(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Δικαιώματα υποθηκοφυλάκων για εγγραφή προσημείωσης υποθήκης προς εξασφάλιση απαίτησης
από ομολογιακό δάνειο. Διαφορά σχετική με την επιστροφή ποσού που καταβλήθηκε
αχρεωστήτως (καταβολή αναλογικών δικαιωμάτων αντί του παγίου των 100 ευρώ). Δικαιοδοσία
διοικητικών δικαστηρίων.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ
163/2014
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ερωφίλη Σταθοπούλου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Ευαγγελία Κοτρώτσου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 24 Οκτωβρίου 2013, για να δικάσει την υπόθεση :
Της ενάγουσας ; Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «..........................» και τό διακριτικό τίτλο «...........ΑΤΕ», η οποία εδρεύει στο Δήμο Κρωπίας Αττικής, ......... χλμ Αττικής Οδού, κι εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Κωνσταντίνο Κορρέ.
Της εναγομένης : ................., άμισθης Υποθηκοφύλακα ............................, κατοίκου ..................., ................................ αρ. .......... η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου Περικλή Στήνιου.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 02.03.2011 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 41326/3110/2011, και προσδιορίστηκε προς συζήτησή της η δικάσιμος που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως και τις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α` 97), ορίζεται ότι «Η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, εκτός εκείνων που η εκδίκαση τους έχει ανατεθεί, με ειδική διάταξη νόμου, σε άλλα διοικητικά δικαστήρια». Διαφορές ουσίας, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, είναι, μεταξύ άλλων, οι διαφορές από ενέργειες διοικητικών οργάνων πού δεν αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις και οι διαφορές από εκτελεστές διοικητικές πράξεις εφ` όσον με ειδική. διάταξη νόμου προβλέπεται ως προς το συγκεκριμένο αντικείμενο, πλήρης εξουσία του δικαστηρίου για την αναγνώριση ή διαμόρφωση του περιεχομένου μιας έννομης σχέσης δημόσιου δικαίου που πηγάζει από την πράξη αυτή ή καταδίκης σε ορισμένη παροχή, χρησιμοποιώντας όλα τα αποδεικτικά μέσα που παρέχει η δικονομία. Τέτοια, δε, ειδική διάταξη είναι και εκείνη του άρθρου 1 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας (π.δ. 331/1985 Α` 116), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 19. του ν.1805/1988 (Α΄199), η οποία, επομένως, όπως συνάγεται από την παράγραφο 1 του άρθρου 285 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας εξακολουθεί να ισχύει και μετά την ισχύ του Κώδικα αυτού δοθέντος ότι δεν αναφέρεται σε θέμα ρυθμιζόμενο από τον πιο πάνω Κώδικα. Με την διάταξη αυτή (του άρθρου 1 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας) ορίζεται ότι: «Στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται οι διαφορές που αναφύονται α) κατά τον καταλογισμό των φόρων, δασμών, τελών και συναφών δικαιωμάτων του Δημοσίου . . . ». Στο άρθρο 73 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι «Προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου τακτικού διοικητικού δικαστηρίου επιτρέπεται κατά των πράξεων των δημόσιων οργάνων με τις οποίες προσδιορίζονται φόροι, δασμοί, τέλη και συναφή δικαιώματα του δημοσίου . . . ». Τέλος, στο άρθρο 8 παρ. 4 του ν.