1.4.14

ΕΦΛΑΡΙΣΗΣ 82/2010: ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ - ΕΝΝΟΙΑ ΕΡΓΟΥ


Οι πνευματικοί δημιουργοί με τη δημιουργία του έργου αποκτούν πνευματική ιδιοκτησία, που περιλαμβάνει ως αποκλειστικά και απόλυτα δικαιώματα αφενός το περιουσιακό δικαίωμα εκμετάλλευσης του έργου και αφετέρου το ηθικό δικαίωμα προστασίας του προσωπικού τους δεσμού με αυτό. Ως έργο νοείται κάθε πρωτότυπο πνευματικό δημιούργημα λόγου τέχνης ή επιστήμης, που εκφράζεται με οποιαδήποτε μορφή και ιδίως τα γραπτά ή προφορικά κείμενα, τα θεατρικά και τα οπτικοακουστικά έργα. Το πνευματικό έργο πρέπει να έχει υλική υπόσταση, αντιληπτή στις αισθήσεις. Αντικείμενο προστασίας του Ν. 2121/1993 δεν αποτελεί η ιδέα ή πληροφορία που περικλείει ένα έργο, αλλά η μορφή με την οποία εκφράζεται. Προϋπόθεση προστασίας του έργου αποτελεί η ανταπόκρισή του στη ρήτρα της πρωτοτυπίας, η οποία αποτελεί αποδεικτέο πραγματικό ζήτημα. Ως πρωτότυπο θεωρείται το έργο που παρουσιάζει είτε ατομική ιδιομορφία, με βάση την κρίση ότι παρόμοιο έργο δεν θα ήταν σε θέση να το δημιουργήσει κανένας άλλος δημιουργός υπό παρόμοιες συνθήκες, είτε ένα ελάχιστο όριο δημιουργικού ύψους, κάποια δηλαδή απόσταση από τα ήδη γνωστά. Αντικείμενο προστασίας είναι η μορφή και όχι η ιδέα που περιγράφεται σε ένα πνευματικό δημιούργημα. Ο τρόπος ξεΰφανσης του υφάσματος, που επινόησε η ενάγουσα για τη δημιουργία εργόχειρων με συγκεκριμένη τεχνοτροπία δεν αποτελεί «έργο» καθόσον δεν έχει υλική υπόσταση, αντιληπτή στις αισθήσεις. Πρωτότυπο έργο θα μπορούσαν να αποτελέσουν τα εργόχειρα, εφόσον τα σχέδιά τους χαρακτηρίζονταν από κάποια πρωτοτυπία. Παρά την κατοχύρωση του σχεδίου ή υποδείγματος στον Οργανισμό Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας, το έργο προστατεύεται μόνο αν είναι νέο και έχει ατομικό χαρακτήρα. 


ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΗΣ
82/2010 

Η κρινόμενη έφεση της ενάγουσας κατά της 122/2005 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου, που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία (ΚΠολΔ 233επ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 495 επ,516 και 518 §1). Είναι επομένως τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί κατά την ίδια διαδικασία (ΚΠολΔ 524 §1 και 533) ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της. 

Η ενάγουσα και ηδη εκκαλούσα με την ένδικη αγωγή της, όπου το αίτημα αυτής το περιόρισε παραδεκτά με τις προτάσεις της, ζήτησε να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης και ήδη εφεσιβλήτου προς καταβολή 146.735,14 ευρώ ως αποζημίωση προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από την επικαλούμενη σ’ αυτή (αγωγή) παράνομη προσβολή της αναφερόμενης στην αγωγή πνευματικής της ιδιοκτησίας και ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προσβολή αυτή. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία, αφού έκρινε νόμιμη την αγωγή, απέρριψε αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την κρινόμενη έφεση η ενάγουσα για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή της. 

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1§1,2§1,4§1,3 και 12 §2 του Ν.2121/1993 «περί πνευματικής ιδιοκτησίας, συγγενικών δικαιωμάτων και πολιτιστικών θεμάτων» προκύπτει ότι οι πνευματικοί δημιουργοί με τη δημιουργία του έργου αποκτούν σ’ αυτό πνευματική ιδιοκτησία, που περιλαμβάνει ως αποκλειστικά και απόλυτα δικαιώματα αφενός το δικαίωμα εκμετάλλευσης αυτού (περιουσιακό δικαίωμα) και αφετέρου το δικαίωμα της προστασίας του προσωπικού τους δεσμού (ηθικό δικαίωμα) προς το έργο, όπως το τελευταίο προσδιορίστηκε λεπτομερώς στη διάταξη του άρθρου 2 §1 του πιο πάνω νόμου. Ως έργο νοείται κάθε πρωτότυπο πνευματικό δημιούργημα λόγου τέχνης ή επιστήμης, που εκφράζεται με οποιαδήποτε μορφή και ιδίως τα γραπτά ή προφορικά κείμενα, τα θεατρικά έργα, τα οπτικοακουστικά έργα. Προϋπόθεση της παρεχόμενης από τις διατάξεις του Ν. 2121/1993 προστασίας του έργου, υπό την έννοια που προεκτέθηκε αποτελεί η ανταπόκριση αυτού στην οριζόμενη στην παρ. 1 του άρθρου 2 του νόμου αυτού ρήτρα της πρωτοτυπίας, η οποία αποτελεί ζήτημα πραγματικό υποκείμενο σε απόδειξη (βλ.ΑΠ 1248/2003 Ελλ Δνη 46.452). Ως πρωτότυπο έργο θεωρείται κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη εκείνο που παρουσιάζει είτε ατομική ιδιομορφία, που κρίνεται με το μέτρο της στατικής ιδιομορφίας, δηλαδή, με βάση την κρίση ότι παρόμοιο έργο δεν θα ήταν σε θέση να το δημιουργήσει κανένας άλλος δημιουργός κάτω από παρόμοιες συνθήκες και με τους ίδιους στόχους είτε ένα ελάχιστο όριο δημιουργικού ύψους, κάποια δηλαδή απόσταση από τα ήδη γνωστά ή αυτονόητα. Αντικείμενο της προστασίας αυτής στο δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας είναι η μορφή και όχι η ιδέα που περιγράφεται σε ένα πνευματικό δημιούργημα (βλ. ΑΠ 257/1995 ΝΟΒ 43.893-152/2005 Ελλ Δνη 47.493-5863/2008 Ελλ Δνη 50.582 Εφ.Αθ. 2932/2006 Ελλ Δνη 48.1478).
Στην προκειμένη περίπτωση από τις καταθέσεις των μαρτύρων, ενός από κάθε πλευρά, που εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά αυτού, τα οποία νομικά προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και που το Δικαστήριο εκτιμά καθαυτές και σε συνδυασμό μεταξύ τους και προς τις λοιπές αποδείξεις κατά το λόγο της αξιοπιστίας και της γνώσης του κάθε μάρτυρα, καθώς και από όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εκκαλούσα είχε επινοήσει ένα τρόπο αφαίρεσης κλωστών και συντόμευσης παράλληλα του χρόνου εργασίας που απαιτείται για την ξεΰφανση του υφάσματος, προκειμένου να δημιουργηθούν εργόχειρα με την τεχνοτροπία «Λουμινάκι Σκυριανό». Τον τρόπο δε αυτό ξεΰφανσης κατοχύρωσε στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος. Ο τρόπος αυτός ξεΰφανσης του υφάσματος δεν αποτελεί «έργο», καθόσον δεν έχει υλική υπόσταση, αντιληπτή στις αισθήσεις και αντικείμενο προστασίας του Ν. 2121/1993 δεν αποτελεί η ιδέα ή πληροφορία που περικλείει ένα έργο, αλλά η μορφή με την οποία εκφράζεται. Το ότι η επινόηση της εκκαλούσας είναι ένας τρόπος «ξεφτίσματος» του υφάσματος προκύπτει από την κατάθεση της μάρτυρός της, αλλά και από εξώδικη ομολογία της ίδιας (εκκαλούσας) στη σύνταξη περιγραφής και σχεδίων της εφεύρεσης που κατάθεσε στην Εθνική Βιβλιοθήκη, όπου ρητώς αναφέρει ότι «τα σχέδιά μου είναι παραδοσιακά κοφτά, ο τρόπος με τον οποίο εγώ δημιουργώ πάνω στο ύφασμα τα κοφτά καταργεί το συνεχές μέτρημα και αντικαθιστά αυτό με υπολογισμούς». Η εφεσίβλητος-εναγομένη είναι ιδιοκτήτρια καταστήματος πώλησης λιανικής κεντημάτων, εργόχειρων και ψιλικών στο Β. και στην οδό Σ. αριθ. …. Υστερα από συμφωνία που κατήρτισε με την Α. Κ. στις 7-3-2001 ανέλαβε την υποχρέωση να της κατασκευάσει ένα τεμάχιο υφάσματος 0,60cm x 0,60cm, το οποίο θα το παρέδιδε ξεφτισμένο. Σ’ εκτέλεση δε της συμφωνίας αυτής στις 17-7-2001 παρέδωσε το ύφασμα αυτό στην ως άνω, αφού προηγουμένως προέβη στη διαδικασία ξεΰφανσης. Η εκκαλούσα-εναγομένη θεωρώντας ότι η εφεσίβλητος