπροσώπου του Ελληνικού Δημοσίου, στις 19 Ιανουαρίου 2012.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (Τμήμα 2ο Δημοσίου) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Γεώργιο Χοϊμέ, Πρόεδρο Εφετών, Αγγελική Τζαβάρα, Εφέτη, Αθανάσιο Δαββέτα, Εφέτη - Εισηγητή και από τον Γραμματέα Ιωάννη Δαγρέ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 12 Οκτωβρίου 2010 για να δικάσει τις ακόλουθες υποθέσεις μεταξύ:
(Α), (αριθ.πιν.10), Του ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ - ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου εν γένει από τον Υπουργό των Οικονομικών, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, οδός Καραγεώργη Σερβίας αριθ. 10 και ειδικότερα στην προκειμένη περίπτωση και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ........ ............., οδός ........... αριθ. ...-......., τους οποίους εκπροσώπησε η Δικαστική Αντιπρόσωπος Νάταλη - Χριστίνα Σαμαρά.
Των ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ - ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ, (1) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «............ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ............. ............... .............», με έδρα την Αθήνα, Λεωφόρος .................., αριθ. ......-.........., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, (2)................. ............... - .................., κατοίκου ................. Αττικής, οδός ............. αριθ. ......., (3) ............... .................. του ..............., κατοίκου ............. Αττικής, οδός ............ αριθ. ......, (4) .............. ............. του ................, κατοίκου ........... Αττικής, οδός .......................... ........ αριθ. ....-...., (5) ................ ............... του ............, κατοίκου Πειραιά, οδός ...................... αριθ. ....-.......... (6) .......... .................. του ..............., κατοίκου ........ ............................ Αττικής, οδός ............ αριθ. ..., (7) ..................... .................. του ......................, κατοίκου .................. Αττικής, οδός .............. αριθμός ...., (8) .............. .................. του ..............., κατοίκου ...................................... Αττικής, οδός ............... αριθ. ...., (9) .............. ................. του ................., κατοίκου Αθηνών,(..............), οδός .......... αριθ. .., (10) .................. .................) .......... ( ...........) του ............, κατοίκου ................ ........... Αττικής, οδός ................... αριθ. .., (11) .......... .............. του ............, κατοίκου Αθηνών, (............ ...............), οδός........ ............ αριθ. ...-....., (12) ................... ................. του .............., κατοίκου .......................... Αττικής, οδός .............. αριθ. ...., (13) .................... ............... του .............., κατοίκου .......................... Αττικής, οδός ...................... αριθ. .., (14) ................ ..................... του ................, κατοίκου .......... ........... ......... Αττικής, οδός .................... αριθ. ......., (15) ............... ................ του ..........., κατοίκου Αθηνών, (........ .............), οδός ............................. αριθ. .., (16) .............. ................ του ........... κατοίκου ............... Αττικής, οδός ....................... αριθ. .., (17) ........... ........... του ..................., κατοίκου ........... Αττικής, οδός ........................ αριθ. ..., (18)............ ............. του ..............., κατοίκου Αθηνών, (............. ), οδός ............................ αριθ. .., (19) .............. ........................ του ................., κατοίκου Αθηνών, οδός ..................αριθ. ......, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν η 1η από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Βελλίδου βάσει δηλώσεως, οι 2η έως και 16η από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ....................... .................., ο 17ος από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κοντογιάννη βάσει δηλώσεως, ο 18ος από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Γιαλαμά, ενώ ο 19ος παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος.
(Β), (αριθ.πιν.30), Της ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ - ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ, ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «............ ΤΡΑΠΕΖΑ ..... ............... », με έδρα την Αθήνα, ........ ............., αριθ. ......-........, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Μαρία Βελλίδου βάσει δηλώσεως.
Των ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ - ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ, (1) ................ ................... του ..................., κατοίκου Αθηνών, οδός .................... αριθ. ....., (2) ................ .............. - ................, κατοίκου .................... Αττικής, οδός ....................... αριθ. ........, (3) .............. .......................... του .................., κατοίκου ........................... Αττικής, οδός ................ αριθμός ....., (4) .......... ........................ του ................, κατοίκου .......... ............... .......... Αττικής, οδός ................ αριθ. ...., (5) ................. ............... του ..........., κατοίκου Αθηνών, (............. ........), οδός ........................... αριθ. .., (6) .............. ............. του .........., κατοίκου ................ Αττικής, οδός ............. αριθ. .., (7) ........... .......... του ................, κατοίκου ............. Αττικής, οδός ................. αριθ. ..., (8) .......... ............. του ................., κατοίκου Αθηνών, (...............................), οδός .................... αριθ. ..., από τους οποίους ο 1ος παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος, οι 2η έως και 6η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ............. ........................., ο 7ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κοντογιάννη βάσει δηλώσεως και ο 8ος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Γιαλαμά.
(Γ), (αριθ.πιν.35), Της ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ - ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ, ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «........... .................. ΤΡΑΠΕΖΑ .....», (μετά από συγχώνευση των τραπεζικών εταιρειών «............ Τράπεζα.......», «......... Τράπεζα - ......- .....» και « .......... ...... ......» με απορρόφηση από την πρώτη των δύο τελευταίων - ΦΕΚ ΑΕ & ΕΠΕ 6753/07), η οποία εδρεύει στη ................., οδός ............ αριθ....... και ..................... και διατηρεί γραφεία στο ................ Αττικής, οδός ......... αριθ. ..... και ..............., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Ντόρα Κρητικοπούλου βάσει δηλώσεως.
Των ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ - ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ, (1) ..................... ................. - ................, κατοίκου .................... Αττικής, οδός ................ αριθ. ....., (2) ............... .......................... του ..................., κατοίκου ............................. Αττικής, οδός ............... αριθμός ....., (3) ........... ....................... του ........................., κατοίκου ........... ........... ......... Αττικής, οδός ............. αριθ. ........, (4) ............... ..................... του ............, κατοίκου Αθηνών, (.......... ..............), οδός ........................ αριθ. .., (5) ................ ............... του ..........., κατοίκου ........... Αττικής, οδός ................ αριθ. ..., τους οποίους εκπροσώπησε όλους ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Ιωάννης Νικολόπουλος.
(Δ), (αριθ.πιν.11), Της ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ - ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ, ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ..... .................. - ................ .......» και με τον διακριτικό τίτλο «................... - ......................», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός.............. αριθ. ...., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Αγλαΐα Σταυροπούλου, βάσει δηλώσεως.
Των ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ - ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ, (1) .......... ......του ............, κατοίκου Αθηνών, οδός ................ αριθ. ......., (2) .............. ............... - ......, κατοίκου .......... Αττικής, οδός ............ αριθ. ................, (3) .......... .................... του ................, κατοίκου ................ Αττικής, οδός ................ αριθμός ..., (4) ............. .................... του ..............., κατοίκου ........ ............. ......... Αττικής, οδός ............... αριθ. ...., (5) ............. .............. του ............., κατοίκου Αθηνών, (........ ..............), οδός ................. αριθ. .., (6) .......... ........ του ........, κατοίκου ........... Αττικής, οδός .............. αριθ. ...., (7) .......... ............. του ................., κατοίκου ........... Αττικής, οδός ................... αριθ. ..., από τους οποίους ο 1ος παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος, η 2η έως και 6η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους .............. ................................ και ο 7ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κοντογιάννη βάσει δηλώσεως.
Α) Το ήδη εκκαλούν και πρωτοδίκως ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο, με την από 4-2-2008 και με αριθμό καταθέσεως 1316/5-2-2008 ανακοπή, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά των ανωτέρω καθ’ ων η ανακοπή - εφεσιβλήτων, ζήτησε να γίνει δεκτή.
Β) Η ήδη εκκαλούσα και πρωτοδίκως ανακόπτουσα «............. ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ .............. ................. .................», με την από 24-1-2008 και με αριθμό καταθέσεως 922/25-1-2008 ανακοπή, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά των ανωτέρω καθ’ ων η ανακοπή - εφεσιβλήτων, ζήτησε να γίνει δεκτή.
Γ) Η ήδη εκκαλούσα και πρωτοδίκως ανακόπτουσα «............... ....... ΤΡΑΠΕΖΑ ........», με την από 22-1-2008 και με αριθμό καταθέσεως 778/23-1-2008 ανακοπή, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά των ανωτέρω καθ’ ων η ανακοπή - εφεσιβλήτων, ζήτησε να γίνει δεκτή.
Δ) Η ήδη εκκαλούσα και πρωτοδίκως ανακόπτουσα «ΤΡΑΠΕΖΑ....... ................ - ................. ......», με την από 22-1-2008 και με αριθμό καταθέσεως 762/22-1-2008 ανακοπή, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά των ανωτέρω καθ’ ων η ανακοπή - εφεσιβλήτων, ζήτησε να γίνει δεκτή.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 3883/2009 απόφασή του συνεκδίκασε τις ανωτέρω ανακοπές και αφενός έκανε δεκτή εν μέρει την πρώτη, απορρίπτοντας αυτήν κατά τα λοιπά, αφετέρου απέρριψε εν όλω τις υπόλοιπες τρεις ανακοπές.
Ήδη το πρώτο εκκαλούν - ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο, καθώς και οι λοιπές εκκαλούσες - ανακόπτουσες ανώνυμες τραπεζικές εταιρείες, προσβάλλουν την ανωτέρω πρωτόδικη απόφαση, με τις αντίστοιχες ένδικες εφέσεις τους, α) από 9-11-2009 και με αριθ. καταθέσεως 10548/9.11.2009, η οποία προσδιορίστηκε για την προκειμένη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο, β) από 27-11- 2009 και με αριθμό καταθέσεως 11265/1.12.2009, η οποία προσδιορίστηκε για την προκειμένη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο, γ) από 30-11-2009 και με αριθμό καταθέσεως 11354/3.12.2009, η οποία επίσης προσδιορίστηκε για την προκειμένη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο και δ) από 12-11-2009 και με αριθμό καταθέσεως 10758/16.11.2009, η οποία ομοίως προσδιορίστηκε για την προκειμένη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο. Κατά τη συζήτηση των ανωτέρω υποθέσεων και κατά την συνεκφώνησή τους από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι επί της πρώτης εφέσεως της 1ης και του 17ου των εφεσιβλήτων, επί της δεύτερης εφέσεως της εκκαλούσας και του 7ου των εφεσιβλήτων, επί της τρίτης εφέσεως της εκκαλούσας και επί της τέταρτης εφέσεως της εκκαλούσας και του 7ου εφεσιβλήτου δεν εμφανίσθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά παραστάθηκαν βάσει χωριστών εγγράφων δηλώσεών τους, που έγιναν σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ., όπως τροποποιήθηκε διαδοχικά με τα άρθρα 7 του ν. 1478/84 και 3 του ν. 1649/86, αφού προκατέθεσαν προτάσεις. Αντίθετα η Δικαστική Αντιπρόσωπος του εκκαλούντος επί της πρώτης εφέσεως Ελληνικού Δημοσίου και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι όλων των λοιπών διαδίκων και επί των τεσσάρων εφέσεων εμφανίσθηκαν στο Δικαστήριο, παραστάθηκαν νομότυπα για λογαριασμό των εντολέων τους και κατέθεσαν προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά τα αναφερόμενα σε αυτές.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την προκειμένη δικάσιμο του Δικαστηρίου τούτου φέρονται προς συζήτηση οι εφέσεις:α) από 9-11-2009 και με αριθμό καταθέσεως 10548/9.11.2009 του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, β) από 27-11-2009 και με αριθμό καταθέσεως 11265/1.12.2009 της εκκαλούσας «............... Τράπεζας της ....................... ......», γ) από 30-11-2009 και με αριθμό καταθέσεως 11354/3.12.2009 της εκκαλούσας «............ ............ Τράπεζα ......» και δ) από 12-11-2009 και με αριθμό καταθέσεως 10758/16.11.2009 της εκκαλούσας «Τράπεζα .................... - ............... .......», οι οποίες προσβάλλουν όλες την υπ’ αριθ. 3883/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε με την τακτική διαδικασία και απέρριψε εν μέρει την ανακοπή του πρώτου εκκαλούντος - ανακόπτοντος και εν όλω τις ανακοπές των λοιπών εκκαλουσών - ανακοπτουσών, με αντίστοιχους αριθμούς καταθέσεων 1316/5-2-2008, 922/25-1-2008, 778/23-1-2008 και 762/22-1-2008, οι οποίες στρέφονταν εναντίον του υπ’ αριθ. 25.625/25-10-2007 πίνακα κατατάξεως δανειστών προς διανομή πλειστηριάσματος του Συμβ/φου Αθηνών Βασιλείου Γ. Σοφιανόπουλου και με τις οποίες αυτοί, (εκκαλούντες - ανακόπτοντες), ζητούσαν την μεταρρύθμισή του, προς όφελος των ιδίων και σε βάρος των αντιδίκων τους εφεσιβλήτων - καθ’ ων οι ανακοπές.
Οι ανωτέρω εφέσεις πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας, ( άρθρα 31 παρ.3 και 246 του ΚΠολΔ. ).
Α) Από την από 15.10.2009 παραγγελία του πληρεξουσίου δικηγόρου των 2ης ( ........ ................ ) έως και 16ης (........... .............) και 19ου (........... .........................) των εφεσιβλήτων προς επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως στο εκκαλούν με την πρώτη υπό κρίση έφεση Ελληνικό Δημόσιο και από τη σημείωση του εντεταλμένου για την επίδοση αυτή Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Λάμπρου Σταθονίκου, περί επιδόσεως της αποφάσεως αυτής προς το εκκαλούν στις 30-10-2009, οι οποίες αναγράφονται στο προσκομιζόμενο και επικαλούμενο αντίγραφο της προσβαλλόμενης αποφάσεως, σε συνδυασμό με την ημερομηνία καταθέσεως της εν λόγω εφέσεως στην γραμματεία του εκδόντος την απόφαση αυτή δικαστηρίου, (9-11-2009), συνάγεται ότι η έφεση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα μέσα στη γνήσια 30ήμερη προθεσμία, που προβλέπεται από το άρθρο 10 του κ.δ. της 26.6/10.7.1944 «περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου», ως προς τους ανωτέρω εφεσιβλήτους. Επίσης από την έκθεση επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως στο εκκαλούν Δημόσιο υπ’ αριθ. 6435/16-10-2009 του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Νίκου Τσαλουχίδη, κατόπιν εντολής του πληρεξουσίου δικηγόρου του 17ου εφεσιβλήτου ....... ............., προκύπτει ότι η κρινόμενη έφεση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα μέσα στην ίδια ως άνω προθεσμία και ως προς τον εφεσίβλητο αυτόν. Τέλος, από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα έγγραφα δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως στο εκκαλούν Δημόσιο, με επιμέλεια της 1ης εφεσίβλητης ............. Τράπεζας και του 18ου εφεσίβλητου ............... ......................, ώστε ν’ αρχίσει έναντι αυτών η διαδρομή της γνήσιας 30ήμερης προθεσμίας για την άσκηση της εφέσεως εκ του άρθρου 10 του κ.δ. της 26.6/10.7.1944 «περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου». Η έφεση, όμως, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και ως προς αυτούς, με κατάθεση στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλούμενη απόφαση πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 9-11-2009, δηλαδή, προ πάσης επιδόσεως, εντός της κατά το άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ. καταχρηστικής 3ετούς προθεσμίας από την δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που έλαβε χώρα την 11-9-2009. Επομένως, εφόσον η κρινόμενη πρώτη έφεση έχει ασκηθεί και γενικά νομότυπα κατά τις διατάξεις των άρθρων 495 επ. και 511 επ. του ΚΠολΔ., πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή ως προς όλους τους εφεσιβλήτους και να ερευνηθεί περαιτέρω από ουσιαστική άποψη ως προς το παραδεκτό και την βασιμότητα των λόγων της, ( άρθρα 532 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ. ), με την ίδια τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλούμενη απόφαση.
Β) Από την από 15.10.2009 παραγγελία του πληρεξούσιου δικηγόρου των 1ου ,( ......... ............................ για τον εαυτό του), έως και 6ης, ............. .................), των εφεσιβλήτων, προς επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως στην εκκαλούσα, με την δεύτερη υπό κρίση έφεση, ........... Τράπεζα, και από τη σημείωση του εντεταλμένου για την επίδοση αυτή Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Λάμπρου Σταθονίκου, περί επιδόσεως της αποφάσεως αυτής προς την εκκαλούσα στις 2-11-2009, οι οποίες αναγράφονται στο προσκομιζόμενο και επικαλούμενο αντίγραφο της προσβαλλόμενης αποφάσεως, σε συνδυασμό με την ημερομηνία καταθέσεως της εν λόγω εφέσεως στην γραμματεία του εκδόντος την απόφαση αυτή δικαστηρίου, (1-12-2009), συνάγεται ότι η έφεση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα μέσα στη γνήσια 30ήμερη προθεσμία, που προβλέπεται από το άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ., ως προς τους ανωτέρω εφεσιβλήτους. Επίσης, από την από 15.10.2009 παραγγελία του πληρεξουσίου δικηγόρου του 7ου εφεσιβλήτου, (.......... ...........), προς επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως στην ίδια εκκαλούσα ........ Τράπεζα και από την σημείωση του εντεταλμένου για την επίδοση αυτή Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Νίκου Τσαλουχίδη, περί επιδόσεως της αποφάσεως αυτής προς την εκκαλούσα στις 12-11- 2009, οι οποίες αναγράφονται στο προσκομιζόμενο και επικαλούμενο αντίγραφο της προσβαλλόμενης αποφάσεως, σε συνδυασμό με την ημερομηνία καταθέσεως της υπόψη εφέσεως στην γραμματεία του εκδόντος την απόφαση αυτή δικαστηρίου, (την 1-12-2009), συνάγεται ότι η έφεση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα μέσα στην ανωτέρω γνήσια 30ήμερη προθεσμία και ως προς τον 7ο εφεσίβλητο. Σημειώνεται, ότι τα αντιθέτως ισχυριζόμενα από τον εν λόγω εφεσίβλητο, ότι, δηλαδή, η κρινόμενη 2η έφεση έχει ασκηθεί δήθεν εκπρόθεσμα ως προς αυτόν, με βάση την υπ’ αριθ. 6746Ζ, από 12-10-2009, έκθεση επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως προς την ήδη εκκαλούσα του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Νίκου Τσαλουχίδη, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, διότι, εφόσον η ως άνω παραγγελία προς τον αρμόδιο Δικαστικό Επιμελητή για την επίδοση της εκκαλουμένης στην εκκαλούσα έχει ημερομηνία 15-10-2009 και δεν προκύπτει άλλη προηγούμενη αυτής παραγγελία και ενόψει του ότι η σημείωση του επιδόντος Δικαστικού Επιμελητή επί του σώματος του προσκομιζομένου αντιγράφου της εκκαλουμένης, που πράγματι επιδόθηκε στην εκκαλούσα, περί εκτελέσεως της παραγγελθείσας επιδόσεως, φέρει ημερομηνία 12-11-2009, είναι προφανές ότι η ημερομηνία 12-10-2009 στην ανωτέρω έκθεση επιδόσεως είναι εσφαλμένη και έχει τεθεί από παραδρομή του συντάκτη αυτής Δικαστικού Επιμελητή αντί της ορθής 12-11-2009. Τέλος, από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα έγγραφα δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως στην εκκαλούσα Τράπεζα, με επιμέλεια του 8ου εφεσίβλητου ......... ..............., ώστε ν’ αρχίσει έναντι αυτού η διαδρομή της γνήσιας 30ήμερης προθεσμίας για την άσκηση της υπόψη εφέσεως εκ του άρθρου 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ. Η έφεση, όμως, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και ως προς αυτόν, με κατάθεση στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλούμενη απόφαση πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 1-12-2009, δηλαδή, προ πάσης επιδόσεως, εντός της κατά το άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ. καταχρηστικής 3ετούς προθεσμίας από την δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που έλαβε χώρα την 11-9-2009. Επομένως, εφόσον η κρινόμενη δεύτερη έφεση έχει ασκηθεί και γενικά νομότυπα κατά τις διατάξεις των άρθρων 495 επ. και 511 επ. του ΚΠολΔ., πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή ως προς όλους τους εφεσιβλήτους και να ερευνηθεί περαιτέρω από ουσιαστική άποψη ως προς το παραδεκτό και την βασιμότητα των λόγων της, (άρθρα 532 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ.), με την ίδια τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλούμενη απόφαση.
Γ) Από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα έγγραφα δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως στην εκκαλούσα της τρίτης εφέσεως ........ .............. Τράπεζα», με επιμέλεια των 1ης έως και 5ης των εφεσιβλήτων, ώστε ν’ αρχίσει έναντι αυτής η διαδρομή της γνήσιας 30ήμερης προθεσμίας για την άσκηση της προκείμενης εφέσεως εκ του άρθρου 518 παρ.1 του ΚΠολΔ. Η έφεση όμως έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα ως προς την εν λόγω εκκαλούσα έναντι όλων των εφεσιβλήτων, λόγω καταθέσεως αυτής στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλούμενη απόφαση πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 3-12-2009, δηλαδή, προ πάσης επιδόσεως, εντός της κατά το άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ. καταχρηστικής 3ετούς προθεσμίας από την δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που έλαβε χώρα την 11-9-2009. Επομένως, εφόσον η κρινόμενη τρίτη έφεση έχει ασκηθεί και γενικά νομότυπα κατά τις διατάξεις των άρθρων 495 επ. και 511 επ. του ΚΠολΔ., πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή ως προς όλους τους εφεσιβλήτους και να ερευνηθεί περαιτέρω από ουσιαστική άποψη ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της, ( άρθρα 532 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ.), με την ίδια τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλούμενη απόφαση.
