19.4.14

ΜΠρΑθ (ΑσφΜ) 12909/2013: ΜΙΣΘΩΣΗ-ΕΓΓΥΗΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ

Ξένη η πρωτοφειλέτις εταιρία ως προς τη σχέση Δήμου στον οποίο έχει ανατεθεί η εγγυητική επιστολή και Τραπέζης.


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ


                     Αριθμός αποφάσεως 12909/2013

                   ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
                   (Διαδικασία Ασφαλιστικών μέτρων)
      
      Αποτελούμενο από την Δικαστή Χαρίκλεια Κ. Ηλιοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίσθηκε κατόπιν κληρώσεως σύμφωνα με το νόμο από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου της Διοικήσεως του Πρωτοδικείου.

     Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 18 Σεπτεμβρίου 2013, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέως, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

      Της αιτούσας: της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «ΠΡΙΤΖΙ ΚΟΦΙ ΤΑΪΜ Ε.Π.Ε.» που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Πλατεία Συντάγματος, νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Ιωάννη Παπανδρουλάκη και Σοφία Χατζογλίδου.

      Των καθ' ων η αίτηση: 1) Δήμου Αθηναίων που εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού Λιοσίων αρ. 22, νομίμως εκπροσωπουμένου, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Ανδρικόπουλο και 2) της εδρεύουσας στην Αθήνα και επί της οδού Οθωνος αρ. 8 ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «EFG EUROBANK ERGASIAS Α.Ε.», νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

      Η αιτούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 27.3.2013 αίτηση της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αύξοντα αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 45792/5015/2013 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 19ης Ιουλίου 2013. Κατά τη δικάσιμο εκείνη, το Δικαστήριο ανέβαλε την εκδίκαση της υποθέσεως, κατόπιν σχετικού αιτήματος της αιτούσας για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.

      Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρισταμένων διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.


ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
        
        Όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση του Δικαστού του Δικαστηρίου τούτου επί του δικογράφου της ένδικης αιτήσεως, κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 19ης Ιουλίου 2013, οπότε παραστάθηκαν: α) η αιτούσα διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ιωάννη Παπανδρουλάκη, β) ο πρώτος των καθ'ων διά της πληρεξούσιας δικηγόρου του Αντωνίας Παπανδρικοπούλου και γ) η δεύτερη των καθ' ων διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ανδρέα Πάλλη, η υπόθεση ανεβλήθη, κατόπιν σχετικού αιτήματος της αιτούσας για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας. Κατά συνέπεια, αφού η δεύτερη των καθ'ων η αίτηση είχε παρασταθεί κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ανδρέα Πάλλη, έλαβε γνώση της νέας δικασίμου που ορίσθηκε για τη συζήτηση της ένδικης αιτήσεως, δηλαδή, της δικασίμου που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας. Σημειώνεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της ένδικης αιτήσεως με κλήση για συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 19ης Ιουλίου 2013 είχε επιδοθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα στην δεύτερη των καθ' ων (όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. 7259Γ/9.4.2013 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ...). Επομένως, αφού η τελευταία δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο έκθεμα, πρέπει να δικασθεί ερήμην, η υπόθεση, όμως, θα εξετασθεί σαν να ήταν και αυτή παρούσα, αφού η αίτηση δικάζεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.


