23.4.14

ΕφΑθ 1596/2011: ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΣΥΖΥΓΟΥ


Εξ αδιαθέτου κληρονομιά - Αποκλεισμός κληρονομικού δικαιώματος συζύγου - Βάσιμος λόγος διαζυγίου -. Το κληρονομικό δικαίωμα και το δικαίωμα στο εξαίρετο του επιζώντος συζύγου αποκλείονται, αν ο κληρονομούμενος έχοντας βάσιμο λόγο διαζυγίου, είχε ασκήσει την αγωγή διαζυγίου κατά του συζύγου του. Επικύρωση εκκαλούμενης απόφασης που δέχθηκε την αγωγή των τέκνων του κληρονομούμενου κατά της συζύγου του αποθανόντος πατρός τους και μητριάς τους για αναγνώριση του αποκλεισμού της από το κληρονομικό δικαίωμα, διότι ο λόγος της αγωγής διαζυγίου, που είχε ασκήσει ο αποθανών κατά της συζύγου του και που ήταν ο ισχυρός κλονισμός στην έγγαμη σχέση από λόγους που αφορούσαν στο πρόσωπο της τελευταίας, είναι βάσιμος.

Αριθμός απόφασης 1596/2011 

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ 

Τμήμα 8° 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Γεώργιο Μανωλίδη Πρόεδρο Εφετών, Ξανθή Παπαπέτρου Εφέτη, Αθανάσιο Δαββέτα Εφέτη - Εισηγητή και από την Γραμματέα Ιωάννα Κορρέ. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 18 Φεβρουάριου 2010, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
    Της ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ - ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ, Ε. θυγ. Χ.Ζ., χήρας Α.Σ., κατοίκου ............... Αττικής, οδός ................, (τέρμα), την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Νικόλαος Παπαδήμας, βάσει δηλώσεως.
    Των ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ - ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ, (α) Δ.Σ. του Α., κατοίκου ................... Αττικής, οδός .................. αριθ. ..., (β) Α.Σ. του Α., κατοίκου ......... ............... Αττικής, οδός ............. αριθ. ... και (γ) Α. θυγ. Α.Σ., κατοίκου ................ Αττικής, οδός .............. αριθ. .., τους οποίους εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Παναγιώτης Αλεξάκος.
    Οι ανωτέρω ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι με την από 27-4-1998 και με αριθμό καταθέσεως 3715/29-4-1998 αγωγή, την οποία άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά της ανωτέρω εναγομένης, ήδη εκκαλούσας, ζήτησαν να γίνει δεκτή.
    Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε επί της αγωγής αυτής, με την τακτική διαδικασία, την υπ’ αριθ. 936/2000 προδικαστική απόφασή του και την υπ’ αριθ. 1163/09 οριστική, με την οποία έκανε δεκτή την αγωγή. Ήδη η εκκαλούσα - εναγομένη με την από 22-5-2009 και με αριθμό καταθέσεως 5024/25-5-2009 έφεσή της, η οποία προσδιορίστηκε για την ανωτέρω δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την απόφαση αυτή.
    Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσιβλήτων ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις που κατέθεσε. Αντίθετα ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας δεν εμφανίσθηκε, αλλά παραστάθηκε βάσει έγγραφης δηλώσεώς του, που έγινε σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε διαδοχικά με τα άρθρα 7 του ν. 1478/84 και 3 του ν. 1649/86, αφού προκατέθεσε προτάσεις.
    ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την προκειμένη δικάσιμο του Δικαστηρίου τούτου φέρεται προς συζήτηση η από 22-5-2009 και με αριθμό καταθέσεως 5024/25-5-2009 έφεση της εκκαλούσας - εναγομένης κατά των εφεσιβλήτων - εναγόντων και της υπ’ αριθ. 1163/2009 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε με την τακτική διαδικασία και έκανε δεκτή την από 27-4-1998 και με αριθμό καταθέσεως 3715/29-4-1998 αγωγή των τελευταίων κατά της πρώτης.