με την ως άνω πράξη της εκτέλεσε δημόσια πρωτότυπο πνευματικό δημιούργημα τέχνης, το οποίο έχει ως αποκλειστική δικαιούχο αυτήν (εκκαλούσα), άσκησε την ένδικη αγωγή. Πρωτότυπο έργο θα μπορούσαν να αποτελέσουν τα εργόχειρα που κατασκευάζει με τη μέθοδο που προαναφέρθηκε η εκκαλούσα, εφόσον τα σχέδιά τους, πέρα από το ξέφτισμα, χαρακτηρίζονται από κάποια πρωτοτυπία, με την έννοια ότι παρουσιάζουν κάποιο ελάχιστο όριο δημιουργικού ύψους, κάποια δηλαδή απόσταση από τα ήδη γνωστά, ή αυτονόητα και αποτελούν προσωπικά ευρήματα της δημιουργού τους πέρα από τη σφαίρα της πρωτότυπης κατασκευής. Τα σχέδια της εκκαλούσης βασίζονται στην παραδοσιακή βελονιά «Λουμινάκι Σκυριανό»και πρόκειται για παραλλαγές σχεδίων παραδοσιακών σχεδίων που έχουν μεταφερθεί από γενιά σε γενιά και όχι για πρωτότυπα έργα αυτής. Το ότι η εκκαλούσα χρησιμοποιεί έναν τρόπο αφαίρεσης των κλωστών του υφάσματος δικής της επινόησης που συντομεύει το χρόνο εργασίας, δεν συνεπάγεται ότι αυτή καθίσταται δικαιούχος πνευματικής ιδιοκτησίας στο ως άνω είδος εργόχειρου, καθόσον ο τρόπος αυτός αφαίρεσης δεν παρουσιάζει ατομική ιδιομορφία, δηλαδή με βάση την κρίση ότι παρόμοιο έργο δεν θα ήταν σε θέση να το δημιουργήσει κανένας άλλος δημιουργός κάτω από παρόμοιες συνθήκες και με τους ίδιους στόχους. Καθένας που ασχολείται με αυτό το είδος εργόχειρου μπορεί να χρησιμοποιήσει διαφόρους τρόπους ξεΰφανσης, προκειμένου να έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Επί πλέον ο τρόπος αυτός αφαίρεσης των κλωστών, που χρησιμοποιεί η εκκαλούσα, δεν παρουσιάζει, όπως προεκτέθηκε, ούτε ένα ελάχιστο όριο δημιουργικού ύψους, κάποια δηλαδή απόσταση από τα ήδη γνωστά ή αυτονόητα. Τα περιστατικά αυτά προκύπτουν από τη σαφή και πειστική κατάθεση του μάρτυρος της εφεσιβλήτου, ο οποίος, λόγω της ιδιότητάς του ως συναδέλφου αυτής, καταθέτει μετά λόγου γνώσεως. Χαρακτηριστικά καταθέτει : «…..οι τρόποι ξεφτίσματος είναι πάρα πολλοί, ο καθένας μπορεί να το δημιουργήσει και από μόνος του…Σ’ αυτό που μου επέδειξε η Κα Β. δεν διέκρινα κάποια πρωτοτυπία, ίσα -ίσα είχα πολλά περιοδικά στο μαγαζί μου που μόλις τα ανοίξουμε είναι γεμάτα από τέτοια θέματα….Οι τρόποι που ξεφτίζονται είναι πολλοί, όταν το δούμε ξεφτισμένο δεν μπορούμε να ξέρουμε με ποιο τρόπο έχει ξεφτιστεί…..Η Κα Π. έκανε αυτό που έκανε όλα τα χρόνια που είχε στην καριέρα της και δεν έκανε κάτι διαφορετικό…». Ας σημειωθεί ότι τα ίδια σχετικά με τον τρόπο αφαίρεσης των κλωστών του υφάσματος δέχτηκε και το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου, το οποίο με την 1160/19-2-2003 απόφασή του αθώωσε την εφεσίβλητο από την αποδιδόμενη σ’ αυτήν παράβαση του άρθρου 66 §1 του Ν.2121/1993, ήτοι κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας. Το γεγονός ότι η εκκαλούσα έχει κατοχυρώσει στον Οργανισμό Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας (ΟΒΙ) τριάντα σχέδια τέτοιων παραδοσιακών κεντημάτων δεν ασκεί επιρροή, καθόσον από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2,12,13 και 24 του Π.Δ. 259/1997,που εκδόθηκε κατά εξουσιοδότηση του άρθρου 4 του Ν. 2417/1996, προκύπτει ότι παρά την κατοχύρωση του σχεδίου ή υποδείγματος στον ΟΒΙ, τούτο προστατεύεται μόνο αν είναι νέο και έχει ατομικό χαρακτήρα (βλ.Εφ. Πειρ. 220/2004 ΔΕΕ 2004.748). Στην προκειμένη περίπτωση τα σχέδια της εκκαλούσης βασίζονται σ΄ ένα παμπάλαιο είδος παραδοσιακού εργόχειρου και δεν παρουσιάζουν ατομική ιδιομορφία ούτε ένα ελάχιστο όριο δημιουργικού ύψους. Εφόσον η εκκαλουμένη απόφαση δέχτηκε τα ίδια προέβη σε σύννομη και προσήκουσα εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού που προσκομίστηκε. Τα αντίθετα δε υποστηριζόμενα με τους λόγους του εφετηρίου είναι απορριπτέα ως αβάσιμα και η έφεση στο σύνολό της απορριπτέα ως αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας βαρύνουν την εκκαλούσα, επειδή ηττήθηκε (ΚΠολΔ 176 και 183).-