        Η σύμβαση που καταρτίζεται μεταξύ Τράπεζας και εντολέα αυτής, δυνάμει της οποίας ο τελευταίος δίδει στην Τράπεζα την εντολή να προβεί στην έκδοση, για λογαριασμό του, εγγυητικής επιστολής προς τρίτο (δανειστή), είναι μία ιδιόμορφη άτυπη σύμβαση, λειτουργούσα στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ), που διέπεται από τις διατάξεις περί παραγγελίας του ΕΝ και εντολής του ΑΚ, διακρίνεται δε από τη σύμβαση εγγυήσεως υπό τον τύπο της παροχής εγγυητικής επιστολής, που καταρτίζεται μεταξύ της εγγυήτριας τράπεζας και του δανειστή του εντολέα της, η οποία διέπεται βασικά από τις διατάξεις περί εγγυήσεως (άρθρο 847 επ. ΑΚ) κατ' αναλογία. Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 847 επ. ΑΚ, οι οποίες εφαρμόζονται και επί των εγγυήσεων, που παρέχονται με τις εγγυητικές επιστολές προκύπτει ότι, η εγγύηση που παρέχεται με την εγγυητική επιστολή αποτελεί, κατ' αρχήν, ετεροβαρή σύμβαση καταρτιζόμενη μεταξύ του δανειστή και του εγγυητή. Με τη σύμβαση αυτή ο εγγυητής αναλαμβάνει έναντι του δανειστή την υποχρέωση να τού πληρώσει οφειλή τρίτου πηγάζουσα από έγκυρη έννομη σχέση, στην οποία ο τρίτος (οφειλέτης) παραμένει νομικά ξένος. Ειδικότερα, οι εγγυητικές επιστολές που εκδίδονται από τράπεζες αποτελούν ιδιαίτερο είδος κατά τύπον εγγύησης, δημιούργημα της συναλλακτικής πρακτικής (άρθρο 361 ΑΚ), χαρακτηριστικό της οποίας είναι ότι, με αυτήν οι συναλλασσόμενοι δεν αποβλέπουν στην απόκτηση πρόσθετης φερεγγυότητας, αλλά στην άμεση καταβολή από την τράπεζα στο δανειστή του ποσού που καλύπτει η εγγυητική επιστολή, χωρίς ο τελευταίος να προσφύγει στα Δικαστήρια και στη χρονοβόρα διαδικασία τους (ΑΠ 1625/2012 δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ», ΕΘ 633/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.1014). Περαιτέρω, η εγγυητική επιστολή με ρήτρα πληρωμής σε πρώτη ζήτηση, έχει την έννοια, ότι η τράπεζα εγγυάται προς τον δανειστή την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του πρωτοφειλέτη με την καταβολή του ποσού της εγγυητικής επιστολής, χωρίς δυνατότητα ελέγχου του υπαρκτού έγκυρης οφειλής και του λόγου κατάπτωσης της εγγύησης, καθώς και της προβολής ένστασης διζήσεως. Ετσι, επί εγγυητικής επιστολής, όπως και επί εγγυήσεως του ΑΚ, λόγω της ενδοτικού χαρακτήρα των εν λόγω διατάξεων και της θεσπιζόμενης με το άρθρο 361 ΑΚ αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων, μπορεί να συμφωνηθεί μεταξύ των ενδιαφερομένων ότι η παρέχουσα την εγγυητική επιστολή τράπεζα υποχρεούται να καταΒάλει το αναγραφόμενο στην εγγυητική επιστολή ποσό χωρίς αντιρρήσεις και χωρίς το δικαίωμα προβολής της ενστάσεως διζήσεως, καθώς και κάθε άλλης μη προσωποπαγούς ενστάσεως του πρωτοφειλέτη. Στην περίπτωση αυτή επέρχεται ευρεία αποσύνδεση της εγγυητικής επιστολής και της εξ αυτής υποχρεώσεως από τη βασική σχέση. Δεν καθίσταται όμως η εγγυητική επιστολή αφηρημένη υπόσχεση χρέους, ούτε αποβάλλει τον χαρακτήρα της ως συμβάσεως εξασφαλιστικής των δικαιωμάτων του οφειλέτη από τη βασική σχέση και με την έννοια αυτή η τράπεζα δεν υποχρεούται να καταΒάλει στον δανειστή για αιτία, η οποία δεν καλύπτεται από την εγγυητική επιστολή (ΑΠ 1793/2008 δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ», ΕΘ 633/2011 ό.