14.4.14

ΜΠΡ ΣΥΡΟΥ 2/2014: Συνταγματική η διάταξη του άρθρου 21 ν. 4002/11, για μείωση 20% των μισθωμάτων που καταβάλλει το Δημόσιο


(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Μίσθωση για στέγαση δημοσίων υπηρεσιών. Συνταγματική η διάταξη του άρθρου 21 ν. 4002/11, για μείωση 20% των μισθωμάτων που καταβάλλει το Δημόσιο
 

Αριθμός Απόφασης 2 ΕΙΔ/2014

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΣΥΡΟΥ ειδική διαδικασία μισθωτικών διαφορών.

Συγκροτήθηκε από τον Δικαστή Γεώργιο Καραγιάννη, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος Πρωτοδικών και με την σύμπραξη της Γραμματέως, Ελένης Φραγκίδου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στην Ερμούπολη Σύρου, στις 24-10-2013, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εναγόντων: 1) ........... , κατοίκου Αθηνών και 2) .......... , κατοίκου Κάντζα Αττικής, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, Νικόλαο Καμπάνη, ΔΣ Αθηνών.

Των εναγομένων: 1) του εδρεύοντος στην Αθήνα και νομίμως εκπροσωπουμένου Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πάρεδρο του ΝΣΚ, Θωμαϊδα Κουρτέση και 2) της εδρεύουσας στον Πειραιά και νομίμως εκπροσωπούμενης Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Γεώργιο Πλατή, ΔΣ Σύρου.

Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 19-03-2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 531/2013 αγωγή τους, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 17-05-2013, δικάσιμος της οποίας ορίσθηκε η αναγραφόμενη στην αρχή της προκειμένης και τέθηκε εκτός πινακίου. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του σχετικού εκθέματος και κατά τη συζήτηση της, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αφού ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα διαλαμβάνονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το σύνολο των διατάξεων που διέπουν τις συμβάσεις μίσθωσης για τη στέγαση των δημοσίων υπηρεσιών, οι οποίες δεν έχουν τον χαρακτήρα διοικητικών συμβάσεων, καθόσον με αυτές δεν θεσπίζεται, όσον αφορά στη σύναψη και εκτέλεση τους, εξαιρετικό νομοθετικό καθεστώς που εξασφαλίζει στο Δημόσιο, ως μισθωτή υπερέχουσα θέση (ΣτΕ 2177/2009 Νόμος), λαμβανόμενου υπόψη και του επιδιωκόμενου, με την κατάρτιση της σύμβασης, δημόσιου σκοπού, που είναι η απρόσκοπτη λειτουργία της στεγαζόμενης δημόσιας υπηρεσίας, καθόλο το χρόνο της μίσθωσης, δεν προκύπτει δυνατότητα τροποποίησης αυτής εφόσον κάτι τέτοιο, αφενός θα αντέβαινε στους όρους της σχετικής διακήρυξης, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της σύμβασης μίσθωσης και λόγω του κανονιστικού της χαρακτήρα δεσμεύει τόσο το Δημόσιο όσο και τον μειοδότη - εκμισθωτή (ΝΣΚ 40/2011), ενώ αφετέρου θα συνεπαγόταν αλλοίωση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων, αναλόγως της εκάστοτε διαμορφούμενης βούλησης των συμβαλλομένων μερών, κατά παράβαση των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων που ρυθμίζουν τις συμβατικές σχέσεις (ΝΝΣ 71/2006). Η ως άνω όμως αρχή φαίνεται ότι κάμπτεται εν μέρει με τις νεότερες διατάξεις του άρθρου 21 ν. 4002/2011, οι οποίες ενόψει των απρόβλεπτων και εκτάκτων συνθηκών που ανέκυψαν εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης που ξέσπασε από το έτος 2009, αποσκοπούν στην προσαρμογή των υπό του Δημοσίου καταβαλλομένων μισθωμάτων κατά το λόγο της μείωσης της μισθωτικής αξίας των ακινήτων. Ειδικότερα με τη διάταξη αυτή επιχειρείται ο εξορθολογισμός, η αναγωγή δηλαδή στο