Δ) Από την από 15.10.2009 παραγγελία του πληρεξούσιου δικηγόρου των 1ου, (........ .................. για τον εαυτό του), έως και 6ης, (.................. .................), των εφεσιβλήτων, προς επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως στην εκκαλούσα, με την τέταρτη υπό κρίση έφεση, Τράπεζα ....... ................ - ............., και από τη σημείωση του εντεταλμένου για την επίδοση αυτή Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Λάμπρου Σταθονίκου, περί επιδόσεως της αποφάσεως αυτής προς την εκκαλούσα στις 30-10-2009, οι οποίες αναγράφονται στο προσκομιζόμενο και επικαλούμενο αντίγραφο της προσβαλλόμενης αποφάσεως, σε συνδυασμό με την ημερομηνία καταθέσεως της εν λόγω εφέσεως στη γραμματεία του εκδόντος την απόφαση αυτή δικαστηρίου, (16-11-2009), συνάγεται ότι η έφεση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα μέσα στη γνήσια 30ήμερη προθεσμία, που προβλέπεται από το άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ., ως προς τους ανωτέρω εφεσιβλήτους. Επίσης, από την από 15.10.2009 παραγγελία του πληρεξούσιου δικηγόρου του 7ου εφεσιβλήτου, ( ........ ...................), προς επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως στην ίδια εκκαλούσα Τράπεζα και από τη σημείωση του εντεταλμένου για την επίδοση αυτή Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Νίκου Τσαλουχίδη, περί επιδόσεως της αποφάσεως αυτής προς την εκκαλούσα στις 16-10-2009, οι οποίες αναγράφονται στο προσκομιζόμενο και επικαλούμενο αντίγραφο της προσβαλλόμενης αποφάσεως, σε συνδυασμό με την ημερομηνία καταθέσεως της υπόψη εφέσεως στην γραμματεία του εκδόντος την απόφαση αυτή δικαστηρίου, (στις 16-11- 2009 ), συνάγεται ότι η έφεση αυτή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα μέσα στην ανωτέρω γνήσια 30ήμερη προθεσμία και ως προς τον 7ο εφεσίβλητο. Επομένως, εφόσον η κρινόμενη τέταρτη έφεση έχει ασκηθεί και γενικά νομότυπα κατά τις διατάξεις των άρθρων 495 επ. και 511 επ. του ΚΠολΔ., πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή ως προς όλους τους εφεσιβλήτους και να ερευνηθεί περαιτέρω από ουσιαστική άποψη ως προς το παραδεκτό και την βασιμότητα των λόγων της, (άρθρα 532 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ.), με την ίδια τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλούμενη απόφαση. Α) Με την από 4-2-2008 πρώτη ένδικη ανακοπή το εκκαλούν - ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο ισχυρίσθηκε, (1) ότι, κατόπιν αναγκαστικής κατασχέσεως, που επέβαλε σε ακίνητο της οφειλέτιδας καθ’ ης η εκτέλεση ανώνυμης εμπορικής εταιρείας με την επωνυμία «................. ....................» η επισπεύδουσα πρώτη καθ’ ης η ανακοπή, (ήδη πρώτη εφεσίβλητη στην έφεση του εδώ ανακόπτοντος Δημοσίου), ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «............... ΤΡΑΠΕΖΑ της ............... .........................................», ορίσθηκε ως ημερομηνία πρώτου πλειστηριασμού αυτού η 31-1-2007 και μετά από αναβολές η 20-6-2007, οπότε και εκπλειστηριάσθηκε το ακίνητο αυτό, όπως ειδικότερα προσδιορίζεται στην ίδια ανακοπή, (2) ότι το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν αναγγέλθηκε στον αρμόδιο για τη διανομή του επιτευχθέντος πλειστηριάσματος υπάλληλο του πλειστηριασμού Συμβ/φο Αθηνών Βασίλειο Σοφιανόπουλο, δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ........ ................, για συνολική απαίτηση 489.890,42 ευρώ, αποτελούμενη από βεβαιωμένους φόρους, διαφόρων ειδών, με τις προσαυξήσεις τους μέχρι την ημερομηνία του πλειστηριασμού, (3) ότι ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος συνέταξε για τη διανομή του πλειστηριάσματος τον προσβαλλόμενο με την ίδια ανακοπή πίνακα κατατάξεως υπ’ αριθ. 25.625/2007, με τον οποίο, αφού προαφαίρεσε τα τέλη και δικαιώματα του ιδίου και τα υπέρ της επισπεύδουσας έξοδα εκτελέσεως, προέβη σε κατάταξη, αα) προνομιακή και τυχαία των καθ’ ων η ανακοπή - εφεσιβλήτων ............ ................. έως και ............ ................. και ββ) προνομιακή και οριστική των καθ’ ων η ανακοπή - εφεσιβλήτων .......... .........., ........... ............... και ............. ...................., ως εχόντων απαιτήσεις που εμπίπτουν στην γ΄ τάξη των προνομίων, δηλαδή προερχομένων είτε από αμοιβή δικηγορικών υπηρεσιών, όσον αφορά τον τελευταίο, είτε από σχέση εξαρτημένης εργασίας, όσον αφορά όλους τους λοιπούς, (4) ότι στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος, (154.449,29 ευρώ ), κατατάχθηκαν το ανακόπτον - εκκαλούν Δημόσιο, προνομιακά και οριστικά, στο 1/3 αυτού, ( 51.483,10 ευρώ ), λόγω υπαγωγής της αναγγελθείσας απαιτήσεώς του στην ε΄ τάξη των προνομίων του άρθρου 975 ΚΠολΔ. και η επισπεύδουσα, πρώτη καθ’ ης η ανακοπή και εφεσίβλητη, «................ ΤΡΑΠΕΖΑ ...........», προνομιακά και τυχαία, ως εμπραγμάτως ασφαλισμένη δανείστρια, στα υπόλοιπα 2/3, ( 102.966,19 ευρώ ), (5) ότι η ανωτέρω κατάταξη τυγχάνει νόμω και ουσία αβάσιμη για τους ακόλουθους λόγους: α) για μη νόμιμη προαφαίρεση κονδυλίου 2.992 ευρώ για την δαπάνη έκδοσης αντιγράφων του προσβαλλόμενου πίνακα, β) διότι οι απαιτήσεις των ...... ........................................., ............ .................., .......... ..........., ........... .............. και .............. ........................, είναι εν όλω ανύπαρκτες, άλλως, και αν θεωρηθούν υπαρκτές, δεν ανέρχονται στα αναγγελθέντα ποσά και δεν προέρχονται από σχέσεις που απολαμβάνουν προνόμιο, γ) διότι, άλλως, οι απαιτήσεις των ιδίων δεν απολαμβάνουν προνόμιο, ενόψει του ότι προέκυψαν όχι μέσα στην προηγούμενη της ημερομηνίας ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού διετία, αλλά μετά την ημερομηνία αυτή, (31-1-2007) και μέχρι την ημερομηνία πραγματικής διεξαγωγής του πλειστηριασμού, (20-6-2007), δ) διότι οι καταταχθείσες απαιτήσεις των .................. .................. και ................. ..................... περιέχουν παρεπόμενες απαιτήσεις τόκων, οι οποίοι γεννήθηκαν μετά την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού και μέχρι την ημερομηνία πραγματικής διεξαγωγής του, (ήτοι από 31-1-2007 έως 20-6-2007), έτσι ώστε δεν απολαμβάνουν προνομίου κατά τα αντίστοιχα ποσά τόκων, ε) διότι οι απαιτήσεις και των λοιπών καθ’ ων η ανακοπή - εφεσιβλήτων, από τον ................. ................... μέχρι και τον ............. ............., δεν απολαμβάνουν προνόμιο, ενόψει του ότι προέκυψαν όχι μέσα στην προηγούμενη της ημερομηνίας ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού διετία, αλλά μετά την ημερομηνία αυτή, (31-1-2007) και μέχρι την ημερομηνία πραγματικής διεξαγωγής του πλειστηριασμού, (20-6-2007), στ) διότι η απαίτηση του .................... ............, (72.800 ευρώ), έπρεπε να καταταγεί τυχαία και όχι οριστικά, καθόσον δεν έχει τελεσιδικήσει και θα έπρεπε στο αντίστοιχο ποσό να καταταγεί επικουρικά το ανακόπτον - εκκαλούν Δημόσιο και ζ) διότι στο ποσό των 2/3 του πλειστηριάσματος, στο οποίο κατατάχθηκε προνομιακά και τυχαία η πρώτη καθ’ ης η ανακοπή - εφεσίβλητη «............... ΤΡΑΠΕΖΑ» έπρεπε να καταταγεί επικουρικά το Δημόσιο. Με τα περιστατικά αυτά το ανακόπτον ζήτησε να μεταρρυθμισθεί ανάλογα ο προσβαλλόμενος πίνακας, με την αποβολή των καθ’ ων και την κατάταξη του ιδίου στην θέση τους, άλλως με την επικουρική κατάταξή του.
Β) Με την από 24-1-2008 δεύτερη ένδικη ανακοπή η εκκαλούσα - ανακόπτουσα «........... ΤΡΑΠΕΖΑ ......... ..........» ισχυρίσθηκε, (1) ότι, στον διενεργηθέντα, σύμφωνα με όσα αναφέρονται και στην προηγούμενη ανακοπή, πλειστηριασμό της 20-6-2007, αναγγέλθηκε και η ανακόπτουσα - εκκαλούσα ............ΤΡΑΠΕΖΑ για απαίτησή της κατά της οφειλέτιδας καθ’ ης η εκτέλεση, συνολικού ύψους 4.850.305,20 ευρώ, προερχομένη από κατάλοιπο πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό, τόκους υπερημερίας μέχρι την ημερομηνία του πλειστηριασμού και δικαστικά έξοδα επιδικάσεως αυτής με διαταγή πληρωμής, (2) ότι η απαίτηση αυτή επιδικάσθηκε με την υπ’ αριθ. 3020/2006 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μον/λούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία έγινε τελεσίδικη, παράγουσα δεδικασμένο, μετά από δύο επιδόσεις της, στις 12-4-2006 και 2-10-2006, μετά τις οποίες δεν ασκήθηκε εμπρόθεσμα ανακοπή από την οφειλέτιδα κατά της διαταγής αυτής, (3) ότι η εν λόγω απαίτηση ήταν εξασφαλισμένη με πρώτη προσημείωση υποθήκης, η οποία, μετά την τελεσίδικη επιδίκασή της με την προαναφερθείσα διαταγή πληρωμής, τράπηκε νόμιμα σε υποθήκη, (4) ότι η ανακόπτουσα - εκκαλούσα αναγγέλθηκε επιπλέον και για ποσό 8.878,91 ευρώ, που αποτελούσε τα έξοδα εκτελέσεως, στα οποία υποβλήθηκε, (5) ότι με τον προσβαλλόμενο πίνακα κατατάξεως υπ’ αριθ. 25.625/25-10-2007, που συνέταξε για τη διανομή του πλειστηριάσματος ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος Συμβ/φος Αθηνών Βασίλειος Σοφιανόπουλος, προαφαιρέθηκαν η αμοιβή του τελευταίου και τα ανάλογα τέλη, καθώς και τα έξοδα εκτελέσεως, ακολούθως δε, α) κατ’ αρχάς κατατάχθηκαν προνομιακά οι δανειστές από σχέση εξαρτημένης εργασίας, όπως αναφέρονται και στην προηγούμενη ανακοπή, καθώς και ο δικηγόρος ............ ........................ για την απαίτησή του από δικηγορική αμοιβή και β) το απομείναν υπόλοιπο, (154.449,29 ευρώ), διαιρέθηκε, κατά νόμο, σε 1/3 και 2/3 και στο μεν πρώτο κατατάχθηκε, εν όλω, το πρώτο ανακόπτον - εκκαλούν Δημόσιο, (51.483,10 ευρώ), προνομιακά και οριστικά, στα δε τελευταία κατατάχθηκε, εν όλω, η ανακόπτουσα - εκκαλούσα για μέρος της ανωτέρω απαιτήσεώς της, ήτοι για 102.966,19 ευρώ, προνομιακά και τυχαία, ως πρώτη εμπραγμάτως ασφαλισμένη δανείστρια, (6) ότι η ανωτέρω κατάταξη που έγινε με τον προσβαλλόμενο πίνακα είναι εσφαλμένη κατά νόμο και ουσιαστικά αβάσιμη για τους ακόλουθους ειδικότερα λόγους: α) διότι ο πρώτος των καθ’ ων η ανακοπή - εφεσιβλήτων δικηγόρος .............................. ..................... δεν υπέβαλε στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο ορισμένη αναγγελία και η αναγγελθείσα απαίτησή του, ύψους 72.800 ευρώ, είναι εν όλω ανύπαρκτη και αναπόδεικτη, καθόσον ουδέποτε παρέσχε υπηρεσίες στην οφειλέτιδα με πάγια αντιμισθία, επικουρικά δε αυτή στερείται προνομίου εν μέρει, καθόσον προέκυψε, κατά το ποσό των 15.600 ευρώ, εκτός του διαστήματος, που περιλαμβάνεται στη διετία πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού, (31-1-2007), δηλαδή γεννήθηκε σταδιακά επί έξι μήνες μετά την τελευταία ημερομηνία, β) διότι η δεύτερη καθ’ ης η ανακοπή - εφεσίβλητη ........... ....................., αν και φέρεται ως δανείστρια συνολικής απαιτήσεως 136.261,24 ευρώ, προερχόμενης από άκυρη καταγγελία συμβάσεως εργασίας, με την ιδιότητα της πωλήτριας χάρτου και αποτελούμενης από αποζημίωση καταγγελίας και μισθούς υπερημερίας καθώς και λοιπές συναφείς αποδοχές μέχρι 31-5-2007, είναι αδύνατον να προσλήφθηκε κατά την επικαλουμένη ημερομηνία της 30-6-2005 και να απολύθηκε στις 31-12-2005, εφόσον κατά το διάστημα αυτό η εμφανιζόμενη ως εργοδότρια οφειλέτιδα και καθ’ ης η εκτέλεση εταιρεία είχε μεγάλη οικονομική δυσπραγία και ουσιαστικά είχε διακόψει την λειτουργία της, έτσι ώστε η ως άνω αναγγελθείσα απαίτηση αποβαίνει ανύπαρκτη, ελλείψει πραγματικής σχέσης εργασίας, άλλως εικονική, εφόσον εικονική ήταν και η επικαλούμενη εργασιακή σχέση και, όλως επικουρικά, η υπόψη κατάταξη δεν είναι νόμιμη εν μέρει, καθόσον η αναγγελθείσα απαίτηση κατά το ποσό των 32.533,18 ευρώ γεννήθηκε μετά την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού και δεν εμπίπτει στην διετία πριν από την ημερομηνία αυτή (31-1-2007), γ) διότι, όσον αφορά τον τρίτο καθ’ ου η ανακοπή - εφεσίβλητο ........... ............, αναγγελθέντα και καταταχθέντα για ποσό 28.062,80 ευρώ, προερχόμενο από εργατικές απαιτήσεις, αυτές είναι αναπόδεικτες, πράγματι δε εν όλω ανύπαρκτες, ελλείψει πραγματικής εργασιακής σχέσης, άλλως και όλως επικουρικά, αα) μέρος των αποτελούντων αυτές μισθών υπερημερίας, ύψους 3.884,75 ευρώ, στερείται προνομίου, καθόσον γεννήθηκε μετά τη χρονική περίοδο, που οριοθετείται από την ημερομηνία του ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού μέχρι και δύο έτη πριν από αυτήν, (από 31-1-2007 έως αναδρομικά την 31-1-2005 ), ήτοι προέκυψε από την αρχικά ορισθείσα ημερομηνία πλειστηριασμού μέχρι εκείνη, κατά την οποία αυτός πράγματι διενεργήθηκε, (1-2-2007 έως 20-6-2007) και ββ) έτερο μέρος των ίδιων απαιτήσεων, που αφορά νόμιμες και παράνομες υπερωρίες, ύψους 6.422,86 ευρώ, στερείται επίσης προνομίου, καθόσον γεννήθηκε πριν από την ανωτέρω διετία, δηλαδή πριν από την 31-1-2005, δ) διότι, όσον αφορά τον τέταρτο καθ’ ου η ανακοπή - εφεσίβλητο .................. ........................, αναγγελθέντα και καταταχθέντα για ποσό 12.758,03 ευρώ, προερχόμενο από εργατικές απαιτήσεις, (υπερωρίες), αυτές είναι αναπόδεικτες, πράγματι δε εν όλω ανύπαρκτες, ελλείψει πραγματικής εργασιακής σχέσης, άλλως και όλως επικουρικά, μέρος των υπόψη υπερωριών, ύψους 5.341,35 ευρώ, στερείται προνομίου, καθόσον γεννήθηκε πριν από την ανωτέρω διετία, δηλαδή πριν από την 31-1-2005, ε) διότι, όσον αφορά τον πέμπτο καθ’ ου η ανακοπή - εφεσίβλητο ............ .............., αναγγελθέντα και καταταχθέντα για ποσό 9.466,87 ευρώ, προερχόμενο από εργατικές απαιτήσεις, (υπερωρίες), αυτές είναι αναπόδεικτες, πράγματι δε εν όλω ανύπαρκτες, ελλείψει πραγματικής εργασιακής σχέσης, άλλως και όλως επικουρικά, μέρος των υπόψη υπερωριών, ύψους 2.002 ευρώ, στερείται προνομίου, καθόσον γεννήθηκε πριν από την ανωτέρω διετία, δηλαδή πριν από την 31-1-2005, στ) διότι, όσον αφορά την έκτη καθ’ ης η ανακοπή - εφεσίβλητη ............. ................, αναγγελθείσα και καταταχθείσα για ποσό 177.667,68 ευρώ, προερχόμενο από εργατικές απαιτήσεις, αυτές είναι πράγματι εν όλω ανύπαρκτες, ελλείψει πραγματικής εργασιακής σχέσης, άλλως και όλως επικουρικά, αα) η καταγγελία της εργασιακής της σχέσης στις 15-7-2005 δεν ήταν πράγματι άκυρη, συνεπεία του ότι αυτή βρισκόταν τότε σε κατάσταση εγκυμοσύνης, αφού η διοίκηση της εργοδότριάς της εταιρείας, (καθ’ ης η εκτέλεση), αγνοούσε, κατά τον ανωτέρω χρόνο της απολύσεώς της, την κατάστασή της αυτή, με αποτέλεσμα να μην οφείλονται έκτοτε και μέχρι την 15-12-2006, ήτοι επί 17 μήνες, μισθοί υπερημερίας, συνολικού ύψους 99.285,90 ευρώ, ποσό για το οποίο, μεταξύ άλλων, εσφαλμένα κατατάχθηκε και ββ) η φερόμενη ως συμφωνηθείσα, λόγω της θέσης της ως εμπορικής διευθύντριας, πρόσθετη αμοιβή της σε ποσοστό 1% επί των καθαρών πωλήσεων, που υπολογίσθηκε ως οφειλόμενη κατά το διάστημα υπερημερίας της εργοδότριας για την αποδοχή της εργασίας της, μετά την άκυρη απόλυσή της, επί 17,5 μήνες, με βάση το ύψος των καθαρών πωλήσεων στις 30-6-2005, ανελθούσα, έτσι, στο συνολικό ποσό των 43.750 ευρώ, είναι αναληθής, λόγω του ότι ήδη από την ως άνω ημερομηνία της 30-6-2005 η εργοδότρια εταιρεία είχε αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα με βάση τους αντίστοιχους δημοσιευμένους ισολογισμούς της, ζ) διότι, όσον αφορά τον έβδομο καθ’ ου η ανακοπή - εφεσίβλητο ............. ..........., αναγγελθέντα και καταταχθέντα για συνολικό ποσό 21.606,55 ευρώ, (εκ των οποίων για 16.606,55 ευρώ τυχαία και για 5.000 ευρώ οριστικά), προερχόμενο από εργατικές απαιτήσεις, αυτές είναι αναπόδεικτες, πράγματι δε εν όλω ανύπαρκτες, ελλείψει πραγματικής εργασιακής σχέσης, άλλως και όλως επικουρικά, στερούνται προνομίου, καθόσον γεννήθηκαν πριν από την ανωτέρω διετία, δηλαδή πριν από την 31-1-2005, η) διότι, όσον αφορά τον όγδοο καθ’ ου η ανακοπή - εφεσίβλητο ............... .................., αναγγελθέντα και καταταχθέντα οριστικά για συνολικό ποσό 20.596,19 ευρώ, προερχόμενο δήθεν από εργατικές απαιτήσεις, αυτές είναι αναπόδεικτες, πράγματι δε εν όλω ανύπαρκτες, ελλείψει πραγματικής εργασιακής σχέσης, άλλως και όλως επικουρικά, στερούνται προνομίου, καθόσον δεν προέρχονται πράγματι από εργασιακή σχέση, αλλά από ισόποση τραπεζική επιταγή. Με τα ανωτέρω περιστατικά η ανακόπτουσα - εκκαλούσα τράπεζα ζήτησε να μεταρρυθμισθεί ανάλογα ο προσβαλλόμενος πίνακας, με την ολική, άλλως μερική, αποβολή των καθ’ ων και την κατάταξη αντίστοιχα της ιδίας στην θέση τους.
Γ) Με την από 22-1-2008 τρίτη ένδικη ανακοπή η εκκαλούσα - ανακόπτουσα «............ ............... ΤΡΑΠΕΖΑ ........» ισχυρίσθηκε, (1) ότι στον προαναφερθέντα πλειστηριασμό αναγγέλθηκε και η ίδια, με την από 3-7-2007 αναγγελία της, για απαίτησή της, ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των 1.508.374,41 ευρώ, η οποία προέρχεται από κατάλοιπο πιστώσεως με αλληλόχρεο λογαριασμό, που έκλεισε και η οποία επιδικάσθηκε με την υπ’ αριθ. 774/2005 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μον/λούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και ήταν εξασφαλισμένη με προσημείωση υποθήκης που ενεγράφη στις 30-8-2005 μέχρι του ποσού των 300.000 ευρώ, (2) ότι οι καθ’ ων η ανακοπή, (............ ......., ............. ................., ............ .............., ........... ................. και............ .................), κατατάχθηκαν στον προσβαλλόμενο πίνακα για τις αναγγελθείσες απαιτήσεις τους, όπως αυτές εκτίθενται και στις προηγούμενες ανακοπές, (3) ότι η κατάταξη των καθ’ ων είναι νομικά και ουσιαστικά εσφαλμένη για τους ακόλουθους γενικούς και ειδικούς λόγους: α) διότι οι αναγγελίες των καθ’ ων η ανακοπή ήταν αόριστες και δεν συνοδεύονταν από όλα τα αποδεικτικά των απαιτήσεών τους έγγραφα, β) διότι οι απαιτήσεις αυτών είναι αναπόδεικτες, πράγματι δε εν όλω ανύπαρκτες, ελλείψει πραγματικής εργασιακής σχέσης, που να τους συνέδεε με την καθ’ ης η εκτέλεση εταιρεία, άλλως είναι εικονικές εν μέρει και ειδικότερα οι αποδιδόμενες στην πρώτη και την πέμπτη των καθ’ ων, γ) διότι οι εν λόγω απαιτήσεις, και αν υποτεθούν εξ ολοκλήρου αληθείς, στερούνται εν μέρει του νόμιμου προνομίου για να καταταγούν προνομιακά ή είναι εν μέρει αναληθείς ως εξής: αα) όσον αφορά την πρώτη καθ’ ης, τα ποσά των 18.000 ευρώ για μισθούς υπερημερίας μετά την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού, ( 31-1-2007), των 585,94 ευρώ, για Δώρο Χριστουγέννων 2007, των 2.343,74 ευρώ, για Δώρο Πάσχα 2007, των 2.250 ευρώ, για επίδομα αδείας 2007 και των 4.500 ευρώ, για αποδοχές αδείας 2007, έχουν προκύψει μετά την προηγούμενη της ημερομηνίας ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού διετία, ενώ το ποσό των 15.750 ευρώ, που αφορά αποζημίωση της εν λόγω δανείστριας εργαζομένης από προηγούμενη της επίδικης απόλυσή της, βαρύνει, κατ’ αρχάς, την τρίτη εταιρεία «..................... .................... .............................», που προέβη στην απόλυση, τυχόν δε σωρευτική αναδοχή της υποχρεώσεως αυτής από την καθ’ ης η εκτέλεση αφαιρεί το χαρακτήρα της απαιτήσεως ως εργατικής κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 975 περ. 3 του ΚΠολΔ., (κατ’ εκτίμηση στο σημείο αυτό των εκτιθεμένων), - ββ) όσον αφορά τον δεύτερο καθ’ ου, το ποσό των 3.884,75 ευρώ αντιστοιχεί σε μισθούς υπερημερίας μετά την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού και μέχρι την πραγματική διενέργεια αυτού, ενώ ποσό 5.554,02 ευρώ, από το συνολικό κονδύλιο των υπερωριών ( 6.952,21 ευρώ ), προέκυψε κατά το διάστημα από 1-3-2003 έως 31-1-2005, δηλαδή πριν από την προηγούμενη της ημερομηνίας του πρώτου πλειστηριασμού, (31-1-2007) διετία, -γγ) όσον αφορά τον τρίτο καθ’ ου, ποσό 5.341,35 ευρώ από το συνολικό κονδύλιο των υπερωριών, (6.613,10 ευρώ), προέκυψε κατά το διάστημα από 1-5-2003 έως 31-1- 2005, δηλαδή πριν από την προηγούμενη της ημερομηνίας του πρώτου πλειστηριασμού, (31-1- 2007) διετία, -δδ) όσον αφορά τον τέταρτο καθ’ ου, ποσό 2.002 ευρώ από το συνολικό κονδύλιο των υπερωριών, ( 2.912 ευρώ ), προέκυψε κατά το διάστημα από 1-3-2004 έως 31-1-2005, δηλαδή πριν από την προηγούμενη της ημερομηνίας του πρώτου πλειστηριασμού, (31-1-2007) διετία, -εε) όσον αφορά την πέμπτη καθ’ ης η ανακοπή, η απαίτησή της, και αν ακόμη υποτεθεί αληθής στο σύνολό της, είναι προφανώς αναληθής ως προς το μερικότερο κονδύλιο των 43.750 ευρώ, που αντιστοιχεί στην πρόσθετη αμοιβή της σε ποσοστό 1% επί των καθαρών πωλήσεων, που υπολογίσθηκε ως οφειλόμενη κατά το διάστημα υπερημερίας της εργοδότριας για την αποδοχή της εργασίας της, μετά την άκυρη απόλυσή της, επί 17,5 μήνες, με βάση το ύψος των καθαρών πωλήσεων στις 30-6-2005, λόγω του ότι ήδη από την ως άνω ημερομηνία της 30-6- 2005 η εργοδότρια εταιρεία είχε αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα με βάση τους αντίστοιχους δημοσιευμένους ισολογισμούς της και αιτήσεις δανειστών της για να τεθεί στην ειδική εκκαθάριση του άρθρου 46 του ν. 1892/1990. Με τα ανωτέρω περιστατικά, η τρίτη ανακόπτουσα ζήτησε να μεταρρυθμισθεί ο προσβαλλόμενος πίνακας, ώστε να αποβληθούν οι καθ’ ων η ανακοπή, εν όλω ή εν μέρει, κατά τα αντίστοιχα για τον καθένα τους ποσά, ήτοι συνολικά κατά 206.827,64, άλλως 203.247,70, ευρώ και να καταταχθεί η ίδια στη θέση τους κατά τα ποσά αυτά.
