23.10.12

ΣτΕ 1751/2008: Η "συλλογική συμφωνία" δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, προσβλητή με αίτηση ακυρώσεως




Η  συλλογική συμφωνία περί εντάξεως των εργοδηγών ΔΕ κατηγορίας στην κατηγορία ΤΕ, έχει, προεχόντως, πολιτικό χαρακτήρα, στερούμενη, ως εκ τούτου, εννόμων συνεπειών και, συνεπώς, δεν αποτελεί, εν πάση περιπτώσει, εκτελεστή διοικητική πράξη προσβλητή με αίτηση ακυρώσεως. Απορρίπτεται ως απαράδεκτη η αίτηση ακυρώσεως κατά της από 31.12.2004 (ΦΕΚ 1963/τ.Β΄/31.12.2004) αποφάσεως του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης. Δεκτή η παρέμβαση της Π.Ο.Σ.Ε.Δ.Ν.Ο.



ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Γ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 22 Νοεμβρίου 2007 με την εξής σύνθεση: Σωτ. Ρίζος, Aντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Αν. Γκότσης, Ν. Μαρκουλάκης, Α. Καραμιχαλέλης, Φ. Ντζίμας, Σύμβουλοι, Μ. Παπαδοπούλου, Κ. Πισπιρίγκος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Δ. Μουζάκη, Γραμματέας του Γ΄ Τμήματος.

Για να δικάσει την από 25 Φεβρουαρίου 2005 αίτηση:

των : 1) σωματείου με την επωνυμία "Επιστημονική Ένωση Τεχνολογικής Εκπαίδευσης Μηχανικών" (ΕΕΤΕΜ), που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Μ. αρ. 44), το οποίο παρέστη με την δικηγόρο Αθηνά Μανίκα (Α.Μ. 8499), που την διόρισε με πληρεξούσιο και 2) Κ. υ Δ. Α., κατοίκου ως εκ της υπηρεσίας του Ελληνικού Αττικής, ο οποίος παρέστη με την ως άνω δικηγόρο Αθηνά Μανίκα, που την διόρισε στο ακροατήριο, 

κατά του Υπουργού Εσωτερικών, ο οποίος παρέστη με το Ν. Δασκαλαντωνάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

