Χρησικτησία νομέα της κληρονομίας κατά κληρονόμου -
Αναιρετικός έλεγχος της αιτιολογίας ως προς τα δικαστικά έξοδα -. Ο
νομέας της κληρονομίας που νέμεται με τα προσόντα της έκτακτης
χρησικτησίας πράγμα ως ανήκον στην κληρονομία, εφόσον ενάγεται από τον
κληρονόμο του θανόντος με την περί κλήρου αγωγή, δηλ. ενάγεται προς
αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώματος και απόδοσης της κληρονομίας και
άρα του ως άνω πράγματος, μπορεί ως ένσταση καταλυτική της αγωγής να
επικαλεστεί και αποδείξει την ως ανωτέρω έκτακτη χρησικτησία, μόνο όμως
αν επικαλεστεί και αποδείξει και την παραγραφή της περί κλήρου αγωγής. Η
περί κλήρου αξίωση υπόκειται στην συνήθη εικοσαετή παραγραφή, με
αφετηρία την κατάληψη έστω και μερικών από τα κληρονομιαία, επέρχεται δε
διακοπή της με την άσκηση της περί κλήρου αγωγής και επέκεινα με κάθε
διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου, αφορώσα την αγωγή
αυτήν. Ως τέτοια αγωγή νοείται και η αναγνωριστική, με την οποία
διώκεται η αναγνώριση εννόμου σχέσεως που αποτελεί την βάση της. Ως προς
την τελική κατανομή των δικαστικών εξόδων των διαδίκων καθιερώνεται η
αρχή της ήττας και επομένως, η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του
διαδίκου που νικήθηκε, δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι
συνέπεια της αρχής της ήττας.
Αριθμός 1180/2012
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ελισάβετ
Μουγάκου-Μπρίλλη, Αντιπρόεδρο, Χαράλαμπο Δημάδη, Σπυρίδωνα Μιτσιάλη,
Δημήτριο Μαζαράκη και Χαράλαμπο Αθανασίου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά
του στις 25 Ιανουαρίου 2012, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής
Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1. Γ. Ι. Γ., και 2. Β.
συζ. Ι. Ζ., το γένος Ι. Γ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από
τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ζήση Σαμαρά, ο οποίος ανακάλεσε την από
24-1-2012 δήλωσή του εκ του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ και παραστάθηκε
αυτοπροσώπως.
Των αναιρεσίβλητων: 1. Α. Ν. Γ., 2. Ι. Ν. Γ.
και 3. Μ. θυγ. Ν. Γ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον
πληρεξούσιο δικηγόρο τους Απόστολο Βλιτσάκη, με δήλωση του άρθρου 242
παρ.2 του ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17-12-1996
αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο
Λάρισας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 206/1998 του ίδιου Δικαστηρίου που
παρέπεμψε την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λάρισας λόγω
αρμοδιότητας, 219/1999 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας και 159/2004
του Εφετείου Λάρισας το οποίο ανέπεμψε την υπόθεση στο Πολυμελές
Πρωτοδικείο Λάρισας. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Λάρισας εξέδωσε την
238/2005 απόφαση και 576/2008 του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της
τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 19-2-2009 αίτησή
τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που
εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται
πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μαζαράκης ανέγνωσε την από
16-1-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της
κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την
παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική
δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά το άρθρο 1879 ΑΚ, εφόσον δεν έχει
παραγραφεί η αγωγή περί κλήρου, ο νομεύς της κληρονομίας δεν μπορεί να
επικαλεσθεί κατά του κληρονόμου την χρησικτησία πράγματος που νέμεται ως
ανήκον στην κληρονομία κατ' αντιποίηση κληρονομικού δικαιώματος έστω
και κακοπίστως. Με την διάταξη αυτή δεν καθιερώνεται αναστολή ή διακοπή
της χρησικτησίας, σκοπείται όμως η διατήρηση του πλεονεκτήματος που
εξασφαλίζει στον αληθή κληρονόμο ο μακρός χρόνος παραγραφής της περί
κλήρου αξιώσεως, διότι σύμφωνα με αυτήν η τυχόν κτηθείσα κυριότητα του
νομέως της κληρονομίας δεν είναι αντιτάξιμη κατά του κληρονόμου, μέχρι
την απόσβεση της περί κλήρου αξιώσεως, ούτε ως μέσο αμύνης κατά της περί
κλήρου αγωγής του κληρονόμου, ούτε με επιθετική πράξη του νομέως, ήτοι
εμπράγματη αγωγή κυριότητος του κατεχομένου κληρονομιαίου πράγματος. Η
περί κλήρου αξίωση υπόκειται στην συνήθη εικοσαετή παραγραφή του άρθρου
249 ΑΚ με αφετηρία την κατάληψη έστω και μερικών από τα κληρονομιαία
πράγματα, επέρχεται δε διακοπή της, κατ' άρθρο 261 ΑΚ, με την άσκηση της
περί κλήρου αγωγής και επέκεινα με κάθε διαδικαστική πράξη των διαδίκων
ή του δικαστηρίου, αφορώσα την αγωγή αυτήν. Ως αγωγή, κατά την έννοια
της άνω διατάξεως, επαγομένη την διακοπή της παραγραφής, νοείται και η
προπαρασκευαστική της αξιώσεως αναγνωριστική τοιαύτη, με την οποία
διώκεται η αναγνώριση εννόμου σχέσεως που αποτελεί την βάση της . Η ως
άνω διάταξη του άρθρου 1879 ΑΚ εναρμονίζεται προς τα οριζόμενα στο άρθρο
1052 ΑΚ, κατά το οποίο ο χρόνος της χρησικτησίας που έτρεξε υπέρ του
νομέα της κληρονομίας υπολογίζεται υπέρ του αληθούς κληρονόμου.