π., ΕΑ 1415/2010 ΔΕΕ2012.951). Ούτε αποκλείεται η απόκρουση της πληρωμής από την εγγυήτρια Τράπεζα με την προβολή ενστάσεως από τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ ή η μεταγενέστερη εκ μέρους του υπέρ ού η επιστολή, πρωτοφειλέτη και εντολέως, αναζήτηση του καταβληθέντος ποσού από τον λαβόντα δανειστή ή τον διάδοχο του τελευταίου, εάν ήθελε κριθεί ότι συντρέχουν οι όροι της καταπτώσεως, κατά τις περί αδικοπραξιών  διατάξεις του ΑΚ και αν δεν υπάρχει ή δεν αποδεικνύεται αδικοπραξία κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού των άρθρων 904 επ του ΑΚ (ΑΠ 16/2008 ΕλλΔνη 49.441, ΕφΛαρ 708/2010 ΕπισκΕμπΔ 2011.1001). Αν η άσκηση των δικαιωμάτων του δανειστή από την εγγυητική επιστολή δεν είναι σύμφωνη  προς τον σκοπό που  αυτή χορηγήθηκε, μπορεί να αποκρουστεί, ως αντιβαίνουσα στα χρηστά ήθη και την καλή πίστη ή ως καταχρηστική. Από τα ανωτέρω, συνάγεται ότι ο οφειλέτης, επικαλούμενος περιστατικά, τα οποία καθιστούν την αξίωση του δανειστή για κατάπτωση και είσπραξης της εγγυητικής επιστολής καταχρηστική, μπορεί να αξιώσει απ1 αυτόν να παραλείψει την είσπραξη και αντίστοιχα να αξιώσει από την Τράπεζα (εγγυητή) να μην πληρώσει την εγγυητική επιστολή. Σε σχέση με το δικαίωμα του αυτό, κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη, ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει και προσωρινή δικαστική προστασία,  σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 682, 731 και 732 ΚΠολΔ [ΠΠρΑθ 3865/2005 ΕπιθΕμπΔ2006.100, ΜΠρθεσ 18561/2012 (ασφ.) δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΔΣΑ», ΜΠρθηβ 319/2012 (Ασφ.) ΕΕμπΔ2013.60, ΜΠρ 534/2005 (ασφ.) ΝοΒ 2005.706, ΜΠρθες 1627/2003 ΕΕμπΔ2003.121, ΜΠρΑΘ 7913/1998 (ασφ.) ΕΕμπΔΙ999.279, ΜΠΡΑΘ 3140/1992 (ασφ.) ΕλλΔνη 1992.428, βλ. και ΜΠρΑιγ 494/2011 (ασφ.) ΕΦΑΔ2012.42 και ΜΠρΑΘ 374/1998 (ασφ.) δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΔΣΑ» με τις οποίες θεωρείται νόμιμη η παρεμβολή του πρωτοφειλέτη υπό αυστηρές προϋποθέσεις, ήτοι: α) να προκύπτει από έγγραφο αξιόπιστα και αναμφισβήτητα ότι εξέλιπε η αιτία για την οποία χορηγήθηκε η εγγυητική επιστολή, β) να έχει τούτο Βεβαιωθεί με διαπλαοτική δικαστική απόφαση και γ) να υπάρχει ειδική συμβατική ρήτρα που να παρέχει δυνατότητα παρεμβάσεως του πρωτοφειλέτη στην εξωτερική σχέση της εγγυήτριας τράπεζας και του δανειστή]. Περίπτωση, δε, καταχρηστικής άσκησης των δικαιωμάτων του δανειστή για είσπραξη της εγγυητικής επιστολής, υφίσταται όταν ο τελευταίος ζητεί την πληρωμή αυτής, επικαλούμενος απλώς και μόνον, τον συμβατικό όρο ότι είναι καταβλητέα «σε πρώτη ζήτηση», με σκοπό να αποφύγει την προβολή ενστάσεων, περί του ότι δεν συντρέχει, ουσιαστικός λόγος κατάπτωσης αυτής, λόγω ανυπαρξίας των με αυτήν ασφαλιζομένων απαιτήσεων, επιδιώκοντας κατ' αυτόν τον τρόπο, τον αδικαιολόγητο πλουτισμό του σε βάρος της περιουσίας του οφειλέτη, κατ' εντολή και με χρήματα του οποίου εκδόθηκε η εγγυητική επιστολή. Ενώ πρόσφορο ασφαλιστικό μέτρο στην περίπτωση αυτή είναι η προσωρινή υποχρέωση του δανειστή να μην εισπράξει και της Τράπεζας να μην καταΒάλει το ποσόν της εγγυητικής επιστολής.


        Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση, όπως παραδεκτώς διορθώθηκε με το έγγραφο σημείωμα της αιτούσας, κατ' εκτίμηση του δικογράφου της, η τελευταία ισχυρίζεται ότι κατά του πρώτου των καθ' ων έχει ασκήσει ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (Διαδικασία Μισθωτικών διαφορών) την με αύξοντα αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 561/2013 αγωγή της που έχει προσδιορισθεί για τη δικάσιμο της 20ης Φεβρουαρίου 2014 και με την οποία κατήγγειλε την από 1.3.2010 σύμβαση επαγγελματικής μισθώσεως που είχε συναφθεί μεταξύ αυτής και του πρώτου των καθ'ων για σπουδαίο λόγο και, επιπλέον ζητεί να αναγνωρισθεί το κύρος της καταγγελίας αυτής, να θεωρηθεί λυθείσα η παραπάνω σύμβαση μισθώσεως αναδρομικώς από την αρχή της συμβάσεως και, τέλος, να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 14.2.2013 καταγγελίας της ίδιας συμβάσεως εκ μέρους του πρώτου των καθ' ων και της καταπτώσεως της εγγυοδοσίας που έγινε με την υπ' αριθμ. .../17.3.2010 εγγυητική επιστολή που έχει εκδοθεί από την δεύτερη των καθ'ων ποσού 216.000 ευρώ, καθώς και η ακυρότητα της τυχόν επακολουθησομένης αποβολής της από το μίσθιο. Οτι, με την ως άνω αγωγή επικαλείται ειδικότερα ότι η κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής δεν είναι νόμιμη, διότι: α) υπήρξε απρόβλεπτη μεταβολή των συνθηκών και, συγκεκριμένα, γεγονός ανωτέρας βίας, για το οποίο η ενάγουσα και ήδη αιτούσα δεν είχε ευθύνη και β) η κατάπτωση της εγγυητικής δεν είναι δυνατόν να γίνει με μόνη ατομική και διοικητική πράξη του Δημάρχου ενώ θα έπρεπε να προηγηθεί δικαστική απόφαση κατ' ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων 168 επ. του ΚΠΌΛΔ. Ότι, επιπλέον, ο νόμιμος εκπρόσωπος της αιτούσας έχει ασκήσει κατά του πρώτου των καθ' ων την από 15.3.2013 (αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. 42423/4012/2013) ανακοπή ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία ζητεί να ακυρωθεί η υπ' αριθμ. 302/5.3.2013 έγγραφη παραγγελία του Διευθυντή Οικονομικών του Δήμου Αθηναίων από τις 5.3.2013, να ακυρωθούν όλες οι ταμειακές βεβαιώσεις που αναφέρονται στην ανακοπτομένη υπ'αριθμ. 1010/5.3.2013 έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ... και να ακυρωθεί η επιβληθείσα - βάσει της ως άνω εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως - αναγκαστική κατάσχεση. Ότι η ως άνω απόφαση του Δημάρχου του πρώτου των καθ'ων και η κατάπτωση της προεκτεθείσας εγγυητικής επιστολής είναι μη νόμιμες και άκυρες για τους λόγους που εκτίθενται στα ως άνω δύο ενσωματωμένα στην αίτηση δικόγραφα (αγωγή και ανακοπή), επιπροσθέτως, δε, είναι άκυρες ως παράνομες και καταχρηστικές διότι: α) ο Δήμαρχος δεν ήταν καθ'ύλην αρμόδιος για την κατάπτωση της ένδικης εγγυητικής επιστολής, β) διότι η απόφαση του Δημάρχου είναι αόριστη, ασαφής και αναιτιολόγητη και γ) η ένδικη μίσθωση έχει ήδη καταγγελθεί από την αιτούσα. Ότι, σε κάθε περίπτωση, η κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής και η είσπραξη της από τον πρώτο των καθ'ων είναι καταχρηστική ως αντιβαίνουσα στα χρηστά και συναλλακτικά ήθη διότι α) στις 5.3.2013 επεβλήθη εις βάρος του νομίμου εκπροσώπου της αιτούσας υπό την φερομένη ιδιότητα του ως εγγυητή, αναγκαστική εκτέλεση της ακίνητης περιουσίας του, με την υπ'αριθμ. 1010/5.3.2013 έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείο Αθηνών ..., προς εξασφάλιση της φερομένης απαιτήσεως από φερόμενα ως οφειλόμενα μισθώματα, ποσού 719.070 ευρώ. Ότι η αντικειμενική αξία των κατασχεθέντων ακινήτων υπερβαίνει το ποσό της φερομένης απαιτήσεως του πρώτου των καθ'ων με αποτέλεσμα η κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής να καθίσταται καταχρηστική και αντισυμβατική, αντιβαίνουσα στους κανόνες της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών και β) σε κάθε περίπτωση, η φερόμενη απαίτηση του πρώτου των καθ'ων είναι μη εκκαθαρισμένη καθώς με την υπ'αριθμ. 432/2012 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου (διαδικασία Μισθωτικών διαφορών) έγινε δεκτή αγωγή της αιτούσας με την οποία μειώθηκε το μηνιαίο μίσθωμα από το ποσό των 35.000 ευρώ στο ποσό των 17.000 ευρώ. Ότι ο πρώτος των καθ'ων έχει ασκήσει έφεση κατά της ως άνω αποφάσεως η εκδίκαση της οποίας ακόμη εκκρεμεί. Με βάση το παραπάνω ιστορικό και επικαλούμενη επείγουσα περίπτωση και επικείμενο κίνδυνο, η αιτούσα ζητεί: α) να αναγνωρισθεί προσωρινά η μη νομιμότητα της υπ' αριθμ. ΑΠ 058261/2010 αποφάσεως του πρώτου των καθ' ων για κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής και η μη νομιμότητα εισπράξεως της από οποιονδήποτε δικαιούχο, β) να αναγνωρισθεί η μη νομιμότητα της από 26.3.2013 εντολής του πρώτου των καθ'ων προς την δεύτερη των καθ' ων για εξόφληση της εγγυητικής επιστολής και γ) να απαγορευθεί προσωρινώς στους καθ' ων να εξοφληθεί και να εισπραχθεί το χρηματικό ποσό των 216.000 ευρώ που αναφέρεται στην υπ' αριθμ. .../17.3.2010 εγγυητική επιστολή της δεύτερης των καθ'ων μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της αγωγής της αιτούσας και της ανακοπής του νομίμου εκπροσώπου αυτής. Ζητεί, τέλος, να επιβληθούν εις βάρος των καθ'ων τα δικαστικά της έξοδα.