προσήκον μέτρο, των μισθωμάτων που καταβάλει το Δημόσιο και οι φορείς του Δημόσιου τομέα για μισθώσεις ακινήτων που έχουν συναφθεί πριν από τον μήνα Ιούλιο του έτους 2010, ώστε να ανταποκρίνονται στη μισθωτική αξία των ακινήτων και να μην καθίσταται η εκτέλεση της μισθωτικής σύμβασης υπέρμετρα δυσμενής μονομερώς σε βάρος του Δημοσίου. Προκειμένου δε να αποφευχθεί η προσφυγή του δημοσίου και των φορέων του στη δικαιοσύνη με σκοπό την μείωση των μισθωμάτων, θεσπίστηκε μαχητό τεκμήριο, το οποίο δύναται να αμφισβητηθεί στα δικαστήρια και από τις δύο πλευρές. Η ρύθμιση αφορά όλα εν γένει τα καταβαλλόμενα από το Ελληνικό Δημόσιο μισθώματα και θεσπίζει τεκμήριο μείωσης των μισθωτικών αξιών στην αγορά ακινήτων, με βάση το οποίο τα μισθώματα που καταβάλει το δημόσιο, μειώνονται από τη δημοσίευση του νόμου, κατά ποσοστό 20%, το οποίο υπολογίζεται στο ύψος των μισθωμάτων της χρήσης Ιουλίου 2010, παράλληλα δε απαγορεύεται, μέχρι τις 30- 06-2013, οποιαδήποτε αναπροσαρμογή τους. Σε περίπτωση δε που τα μισθώματα αυτά έχουν αναπροσαρμοστεί (αυξηθεί) μετά την 01-07-2010, η αναπροσαρμογή αυτή καταργείται και η καταβληθείσα συμψηφίζεται με τα οφειλόμενα μισθώματα. Από τη διατύπωση της διάταξης, τη γενικότητα της και τους λόγους θέσπισης της, προκύπτει ότι πρόκειται περί εξαιρετικού δικαίου, που εντάσσεται στην κατάσταση ανάγκης που βιώνει η ελληνική οικονομία και η οποία έχει αναγνωρισθεί όλως προσφάτως με την απόφαση 668/2012 της ολομέλειας του ΣτΕ, καταλαμβάνει δε όλες τις συμβάσεις μίσθωσης που έχει συνάψει το νομικό πρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου αλλά και όλοι οι φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ανεξαρτήτως των ειδικών συνθηκών και όρων που τις διέπουν, με μοναδική εξαίρεση στην περίπτωση μισθώσεων στις οποίες οι εκμισθωτές είχαν οικειοθελώς συμφωνήσει και προβεί σε μείωση του μισθώματος πριν την ισχύ του νόμου, ο οποίος εκ τούτου καταλαμβάνει τις περιπτώσεις μισθώσεων στις οποίες εκμισθωτές δεν συναινούν οικειοθελώς στην μείωση. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της διάταξης προκύπτει, άλλωστε, από την περιορισμένη χρονική της ισχύ και αποσκοπεί στην προσαρμογή των ισχυόντων συμβατικών όρων στις νέες συνθήκες, για λόγους προστασίας επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος ήτοι της διασφάλιση της δημοσιονομικής ισορροπίας του Κράτους με την περικοπή των δημοσιονομικών εξόδων του (οι συγκεκριμένες διατάξεις είναι άλλωστε ενταγμένες σε νομοθέτημα που περιέχει διατάξεις για τη δημοσιονομική προσαρμογή της χώρας). Περαιτέρω, στο άρθρο 93 § 4 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενο του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα». Με την διάταξη αυτή καθιερούται το δικαίωμα των δικαστηρίων να προβαίνουν και αυτεπαγγέλτως στον διάχυτο και παρεμπίπτοντα έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων ο οποίος από τον παρελθόντα αιώνα αποτελεί μία από τις κύριες βάσεις της δικαιοκρατικής μορφής του πολιτεύματος μας. Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων από τα δικαστήρια, ως ουσιώδες στοιχείο των μηχανισμών ελέγχου και των ισορροπιών, που χαρακτηρίζουν τα σύγχρονα δημοκρατικά πολιτεύματα, αποτελεί θεμελιώδη για το Κράτος Δικαίου θεσμό και συνιστά αναπόσπαστο συστατικό στοιχείο του ελληνικού δικαιοδοτικού συστήματος. Το σύστημα του διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων από τα δικαστήρια, που ισχύει στην Χώρα μας, θεμελιώθηκε νομολογιακά ήδη από τον 19° αιώνα, υπήρξε πρωτοποριακό για τον ευρωπαϊκό χώρο, ενσωματώνει μακρά και επιτυχή ιστορική παράδοση της ελληνικής εννόμου τάξεως, που αποβλέπει στην αποτελεσματική προστασία των ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών και αποτυπώνεται πλέον και ρητά από το ισχύον Σύνταγμα (άρθρα 26 παρ. 3, 87 παρ. 2, 93 παρ. 4 και 100). (ΣτΕ 3195/2000, Δίκη 2001. 