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι ο
λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται,
αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής
του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα,
αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν
εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν
καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση τον πραγματικό κανόνα
δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την
άρνησή της.
Στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγοντες και
ήδη αναιρεσείοντες, με την από 17-12-1996 αναγνωριστική της κυριότητας
ακινήτου αγωγή τους κατά των εναγομένων και ήδη αναιρεσιβλήτων
ισχυρίστηκαν, ότι στις 8-5-1976 απεβίωσε ο πατέρας αυτών και παππούς των
αναιρεσιβλήτων από την πατρική γραμμή Ι. Γ.. Ότι στην κληρονομιαία
περιουσία του αποβιώσαντος περιλαμβάνονταν, εκτός των άλλων, και τα
περιγραφόμενα στην αγωγή δύο ακίνητα, ήτοι αγροτεμάχιο, εμβαδού 2.160
τ.μ. κείμενο στη θέση "ΚΑΡΠΟΛΟΓΙΑ", στην κτηματική περιοχή της
Κοινότητας Μελιβοίας και αγροτεμάχιο εμβαδού 2000 τ.μ., κείμενο στη θέση
"ΒΕΛΗ" της ίδιας κτηματικής περιοχής. Ότι αμέσως μετά το θάνατο του Ι.
Γ. τόσο οι ίδιοι όσο και ο πατέρας των αναιρεσιβλήτων και αδελφός τους
Ν., αναμίχθηκαν στην κληρονομιά του ως συγκύριοι, συννομείς και
συγκάτοχοι των άνω κληρονομιαίων ακινήτων κατά το εξ 1/3 εξ αδιαιρέτου
ποσοστό τους σ'αυτά ο καθένας και ασκούσαν έκτοτε και μέχρι της ασκήσεως
της αγωγής τις αναφερόμενες στην αγωγή εμφανείς υλικές πράξεις νομής με
διάνοια συγκληρονόμων. Ότι το Φθινόπωρο του έτους 1980 ο άνω αδελφός
τους Ν. εμφάνισε την από 26-9-1975 ιδιόγραφη διαθήκη του πατέρα τους Ι.
Γ., με την οποία ο τελευταίος εγκαθιστούσε κληρονόμους τους εναγομένους
και ήδη αναιρεσιβλήτους, ανηλίκους τότε εγγονούς του, τέκνα του πιο πάνω
υιού του (Ν. Γ.), στους οποίους ο διαθέτης κατέλιπε τα παραπάνω
ακίνητα. Ότι οι ενάγοντες-αναιρεσείοντες στη συνέχεια άσκησαν ενώπιον
του αρμοδίου Δικαστηρίου κατά των εναγομένων-αναιρεσιβλήτων την από
10-10-1980 αγωγή τους, με την οποία ισχυρίστηκαν, ότι η διαθήκη αυτή δεν
είναι ιδιόγραφη, αλλά αποτελεί άτακτη συσσώρευση λέξεων και έχει γραφεί
κατά περιεχόμενο διά της αριστεράς χειρός τρίτου, ο οποίος και έθεσε
κατ' ανεπιτυχή απομίμηση και την ημερομηνία και την υπογραφή του πατέρα
τους, ζητούσαν δε την ακύρωση της διαθήκης αυτής, "καθόσον είναι εξ
αδιαθέτου κληρονόμοι του αποβιώσαντος πατέρα τους κατά το 1/3 εξ
αδιαιρέτου έκαστος ως γνήσια τέκνα αυτού". Παράλληλα με την
.../14-10-1980 δήλωση αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Αγιάς
Αλεξάνδρας Σακκά-Καραθανάση, που μεταγράφηκε νόμιμα, αποδέχτηκαν ως εξ
αδιαθέτου κληρονόμοι κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου έκαστος την ως άνω
κληρονομία, στην οποία περιλαμβάνονταν και τα δύο ήδη επίδικα ακίνητα. Η
αγωγή αυτή απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη με την 636/1991 απόφαση
του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, που επικυρώθηκε με την 235/1996
απόφαση του Εφετείου Λάρισας. Ότι οι αναιρεσείοντες με την εικοσαετή
φυσική εξουσία τους επί των άνω κληρονομιαίων ακινήτων με διάνοια
συγκληρονόμου κατέστησαν συγκύριοι των ακινήτων αυτών κατά το ποσοστό
της κληρονομικής τους μερίδας, ήτοι κατά το 1/3 εξ αδιαιρέτου έκαστος με
τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, πλην όμως οι
εναγόμενοι-αναιρεσίβλητοι αμφισβητούν το εν λόγω δικαίωμά τους. Ζήτησαν
δε, επικαλούμενοι έννομο συμφέρον, να αναγνωριστούν συγκύριοι των
ακινήτων κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου έκαστος. Με αυτό το περιεχόμενο
και αίτημα η ένδικη αγωγή είναι μη νόμιμη, διότι οι ενάγοντες και ήδη