      Η αίτηση αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την προκειμένη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. του ΚΠΟΛΔ). Τα αιτήματα, όμως: α) να αναγνωρισθεί προσωρινά η μη νομιμότητα της υπ'αριθμ. ΑΠ 058261/2010 αποφάσεως του πρώτου των καθ'ων για κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής και η μη νομιμότητα εισπράξεως της από οποιονδήποτε δικαιούχο και β) να αναγνωρισθεί προσωρινά η μη νομιμότητα της από 26.3.2013 εντολής του πρώτου των καθ'ων προς την δεύτερη των καθ'ων για εξόφληση της εγγυητικής επιστολής, τα οποία - όπως το δικόγραφο της αιτήσεως εκτιμάται από το Δικαστήριο - συνδέονται με όσα διαλαμβάνονται στις ενσωματωμένες στην αίτηση αγωγή και ανακοπή, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμα, καθώς στις περιπτώσεις προσωρινής ρυθμίσεως καταστάσεως δεν εμπίπτει και η προσωρινή αναγνώριση της υπάρξεως ή μη εννόμου σχέσεως αφού η αναγνώριση αυτή μπορεί κατά το άρθρο 70 του ΚΠΟΛΔ να είναι αντικείμενο μόνον της κύριας υποθέσεως, δηλαδή, της διαγνωστικής δίκης με την οποία ζητείται η οριστική δικαστική προστασία (I. Χαμηλοθώρη «Ασφαλιστικά μέτρα» έκδ. 2010, παρ. 1270, σ. 300), ενώ, σε κάθε περίπτωση, τέτοια αναγνώριση θα συνιστούσε πλήρη ικανοποίηση του δικαιώματος (άρθρο 692 παρ. 4 του ΚΠΟΛΔ), όπως βασίμως ισχυρίζεται ο πρώτος των καθ'ων η αίτηση. Αλλά και τα εκτιθέμενα στην αίτηση πραγματικά περιστατικά με τα οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί ο ισχυρισμός περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος στο ότι στις 5.3.2013 επεβλήθη εις Βάρος του νομίμου εκπροσώπου της αιτούσας, υπό την φερομένη ιδιότητα του ως εγγυητή, αναγκαστική εκτέλεση της ακίνητης περιουσίας του, με την υπ'αριθμ. 1010/5.3,2013 έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείο Αθηνών ..., προς εξασφάλιση της φερομένης απαιτήσεως από φερόμενα ως οφειλόμενα μισθώματα, ποσού 719,070 ευρώ και ότι η αντικειμενική αξία των κατασχεθέντων ακινήτων υπερβαίνει το ποσό της φερομένης απαιτήσεως του πρώτου των καθ'ων με αποτέλεσμα η κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής να καθίσταται καταχρηστική και αντισυμβατική, αντιβαίνουσα στους κανόνες της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών-και αληθή υποτιθέμενα-δεν επαρκούν για τη θεμελίωση της ενστάσεως καταχρήσεως του δικαιώματος (άρθρο 281 του ΑΚ). Τούτο διότι η αιτούσα δεν εκθέτει περιστατικά προηγούμενης συμπεριφοράς του πρώτου των καθ' ων που να έχουν δημιουργήσει σε αυτήν την πεποίθηση ότι το τελευταίο δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του, ούτε περιστατικά που να θεμελιώνουν αιτιώδη σχέση των πράξεων του πρώτου των καθ'ων και της διαμορφωθείσας υπέρ αυτής καταστάσεως των πραγμάτων με προηγούμενη συμπεριφορά της αιτούσας, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, τις συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά του δικαιούχου δεν συγχωρείται να επικαλεσθεί προς απόκρουση του δικαιώματος (ΑΠ 16 και 28/2010, ΑΠ 1666/2009 και ΑΠ 1294/2007 δημοσιευμένες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ»). Αλλά και αν ήθελε εκτιμηθεί ότι η αιτούσα επικαλείται κατάχρηση δικαιώματος λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος του