58). Περαιτέρω, ως χρόνος υπερημερίας του Δημοσίου προς καταβολή τόκων επί των οφειλομένων μισθωμάτων είναι εκείνος του τέλους της τριμηνίας κατά τον οποίο όφειλε να καταβάλει το μίσθωμα, ως χρόνος δε έναρξης κάθε τριμηνίας, είναι εκείνος που τα μέρη συμφώνησαν ή αποδέχθηκαν να καταβάλλεται το αντίστοιχο μίσθωμα (ΑΠ 214/1997 ΕλλΔνη 39. 123). Περαιτέρω, στις 15-03-2010 ψηφίστηκε ο Ν. 3833/2010 περί «Προστασίας της Εθνικής Οικονομίας - Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης», με τον οποίο λήφθηκαν μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης ύψους 4,8 δισεκατομμυρίων ευρών ή 2% του ΑΕΠ, τα οποία κατέστησαν αναγκαία λόγω της δεινής θέσης των δημοσίων οικονομικών της χώρας και, ιδίως, του υψηλού ελλείμματος και του υπέρογκου δημοσίου χρέους της και της εξ αυτών προκληθείσας χρηματοπιστωτικής κρίσης, η οποία δυσχέρανε τη δυνατότητα προσφυγής της χώρας στις διεθνείς αγορές χρήματος. Λόγω του ότι τον μήνα Απρίλιο του ίδιου έτους, υποβαθμίστηκε εκ νέου από διεθνείς επενδυτικούς οίκους η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, και του ενδεχόμενου της άτακτης χρεοκοπίας, η ελληνική κυβέρνηση υπέβαλε, στις 23 Απριλίου 2010, αίτηση για την ενεργοποίηση του μηχανισμού στήριξης και στις 03-05-2010 υπεγράφη μεταξύ της Επιτροπής, που ενεργούσε για λογαριασμό των κρατών - μελών της Ευρωζώνης, και της Ελληνικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τον Υπουργό Οικονομικών και τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, «Μνημόνιο Συνεννόησης», στο οποίο περιελήφθησαν τα μέτρα του τριετούς προγράμματος που είχε καταρτιστεί από τις ελληνικές αρχές μετά από συνεννόηση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Στο μνημόνιο προβλέπεται μεταξύ άλλων, ότι οι ελληνικές αρχές πρέπει, να έχουν λάβει μέχρι το τέλους του δευτέρου τριμήνου του 2010 τα εξής μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης, μέσων των οποίων επιδιώκεται η εξοικονόμηση ποσού ίσου με το 2,5% του ΑΕΠ μεταξύ των οποίων αύξηση των συντελεστών του ΦΠΑ, αύξηση των ειδικών φόρων κατανάλωσης στα καύσιμα, στον καπνό και στο αλκοόλ, μείωση των δαπανών μισθολογίου του δημόσιου τομέα, μέσω της μείωσης των δώρων εορτών, του επιδόματος αδείας και των λοιπών επιδομάτων που καταβάλλονται σε δημοσίους υπαλλήλους κλπ. Περαιτέρω, λόγω της δυσμενούς οικονομικής κατάστασης και της διαρκούς υποβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από διεθνείς οργανισμούς, δημοσιεύθηκε ο Ν. 3899/2010 με τον οποίο (παρ. 1-5 του άρ. 4) αυξήθηκε ο μειωμένος συντελεστής ΦΠΑ, από 11% σε 13%, και ο υπερμειωμένος από 5,5% σε 6,5% ενώ για τα νησιά του Αιγαίου, που ισχύει μειωμένος συντελεστής κατά 30%, οι εμφαρμοστέοι συντελεστές ΦΠΑ αντίστοιχα ήταν ο μεν μειωμένος 9% και ο υπερμειωμένος 5%. Περαιτέρω, η ιδιαίτερη οξεία επιδείνωση της χρηματοπιστωτικής κατάστασης της ελληνικής κυβέρνησης, η ανικανότητα συγκέντρωσης των απαιτούμενων χρηματικών ποσών για την εξυγίανση της εθνικής οικονομίας και την θέση σε τροχιά ανάπτυξης της σε συνδυασμό με τον ενδεχόμενο κίνδυνο της εθνικής χρεοκοπίας