Επιταγή - Ειδική εκκαθάριση τραπεζών - Πτώχευση - Αναστολή ατομικών διώξεων - Ανάκληση άδειας τράπεζας
Δεκτή η ανακοπή με
την οποία ζητείται η ακύρωση διαταγής πληρωμής, καθώς από την ημερομηνία της
πρώτης επιδόσεως μέχρι την ημερομηνία της δεύτερης επίδοσης της διαταγής
πληρωμής παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών. Αναγνώριση ότι η
αξίωση από τη διαταγή πληρωμής είναι παραγεγραμμένη. Αρμοδιότητα
καθ’ ύλη και κατά τόπο για την εκδίκαση της ανακοπής. Ανάκληση άδειας τράπεζας
και θέση της υπό ειδική εκκαθάριση. Απόρριψη ισχυρισμού τράπεζας περί αναστολής
των ατομικών διώξεων. Η αναστολή των ατομικών διώξεων αφορά αξιώσεις πιστωτών
κατά του πτωχεύσαντος και όχι αξιώσεις του πτωχεύσαντος κατά οφειλετών. Στην
ειδική εκκαθάριση των τραπεζών δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του Πτωχευτικού
Κώδικα περί αναστολής των ατομικών διώξεων για την ικανοποίηση των πιστωτών και
απαγόρευσης έναρξης ή συνέχισης αναγκαστικής εκτέλεσης. Απόρριψη ισχυρισμού της
καθ’ ής η ανακοπή τράπεζας περί διακοπής της
παραγραφής από την άσκηση ανακοπής άλλου οφειλέτη. Υποκειμενική διακοπή και η
αναστολή της παραγραφής. Είναι δυνατόν η παραγραφή να συμπληρώνεται εναντίον ενός
οφειλέτη και να μη συμπληρώνεται εναντίον άλλου οφειλέτη της.
ΑΡΙΘΜΟΣ 24/2014
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ
ΣΚΥΔΡΑΣ
(ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)
(κατόπιν μετατροπής
από ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)
Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Ταρσή Γαλάτου, η οποία ορίσθηκε
με πράξη της κ. Προέδρου Πρωτοδικών Έδεσσας, παρουσία και του Γραμματέα
Νεκτάριου Παπαγιάννη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του
στη Σκύδρα στις 8 Οκτωβρίου 2013 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: Γ. Σ. του Π., κατοίκου
ΔΕ Σκύδρας του Δήμου Σκύδρας Ν. Πέλλας, ο οποίος παραστάθηκε δια της
πληρεξούσιας δικηγόρου του Κυριακής Κολοβού του Δ.Σ. Έδεσσας.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΉΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Ανώνυμης
Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», η
οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, τελεί δε υπό καθεστώς
ειδικής εκκαθάρισης του άρθρου 68 Ν. 3601/2007. Παραστάθηκε δια της
πληρεξούσιας δικηγόρου της Τραϊανής
Δημητριάδου-Γιαννέλη του Δ.Σ. Έδεσσας.
Ο ανακόπτων ζητά να γίνει δεκτή η από
4-6-2012 ανακοπή, η οποία κατατέθηκε νομότυπα στη Γραμματεία του Δικαστηρίου
τούτου και καταχωρήθηκε με αυξ. αριθμό καταθέσεως
227/6-6-2012, επί της οποίας ορίσθηκε δικάσιμος η 26° Φεβρουαρίου 2013 και
κατόπιν αναβολής η στην αρχή της παρούσας σημειούμενη.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι
πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν
να γίνουν δεκτοί.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ
ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ
ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 933 παρ. 1 εδ. α' και γ' του Κ.Πολ.Δ., όπως
ισχύει από τις 2 Απριλίου 2012, μετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 19 παρ.
1 του Ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α' 51/12.3.2012), «Αντιρρήσεις εκείνου κατά του οποίου
στρέφεται η εκτέλεση και κάθε δανειστή του που έχει έννομο συμφέρον, οι οποίες
αφορούν την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, τη διαδικασία της αναγκαστικής
εκτέλεσης ή την απαίτηση, ασκούνται μόνο με ανακοπή που εισάγεται στο
Ειρηνοδικείο, αν ο εκτελεστός τίτλος έχει εκδοθεί από το δικαστήριο αυτό, και
στο Μονομελές Πρωτοδικείο σε κάθε άλλη περίπτωση. Η ανακοπή μπορεί να επιδοθεί
και στον πληρεξούσιο δικηγόρο που υπέγραψε την επιταγή του άρθρου 924 ή παρέσχε
την εντολή για τη διενέργεια οποιασδήποτε διαδικαστικής πράξης της αναγκαστικής
εκτέλεσης». Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει σαφώς, ότι, μετά την ισχύ του Ν.