πρώτου των καθ'ων για άσκηση της αξιώσεως του από την επίδικη εγγυητική επιστολή και πάλι δεν θεμελιώνεται κατάχρηση δικαιώματος, καθώς έλλειψη συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση αποφασίζει να εισπράξει την απαίτηση του, διότι τούτο συνιστά δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του τον τρόπο της οποίας (διαχειρίσεως) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και δη προφανής των αρχών της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1472/2004 δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ»), τέτοια, όμως, περιστατικά δεν εκτίθενται προς θεμελίωση του εν λόγω ισχυρισμού. Η αίτηση είναι νόμιμη κατά τα λοιπά, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 281, 288 και 847 του ΑΚ, 176, 731 και 732 του ΚΠΟΑΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ'ουσίαν, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη.


      Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων ... που εξετάσθηκαν νομότυπα στο ακροατήριο με επιμέλεια της αιτούσας και του πρώτου των καθ'ων αντίστοιχα, από τα έγγραφα που οι παριστάμενοι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, από την με ημερομηνία 25.7.2012 υπεύθυνη δήλωση που επικαλείται και προσκομίζει ο πρώτος των καθ' ων, καθώς, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αυτή δεν δόθηκε επίτηδες για να χρησιμοποιηθεί στην παρούσα δίκη (ΟλΑΠ 8/1987), από τα προφορικώς αναπτυχθέντα στο ακροατήριο από τους πληρεξούσιους δικηγόρους των παρισταμένων διαδίκων και από τους εμπεριεχόμενους στα έγγραφα σημειώματα που αυτοί κατέθεσαν, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα: Δυνάμει του από 1.3.2010 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μισθώσεως, ο πρώτος των καθ'ων, Δόμος Αθηναίων, εξεμίσθωσε στην αιτούσα ένα κατάστημα αποτελούμενο από έναν ισόγειο χώρο εμβαδού 5,87 τ.μ. και εξωτερικό εκμεταλλεύσιμο υπαίθριο χώρο εμβαδού 128,28 τ.μ. ιδιοκτησίας του, που βρίσκεται στην Πλατεία Συντάγματος, εφαπτόμενο από την πλευρά της πλατείας στην οδό Οθωνος, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως καφετέρια. Η μίσθωση καταρτίσθηκε σύμφωνα με τη διαδικασία για την εκμίσθωση ακινήτων ιδιοκτησίας Δήμων και Κοινοτήτων σε εκτέλεση της υπ' αριθμ. 3652/2009 πράξεως της Δημαρχιακής Επιτροπής του Δήμου Αθηναίων, μετά από πλειοδοτική δημοπρασία στις 17.2.2010 στην οποία η αιτούσα εταιρεία ως μόνη συμμετέχουσα αναδείχθηκε πλειοδότρια. Η διάρκεια της ένδικης συμβάσεως μισθώσεως συμφωνήθηκε πενταετής, αρχομένη από την 1.3.2010 έως τις 28.2.2015 με αρχικό καταβαλλόμενο μηνιαίο μίσθωμα για το πρώτο έτος της μισθώσεως 30.000 ευρώ, αναπροσαρμοζόμενο ετησίως κατά ποσοστό 3% επί του εκάστοτε διαμορφωμένου μισθώματος. Σε εκτέλεση της παραπάνω συμβάσεως, ο πρώτος των καθ'ων παρέδωσε προσηκόντως το μίσθιο, η δε αιτούσα έκανε ακώλυτα χρήση αυτού καταβάλλοντος το μηνιαίο μίσθωμα μέχρι και τις 5 Μαρτίου 2011, έκτοτε, όμως, έπαυσε να καταβάλλει μισθώματα. Κατά την υπογραφή της συμβάσεως, η αιτούσα είχε προσκομίσει, ως ώφειλε με βάση τη σύμβαση, την υπ' αριθμ. .../17.3.2010 εγγυητική επιστολή της δεύτερης των καθ' ων ποσού 216.000 ευρώ ως εγγύηση για την καλή εκτέλεση και εκπλήρωση των όρων της μισθώσεως. Παράλληλα, στην ίδια σύμβαση συνεβλήθη ως εγγυητής και ο ... ο οποίος κατέθεσε εγγυητική επιστολή ποσού 288.500 ευρώ για την καλή εκτέλεση της συμβάσεως εκ μέρους της