Δ) Με την από 22-1-2008 τέταρτη ένδικη ανακοπή η εκκαλούσα - ανακόπτουσα «ΤΡΑΠΕΖΑ ......... ........................... ........... .................» ισχυρίσθηκε, (1) ότι στον προαναφερθέντα πλειστηριασμό αναγγέλθηκε και η ίδια, με την από 26-6-2007 αναγγελία της, για απαίτησή της ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των 2.032.392,88 ευρώ, η οποία προέρχεται από κατάλοιπα συμβάσεων πιστώσεων με αλληλόχρεο λογαριασμό, που έκλεισαν, πλέον τόκων και εξόδων επιδικάσεως, ως εξής: α) σύμβαση με αριθμό 213/19.3.2001, μερικό κατάλοιπο εξ αυτής, πλέον τόκων και εξόδων, 892.303,30 ευρώ, επιδικασθέν με την 6311/05 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μον/λούς Πρωτοδικείου Αθηνών, β) ίδια σύμβαση, έτερο μερικό κατάλοιπο 144.688,72 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων 5.465 ευρώ, επιδικασθέν με την 11041/05 διαταγή πληρωμής του ίδιου Δικαστή, με εξασφάλιση των απαιτήσεων από τη σύμβαση αυτή με προσημείωση υποθήκης μέχρι του ποσού των 200.000 ευρώ δυνάμει της αποφάσεως υπ’ αριθ. 7261/2005 του Μον/λούς Πρωτοδικείου Αθηνών, γ) σύμβαση με αριθμό 7/5.5.1995, με πιστώτρια τράπεζα την «................. ...... ............... ......», την οποία διαδέχθηκε δια συγχωνεύσεως η ανακόπτουσα, με κατάλοιπο 1.473.738,16 ευρώ, δ) σύμβαση με αριθμό 906/21-5-1997, με πιστώτρια την «ΤΡΑΠΕΖΑ............. ...... .........», την οποία διαδέχθηκε δια συγχωνεύσεως η ανακόπτουσα, με κατάλοιπο 1.644.640,92 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων 56.702 ευρώ, επιδικασθέν με την υπ’ αριθ. 6310/05 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του ανωτέρω Δικαστηρίου και με εξασφάλιση των απαιτήσεων από τις δύο τελευταίες συμβάσεις με προσημείωση υποθήκης, (2) ότι στον προσβαλλόμενο πίνακα οι καθ’ ων η ανακοπή κατατάχθηκαν, όπως εκτίθεται και στις προηγούμενες ανακοπές και (3) ότι οι κατατάξεις αυτές είναι νόμω και ουσία εσφαλμένες για τους ακόλουθους ειδικότερα λόγους: α΄) Όσον αφορά τον πρώτο των καθ’ ων δικηγόρο, λόγω αοριστίας της αναγγελίας του και διότι η απαίτησή του είναι εν όλω ανύπαρκτη, (72.800 ευρώ), ελλείψει υποκείμενης πραγματικής σχέσης παροχής νομικών υπηρεσιών με πάγια αντιμισθία, άλλως εικονική, άλλως διότι εν μέρει στερείται προνομίου, καθόσον, κατά το ποσό των 15.600 ευρώ, η απαίτησή του γεννήθηκε μετά την προηγούμενη της ημερομηνίας ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού, (31-12-2006), διετία, ήτοι από 1-1-2007 μέχρι την πραγματική διενέργεια του πλειστηριασμού αυτού, (20-6-2007 ), β΄) Όσον αφορά την δεύτερη καθ’ ης η ανακοπή, διότι η καταταγείσα συνολική απαίτησή της είναι ανύπαρκτη, (136.261,24 ευρώ), ελλείψει υποκείμενης πραγματικής εργασιακής σχέσης, (η εν λόγω καθ’ ης η ανακοπή πράγματι μεταπήδησε από την εταιρεία «.............. ................. .............» στην «............ ................ ...................» και όχι στην καθ’ ης η εκτέλεση, όλες ιδίων συμφερόντων με την τελευταία ), άλλως εξαιτίας εικονικότητας της όποιας τέτοιας σχέσης εμφανίζεται δήθεν να υπάρχει, αφού, λόγω οικονομικής δυσπραγίας της φερόμενης ως εργοδότριας - καθ’ ης η εκτέλεση κατά τον επικαλούμενο ως χρόνο προσλήψεως, ήταν λογικά αδύνατο να προσληφθεί η ανωτέρω εργαζομένη και μάλιστα με τον υπέρογκο μηνιαίο μισθό των 4.500 ευρώ ως απλή πωλήτρια. Επικουρικά δε η απαίτηση της τελευταίας στερείται εν μέρει προνομίου, λόγω γεννήσεως μέρους των επίδικων απαιτήσεών της, πριν ή μετά τη διετία που προηγείται της ημερομηνίας ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού, ήτοι, (αα) ποσό 22.500 ευρώ, για μισθούς υπερημερίας, προέκυψε μετά την 1-1-2007, (ββ) ποσό 9.679,68 ευρώ, για Δώρα και Επίδομα Αδείας και Άδεια του έτους 2007, προέκυψε μετά την 1-1-2007, (γγ) ποσό 7.171,50 ευρώ, για διάφορες αποδοχές έτους 2005, προέκυψε πριν από την 31-12-2005 και (δδ) από το ποσό των 15.750 ευρώ της αποζημίωσης απολύσεως, τα 10.500 ευρώ οφείλονται όχι από την καθ’ ης η εκτέλεση, αλλά από την τρίτη εταιρεία «................. ............................» για προηγούμενη απόλυση της ίδιας εργαζόμενης από την εταιρεία αυτή. γ΄) Όσον αφορά τον τρίτο καθ’ ου η ανακοπή, οι καταταχθείσες απαιτήσεις του, ( 28.062,80 ευρώ), είναι αναπόδεικτες και ανύπαρκτες, ελλείψει υποκείμενης πραγματικής εργασιακής σχέσης. Επικουρικά δε η καταταχθείσα απαίτηση του εν λόγω καθ’ ου στερείται εν μέρει προνομίου, ήτοι συνολικά για 10.813,45 ευρώ, καθόσον, κατά μεν το ποσό των 4.661,70 ευρώ, που αφορά μισθούς υπερημερίας, προέκυψε μετά την 1-1-2007, δηλαδή μετά την διετία, που προηγείται της ημερομηνίας ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού, ( πρώτος πλειστηριασμός στις 31-12-2006 και άρα η διετία εκτείνεται από 31-12-2004 έως 31-11-2006 ), και μέχρι την πραγματική διενέργειά του στις 20-6-2007, ενώ κατά το ποσό των 6.151,75 ευρώ, που αφορά υπερωρίες, γεννήθηκε πριν από την ανωτέρω διετία, δηλαδή κατά το διάστημα από 1-3-2003 μέχρι 31-12-2004. δ΄) Όσον αφορά τον τέταρτο καθ’ ου η ανακοπή, οι καταταχθείσες απαιτήσεις του, (12.758,03 ευρώ), είναι αναπόδεικτες και ανύπαρκτες, ελλείψει υποκείμενης πραγματικής εργασιακής σχέσης. Επικουρικά δε η καταταχθείσα απαίτηση του εν λόγω καθ’ ου στερείται εν μέρει προνομίου, ήτοι συνολικά για 5.087 ευρώ, που αφορούν νόμιμες, (3.270 ευρώ) και παράνομες, (1.817 ευρώ ), υπερωρίες, καθόσον αυτές προέκυψαν πριν από την ως άνω διετία, δηλαδή προέκυψαν από 1-5-2003 μέχρι 31-12-2004.- ε΄) Όσον αφορά τον πέμπτο καθ’ ου η ανακοπή οι καταταχθείσες απαιτήσεις του, (9.446,87 ευρώ), είναι αναπόδεικτες και εν όλω ανύπαρκτες, ελλείψει υποκείμενης πραγματικής εργασιακής σχέσης. Επικουρικά δε η καταταχθείσα απαίτηση του εν λόγω καθ’ ου στερείται εν μέρει προνομίου, ήτοι συνολικά για 1.820 ευρώ, που αφορούν νόμιμες, (1.170 ευρώ) και παράνομες, (650 ευρώ), υπερωρίες, καθόσον αυτές προέκυψαν πριν από την ως άνω διετία, δηλαδή προέκυψαν από 1-3-2004 μέχρι 31-12-2004.- στ΄) Όσον αφορά την έκτη καθ’ ης η ανακοπή οι καταταχθείσες απαιτήσεις της, (177.667,68 ευρώ ), είναι εν όλω ανύπαρκτες, ελλείψει υποκείμενης πραγματικής εργασιακής σχέσης. Επικουρικά δε είναι εν μέρει αβάσιμες και εν μέρει εικονικές, διότι : αα) η καταγγελία της εργασιακής της σχέσης στις 15-7-2005 δεν ήταν πράγματι άκυρη, συνεπεία του ότι αυτή βρισκόταν τότε σε κατάσταση εγκυμοσύνης, αφού η διοίκηση της εργοδότριάς της εταιρείας, (καθ’ ης η εκτέλεση), αγνοούσε κατά τον ανωτέρω χρόνο της απολύσεώς της την κατάστασή της αυτή, με αποτέλεσμα να μην οφείλονται έκτοτε και μέχρι την 15-12-2006, ήτοι επί 17 μήνες, μισθοί υπερημερίας, συνολικού ύψους 99.285,90 ευρώ, ποσό για το οποίο, μεταξύ άλλων, εσφαλμένα κατατάχθηκε και ββ) η φερόμενη ως συμφωνηθείσα, λόγω της θέσης της ως εμπορικής διευθύντριας, πρόσθετη αμοιβή της σε ποσοστό 1% επί των καθαρών πωλήσεων, που υπολογίσθηκε ως οφειλόμενη κατά το διάστημα υπερημερίας της εργοδότριας για την αποδοχή της εργασίας της, μετά την άκυρη απόλυσή της, επί 17,5 μήνες, με βάση το ύψος των καθαρών πωλήσεων στις 30-6-2005, (ήτοι 250.000 ευρώ τον μήνα ), ανελθούσα, έτσι, στο συνολικό ποσό των 43.750 ευρώ, είναι ψευδής, λόγω του ότι ήδη από την ως άνω ημερομηνία, της 30- 6- 2005, η εργοδότρια εταιρεία είχε αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα με βάση τους αντίστοιχους δημοσιευμένους ισολογισμούς της και δεν ήταν, συνεπώς, δυνατό να έχει πραγματοποιήσει πωλήσεις και μάλιστα τέτοιου ύψους. -ζ΄) Όσον αφορά τον έβδομο καθ’ ου η ανακοπή, η αναγγελία του είναι αόριστη, ενώ οι καταταχθείσες απαιτήσεις του, (21.606,55 ευρώ, εκ των οποίων 16.606,55 ευρώ προνομιακά και τυχαία και 5.000 ευρώ προνομιακά και οριστικά), είναι αναπόδεικτες και εν όλω ανύπαρκτες, ελλείψει υποκείμενης πραγματικής εργασιακής σχέσης. Επικουρικά δε αυτές στερούνται εν μέρει προνομίου κατά το ποσό που γεννήθηκε εκτός της προαναφερόμενης διετίας, ήτοι πριν από την 31-12-2004, ενώ το ποσό των 5.000 ευρώ, που κατατάχθηκε οριστικά, με την αιτιολογία ότι η απόφαση που το επιδίκασε το είχε κηρύξει προσωρινά εκτελεστό, θα πρέπει να καταταχθεί και αυτό τυχαία. Με τα ανωτέρω περιστατικά η τέταρτη ανακόπτουσα ζήτησε να μεταρρυθμισθεί ο προσβαλλόμενος πίνακας, ώστε να αποβληθούν οι καθ’ ων η ανακοπή εν όλω ή εν μέρει, κατά τα αντίστοιχα για τον καθένα τους ποσά και να καταταχθεί η ίδια στη θέση τους κατά τα ποσά αυτά.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε επί των ανωτέρω ανακοπών την υπ’ αριθ. 3883/09 οριστική απόφασή του, με την οποία, αφού συνεκδίκασε τις ανακοπές, αφενός μεν έκανε δεκτή εν μέρει την πρώτη από αυτές, (του Ελληνικού Δημοσίου), μόνο ως προς το προαφαιρεθέν κονδύλιο των 2.992 ευρώ, που δαπανήθηκε για την έκδοση αντιγράφων του προσβαλλόμενου πίνακα, αφετέρου δε απέρριψε, κατά τα λοιπά, την ίδια ανακοπή, καθώς και εν όλω τις υπόλοιπες, ως ουσιαστικά αβάσιμες.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη το εκκαλούν - ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο και οι λοιπές εκκαλούσες - ανακόπτουσες Τράπεζες, με τις κρινόμενες αντίστοιχες εφέσεις τους, για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων εν γένει και ζητούν την εξαφάνισή της και την αποδοχή των ανακοπών τους, προκειμένου να μεταρρυθμισθεί ο προσβληθείς με τις τελευταίες πίνακας κατατάξεως υπ’ αριθ. 25.625/25-10-2007 του Συμβ/φου Αθηνών Βασιλείου Σοφιανόπουλου, ώστε ν’ αποβληθούν εν όλω ή εν μέρει οι απαιτήσεις των καθ’ ων οι ανακοπές - εφεσιβλήτων και να καταταχθούν στην θέση τους οι δικές τους απαιτήσεις.
Α. Με την πρώτη κρινόμενη έφεσή του το πρώτο εκκαλούν Δημόσιο παραπονείται ειδικότερα: (1) ότι θεωρήθηκε εσφαλμένα πως αυτό δεν απέδειξε τον λόγο της ανακοπής του, περί δήθεν εικονικότητας, των απαιτήσεων των αντιδίκων του, (ένσταση), ενώ αυτό πράγματι προέβαλε άρνηση της ύπαρξης, του μεγέθους και του προνομίου των απαιτήσεων των αντιδίκων του, ώστε το βάρος αποδείξεως για την ύπαρξη αυτών βάρυνε τους τελευταίους και όχι το ανακόπτον ως δήθεν προτείνον ένσταση, (2) ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε ο σχετικός λόγος της ανακοπής του και έγινε δεκτό πως οι απαιτήσεις των αντιδίκων του γεννήθηκαν εν όλω εντός της προβλεπόμενης από το νόμο διετίας πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού, ώστε να απολαμβάνουν του σχετικού προνομίου, ενώ πράγματι αυτές προέκυψαν κυρίως πριν ή μετά την εν λόγω διετία, (3) ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε από την εκκαλουμένη ο λόγος ανακοπής, με τον οποίο ζήτησε να καταταχθεί ο αντίδικος ...................... ............ όχι οριστικά, αλλά τυχαία και στην θέση του το ίδιο επικουρικά, αν δεν ευδοκιμήσει τελεσίδικα η απαίτηση αυτού και (4) ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε ο λόγος της ανακοπής του, με τον οποίο ζήτησε να καταταχθεί το ίδιο επικουρικά στο ποσό που είχε καταταχθεί η «............ Τράπεζα της ........... .......», δηλαδή στα 2/3 του απομένοντος πλειστηριάσματος μετά την προαφαίρεση των εξόδων και των ποσών που αναλογούν στις προνομιούχες απαιτήσεις των λοιπών αντιδίκων από εργασιακές σχέσεις και δικηγορικές υπηρεσίες.
Β. Με τη δεύτερη κρινόμενη έφεσή της η δεύτερη εκκαλούσα «.......... Τράπεζα της ............. .....» παραπονείται ειδικότερα: (1) ότι εσφαλμένα έγινε δεκτό πως η ίδια δεν απέδειξε τον λόγο της ανακοπής της περί ανυπαρξίας, άλλως εικονικότητας, των απαιτήσεων των αντιδίκων της, ενώ το βάρος αποδείξεως για την ύπαρξη αυτών βάρυνε τους τελευταίους, οι οποίοι δεν ανταποκρίθηκαν σε αυτό, (2) ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε ο λόγος της ανακοπής της ότι οι αναγγελίες των αντιδίκων του ήταν αόριστες, (3) ότι εσφαλμένα θεωρήθηκαν ως αποδειχθείσες ειδικότερα οι απαιτήσεις των ............ ................... (δικηγόρου), .............. ............... και............... ................., ( ο λόγος αυτός αποτελεί ειδικότερη περίπτωση του πρώτου ) και (4) ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη δέχθηκε πως οι απαιτήσεις των αντιδίκων της γεννήθηκαν εντός της προβλεπόμενης από το νόμο διετίας πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού, ώστε να απολαμβάνουν του σχετικού προνομίου, απορρίπτοντας τον σχετικό λόγο της ανακοπής της.
Γ. Με την τρίτη κρινόμενη έφεσή της η τρίτη εκκαλούσα «................ ......................................» παραπονείται ειδικότερα: - (1) ότι εσφαλμένα έγινε δεκτό πως οι απαιτήσεις των αντιδίκων της είναι υπαρκτές και γεννήθηκαν εν όλω εντός της προβλεπόμενης από το νόμο διετίας, πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού, ώστε να απολαμβάνουν του σχετικού προνομίου, ενώ πράγματι αυτές ουδέποτε γεννήθηκαν, άλλως προέκυψαν κυρίως πριν ή μετά την εν λόγω διετία και, συνεπώς, δεν είναι προνομιούχες κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, (προσδιορίζονται τα αντίστοιχα ποσά), συνεπώς εσφαλμένα απορρίφθηκε ο σχετικός λόγος της ανακοπής της, - (2) ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απέρριψε τον λόγο της ανακοπής της περί αοριστίας των αναγγελιών των αντιδίκων της και περί του ότι αυτές δεν συνοδεύονταν νόμιμα από τα αποδεικτικά αυτών έγγραφα και - (3) ότι τα κονδύλια της πρώτης και της πέμπτης των εφεσιβλήτων - καθ’ ων η ανακοπή ... ................ και .... .............., ύψους 15.750 και 43.750 ευρώ, αντίστοιχα, που φέρονται ως αφορώντα δήθεν αποζημίωση της πρώτης λόγω προηγούμενης απόλυσής της από άλλη εταιρεία και πρόσθετη αμοιβή της τελευταίας, οριζόμενη σε ποσοστό 1% επί των πωλήσεων της εργοδότριας - οφειλέτριας εταιρείας, κατά το προηγούμενο της 30-6-2005 έτος, εσφαλμένα έγιναν δεκτά ως βάσιμα και απορρίφθηκε ο περί εικονικότητας αυτών λόγος της ανακοπής.
Δ. Με την τέταρτη κρινόμενη έφεσή της η τέταρτη εκκαλούσα «Τράπεζα ............... ..... ................. .........» παραπονείται ειδικότερα: (1) ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε ο λόγος της ανακοπής της περί αοριστίας της αναγγελίας του πρώτου και του έβδομου των καθ’ ων η ανακοπή - εφεσιβλήτων, (2) ότι εσφαλμένα έγινε δεκτό πως δήθεν αποδείχθηκαν οι απαιτήσεις όλων των καθ’ ων, ενώ αυτοί δεν ανταποκρίθηκαν πράγματι στο δικονομικό βάρος αποδείξεώς τους και απορρίφθηκε, έτσι, ο λόγος της ένδικης ανακοπής της περί ανυπαρξίας των απαιτήσεων αυτών, (3) ότι εσφαλμένα απορρίφθηκαν οι λόγοι της ανακοπής της, ως προς την εικονικότητα, εν όλω ή εν μέρει, των απαιτήσεων του πρώτου, της δεύτερης και της έκτης των καθ’ ων η ανακοπή - εφεσιβλήτων, (4) ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη δέχθηκε πως οι απαιτήσεις των αντιδίκων της γεννήθηκαν εντός της προβλεπόμενης από το νόμο κρίσιμης διετίας πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού, ώστε να απολαμβάνουν του σχετικού προνομίου, απορρίπτοντας τον σχετικό λόγο της ανακοπής της, (5) ότι, σχετικά με το μέρος των απαιτήσεων της δεύτερης καθ’ ης η ανακοπή - εφεσίβλητης, που αφορά οφειλόμενη από τρίτη εταιρεία αποζημίωση προηγούμενης απολύσεως, την οποία φέρεται ότι ανέλαβε να εξοφλήσει η καθ’ ης η εκτέλεση - οφειλέτρια δυνάμει συμβάσεως αποδοχής χρέους, εσφαλμένα δέχθηκε η εκκαλουμένη ότι μπορεί να δημιουργηθεί προνόμιο με σύμβαση από την ιδιωτική βούληση και - (6) ότι εσφαλμένα δεν έγινε δεκτός ο λόγος της ανακοπής, ως προς τον έβδομο καθ’ ου - εφεσίβλητο, ότι η απαίτησή του κατά το μέρος των 5.000 ευρώ, που είχε κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, δεν έπρεπε να καταταχθεί οριστικά αλλά τυχαία.