    Από την υπ’ αριθ. ......./8-5-2009 έκθεση επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως στην ήδη εκκαλούσα του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δ.Λ., που νόμιμα προσκομίζεται με επίκληση, σε συνδυασμό με την ημερομηνία καταθέσεως της υπό κρίση εφέσεως στην γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη απόφαση πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, (25-5-2009), συνάγεται ότι η έφεση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.1 του ΚΠολΔ., επειδή δε έχει ασκηθεί και γενικά νομότυπα κατά τις διατάξεις των άρθρων 495 επ. και 511 επ. του ιδίου κώδικα, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω από ουσιαστική άποψη ως προς το παραδεκτό και την βασιμότητα των λόγων της, (άρθρα 532 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ.), κατά την ίδια τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση.
    Με την ένδικη αγωγή οι ενάγοντες, ήδη εφεσίβλητοι, ισχυρίσθηκαν, κατ’ ορθή εκτίμηση των εκτιθεμένων, (α) ότι είναι τέκνα του αποβιώσαντος την 1-2-1997 Α.Σ. από τον γάμο του με την μητέρα τους Α.Σ., την οποία αυτός είχε διαζευχθεί, (β) ότι οι ίδιοι κατέστησαν μόνοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αποβιώσαντος πατέρα τους, στην πρώτη τάξη της εξ αδιαθέτου διαδοχής, από κοινού με τον τέταρτο αδελφό τους Κ.Σ., ο οποίος, όμως, απεβίωσε το έτος 1998 και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τους ενάγοντες αδελφούς του και την μητέρα τους, (γ) ότι η τελευταία αποποιήθηκε την επαχθείσα σε αυτήν κληρονομιά του εν λόγω γιού της, με αποτέλεσμα οι ενάγοντες να απομείνουν μόνοι αποκλειστικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αποβιώσαντος αδελφού τους και κατ’ επέκταση και του πατέρα τους κατ’ ισομοιρία, εφόσον η κληρονομική μερίδα του αποβιώσαντος αδελφού τους στην κληρονομιά του πατέρα τους περιήλθε ισομερώς στις δικές τους μερίδες και (δ) ότι στην κληρονομιά του πατέρα τους συντρέχει, κατ’ αρχάς, ως κληρονόμος και η εναγομένη, σύζυγος αυτού από νεότερο γάμο, τον οποίο είχε συνάψει ο ίδιος μαζί της στις 30-12-1981, πλην όμως υφίσταται λόγος αποκλεισμού αυτής από το κληρονομικό της δικαίωμα και το δικαίωμα στο εξαίρετο, καθόσον, διαρκούντος του γάμου τους, ο κληρονομηθείς είχε ασκήσει, εναντίον της, την από 24-9-1996 και με αριθμό καταθέσεως 7974/1996 αγωγή του περί διαζυγίου, με βάσιμο λόγο αντικειμενικού κλονισμού της έγγαμης συμβιώσεώς τους, ο οποίος αφορούσε το πρόσωπο της εναγομένης, χωρίς όμως και να καταστεί δυνατή η έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της αγωγής αυτής από το αρμόδιο δικαστήριο, πριν από τον θάνατο του κληρονομουμένου, (τότε ενάγοντος). - Με τα περιστατικά αυτά οι ενάγοντες ζήτησαν να αναγνωρισθεί, (αα) ότι είναι βάσιμος ο λόγος διαζεύξεως, που περιέχεται στην ασκηθείσα από τον αποβιώσαντα πατέρα τους προηγούμενη αγωγή του περί διαζυγίου, κατά της εν ζωή συζύγου του και μητριάς των εναγόντων, (τότε και ήδη εναγομένης), και (ββ) ότι για την εν λόγω αιτία, έχει αποκλεισθεί το κληρονομικό δικαίωμα της εναγομένης καθώς και το δικαίωμα αυτής στο εξαίρετο.
    Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε επί της αγωγής αυτής, κατ’ αρχάς, την υπ’ αριθ. 936/2000 προδικαστική απόφασή του, με την οποία διέταξε αποδείξεις και κατόπιν την υπ’ αριθ. 1163/2009 οριστική, με την οποία έκανε δεκτή την αγωγή.
    Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα - εναγομένη με την κρινόμενη έφεση για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων.
    Η αγωγή, η οποία είναι παραδεκτή, μη υφισταμένης εκκρεμοδικίας εκ της προηγουμένης αγωγής διαζυγίου του αποβιώσαντος κληρονομηθέντος συζύγου, που δεν κατέληξε σε αμετάκλητη λύση του γάμου, ενόσω αυτός ακόμη ζούσε, καθόσον η δίκη εκείνη καταργήθηκε με τον θάνατο του ενάγοντος, (άρθρο 286 α' του ΚΠολΔ.) και η αγωγή διαζυγίου δεν μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του, (βλ. ΕΑ 2490/05 ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 3835/03 ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 864/2002 ΕλΔ.43.819 - ΝΟΜΟΣ και ΕΑ 1714/2000 ΕλΔ.42.793), παρίσταται νόμιμη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων: 70 του ΚΠολΔ. και 1822 του ΑΚ, όπως αντικ. με το άρθρο 25 του ν. 1329/1983, σε συνδυασμό με τα άρθρα του ιδίου Κώδικα 1820, 1813, 1438 και 1439, ανεξάρτητα από το αν με τον επικαλούμενο λόγο διαζυγίου αποδίδεται υπαιτιότητα ή μη στο εναγόμενο σύζυγο, (βλ. ΑΠ 766/04 ΤρΝΠλ.ΔΣΑ, ΑΠ 432/94 ΕλΔ. 36.172-173, ΑΠ 1281/93 ΕλΔ. 36.124, ΕΑ 2490/05, 3835/03, ΕΑ 864/2002 και ΕΑ 1714/2000 ό.π., επίσης Κων. Παπαδόπουλο, Αγωγές Κληρονομικού Δικαίου, Αθήνα 1994, παρ. 234 και Λιβάνη στον ΑΚ Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, υπ’ άρθρο 1822, αριθ. 7), έτσι ώστε αποβαίνει ερευνητέα και κατ’ ουσία. Πρέπει δε να αποδειχθεί η ιστορική βάση της από τους ενάγοντες - εφεσίβλητους, ενόψει της αιτιολογημένης αρνήσεως, που προβάλλει η εναγομένη - εκκαλούσα, με τον, κατ’ ορθή εκτίμηση, ισχυρισμό, ότι δεν υπήρχε πλέον ισχυρός κλονισμός του γάμου της με τον αποβιώσαντα κατά το χρόνο υποβολής της περί διαζυγίου αγωγής και μέχρι τον θάνατό του, τυχόν δε παλαιότερα κλονιστικά γεγονότα ανάγονταν στο πρόσωπο του ιδίου του συζύγου της και είχαν παύσει να έχουν πλέον δυσμενείς συνέπειες στον γάμο τους.
    Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάσθηκαν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως, καθώς και από το σύνολο των επαναπροσκομιζομένων και επικαλουμένων από τους διαδίκους εγγράφων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: - Ο Α.Σ. του Δ. απέκτησε από τον πρώτο γάμο του με την Α.Σ. τα εξής νόμιμα και γνήσια τέκνα του: (1ο) τον Δ.Σ., πρώτο εφεσίβλητο - ενάγοντα, (2ο) τον Α.Σ., δεύτερο εφεσίβλητο - ενάγοντα, (3η) την Α.Σ., τρίτη εφεσίβλητη - ενάγουσα και (4ο) τον Κ.Σ., (βλ. το υπ’ αριθ. πρωτ. ...../9-5-1997 πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών της Κοινότητας Τακτικούπολης Τροιζηνίας). Ο ανωτέρω συνήψε τρίτο γάμο στις 30-12-1981, στο Αιγάλεω Αττικής, με την ήδη εναγομένη - εκκαλούσα, (βλ. την ληξιαρχική πράξη γάμου υπ’ αριθ. ......, υπό ημερομηνία 7-1-1982, του Ληξιαρχείου Αιγάλεω Αττικής), απεβίωσε δε την 1-2-1997, στον Άγιο Κωνσταντίνο, Τακτικούπολης Τροιζηνίας, (βλ. την ληξιαρχική πράξη θανάτου υπ’ αριθ. .../1997, από 4-2-1997, του Ληξιαρχείου Τακτικούπολης Τροιζηνίας). Ο αποβιώσας κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου και κατ’ ισομοιρία από τα ανωτέρω γνήσια τέκνα του, (βλ. τα πιστοποιητικά μη δημοσιεύσεως διαθήκης από 29-7-1997 και 25-7-1997 των Γραμματέων των Πρωτοδικείων Πειραιώς και Αθηνών αντίστοιχα), ενώ στην κληρονομιά συντρέχει κατ’ αρχάς και η τελευταία εν ζωή σύζυγός του, (εκκαλούσα - εναγομένη), αφού ο γάμος τους δεν είχε λυθεί αμετάκλητα μέχρι τον θάνατό του. Τα ανωτέρω τέκνα αποδέχθηκαν την επαχθείσα κληρονομιά του αποβιώσαντος πατέρα τους με την υπ’ αριθ. ...../2-12-1997 πράξη αποδοχής του Συμβ/φου Αθηνών Ρ.Κ.Κ., η οποία μεταγράφηκε νόμιμα, (βλ. την από 2-12-1997 περίληψη μεταγραφής). Εντωμεταξύ μέχρι την άσκηση της παρούσας αγωγής, (βλ. επίδοση αυτής στις 24-7-1998, σύμφωνα με την έκθεση επιδόσεως ....../1998 του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Α.Τ.), απεβίωσε στις 2-2-1998 και το τέταρτο τέκνο του κληρονομηθέντος, Κ.Σ., (βλ. την ληξιαρχική πράξη θανάτου υπ’ αριθ. ..../5.2.1998 του Ληξιαρχείου Χαλανδρίου Αττικής) και η μερίδα του περιήλθε, εξ ολοκλήρου και κατ’ ισομοιρία, στα επιζώντα αυτού τρία αδέλφια του, (εφεσίβλητους - ενάγοντες), που αποδέχθηκαν την κληρονομιά, εφόσον η μητέρα τους, Α.Σ., αποποιήθηκε την δική της κληρονομική μερίδα στην περιουσία του αποβιώσαντος υιού της, (βλ. την υπ’ αριθ. ....../22-4-1998 έκθεση αποποιήσεως κληρονομιάς του αρμόδιου Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών). Ο αποβιώσας, πατέρας των εφεσιβλήτων - εναγόντων, είχε ασκήσει κατά της, εν ζωή συζύγου του, εκκαλούσας - εναγομένης, την από 24-9-1996 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 7974/26-9-1996 αγωγή διαζυγίου, για ισχυρό κλονισμό της έγγαμης συμβίωσής τους από λόγους, που αφορούσαν το πρόσωπο της εναγομένης, η οποία (αγωγή) επιδόθηκε στην τελευταία στις 1-10-1996, (βλ. έκθεση επιδόσεως υπ’ αριθ. ..../1996 της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Σ.