4055/2012, καθ' ύλην αρμόδιο δικαστήριο να εκδικάσει
την ανακοπή του άρθρου 933 Κ.Πολ.Δ., καθώς και κάθε
άλλο ένδικο βοήθημα που, κατά παραπομπή της διάταξης που το προβλέπει,
εκδικάζεται από το δικαστήριο του άρθρου 933 Κ.Πολ.Δ.,
είναι το Ειρηνοδικείο, όταν έχει εκδοθεί από αυτό ο εκτελεστός τίτλος (και όχι
μόνο δικαστική απόφαση, όπως ίσχυε πριν το Ν. 4055/2012) με βάση τον οποίο
επισπεύδεται η εκτέλεση, και το Μονομελές Πρωτοδικείο σε κάθε άλλη περίπτωση (ΜΠρΘηβ 253/2013 Νόμος). Επίσης, σύμφωνα με την παρ. 2 του
ιδίου άρθρου 933 του Κ.Πολ.Δ., «Αρμόδιο κατά τόπο
είναι το δικαστήριο της περιφέρειας του τόπου της εκτέλεσης, εφόσον μετά την
επίδοση της επιταγής ακολούθησαν και άλλες πράξεις της εκτελεστικής
διαδικασίας, αλλιώς αρμόδιο είναι το δικαστήριο του άρθρου 584», σύμφωνα με το
οποίο «η ανακοπή εισάγεται στο δικαστήριο της γενικής δωσιδικίας του
ανακόπτοντος με την επιφύλαξη των διατάξεων των ειδικών δωσιδικιών», δηλ.
θεσπίζεται ειδική δωσιδικία της κατοικίας του ανακόπτοντος, ο οποίος επέχει τη
διαδικαστική θέση του αμυνόμενου (ΕφΑθ 10683/1986 ΕλλΔνη 1987. 890, Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα ΕρμΚΠολΔ, τόμος II, σελ.
1086, 1776, Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ,
υπό άρθρο 933, σελ. 395).
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των
διατάξεων των άρθρων 623, 626 παρ. 1 και 2, 628 παρ. 1 α’ 629 εδ. α' και 633 Κ.Πολ.Δ.,
συνάγεται ότι το αντικείμενο της δίκης, η οποία ανοίγεται με την ανακοπή κατά
διαταγής πληρωμής, είναι το έγκυρο ή μη της έκδοσης της τελευταίας. Συνεπώς,
ισχυρισμοί που ανάγονται σε επιγενόμενο της έκδοσης της διαταγής πληρωμής χρόνο
(και τέτοιοι είναι συνήθως αποσβεστικοί της ενοχής λόγοι), δεν μπορούν να
αποτελέσουν λόγους της ανακοπής αυτής, ούτε να προταθούν καθ' οιονδήποτε τρόπο
στη σχετική δίκη, αφού εξ ορισμού δεν υπήρχαν κατά την έκδοση της διαταγής
πληρωμής και συνεπώς δεν δύνανται να επιδρούν στο έγκυρο της εκδόσεως της (ΑΠ
1366/2008 Νόμος, ΑΠ 1538/2007 Νόμος, ΑΠ 667/2007 ΕλλΔνη
2007. 789, ΑΠ 1568/2002 ΝοΒ 51. 1198, ΕφΑθ 5483/2008 ΕλλΔνη 2009. 834, ΕφΠατρ 834/2008 ΑχΝομ 2009. 468. ΕφΘεσ 1340/2001 Αρμ ΝΖ. 42, ΜΠρΛαμ 20/2010 ΕπισκΕμπΔ 2010.
285, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ. έκδ. 2000, τ. 2ος, σελ. 1186), παρά μόνο να
προταθούν στα πλαίσια της αναγκαστικής εκτέλεσης με άσκηση ανακοπής κατ'αρθρ. 933 Κ.Πολ.Δ. (ΟλΑΠ 30/1987 Νόμος, ΑΠ 1538/2007 Νόμος, ΑΠ 337/2006 Νόμος)
ή ενδεχομένως με αναγνωριστική της ανυπαρξίας της οφειλής αγωγή (Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, ό.π.,
σελ. 1187). Επιπλέον, κατά το άρθρο 52 του Ν. 5960/1933 «περί επιταγής», οι
αξιώσεις του κομιστή της επιταγής κατά των οπισθογράφων, κατά του εκδότη και
κατά των άλλων υπόχρεων παραγράφονται μετά έξι μήνες από τη λήξη της προθεσμίας
προς εμφάνιση, η οποία είναι οκτώ ημερών από την έκδοση της επιταγής (άρθρο 29 εδ. α' Ν. 5960/1933). Η άπρακτη παρέλευση της εξάμηνης
αυτής προθεσμίας παραγραφής έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια της αγωγής
(αναγωγής) του κομιστή από επιταγή και, περαιτέρω, τη θεμελίωση δικαιώματος του
υπόχρεου να αρνηθεί την παροχή (άρθρο 272 παρ. 1 ΑΚ, Ν. Δελούκα,
Αξιόγραφα, 1976, παρ. 255, 160). Η συγκεκριμένη προθεσμία παραγραφής (όπως και
κάθε άλλη προθεσμία παραγραφής, την οποία ορίζει ο Ν. 5960/1933), υπόκειται σε
αναστολή και διακοπή σύμφωνα με τις διατάξεις για την παραγραφή και τη
βραχυπρόθεσμη παραγραφή, ήτοι σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 255-270 ΑΚ ή
άλλων ειδικών νόμων (βλ. άρθρο 61 Ν. 5960/1933, ΕφΑθ
3995/1981 ΕΕμπΔ ΑΡ. 248, ΜΠρΘεσ
1541/1990 ΕλλΔνη 32. 1379, Ν. Δελούκα,
ό.π., παρ. 258). Ειδικότερα δε ως προς την διακοπή
της παραγραφής με την επίδοση της διαταγής πληρωμής, κατά το άρθρο 634 παρ. 1
και 2 Κ.Πολ.Δ., η επίδοση της διαταγής πληρωμής
διακόπτει την παραγραφή και την αποσβεστική προθεσμία (παρ. 1), αν δε ακυρωθεί
η διαταγή πληρωμής, η παραγραφή ή η αποσβεστική προθεσμία θεωρείται ότι έχει
ανασταλεί από την επίδοση της διαταγής πληρωμής, ώσπου να εκδοθεί τελεσίδικη
απόφαση για την ανακοπή (παρ. 2). Με το ανωτέρω άρθρο 634 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. ορίζεται η άσκηση της ανακοπής ως ειδικό
ανασταλτικό γεγονός του χρόνου νέας παραγραφής της αξιώσεως, ο οποίος
διαφορετικά θα άρχιζε αμέσως μετά τη διακοπή που επέρχεται με την επίδοση της
διαταγής πληρωμής και είναι, αν η διαταγή στηρίζεται σε αξιόγραφο, η
βραχυπρόθεσμη για την αντίστοιχη αξίωση παραγραφή (ΟλΑΠ
30/1987 ΝοΒ 1988. 96). Το ανασταλτικό αυτό αποτέλεσμα
εξακολουθεί από το ανωτέρω σημείο διακοπής και για όσο διαρκεί η δίκη της
ανακοπής, αποκλείοντας την παραγραφή της αξιώσεως που στηρίζει τη διαταγή εν
επιδικία και, μάλιστα, όχι μόνο στην περίπτωση που ακυρωθεί η διαταγή, όπως
ρητώς ορίζεται στο νόμο, αλλά προδήλως και δη κατά μείζονα λόγο και όταν
απορριφθεί η ανακοπή, καθώς σε κάθε περίπτωση κατά τη διάρκεια της δίκης επί
της ανακοπής και μέχρι περατώσεως της με τελεσίδικη απόφαση δεν κινείται η με
την επίδοση της διαταγής διακοπείσα παραγραφή (ΟλΑΠ
12/2001 ΕλλΔνη 42. 896, ΑΠ 757/2006 ΝοΒ 2007. 333, ΑΠ 443/2006 Νόμος, ΑΠ 1538/2004 ΕλλΔνη 46. 761, ΑΠ 870/2004 ΕλλΔνη
45. 445). Με την τελεσίδικη απόρριψη της ανακοπής, η κατά τα άνω διακοπείσα
παραγραφή της αξίωσης που επιδικάζεται με τη διαταγή πληρωμής, αν είναι
μικρότερη των 20 ετών, όπως συμβαίνει με την παραγραφή της αξίωσης από την
επιταγή που είναι εξάμηνη κατ'άρθρο 52 παρ. 1 Ν.
