Στην υπόθεση Χ. και λοιποί κατά Αυστρίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε, με την απόφασή του της 19ης Φεβρουαρίου 2013, ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) σε συνδυασμό με το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Ειδικότερα, η υπόθεση αφορούσε δύο γυναίκες (πρώτη και τρίτη εκ των προσφευγόντων), αυστριακής υπηκοότητας, οι οποίες βρίσκονται σε σταθερή ομοφυλοφιλική σχέση, και τον υιό της μιας από αυτές (δεύτερος προσφεύγων), ο οποίος γεννήθηκε εκτός γάμου το έτος 1995 και η μητέρα του έχει την πλήρη επιμέλεια. Οι δύο γυναίκες συζούν και φροντίζουν από κοινού το παιδί. Επιθυμώντας να δημιουργηθεί μία νομική σχέση μεταξύ της πρώτης προσφεύγουσας και του παιδιού χωρίς, ωστόσο, να διαπασθεί η σχέση με την μητέρα του παιδιού, προέβησαν στην σύνταξη ιδιωτικού συμφωνητικού περί υιοθεσίας του παιδιού από την πρώτη προσφεύγουσα τον Φεβρουάριο του έτους 2005 και το υπέβαλαν προς έγκριση στο αρμόδιο περιφερειακό δικαστήριο. Έχοντας επίγνωση του ότι οι σχετικές προβλέψεις του Αστικού Κώδικα μπορούσαν να ερμηνευθούν κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να αποκλείσουν την υιοθεσία του παιδιού της μίας συντρόφου του ομόφυλου ζεύγους από την άλλη σύντροφο δίχως να θιγεί η σχέση με την βιολογική μητέρα, οι προσφεύγουσες ζήτησαν από το Συνταγματικό Δικαστήριο να κηρύξει αντισυνταγματικές αυτές τις προβλέψεις ως εισάγουσες διακριτική μεταχείριση εις βάρος τους επί τη βάσει του σεξουαλικού προσανατολισμού τους. Το Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα ως απαράδεκτο τον Ιούνιο του έτους 2005, εκκρεμούσης της εκδόσεως της αποφάσεως του περιφερειακού δικαστηρίου. Τον Οκτώβριο του έτους 2005, το περιφερειακό δικαστήριο αρνήθηκε να εγκρίνει την συμφωνία περί υιοθεσίας, κρίνοντας ότι ο Αστικός Κώδικας προβλέπει ότι στην περίπτωση μίας υιοθεσίας από ένα άτομο, ο υιοθετών γονέας αντικαθιστά τον βιολογικό γονέα του ιδίου φύλου, διασπώντας κατ' αυτόν τον τρόπο την σχέση του παιδιού με αυτόν (τον βιολογικό γονέα). Στην συγκεκριμένη δε περίπτωση, η υιοθεσία του παιδιού από την πρώτη προσφεύγουσα θα διέκοπτε την σχέση του παιδιού με την μητέρα του και όχι με τον πατέρα του. Η έφεση των προσφευγουσών απερρίφθη τον Φεβρουάριο του έτους 2006. Πέραν των σκέψεων του περιφερειακού δικαστηρίου, το Εφετείο παρατήρησε ότι το Αυστριακό Δίκαιο, αν και δεν παρέχει ακριβή ορισμό του όρου "γονείς", εννοεί σαφώς δύο άτομα διαφορετικού φύλου. Όταν δε, όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση, το παιδί έχει και τους δύο γονείς του, δεν υπάρχει ανάγκη αντικαταστάσεως του ενός εξ αυτών από τον υιοθετούντα γονέα. Συναφώς, το δικαστήριο σημείωσε ότι από τα στοιχεία του φακέλλου προέκυπτε πως το παιδί είχε συχνή επικοινωνία με τον πατέρα του. Τέλος, το Αναιρετικό Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως τον Σεπτέμβριο του έτους 2006, κρίνοντας ότι η υιοθεσία ενός παιδιού από την σύντροφο της μητέρας του είναι νομικώς αδύνατη.
Κατόπιν αυτών, οι προσφεύγουσες, με την υπ' αριθμ. 19010/07 προσφυγή τους, παραπονέθηκαν ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ότι παραβιάσθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της Συμβάσεως, καθώς είχαν υποστεί διακριτική μεταχείριση στο δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής τους ζωής λόγω του σεξουαλικού προσανατολισμού τους. Ισχυρίσθηκαν δε ότι δεν υπάρχει κανένας αντικειμενικός λόγος που να δικαιολογεί την διαφορετική μεταχείρισή τους εν συγκρίσει με τα ετερόφυλα ζεύγη, καθώς στην τελευταία περίπτωση επιτρέπεται η υιοθεσία του τέκνου του ενός συντρόφου από τον άλλο σύντροφο του ετερόφυλου ζεύγους, είτε αυτό είναι νυμφευμένο είτε όχι.
Το ΕΔΔΑ με την χθεσινή απόφασή του έκρινε κατά πλειοψηφία ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της Συμβάσεως επί τη βάσει της διαφορετικής μεταχειρίσεως των προσφευγουσών εν συγκρίσει με τα ανύπανδρα ετερόφυλα ζεύγη, όταν ο ένας σύντροφος επιθυμεί να υιοθετήσει το τέκνο του άλλου και ομοφώνως ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8, όταν η κατάσταση των προσφευγουσών συγκρίνεται με εκείνη ενός παντρεμένου ζευγαριού, όπου ο ένας σύζυγος επιθυμεί να υιοθετήσει το τέκνου του άλλου συζύγου.
Πιο συγκεκριμένα, το ΕΔΔΑ διεπίστωσε ότι η διαφορετική μεταχείριση ανάμεσα στις προσφεύγουσες και σε ένα ανύπανδρο ετερόφυλο ζεύγος, όπου ο ένας σύντροφος επιθυμούσε να υιοθετήσει το τέκνο του άλλου συντρόφου, στηριζόταν στον σεξουαλικό προσανατολισμό της πρώτης και της τρίτης εκ των προσφευγόντων. Έκρινε δε ότι κανένας πειστικός λόγος δεν αναπτύχθηκε από την Αυστριακή Κυβέρνηση για να δείξει ότι μία τέτοια διαφορετική μεταχείριση ήταν απαραίτητη για την προστασία της οικογένειας ή για την προστασία των συμφερόντων του παιδιού. Τέλος, το ΕΔΔΑ επεδίκασε στους τρεις προσφεύγοντες ηθική βλάβη 10.000 Ευρώ.