και κατά της παρεμβαίνουσας δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία «Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Εργοδηγών Δημοσίου – Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α.» (Π.Ο.Σ.Ε.Δ.Ν.Ο.), που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Σ. αρ. 29), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Μελέτιο Μουστάκα (Α.Μ. 10371), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η από 31.12.2004 (ΦΕΚ 1963/τ.Β΄/31.12.2004) απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Αναστασίου Γκότση.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξουσία των αιτούντων, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο της παρεμβαίνουσας ομοσπονδίας και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου 
κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (ειδικά έντυπα 1159125 και 554897, σειράς Α΄, έτους 2005).
2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται, καθ’ ερμηνεία του δικογράφου αυτής, η ακύρωση της από 20.12.2004 συμβάσεως μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Εργοδηγών Δημοσίου Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. (Π.Ο.Σ.Ε.Δ.Ν.Ο.) με τον τίτλο «Ειδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας για τη ρύθμιση των όρων και των συνθηκών απασχόλησης των Έμμισθων Πολιτικών Υπαλλήλων των Συλλόγων Εργοδηγών Δημοσίου που εργάζονται με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου στο Δημόσιο, σε Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α.» (Β΄ 1963/31.12.2004).
2α. Επειδή, με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς παρεμβαίνει στην παρούσα δίκη υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης συμβάσεως η πιο πάνω συνδικαλιστική οργάνωση (Π.Ο.Σ.Ε.Δ.Ν.Ο.), η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, συνήψε τη σύμβαση αυτή με το Ελληνικό Δημόσιο.
3. Επειδή, στην παρ. 3 του άρθρου 22 του Συντάγματος (η οποία προστέθηκε με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής) ορίζεται ότι : «Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη σύναψη συλλογικών συμβάσεων εργασίας από τους δημόσιους υπαλλήλους και τους υπαλλήλους οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου». Εξάλλου, με το Ν. 2403/1996 (Α΄ 99) κυρώθηκε η 154 Διεθνής Σύμβαση Εργασίας «Για την προώθηση της συλλογικής διαπραγμάτευσης», που ψηφίσθηκε στη Γενεύη στις 19.6.1981 από τη Γενική Συνδιάσκεψη της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, στο άρθρο 1 παρ. 1 της οποίας προβλέπεται ότι «η Σύμβαση αυτή εφαρμόζεται σε όλους τους κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας», ενώ στην παρ. 3 του ίδιου άρθρου προβλέπεται ότι «όσον αφορά στη δημόσια διοίκηση, οι ειδικοί τρόποι εφαρμογής της Σύμβασης αυτής μπορούν να καθορισθούν από την εθνική νομοθεσία ή πρακτική». Περαιτέρω, με το Ν. 2405/1996 (Α΄ 101) κυρώθηκε η 151 Διεθνής Σύμβαση Εργασίας «Για την προστασία του δικαιώματος οργάνωσης και τις διαδικασίες καθορισμού των όρων απασχόλησης στη δημόσια διοίκηση», που ψηφίσθηκε στη Γενεύη στις 7.6.1978 από τη Γενική Συνδιάσκεψη της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, στην οποία προβλέπεται, μεταξύ άλλων, η συμμετοχή των αντιπροσώπων των δημοσίων υπαλλήλων στη διαδικασία καθορισμού των όρων απασχόλησης (άρθρο 7) και στο διακανονισμό των διαφορών που προκύπτουν κατά τον καθορισμό των όρων αυτών (άρθρο 8). Σε συμμόρφωση προς τις ως άνω Διεθνείς Συμβάσεις ψηφίσθηκε ο Ν. 2738/1999 «Συλλογικές διαπραγματεύσεις στη Δημόσια Διοίκηση, μονιμοποιήσεις συμβασιούχων αορίστου χρόνου και άλλες διατάξεις» (Α΄ 180/9.9.1999). Με το νόμο αυτό εισήχθη ο θεσμός των συλλογικών συμβάσεων εργασίας σε θέματα που αφορούν τους όρους και τις συνθήκες απασχόλησης των δημοσίων υπαλλήλων. Ειδικότερα, στο άρθρο 1 ορίζεται ότι το κεφάλαιο περί συλλογικών διαπραγματεύσεων του νόμου αυτού έχει εφαρμογή στους έμμισθους πολιτικούς υπαλλήλους με σχέση δημοσίου δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των δικαστικών υπαλλήλων, του Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (νπδδ) και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α΄ και β΄ βαθμίδας. Στο άρθρο 2 ορίζεται ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των υπαλλήλων και το Δημόσιο, τα ν.π.δ.δ. και οι Ο.Τ.