Κ.), συζητήθηκε ενώπιον του Πολ/λούς Πρωτοδικείου Αθηνών στις 2-12-1996 και εκδόθηκε επ’ αυτής η υπ’ αριθ. 97/14.1.1997 προδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου, αλλά δεν διενεργήθηκαν επ’ αυτής αποδείξεις, εφόσον σύντομα επήλθε ο θάνατος του τότε ενάγοντος στις 1.2.1997. Από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα προέκυψε, με πλήρη δικανική πεποίθηση, ότι οι λόγοι διαζυγίου, που εκτίθενται στην ανωτέρω αγωγή, ή σαν βάσιμοι, κατά το πλείστον, από ουσιαστική άποψη. Ειδικότερα: (Α) Λίγο χρόνο μετά την τέλεση του γάμου του κληρονομουμένου με την εκκαλούσα - εναγομένη, η τελευταία εκδήλωσε αμελή, ακατάστατο και οκνηρό χαρακτήρα, παραμελώντας την καθαριότητα της συζυγικής κατοικίας και των ενδυμάτων του συζύγου της, παραλείποντας συχνά την παρασκευή γευμάτων και απουσιάζοντας πολλές φορές, επί 2-3 ημέρες, σε διάφορες επισκέψεις, απροειδοποίητα και χωρίς να δίνει εξηγήσεις, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται σε μόνιμη βάση προστριβές μεταξύ των συζύγων, κατά την διάρκεια των οποίων αυτή επεδείκνυε επιθετική, υβριστική και μειωτική για τον σύζυγό της συμπεριφορά. (Β) Προ αυτής της παρατεινομένης καταστάσεως, ο τελευταίος υπέβαλε προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών την από 6-5-1988 αίτησή του, (αριθ. καταθ. 8338/88), με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, προκειμένου να διαταχθεί η μετοίκηση της ήδη εκκαλούσας - εναγομένης από την κοινή συζυγική κατοικία τους. Το Δικαστήριο εκείνο δέχθηκε την αίτηση και διέταξε την εγκατάσταση της καθής σε ιδιαίτερο αυτοτελή χώρο της ίδιας οικίας. (Γ) Μετά την κατά τον ανωτέρω τρόπο ρύθμιση της χωριστής εγκατάστασης των συζύγων, η ήδη εκκαλούσα - εναγομένη άρχισε να εισέρχεται λαθραία στον αποκλειστικό χώρο ενδιαιτήσεως του συζύγου της και να του αφαιρεί διάφορα βιοτικά αγαθά, όπως ποσότητες ελαίου και οίνου καθώς και μικρά χρηματικά ποσά. (Δ) Συνεπεία της καταστάσεως αυτής δημιουργούνταν μεταξύ των συζύγων διάφορα επεισόδια, που είχαν περαιτέρω εξέλιξη και ενώπιον των αρμοδίων αστυνομικών και δικαστικών αρχών και συγκεκριμένα: α) στις 7-2-1991 κατόπιν επεισοδίου, η εκκαλούσα ισχυρίσθηκε ότι ο κληρονομούμενος της προκάλεσε με πρόθεση σωματική βλάβη, πλην όμως αυτή ανακάλεσε τους ισχυρισμούς της και ο κατηγορούμενος αθωώθηκε από το αρμόδιο Μον/λές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, β) στις 17-10-1991 ο κληρονομούμενος εξέφρασε παράπονα κατά της εκκαλούσας στο Α/Τ Άνω Λιοσίων, όπως είχε κάνει σε άλλη περίπτωση στο παρελθόν και η ίδια, (1986, 1988) και κλήθηκε αυτή για συστάσεις, γ) στις 21-2-1992 ο κληρονομούμενος επανέλαβε τα παράπονα κατά της συζύγου του στο ίδιο Α/Τ, δ) στις 22-2-1992 εκείνη για να τον εκδικηθεί του προκάλεσε μικροφθορές στο αυτοκίνητό του, ε) στις 22-5-1992 εκείνος της υπέβαλε μήνυση για κατ’ εξακολούθηση φθορές στο αυτοκίνητό του και σε οικιακές συσκευές, που χρησιμοποιούσε ο ίδιος, υφαιρέσεις μικροποσών και εξύβριση, στ) ο ίδιος υπέβαλε εναντίον της και την μεταγενέστερη από 10-6-1992 μήνυσή του για την τέλεση παρόμοιων αδικημάτων, από κοινού