5960/1933, επιμηκύνεται σε 20 έτη (ΟλΑΠ 30/1987 ΝοΒ 1988. 96, ΑΠ 870/2004 ό.π.,
ΑΠ 536/1994 ΝοΒ 1995, 692, ΑΠ 576/1994 ΕλλΔνη 1995. 865, ΕφΘεσ 561/1996 Αρμ. 1996. 1117-1118, ΕφΑθ
2428/1992 ΕλλΔνη 1995. 665, ΕφΑθ
5286/1992 ΕλλΔνη 34. 402, ΕφΚρ
48/1991 ΕλλΔνη 33. 1257, ΜΠρΘεσ
1183/1992 Αρμ. 46. 478), δεδομένου ότι η διαταγή
πληρωμής, η οποία έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, μετά την τελεσίδικη
απόρριψη της ασκηθείσας ανακοπής, ή σε περίπτωση μη ασκήσεως ανακοπής, μετά την
παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας ασκήσεως της ανακοπής του άρθρου 633 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ., ισοδυναμεί πλέον με τελεσίδικη απόφαση (ΑΠ
111/2012 Νόμος, ΑΠ 53/2004 Δίκη 2004. 968 και ΕΕμπΔ.
2005. 782, ΑΠ 133/2004 Νόμος, ΕφΑθ 1220/2009 ΕπισκΕμπΔ 2009. 535, ΕφΔωδ
168/2009 Νόμος). Τέλος, ο ισχυρισμός περί διακοπής ή αναστολής της παραγραφής
αποτελεί αντένσταση στον ισχυρισμό περί παραγραφής της απαίτησης και ο
επικαλούμενος τα διακοπτικά ή ανασταλτικά της
παραγραφής περιστατικά οφείλει να τα αποδείξει και δεν επιτρέπεται στο
δικαστήριο να τα λάβει υπόψη αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 18/1998 ΕλλΔνη
39. 590, ΕφΘεσ 2852/2004 Αρμ.
ΝΘ'. 571, ΕφΠειρ 39/2004 ΠειρΝομ
2004. 72, ΕφΘεσ 1732/2003 Αρμ.
ΝΗ'. 1396, ΕφΘεσ 1646/2003 Αρμ.
ΝΘ'. 1975).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την
ένδικη ανακοπή (όπως ορθώς εκτιμάται το δικόγραφο, παρότι από τον ανακόπτοντα
χαρακτηρίζεται και ως αρνητική αναγνωριστική αγωγή περί μη υπάρξεως χρέους και
ως ανακοπή), ο ανακόπτων εκθέτει ότι κατά αυτού και της Α. Ε. του Δ. εκδόθηκε η
υπ' αρ. 158/2011 διαταγή πληρωμής της Ειρηνοδίκου του Ειρηνοδικείου τούτου, με
την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην καθ'ής η
ανακοπή, εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των 4.500
ευρώ πλέον τόκων και εξόδων, για ισόποση απαίτηση αυτής απορρέουσα από την υπ' αρ.