Ι. Κατά το άρθρο 979 παρ.1 του ΚΠολΔ., μέσα σε τρεις (3) εργάσιμες ημέρες αφότου συνταχθεί ο πίνακας κατάταξης, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού καλεί με έγγραφο εκείνον υπέρ του οποίου έγινε και εκείνον κατά του οποίου είχε στραφεί η εκτέλεση, καθώς και τους δανειστές που αναγγέλθηκαν, για να λάβουν γνώση του πίνακα. Κατά την παρ.2 του ίδιου άρθρου, μέσα σε δώδεκα (12) εργάσιμες ημέρες, αφότου επιδοθεί η πρόσκληση της παρ.1, οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ανακόψει τον πίνακα της κατάταξης, οπότε εφαρμόζονται τα άρθρα 933 επ. του ίδιου κώδικα. Αντίγραφο της ανακοπής επιδίδεται, μέσα στην ίδια προθεσμία και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Η προθεσμία αυτή, προκειμένου για το Δημόσιο και τους αντιδίκους του, είναι 30 ημερών βάσει του άρθρου 10 του κ.δ. της 26.6/10.7.1944 «περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου». Η ανακοπή στρέφεται κατά των δανειστών, των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη. Το απαράδεκτο της ανακοπής αυτής λόγω ελλείψεως κάποιας από τις τυπικές προϋποθέσεις της εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όταν ασκηθεί έφεση, ανεξαρτήτως του αν υποβάλλεται με αυτήν σχετικό παράπονο, (βλ. ΑΠ 1190/74 ΝοΒ 23. 729, ΕΑ 1173/86 ΕλΔ. 27. 527-528, ΕΑ 2337/10, Σ. Σαμουήλ, «Η Έφεση», δ΄ έκδοση, παρ. 851, σελ. 264, Ι. Μπρίνιας, «Αναγκαστική Εκτέλεσις», β΄ έκδοση, τ. 2ος, άρθ. 979, παρ. 432, σελ. 1168 ).
Στην προκειμένη περίπτωση οι ένδικες ανακοπές ασκήθηκαν παραδεκτά από χρονικής πλευράς, καθόσον ήταν εμπρόθεσμες σύμφωνα με τις προηγούμενες διατάξεις, [βλ. τις από 8/1/2008, 9/1/2008, 10/1/2008 και 11/1/2008 σημειώσεις περί κοινοποιήσεως του προσβαλλόμενου πίνακα, με σχετική κλήση όπως λάβουν γνώση προς το ανακόπτον και οι λοιπές ανακόπτουσες από το Δικαστικό Επιμελητή στο Πρωτ/κείο Αθηνών Θεόδωρο Παπαγεωργίου, σε συνδυασμό με τις εκθέσεις επιδόσεως των ένδικων ανακοπών προς τους καθ’ ων αυτές, με αριθμούς, αα΄) 7655α /12.2.08, 7659α/14.2.08, 7650α/11.2.08, 7658α/14.2.08, 7651α/12.2.08, 7649α/11.2.08, 7656α/14.2.08, 7660α/15.2.08, 7653α/12.2.08, 7647α/11.2.08, 7646α/11.2.08, 7654α/12-2-08, 7652α/12.2.08, 7648α/11.2.08, 7645α/11.2.08, 7657α/14.2.08, 7644α/11.2.08, 7661α/15.2.08 του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Φώτιου Γουργούλη, ββ΄) 327ζ-328ζ-329ζ- 330ζ, όλες, από 25.1.08 του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Γεωργίου Κέζα, γγ΄) 3309Ζ/25.1.08, 3224Ζ/24.1.08, 3228Ζ/24.1.08, 3310Ζ/25.1.08, 3312Ζ/25.1.08 του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτ/κείο Αθηνών Κων/νου Καλού, δδ΄) 11833-11835/22.1.08 της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Έλενας Καραμούζη, εε΄) 8237-8239-8240, όλες, από 22.1.08 του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Παναγιώτη Ραδιώτη και στστ΄) 543Γ- 549Γ/22.1.08 του Δικαστικού Επιμελητή στο ίδιο Πρωτοδικείο Δημήτριου Μεταξά ].
IΙ. Στην ανακοπή κατά πίνακα κατατάξεως, εάν αμφισβητηθεί η απαίτηση ή το προνόμιο ενός από τους καταταχθέντες δανειστές, κατά του οποίου και στρέφεται η ανακοπή, τότε το βάρος, για την απόδειξη της ύπαρξης και της έκτασης της απαίτησης αυτής, καθώς και του τυχόν προνομίου της, φέρει ο καθ’ ου η ανακοπή, έτσι ώστε για το ορισμένο της ανακοπής, ως προς την αμφισβητουμένη απαίτηση, αρκεί η άρνηση που προβάλλει ο ανακόπτων, (βλ. ΑΠ 1501/06 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1843/05 ΕλΔ. 47.473, ΑΠ 1052/05 ΕλΔ. 46.1086, ΑΠ 1297/05 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/04 ΕλΔ. 46.1433, ΑΠ 1666/03 ΕλΔ. 46.1716, ΑΠ 404/03 ΕλΔ. 44.1602, ΑΠ 1717/99 ΕλΔ. 41.1000 και ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 277/97 ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 5397/07 ΝΟΜΟΣ, ΕφΝαυπλ. 412/07 ΕΠολΔ 2008.583). Εάν δεν αμφισβητείται η ύπαρξη της καταταχθείσας απαιτήσεως του καθ’ ου η ανακοπή, μπορεί να προβάλλονται κατ’ αυτής ενστάσεις, με την μορφή καταλυτικών ή αποσβεστικών της καταταχθείσας απαιτήσεως γεγονότων, (λ.χ. διάφορες ακυρότητες). Το βάρος αποδείξεως των γεγονότων που στοιχειοθετούν τις ενστάσεις αυτές φέρει ο ανακόπτων. Εάν συνυπάρχει άρνηση της καταταχθείσας απαιτήσεως του καθ’ ου η ανακοπή με προβολή ενστάσεων κατ’ αυτής, οι τελευταίες προτείνονται επικουρικά και ως καθ’ υποφορά απόκρουση των ισχυρισμών του καθ’ ου που θεμελιώνουν την απαίτησή του, (ΑΠ 183/02 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1717/99 ό.π., ΕΑ 146/07 ΔΕΕ 2007. 687 και ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 910/04 ΕλΔ. 46.531). Αφετέρου στην ίδια ανακοπή, προκειμένου να είναι κατά τα λοιπά ορισμένη, απαιτείται οπωσδήποτε να γίνεται επίκληση και εξειδίκευση της απαιτήσεως του ανακόπτοντος, η οποία επιδιώκεται να καταταχθεί, έστω και εν μέρει, στην θέση εκείνης του καθ’ ου η ανακοπή. Μάλιστα, πρέπει να αναφέρονται το είδος, το ποσό αυτής και η συγκεκριμένη έννομη σχέση από την οποία πηγάζει, καθώς και τα περιστατικά που θεμελιώνουν το τυχόν επικαλούμενο προνόμιό της, ανεξάρτητα από τον θεμελιωτικό λόγο του αιτήματος της ανακοπής, εφόσον μόνο έτσι παρέχεται στο δικαστήριο η δυνατότητα να ερευνήσει τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της, ( βλ. ΑΠ 1949/09 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1101/06 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 440/04 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1645/01 ΕλΔ. 43.728, ΑΠ 337/98 ΝοΒ 47. 947-948, ΑΠ 1099/96 ΕλΔ. 38.1088, ΑΠ 172/94 ΕλΔ. 37. 61-63, ΑΠ 187/87 ΕλΔ. 29.494, ΕφΠειρ. 501/08 ΕπΝαυτΔ. 2008.424 και ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 828/89 ΕΕμπΔ. 1990.285-287 ). Είναι δε αναγκαίες η ως άνω αναφορά και η εξειδίκευση, ακόμη και όταν ο λόγος της ανακοπής συνίσταται στην απλή άρνηση της απαιτήσεως ή του προνομίου του καθ’ ου η ανακοπή, διότι και στην περίπτωση αυτή δικαιολογούν αυτές το έννομο συμφέρον και την ενεργητική νομιμοποίηση του ανακόπτοντος ως διαδικαστικών προϋποθέσεων για την άσκηση της ανακοπής, (βλ. ΑΠ 1949/09 ό.π., ΑΠ 1515/99 ΕΕΝ 2001.278 και ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 146/07 ΔΕΕ 2007.687 και ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 933/06 ΕπΝαυτΔ. 2007.49 και ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 6177/03 ΕλΔ.45.530, ΕΑ 5335/01 ΧρΙΔ 2002.134 και ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 2337/10, ΕφΘεσ/νίκης 1210/95 ΑρχΝ. 1995. 397-398 ). Για την πληρότητα της περιγραφής δεν αρκεί η απλή αναφορά στον τίτλο, με τον οποίο επιδικάσθηκε η απαίτηση ή η παραπομπή στην προηγούμενη της ανακοπής αναγγελία, ούτε επιτρέπεται η συμπλήρωση των ελλειπόντων στοιχείων με τις προτάσεις του ανακόπτοντος, (βλ. ΑΠ 1949/09 ο.π., ΑΠ 440/04 ο.π., ΑΠ 1099/96 ο.π., ΕΑ 6177/03 ο.π. ). Έννομο συμφέρον για την άσκηση της ανακοπής θεωρείται ότι υπάρχει στον ανακόπτοντα, όταν η παραδοχή του αιτήματος της ανακοπής δεν εξαντλείται μόνο στην ακύρωση της κατάταξης της προσβαλλόμενης απαίτησης του καθ’ ου, αλλά συνδέεται αυτή συγχρόνως και με τη δυνατότητα κατάταξης της απαίτησης του ίδιου του ανακόπτοντος, μετά την ακύρωση της κατάταξης του αντιδίκου του, (ΑΠ 1023/09 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 120/05 ΕλΔ. 46.1677 και ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1777/01 ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 5471/2011).
Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τις προηγούμενες νομικές σκέψεις και με όσα, κατά τα ανωτέρω, εκτίθενται στις ένδικες ανακοπές, αυτές είναι ορισμένες και παραδεκτές από πλευράς ενεργητικής νομιμοποιήσεως και εννόμου συμφέροντος των ανακοπτόντων, εφόσον αυτοί αρνούνται, κατ’ αρχάς, τις απαιτήσεις των καθ’ ων, των οποίων προσβάλλουν την κατάταξη, ανεξάρτητα από τις ενστάσεις που προτείνουν κατά των ιδίων καθ’ υποφορά και εκθέτουν λεπτομερώς τα θεμελιωτικά των δικών τους απαιτήσεων και των προνομίων τους περιστατικά, ζητώντας να ακυρωθεί η κατάταξη των απαιτήσεων των καθ’ ων και να καταταγούν οι δικές τους απαιτήσεις στη θέση τους.
ΙΙΙ. Περαιτέρω, όσα εκτίθενται στον πρώτο λόγο της έφεσης του εκκαλούντος - ανακόπτοντος Ελληνικού Δημοσίου και στον επίσης πρώτο λόγο της έφεσης της δεύτερης εκκαλούσας - ανακόπτουσας «.............. Τράπεζας της .................. ....», περί του ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη δέχθηκε ως αποδειχθείσες τις απαιτήσεις των καθ’ ων, χωρίς αυτοί να ανταποκριθούν στο σχετικό βάρος αποδείξεως, ενώ αντίστροφα, εσφαλμένα ανέθεσε αυτό στους ανακόπτοντες, ως αναφερόμενο στην ένσταση εικονικότητας των απαιτήσεων των αντιδίκων τους, (προταθείσα από την ανακόπτουσα τράπεζα αλλά όχι πράγματι και από το ανακόπτον Δημόσιο) και θεώρησε ότι οι τελευταίοι δεν απέδειξαν την ένσταση αυτή, πρέπει ν’ απορριφθούν ως αλυσιτελή, άλλως ως νομικά και ουσιαστικά αβάσιμα, καθόσον, (α) η εσφαλμένη κατανομή του βάρους της αποδείξεως, ανεξάρτητα από την ουσιαστική ορθότητα ή μη του διατακτικού της εκκαλουμένης, δεν αποτελεί αυτοτελή λόγο έφεσης, έτσι ώστε, σε περίπτωση κατά την οποία ορθά γίνεται δεκτή η βάση ενός ισχυρισμού ως αποδεδειγμένη, έστω και αν η εκκαλουμένη εσφαλμένα ανέθεσε σε άλλον διάδικο το βάρος αποδείξεώς του από τον πράγματι βαρυνόμενο με αυτό, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντικαθιστά απλώς τις αιτιολογίες, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλουμένη, (άρθρο 534 ΚΠολΔ.), (β) η ενασχόληση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κατά την εκδίκαση ανακοπής κατά πίνακα κατατάξεως, με προτεινόμενες καθ’ υποφορά από τον ανακόπτοντα ενστάσεις κατά της προσβαλλόμενης απαιτήσεως του καθ’ ου, την οποία βασικά αρνείται, όπως οι περί εικονικότητας, (άρθρο 138 ΑΚ), δηλώνει σαφώς ότι το δικαστήριο έχει προηγουμένως δεχθεί ως αποδειχθείσα από τον καθ’ ου την ύπαρξη της απαιτήσεως, ως προς του τύπους, (βλ. στην προηγούμενη νομική σκέψη), αυτό δε προκύπτει και από το περιεχόμενο της ίδιας της εκκαλούμενης αποφάσεως στην προκειμένη περίπτωση. Οι υπόψη λόγοι εφέσεως, όμως, μπορούν να ερευνηθούν και κατ’ ουσία, εκτιμώμενοι ως εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την αποδοχή της ύπαρξης των απαιτήσεων των καθ’ ων η ανακοπή - εφεσιβλήτων και ως προς την απόρριψη ως αβάσιμης της ένστασης της δεύτερης εκκαλούσας - ανακόπτουσας περί εικονικότητας των απαιτήσεων των αντιδίκων της.
ΙV. Επί κατατάξεως προς ικανοποίηση από το εκπλειστηρίασμα ακινήτου σε αναγκαστική εκτέλεση, η αναγγελία κάθε δανειστή πρέπει να παρέχει στον μεν οφειλέτη και στους άλλους δανειστές τα απαραίτητα για την άμυνά τους στοιχεία, στον δε υπάλληλο του πλειστηριασμού τις προϋποθέσεις για να μπορεί να ελέγξει τη νομιμότητα και τη βασιμότητα της απαιτήσεως. Ανάμεσα στις προϋποθέσεις αυτές είναι και η ύπαρξη του τυχόν προνομίου της απαιτήσεως, τα πραγματικά περιστατικά του οποίου, πρέπει να περιέχει η αναγγελία. Το δικόγραφο της αναγγελίας είναι άκυρο, λόγω αοριστίας της αναφερόμενης σε αυτό απαιτήσεως, μόνον όταν η περιγραφή αυτής, καθώς και του τυχόν προνομίου της, είναι τόσον ελλιπή, ώστε να μη μπορούν ο οφειλέτης και οι λοιποί δανειστές να αντικρούσουν την αναγγελία, κατά την άσκηση του δικαιώματος εναντιώσεώς τους κατά τα άρθρα 974 και 979 ΚΠολΔ. και να υφίστανται έτσι βλάβη. Δεν είναι, όμως, αναγκαία η περιγραφή και η εξειδίκευση στο βαθμό, που αυτή απαιτείται επί αγωγής και ανακοπής, (άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ.), διότι ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος δεν διατάσσει αποδείξεις, ως προς την περιεχόμενη στην αναγγελία απαίτηση, ούτε η αναγγελία αποτελεί προδικασία, κύριας ή παρεμπίπτουσας, αιτήσεως για δικαστική προστασία κατά την έννοια του άρθρου 111 ΚΠολΔ., (ΑΠ 1783/01 ΕλΔ. 43. 1390-92, ΑΠ 387/01 ΕλΔ. 43.123 και ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 5397/07 ΕπΠολΔ.2008. 271 και ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 933/06 ΕπΝΔ 2007.49 και ΝΟΜΟΣ). Η ανωτέρω περιγραφή μπορεί να συμπληρωθεί νόμιμα από δημόσιο έγγραφο, που είναι κατατεθειμένο στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο και είναι προσιτό σε όλους και από το οποίο αποδεικνύεται η απαίτηση και το προνόμιό της. Κατ’ απώτατο δε σημείο η περιγραφή αυτή μπορεί να συμπληρωθεί και από τα έγγραφα, που προσκομίζονται ενώπιον του δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της ανακοπής, δεδομένου ότι επί μη προσκόμισής τους ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 972 παρ.1β΄ ΚΠολΔ. προθεσμίας, δεν επέρχεται έκπτωση από το δικαίωμα της προσκόμισης αυτών ενώπιον του δικαστηρίου, το οποίο είναι υποχρεωμένο να τα λάβει υπόψη, εφόσον προσκομισθούν ενώπιόν του, (βλ. ΑΠ 1640/2002 ΕλΔ. 44.744, ΑΠ 172/1994 ΕΕΝ 1995.91 επ., ΕΑ 5397/2007 ό.π. ).Στην προκειμένη περίπτωση, από τον προσβαλλόμενο πίνακα, από τις προσκομιζόμενες αναγγελίες όλων των καθ’ ων οι ανακοπές - εφεσιβλήτων, καθώς και από τα έγγραφα που είχαν πρωτοδίκως προσκομίσει και ήδη επαναπροσκομίζονται με επίκληση, αποδεικνύεται ότι οι τελευταίοι είχαν υποβάλει στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο εμπρόθεσμα τις αναγγελίες τους, στις οποίες προσδιορίζονται επαρκώς οι απαιτήσεις τους και, σε κάθε περίπτωση, η περιγραφή τους συμπληρώθηκε παραδεκτά με τα προσκομισθέντα από τους ιδίους αποδεικτικά έγγραφα, μέχρι και τη συζήτηση των ένδικων ανακοπών ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με αποτέλεσμα οι εκκαλούντες - ανακόπτοντες να διαγνώσουν έγκαιρα την ταυτότητα των απαιτήσεων αυτών και να δυνηθούν να τις αντικρούσουν εκτενώς, χωρίς να υποστούν βλάβη στην άμυνά τους, εξαιτίας ελλιπούς περιγραφής των απαιτήσεων των αντιδίκων τους στις αντίστοιχες αναγγελίες τους, σύμφωνα με την αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη, έστω και με συνοπτικότερη αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα, (άρθρο 534 ΚΠολΔ.). Επομένως οι όμοιοι λόγοι εφέσεως, δεύτερος της 2ης εφέσεως της εκκαλούσας «.............. Τράπεζας της ............... ......», δεύτερος της 3ης εφέσεως της εκκαλούσας «......... ..............Τράπεζα ....» και πρώτος λόγος της 4ης εφέσεως της εκκαλούσας «Τράπεζας ........ .............. ..........................», περί ακυρότητας των αναγγελιών των εφεσιβλήτων, λόγω αοριστίας στην περιγραφή των αναγγελθεισών με αυτές απαιτήσεών τους και λόγω μη έγκαιρης προσκόμισης των αποδεικτικών τους εγγράφων, (όσον αφορά την έφεση της τρίτης εκκαλούσας ), είναι κατ’ ουσία αβάσιμοι και πρέπει ν’ απορριφθούν.
V-1. Kατά το άρθρο 975 ΚΠολΔ. η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα γίνεται με την εξής σειρά : 1)..., 2)…, 3) οι απαιτήσεις από την παροχή εξαρτημένης εργασίας, καθώς και…, εφόσον προέκυψαν κατά τους τελευταίους έξι (6) μήνες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Με το άρθρο δε 31 του ν. 1545/1985 ορίσθηκε ότι στην τρίτη τάξη προνομίων του προηγούμενου άρθρου του ΚΠολΔ. κατατάσσονται οι απαιτήσεις, που έχουν σαν βάση την παροχή εξαρτημένης εργασίας, εφόσον προέκυψαν κατά την τελευταία διετία πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού ή της κηρύξεως της πτωχεύσεως. Με το ίδιο άρθρο ορίσθηκε επίσης ότι αποζημιώσεις λόγω καταγγελίας της σχέσεως εργασίας κατατάσσονται, ανεξάρτητα από το χρόνο που προέκυψαν, στην ίδια τάξη του άρθρου 975 ΚΠολΔ. Η διαίρεση του εκπλειστηριάσματος σε ποσοστά κατά το άρθρο 977 ΚΠολΔ. γίνεται μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων της τάξεως αυτής. Έτσι, με τη δεύτερη από τις ανωτέρω διατάξεις διευρύνθηκε σημαντικά ο χρόνος που καλύπτεται από το προνόμιο του άρθρου 975 περ. 3 για απαιτήσεις από παροχή εξαρτημένης εργασίας, σε διετία πριν από την ημέρα ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού ή της κηρύξεως της πτωχεύσεως, ενώ έγινε υπαγωγή στο προνόμιο αυτό και των αποζημιώσεων λόγω καταγγελίας της σχέσης εργασίας, ανεξάρτητα από το χρόνο που προέκυψαν αυτές, και καθιερώθηκε η ικανοποίηση των απαιτήσεων αυτών πριν από την κατάταξη των απαιτήσεων και τη διαίρεση του εκπλειστηριάσματος κατ’ άρθρο 977 του ΚΠολΔ., (ΟλΑΠ 22/2000 ΕλΔ.42.56/ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 387/01 ΝΟΜΟΣ ). Ως ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού νοείται εκείνη που αρχικά ορίσθηκε μετά την επιβολή της κατάσχεσης, έστω και αν η διενέργεια του πλειστηριασμού ματαιώθηκε από αδράνεια εκείνου που επέβαλε την κατάσχεση, ακόμη και αν επακολούθησε δήλωση επίσπευσης του πλειστηριασμού εκ μέρους άλλου δανειστή, κατά τις διατάξεις του άρθρου 973 παρ.παρ.2-3 του ΚΠολΔ. Αν ο πλειστηριασμός, λόγω αναβολής, αναστολής ή ματαιώσεως της διενέργειάς του κατά την ημέρα που είχε αρχικά ορισθεί, έγινε αργότερα, του προνομίου απολαμβάνουν οι απαιτήσεις που προέκυψαν μέσα στην τελευταία, πριν από την ημέρα που είχε αρχικά ορισθεί ο πλειστηριασμός διετία και όχι εκείνες που προέκυψαν στο ενδιάμεσο διάστημα, από την ημέρα που είχε αρχικά ορισθεί ο πλειστηριασμός έως την ημέρα που πραγματικά αυτός διενεργήθηκε. Τούτο συνάγεται εκ του ότι η διάταξη του άρθρου 975 περ. 3 ΚΠολΔ. είναι σαφής και εισάγει εξαιρετικό δίκαιο από τον γενικό κανόνα της ίσης ικανοποιήσεως όλων των δανειστών, ώστε τα σχετικά προνόμια δεν πρέπει να επεκτείνονται ερμηνευτικώς, (βλ. ΑΠ 225/10 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1765/09, ΕφΑΔ 2010.723 και ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1101/06 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1585/05 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 61/2001 ΕλΔ. 42.914, πρβλ. και ΟλΑΠ 22/2000 ό.π.). Περαιτέρω, στην ίδια διάταξη του άρθρου 975 περ.3 ΚΠολΔ., μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 6 παρ. 16 εδ. β΄ του ν. 2479/1997, υπάγονται πλέον και κατατάσσονται προνομιακά και οι απαιτήσεις των δικηγόρων, εφόσον προέκυψαν μέσα στην προαναφερθείσα διετία, χωρίς μάλιστα να απαιτείται να έχουν επιδικασθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, (ΑΠ 225/10 ό.π., ΑΠ 1372/08 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, το ως άνω γενικό προνόμιο των απαιτήσεων από την παροχή εξαρτημένης εργασίας υπάρχει και λειτουργεί μόνο όταν το παθητικό υποκείμενο της αναγκαστικής εκτέλεσης ταυτίζεται με εκείνο το πρόσωπο της έννομης σχέσης παροχής εξαρτημένης εργασίας, σε βάρος του οποίου έχει γεννηθεί η αξίωση από τη σχέση αυτή, ( δηλ. τον εργοδότη ). Επομένως σε περίπτωση είτε παροχής εγγύησης υπέρ του εργοδότη είτε σωρευτικής αναδοχής χρέους ή αφηρημένης αναγνώρισης χρέους από τρίτο για την ίδια οφειλή, η απαίτηση, που απορρέει από τις δικαιοπραξίες αυτές, δεν εξοπλίζεται με το εν λόγω προνόμιο, αφού δεν τελεί σε άμεσο αιτιώδη σύνδεσμο με την παροχή εργασίας, ούτε άλλωστε μπορεί να δημιουργηθεί προνόμιο από την ιδιωτική βούληση, (βλ.ΑΠ 1425/2005 ΕλΔ. 47.136 και ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1666/2003 ΕλΔ. 46.1716 και ΝΟΜΟΣ).