μισθώτριας. Αυτός, όμως, στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από τον ..., νόμιμο εκπρόσωπο της αιτούσας, ο οποίος εγγυήθηκε με ιδιόκτητο ακίνητο ίσης με τη δοθείσα από τον ... εγγυητική επιστολή, οπότε η τελευταία έπαυσε να ισχύει. Σύμφωνα με το ιδιωτικό συμφωνητικό και τους όρους της σχετικής διακηρύξεως, η εγγυητική επιστολή που παρέδωσε η αιτούσα θα παρέμενε στη διάθεση του πρώτου των καθ'ων τουλάχιστον μέχρι τη λήξη της μισθώσεως και πάντως έως ότου εκπληρώνονταν από αυτήν στο ακέραιο οι υποχρεώσεις που ανέλαβε με τη διακήρυξη και τη σύμβαση μισθώσεως, θα κατέπιπτε, δε, σε βάρος της με απλή πράξη (απόφαση) του Δημάρχου του πρώτου των καθ' ων, αν αυτή (η αιτούσα) παρέβαινε όρο της συμβάσεως. Στις 12.5.2011, η αιτούσα κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου την από 12.5.2011 αγωγή της με την οποία ζητούσε: α) να αναπροσαρμοσθεί (μειωθεί) το μηνιαίο μίσθωμα στο ποσό των 15.450 ευρώ, β) να καταργηθεί ο όρος της συμβάσεως περί ετήσιας αναπροσαρμογής του μισθώματος, γ) να μειωθεί το ποσό των εγγυήσεως σε 30.900 ευρώ και δ) να ακυρωθεί και να διαταχθεί η επιστροφή της υπ'αριθμ. .../2010 εγγυητικής επιστολής με την ταυτόχρονη έκδοση νέας. Το Δικαστήριο τούτο με την υπ'αριθμ. 432/2012 απόφαση του απέρριψε την αγωγή εκείνη: α) ως απαράδεκτη ελλείψει ενεργητικής νομιμοποιήσεως όσον αφορά στο υπό στοιχείο δ' αίτημα με το αιτιολογικό ότι η ενάγουσα (και ήδη αιτούσα) δεν ήταν υποκείμενο της έννομης σχέσεως της εγγυητικής επιστολής, β) ως μη νόμιμη καθ'ό μέρος με αυτή ζητείτο η κατάργηση του όρου της αναπροσαρμογής και γ) ως μη νόμιμη καθ'ό μέρος στηριζόταν στη διάταξη του άρθρου 388 του ΑΚ και έκανε τελικώς αυτή εν μέρει δεκτή ως και κατ' ουσίαν βάσιμη μειώνοντας το μηνιαίο μίσθωμα από το ποσό των 30.000 ευρώ στο ποσό των 17.000 ευρώ μηνιαίως για το έτος από της επιδόσεως της αγωγής (24.5.2011) μέχρι και 25.5.2012. Ωστόσο, η αιτούσα συνέχισε να μην καταβάλλει ούτε το ως άνω μειωμένο μίσθωμα στον πρώτο των καθ' ων, οπότε στις 15.3.2013 η οφειλή της είχε ανέλθει στο συνολικό ποσό των 719.000 ευρώ. Τότε, ο Δήμαρχος του πρώτου των καθ'ων, δυνάμει της υπ'αριθμ. 58261/13.3.2013 αποφάσεως του αποφάσισε την κατάπτωση της υπ' αριθμ. .../17.3.2010 εγγυητικής επιστολής ποσού 216.000 ευρώ που είχε καταθέσει η αιτούσα. Η αιτούσα ισχυρίζεται με την ένδικη αίτηση της ότι η απόφαση αυτή του Δημάρχου για κατάπτωση της ένδικης εγγυητικής επιστολής εξεδόθη κατά κατάχρηση δικαιώματος διότι με την υπ'αριθμ. 432/2012 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου το μηνιαίο μίσθωμα είχε μειωθεί στο ποσό των 17.000 ευρώ και ότι, ως εκ τούτου, ο πρώτος των καθ'ων προέβη στην απόφαση κατάπτωσης της εγγυητικής επιστολής με υπολογισμό του αρχικού μηνιαίου μισθώματος και όχι του μειωμένου, γεγονός που καθιστά την απαίτηση από την εγγυητική επιστολή αβέβαιη και μη εκκαθαρισμένη, δεδομένου ότι ο πρώτος των καθ'ων έχει ασκήσει κατ' αυτής της αποφάσεως έφεση η οποία ακόμη κατά το χρόνο συντάξεως της αιτήσεως εκκρεμεί. Ηδη, όμως, ο πρώτος των καθ'ων προσκομίζει την υπ' αριθμ. 2095/23.4.2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών με την οποία έγινε τυπικά και ουσιαστικά δεκτή η ασκηθείσα από αυτόν έφεση κατά της υπ' αριθμ. 