28873107-7 τραπεζική επιταγή της. Ότι η επιταγή αυτή είχε εκδοθεί από τον ίδιο
(τον ανακόπτοντα) εις διαταγήν της Α. Ε. του Δ. και
μεταβιβάστηκε από την τελευταία με οπισθογράφηση ως αξία λόγω ενεχύρου στις
17-2-2010 στην καθ' ής η ανακοπή, όταν δε εμφανίστηκε
εμπροθέσμως στις 2-52011 προς πληρωμή δεν πληρώθηκε, ελλείψει διαθεσίμων
κεφαλαίων στον λογαριασμό του εκδότη επί του οποίου εσύρετο,
γεγονός το οποίο βεβαιώθηκε αρμοδίως με σχετική μνεία επί του σώματος της. Ότι
η καθ' ής η ανακοπή Τράπεζα υπέβαλε την αίτηση για
την έκδοση της διαταγής στις 24-11-2011 και κοινοποίησε προς αυτόν πρώτο
αντίγραφο εξ απογράφου στις 1-11-2011 μαζί με την από 111-2011 επιταγή προς
πληρωμή και δεύτερο αντίγραφο εξ απογράφου στις 28-52012, δηλ. μετά την πάροδο
έξι μηνών από την κοινοποίηση του πρώτου αντιγράφου. Ότι κατά το χρόνο της
κοινοποίησης του ως άνω δεύτερου αντιγράφου, η αξίωση της καθ' ής από την επιταγή είχε υποπέσει στην εξάμηνη παραγραφή, η
οποία είχε αρχίσει την επομένη της επιδόσεως του πρώτου αντιγράφου εξ
απογράφου, δηλ. στις 2-11-2011 και είχε συμπληρωθεί την 1-52012, και ότι το
δικαίωμα της καθ' ής να ζητήσει την ανωτέρω απαίτηση
της βάσει της υπ' αρ. 158/2011 διαταγής πληρωμής έχει παραγραφεί για το λόγο
αυτό. Ζητά δε να ακυρωθεί η από 1-11-2011 επιταγή προς πληρωμή που γράφηκε κάτω
από το αντίγραφο του απογράφου της υπ' αρ. 158/2011 διαταγής πληρωμής της
Ειρηνοδίκου του Ειρηνοδικείου τούτου, επικαλούμενος ότι από την ημερομηνία της
πρώτης επιδόσεως μέχρι την ημερομηνία της δεύτερης επιδόσεως της ως άνω
διαταγής παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών, στο οποίο αίτημα
θεωρείται, κατά ορθή εκτίμηση, ότι περιέχεται εννοιολογικά το αίτημα περί
αναγνωρίσεως ότι η αξίωση της καθ' ής από την υπ' αρ.
158/2011 διαταγή πληρωμής είναι παραγεγραμμένη και
ότι η 158/2011 διαταγή δεν μπορεί για το λόγο αυτόν να εκτελεστεί, να
καταδικαστεί δε η καθ' ής στα δικαστικά του έξοδα.
Υπό το προεκτεθέν
περιεχόμενο, η ένδικη ανακοπή, η οποία ασκήθηκε μετά την έναρξη ισχύος του Ν.
4055/2012, αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου,
κατά τα προεκτεθέντα σχετικώς στη μείζονα σκέψη.
Ασκήθηκε δε νομοτύπως και εμπροθέσμως, κατ' άρθρο 934 παρ. περ. α' Κ.Πολ.Δ, πλην όμως, δεν εισήχθη νομίμως να δικαστεί κατά
την τακτική διαδικασία και για το λόγο τούτο πρέπει, αυτεπαγγέλτως, να
διαταχθεί η εκδίκαση της κατά την προβλεπόμενη από τη φύση της υπόθεσης ειδική
διαδικασία των άρθρων 635-644 του Κ.Πολ.Δ. (Κ.Πολ.Δ. 591 παρ. 2), μη υφισταμένου κανενός εμποδίου προς
τούτο, με τις αποκλίσεις όμως που εισάγονται από τις διατάξεις των άρθρων 933
επ. του Κ.Πολ.Δ.. Ο ως άνω μοναδικός λόγος ανακοπής παραδεκτώς προβάλλεται και είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις
διατάξεις του άρθρου 52 Ν. 5960/1933. Πρέπει, συνεπώς, να εξετασθεί περαιτέρω
ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.
Σύμφωνα με το άρθρο 68 του Ν.