δ. 4486/1965 (Α 131) ορίζεται ότι «Η αληθής έννοια των διατάξεων των άρθρων 1 και 73 του Κώδικος Φορολογικής Δικονομίας είναι ότι εις την δικαιοδοσίαν των τακτικών φορολογικών (διοικητικών) δικαστηρίων υπάγονται και αι διαφοραί αι αναφυόμενοι μεταξύ φορολογούσης αρχής και φορολογουμένου: α)... ε) διά την επιστροφήν φόρων, τελών, εισφορών κ.λπ. ..·:, . . ». Εξάλλου, ο Ν. 325/1976 «Περί καθορισμού των εισπραττομένων εν τοις αμίσθοις και εμμίσθοις Υποθηκοφυλακείοις δικαιωμάτων υπέρ του Δημοσίου και των Αμίσθων Υποθηκοφυλάκων ...» (Α 125) ορίζει στο άρθρο 1 ότι: «Οι Αμισθοι Υποθηκοφύλακες, ανεξαρτήτως των νομίμων τελών, εισπράττουσι παρά των αιτούντων εγγραφήν εις τα παρ` αυτοίς τηρούμενα βιβλία, δικαιώματα πάγια και αναλογικά κατά τας εν τοις επομένοις άρθροις διακρίσεις». Περαιτέρω, στο άρθρο 2 του νόμου αυτού καθορίζονται τα πάγια δικαιώματα των εν λόγω υποθηκοφυλάκων, ενώ καθ` όσον αφορά τα εισπραττόμενα στα άμισθα υποθηκοφυλακεία αναλογικά δικαιώματα, ο νόμος αυτός ορίζει, στα άρθρα 3, 4 και ,5, τα ακόλουθα: «Αρθρον 3. Δια την εγγραφήν υποθήκης ή προσημειώσεως υποθήκης, πλέον των εν άρθρω 2 του παρόντος παγίων δικαιωμάτων, οι Αμισθοι Υποθηκοφύλακες εισπράττουσι παρά των αιτούντων, μέχρι ποσού 10.000 δραχμών οκτώ τοις χιλίοις, από ποσού δέκα χιλιάδων μέχρις είκοσι χιλιάδων δραχμών εξ τοις χιλίοις και πέραν του ποσού τούτου πέντε τοις χιλίοις. Αρθρον 4. 1. Εκ των κατά τας διατάξεις του παρόντος εισπραττομένων εν τοις Αμίσθοις Υποθηκοφυλακείοις δικαιωμάτων, καταβάλλεται υπέρ του Δημοσίου ποσοστόν 3 επί τοις χιλίοις επί του αναφερομένου πέραν των 20.000 δραχμών ποσού εν τω υποβαλλομένω προς εγγραφήν τίτλω και μόνον επί των εν άρθρω 3 τούτου αναφερομένων πράξεων απάντων των λοιπών δικαιωμάτων καταβαλλομένων υπέρ του Αμίσθιου υποθηκοφύλακος 2......Αρθρον 5...........". Εξάλλου, κατά τις παραγράφους 5, 6 και 7 του άρθρου 20 του Ν. 2145/1993 (Α` 88) «5. Τα εισπραττόμενα αναλογικά δικαιώματα για ποσό άνω των είκοσι χιλιάδων (20.000) δρχ. των άρθρων 3, 5 και 12 του ν.325/1976 αυξάνονται κατά ένα τοις χιλίοις. Από το ποσοστό αυτό του ενός τοις χιλίοις, ο άμισθος υποθηκοφύλακας, πέραν των ήδη υπ` αυτού παρακρατουμένων παρακρατεί επιπλέον το ένα τέταρτο (1/4) για τη βελτίωση και τον εκσυγχρονισμό των, συνθηκών λειτουργίας του υποθηκοφυλακείου, καθώς και για την εισαγωγή συστήματος πληροφορικής η οποία θα γίνει με δαπάνη του .... 6....7 . Το ποσοστό του ενός τοις χιλίοις των άρθρων 5 και 12 του ν. 325/1976, που εισπράττεται επιπλέον από τα έμμισθα υποθηκοφυλακεία για ποσά άνω των είκοσι χιλιάδων (20.000) δρχ. αποδίδεται στο ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.» με την κοινή δε απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης 100132/22.8.1996 (Β΄ 721), εκδοθείσα κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 19 παρ. 1 του Ν. 325/1976, τα αναλογικά δικαιώματα των άρθρων 3, 5 και 12 του Ν. 325/1976 καθορίστηκαν για ποσά μέχρι δέκα χιλιάδες δραχμές σε ποσοστό δεκαπέντε τοις χιλίοις και για ποσά από δέκα χιλιάδες δραχμές μέχρι είκοσι χιλιάδες δραχμές σε ποσοστό δώδεκα τοις χιλίοις. Περαιτέρω, στο άρθρο 16 του Ν. 325/1976 ορίζεται, ότι «1. Εκ των υπέρ αυτού εισπραττομένων δικαιωμάτων ο Αμισθος Υποθηκοφύλαξ......., παρακρατεί δι` αμοιβήν αυτού και προς αντιμετώπισην των γενικών εξόδων κανονικής λειτουργείας του Υποθηκοφυλακείου το σύνολον τούτων, εφ` όσον ταύτα δεν υπερβαίνουσι τας δραχμάς 360.000 ετησίως 2. Εάν τα εισπραττόμενα δικαιώματα υπερβαίνωσι τας δραχμάς 360.000 ο ειδικός Αμισθος Υποθηκοφύλαξ παρακρατεί πλέον του ποσού τούτου και ποσοστόν 20% επί των πέραν των 360.000 δραχμών, εισπραττομένων ετησίως δικαιωμάτων, μη δυναμένου του ποσού των συνολικώς παρακρατουμένων δικαιωμάτων του να υπερβή τας δραχμάς 40.000 μηνιαίως ή τας δραχμάς 480.000 ετησίως......» με την κοινή δε απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης 100133/22.8.1996 (Β` 721), εκδοθείσα κατ` εξουσιοδότηση άρθρου 19 παρ. 2 του Ν. 325/1976, τα ανωτέρω ποσά καθορίσθηκαν στο ύψος των 3.132.000 και 4.384.500 δραχμών αντιστοίχως. Επειδή, όπως προκύπτει από το σύνολο των προαναφερόμενων διατάξεων, αναλογικά δικαιώματα υπέρ του Δημοσίου προβλέπονται για την εγγραφή και μεταγραφή οποιασδήποτε πράξεως στα έμμισθα, υποθηκοφυλακεία και ορισμένων πράξεων, αναφερομένων στο άρθρο 3 του Ν. 325/1976, στα άμισθα υποθηκοφυλακεία. Πέραν, όμως, των δικαιωμάτων αυτών, το Δημόσιο πορίζεται έσοδα και από τα υπέρ του αμίσθου υποθηκοφύλακος - προβλεπόμενα αναλογικά δικαιώματα καθ` όσον μέρος αυτών παρακρατεί ο άμισθος υποθηκοφύλακας ως αμοιβή του και ως έσοδο για τις δαπάνες λειτουργίας του υποθηκοφυλακείου, το δε υπόλοιπο αποδίδει στο Δημόσιο. Περαιτέρω, τα υπέρ του Δημοσίου δικαιώματα που εισπράττονται βάσει των διατάξεων του Ν. 325/1976 που προαναφέρθηκαν, αποτελούν ιδιαίτερο δημοσιονομικό βάρος το οποίο επιβάλλεται (εξουσιοδοτικά) από το Κράτος και αποβλέπει στον πορισμό κρατικών εσόδων. Συνεπώς, τα δικαιώματα αυτά εμπίπτουν στην έννοια των «συναφών δικαιωμάτων του Δημοσίου» κατά τα ως άνω άρθρα 1 και 73 του ΚΦΔ, όπως έχουν ερμηνευθεί αυθεντικά με το άρθρο 8 του Ν.Δ. 4486/1965. Εξάλλου, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, ο καταβάλλων σε υποθηκοφυλακείο τα προαναφερθέντα δικαιώματα υπέρ του Δημοσίου χωρίς να υπέχει σχετική υποχρέωση μπορεί μετά την καταβολή να αναζητήσει το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό ευθέως με προσφυγή ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου (βλ. ΣτΕ 342/1992, 1586/2002 πρβλ. ΣτΕ 2355/2003, 2613/2009). Συνεπώς, όταν αμφισβητείται η ύπαρξη του δικαιώματος του Δημοσίου για λήψη αναλογικών δικαιωμάτων εγγραφής υποθήκης σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.325/1976 και ζητείται η επιστροφή, ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, του ποσού που καταβλήθηκε για την παραπάνω αιτία, υπάγεται η υπόθεση στη δικαιοδοσία των Διοικητικών Δικαστηρίων, σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις (ΔΕφΑθ 2019/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με την υπό κρίση αγωγή της η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι δυνάμει της από 16.10.2009 σύμβασης, συνομολόγησε με την ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία με την επωνυμία «.......... ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», ως εκπροσώπου, και τις τράπεζες «................ AE», «............... AE», «............... AE», .............. AE», «................ AE», «................... AE» και «..........ΑΕ» ως ομολογιούχες δανείστριες, κοινό ομολογιακό δάνειο ποσού 3.016.000 ευρώ. Προς εξασφάλιση των απορρεουσών από την προαναφερόμενη σύμβαση ομολογιακού δανείου απαιτήσεων, συστήθηκε η από 19.10.2009 σύμβαση παροχής ενεχύρου επί κινητών υπέρ της ως άνω Τράπεζας - εκπροσώπου, η οποία (σύμβαση) εγγράφηκε στο βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Κρωπίας με αριθμό πρωτοκόλλου 03/19.10.2009, για την οποία εγγραφή η ενάγουσα, κατέβαλε, με βάση την αριθ. 88725/19.10.2009 διπλότυπη απόδειξη παροχής υπηρεσιών της άμισθης υποθηκοφύλακα Κρωπίας - εναγομένη, συνολικά το ποσό των 30.452,23 ευρώ για αναλογικά δικαιώματα υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου σύμφωνα με, τις διατάξεις του Α.