αναιρεσείοντες δεν επικαλούνται με την αγωγή τους, ότι έχει υποπέσει σε
παραγραφή η περί κλήρου αγωγή των αντιδίκων τους, ώστε ως νομείς της
κληρονομίας να μπορούν να επικαλεστούν πλέον κατ'αυτών (εναγομένων και
ήδη αναιρεσιβλήτων), κληρονόμων, την χρησικτησία τους επί των επίδικων
ακινήτων, αφού, όπως εκτέθηκε ανωτέρω στη μείζονα σκέψη, η τυχόν
κτηθείσα κυριότητα των αναιρεσειόντων ως νομέων της κληρονομίας δεν
είναι αντιτάξιμη κατά των ως άνω κληρονόμων αναιρεσιβλήτων μέχρι την
απόσβεση της περί κλήρου αξιώσεως, ούτε ως μέσο άμυνας κατά της περί
κλήρου αγωγής αυτών, ούτε με επιθετική πράξη των νομέων, όπως, στην
προκείμενη περίπτωση, με την άσκηση της ένδικης αγωγής περί αναγνωρίσεως
της κυριότητας των κατεχομένων απ' αυτούς κληρονομιαίων ακινήτων κατά
των εκ διαθήκης κληρονόμων του άνω αποβιώσαντος Ι. Γ.. Επομένως, το
Εφετείο, που, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ανακάλεσε την 159/2004
μη οριστική απόφασή του, που είχε κρίνει ως νόμιμη την ένδικη αγωγή,
εξαφάνισε την 238/2005 απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που είχε
δεχτεί αυτήν -αγωγή- και ως κατ' ουσίαν βάσιμη, απέρριψε την έφεση των
αναιρεσειόντων κατά της αρχικής με αριθμό 219/1999 πρωτόδικης απόφασης,
που είχε απορρίψει ως μη νόμιμη την εν λόγω αγωγή, και απέρριψε ως μη
νόμιμη την αγωγή αυτή, επικυρώνοντας έτσι, την αμέσως πιο πάνω πρωτόδικη
απόφαση, που είχε εκφέρει όμοια κρίση, δεν παραβίασε, κατά την εκτίμηση
του νόμω βασίμου της ένδικης αγωγής, την ουσιαστικού δικαίου διάταξη
του άρθρου 1879 ΑΚ, την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, αφού πράγματι
συνέτρεχαν (κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή), οι πραγματικές
προϋποθέσεις για την εφαρμογή της, και ορθά δεν εφάρμοσε την ουσιαστική
διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, αφού δεν συνέτρεχαν οι πραγματικές
προϋποθέσεις για την εφαρμογή της.
Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναίρεσης από το
άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν
τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Επειδή, κατά το άρθρο 183 ΚΠολΔ, τα έξοδα που
προκάλεσε η άσκηση και η εκδίκαση ενδίκου μέσου, επιβάλλονται, σε
περίπτωση που απορριφθεί, εις βάρος του διαδίκου που το άσκησε, ενώ σε
περίπτωση που γίνει δεκτό, εις βάρος του διαδίκου που νικήθηκε. Οι
διατάξεις των άρθρων 176 έως 182 εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή.
Με τη διάταξη αυτή, αλλά και αυτές των άρθρων 176 επόμ. ΚΠολΔ, ως προς
την τελική κατανομή των δικαστικών εξόδων των διαδίκων καθιερώνεται η
αρχή της ήττας, η οποία ισχύει και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας.
Επομένως, η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που νικήθηκε,
δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της
ήττας. Κατ' ακολουθίαν, ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης από τον αριθμό 19
του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην
προσβαλλόμενη απόφαση την από την ως άνω διάταξη πλημμέλεια, ότι το
Εφετείο με το να επιβάλει σ' αυτούς, ως ηττηθέντες διαδίκους τα
δικαστικά έξοδα, στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, γιατί στερείται
οποιασδήποτε αιτιολογίας ως προς την επιβολή σ' αυτούς της δικαστικής
δαπάνης, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 19-2-2009 αίτηση των Γ. Γ. κ.λ.π. για αναίρεση της 576/2008 αποφάσεως του Εφετείου Λάρισας.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά
έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων
οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαρτίου 2012. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Ιουνίου 2012.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