3601/2007, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 του Ν. 4021/2011, με την επιφύλαξη
των διατάξεων του Ν. 3458/ 2006 (Α' 94) και του άρθρου 63Ε του Ν. 3601/2007, Α:
«α) Πιστωτικό ίδρυμα δεν δύναται να κηρυχθεί σε πτώχευση ούτε είναι δυνατόν να
ανοίξει επ' αυτού προπτωχευτική διαδικασία
εξυγίανσης, β) Στην περίπτωση που ανακαλείται η άδεια λειτουργίας πιστωτικού
ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 8, αυτό τίθεται υποχρεωτικώς υπό ειδική
εκκαθάριση με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, γ) Κατά τη διάρκεια της
εκκαθάρισης, τη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος αναλαμβάνει ειδικός
εκκαθαριστής, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που ορίζεται με απόφαση της Τράπεζας της
Ελλάδος. ... δ)... ε)... στ)... ζ)... η)... θ)... ι)... 2. Με απόφαση της
Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να εξειδικεύονται οι όροι εφαρμογής του παρόντος
άρθρου. Στην ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος εφαρμόζονται
συμπληρωματικώς και στο μέτρο που δεν αντίκειται στο παρόν άρθρο, όπως αυτό
εξειδικεύεται με την ανωτέρω απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, οι διατάξεις του
Πτωχευτικού Κώδικα. 3... 4. Εάν στην ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος
υπάρχουν απαιτήσεις που έχουν προνόμιο σε ορισμένο πράγμα ή σε ποσότητα
χρημάτων, εφαρμόζεται το άρθρο 156 του Πτωχευτικού Κώδικα, εκτός αν πρόκειται
για δικαιώματα από συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας κατά την
έννοια του άρθρου 2 του Ν. 3301/2004, οπότε ο ασφαλειολήπτης
ικανοποιείται από την ασφάλεια κατ' αποκλεισμό, μέχρι πλήρους ικανοποίησης του,
των απαιτήσεων του άρθρου 154 του Πτωχευτικού Κώδικα, της παραγράφου 4 του
άρθρου 13Α του Ν. 3746/2009 και της παραγράφου 16 του άρθρου 4 του ίδιου
νόμου.». Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 25, 179 και 181
περ. α' του Ν. 3588/2007 (Πτωχευτικός Κώδικας) συνάγεται, ότι από τη δημοσίευση
της απόφασης με την οποία κηρύσσεται σε κατάσταση πτώχευσης φυσικό ή νομικό
πρόσωπο, οι πτωχευτικοί πιστωτές, που δεν είναι ασφαλισμένοι εμπραγμάτως ή με ειδικό προνόμιο, δηλαδή εκείνοι που έχουν
ενοχικές αξιώσεις ή γενικό προνόμιο κατά της περιουσίας του πτωχεύσαντος,
στερούνται του δικαιώματος να επιδιώξουν ατομικά την ικανοποίηση των αξιώσεων τους
κατά του πτωχεύσαντος. Απαγορεύεται ιδίως η έναρξη ή η συνέχιση της
αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών
αγωγών, η συνέχιση δικών επ' αυτών, η άσκηση ή η εκδίκαση ενδίκων μέσων, η
έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσεως, ή η εκτέλεση τους σε βάρος της
πτωχευτικής περιουσίας. Κάθε πράξη, η οποία διενεργείται κατά παράβαση της
αναστολής αυτής, είναι απολύτως άκυρη (βλ. προσκομιζόμενη ΕφΑθ
1869/2013, ΠΠρΘεσ 6697/2012 ΝοΒ
2012. 1195). Στην προκειμένη περίπτωση, η καθ' ής η
ανακοπή ισχυρίζεται ότι είναι απαράδεκτη η συζήτηση της ένδικης ανακοπής, διότι
με την υπ' αρ. 46/2707-2012 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών
Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β' 2208/27-07-2012), ανακλήθηκε η άδεια
λειτουργίας της και τέθηκε υπό ειδική εκκαθάριση του άρθρου 68 του Ν.