V-2. Από την ευρύτατη διατύπωση της ως άνω διατάξεως του άρθρου 31 του ν. 1545/1985 και τον κοινωνικό σκοπό που υπηρετεί, ο οποίος έγκειται στην ισχυρή, αλλά δίκαιη, προστασία εκείνων που με την προσωπική τους εργασία βοηθούν στην ανάπτυξη των επιχειρήσεων, προκύπτει ότι στην προνομιακή κατάταξη των απαιτήσεων των εργαζομένων περιλαμβάνονται και οι παρεπόμενες απαιτήσεις τους από τόκους. Και εφόσον μεν οι παρεπόμενες αυτές απαιτήσεις τόκων προέρχονται από αποζημίωση λόγω καταγγελίας της εργασιακής σχέσεως, δεν υπόκεινται σε κανένα χρονικό περιορισμό. Εάν, όμως, είναι παρεπόμενες άλλων αξιώσεων από την εργασιακή σχέση, κατατάσσονται προνομιακώς όπως και οι κύριες αξιώσεις, δηλαδή, μόνο εφόσον προέκυψαν μέσα στην τελευταία διετία πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού ή, εφόσον πρόκειται για πτώχευση, μέσα στην τελευταία διετία πριν από την κήρυξη της πτωχεύσεως, για τους ίδιους ως άνω λόγους που αναφέρθηκαν και ως προς τις κύριες αξιώσεις, (βλ. ΟλΑΠ 22/2000 ό.π., ΑΠ 1026/10 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 225/10 ό.π., ΑΠ 1765/09, ό.π., ΑΠ 1101/06 ό.π., ΕΑ 146/07 ΔΕΕ 2007.687 και ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσσαλ. 330/09 ΕπΠολΔ. 2009.700 και ΝΟΜΟΣ). V-3. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 975, 976, 977 παρ. 1 και 1007 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι σε περίπτωση πλειστηριασμού κινητού ή ακίνητου πράγματος, αν συντρέχουν προνομιακές απαιτήσεις του άρθρου 975 με απαιτήσεις ασφαλιζόμενες με ενέχυρο ή υποθήκη του άρθρου 976 παρ.παρ. 1-2 του ίδιου Κώδικα και δεν επαρκεί το πλειστηρίασμα, ικανοποιούνται οι προνομιακές απαιτήσεις του άρθρου 975 έως το ένα τρίτο (1/3) του ποσού του πλειστηριάσματος, που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές, τα δε άλλα δύο τρίτα (2/3), καθώς και το τυχόν υπόλοιπο του ενός τρίτου (1/3), διατίθενται για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των ενεχυρούχων και ενυπόθηκων πιστωτών του άρθρου 976 παρ.παρ. 1-2. Αν υπάρχουν περισσότερες απαιτήσεις από αυτές που αναφέρονται στις διατάξεις των άρθρων 975 ή 976, η απαίτηση της προηγούμενης τάξης προτιμάται από την απαίτηση της επόμενης τάξης και αν είναι της ίδιας τάξης ικανοποιούνται συμμέτρως. Η αρχή, όμως, αυτή της σύμμετρης ικανοποιήσεως δεν ισχύει επί εμπράγματης ασφάλειας, ήτοι στην περίπτωση συνδρομής περισσότερων ενεχυρούχων ή ενυπόθηκων απαιτήσεων, αλλά αυτές ικανοποιούνται επί τη βάσει της χρονικής προτεραιότητας, ενόψει του, κατ’ άρθρο 977 παρ.2 εδ. β΄ και 1007 παρ.1 εδ. α΄, ορισμού, ότι ακολουθείται η διαγραφόμενη από το ουσιαστικό δίκαιο σειρά, δηλαδή βάσει του χρόνου συστάσεως του ενεχύρου, (άρθρο 1217 ΑΚ), ή της εγγραφής της υποθήκης, (άρθρο 1272 παρ.2 ΑΚ, βλ. και ΕΑ 146/07 ό.π., Β. Βαθρακοκοίλη, "Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνευτική Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο", υπ’ άρθρο 977, σελ. 957-958 ). -Αφετέρου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1272, 1276, 1277, 1279, 1300, 1323 περ.2 του ΑΚ, 633 παρ. 2, 976, 977 παρ.2, 978, 1007 παρ.1 του ΚΠολΔ. και 29 παρ.παρ.1-2, 41 του ΕισΝΚΠολΔ. προκύπτει ότι η προσημείωση χορηγεί μόνο δικαίωμα για απόκτηση υποθήκης, η οποία, μετά την τελεσίδικη επιδίκαση της ασφαλιζόμενης απαίτησης και την νομότυπη μετατροπή της προσημείωσης σε υποθήκη, μέσα σε 90 ημέρες από την έκδοση της απόφασης για την επιδίκαση, λογίζεται ότι έχει εγγραφεί από την ημέρα της προσημείωσης και επάγεται από τότε τις έννομες συνέπειές της. Τίτλο προς εγγραφή υποθήκης αποτελεί και η διαταγή πληρωμής, η οποία κατέστη τελεσίδικη, είτε με την τελεσίδικη απόρριψη ανακοπής εκ των άρθρων 632 παρ.1 ή 633 παρ.2 ΚΠολΔ., είτε με την άπρακτη πάροδο των προθεσμιών για την άσκηση και των δύο ανακοπών. Εάν έχει εγγραφεί προσημείωση υποθήκης για να εξασφαλισθεί απαίτηση, για την οποία εκδόθηκε διαταγή πληρωμής, η προσημείωση τρέπεται σε υποθήκη, εφόσον η διαταγή πληρωμής κατέστη τελεσίδικη, με κάποιον από τους ανωτέρω τρόπους, (ΟλΑΠ 6/1996 ΕλΔ. 37.1047 ). Όμως, αν πριν από την τροπή της προσημειώσεως σε υποθήκη διενεργήθηκε αναγκαστικός πλειστηριασμός του προσημειωμένου ακινήτου και καταβλήθηκε το πλειστηρίασμα, η απαίτηση, υπέρ της οποίας έχει εγγραφεί η προσημείωση, κατατάσσεται προνομιακά μεν αλλά τυχαία, υπό την αίρεση της τελεσίδικης επιδικάσεώς της και κατά τη σειρά της εγγραφής της προσημειώσεως. Η τυχαία κατάταξη δικαιολογείται από το ότι στην περίπτωση αυτή η τροπή της προσημειώσεως σε υποθήκη καθίσταται αδύνατη, εφόσον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1005 παρ. 3 του ΚΠολΔ. και 1318 περ. 3, σε συνδυασμό με 1323 και 1330 του ΑΚ, από της καταβολής του πλειστηριάσματος από τον υπερθεματιστή, επέρχεται απόσβεση της προσημειώσεως, που έχει εγγραφεί επί του πλειστηριασθέντος ακινήτου και ο υπερθεματιστής έχει δικαίωμα να ζητήσει την εξάλειψη αυτής. Η τυχαία, (και πάντως προνομιακή), κατάταξη θα γίνει κατά τη σειρά, την οποίαν θα λάμβανε η απαίτηση, εάν αντί της προσημειώσεως είχε εγγραφεί υπέρ αυτής, εξαρχής, υποθήκη, ( βλ. ΑΠ 1767/09 ΕλΔ. 51. 727-728 και ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 125/06 ΔΕΕ 2006.821 και ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 137/1977 ΝοΒ 25.1145-1148, ΕφΠειρ. 1226/1998 Αρμεν. 1999. 1751 με σημ. Π.Σ.Α., ΕφΘεσσαλ. 1478/1997 ΕλΔ. 39. 1686-1688, ΕφΘεσσαλ. 131/1993 ΕλΔ. 35. 654, πρβλ.επίσης ΑΠ 1447/1981 ΝοΒ 30.821, με σύμφωνα, κατ’ αποτέλεσμα, σχόλια Ι.Σ.Σ. και ΕΑ 146/2007 ό.π., μη αναιρεθείσα ακολούθως από την ΑΠ 1767/09, λόγω των επί του θέματος παραδοχών της).
-Στην προκείμενη περίπτωση, από την εκτίμηση του συνόλου των προσκομιζόμενων και επικαλούμενων από τους διαδίκους εγγράφων, μεταξύ των οποίων και η υπ’ αριθ. 2687/6-2-2007 ένορκη βεβαίωση, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, της μάρτυρα ................... .............., που έχει ληφθεί στο πλαίσιο άλλης δίκης και κατόπιν τούτου συνεκτιμάται ως απλό έγγραφο για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, (βλ. ΑΠ 722/04 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 823/04 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 688/02 ΕλΔ.44.725, ΑΠ 1490/01 ΕλΔ. 44.961 ), καθώς και από την ένορκη βεβαίωση υπ’ αριθ. 5226/1-6- 2009, ενώπιον του ίδιου Ειρηνοδίκη, της μάρτυρα ............. ........., που αφορά μόνο τον εφεσίβλητο ............ ............... ,έναντι των δύο πρώτων εκκαλουσών και λήφθηκε νομότυπα μετά από εμπρόθεσμη κλήτευση των τελευταίων, όπως προκύπτει από τις εκθέσεις επιδόσεως υπ’ αριθμούς 2654, 2655/27-5-2009 του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Βασιλείου Κατσαφάδου, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: - Με την υπ’ αριθ. 3020/24- 2-2006 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μον/λούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μετά από αίτηση της «.......... Τράπεζας της ........... .......», υποχρεώθηκε η οφειλέτρια εταιρεία «........................ .......να καταβάλει στην αιτούσα και δανείστριά της Τράπεζα απαίτησή της από κατάλοιπο πιστώσεως με αλληλόχρεο λογαριασμό, ύψους κατά κεφάλαιο 3.750.239,82 ευρώ, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων. Η διαταγή αυτή επιδόθηκε δύο φορές στην οφειλέτρια με τις εκθέσεις επιδόσεως 3224β/20-4-2006 και 5669Γ/2-10-2006, αντίστοιχα, των αρμόδιων Δικαστικών Επιμελητών, Μιχαήλ Στέλλα και Θεοδώρου Παπαγεωργίου, χωρίς να ασκηθεί εμπρόθεσμα κατ’ αυτής ανακοπή από την καθ’ ης, ούτε μετά την πρώτη επίδοση, ούτε μετά τη δεύτερη, όπως προκύπτει από το με αριθμό πρωτ. 9467/6-12-2006 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, με αποτέλεσμα η διαταγή να καταστεί τελεσίδικη και να παράγει δεδικασμένο για την επιδικασθείσα απαίτηση κατ’ άρθρο 633 παρ.2 εδ. τελ. του ΚΠολΔ. Για την εν λόγω απαίτηση και μέχρι του ποσού των 4.988.994,864 ευρώ, η ............ Τράπεζα ενέγραψε από 10-12-2001, δυνάμει της υπ’ αριθ. 41.960ε/2001 απόφασης του Μον/λούς Πρωτοδικείου Αθηνών, προσημείωση υποθήκης σε ακίνητο της οφειλέτριας και ειδικότερα επί ενός αγροτεμαχίου, ευρισκόμενου στο ..............., επί της οδού ................, στην θέση «........... .................. .............. ...............», εκτάσεως 4.683 τμ., (βλ. πιστοποιητικό της Υποθηκοφύλακα Κρωπίας με αριθμό 14011/10-12-2001). Η προσημείωση αυτή τράπηκε σε υποθήκη από 13-12-2006, μετά την τελεσιδικία της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, όπως προκύπτει από το υπ’ αριθ. 10807/13.12.2006 πιστοποιητικό της ίδιας ως άνω Υποθηκοφύλακος. Η εγγραφή, όμως, θεωρείται ότι έχει γίνει από τον χρόνο εγγραφής της προσημειώσεως, (άρθ. 1277 ΑΚ). Με βάση την εν λόγω διαταγή πληρωμής, ως εκτελεστό τίτλο, η δανείστρια Τράπεζα επέβαλε αρχικά αναγκαστική κατάσχεση στο ανωτέρω ακίνητο της οφειλέτριας με την υπ’ αριθ. 1618/17-10-2006 έκθεση κατάσχεσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Θεόδωρου Παπαγεωργίου και εκδόθηκε περίληψη αυτής με αριθμό 1619/06, με την οποία ορίσθηκε ημερομηνία πλειστηριασμού η 13-12-2006. Η κατάσχεση επιβλήθηκε για το συνολικό ποσό των 4.240.692,55 ευρώ. Στις 13-12-2006 δεν διενεργήθηκε ο πλειστηριασμός, αλλά επιβλήθηκε νέα κατάσχεση για την ίδια απαίτηση στο ίδιο ακίνητο, με βάση νέα έκθεση κατασχέσεως με αριθμό 1622/13-12-2006 του ίδιου ως άνω Δικαστικού Επιμελητή. Αρχική ημερομηνία για την διενέργεια του πρώτου πλειστηριασμού βάσει της νέας εκθέσεως κατασχέσεως, ορίσθηκε η 24-1-2007 και μετά από διόρθωση η 31-1-2007, με την υπ’ αριθ. 1624/21-12-2006 περίληψη κατασχετήριας έκθεσης του ως άνω Δικαστικού Επιμελητή. Κατά την ημερομηνία εκείνη ο πλειστηριασμός δεν ενεργήθηκε και εκδόθηκε, ακολούθως, η 1η επαναληπτική περίληψη της ίδιας κατασχετήριας έκθεσης από τον ίδιο Δικαστικό Επιμελητή με αριθμό 1629/8-2-2007, με την οποία ορίσθηκε νέα ημερομηνία πλειστηριασμού η 21-3-2007. Και πάλι, όμως, κατά την τελευταία ημερομηνία ματαιώθηκε η ενέργεια του πλειστηριασμού, με αποτέλεσμα να εκδοθεί από τον ίδιο Δικαστικό Επιμελητή 2η επαναληπτική περίληψη της ίδιας κατασχετήριας έκθεσης με αριθμό 1639/21-3-2007, με την οποία ορίσθηκε νέα ημερομηνία πλειστηριασμού η 20-6-2007. Κατά την τελευταία ημερομηνία διενεργήθηκε τελικά ο πλειστηριασμός και το ακίνητο κατακυρώθηκε στην πλειοδότρια ............. εταιρεία “................ .......... ....”, με επιτευχθέν πλειστηρίασμα 735.000 ευρώ, το οποίο και καταβλήθηκε στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο Συμβ/φο Αθηνών Βασίλειο Σοφιανόπουλο. Ακολούθησε, ενώπιον του τελευταίου, η διαδικασία αναγγελιών των απαιτήσεων των φερόμενων ως δανειστών και συντάχθηκε, κατόπιν αυτών, ο προσβληθείς με τις ένδικες ανακοπές, υπ’ αριθ. 25.625/25-10-2007, πίνακας κατατάξεως του ανωτέρω Συμβολαιογράφου. Εκτός από την επισπεύδουσα - εκκαλούσα - ανακόπτουσα τράπεζα, που ανήγγειλε νόμιμα την ανωτέρω απαίτησή της, στην διαδικασία του πλειστηριασμού αναγγέλθηκαν ακόμη οι λοιποί εκκαλούντες - ανακόπτοντες, Ελληνικό Δημόσιο, δια της Δ.Ο.Υ. -...... .................., καθώς και οι τράπεζες «............. ............ ......... ..........» και «ΤΡΑΠΕΖΑ ...... ............... ............................», για απαιτήσεις 1.000.000 ευρώ και 200.000 ευρώ η δεύτερη, εξασφαλισμένες με προσημειώσεις από 29-6-2005 και 4-10-2005, αντίστοιχα - και 300.000 ευρώ η πρώτη, εξασφαλισμένη με προσημείωση από 30-8-2005. Επίσης αναγγέλθηκαν, για φερόμενες ως εργατικές απαιτήσεις διάφοροι εργαζόμενοι, (εφεσίβλητοι, βλ. κατωτέρω), και ο δικηγόρος ............... ......................, ( εφεσίβλητος). Μεταξύ των εργαζομένων αναγγελθέντων δανειστών ήταν και οι εξής καθ’ ων οι ανακοπές - εφεσίβλητοι: α) .............. ..................., {3ος στην Α΄ έφεση}, β) .................. .............., {4η στην Α΄έφεση}, γ) .............. .............., {5η στην Α΄ έφεση}, δ) ......... ................, {6η στην Α΄ έφεση}, ε) ............ .........................., {7ος στην Α΄ έφεση, 3ος στην Β΄ έφεση, 2ος στην Γ΄ έφεση και 3ος στην Δ΄ έφεση}, στ) ............. ..............., {8η στην Α΄ έφεση}, ζ) ........ ....................., {9η στην Α΄έφεση}, η) .............. ..........., {10η στην Α΄ έφεση}, θ) ........... .............. {11ος στην Α΄ έφεση}, ι) ................ ................, {12η στην Α΄ έφεση}, ια) ................ ...................{13ος στην Α΄ έφεση}, ιβ) ............. ......................., {14ος στην Α΄ έφεση, 4ος στην Β΄, 3ος στην Γ΄ και 4ος στην Δ΄ έφεση}, ιγ)............ ................., {15ος στην Α΄ έφεση, 5ος στην Β΄, 4ος στην Γ΄ και 5ος στην Δ΄ έφεση} - και ιδ) ................... .........., {16η στην Α΄ έφεση, 6η στην Β΄, 5η στην Γ΄ και 6η στην Δ΄ έφεση}. Όλοι οι ανωτέρω συνέταξαν την από 25-6-2007 κοινή αναγγελία τους, την οποία και επέδωσαν στις 2-7-2007, (βλ. την σχετική ομόχρονη σημείωση του αρμόδιου Δικαστικού Επιμελητή Λάμπρου Σταθονίκου στο προσκομιζόμενο αντίγραφο αυτής). Αυτοί είχαν προσληφθεί από την καθ’ ης ο πλειστηριασμός οφειλέτρια εταιρεία, με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε αυτήν, με διάφορες ειδικότητες, έναντι μηνιαίου μισθού, στις ακόλουθες αντίστοιχα ημερομηνίες προσλήψεως: α) 15.9.2003, β) 18.9.2003, γ) 15.7.1997, δ) 1.10.2003, ε) 4.2.2003, στ) 13.12.1999, ζ) 1.9.2003, η) 1.12.2005, θ) 9.10.2001, ι) 5.4.1993, ια) 17.5.2004, ιβ) 7.9.2001, ιγ) 11.11.1997 και ιδ) 12.5.2003. Οι συμβάσεις εργασίας τους καταγγέλθηκαν, χωρίς να τους καταβληθεί αντίστοιχη αποζημίωση, από την εργοδότρια εταιρεία στις 30.6.2005 για τους α` έως και θ΄, την 1.7.2005 για την ι`, στις 12.7.2005 για τον ια΄ και στις 15.7.2005 για τους ιβ΄, ιγ,΄ιδ΄. Κατά τους ανωτέρω χρόνους καταγγελίας των αντίστοιχων συμβάσεων, οι μηνιαίοι μισθοί τους είχαν διαμορφωθεί, ενόψει των προαναφερθέντων χρόνων της αρχικής προσλήψεώς τους και του είδους της παρεχόμενης από τον καθένα τους εργασίας, στα ακόλουθα ποσά : ο α΄, ως πωλητής, 920,57 ευρώ, η β΄, ως λογίστρια, 1.882 ευρώ, η γ΄, ως υπάλληλος γραφείου, 827,59 ευρώ, η δ΄,ως υπάλληλος γραφείου αυξημένης ευθύνης, 873,90 ευρώ, ο ε΄, ως εξωτερικός υπάλληλος, 776,95 ευρώ, η στ΄, ως βοηθός λογιστή, 1.318 ευρώ, η ζ΄, ως βοηθός λογιστή, 1.285,10 ευρώ, η η΄, ως καθαρίστρια, 829,53 ευρώ, ο θ΄, ως υπάλληλος γραφείου, 1.188,76 ευρώ, η ι΄, ως βοηθός λογιστή, 1.457,74 ευρώ, ο ια΄, ως υπάλληλος χειριστής scanner, 2.414,06 ευρώ, ο ιβ΄, ως οδηγός, 1.211,11 ευρώ, ο ιγ΄, ως υπάλληλος αποθήκης, 866,04 ευρώ και η ιδ΄, ως εμπορική διευθύντρια, 5.673,48 ευρώ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στους ανωτέρω εργαζομένους εξακολουθούν να οφείλονται εκ της εργασίας τους τα ακόλουθα ποσά, που εμπίπτουν μέσα στην καλυπτόμενη από το προνόμιο του άρθρου 975 περ. 3 ΚΠολΔ. διετία : - Α. Ο πρώτος ......... .........., δικαιούται: 1) Για νόμιμη, λόγω απόλυσής του αποζημίωση, το ποσό των 2.148,00 €, [ ήτοι 920,57 Χ 2 = 1841,14 + 306,86 €, (=1841,14 : 6 ), σύνολο αποζημίωσης 2.148,00 €], -2) Για μισθό Ιουνίου 2005: 736,46 €, -3) Για επίδομα αδείας έτους 2005, το ποσό των 368,23 €, -4) Για αποδοχές άδειας έτους 2005, το ποσό των 618,83 € και -5) Για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων του 2005 : 191,79 €. Δηλαδή συνολικά 4.063,31 €.- Β. Η δεύτερη ........... , δικαιούται: 1) Για νόμιμη, λόγω απόλυσής της αποζημίωση, το ποσό των 6.587,00 €, [ ήτοι 1882,00 Χ 3 μήνες = 5.646.00 + (5646,00: 6 = ) 941,00 €], -2) Για μισθό Ιουνίου 2005, 1.347,40 €, -3) Για επίδομα αδείας έτους 2005, το ποσό των 673,70 ευρώ, -4) Για αποδοχές άδειας έτους 2005, ποσό 1.731,44 €, -5) Για επίδομα ισολογισμού του οικονομικού έτους από 1.1.2004 έως 30.6.2005 (υπερδωδεκάμηνη χρήση), 1347,40 €, και -6) Για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2005: 458,58 €. Δηλαδή συνολικά 12.145,00 ευρώ.- Γ. Η τρίτη ............... ..............., δικαιούται: 1) Για νόμιμη, λόγω απόλυσής της, αποζημίωση, το ποσό των 3.862,09 ευρώ, [ ήτοι 827,59 Χ 4 μήνες = 3310,36 + (3310,36:6 =) 551,73 € ], -2) Για μισθό Ιουνίου 2005, 662,07 €, -3) Για επίδομα αδείας έτους 2005, το ποσό των 331,04 ευρώ, -4) Για αποδοχές άδειας έτους 2005, 496,55 € και -5) Για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2005, 172,41 €. Δηλαδή συνολικά 5.524,16 €. - Δ. Η τέταρτη............ .................., δικαιούται: 1) Για νόμιμη, λόγω της απόλυσής της αποζημίωση, το ποσό των 2.039,10 €, [ ήτοι 873,90 Χ 2 μήνες = 1747,80 + (1747,80 :6 =) 291,30 € ], -2) Για μισθό Ιουνίου 2005, ποσό 699,12 €, -3) Για επίδομα αδείας έτους 2005, το ποσό των 349,56 €, -4) Για άδεια έτους 2005, ποσό 664,16 € και -5) Για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2005, ποσό 182,07 €. Δηλαδή συνολικά 3.934,01 €. - Ε. Ο πέμπτος ........... ........................... δικαιούται: 1) Η γενόμενη εκ μέρους της εργοδότριάς του την 30.6.2005 καταγγελία της από 4.2.2003 σύμβασης εργασίας του, (με μηνιαίο ακαθάριστο μισθό 776,95 € και καταβλητέο καθαρό 704,30 €), είναι άκυρη, αφού δεν του καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση, ( άρθρο 5 § 3 ν. 3198/1955, σε συνδυασμό με άρθρο 1 § 1 ν. 2112/92 ), ώστε η κατόπιν τούτου άρνηση αυτής να αποδεχθεί τις, από την άκυρη καταγγελία (30.6.2005) και έως την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού, (31-1-2007), νόμιμα προσφερόμενες από τον ως άνω εφεσίβλητο υπηρεσίες του, κατέστησε την ίδια υπερήμερη, με συνέπεια να του οφείλει τους ακόλουθους μισθούς υπερημερίας, ήτοι 776,95 € μηνιαίως Χ 19 μήνες = 14.762,05 ευρώ και όχι επί 24 μήνες, μέχρι την 20-6-2007 ημερομηνία πραγματικής διενέργειας του πλειστηριασμού, όπως έγινε δεκτό στον προσβαλλόμενο πίνακα. -2) Για δεδουλευμένο μισθό Ιουνίου 2005, ποσό 704,30 €. -3) Για επίδομα αδείας έτους 2005, ποσό 352,15 €. -4) Για άδεια έτους 2005, ποσό 704,30 €. -5) Για Δώρο Χριστουγέννων 2005, ποσό 704,30 €. Δηλαδή συνολικά 17.227,10 €. Ως προς το κεφάλαιο των υπερωριών, νόμιμων και παράνομων, για τις οποίες έχει αναγγελθεί ο τελευταίος, πέραν της αοριστίας τους, αφού δεν προσδιορίζεται αν οι νόμιμες υπερωρίες περιέχουν ή όχι και ώρες υπερεργασίας ή αν έγιναν με τήρηση των νόμιμων προϋποθέσεων, (άρθρο 4 παρ.παρ. 1 και 2 του ν. 2874/2000), αυτές αποβαίνουν εν όλω αναπόδεικτες και αβάσιμες, καθόσον για την πραγματοποίησή τους δεν προσκομίζεται κανένα αποδεικτικό μέσο, εκτός από την προαναφερθείσα υπ’ αριθ. 2687/6-2-2007, ένορκη βεβαίωση, η οποία λήφθηκε στο πλαίσιο της δίκης για την συναφή εργατική διαφορά, ώστε εκτιμάται ως τεκμήριο και κρίνεται πως δεν είναι αξιόπιστη, αφού η καταθέσασα με αυτήν μάρτυρας δεν διευκρινίζει πως, που, πότε και με ποία ιδιότητα περιήλθαν σε γνώση της, «εξ ιδίας αντιλήψεως», όσα καταθέτει, ως «αναμφισβήτητα» γεγονότα, περί της πραγματοποιήσεως υπερωριών από τον εφεσίβλητο. -ΣΤ. Η έκτη ..................... .............. δικαιούται : 1) Για νόμιμη λόγω της απόλυσής της αποζημίωση, το ποσό των 4.613,00 €, [ ήτοι 1.318,00 Χ 3 μήνες = 3954,00 + (3954 : 6 = ) 659,00 € ], - 2) Για μισθό Ιουνίου 2005, 1024,00 €, - 3) Για επίδομα αδείας έτους 2005, το ποσό των 512,34 €, - 4) Για άδεια έτους 2005, 1.318,00 €, - 5) Για επίδομα ισολογισμού οικονομικού έτους από 1.1.2004 έως 30.6.2005, (υπερδωδεκάμηνη χρήση), 1.024,68 €, και - 6) Για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2005, 301,86 €. Δηλαδή συνολικά: 8.775,88 €. -Ζ. Η έβδομη .............. ....................... δικαιούται : 1) Για νόμιμη, λόγω απόλυσής της, αποζημίωση, το ποσό των 2.998,57 €, [ ήτοι 1285,10 Χ 2 μήνες = 2570,20 + (2570,20 : 6 = ) 428,37 € ], - 2) Για μισθό Ιουνίου 2005, ποσό 1005,36 €, - 3) Για επίδομα αδείας έτους 2005, το ποσό των 502,68 €, - 4) Για άδεια έτους 2005, 1.285,10 €, - 5) Για επίδομα ισολογισμού οικονομικού έτους από 1.1.2004 έως 30.6.2005, (υπερδωδεκάμηνη χρήση), 1005,36 €, και - 6) Για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2005, ποσό 292,81 €. Δηλαδή συνολικά : 7.089,88 €. - Η. Η όγδοη .................. (..................... ) ....... δικαιούται : 1) Για νόμιμη, λόγω απόλυσής της, αποζημίωση, το ποσό των 4.838,93 €, [ ήτοι 829,53 Χ 5 μήνες =4.147,65 + (4147,65 : 6 =) 691,28 € ], -2) Για μισθό Ιουνίου 2005, 635,00 €, -3) Για επίδομα αδείας έτους 2005, το ποσό των 317,50€, -4) Για άδεια έτους 2005, ποσό 829,53 €, -5) Για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2005, 165,36 €. Δηλαδή συνολικά : 6.846,32€. - Θ. Ο ένατος ......... .......... δικαιούται: 1) Για νόμιμη λόγω της απόλυσής του αποζημίωση, το ποσό των 2.773,77 €, [ ήτοι 1.188,76 Χ 2 μήνες = 2377,52 + (2377,52 : 6=) 396,25 € ], -2) Για μισθό Ιουνίου του 2005, ποσό 923,55 €, -3) Για επίδομα αδείας έτους 2005, το ποσό των 461,78 €, -4) Για άδεια έτους 2005, ποσό 760,81€, -5) Για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων έτους 2005 ποσό 254,32 €. Δηλαδή συνολικά: 5.174,23 ευρώ. - Ι. Η δέκατη ................... ............................................ δικαιούται: 1) Για νόμιμη, λόγω απόλυσής της, αποζημίωση, το ποσό των 13.598,67 €, [ήτοι 1.457,00 Χ 8 μήνες = 11.656,00 € + ( 11.656,00 € :6 = ) 1.942,67 € ], -2) Για μισθό Ιουνίου 2005, ποσό 1.107,74 €, - 3) Για επίδομα αδείας έτους 2005, το ποσό των 553,87 €, - 4) Για άδεια έτους 2005, το ποσό των 1.107,32 €, - 5) Για επίδομα ισολογισμού οικονομικού έτους από 1.1.2004 έως 30.6.2005, (υπερδωδεκάμηνη χρήση), 1.107,74 ευρώ, και - 6) Για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2005, ποσό 338,60 €. Δηλαδή συνολικά 17.813,94€. - ΙΑ. Ο ενδέκατος ............... ................. δικαιούται: 1) Για νόμιμη, λόγω της απόλυσής του, αποζημίωση, το ποσό των 5.632,81 €, [ ήτοι 2.414,06 € Χ 2 μήνες = 4.828,12 + (4828,12 : 6 =) 396,25 € ], -2) Για μισθό Ιουνίου 2005, ποσό 1.624,16 €, -3) Για επίδομα αδείας έτους 2005, το ποσό των 812,08 ευρώ, -4) Για άδεια έτους 2005, ποσό 2.414,06 €, -5) Για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2005, ποσό 528,69 €. Δηλαδή συνολικά: 11.661,46 ευρώ. - ΙΒ. Ο δωδέκατος ........ ...................δικαιούται : 1) Για νόμιμη, λόγω της απόλυσής του, αποζημίωση, το ποσό των 2.825,92, [ ήτοι 1.211,11 € Χ 2 μήνες = 2.422,22 + (2422,22: 6 =) 403,70 € ], -2) Για μισθό Ιουνίου 2005, ποσό 906,42 €, -3) Για μη καταβληθείσες αποδοχές από 1/7 έως 15/7 του 2005, ποσό 453,21 €, -4) Για επίδομα αδείας έτους 2005, το ποσό των 453,21 €, -5) Για άδεια έτους 2005, ποσό 1.211,11 €, -6) Για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2005, ποσό 295,06 €. Δηλαδή συνολικά: 6.144,93 €. Περαιτέρω ως προς το κεφάλαιο των υπερωριών, νόμιμων και παράνομων, για τις οποίες έχει αναγγελθεί ο τελευταίος, πέραν της αοριστίας τους, αφού δεν προσδιορίζεται αν οι νόμιμες υπερωρίες περιέχουν ή όχι και ώρες υπερεργασίας ή αν έγιναν με τήρηση των νόμιμων προϋποθέσεων, (άρθρο 4 παρ.παρ. 1 και 2 του ν. 2874/2000), αυτές αποβαίνουν εν όλω αναπόδεικτες και αβάσιμες για τον ίδιο λόγο που αναφέρθηκε προηγουμένως και ως προς τον πέμπτο (Ε) εφεσίβλητο. - ΙΓ. Ο δέκατος τρίτος ............ ............. δικαιούται: 1) Για νόμιμη, λόγω της απόλυσής του αποζημίωση, το ποσό των 4.041,52 €, [ήτοι 866,04 € Χ 4 μήνες = 3.464,16 + (3464,16 : 6 = ) 577,36 € ], -2) Για μισθό Ιουνίου 2005, ποσό 699,76 €, -3) Για δεδουλευμένες αποδοχές από 1/7 έως 15/7 του 2005, ποσό 349,88 €, -4) Για επίδομα αδείας έτους 2005, το ποσό των 349,88 €, -5) Για άδεια έτους 2005, ποσό 866,04 €, -6) Για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2005, ποσό 227,79 €. Δηλαδή συνολικά: 6.534,87 ευρώ. Περαιτέρω ως προς το κεφάλαιο των υπερωριών, νόμιμων και παράνομων, για τις οποίες έχει αναγγελθεί ο τελευταίος, πέραν της αοριστίας τους, αφού δεν προσδιορίζεται αν οι νόμιμες υπερωρίες περιέχουν ή όχι και ώρες υπερεργασίας ή αν έγιναν με τήρηση των νόμιμων προϋποθέσεων, (άρθρο 4 παρ.παρ. 1 και 2 του ν. 2874/2000), αυτές αποβαίνουν εν όλω αναπόδεικτες και αβάσιμες για τον ίδιο λόγο που αναφέρθηκε προηγουμένως και ως προς τον πέμπτο (Ε) εφεσίβλητο. - ΙΔ. Η δέκατη τέταρτη Βασιλική Δαύτσιου, δικαιούται τα ακόλουθα ποσά : 1) Η εφεσίβλητη αυτή προσλήφθηκε από την καθ’ ης ο πλειστηριασμός στις 12.5.2003, δυνάμει της από 4.4.2003 έγγραφης σύμβασης εργασίας αόριστου χρόνου, ως Εμπορική Διευθύντρια, με μηνιαίες καθαρές αποδοχές 3.370,00 €, ενώ οι μηνιαίες ακαθάριστες αποδοχές της ανέρχονταν, στις 15.7.2005, ημερομηνία κατά την οποία η εργοδότρια της κοινοποίησε την απόλυσή της, ( με αναγραφόμενη ως τελευταία ημέρα εργασίας την 30.6.2005, αν και πράγματι εργαζόταν κανονικά μέχρι και την 15.7.2005 ), στο ποσό των 5.673,48 ευρώ. Η ανωτέρω καταγγελία της καθ’ όλα έγκυρης σύμβασης εργασίας της ήταν άκυρη, σύμφωνα με το άρθρο 15 ν. 1483/84, αφού αυτή είχε συμπληρώσει τότε τον 3° μήνα της κυήσεώς της, (βλ. την από 26-7-2005 βεβαίωση του ιατρού - μαιευτήρα ............ ..... και την από 13-1-2006 βεβαίωση του Μαιευτηρίου «.........» περί του ότι ο τοκετός έλαβε χώρα στις 9-1-2006, οι οποίες νόμιμα προσκομίζονται με επίκληση ), χωρίς να προσαπαιτείται, κατά νόμο, για την επέλευση της ακυρότητας, όπως το γεγονός της εγκυμοσύνης είναι γνωστό στην εργοδότρια, (βλ. ΑΠ 1682/2010 ΔΕΕ 2011. 1069 και ΝΟΜΟΣ ). Επομένως, η τελευταία, με την άρνησή της να αποδεχθεί τις νόμιμα προσφερόμενες υπηρεσίες της, μετά την άκυρη καταγγελία, περιήλθε σε υπερημερία. Η υπερημερία αυτή διήρκεσε επί 17,5 μήνες μετά από την άκυρη καταγγελία, ήτοι μέχρι την 31-12- 2006, δηλαδή διάστημα περιλαμβανόμενο εντός της διετίας πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού στις 31-1-2007, η οποία καλύπτεται από το προνόμιο του άρθρου 975 περ.3 του ΚΠολΔ., σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες νομικές σκέψεις, όπως ισχυρίζεται η εφεσίβλητη στο περιεχόμενο της αναγγελίας της. Κατόπιν τούτου από την εν λόγω αιτία οφείλεται στην εφεσίβλητη το ποσό των 99.285,90 ευρώ, (= 5.673,48 € μηνιαίως Χ 17,5 μήνες), για το οποίο και έχει καταταχθεί. -2) Για μη καταβληθέντα μισθό Ιουνίου 2005, ποσό 5.673,48 ευρώ. -3) Για μη καταβληθέντα μισθό από 1.7.2005 έως 15.7.2005, ποσό 2.836,74 €. -4) Για επίδομα αδείας έτους 2005, ποσό 2.836,74 €. -5) Για άδεια έτους 2005, ποσό 5.673,48 €. -6) Για Δώρο Χριστουγέννων 2005, ποσό 5.909,84 €. -7) Για Δώρο Πάσχα 2006, ποσό 2.954,92 €. -8) Για επίδομα αδείας έτους 2006, ποσό 2.836,74 €. -9) Για άδεια έτους 2006, ποσό 5.673,48 €. -10) Για Δώρο Χριστουγέννων 2006, ποσό 5.909,84 €. Δηλαδή συνολικά ( 1 έως 10 ) : 139.591,16 €. Περαιτέρω, όσον αφορά το κονδύλιο για πρόσθετη αμοιβή της τελευταίας εφεσίβλητης, ύψους 1% επί των καθαρών πωλήσεων της εργοδότριας εταιρείας, λεκτέα τα ακόλουθα : Με τον όρο 5 εδ. β΄ της ανωτέρω, από 4.4.2003, σύμβασης εργασίας συμφωνήθηκε πράγματι πρόσθετη αμοιβή της εφεσίβλητης σε ποσοστό 1% επί των καθαρών πωλήσεων εκτυπωτικών εργασιών, (εταιρικά έντυπα, φυλλάδια κλπ.). Η εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι οι πωλήσεις αυτές ανέρχονταν, αμέσως πριν από την απόλυσή της, τουλάχιστον σε 3.000.000 € ετησίως, δηλ. 250.000 ευρώ μηνιαίως, με βάση τα αποτελέσματα του ισολογισμού της περιόδου από 1-1-2004 έως 30-6-2005, και έκτοτε συνέχισαν να κυμαίνονται στα ίδια επίπεδα, μέχρι την 31-12-2006, με αποτέλεσμα να δικαιούται από την αιτία αυτή το ποσό των 43.750 €, το οποίο, μετά βεβαιότητας και κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, θα εισέπραττε, κατά τους επόμενους της απολύσεώς της 17,5 μήνες, (ήτοι 1% Χ 250.000,00 € Χ 17,5 μήνες = 43.750,00 € ). Όμως, όπως προκύπτει από το, προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την ίδια εφεσίβλητη, δελτίο εργατικής διαφοράς υπ’ αριθ. 203/2005, στις 25-8-2005 εμφανίσθηκε αυτή στον Επιθεωρητή Εργασίας και δήλωσε ότι η εργοδότρια εταιρεία παρουσίαζε λειτουργικά προβλήματα. Λαμβανομένου υπόψη και ότι από 30-6-2005 μέχρι 15-7-2005 η εταιρεία απέλυσε σημαντικό τμήμα του προσωπικού της, (βλ. τις προαναφερθείσες καταγγελίες), ενώ στον αμέσως προηγούμενο ισολογισμό είχε εμφανίσει ζημίες, (βλ. αυτόν προσκομιζόμενο σε φωτοαντίγραφο), συνάγεται ότι αυτή μετά την 15-7-2005 παρουσίαζε πλέον ελάχιστες έως μηδενικές πωλήσεις λόγω σοβαρών οικονομικών προβλημάτων. Ενισχυτικό του ανωτέρω συμπεράσματος είναι και το γεγονός ότι μέσα στους επόμενους μήνες διάφοροι πιστωτές της υπέβαλαν τις από 21-7-2005 και 22-9-2005/16-1-2006 αιτήσεις τους, (βλ. αυτές προσκομιζόμενες), περί πτωχεύσεως και θέσεως αυτής σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης του άρθρου 46 του ν. 1892/1990, αντίστοιχα, ( επί των οποίων, πάντως, δεν προκύπτει ότι είχε εκδοθεί απόφαση μέχρι τον επίδικο πλειστηριασμό ). Επομένως, η εφεσίβλητη δεν δικαιούται καθόλου πρόσθετη αμοιβή σε ποσοστό 1% επί των πραγματοποιηθεισών πωλήσεων, ύψους 43.750 ευρώ, όπως ζήτησε με την αναγγελία της, αφού τέτοιες πωλήσεις δεν αποδείχθηκε ότι υπήρξαν. Οι απαιτήσεις των ανωτέρω εφεσιβλήτων, καλύπτονται όλες πλήρως από το προαναφερόμενο προνόμιο και έχουν επιδικασθεί σε αυτούς και σε βάρος της οφειλέτριας, (στην έκταση που γίνονται δεκτές ως αποδεικνυόμενες κατά τα ανωτέρω ), με την υπ’ αριθ. 2637/2007 απόφαση του Μον/λούς Πρωτοδικείου Αθηνών, διαδικασίας εργατικών διαφορών, η οποία έγινε τελεσίδικη, (βλ.την υπ’ αριθ. 3648Δ/8-4-2009 έκθεση επιδόσεως του Δικαστ. Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Λάμπρου Σταθονίκου, σε συνδ. με το πιστοποιητικό περί μη ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά της τελευταίας αποφάσεως με αριθ. 6967/28-5-2009 του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών), ώστε παράγει δεδικασμένο μεταξύ των πιο πάνω διαδίκων. Το δεδικασμένο αυτό δεν δεσμεύει μεν τους εκκαλούντες - ανακόπτοντες της παρούσας δίκης, που δεν ήταν διάδικοι στην δίκη εκείνη, (ΑΠ 1666/2003 ΕλΔ. 46.1716 και ΝΟΜΟΣ), αλλά αυτό δεν εμποδίζει από το να ληφθεί υπόψη η απόφαση αυτή για την ορθή κατάταξη των ως άνω εφεσιβλήτων για τις ανωτέρω αποδεικνυόμενες απαιτήσεις τους, προνομιακά και όχι τυχαία αλλά οριστικά. Η αντένσταση των εκκαλουσών - ανακοπτουσών Τραπεζών, περί εικονικότητας των εργασιακών συμβάσεων και των φερόμενων ως συμφωνηθεισών με αυτές αμοιβών όλων των ανωτέρω εφεσιβλήτων και ειδικότερα της τελευταίας, η οποία λαμβάνεται υπόψη ως προβληθείσα και από το εκκαλούν - ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της συνδέουσας τους εκκαλούντες αναγκαστικής ομοδικίας, κατ’ άρθρο 76 ΚΠολΔ., αφού αυτοί προσβάλλουν τις ίδιες απαιτήσεις των αντιδίκων τους και υπάρχει ανάγκη σύγκρισης και των δικών τους απαιτήσεων μεταξύ τους, έτσι ώστε δεν είναι δυνατή η έκδοση αντίθετων αποφάσεων για κάθε έφεση, (βλ. ΑΠ 1321/09, 1229/08, 1226/06 ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 5471/2011), δεν αποδείχθηκε και πρέπει ν’ απορριφθεί. Περαιτέρω, ως προς την εφεσίβλητη ............. ................... αποδείχθηκαν από τα ίδια αποδεικτικά μέσα, (εκτός από την ένορκη βεβαίωση που αφορά τον .......... ................), τα ακόλουθα: - Αυτή είχε προσληφθεί αρχικά, στις 12-9-2002, ως πωλήτρια στην εταιρεία «............. - ............. ..................», η οποία ήταν συμφερόντων των ιδίων φυσικών προσώπων με την καθ’ ης ο επίδικος πλειστηριασμός και είχε παρόμοιο εμπορικό σκοπό με την τελευταία. Δεδομένου ότι η αρχική εργοδότριά της αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, η εφεσίβλητη απολύθηκε τον Απρίλιο του 2005. Επειδή, όμως ήταν ικανή και έμπειρη πωλήτρια, άγουσα τότε το 59ο έτος της ηλικίας της, αυτή προσλήφθηκε άμεσα από την καθ’ ης ο πλειστηριασμός, με σύμβαση που καταρτίσθηκε στις 12-4-2005, (βλ. αυτή προσκομιζομένη), με την προσδοκία ότι θα μπορούσε με τις ικανότητες της να προωθήσει τις πωλήσεις της εν λόγω εταιρείας και να αναστρέψει τα δυσμενή οικονομικά αποτελέσματα, τα οποία είχε αρχίσει να εμφανίζει και η νέα εργοδότριά της. Η σύμβασή της ήταν ορισμένου χρόνου με διάρκεια από 1-6-2005 έως 31-5-2007 και ο συμφωνηθείς μισθός ήταν 4.500 ευρώ, μικτά, ανά μήνα. Η νέα εργοδότρια δεν κατέστη δυνατόν να ανακάμψει, έτσι ώστε, (αφού προηγουμένως απέλυσε τους προαναφερθέντες εφεσιβλήτους), έπαυσε από την 30- 12-2005 να αποδέχεται τις υπηρεσίες και της εν λόγω εφεσίβλητης, προβαίνοντας συγχρόνως σε άκυρη καταγγελία της ανωτέρω συμβάσεως εργασίας της. Έκτοτε περιήλθε σε υπερημερία εργοδότη, με συνέπεια να της οφείλει τακτικούς μισθούς και λοιπές αποδοχές υπερημερίας, (Δώρα, άδεια κλπ. ), εκ των οποίων καλύπτονται από το προαναφερόμενο προνόμιο, της πριν από την ημερομηνία του πρώτου πλειστηριασμού διετίας, οι του διαστήματος από 31-12-2005 μέχρι 31-1- 2007, (δηλ. επί 13 μήνες). Οι αποδοχές υπερημερίας δεν εξαρτώνται από την τρίμηνη προθεσμία για την άσκηση αγωγής, όπως οι απαιτήσεις που πηγάζουν άμεσα από άκυρη καταγγελία, κατά το άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 3198/1955, διότι η σχετική αξίωση δεν έχει ως βάση την ακυρότητα της τυχόν υπάρχουσας καταγγελίας, αλλά η μεν ύπαρξη της καταγγελίας αποτελεί ένσταση του εργοδότη, η δε ακυρότητα αυτής αντένσταση του εργαζομένου, ( βλ. ΑΠ 192/2009 ΝΟΜΟΣ ). Επομένως, ορθά αναγγέλθηκε, για τα οφειλόμενα, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, ποσά, η εφεσίβλητη και κατατάχθηκε αντίστοιχα στον επίδικο πίνακα, παρά το ότι η σχετική αγωγή της απορρίφθηκε, ακολούθως, ως προς το εν λόγω κονδύλιο, με την υπ’ αριθ. 153/2008 απόφαση του Μον/λούς Πρωτοδικείου Αθηνών, διαδικασίας εργατικών διαφορών, ως απαράδεκτη, λόγω μη τηρήσεως της προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3198/1955, εκ της οποίας, (αποφάσεως), δεν παράγεται δεδικασμένο στην προκειμένη δίκη για την ουσιαστική βασιμότητα της απαιτήσεως. Σε κάθε περίπτωση, οι εν λόγω αποδοχές δεν οφείλονται μόνο λόγω της υπερημερίας, αλλά και δυνάμει ιδιαίτερης συμβατικής ρήτρας, (βλ. όρο Β΄ της συμβάσεως), κατά την οποία, σε περίπτωση καταγγελίας από την εργοδότρια, αυτή θα οφείλει όλες τις αποδοχές του εναπομένοντος, μέχρι τη συμφωνημένη λήξη της σύμβασης, χρόνου. Εικονικότητα της ως άνω εργασιακής συμβάσεως δεν αποδείχθηκε. Τα οφειλόμενα ποσά, για το μετά την καταγγελία μέχρι και την ημερομηνία του πρώτου πλειστηριασμού χρονικό διάστημα, (31-12-2005 έως 31-1-2007), έχουν ως εξής : α) Μισθοί, 4.500 ευρώ Χ 13 μήνες = 58.500 ευρώ, β) Δώρο Πάσχα 2006, 2.343,74 ευρώ, γ) Επίδομα αδείας 2006, 2.250 ευρώ, δ) Αποδοχές αδείας 2006, 4.500 ευρώ, ε) Δώρο Χριστουγέννων 2006, 4.687,47 ευρώ. Ήτοι σύνολο 72.281,21 ευρώ, αντί 99.960,88 ευρώ, ποσό για το οποίο αναγγέλθηκε και κατατάχθηκε από την ανωτέρω αιτία. Περαιτέρω, ενώ η ίδια εργάσθηκε κανονικά από 1-6-2005 μέχρι 30-12-2005, δηλαδή επί επτά (7), συνεχώς, μήνες, στην καθ’ ης ο επίδικος πλειστηριασμός και δικαιούνταν για την εργασία της το συνολικό ποσό των 40.500 ευρώ, [ αθροιζόμενο από : α) μισθούς 7 μηνών, 31.500 ευρώ, ( = 7 μ. Χ 4.500 ε. ), β) επίδομα αδείας 2005 αναλογικά, 2.500 ευρώ, γ) αποδοχές αδείας αναλογικά, 2.530 ευρώ και δ) Δώρο Χριστουγέννων 2005 αναλογικά, 3.970 ευρώ ], έλαβε πράγματι έναντι των απαιτήσεών της αυτών από την εργοδότριά της μόνο 7.500 ευρώ. Επομένως, εξακολουθούν να της οφείλονται 33.000 ευρώ, (= 40.500 - 7.500 ε.). Η ίδια, όμως, αναγγέλθηκε και κατατάχθηκε για 20.550,36 ευρώ από το τελευταίο συνολικά οφειλόμενο ποσό, όπως είχε ζητήσει με αγωγή και της επιδικάσθηκε με την υπ’ αριθ. 153/08 απόφαση του Μον/λούς Πρωτοδικείου Αθηνών. - Αφετέρου ως προς το κονδύλιο των 15.750 ευρώ, για το οποίο επίσης έχει αναγγελθεί και κατατάχθηκε και το οποίο αφορά την αποζημίωση απολύσεως, που αρχικά της όφειλε η προηγούμενη εργοδότριά της εταιρεία «.............. ................... ..........», αλλά ανέλαβε να της καταβάλει η καθ’ ης ο πλειστηριασμός με σύμβαση αναδοχής χρέους, περιεχόμενη στην ίδια την επίδικη εργασιακή της σύμβαση, η απαίτησή της δεν εξοπλίζεται με το ανωτέρω προνόμιο, αφού δεν τελεί σε άμεσο αιτιώδη σύνδεσμο με την παροχή της εργασίας, ούτε, άλλωστε, μπορεί να δημιουργηθεί προνόμιο από την ιδιωτική βούληση, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα νομική σκέψη υπό στοιχείο V-1 στο τέλος. -Επομένως, συνολικά, της οφείλονται και πρέπει να καταταχθεί προνομιακά, αλλά τυχαία, ( μέχρι την τελεσίδικη επιδίκαση των απαιτήσεών της ), 92.831,57 ευρώ, (=72.281,21 + 20.550,36 ευρώ) και όχι 136.261,24 ευρώ, για τα οποία έχει καταταχθεί στον προσβαλλόμενο πίνακα. Όσον αφορά τον εφεσίβλητο ................ ......................, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα, (εκτός από την ένορκη βεβαίωση που αφορά τον ............ ..............), προέκυψαν τα ακόλουθα: - Μεταξύ της καθ’ ης ο επίδικος πλειστηριασμός εταιρείας και του ανωτέρω εφεσιβλήτου καταρτίστηκε στις 1-8-2003 σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, δυνάμει της οποίας ο τελευταίος ανέλαβε την υποχρέωση να παράσχει σε αυτήν τις υπηρεσίες του με την ειδικότητα του βοηθού πιεστή (λιθογράφου), επί 5ήμερο και με εναλλασσόμενο εβδομαδιαίο ωράριο, (6 π.μ. - 14 μ.μ. και 14 μ.μ. - 22 μ.μ.). Στις 26-11-2004, η εργοδότρια προέβη σε αδικαιολόγητη καταγγελία της εν λόγω συμβάσεως εργασίας του εφεσιβλήτου, η οποία ήταν, συνεπώς, άκυρη και, έκτοτε, έπαυσε να αποδέχεται τις υπηρεσίες του, περιελθούσα σε υπερημερία εργοδότη και οφείλουσα, ως εκ τούτου, αντίστοιχους μηνιαίους μισθούς και λοιπές αποδοχές υπερημερίας προς αυτόν. Για τις αποδοχές αυτές, προσδιοριζόμενες στο χρονικό διάστημα από 27-11-2004 μέχρι και 30-10-2005, καθώς και υπερωρίες, που φέρεται ότι είχε πραγματοποιήσει από την πρόσληψή του μέχρι τον Ιούνιο του 2004, ο εφεσίβλητος άσκησε κατά της εργοδότριάς του την από 29-12-2004 και με αριθμό καταθέσεως 5638/04 αγωγή του. Επ’ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 1849/06 απόφαση του Μον/λούς Πρωτοδικείου Αθηνών, διαδικασίας εργατικών διαφορών, με την οποία έγιναν δεκτά τα κονδύλια των αποδοχών υπερημερίας, ύψους 15.934 ευρώ, μέρος των οποίων, εκ 5.000 ευρώ, κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστό, ενώ απορρίφθηκε το κονδύλιο των υπερωριών. Κατόπιν ασκήσεως εφέσεων κατά της ανωτέρω αποφάσεως και από τους δύο διαδίκους, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1392/2009 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία επικυρώθηκε τελεσίδικα η πρωτόδικη, ως προς το επιδικασθέν κονδύλιο και, επιπλέον, επιδικάσθηκαν και 1.101,29 ευρώ στον ............... ....................., για πραγματοποιηθείσες και μη καταβληθείσες διαφορές υπερωριών μέχρι τον Ιούνιο του 2004. Οι επιδικασθείσες πρωτόδικα απαιτήσεις του τελευταίου αναγγέλθηκαν στο επίδικο πλειστηριασμό και κατατάχθηκαν προνομιακά στον προσβαλλόμενο πίνακα, (μαζί με τους τόκους και τα δικαστικά κλπ. έξοδα), κατά το συνολικό ποσό των 21.660,55 ευρώ, εκ των οποίων 16.606,55 ευρώ τυχαία και 5.000 ευρώ οριστικά. Με βάση τον χρόνο γεννήσεως των ως άνω τελεσίδικα επιδικασμένων απαιτήσεων του εφεσιβλήτου, (βλ. για τον χρόνο αυτόν, ....... ........................., Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 5η έκδ. σελ. 310-314), καλύπτονται από το προνόμιο του άρθρου 975 περ. 3 του ΚΠολΔ., σύμφωνα με όσα εκτίθενται στις προπαρατεθείσες νομικές σκέψεις, όσες εμπίπτουν στο χρονικό διάστημα από 1-2-2005 έως 31-1-2007, (= ημερομηνία πρώτου πλειστηριασμού ), δηλαδή τα ακόλουθα κονδύλια: (α) μισθοί υπερημερίας 7 μηνών, από 1-2-2005 έως 31-8-2005, συνολικού ύψους 8.577,66 ευρώ, ( = 7 μ. Χ 1.225,38 ευρώ ), με βάση την Κλαδική ΣΣΕ των εργαζομένων στην εκτυπωτική βιομηχανία με αριθ. 29/2005, (β) μισθοί υπερημερίας 2 μηνών, από 1-9-2005 μέχρι 30-10-2005, συνολικού ύψους 2.526,68 ευρώ, ( = 2 μ. Χ 1.263,34 ευρώ ), με βάση την ίδια Κλαδική ΣΣΕ, (γ) Δώρο Πάσχα 2005, 612,69 ευρώ, (δ) Επίδομα Άδειας 2005, 612,69 ευρώ, ήτοι συνολικά 12.329,72 ευρώ. Αντίθετα δεν καλύπτονται από το εν λόγω προνόμιο οι επιδικασθείσες αποδοχές υπερημερίας από την επομένη της άκυρης απολύσεως ημερομηνία, ( 27-11-2004 ), έως την 31-1-2005, καθώς και όλες οι διαφορές υπερωριών, που αφορούν τα έτη 2003-2004. Επομένως, ο υπόψη εφεσίβλητος πρέπει να καταταχθεί τελικά για ποσό 12.329,72 ευρώ, προνομιακά, αντί για το ποσό των 21.606,55 ευρώ, που κατατάχθηκε στον προσβαλλόμενο πίνακα. -Όσον αφορά τον εφεσίβλητο ...... .........., αποδείχθηκαν, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα και από την ένορκη βεβαίωση υπ’ αριθ. 5226/09 ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εν λόγω εφεσίβλητος εργαζόταν αρχικά ως υπάλληλος, από την 21-2-1992, στην εταιρεία «............................ .................. ........». Στις 11-2-2003 έπαυσε να εργάζεται στην προηγούμενη εταιρεία και συνήψε νέα σύμβαση εργασίας αόριστου χρόνου με την καθ’ ης ο πλειστηριασμός εταιρεία, (νέα εργοδότρια), όμοιου αντικειμένου και συμφερόντων με την προηγούμενη. Η ειδικότητά του ήταν «ρολοφορέας», το κανονικό του ωράριο ήταν 40 ώρες ανά εβδομάδα και οι αποδοχές του έγινε συμβατικά δεκτό ότι θα προσδιορίζονταν με βάση και την προϋπηρεσία του στην προηγούμενη εταιρεία. Οι υπερωρίες του ορίζονταν στο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 65%. Τον Ιούνιο του 2005 οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές ανέρχονταν σε 1.278,35 ευρώ, ήτοι καθαρός μισθός 1.047 ευρώ. Στις 10-6-2005 η εργοδότρια εταιρεία τον απέλυσε αδικαιολόγητα με άκυρη καταγγελία. Κατά την απόλυσή του, ο εκπρόσωπος της εταιρείας του γνωστοποίησε ότι, λόγω ελλείψεως ρευστότητας, θα του μεταβίβαζαν, για εξασφάλιση των, μέχρι τότε γεννημένων και περαιτέρω, εξαιτίας της απολύσεώς του προκυψασών, εργατικών απαιτήσεών του, μία αντίστοιχου ποσού τραπεζική επιταγή. Πράγματι, για την αιτία αυτή, εκδόθηκε, στις 29-6-2005, από την εργοδότρια εταιρεία η υπ` αριθμόν .......... επιταγή της Τράπεζας ..................., για το συνολικό ποσό των 16.938,37 ευρώ, σε διαταγή του ιδίου, η οποία και του παραδόθηκε. Η επιταγή αυτή δεν δόθηκε αντί αλλά χάριν καταβολής, εμφανισθείσα δε εμπρόθεσμα, στις 7.7.2005, στην πληρώτρια τράπεζα δεν εξοφλήθηκε, ελλείψει επαρκούς υπολοίπου. Η ως άνω οφειλή της εργοδότριας εταιρείας, των 16.938,37 ευρώ, προς τον εφεσίβλητο αποτελούνταν από τα εξής ειδικότερα κονδύλια : (α) Δεδουλευμένα μηνός Ιουνίου 2005, ήτοι δεδουλευμένα για το χρονικό διάστημα από 1-6-2005 έως 10-6-2005, ποσού 335 ευρώ, (β) Επίδομα άδειας 2005, ποσού 523,50 ευρώ, (γ) Αποζημίωση μη λήψεως άδειας αναψυχής 2005, ποσού 1.278,35 ευρώ, (δ) Αποζημίωση απόλυσης, ποσού 13.422,67 ευρώ, (ε) Αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2005, ποσού 234,44 ευρώ και (στ) Αμοιβή και αποζημίωση για υπερωριακή εργασία πέραν των 40 ωρών εβδομαδιαίως, ποσού 1.144,41 ευρώ, [ ήτοι : την εβδομάδα από 7-2-2005 έως 13-2-2005 εργάσθηκε 10 ώρες πέραν των 40, την εβδομάδα από 21-2-2005 έως 27-2-2005 εργάσθηκε 15 ώρες πέραν των 40, την εβδομάδα από 7-3-2005 έως 13-3-2005 εργάσθηκε 13 ώρες πέραν των 40, την εβδομάδα από 14-3-2005 έως 20-3-2005 εργάσθηκε 14 ώρες πέραν των 40, την εβδομάδα από 28-3-2005 έως 3-4-2005 εργάσθηκε 10 ώρες πέραν των 40, την εβδομάδα από 4-4-2005 έως 10-4-2005 εργάσθηκε 4 ώρες πέραν των 40, την εβδομάδα από 11-4-2005 έως 17-4-2005 εργάσθηκε 5 ώρες πέραν των 40, την εβδομάδα από 18-4-2005 έως 24-4-2005 εργάσθηκε 10 ώρες πέραν των 40, την εβδομάδα από 25-4-2005 έως 1-5-2005 εργάσθηκε 13 ώρες πέραν των 40, την εβδομάδα από 9-5-2005 έως 15-5-2005 εργάσθηκε 10 ώρες πέραν των 40, την εβδομάδα από 16-5-2005 έως 22-5-2005 εργάσθηκε 5 ώρες πέραν των 40 και την εβδομάδα από 23-5-2005 έως 29-5-2005 εργάσθηκε 3 ώρες πέραν των 40 = 112 ώρες Χ 6,28 ευρώ ανά ωρομίσθιο Χ 165% ]. Το συνολικό ποσό των 16.938,37 ευρώ, πλέον νόμιμων τόκων και δικαστικών εξόδων 832 ευρώ, επιδικάσθηκε στον εφεσίβλητο με την υπ’ αριθ. 9828/2005 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μον/λούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Η διαταγή αυτή, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό της, δεν εκδόθηκε μόνο βάσει της ανωτέρω τραπεζικής επιταγής, αλλά σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ.0226/10-6-2005 απόδειξη πληρωμής της εργοδότριας, στην οποία ρητώς αναφέρεται ότι η προηγούμενη τραπεζική επιταγή δίδεται έναντι των προαναφερθεισών εργατικών απαιτήσεων του εφεσιβλήτου, εν είδει έγγραφης εξώδικης ομολογίας. Επομένως, δεν επιδικάσθηκε με την διαταγή απλά και μόνο η εκ της τραπεζικής επιταγής αξίωση του εφεσιβλήτου, αλλά, ως αποδεικνυόμενες εγγράφως, και οι υποκείμενες αυτής εργατικές αξιώσεις, χάριν των οποίων αναλήφθηκε η εκ της επιταγής οφειλή. Η κατά τα ανωτέρω επιδικασθείσα συνολική απαίτηση του εφεσιβλήτου εμπίπτει εντός του χρονικού διαστήματος της διετίας, που καλύπτεται από το προαναφερθέν προνόμιο του άρθρου 975 περ.3 του ΚΠολΔ., (1-2-2005 έως 31-1-2007). Επομένως, αναγγελθείσα στην επίδικη διαδικασία κατατάξεως, ορθά κατατάχθηκε προνομιακά για το συνολικό ποσό των 20.596,19 ευρώ, περιλαμβανομένων τόκων και εξόδων. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ως άνω διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στην οφειλέτρια εταιρεία στην έδρα της, καθώς και στις κατοικίες των νόμιμων εκπροσώπων της ως εξής : (α) πρώτη φορά, με τις εκθέσεις επιδόσεως υπ’ αριθμούς 119/28.12.2005, 120/29.12.2005 του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Βασιλείου Κατσαφάδου και 78/28.12.2005 του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Βασιλείου Κουτσογιάννη, (β) δεύτερη φορά, με τις εκθέσεις επιδόσεως υπ’ αριθμούς 139/4.1.2006, 196/2.2.2006 και 198/3.2.2006 του ίδιου ως άνω Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Βασιλείου Κατσαφάδου και (γ) τρίτη φορά, μαζί με επιταγή προς πληρωμή, με την έκθεση επιδόσεως υπ’ αριθ. 932/29.1.2007 του ίδιου Δικαστικού Επιμελητή Βασιλείου Κατσαφάδου. Όπως, ακολούθως, προκύπτει από το πιστοποιητικό υπ’ αριθ. 44/30.1.2007 του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, μέχρι και την 26-1-2007, μετά σχεδόν ένα έτος και από την δεύτερη επίδοση της διαταγής πληρωμής, δεν είχε ασκηθεί ανακοπή κατ’ αυτής. Επομένως, αυτή έγινε τελεσίδικη και απέκτησε ισχύ δεδικασμένου κατά το άρθρο 633 παρ.2 του ΚΠολΔ., με αποτέλεσμα η επιδικασθείσα με αυτήν απαίτηση του εφεσιβλήτου ................. ........... να δικαιούται να καταταγεί προνομιακά και οριστικά, όπως και πράγματι κατατάχθηκε με τον προσβαλλόμενο πίνακα και όχι τυχαία. Όσον αφορά τον εφεσίβλητο δικηγόρο ................. ................., από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, (πλην της ένορκης βεβαιώσεως, που αφορά αποκλειστικά τον αμέσως προηγούμενο εφεσίβλητο), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: - Ο ανωτέρω δικηγόρος Αθηνών προσλήφθηκε, την 1-9-2003, από την καθ’ ης ο πλειστηριασμός εταιρεία, για να προσφέρει νομικές υπηρεσίες, με σχέση πάγιας αντιμισθίας, επί αόριστο χρονικό διάστημα, αντί αμοιβής 2.600 ευρώ ανά μήνα, στην οποία είχαν ενσωματωθεί δώρα εορτών και επίδομα άδειας. Τις συμφωνηθείσες υπηρεσίες του προσέφερε πράγματι μέχρι την 30-7-2007, συνεπικουρούμενος ενίοτε και από δικηγόρους, εξωτερικούς συνεργάτες της εντολέως του, γεγονός το οποίο δεν αναιρούσε την έννομη σχέση του με την τελευταία, (βλ. ειδικότερα τις διπλότυπες αποδείξεις παροχής υπηρεσιών της εταιρείας «................... ...........» με αύξοντες αριθμούς 82,90,95/2003,105,116,127,137,152,168,193/2004 και 16/05, τις δηλώσεις του εφεσιβλήτου προς τον ΔΣΑ, από 7-7-04, 25-2-05, 28-2-06 και 28-2-07, τις συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών της ίδιας εταιρείας προς την Δ΄ Δ.Ο.Υ. Αθηνών των ετών 2003-2005 και τις βεβαιώσεις καταβολής αμοιβών από την ίδια εταιρεία από 10-3-2004, 21-2-2005 και 31-1-2006, που αφορούν αντίστοιχα τα έτη 2003, 2004 και 2005 ). Το γεγονός, ότι στην από 29-2-2006 δήλωση του εφεσιβλήτου προς τον ΔΣΑ αναφέρεται ότι το καθεστώς πάγιας αντιμισθίας του με την εντολέα του είναι αμφισβητούμενο, δεν αποδεικνύει ότι η σχέση αυτή είχε λήξει, καθόσον δεν προσκομίζεται κανένα αποδεικτικό μέσο, που να βεβαιώνει ότι καταγγέλθηκε νόμιμα, αλλά οφείλεται σε διαφορές, που ανέκυψαν μεταξύ του εφεσίβλητου δικηγόρου και της εντολέως του για την καταβολή των συμβατικών αμοιβών του. Πράγματι, η εν λόγω εταιρεία δεν κατέβαλε στον εφεσίβλητο τις οφειλόμενες αμοιβές του: (α) για το χρονικό διάστημα από 1-3-2005 μέχρι 31-12-2006, (=22 μήνες) και (β) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2007 μέχρι 30-7-2007, (=7 μήνες ),παρά το γεγονός ότι αυτός προσέφερε κατά τα ίδια διαστήματα κανονικά τις νομικές υπηρεσίες του προς αυτήν. Έτσι, η απαίτησή του για το α΄ ανωτέρω διάστημα ανήλθε σε 57.200 ευρώ, ( =22 μ. Χ 2.600 ευρώ ). Για την απαίτηση αυτή άσκησε αγωγή στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, η οποία έγινε δεκτή με την υπ’ αριθ. 153/07 απόφαση του δικαστηρίου εκείνου. Η απόφαση αυτή έγινε ήδη τελεσίδικη, όπως προκύπτει από το πιστοποιητικό με αριθμό 6969/28-5-2009 του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, σε συνδυασμό με την έκθεση επιδόσεως με αριθμό 1840Δ/7-2-2008 του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Λάμπρου Σταθονίκου. Για το β΄ ως άνω χρονικό διάστημα, (από 1-1-2007 μέχρι 30-7-2007), ο εφεσίβλητος ζήτησε τις οφειλόμενες, κατά μήνα, αμοιβές του, με άλλη αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 242/08 απόφαση του Μον/λούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία αναγνώρισε τη συνολική απαίτησή του για το εν λόγω διάστημα, ύψους 18.200 ευρώ, (= 7 μήνες Χ 2.600 ευρώ). Και η απόφαση αυτή έγινε τελεσίδικη, όπως προκύπτει από το πιστοποιητικό με αριθμό 11.464/8-10-2010 του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, σε συνδυασμό με την έκθεση επιδόσεως με αριθμό 5092Γ/13-7-2009 του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Μιχαήλ Ασημακόπουλου. Οι ανωτέρω επιδικασθείσες απαιτήσεις του εφεσιβλήτου δικηγόρου καλύπτονται, κατά τη φύση τους, από το προνόμιο του άρθρου 975 περ. 3 ΚΠολΔ., σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ.16α του ν. 2479/1997, έστω και αν προέρχονται από σχέση πάγιας αντιμισθίας, (πρβλ. παλαιότερη αντίθετη νομολογία ΟλΑΠ 13/1990 ΝοΒ 38. 