23.4.14

ΑΠ 1038/2013: ΑΔΙΚΟΠΡΑΚΤΙΚΗ ΑΠΑΤΗ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΜΙΣΘΩΤΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ


Αδικοπρακτική απάτη στα πλαίσια σύμβασης μισθώσεως -. Περίπτωση αδικοπρακτικής συμπεριφοράς από τον εκμισθωτή και υπεκμισθωτή που απέκρυψαν από τον ενάγοντα την αλήθεια, δηλαδή την ύπαρξη πολεοδομικών παραβάσεων στο μίσθιο, αλλά και τον διαβεβαίωνε θετικά για τη δυνατότητα νόμιμης λειτουργίας του μισθίου, προκειμένου να πεισθεί εκείνος να μισθώσει τη χρήση του και αυτοί να προσπορίσουν στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος με βλάβη του υπομισθωτή (Η υπαίτια (από δόλο ή αμέλεια) ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται μία σύμβαση, γεννά ενδοσυμβατική ευθύνη του οφειλέτη. Μπορεί όμως, πέρα από την αξίωση που πηγάζει από τη σύμβαση, να θεμελιώσει ευθύνη και από αδικοπραξία, αν, και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν καθεαυτή παράνομη, ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει η ΑΚ να μη ζημιώνει κάποιος υπαιτίως άλλον (ΟλΑΠ 967/73 ΝοΒ 1974.505∙ Σταθόπουλος, ΓενΕνοχΔικ 2005 παρ. 15 αρ. 10). Με βάση την αρχή αυτή αναιρέθηκε η απόφαση που δέχθηκε ευθύνη από αδικοπραξία του εγγυητή, αφού χωρίς τη σύμβαση εγγύησης δεν θα ήταν νοητή η τέλεση της συγκεκριμένης αδικοπραξίας (ΑΠ 219/09 ΤΝΠ ΔΣΑ). Επίσης, η ΑΠ 1024/10 ΤΝΠ ΔΣΑ, δέχτηκε ότι αν ανατεθεί από τον ιδιοκτήτη σκάφους η επισκευή του σε χώρο του επισκευαστή, πρόκειται για σύμβαση έργου με παρεπόμενη σύμβαση παρακαταθήκης∙ σε περίπτ. κλοπής του σκάφους από αμέλεια των προστηθέντων του εργολάβου, ο τελευταίος ευθύνεται σε αποζημίωση, αλλά δεν συγκροτείται και ευθύνη του από αδικοπραξία, αφού η ζημία του εργοδότη δεν θα επερχόταν χωρίς τη σύμβαση. Η απόφαση που δημοσιεύεται, εν περιλήψει δεν φαίνεται να προβληματίζεται εν προκειμένω).


Αριθμός 1038/2013 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 

Α2' Πολιτικό Τμήμα 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Τσόλα, Ευφημία Λαμπροπούλου, Γεράσιμο Φουρλάνο, και Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Αρεοπαγίτες.
    ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
    Της αναιρεσείουσας: Μ. Λ. του Π., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Αλφαντάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ..
    Του αναιρεσιβλήτου: Κ. Σ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Κουμουτσάρη.
    Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19-11-2002 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ναυπλίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 482/2005 του ίδιου Δικαστηρίου και 13/2011 του Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά ο αναιρεσείων με την από 12-4-2011 αίτησή του και τους από 14-12-2012 πρόσθετους λόγους.
    Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Ιωσήφ Τσαλαγανίδης, ανέγνωσε την από 7-1-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης.
    Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψή της αίτησης και των προσθέτων λόγων καθώς και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και τους πρόσθετους λόγους προσβάλλεται η 13/2011 απόφαση του Εφετείου Ναυπλίου, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία. Συνεκδικάστηκαν η από 23-7-2005 έφεση του εδώ αναιρεσίβλητου και η από 28-7-2005 αντίθετη έφεση του μη διαδίκου στην παρούσα δίκη Κ. Σ. κατά της 482/2005 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου, με την οποία είχε απορριφθεί η από 19-11-2002 αγωγή του αναιρεσίβλητου ως ουσιαστικά αβάσιμη κατά του αναιρεσείοντος, ενώ είχε γίνει κατά ένα μέρος δεκτή κατά του Κ. Σ. για την καταβολή αποζημιώσεως λόγω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς τούτου. Η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε τυπικά τις εφέσεις, απέρριψε κατ' ουσία την έφεση του Κ. Σ. και δέχθηκε την έφεση του αναιρεσίβλητου, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, διακράτησε την υπόθεση και δέχθηκε μερικώς την αγωγή υποχρεώνοντας τους εναγομένους (αναιρεσείοντα και Κ. Σ.) να καταβάλουν στον αναιρεσίβλητο εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσόν των 27.906 ευρώ (νομιμοτόκως). Η αίτηση αναιρέσεως, εφόσον δεν προκύπτει από το φάκελο της δικογραφίας, ούτε επικαλούνται οι διάδικοι ότι έχει επιδοθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς τους λόγους της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Αντιθέτως, αναφορικά με τους πρόσθετους λόγους, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Η Πρόεδρος του Α2 Τμήματος όρισε δικάσιμο για τη συζήτηση της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως την 14 Ιανουαρίου 2013. Ο αναιρεσείων την 14 Δεκεμβρίου 2012 κατέθεσε στη Γραμματεία του Αρείου Πάγου δικόγραφο πρόσθετων λόγων το οποίο αυθημερόν επέδωσε στον αναιρεσίβλητο. Έτσι η τριακοστή ημέρα από της επομένης της επιδόσεώς τους συνέπιπτε με την 13-1-2013. Επειδή δε αυτή ήταν Κυριακή, η εν λόγω προθεσμία, παρατεινόμενη αντιστοίχως, έληγε την 7η ώρα της επόμενης εργάσιμης ημέρας (14-1-2013), η οποία ήταν και η δικάσιμος της υποθέσεως, η συζήτηση της οποίας είχε ορισθεί για την 9.30 π.μ. ώρα, μέχρι της οποίας δεν είχε συμπληρωθεί η 30ήμερη προθεσμία που τάσσει το άρθρο 569 παρ. 2 ΚΠολΔ για τη νομότυπη άσκηση των πρόσθετων λόγων αναιρέσεως (ΑΠ Ολομ. 33/1996, ΑΠ 1175/2007). Επομένως, οι πρόσθετοι αυτοί λόγοι ασκήθηκαν εκπροθέσμως και για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθούν.
    Με το άρθρο 559 αρ. 1, 19 και 20 ΚΠολΔ, ιδρύονται, αντίστοιχα, λόγοι αναιρέσεως, αν το ουσιαστικό δικαστήριο: α) παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, παραβιάζεται δε ο κανόνας αυτός αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν πρέπει, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα (ΑΠ Ολομ. 7/2006, 4/2005), β) αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αντιφατικές ή ανεπαρκείς αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, γ) αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό.
    Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, τα ακόλουθα: "Τον Ιούλιο 1985 ο δεύτερος εναγόμενος (σημ: δηλαδή ο αναιρεσείων) ιδιοκτήτης ενός ισόγειου καταστήματος ... στο ..., εκμίσθωσε στον πρώτο εναγόμενο (ενν. τον Κ. Σ.) το κατάστημα αυτό, ..., ενώ παράλληλα του χορήγησε το δικαίωμα υπομίσθωσης ... Στη συνέχεια ... την 20-5-1998 ο πρώτος εναγόμενος εκμίσθωσε ως υπομισθωτής (ενν. υπεκμισθωτής), έχοντας προς τούτο το δικαίωμα, στον ενάγοντα (αναιρεσίβλητο) ... το παραπάνω κατάστημα ... Σύμφωνα με τον όρο 8 του ίδιου συμφωνητικού ο πρώτος εναγόμενος (υπεκμισθωτής) υποσχέθηκε ρητά στον ενάγοντα ... ότι το μίσθιο πληροί τους όρους λήψεως άδειας λειτουργίας του και είναι κατάλληλο για τη χρήση που συμφωνήθηκε και προορίζεται. Ο ενάγων, επιθυμώντας να καταστήσει το μίσθιο κατάλληλο για τη χρήση που το προόριζε, ανέθεσε σε τεχνικά συνεργεία την κατάλληλη διαμόρφωση του μισθίου ως εστιατόριο - καφέ. ... Παρότι όμως ο ενάγων διαμόρφωσε κατάλληλα το μίσθιο, δαπανώντας το συνολικό ποσόν των 52.811,85 ευρώ, δεν μπόρεσε να εκδώσει από την αρμόδια υπηρεσία του Δήμου άδεια λειτουργίας καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος. Συγκεκριμένα, ο δεύτερος εναγόμενος, ιδιοκτήτης του μισθίου, όφειλε να ενεργήσει, προκειμένου να εκδοθεί από την αρμόδια Πολεοδομία Αργολίδας βεβαίωση νομιμότητας κύριας χρήσης των κτισμάτων του καταστήματος, καθώς και βεβαίωση νομίμως υφισταμένων κτισμάτων, δικαιολογητικά που ήταν απαραίτητα τόσο για την έκδοση άδειας λειτουργίας του καταστήματος, όσο και για την έκδοση οικοδομικής άδειας για την αντικατάσταση της στέγης, στην οποία ... προέβη ο ενάγων πεισθείς στις διαβεβαιώσεις του πρώτου εναγομένου ... ότι το μίσθιο πληροί τους όρους λήψεως άδειας λειτουργίας του και είναι κατάλληλο για τη χρήση που συμφωνήθηκε και προορίζεται. Πράγματι, ο δεύτερος εναγόμενος, ... την 11-5-1998 κατέθεσε στην Πολεοδομία ... αίτησή ... για χορήγηση άδειας εργασιών ... στο μίσθιο κατάστημα. Μετά πάροδο 4 ημερών ... ο άνω εναγόμενος παραιτήθηκε από την αίτηση αυτή και υπέβαλε στην Πολεοδομία ...νέα αίτησή του, με την οποία ζητούσε να αναθεωρηθεί η υπ' αριθμ. .../1993 οικοδομική άδεια ως προς το χρόνο ισχύος της, ώστε να ολοκληρωθούν οι οικοδομικές εργασίες. Όμως ο σχετικός φάκελος δεν συμπληρώθηκε με τα απαραίτητα δικαιολογητικά από τον άνω εναγόμενο και έτσι η αίτηση παρέμεινε ανενεργής. Τα γεγονότα αυτά πληροφορήθηκε ο ενάγων πολύ αργότερα διά ... εγγράφου της Πολεοδομίας Αργολίδας, που εκδόθηκε μετά από την από 21-6-1999 αίτησή του και την εντολή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Ναυπλίου. Η παραπάνω συμπεριφορά του δευτέρου εναγομένου οφείλεται στο γεγονός ότι η Πολεοδομία θα ενεργούσε αυτοψία στο κατάστημα και θα διαπίστωνε την ύπαρξη αυθαιρέτου κτίσματος στην πρασιά του ακινήτου ... και έτσι δεν θα χορηγούσε τη βεβαίωση χώρων κυρίας χρήσεως, αλλά και αυτή του νομίμως υφισταμένου κτίσματος, που ήταν απαραίτητες για την έκδοση της άδειας λειτουργίας του καταστήματος. Μάλιστα οι εναγόμενοι, παρότι γνώριζαν ότι δεν είχε εκδοθεί οικοδομική άδεια, παραπλάνησαν τον ενάγοντα και ο τελευταίος ανήρτησε σε εμφανές σημείο του καταστήματος τον αριθμό πρωτοκόλλου της αίτησης (25940/14-5-1998), πιστεύοντας στις ψευδείς διαβεβαιώσεις των εναγομένων ότι επρόκειτο για την οικοδομική άδεια επισκευών. Η ανωτέρω διαπιστωθείσα πολεοδομική παράβαση και μετατροπή εμπόδιζαν την αναθεώρηση της οικοδομικής άδειας ή την έκδοση νέας και γι' αυτό δεν ήταν δυνατή η χορήγηση προς τον ενάγοντα άδειας λειτουργίας καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος στο μίσθιο. ... Οι εναγόμενοι (υπεκμισθωτής και ιδιοκτήτης) εξαρχής γνώριζαν τις προαναφερόμενες πολεοδομικές παραβάσεις, αφού αυτές πραγματοποιήθηκαν από τον ιδιοκτήτη, επιπλέον δε ο πρώτος εναγόμενος είχε κάνει χρήση του μισθίου, γνωρίζοντας την αυθαίρετη κατασκευή της κουζίνας. Γνώριζαν, επίσης, ότι εξαιτίας αυτών δεν θα ήταν δυνατή η νόμιμη λειτουργία του καταστήματος για τη συμφωνημένη χρήση. Παρότι γνώριζαν τα ανωτέρω, εντούτοις, όχι μόνο απέκρυψαν από τον ενάγοντα τα εν λόγω κωλύματα της νόμιμης λειτουργίας του μισθίου, αλλά επιπλέον τον διαβεβαίωσαν ρητά ότι ήταν δυνατή η έκδοση της άδειας λειτουργίας. Και γι' αυτό ο ενάγων πείστηκε και δέχτηκε να συνάψει την επίδικη μίσθωση. Ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι εξαρχής κατέστησαν γνωστό στον ενάγοντα την πολεοδομική κατάσταση του μισθίου είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί διότι ο ενάγων ενημερώθηκε το πρώτον για την ύπαρξη των πολεοδομικών παραβάσεων που καθιστούσαν αδύνατη την έκδοση της άδειας λειτουργίας το έτος 1999 ... Ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι ο ενάγων ευθύνεται για τη μη έκδοση άδειας λειτουργίας του μισθίου καταστήματος διότι δεν μπορούσε να προσκομίσει φορολογική ενημερότητα, λόγω οικονομικών εκκρεμοτήτων με την εφορία, κρίνεται παντελώς αβάσιμος, διότι εάν πράγματι υπήρχε τέτοιο πρόβλημα, ο ενάγων δεν θα προέβαινε σε δαπάνες διαμόρφωσης του μισθίου καταστήματος, που ανήλθαν μάλιστα στο ποσόν των 52.811,85 ευρώ. ... Καθοριστικό συνεπώς στοιχείο για την απόφαση του ενάγοντος για τη μίσθωση υπήρξε η απόκρυψη από τους εναγομένους των ανωτέρω ελαττωμάτων του μισθίου, είναι δε αδιάφορο για την άνω συμπεριφορά των εναγομένων το γεγονός ότι μετά τις εργασίες διαμόρφωσης του χώρου, που έγιναν από τον ενάγοντα με την πίστη ότι ενεργεί νόμιμα κατόπιν οικοδομικής άδειας, όπως τον είχαν διαβεβαιώσει οι εναγόμενοι, έγινε σχετική αυτοψία περί τα τέλη του 1999 και διαπιστώθηκε ότι είχε γίνει αντικατάσταση στέγης και κτισμάτων, κατά παράβαση των οικοδομικών αδειών, και συνεπώς δεν θα μπορούσε να εκδοθεί άδεια λειτουργίας του καταστήματος, αφού η ζημία που προκλήθηκε ... συντελέστηκε κατά ένα μέρος συγχρόνως με τη σύναψη της μισθώσεως το 1998 ... και κατά το υπόλοιπο μέρος ευθύς αμέσως μετά τη σύναψη αυτής ... με δαπάνες του, τις οποίες δεν θα έκανε αν γνώριζε ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει νόμιμα το εστιατόριό του. ... Ενόψει των ανωτέρω, εφόσον οι εναγόμενοι όχι μόνο απέκρυψαν από τον ενάγοντα την αλήθεια, δηλαδή την ύπαρξη των ανωτέρω πολεοδομικών παραβάσεων, αλλά και τον διαβεβαίωναν θετικά για τη δυνατότητα νόμιμης λειτουργίας του μισθίου, προκειμένου να πεισθεί ο ενάγων να μισθώσει τη χρήση του και αυτοί (εναγόμενοι) να προσπορίσουν στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος με βλάβη του ενάγοντος, τελέστηκε σε βάρος του τελευταίου απάτη, εξαιτίας της οποίας ο ενάγων πείσθηκε και προέβη στη μίσθωση του καταστήματος, στην οποία δεν θα προέβαινε, αν γνώριζε την αλήθεια. Επομένως, οι εναγόμενοι οφείλουν να τον αποζημιώσουν για τη ζημία που υπέστη από την ανωτέρω αδικοπρακτική συμπεριφορά τους ... Επίσης ο ενάγων δικαιούται και χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την περιουσιακή του ζημία εξαιτίας της απάτης που μετήλθαν σε βάρος του οι εναγόμενοι ...".