432/2012 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, εξαφανίσθηκε η τελευταία αυτή απόφαση και απερρίφθη η αγωγή της αιτούσας για μείωση του μισθώματος ως κατ'ουσίαν αβάσιμη. Και ναι μεν κατά το χρόνο εκδόσεως της ως άνω αποφάσεως του Δημάρχου του πρώτου των καθ' ων (15.3.2013) δεν είχε ακόμη δημοσιευθεί η εν λόγω απόφαση του Εφετείου Αθηνών (αυτή δημοσιεύθηκε στις 13.4.2013), πλην όμως, ήδη, κατά τον κρίσιμο χρόνο της συζητήσεως της αιτήσεως στο ακροατήριο και δεδομένου ότι η εγγυητική επιστολή δεν έχει εισέτι εισπραχθεί από τον πρώτο των καθ'ων, η ως άνω πρωτόδικη απόφαση έχει εξαφανισθεί και η σχετική αγωγή της αιτούσας έχει απορριφθεί κατ'ουσίαν με τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Ως εκ τούτου, n αξίωση του πρώτου των καθ'ων για κατάπτωση της ένδικης εγγυητικής επιστολής είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη και δεν ασκείται κατά κατάχρηση δικαιώματος, όπως αΒασίμως ισχυρίζεται η αιτούσα. Αξίζει να σημειωθεί ότι και κατά το χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως του Δημάρχου του πρώτου των καθ'ων περί καταπτώσεως της εγγυητικής επιστολής το ποσό της εγγυητικής επιστολής (216.000) και πάλι δεν κάλυπτε το ποσό της ληξιπρόθεσμης οφειλής της αιτούσας (719.000 ευρώ). Οπως προελέχθη, τα ενσωματωμένα στην αίτηση δικόγραφα (αγωγή και ανακοπή) περιέχουν λόγους που αφορούν στην αναγνώριση της μη νομιμότητας των υπ'αριθμ. 58261/2010 αποφάσεως του Δημάρχου Αθηναίων και της από 26.3.2013 εντολής του πρώτου προς την δεύτερη των καθ'ων για εξόφληση της ένδικης εγγυητικής επιστολής, αιτήματα που έχουν ήδη κριθεί απορριπτέα ως μη νόμιμα με βάση τα όσα εκτέθηκαν παραπάνω. Οι εμπεριεχόμενοι στα ως άνω δικόγραφα ισχυρισμοί θα αποτελέσουν επομένως αντικείμενο κρίσεως στα πλαίσια των ανοιγεισών με αυτά δικών και δεν ασκούν επιρροή στην ένδικη δίκη. Σημειωτέον ότι η ασκηθείσα με την ενσωματωμένη στην αίτηση αγωγή (αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. 26266/561/2013) καταγγελία εκ μέρους της αιτούσας της ένδικης συμβάσεως μισθώσεως, αγωγή που επεδόθη στον πρώτο των καθ' ων στις 19.2.2013, και αν ακόμη ήθελε κριθεί νόμιμη από το Δικαστήριο που πρόκειται να κρίνει επί της αγωγής αυτής, θα ισχύει για το μέλλον και ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί επί της νομιμότητας της καταπτώσεως της ένδικης εγγυητικής επιστολής. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ο μόνος νομικά κρίσιμος, εν προκειμένω, ισχυρισμός της πρωτοφειλέτιδος αιτούσας εταιρείας στη νομικά ξένη προς αυτήν σχέση της εγγυητικής επιστολής που συνδέει την πρώτη και δεύτερη των καθ'ων η αίτηση είναι αυτός της καταχρήσεως δικαιώματος, τέτοια, όμως, κατάχρηση δικαιώματος δεν πιθανολογήθηκε ότι συντρέχει εν προκειμένω και, ως εκ τούτου, πρέπει η ένδικη αίτηση να απορριφθεί ως κατ'ουσίαν αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα θα συμψηφισθούν μεταξύ της αιτούσας και του πρώτου των καθ'ων, λόγω της δυσχέρειας των κανόνων που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 παρ. 2 του ΚΠΟΜ), ενώ, διάταξη περί δικαστικών εξόδων δεν περιλαμβάνεται στην παρούσα όσον αφορά στη δεύτερη των καθ'ων, λόγω της ερημοδικίας της.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ


ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της δεύτερης των καθ'ων η αίτηση και κατ'αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ της αιτούσας και του πρώτου των καθ'ων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων της αιτούσας και του πρώτου των καθ' ων, στις 4-11-2103.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ (για τη δημοσίευση)