οδήγησε εκ νέου την ελληνική κυβέρνηση στην ψήφιση του Ν. 3985/2011 «Μεσοπρόθεσμο, πλαίσιο δημοσιονομικής στρατηγικής 2012 - 2015» καθώς και του Ν. 3986/2011 που περιέχει τα μέτρα εφαρμογής αυτού, με σημαντικές μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις των υπαλλήλων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, κατάργηση δημοσίων φορέων, μέριμνα για την εργασιακή εφεδρεία μέσω των απολύσεων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, μείωση των φορολογικών συντελεστών και αύξηση εκ νέου του ΦΠΑ στον χώρο της εστίασης και της διασκέδασης. Η χώρα περιήλθε σε πρωτοφανή οικονομική και δημοσιονομική κρίση, η οποία επιδεινώθηκε οδηγώντας την ελληνική κοινωνία σε βαθιά οικονομική ύφεση. Επιπροσθέτως, λόγω της κυβερνητικής αστάθειας και των συνεχών εκλογικών αναμετρήσεων και ενόψει του άμεσου κινδύνου άτακτης χρεοκοπίας της χώρας, επακολούθησαν διαπραγματεύσεις διαρκείας της κυβέρνησης συνεργασίας με την τρόικα οι οποίες κατέληξαν στην κατάρτιση εκ νέου, πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2013-2016, με πολυνομοσχέδιο το οποίο κατατέθηκε στη βουλή στις 05-11-2012 σε ένα άρθρο 216 σελίδων με τη διαδικασία του κατεπείγοντος. Το ως άνω πολυνομοσχέδιο το οποίο τελικά υπερψηφίστηκε στις 07-11-2012 με 153 ψήφους προέβλεπε μέτρα ύψους 18,9 δις. ευρώ από τα οποία τα 9,4 αφορούν το έτος 2013. Κατ` ακολουθία των ανωτέρω και των διδαγμάτων κοινής πείρας, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν αυτεπαγγέλτως κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία, προκύπτει ότι ενόψει της σοβαρής οικονομικής κρίσης, που άρχισε να εκδηλώνεται στη χώρα μας από τα τέλη του έτους 2009, οι μισθωτικές αξίες των επαγγελματικών χώρων από τις αρχές του 2010 γνωρίζουν προοδευτική μείωση, που φθάνει μέχρι και το 30% σε σύγκριση με τις αντίστοιχες αξίες των περασμένων ετών. Τούτο, εξάλλου, επιβεβαιώνεται αφενός μεν από τα αποτελέσματα έρευνας του Β" Τριμήνου των κτηματομεσιτικών γραφείων, όπως δημοσιεύονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση της Τράπεζας της Ελλάδος, όπου αναφέρεται ότι οι τιμές ενοικίασης επαγγελματικών χώρων το δεύτερο τρίμηνο του 2010 σημείωσαν περαιτέρω μείωση, ενώ τα μηνύματα και για το τρίτο τρίμηνο χαρακτηρίζονται απαισιόδοξα αφετέρου δε από το 2/32619/17-05-2010 έγγραφο του Υπουργού Οικονομικών προς τους δήμους και τα ΝΠΔΔ της χώρας στο να προβούν σε μείωση κατά ποσοστό 20% των μισθωμάτων όλων των δικαστικών υπηρεσιών. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. του Συντάγματος, που ορίζει ότι «καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητα του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη» κατοχυρώνεται, ως ατομικό δικαίωμα η οικονομική ελευθερία. Ειδική εκδήλωση του συνταγματικού αυτού δικαιώματος αποτελεί για τους ιδιώτες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, η ελευθερία των συμβάσεων, στην οποία ανήκουν, μεταξύ άλλων, και η σύμφυτη αξίωση της τήρησης των συμβατικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των αντισυμβαλλομένων. Νομοθετική επέμβαση σε συνεστημένη συμβατική σχέση είναι επιτρεπτή ως εξαιρετικό μέτρο, λαμβανόμενο στο πλαίσιο της αρχής της αναλογικότητας, όταν σοβαροί λόγοι δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι συνάπτονται με το αντικείμενο της σύμβασης, δικαιολογούν την ανατροπή της ομαλής εξέλιξης της σύμβασης ή την μεταβολή των συμφωνηθέντων από τους αντισυμβαλλομένους (ΣτΕ 1909- 10/2001 Ολομ.).