Ν. 153/67, Ν. 325/76 και Ν. 2408/1996 όπως αναγράφεται στην, ως άνω απόδειξη. Οτι σύμφωνα με το αρθ. 14 παρ. 2 του Ν. 3156/2003 έπρεπε να κάταβάλει για την ως άνω εγγραφή το ποσό των 100 ευρώ ως πάγια δικαιώματα αμίσθων υποθηκοφυλάκων πλέον ενός ευρώ για ένσημο ΤΑΧΔΙΚ, αποκλειόμενης οποιασδήποτε άλλης επιβάρυνσης ή τέλους. Για το λόγο ζητεί την επιστροφή ως αχρεωστήτως καταβληθέντος του ως άνω ποσού των 30.441,23 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Επίσης, ζητεί να κηρυχθεί η παρούσα προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική της δαπάνη.
Με αυτό το περιεχόμενο, ωστόσο, η επίδικη αγωγή υπάγεται στην αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων, αφού αμφισβητείται η ύπαρξη του δικαιώματος του Δημοσίου για λήψη αναλογικών δικαιωμάτων εγγραφής υποθήκης σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.325/1976 και ζητείται η επιστροφή, ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, του ποσού που καταβλήθηκε για την παραπάνω αιτία, σύμφωνα και με τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Κατόπιν τούτων, θα πρέπει η αγωγή να απορριφθεί λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας και να καταδικαστεί η ενάγουσα στη δικαστική δαπάνη της εναγομένης, λόγω της ήττας της (αρθ. 176 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων .
Απορρίπτει την αγωγή.
Καταδικάζει, την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα της εναγομένης, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα ευρώ (250 €). Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 10 Ιανουαρίου 2014.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ν.Σ.
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ερωφίλη Σταθοπούλου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Ευαγγελία Κοτρώτσου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 24 Οκτωβρίου 2013, για να δικάσει την υπόθεση :
Της ενάγουσας ; Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «..........................» και τό διακριτικό τίτλο «...........ΑΤΕ», η οποία εδρεύει στο Δήμο Κρωπίας Αττικής, ......... χλμ Αττικής Οδού, κι εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Κωνσταντίνο Κορρέ.
Της εναγομένης : ................., άμισθης Υποθηκοφύλακα ............................, κατοίκου ..................., ................................ αρ. .......... η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου Περικλή Στήνιου.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 02.03.2011 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 41326/3110/2011, και προσδιορίστηκε προς συζήτησή της η δικάσιμος που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως και τις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α` 97), ορίζεται ότι «Η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, εκτός εκείνων που η εκδίκαση τους έχει ανατεθεί, με ειδική διάταξη νόμου, σε άλλα διοικητικά δικαστήρια». Διαφορές ουσίας, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, είναι, μεταξύ άλλων, οι διαφορές από ενέργειες διοικητικών οργάνων πού δεν αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις και οι διαφορές από εκτελεστές διοικητικές πράξεις εφ` όσον με ειδική. διάταξη νόμου προβλέπεται ως προς το συγκεκριμένο αντικείμενο, πλήρης εξουσία του δικαστηρίου για την αναγνώριση ή διαμόρφωση του περιεχομένου μιας έννομης σχέσης δημόσιου δικαίου που πηγάζει από την πράξη αυτή ή καταδίκης σε ορισμένη παροχή, χρησιμοποιώντας όλα τα αποδεικτικά μέσα που παρέχει η δικονομία. Τέτοια, δε, ειδική διάταξη είναι και εκείνη του άρθρου 1 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας (π.