1334 ). Οι ίδιες απαιτήσεις καλύπτονται χρονικά από το ίδιο προνόμιο, ως γεννηθείσες εντός της προηγούμενης από την ημέρα ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού διετίας, (από 31-1- 2007 έως αναδρομικά την 1-2-2005), σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες νομικές σκέψεις, εν όλω, μεν, όσον αφορά εκείνες που επιδικάσθηκαν με την πρώτη ως άνω δικαστική απόφαση, ενώ, όσον αφορά τις επιδικασθείσες με τη δεύτερη απόφαση, μόνο εν μέρει, κατά το ποσό των 2.600 ευρώ, που αντιστοιχεί στον μήνα Ιανουάριο του 2007. Στην προκειμένη περίπτωση ο εφεσίβλητος αναγγέλθηκε στον επίδικο πλειστηριασμό για το συνολικό ποσό των 72.800 ευρώ, και ειδικότερα για το ποσό των 57.200 ευρώ του α΄ ως άνω χρονικού διαστήματος, καθώς και για μέρος μόνο, εκ 15.600 ευρώ, από το άθροισμα του β΄ ως άνω χρονικού διαστήματος των 18.200 ευρώ, παραλειφθέντων, έτσι, 2.600 ευρώ, από το τελευταίο ποσό, τα οποία αναλογούν στον μήνα Ιούλιο του 2007, [ ήτοι 72.800 = 57.200 + 15.600 (=18.200 - 2.600) ]. Αυτός κατατάχθηκε τελικά στον προσβαλλόμενο πίνακα, προνομιακά και οριστικά, για ολόκληρο το ως άνω αναγγελθέν ποσό. Σύμφωνα, όμως, με όσα έγιναν δεκτά προηγουμένως, η κατάταξή του είναι ορθή μόνο κατά το ποσό των 59.800 ευρώ ( = 57.200 + 2.600 ), καθόσον το επιπλέον, αναγγελθέν και καταταχθέν, ποσό των 13.000 ευρώ, μέχρι τα 72.800 ευρώ, δεν καλύπτεται από το προαναφερθέν προνόμιο. Συμπερασματικά, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες νομικές σκέψεις και με όσα έγιναν δεκτά ως αποδειχθέντα κατά τα ανωτέρω, η κατάταξη των 18 εφεσιβλήτων στην προνομιακή τάξη του άρθρου 975 περ.3 ΚΠολΔ. είναι ορθή ή εσφαλμένη, αντίστοιχα, στον προσβαλλόμενο πίνακα κατατάξεως, κατά τις ακόλουθες διακρίσεις: α) ................ ......................, {3ος στην Α΄ έφεση}, κατατάχθηκε ορθά για 4.063,31 ευρώ, προνομιακά και τυχαία, β) ............. ............, {4η στην Α΄ έφεση}, κατατάχθηκε ορθά για 12.145 ευρώ, προνομιακά και τυχαία, γ) ............. ............., {5η στην Α΄ έφεση}, κατατάχθηκε ορθά για 5.524,16 ευρώ, προνομιακά και τυχαία, δ)................... ...................., {6η στην Α΄ έφεση}, κατατάχθηκε ορθά για 3.934,01 ευρώ, προνομιακά και τυχαία, ε) ............... ......................... {7ος στην Α΄ έφεση, 3ος στην Β΄ έφεση, 2ος στην Γ΄ έφεση και 3ος στην Δ΄ έφεση}, κατατάχθηκε ορθά μέχρι του ποσού των 17.227,10 ευρώ, προνομιακά και τυχαία, αλλά εσφαλμένα για το επιπλέον ποσό των 10.835,70 ευρώ (=28.062,80 - 17.227,10), το οποίο πρέπει ν’ αφαιρεθεί, στ) .................... ............., {8η στην Α΄ έφεση}, κατατάχθηκε ορθά για 8.775,88 ευρώ, προνομιακά και τυχαία, ζ) ......... . .................., {9η στην Α΄ έφεση}, κατατάχθηκε ορθά για 7.089,88 ευρώ, προνομιακά και τυχαία, η) ..................... ............, {10η στην Α΄ έφεση}, κατατάχθηκε ορθά για 6.846,32 ευρώ, προνομιακά και τυχαία, θ) ........... .............. {11ος στην Α΄ έφεση}, κατατάχθηκε ορθά για 5.174,23 ευρώ, προνομιακά και τυχαία, ι) ............. ....................., {12η στην Α΄ έφεση}, κατατάχθηκε ορθά για 17.813,94 ευρώ, προνομιακά και τυχαία, ια) ............... ............... {13ος στην Α΄ έφεση}, κατατάχθηκε ορθά για 11.661,46 ευρώ, προνομιακά και τυχαία, ιβ) .............. ........................, {14ος στην Α΄ έφεση, 4ος στην Β΄, 3ος στην Γ΄ και 4ος στην Δ΄ έφεση}, κατατάχθηκε ορθά μέχρι του ποσού των 6.144,93 ευρώ, προνομιακά και τυχαία, αλλά εσφαλμένα για το επιπλέον ποσό των 6.613,10 ευρώ (=12.758,03 - 6.144,93 ), το οποίο πρέπει ν’ αφαιρεθεί, ιγ) ............ ..................., {15ος στην Α΄ έφεση, 5ος στην Β΄, 4ος στην Γ΄ και 5ος στην Δ΄ έφεση}, κατατάχθηκε ορθά μέχρι του ποσού των 6.534,87 ευρώ, προνομιακά και τυχαία, αλλά εσφαλμένα για το επιπλέον ποσό των 2.912 ευρώ, (=9.446,87 - 6.534,87 ), το οποίο πρέπει ν’ αφαιρεθεί, ιδ) ............... ................., {16η στην Α΄ έφεση, 6η στην Β΄, 5η στην Γ΄ και 6η στην Δ΄ έφεση}, κατατάχθηκε ορθά μέχρι του ποσού των 139.591,16 ευρώ, προνομιακά και τυχαία, αλλά εσφαλμένα για το επιπλέον ποσό των 38.076,52 ευρώ, (= 177.667,68 - 139.591,16 ), το οποίο πρέπει ν’ αφαιρεθεί, ιε) ............... .............. -..................., {2η στην Α΄, Β΄ και Δ΄ εφέσεις και 1η στην Γ΄ έφεση}, κατατάχθηκε ορθά μέχρι του ποσού των 92.831,57 ευρώ, προνομιακά και τυχαία, αλλά εσφαλμένα για το επιπλέον ποσό των 43.429.67 ευρώ, (= 136.261,24 - 92.831,57 ), το οποίο πρέπει ν’ αφαιρεθεί, ιστ) ............... . .............., {17ος στην Α΄ έφεση, 7ο στην Β΄ έφεση και 7ου στην Δ΄ έφεση}, κατατάχθηκε ορθά μέχρι του ποσού των 12.329,72 ευρώ, προνομιακά και ήδη οριστικά, αλλά εσφαλμένα για το επιπλέον ποσό των 9.276,83 ευρώ, (=21.606,55 - 12.329,72), το οποίο πρέπει ν’ αφαιρεθεί, ιζ) .............. ............................., ................................. {18ος στην Α΄ έφεση και 8ος στην Β΄ έφεση}, κατατάχθηκε ορθά για ολόκληρο το ποσό των 20.596,19 ευρώ, προνομιακά και οριστικά, ιη) ............. ................, {19ος στην Α΄ έφεση, 1ος στην Β΄ και στην Δ΄ εφέσεις}, κατατάχθηκε ορθά μέχρι του ποσού των 59.800 ευρώ, προνομιακά και οριστικά, αλλά εσφαλμένα για το επιπλέον ποσό των 13.000 ευρώ, (= 72.800 - 59.800 ), το οποίο πρέπει ν’ αφαιρεθεί. Με τα ανωτέρω δεδομένα, οι κατατακτέες απαιτήσεις των εφεσιβλήτων, που έχουν προνόμιο εκ του άρθρου 975 περ.3 του ΚΠολΔ., ανέρχονται ως άθροισμα στο ποσό των 438.083,73 ευρώ. Σύμφωνα με τις προηγούμενες νομικές σκέψεις, (α) από το επιτευχθέν πλειστηρίασμα, (735.000 ευρώ), αφαιρούνται πρώτα τα έξοδα εκτελέσεως ποσού 18.323,76 ευρώ, ( = 15.331,76, + 2.992), σύμφωνα με την μη εκκληθείσα διάταξη της εκκαλουμένης πρωτόδικης αποφάσεως, (ήτοι 735.000 - 18.323,76 = 716.676,24 ευρώ ), (β) από το απομένον υπόλοιπο των 716.676,24 ευρώ αφαιρούνται οι ανωτέρω απαιτήσεις των εφεσιβλήτων, (ήτοι 716.676,24 - 438.083,73 ), και, έτσι, απομένει υπόλοιπο 278.592,51 ευρώ. Το τελευταίο ποσό διαιρείται σε 1/3 και 2/3, ήτοι 92.864,17 και 185.728,34 ευρώ. Στο πρώτο ποσό (1/3), θα καταταχθούν οι λοιπές προνομιακές απαιτήσεις του άρθρου 975 ΚΠολΔ. και στο δεύτερο ποσό θα καταταχθούν οι έχουσες ειδικά προνόμια απαιτήσεις του άρθρου 976 του ίδιου Κώδικα, (ήτοι οι εμπραγμάτως εξασφαλισμένες ). Στην προκειμένη περίπτωση το εκκαλούν - ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο έχει αναγγελθεί με την από 25-6-2007 αναγγελία της Δ.Ο.Υ. - Φ.Α.Ε. Πειραιά για απαίτηση συνολικού ύψους 489.890,42 ευρώ, προερχόμενη από διάφορους φόρους, σύμφωνα με τον συνημμένο πίνακα χρεών. Η απαίτηση αυτή κατατάσσεται προνομιακά και οριστικά στην 5η τάξη των προνομίων του άρθρου 975 του ΚΠολΔ., σύμφωνα με το άρθρο 61 του ΚΕΔΕ, που προβλέπει ειδικότερα ότι : «Το Δημόσιον κατατάσσεται εν αναγκαστική εκτελέσει κινητού ή ακινήτου διά τας ληξιπρόθεσμους μέχρι της ημέρας του πλειστηριασμού απαιτήσεις αυτού εκ πάσης αιτίας, μετά των πάσης φύσεως προσαυξήσεων και τόκων και εν τη υπ` αριθ. 5 σειρά του άρθρου 975 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας. - Διά τας μη ληξιπροθέσμους εκ πάσης αιτίας απαιτήσεις του, το Δημόσιον κατατάσσεται συμμέτρως μετά των λοιπών δανειστών. -Ως ημέρα του πλειστηριασμού θεωρείται η ημέρα, κατά την οποία διενεργήθηκε ο πλειστηριασμός, ανεξάρτητα από την ημέρα του πλειστηριασμού, που ορίσθηκε αρχικά", (το τελευταίο εδάφιο προστέθηκε με το άρθρο 13 του ν. 3483/2006, ΦΕΚ Α΄ 169/7-8-2006 ). Επομένως, το Δημόσιο κατατάσσεται, προνομιακά και οριστικά, για ολόκληρο το ανωτέρω ποσό του 1/3, ήτοι για 92.864,17 ευρώ, αντί για το ποσό των 51.483,10 ευρώ, μόνο, για το οποίο είχε καταταχθεί στον προσβαλλόμενο πίνακα, ήτοι για επιπλέον ποσό 41.381,07 ευρώ, (= 92.864,17 - 51.483,10 ευρώ ).- Περαιτέρω, στον επίδικο πλειστηριασμό αναγγέλθηκε και η επισπεύσασα αυτόν, δεύτερη εκκαλούσα - ανακόπτουσα, «.............. Τράπεζα της ............ .....», με την από 29-6-2007 αναγγελία της, για το συνολικό ποσό των 4.850.305,20 ευρώ, που είναι εμπραγμάτως ασφαλισμένο με 1η υποθήκη σύμφωνα με όσα προηγουμένως αναφέρθηκαν. Επομένως και αυτή θα καταταγεί, προνομιακά και οριστικά, για ολόκληρο το ανωτέρω ποσό των 2/3, ήτοι για 185.728,34 ευρώ,αντί για το ποσό των 102.966,19 ευρώ, μόνο, για το οποίο είχε καταταχθεί στον προσβαλλόμενο πίνακα, ήτοι για επιπλέον ποσό 82.762,15 ευρώ, ( = 185.728,34 - 102.966,19 ευρώ ).- Σε περίπτωση, κατά την οποία εκπέσει κάποιος από τους ανωτέρω εφεσίβλητους δανειστές, που έχουν καταταχθεί προνομιακά αλλά τυχαία, στη θέση του κατατάσσονται κατά το 1/3 το Δημόσιο και, αν απομείνει υπόλιοπο, το ΙΚΑ για τις αναγγελθείσες απαιτήσεις του και κατά τα 2/3 πάλι η «...... Τράπεζα ......», όπως νόμιμα έχει ορισθεί στον προσβαλλόμενο πίνακα. Επομένως, δεν καταλείπεται περιθώριο κατατάξεως, ούτε επικουρικά, των δύο λοιπών εκκαλουσών - ανακοπτουσών τραπεζών, «........- ........ ΤΡΑΠΕΖΑ .........» και «ΤΡΑΠΕΖΑ ........ ............... - ................. .....», οι οποίες έχουν εμπράγματες ασφάλειες, (προσημειώσεις), που όμως έπονται εκείνης της «....... Τράπεζας ......». Επίσης, δεν συντρέχει λόγος να καταταγεί επικουρικά το Δημόσιο μετά τη .......... Τράπεζα στα 2/3 του διανεμητέου ποσού, κατ’ άρθρο 977 παρ.1, εδ. τελευταίο του ΚΠολΔ., όπως ζητεί με τον 4ο λόγο της εφέσεώς του, ο οποίος και πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι δεν υπάρχει περίπτωση να υπάρξει διαθέσιμο υπόλοιπο από το ποσό αυτό.Κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω, πρέπει: (Α) Να γίνουν εν μέρει δεκτές, ως βάσιμες και από ουσιαστική άποψη, η πρώτη έφεση του Ελληνικού Δημοσίου και η δεύτερη έφεση της «...... Τράπεζας της .. ............», όσον αφορά τους εφεσιβλήτους: α) ............... ..............................., β) ......... ..........., γ) ................ ............., δ) ......... ......, ε) ............. .............. - ................., στ) .......... ........... και ζ) ............. ....................., αφού απορριφθούν κατά τα λοιπά, ως προς τους λοιπούς εφεσιβλήτους, και να εξαφανισθεί αντίστοιχα η εκκαλουμένη απόφαση, διότι έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εκτίμησε κακώς τις αποδείξεις. Ακολούθως, πρέπει να κρατηθούν οι υποθέσεις και να δικασθούν οι αντίστοιχες ανακοπές, (άρθρο 535 παρ.1 του ΚΠολΔ. ), οι οποίες πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές, ως προς τους αμέσως ανωτέρω, υπό στοιχεία α΄ έως ζ΄, εφεσιβλήτους - καθ’ ων οι ανακοπές, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν και να μεταρρυθμισθεί ανάλογα ο προσβαλλόμενος πίνακας, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
(Β) Να απορριφθούν οι εφέσεις των λοιπών εκκαλουσών - ανακοπτουσών τραπεζών «.................. - ............... ΤΡΑΠΕΖΑ .....» και «ΤΡΑΠΕΖΑ ..... .................. - ....... ..............», κατ’ ουσία, λόγω του ότι δεν αποδείχθηκε από ουσιαστική άποψη το έννομο συμφέρον τους, δηλαδή η δυνατότητα να καταταχθούν οι απαιτήσεις τους. Τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, καθώς και για τον πρώτο βαθμό, όσον αφορά το μέρος των ανακοπών, για το οποίο γίνονται αυτές δεκτές, μετά την αποδοχή των δύο πρώτων εφέσεων και την αντίστοιχη εξαφάνιση της εκκαλουμένης, (στον πρώτο βαθμό είχαν συμψηφισθεί εν όλω αυτά), θα πρέπει ομοίως να συμψηφισθούν εν όλω μεταξύ των διαδίκων, αφενός μεν, λόγω της μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων, ως προς εκείνους απ’ αυτούς, για τους οποίους γίνονται εν μέρει δεκτές οι εφέσεις, αφετέρου δε, λόγω της δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν, ως προς τους λοιπούς, ( άρθρα 183, 178 παρ.1 και 179 β΄ του ΚΠολΔ., και προσέτι, όσον αφορά την έφεση του Δημοσίου, άρθρο 22 του ν. 3693/1957, όπως διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αριθ. 18 του ΕισΝΚΠολΔ., άρθρο 5 παρ. 12 του ν. 1738/1987 και άρθρο μόνο παρ. 2 της υπ’ αριθ. 134423 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Οικονομικών και Δικ/νης, από 8.12.1992/20.1.1993 - ΦΕΚ, τ. Β΄, 11/20.1.1993 ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει τις εφέσεις: (α) από 9-11-2009 και με αριθ. καταθέσεως 10548/9.11.2009 του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ, (β) από 27-11-2009 και με αριθμό καταθέσεως 11265/1.12.2009 της «................. ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ................. ................... ............», (γ) από 30-11-2009 και με αριθμό καταθέσεως 11354/3.12.2009 της «............. .............. ΤΡΑΠΕΖΑ ......» και (δ) από 12-11-2009 και με αριθμό καταθέσεως 10758/16.11.2009 της «ΤΡΑΠΕΖΑΣ ........... .................. - ............. ..........».
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά όλες τις ανωτέρω εφέσεις.
Απορρίπτει κατ’ ουσία την τρίτη και την τέταρτη απ’ αυτές.
Δέχεται, εν μέρει, κατ’ ουσία την πρώτη και τη δεύτερη από τις ανωτέρω εφέσεις, όσον αφορά τους εφεσιβλήτους - καθ’ ων οι ανακοπές: 1) ............... ........................., 2) .............. ..................., 3) ................ ..........., 4)........... ..............., 5) .............. ............... - ................, 6) ............. .......... και 7) ............ ................. .
Εξαφανίζει την προσβληθείσα οριστική απόφαση υπ’ αριθ. 3883/2009 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, (τακτικής διαδικασίας), ως προς τους αμέσως ανωτέρω εφεσιβλήτους.
Κρατεί τις υποθέσεις και δικάζει κατ’ ουσία τις ανακοπές, (α) από 4-2-2008, (αριθ. κατ. 1316/08 ),του Ελληνικού Δημοσίου και (β) από 24-1-2008, (αριθ. κατ. 922/08), της «............. ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ .............. ...............», κατά των ανωτέρω εφεσιβλήτων.
Δέχεται, εν μέρει, τις ανακοπές αυτές.
Μεταρρυθμίζει τον προσβαλλόμενο με τις ανακοπές πίνακα κατατάξεως υπ’ αριθ. 25.625/25-10- 2007 του Συμβ/φου Αθηνών Βασιλείου Γ. Σοφιανόπουλου, ως εξής:
-Α) Αποβάλλει από τον πίνακα τους ανωτέρω εφεσιβλήτους- καθ’ ων οι ανακοπές, κατά τα ακόλουθα ποσά, καθέναν απ’ αυτούς, αντίστοιχα, ήτοι, (α) τον ............ ......................, κατά το ποσό των δέκα χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα πέντε ευρώ και εβδομήντα λεπτών, (10.835,70), τούτου παραμένοντος για 17.227,10 ευρώ, προνομιακά και τυχαία, (β) τον ............ ....................., κατά το ποσό των έξι χιλιάδων εξακοσίων δεκατριών ευρώ και δέκα λεπτών, ( 6.613,10 ), τούτου παραμένοντος για 6.144,93 ευρώ, προνομιακά και τυχαία,
(γ) τον ............. ............., κατά το ποσό των δύο χιλιάδων εννιακοσίων δώδεκα ευρώ, (2.912), τούτου παραμένοντος για 6.534,87 ευρώ, προνομιακά και τυχαία, (δ) την.............. ............... του .........., κατά το ποσό των τριάντα οκτώ χιλιάδων εβδομήντα έξι ευρώ και πενήντα δύο λεπτών, ( 38.076,52), παραμένουσας αυτής για 139.591,16 ευρώ, προνομιακά και τυχαία, (ε) την ............... ................... - ...................., κατά το ποσό των σαράντα τριών χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι εννέα ευρώ και επτά λεπτών, (43.429,07), παραμένουσας αυτής για 92.831,57 ευρώ, προνομιακά και τυχαία, (στ) τον .......... ............, κατά το ποσό των εννέα χιλιάδων διακοσίων εβδομήντα έξι ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών, ( 9.276,83 ), τούτου παραμένοντος για 12.329,72 ευρώ, προνομιακά και οριστικά - και (ζ) τον ............. ................, κατά το ποσό των δεκατριών χιλιάδων, (13.000) ευρώ, τούτου παραμένοντος για 59.800 ευρώ, προνομιακά και οριστικά.
-Β) Στο συνολικά αφαιρεθέν από τους ανωτέρω εφεσιβλήτους ποσό των εκατό είκοσι τεσσάρων χιλιάδων εκατό σαράντα τριών ευρώ και είκοσι δύο λεπτών, ( 124.143,22 ), κατατάσσει τους νικώντες εκκαλούντες - ανακόπτοντες ως εξής: (α) το Ελληνικό Δημόσιο, στο 1/3 του ποσού αυτού, ήτοι στο ποσό των σαράντα μιας χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα ενός ευρώ και επτά λεπτών, (41.381,07), προνομιακά και οριστικά και (β) την «............... ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ .................... ............. ...................», στα υπόλοιπα 2/3 του ως άνω ποσού, ήτοι στο ποσό των ογδόντα δύο χιλιάδων επτακοσίων εξήντα δύο ευρώ και δέκα πέντε λεπτών, (82.762,15), προνομιακά και οριστικά, επιπλέον των ποσών, για τα οποία έχουν ήδη καταταγεί αυτοί στον προσβληθέντα πίνακα καθ’ όμοιο τρόπο, έτσι ώστε καθένας από τους εν λόγω εκκαλούντες - ανακόπτοντες κατατάσσεται, πλέον, συνολικά, για τα ποσά, το μεν Ελληνικό Δημόσιο, των ενενήντα δύο χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα τεσσάρων ευρώ και δεκαεπτά λεπτών, (92.864,17), η δε «............ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ............. ............. .............», των εκατόν ογδόντα πέντε χιλιάδων επτακοσίων είκοσι οκτώ ευρώ και τριάντα τεσσάρων λεπτών, (185.728,34).
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα, εν όλω, μεταξύ των διαδίκων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας και για τον πρώτο βαθμό ως προς εκείνους απ’ αυτούς, για τους οποίους έγιναν δεκτές οι δύο πρώτες εφέσεις.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 12 Σεπτεμβρίου 2011.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύτηκε δε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, με σύνθεση τους: Γεώργιο Χοϊμέ, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Δαββέτα, Εφέτη και Δημήτριο Οικονόμου, Εφέτη, λόγω προαγωγής και μεταθέσεως της Εφέτη Αγγελικής Τζαβάρα, καθώς και τον Ιωάννη Δαγρέ ως Γραμματέα, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, καθώς και της Δικαστικής Αντιπροσώπου του Ελληνικού Δημοσίου, στις 19 Ιανουαρίου 2012.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