Στην προκείμενη περίπτωση με την υπό κρίση αγωγή τους, οι ενάγοντες -συνεκμισθωτές, επικαλούμενοι καταρτισθείσα μεταξύ αυτών και των εναγομένων - μισθωτών, σύμβαση μίσθωσης και ενόψει της αυτεπάγγελτης μείωσης του μηνιαίου μισθώματος από πλευράς των εναγομένων κατά ποσοστό 20% και της μη καταβολής από αυτούς της συμφωνηθείσας ετήσιας προσαύξησης, κατ` εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 21 ν. 4002/2011 και επικαλούμενοι την αντισυνταγματικότητας της εν λόγω διάταξης, ζητούν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρο, να καταβάλουν σε έκαστο εξ αυτών το συνολικό ποσό των 1.620,38 ευρώ, όπως κάθε επιμέρους αυτού κονδύλιο αντιστοιχεί στην παρακράτηση από τους εναγόμενους του 20% επί των μηνιαίων μισθωμάτων καθώς και στην μη καταβληθείσα από αυτούς αναπροσαρμογή του επίδικου μισθώματος, της επικαλούμενης στο ως άνω δικόγραφο μισθωτικής περιόδου, νομιμοτόκως από την ημέρα που έκαστο επιμέρους μίσθωμα κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής και τέλος να καταδικαστούν οι ανωτέρω στην δικαστική τους δαπάνη. Με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο τυγχάνει καθ` ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (αρ. 1, 7, 9, 16 παρ. 1, 647 ΚΠολΔ), για να δικάσει κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρ. 643 παρ. 1 σε συνδ. με 647 επ. ΚΠολΔ), είναι επαρκώς ορισμένη πλην όμως τυγχάνει μη νόμιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα διότι με τις ως άνω διατάξεις του ν. 4002/2001 προβλέπεται επέμβαση σε όρους συνεστημένων συμβάσεων αποσκοπώντας στην άρση επιβλαβών για το δημόσιο συμφέρον, συνεπειών της σύμβασης, προς αντιμετώπιση της συντρέχουσας οξείας δημοσιονομικής κρίσης και του κινδύνου χρεοκοπίας της χώρας. Ειδικότερα, με τις ως άνω διατάξεις επιχειρείται ο εξορθολογισμός, η αναγωγή δηλαδή στο προσήκον μέτρο, των μισθωμάτων που καταβάλει το Δημόσιο και οι φορείς του δημόσιου τομέα για μισθώσεις ακινήτων που έχουν συναφθεί πριν από τον μήνα Ιούλιο του έτους 2010, ώστε να ανταποκρίνονται στη μισθωτική αξία των ακινήτων και να μην καθίσταται η εκτέλεση της μισθωτικής σύμβασης υπέρμετρα δυσμενής μονομερώς σε βάρος του Δημοσίου, ενόψει των δυσμενών οικονομικών συνθηκών. Κατά συνέπεια οι διατάξεις του ανωτέρω νόμου, ως εξαιρετικό μέτρο, ενόψει αφενός μεν του ορατού κινδύνου πτώχευσης της χώρας αφετέρου δε του σκοπού που εξυπηρετούν, κρίνονται συνταγματικές δεδομένου ότι αποσκοπούν στην άρση επιβλαβών για το δημόσιο συμφέρον, συνεπειών και ως εκ τούτου συνάδουν με την συνταγματική καταχωρημένη αρχή της αναλογικότητας. Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι το προβλεπόμενο στις ανωτέρω διατάξεις, τεκμήριο, είναι μαχητό, με την παράλληλη διατήρηση του δικαιώματος των εκμισθωτών να προσφύγουν στα αρμόδια δικαστήρια και να αμφισβητήσουν το ύψος του παραπάνω τεκμηρίου και τη μείωση του μισθώματος, πράγμα που βρίσκεται σε απόλυτη συνάρτηση με το Σύνταγμα. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι δεν τίθεται εν προκειμένω θέμα αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του ν. 4002/2011 και μη εφαρμογής αυτού από το παρόν Δικαστήριο (άρ. 93 παρ. 4Σ), δεδομένου ότι ο ως άνω νόμος δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4, 17 και 25 του Συντάγματος και ως\εκ τούτου πρέπει, η ένδικη αγωγή να απορριφθεί ως μη νόμιμη, τα δε δικαστικά έξοδα των εναγομένων, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος τους, να επιβληθούν σε βάρος των ηττηθέντων (άρ. 176 ΚΠολΔ) εναγόντων, μειωμένα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 ν. 3693/1957, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της προκειμένης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγόντων τη δικαστική δαπάνη των εναγομένων την οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Ερμούπολη Σύρου, στις 31 -01-2014, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Ρ.Κ.