με διάφορους συγγενείς τους - και ζ) τον Αύγουστο του 1994, ενόψει της παρατεινομένης εντάσεως στις σχέσεις των συζύγων, ο κληρονομούμενος απεχώρησε οριστικά από τα Άνω Λιόσια Αττικής και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τον Άγιο Κων/νο, Τακτικούπολης Τροιζηνίας. (Ε) Το καλοκαίρι του 1995 έγινε αμοιβαία προσπάθεια να επανασυνδεθούν οι σύζυγοι και η εκκαλούσα εγκαταστάθηκε επί ένα μήνα περίπου στην κατοικία του κληρονομουμένου στον Άγιο Κων/νο Τακτικούπολης, πλην όμως απεχώρησε αιφνιδιαστικά από εκεί στις αρχές Αυγούστου του ιδίου έτους και ουδέποτε έκτοτε επανήλθε, μέχρι τον θάνατο του συζύγου της, στις 1.2.1997, ενώ αυτός, εντωμεταξύ, άσκησε εναντίον της την προαναφερθείσα αγωγή του περί διαζυγίου, επικαλούμενος όλα τα προηγούμενα περιστατικά. Τα ανωτέρω αποδειχθέντα περιστατικά επέφεραν αντικειμενικό ισχυρό κλονισμό στην έγγαμη σχέση της εκκαλούσας με τον κληρονομούμενο και παρείχαν στον τελευταίο δικαίωμα προς διάζευξη, καθόσον ανάγονται στο πρόσωπο αυτής, ανεξάρτητα από το αν συνέτρεξαν και άλλα κλονιστικά γεγονότα, που ανάγονταν στο πρόσωπο εκείνου. Αντίθετα από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκαν οι ισχυρισμοί της εκκαλούσας - εναγομένης, ότι από το καλοκαίρι του 1996 οι σχέσεις των συζύγων είχαν δήθεν πλήρως αποκατασταθεί και ότι, κατά συνέπεια, είχε παύσει δήθεν να υφίσταται πλέον ισχυρός κλονισμός του γάμου τους από τους ανωτέρω λόγους, που ανάγονταν στο πρόσωπό της, όταν υποβλήθηκε από τον κληρονομούμενο η ως άνω αγωγή διαζυγίου. Η επ’ αυτού κατάθεση του μάρτυρά της, είναι πλήρως αντιφατική και μη αξιόπιστη, αντίκειται δε στο γεγονός, ότι δύο (2) περίπου μήνες πριν τον θάνατο του κληρονομουμένου, δηλαδή στις 2.12.1996, η αγωγή διαζυγίου συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων. Με τα ανωτέρω προκύψαντα πραγματικά δεδομένα το κληρονομικό δικαίωμα της εκκαλούσας - εναγομένης στην κληρονομιαία περιουσία του εν ζωή συζύγου της και πατέρα των αντιδίκων της, καθώς και στο σχετικό εξαίρετο, έχει αποκλεισθεί, έτσι ώστε η ένδικη αγωγή αποβαίνει βάσιμη και από ουσιαστική άποψη και πρέπει να γίνει δεκτή.- Κατά συνέπεια η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία έκανε ομοίως δεκτή την αγωγή, δεν έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε εκτίμησε κακώς τις αποδείξεις, αλλά ορθά έκρινε, η δε τα αντίθετα υποστηρίζουσα έφεση αποβαίνει αβάσιμη κατ’ ουσία και πρέπει ν’ απορριφθεί.
    Τα δικαστικά έξοδα, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας - εναγομένης, λόγω της ήττας της, (άρθρα 176 και 183 του ΚΠολΔ,).
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και
Απορρίπτει την έφεση κατ’ ουσία.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος της εκκαλούσας και ορίζει αυτά σε πεντακόσια, (500), ευρώ.
    Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 17 Μαρτίου 2011 και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Απριλίου 2011, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
    Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