δ. 331/1985 Α` 116), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 19. του ν.1805/1988 (Α΄199), η οποία, επομένως, όπως συνάγεται από την παράγραφο 1 του άρθρου 285 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας εξακολουθεί να ισχύει και μετά την ισχύ του Κώδικα αυτού δοθέντος ότι δεν αναφέρεται σε θέμα ρυθμιζόμενο από τον πιο πάνω Κώδικα. Με την διάταξη αυτή (του άρθρου 1 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας) ορίζεται ότι: «Στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται οι διαφορές που αναφύονται α) κατά τον καταλογισμό των φόρων, δασμών, τελών και συναφών δικαιωμάτων του Δημοσίου . . . ». Στο άρθρο 73 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι «Προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου τακτικού διοικητικού δικαστηρίου επιτρέπεται κατά των πράξεων των δημόσιων οργάνων με τις οποίες προσδιορίζονται φόροι, δασμοί, τέλη και συναφή δικαιώματα του δημοσίου . . . ». Τέλος, στο άρθρο 8 παρ. 4 του ν.δ. 4486/1965 (Α 131) ορίζεται ότι «Η αληθής έννοια των διατάξεων των άρθρων 1 και 73 του Κώδικος Φορολογικής Δικονομίας είναι ότι εις την δικαιοδοσίαν των τακτικών φορολογικών (διοικητικών) δικαστηρίων υπάγονται και αι διαφοραί αι αναφυόμενοι μεταξύ φορολογούσης αρχής και φορολογουμένου: α)... ε) διά την επιστροφήν φόρων, τελών, εισφορών κ.λπ. ..·:, . . ». Εξάλλου, ο Ν. 325/1976 «Περί καθορισμού των εισπραττομένων εν τοις αμίσθοις και εμμίσθοις Υποθηκοφυλακείοις δικαιωμάτων υπέρ του Δημοσίου και των Αμίσθων Υποθηκοφυλάκων ...» (Α 125) ορίζει στο άρθρο 1 ότι: «Οι Αμισθοι Υποθηκοφύλακες, ανεξαρτήτως των νομίμων τελών, εισπράττουσι παρά των αιτούντων εγγραφήν εις τα παρ` αυτοίς τηρούμενα βιβλία, δικαιώματα πάγια και αναλογικά κατά τας εν τοις επομένοις άρθροις διακρίσεις». Περαιτέρω, στο άρθρο 2 του νόμου αυτού καθορίζονται τα πάγια δικαιώματα των εν λόγω υποθηκοφυλάκων, ενώ καθ` όσον αφορά τα εισπραττόμενα στα άμισθα υποθηκοφυλακεία αναλογικά δικαιώματα, ο νόμος αυτός ορίζει, στα άρθρα 3, 4 και ,5, τα ακόλουθα: «Αρθρον 3. Δια την εγγραφήν υποθήκης ή προσημειώσεως υποθήκης, πλέον των εν άρθρω 2 του παρόντος παγίων δικαιωμάτων, οι Αμισθοι Υποθηκοφύλακες εισπράττουσι παρά των αιτούντων, μέχρι ποσού 10.000 δραχμών οκτώ τοις χιλίοις, από ποσού δέκα χιλιάδων μέχρις είκοσι χιλιάδων δραχμών εξ τοις χιλίοις και πέραν του ποσού τούτου πέντε τοις χιλίοις. Αρθρον 4. 1. Εκ των κατά τας διατάξεις του παρόντος εισπραττομένων εν τοις Αμίσθοις Υποθηκοφυλακείοις δικαιωμάτων, καταβάλλεται υπέρ του Δημοσίου ποσοστόν 3 επί τοις χιλίοις επί του αναφερομένου πέραν των 20.000 δραχμών ποσού εν τω υποβαλλομένω προς εγγραφήν τίτλω και μόνον επί των εν άρθρω 3 τούτου αναφερομένων πράξεων απάντων των λοιπών δικαιωμάτων καταβαλλομένων υπέρ του Αμίσθιου υποθηκοφύλακος 2......