    Με τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο προέβη σε ορθή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, -που έκρινε αναιρετικώς ανέλεγκτα ως αποδεδειγμένα-, στους κανόνες ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 914, 297 και 932 ΑΚ, που εφάρμοσε, τους οποίους και δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή. Διέλαβε δε σχετικώς στην απόφασή του σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες σχετικά με τους λόγους της εξ αδικήματος (απάτης) ευθύνης (κ...) του αναιρεσείοντος έναντι του αναιρεσίβλητου, και έτσθι καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της ορθής μη εφαρμογής των ρηθέντων κανόνων. Κατά συνέπεια είναι αβάσιμος ο περί του αντιθέτου από το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα προβάλλοντας ότι στην προκειμένη περίπτωση υφίσταται διαφορά από τη μεταξύ των συμβαλλομένων σύμβαση υπομισθώσεως του καταστήματος ιδιοκτησίας του και ότι ο ίδιος είχε αποξενωθεί πλήρως από κάθε δικαίωμά του στη διάθεση της χρήσεως του μισθίου. Ειδικότερα, ο λόγος αυτός στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι η αξίωση αποζημιώσεως του αναιρεσίβλητου απορρέει από τη μισθωτική σχέση μεταξύ αυτού και του μη διαδίκου στην παρούσα δίκη Κ. Σ., ενώ με βάση τις παραδοχές του Εφετείου οι αξιώσεις του για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης στηρίζονται αποκλειστικά στη ζημία που αυτός υπέστη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά τόσο του υπεκμισθωτή όσο και του ιδιοκτήτη του καταστήματος που υπομίσθωσε και δεν κατέστη δυνατό να το λειτουργήσει. Για τον ίδιο λόγο είναι αβάσιμος ως επί εσφαλμένης προϋποθέσεως και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων επικαλείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε σιγή την ένστασή του για έλλειψη παθητικής του νομιμοποιήσεως, παρά το ότι ο ίδιος ως εκμισθωτής ήταν απολύτως ξένος με τη σύμβαση υπομισθώσεως, την οποία είχαν καταρτίσει ο αναιρεσίβλητος και ο μη διάδικος στην παρούσα δίκη Κ. Σ., και η οποία σύμβαση αποτελούσε παρεπόμενη σχέση έναντι αυτού, εφόσον δεν συνδεόταν αυτός με κανένα ενοχικό δεσμό με τον υπομισθωτή, ώστε ο τελευταίος να μπορεί να ασκεί εναντίον του δικαιώματα και αξιώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση της υπομισθώσεως, και ότι κατά συνέπεια θα έπρεπε να απορρίψει την έφεση του αναιρεσίβλητου, καθό μέρος στρεφόταν εναντίον του, ως απαράδεκτη. Ειδικότερα, με την αγωγή του αποδίδεται αδικοπρακτική συμπεριφορά, με την έννοια ότι και αυτός απέκρυψε από τον ενάγοντα την αλήθεια, δηλαδή την ύπαρξη πολεοδομικών παραβάσεων στο μίσθιο, αλλά και τον διαβεβαίωνε θετικά για τη δυνατότητα νόμιμης λειτουργίας του μισθίου, προκειμένου να πεισθεί εκείνος να μισθώσει τη χρήση του και αυτός να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος με βλάβη του ενάγοντος, και κατά συνέπεια τέλεσε και αυτός σε βάρος του τελευταίου απάτη, εξαιτίας της οποίας ο ενάγων πείσθηκε και προέβη στη μίσθωση του καταστήματος, όπως δέχθηκε κατά τα ανωτέρω το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Συνακόλουθα ενομιμοποιείτο παθητικά ο αναιρεσείων στην άσκηση της ένδικης αγωγής και εναντίον του. Αβάσιμος είναι επίσης και ο τρίτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση, ότι το Εφετείο υπέπεσε στην από το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την έννοια ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο της από 20-5-1998 συμβάσεως μισθώσεως μεταξύ του αναιρεσίβλητου και του μη διαδίκου στην παρούσα δίκη Κ. Σ.. Συγκεκριμένα προβάλλεται ότι ενώ με σχετικούς όρους του μισθωτηρίου τα εκεί συμβαλλόμενα μέρη αφενός μεν συμφωνούν και δέχονται ότι το μίσθιο πληροί τους όρους λήψεως άδειας λειτουργίας και είναι κατάλληλο για τη χρήση που συμφωνήθηκε και