3601/2007, ενώ με το υπ' αρ. ΦΕΚ 2209Β/27-7-2012 η οφειλή της ανακόπτουσας
εμπίπτει στα μη μεταβιβαζόμενα στην «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ» στοιχεία αφού αυτή (η
ανακόπτουσα) βρίσκεται σε υπερημερία άνω των 90 ημερών (παρ. 2 περ. ιδ' υποπερ. ιι και ιν) και ως εκ τούτου αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις. Ο
ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι από τα αμέσως παραπάνω
προκύπτει αβίαστα ότι η αναστολή ατομικών διώξεων αφορά αξιώσεις πιστωτών κατά
του πτωχεύσαντος, και όχι το αντίστροφο, δηλ. αξιώσεις του πτωχεύσαντος κατά
οφειλετών, πολύ δε περισσότερο που εν προκειμένω η καθ' ής
η ανακοπή Τράπεζα έχει ήδη εκτελεστό τίτλο εις βάρος της ανακόπτουσας, ο οποίος
προσβάλλεται με την ένδικη ανακοπή. Εξάλλου, με την ως άνω απόφαση της
Επιτροπής, η καθ' ής η ανακοπή τέθηκε υπό ειδική
εκκαθάριση του άρθρου 68 του Ν, 3601/2007 και όχι σε πτώχευση. Επί της ειδικής
αυτής εκκαθάρισης έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του Κανονισμού ειδικής
εκκαθάρισης πιστωτικών ιδρυμάτων (ΦΕΚ Β' 2498/04-11-2011) και επικουρικά οι
διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα. Στο προοίμιο του εν λόγω κανονισμού
αναφέρεται ρητά ότι: «Η ειδική εκκαθάριση γίνεται αντιληπτή, διαφορετικά από
ότι η πτώχευση, αποκλειστικά ως διαδικασία ρευστοποίησης της περιουσίας του
πιστωτικού ιδρύματος». Συνεπώς, πρόκειται για ειδική εκκαθάριση διαφορετική της προβλεπόμενης με τον
Πτωχευτικό Κώδικα και δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα περί
αναστολής ατομικών διώξεων για την ικανοποίηση των πιστωτών και απαγόρευσης
έναρξης ή συνέχισης αναγκαστικής εκτέλεσης και άσκησης αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών κλπ. σε στοιχεία της περιουσίας του
ιδρύματος.
Από τα μετ'επικλήσεως
προσκομιζόμενα έγγραφα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο
ανακόπτων εξέδωσε στη Σκύδρα, με ημερομηνία εκδόσεως την 25-4-2011, τη
μεταχρονολογημένη υπ' αρ. 28873107-7 τραπεζική επιταγή, ποσού 4.500 ευρώ,
πληρωτέα από τον τηρούμενο στην καθ' ής η ανακοπή
λογαριασμό του, εις διαταγήν της Α. Ε. του Δ., η
οποία στις 17-2-2011 μεταβίβασε αυτήν με οπισθογράφηση ως αξία λόγω ενεχύρου
στην καθ' ής η ανακοπή Τράπεζα. Η επιταγή αυτή
εμφανίστηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 2-5-2011 προς πληρωμή, πλην όμως δεν
πληρώθηκε λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων, τούτο δε βεβαιώθηκε επί του
σώματος της στις 2-5-2011 από αρμόδιο υπάλληλο της καθ' ής.
Κατόπιν τούτου, η καθ' ής η ανακοπή ζήτησε και πέτυχε
την έκδοση της υπ' αρ. 158/2011 διαταγής πληρωμής σε βάρος του
εκδότη-ανακόπτοντος και της Α. Ε. του Δ., με την οποία επιτάσσονταν αυτοί να
καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των 4.500
ευρώ ως κεφάλαιο, πλέον τόκων, και ποσό 84 ευρώ ως δικαστικά έξοδα. Στη
συνέχεια και δη στις 1-11-2011, η καθ' ής επέδωσε
στον ανακόπτοντα αντίγραφο εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού της ως άνω διαταγής
πληρωμής μετ' επιταγής προς πληρωμή, διά της οποίας επιτάσσεται ο ανακόπτων να
καταβάλει στην καθ'ής τα εξής ποσά: α) 4.500 ευρώ ως
κεφάλαιο κατά τα ανωτέρω, β) 206,51 ευρώ ως σύνολο των οφειλομένων τόκων, γ) 84
ευρώ ως επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, δ) 5 ευρώ για αντίγραφο, 61,50 ευρώ για
σύνταξη επιταγής, 100 ευρώ για επίδοση αυτής, ειδάλλως θα υποστεί την εκτέλεση
του ανωτέρω τίτλου. Η επιταγή αυτή συνιστά επιταγή προς εκτέλεση με την έννοια
του άρθρου 924 εδ. 1 Κ.Πολ.Δ.
{Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ., έκδ. 2000, τ. 2ος, σελ. 1755, Μπρίνιας,
Αναγκαστική Εκτέλεση, έκδ. Β', 1978, τ. 1ος, σελ. 301). Η επίδοση της διαταγής
πληρωμής στις 1-11-2011 διέκοψε την εξάμηνη παραγραφή της αξιώσεως της καθ'ής, η οποία είχε αρχίσει από την επομένη της λήξεως της
οκταήμερης προθεσμίας προς εμφάνιση της επιταγής, δηλ. από 4-5-2011 (ΕφΑθ 11981/1990 ΕλλΔνη 32. 1075, ΕφΑθ 5850/1998 ΕλλΔνη 31. 847,
κατά τις οποίες η προθεσμία εμφάνισης αρχίζει από την επομένη της σημειούμενης
ως χρονολογίας εκδόσεως της επιταγής). Από τις 2-11-2011, επομένη της πρώτης
επιδόσεως, άρχισε να τρέχει νέα προθεσμία έξι μηνών, εντός της οποίας ο
ανακόπτων ούτε άσκησε ανακοπή κατά της διαταγής ούτε κοινοποίησε για δεύτερη
φορά τη διαταγή, προκειμένου να διακόψει την εξάμηνη παραγραφή, αλλά
κοινοποίησε το δεύτερο αντίγραφο μετά τη συμπλήρωση της στις 28-5-2012 (βλ. το
κοινοποιηθέν στον ανακόπτοντα αντίγραφο της διαταγής πληρωμής με τη σχετική
επισημείωση του δικαστικού επιμελητή … περί επιδόσεως της στις 28-5-2012). Ο
ισχυρισμός που προβάλλει η καθ' ής η ανακοπή ότι η Α.
Ελ. του Δ. άσκησε κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής εμπρόθεσμα ανακοπή, η οποία
εκκρεμεί προς εκδίκαση, με συνέπεια να διακοπεί η παραγραφή, δεν ευσταθεί
διότι, σύμφωνα με βασική για το δίκαιο της επιταγής αρχή, η οποία καθιερώνεται
με το άρθρο 53 Ν. 5960/1933, η διακοπή της παραγραφής έχει αποτέλεσμα μόνον
εναντίον εκείνου ως προς τον οποίον έλαβε χώρα το γεγονός που διακόπτει την
παραγραφή, δεδομένου ότι η διακοπή και η αναστολή της παραγραφής (ΑΚ 255 επ.)
ενεργούν υποκειμενικά. Για το λόγο αυτόν είναι δυνατόν η παραγραφή να
συμπληρώνεται εναντίον ενός οφειλέτη και να μη συμπληρώνεται εναντίον ενός
άλλου οφειλέτη της (βλ. Μάρκου, Δίκαιο Επιταγής). Επομένως, αφού από την πρώτη
έως τη δεύτερη επίδοση της διαταγής πληρωμής παρήλθε χρονικό διάστημα
μεγαλύτερο των έξι μηνών, κατ' άρθρα 52 παρ. 1 Ν. 5960/1933, 247 και 249 ΑΚ,
και δεν συνέτρεξε κάποιο διακοπτικό ή ανασταλτικό της
παραγραφής γεγονός (ούτε ανωτέρα βία, ήτοι απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός,
μη δυνάμενο να αποτραπεί), η δε καθ' ής δεν
επικαλείται κάτι τέτοιο βασίμως, η αξίωση της καθ' ής
έχει υποπέσει σε παραγραφή και δικαιούται μετά ταύτα ο ανακόπτων να αρνηθεί να
καταβάλει.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, πρέπει να γίνει
δεκτός ως και κατ' ουσίαν βάσιμος ο μοναδικός λόγος
ανακοπής και συνεπώς και η ανακοπή στο σύνολο της, να επιβληθούν δε τα
δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος σε βάρος της καθ' ής
η ανακοπή λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 192 παρ. 2 ΚΠολΔ),
κατόπιν σχετικού αιτήματος της τελευταίας (Κ.Πολ.Δ.
106, 191 παρ. 2), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ
ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ'αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ την από
1-11-2011 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι του αντιγράφου εξ απογράφου της υπ' αρ. 158/26-10-2011
διαταγής πληρωμής της Ειρηνοδίκου του Δικαστηρίου τούτου
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ'
ής η ανακοπή στα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος, τα
οποία ορίζει σε εκατό (100) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ,
αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στις 20 Ιανουαρίου 2014 στη Σκύδρα σε δημόσια
έκτακτη συνεδρίαση του στο ακροατήριο του.