Αρθρον 5...........". Εξάλλου, κατά τις παραγράφους 5, 6 και 7 του άρθρου 20 του Ν. 2145/1993 (Α` 88) «5. Τα εισπραττόμενα αναλογικά δικαιώματα για ποσό άνω των είκοσι χιλιάδων (20.000) δρχ. των άρθρων 3, 5 και 12 του ν.325/1976 αυξάνονται κατά ένα τοις χιλίοις. Από το ποσοστό αυτό του ενός τοις χιλίοις, ο άμισθος υποθηκοφύλακας, πέραν των ήδη υπ` αυτού παρακρατουμένων παρακρατεί επιπλέον το ένα τέταρτο (1/4) για τη βελτίωση και τον εκσυγχρονισμό των, συνθηκών λειτουργίας του υποθηκοφυλακείου, καθώς και για την εισαγωγή συστήματος πληροφορικής η οποία θα γίνει με δαπάνη του .... 6....7 . Το ποσοστό του ενός τοις χιλίοις των άρθρων 5 και 12 του ν. 325/1976, που εισπράττεται επιπλέον από τα έμμισθα υποθηκοφυλακεία για ποσά άνω των είκοσι χιλιάδων (20.000) δρχ. αποδίδεται στο ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.» με την κοινή δε απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης 100132/22.8.1996 (Β΄ 721), εκδοθείσα κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 19 παρ. 1 του Ν. 325/1976, τα αναλογικά δικαιώματα των άρθρων 3, 5 και 12 του Ν. 325/1976 καθορίστηκαν για ποσά μέχρι δέκα χιλιάδες δραχμές σε ποσοστό δεκαπέντε τοις χιλίοις και για ποσά από δέκα χιλιάδες δραχμές μέχρι είκοσι χιλιάδες δραχμές σε ποσοστό δώδεκα τοις χιλίοις. Περαιτέρω, στο άρθρο 16 του Ν. 325/1976 ορίζεται, ότι «1. Εκ των υπέρ αυτού εισπραττομένων δικαιωμάτων ο Αμισθος Υποθηκοφύλαξ......., παρακρατεί δι` αμοιβήν αυτού και προς αντιμετώπισην των γενικών εξόδων κανονικής λειτουργείας του Υποθηκοφυλακείου το σύνολον τούτων, εφ` όσον ταύτα δεν υπερβαίνουσι τας δραχμάς 360.000 ετησίως 2. Εάν τα εισπραττόμενα δικαιώματα υπερβαίνωσι τας δραχμάς 360.000 ο ειδικός Αμισθος Υποθηκοφύλαξ παρακρατεί πλέον του ποσού τούτου και ποσοστόν 20% επί των πέραν των 360.000 δραχμών, εισπραττομένων ετησίως δικαιωμάτων, μη δυναμένου του ποσού των συνολικώς παρακρατουμένων δικαιωμάτων του να υπερβή τας δραχμάς 40.000 μηνιαίως ή τας δραχμάς 480.000 ετησίως......» με την κοινή δε απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης 100133/22.8.1996 (Β` 721), εκδοθείσα κατ` εξουσιοδότηση άρθρου 19 παρ. 2 του Ν. 325/1976, τα ανωτέρω ποσά καθορίσθηκαν στο ύψος των 3.132.000 και 4.384.500 δραχμών αντιστοίχως. Επειδή, όπως προκύπτει από το σύνολο των προαναφερόμενων διατάξεων, αναλογικά δικαιώματα υπέρ του Δημοσίου προβλέπονται για την εγγραφή και μεταγραφή οποιασδήποτε πράξεως στα έμμισθα, υποθηκοφυλακεία και ορισμένων πράξεων, αναφερομένων στο άρθρο 3 του Ν. 325/1976, στα άμισθα υποθηκοφυλακεία. Πέραν, όμως, των δικαιωμάτων αυτών, το Δημόσιο πορίζεται έσοδα και από τα υπέρ του αμίσθου υποθηκοφύλακος - προβλεπόμενα αναλογικά δικαιώματα καθ` όσον μέρος αυτών παρακρατεί ο άμισθος υποθηκοφύλακας ως αμοιβή του και ως έσοδο για τις δαπάνες λειτουργίας του υποθηκοφυλακείου, το δε υπόλοιπο αποδίδει στο Δημόσιο. Περαιτέρω, τα υπέρ του Δημοσίου δικαιώματα που εισπράττονται βάσει των διατάξεων του Ν. 325/1976 που προαναφέρθηκαν, αποτελούν ιδιαίτερο δημοσιονομικό βάρος το οποίο επιβάλλεται (εξουσιοδοτικά) από το Κράτος και αποβλέπει στον πορισμό κρατικών εσόδων. Συνεπώς, τα δικαιώματα αυτά εμπίπτουν στην έννοια των «συναφών δικαιωμάτων του Δημοσίου» κατά τα ως άνω άρθρα 1 και 73 του ΚΦΔ, όπως έχουν ερμηνευθεί αυθεντικά με το άρθρο 8 του Ν.