προορίζεται, αφετέρου δε παρέχεται η άδεια στον μισθωτή να ενεργήσει οποιαδήποτε τροποποίηση, επισκευή ή μεταρρύθμιση του μισθίου, χωρίς δικαίωμα αποζημιώσεως και με τη σύμφωνη γνώμη του εκμισθωτή και εφόσον ο μισθωτής αναλάβει την υποχρέωση να υπογράψει κάθε σχετικό έγγραφο της Πολεοδομίας, το Εφετείο παρέλειψε να αναγνώσει τους όρους αυτούς, από τους οποίους προέκυπτε ότι ο αναιρεσείων, ως μη συμβαλλόμενος, δεν μπορούσε και δεν νομιμοποιείτο να εγγυηθεί για τη δυνατότητα λήψεως νόμιμης άδειας λειτουργίας του καταστήματος, και έτσι το Εφετείο κατέληξε σε εσφαλμένο αποδεικτικό πόρισμα, το οποίο στηρίζεται αποκλειστικά στο παραμορφωμένο αυτό έγγραφο. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν παραπάνω, το Εφετείο έλαβε υπόψη του τους εκτιθέμενους όρους του από 20-5-1998 μισθωτηρίου, πλην όμως, ενόψει και των λοιπών αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε στη συνέχεια ότι οι εναγόμενοι (ενν. ο αναιρεσείων και ο Κ. Σ.) όχι μόνο απέκρυψαν από τον ενάγοντα (ενν. τον αναιρεσίβλητο) την αλήθεια, δηλαδή την ύπαρξη πολεοδομικών παραβάσεων, αλλά και τον διαβεβαίωναν θετικά για τη δυνατότητα νόμιμης λειτουργίας του μισθίου, προκειμένου να πεισθεί ο ενάγων να μισθώσει τη χρήση του και αυτοί (εναγόμενοι) να προσπορίσουν στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος με βλάβη του ενάγοντος, με συνέπεια να τελεσθεί σε βάρος του τελευταίου απάτη, εξαιτίας της οποίας ο ενάγων πείσθηκε και προέβη στη μίσθωση του καταστήματος, στην οποία δεν θα προέβαινε, αν γνώριζε την αλήθεια. Κατά συνέπεια το δικαστήριο της ουσίας δεν κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, στηρίζοντας την κρίση του στο πιο πάνω έγγραφο ούτε κυρίως σε αυτό αλλά το συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις. Επομένως, δεν υπήρξε παραμόρφωση του εγγράφου. Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων επικαλείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει μεν μια γενική και αόριστη διαβεβαίωση ότι έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν οι διάδικοι, πλην όμως δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι έλαβε υπόψη ειδικότερα την 10/2001 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Ναυπλίου, την οποία προσκόμισε και επικαλέσθηκε με τις προτάσεις του, με αποτέλεσμα να υποπέσει στην από το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ' ΚΠολΔ πλημμέλεια. Ο λόγος αυτός είναι αόριστος, δεδομένου ότι δεν αρκεί να αναφέρεται το αποδεικτικό μέσο, το οποίο δεν λήφθηκε υπόψη, ούτε ότι ο αναιρεσείων το προσκόμισε και το επικαλέσθηκε νομίμως ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, αλλά επιπλέον απαιτείται να γίνεται αναφορά στο αποδεικτικό του περιεχόμενο, καθώς επίσης να προσδιορίζεται ο ουσιώδης ισχυρισμός, το βάσιμο ή αβάσιμο του οποίου θα αποδείκνυε το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχεία τα οποία και δεν περιλαμβάνονται στο σχετικό λόγο, αφού ο αναιρεσείων περιορίζεται να αναφέρει μόνο το αποδεικτικό μέσο που κατά τους ισχυρισμούς του δεν έλαβε υπόψη η προσβαλλόμενη απόφαση καθώς και ότι το είχε επικαλεσθεί με τις προτάσεις του ενώπιον του Εφετείου. Κατόπιν τούτων πρέπει να απορριφθεί η αίτηση στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο ηττώμενος αναιρεσείων στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12-4-2011 αίτηση και τους από 14-12-2012 πρόσθετους λόγους του Μ. Λ. του Π. για αναίρεση της 13/2011 αποφάσεως του Εφετείου Ναυπλίου.
    Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου και την ορίζει στο ποσόν των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
    Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Μαΐου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Μαΐου 2013.
    Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