Δ. 4486/1965. Εξάλλου, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, ο καταβάλλων σε υποθηκοφυλακείο τα προαναφερθέντα δικαιώματα υπέρ του Δημοσίου χωρίς να υπέχει σχετική υποχρέωση μπορεί μετά την καταβολή να αναζητήσει το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό ευθέως με προσφυγή ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου (βλ. ΣτΕ 342/1992, 1586/2002 πρβλ. ΣτΕ 2355/2003, 2613/2009). Συνεπώς, όταν αμφισβητείται η ύπαρξη του δικαιώματος του Δημοσίου για λήψη αναλογικών δικαιωμάτων εγγραφής υποθήκης σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.325/1976 και ζητείται η επιστροφή, ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, του ποσού που καταβλήθηκε για την παραπάνω αιτία, υπάγεται η υπόθεση στη δικαιοδοσία των Διοικητικών Δικαστηρίων, σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις (ΔΕφΑθ 2019/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με την υπό κρίση αγωγή της η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι δυνάμει της από 16.10.2009 σύμβασης, συνομολόγησε με την ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία με την επωνυμία «.......... ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», ως εκπροσώπου, και τις τράπεζες «................ AE», «............... AE», «............... AE», .............. AE», «................ AE», «................... AE» και «..........ΑΕ» ως ομολογιούχες δανείστριες, κοινό ομολογιακό δάνειο ποσού 3.016.000 ευρώ. Προς εξασφάλιση των απορρεουσών από την προαναφερόμενη σύμβαση ομολογιακού δανείου απαιτήσεων, συστήθηκε η από 19.10.2009 σύμβαση παροχής ενεχύρου επί κινητών υπέρ της ως άνω Τράπεζας - εκπροσώπου, η οποία (σύμβαση) εγγράφηκε στο βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Κρωπίας με αριθμό πρωτοκόλλου 03/19.10.2009, για την οποία εγγραφή η ενάγουσα, κατέβαλε, με βάση την αριθ. 88725/19.10.2009 διπλότυπη απόδειξη παροχής υπηρεσιών της άμισθης υποθηκοφύλακα Κρωπίας - εναγομένη, συνολικά το ποσό των 30.452,23 ευρώ για αναλογικά δικαιώματα υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου σύμφωνα με, τις διατάξεις του Α.Ν. 153/67, Ν. 325/76 και Ν. 2408/1996 όπως αναγράφεται στην, ως άνω απόδειξη. Οτι σύμφωνα με το αρθ. 14 παρ. 2 του Ν. 3156/2003 έπρεπε να κάταβάλει για την ως άνω εγγραφή το ποσό των 100 ευρώ ως πάγια δικαιώματα αμίσθων υποθηκοφυλάκων πλέον ενός ευρώ για ένσημο ΤΑΧΔΙΚ, αποκλειόμενης οποιασδήποτε άλλης επιβάρυνσης ή τέλους. Για το λόγο ζητεί την επιστροφή ως αχρεωστήτως καταβληθέντος του ως άνω ποσού των 30.441,23 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Επίσης, ζητεί να κηρυχθεί η παρούσα προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική της δαπάνη.
Με αυτό το περιεχόμενο, ωστόσο, η επίδικη αγωγή υπάγεται στην αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων, αφού αμφισβητείται η ύπαρξη του δικαιώματος του Δημοσίου για λήψη αναλογικών δικαιωμάτων εγγραφής υποθήκης σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.325/1976 και ζητείται η επιστροφή, ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, του ποσού που καταβλήθηκε για την παραπάνω αιτία, σύμφωνα και με τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Κατόπιν τούτων, θα πρέπει η αγωγή να απορριφθεί λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας και να καταδικαστεί η ενάγουσα στη δικαστική δαπάνη της εναγομένης, λόγω της ήττας της (αρθ. 176 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων .
Απορρίπτει την αγωγή.
Καταδικάζει, την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα της εναγομένης, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα ευρώ (250 €). Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 10 Ιανουαρίου 2014.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ν.Σ.