Α. έχουν δικαίωμα και υποχρέωση να διαπραγματεύονται για τους όρους και τις συνθήκες απασχόλησης των υπαλλήλων. Στο άρθρο 3 παρ. 1 προβλέπεται ότι η συλλογική σύμβαση εργασίας ρυθμίζει τους όρους και τις συνθήκες απασχόλησης των υπαλλήλων τους οποίους αφορά, ενώ στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου ορίζονται τα θέματα που μπορούν να αποτελέσουν περιεχόμενο των συλλογικών συμβάσεων. Ειδικότερα, σύμφωνα με την παράγραφο αυτή, «Περιεχόμενο των συλλογικών συμβάσεων μπορούν να αποτελέσουν ζητήματα που αφορούν : α. Την τοποθέτηση, μετακίνηση, μετάθεση, απόσπαση και μετάταξη. β. Την εκπαίδευση και επιμόρφωση (προεισαγωγική και προαγωγική εκπαίδευση, επαγγελματική-κλαδική ή γενική, διαρκή επιμόρφωση). γ. Τα μέτρα υγιεινής και ασφάλειας, εφόσον δεν θίγονται κανόνες αναγκαστικού δικαίου. δ. Την κοινωνική ασφάλιση, εκτός από τα συνταξιοδοτικά. ε. Την άσκηση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, την παροχή συνδικαλιστικών διευκολύνσεων και τον τρόπο παρακράτησης των συνδικαλιστικών εισφορών και της απόδοσής τους στις συνδικαλιστικές οργανώσεις. στ. Τα θέματα αδειών γενικώς. ζ. Τα θέματα του χρόνου απασχόλησης, υπό την προϋπόθεση ότι δεν περιορίζεται ή παραβλάπτεται η παροχή υπηρεσιών προς τους πολίτες ή δεν τίθενται σε κίνδυνο η ασφάλεια, η υγεία προσώπων ή η προάσπιση των δημόσιων συμφερόντων. η. Την ερμηνεία των όρων των συλλογικών συμβάσεων εργασίας». Στο άρθρο 4 προβλέπονται τα επίπεδα συλλογικών διαπραγματεύσεων και, ειδικότερα, οι γενικές και ειδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας ορίζονται δε, σχετικώς, τα εξής : «1. Οι γενικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας που ρυθμίζουν γενικώς τους όρους και τις συνθήκες απασχόλησης των υπαλλήλων που υπάγονται στον παρόντα νόμο για ζητήματα που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 3, καταρτίζονται ύστερα από διαπραγματεύσεις που διεξάγονται μεταξύ της πλέον αντιπροσωπευτικής τριτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης των πιο πάνω υπαλλήλων και του Δημοσίου σε κεντρικό επίπεδο. 2. Οι ειδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας μπορούν να ρυθμίζουν όλα τα ζητήματα, που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 3, τα οποία από τη φύση τους χρειάζονται ειδικότερη αντιμετώπιση ή αφορούν στις ιδιομορφίες και τις ιδιαίτερες συνθήκες εργασίας, εφόσον αυτά δεν έγιναν δεκτά για να αποτελέσουν περιεχόμενο γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας. Οι συμβάσεις αυτές καταρτίζονται ανά Υπουργείο και εποπτευόμενο ν.π.δ.δ. και αυτοτελείς δημόσιες υπηρεσίες ή ανά ομάδα ομοειδών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή ομάδα διοικητικώς αποκεντρωμένων υπηρεσιών ή ομάδα αυτοδιοικούμενων κατά τόπο νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ύστερα από διαπραγματεύσεις που διεξάγονται μεταξύ των αρμόδιων οργάνων του Δημοσίου και της πλέον αντιπροσωπευτικής δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες στους αντίστοιχους εργασιακούς χώρους υφίστανται περισσότερες από μία δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις κατά κλάδο ή ειδικότητα αντιπροσωπευτικές, η διαπραγμάτευση διεξάγεται με το αρμόδιο όργανο που εκπροσωπεί το Δημόσιο με όλες τις ανωτέρω συνδικαλιστικές οργανώσεις και με βάση τις κοινά διαμορφωμένες θέσεις τους. Στις περιπτώσεις διεξαγωγής διαπραγματεύσεων για θέματα υπαλλήλων των Ο.Τ.Α. α΄ και β΄ βαθμίδας καλούνται να παραστούν κατά τη διαπραγμάτευση και οι εκπρόσωποι της Κεντρικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδος (Κ.Ε.Δ.Κ.Ε.) και της Ένωσης Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων Ελλάδος (Ε.Ν.Α.Ε.), αντίστοιχα ...». Στο άρθρο 5 περιγράφεται η διαδικασία των διαπραγματεύσεων και στο άρθρο 6 η διαδικασία υπογραφής και καταχώρισης της συλλογικής σύμβασης εργασίας. Ειδικότερα, στην παρ. 5 του άρθρου αυτού ορίζεται ότι τα κείμενα όλων των συλλογικών συμβάσεων εργασίας δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Περαιτέρω, στο άρθρο 7 παρ. 2 ορίζεται ότι η ισχύς της Σ.Σ.Ε. αρχίζει από την ημέρα δημοσίευσής της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεώς. Τέλος, εκτός των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, με το άρθρο 13 του ως άνω νόμου εισήχθη ο θεσμός των συλλογικών συμφωνιών. Ειδικότερα, στο άρθρο αυτό ορίζονται τα εξής : «1. Συλλογική διαπραγμάτευση για ρύθμιση ζητημάτων των όρων και συνθηκών απασχόλησης των υπαλλήλων, που δεν ρυθμίζονται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 του παρόντος λόγω συνταγματικών περιορισμών (όπως ιδίως είναι ζητήματα μισθών, συντάξεων, σύστασης οργανικών θέσεων, προσόντων, τρόπου διορισμού κ.λπ.), μπορεί να καταλήγει σε συλλογική συμφωνία. 2. Η συμφωνία αυτή δεν αποτελεί συλλογική σύμβαση εργασίας, συνεπάγεται όμως για το Δημόσιο ή ν.π.δ.δ. ή Ο.Τ.Α. : α) είτε την έκδοση κανονιστικών πράξεων, εφόσον τα θέματα της συμφωνίας μπορεί να ρυθμιστούν κανονιστικώς βάσει υπάρχουσας σχετικής εξουσιοδότησης νόμου, β) είτε την προώθηση σχετικής νομοθετικής ρύθμισης των θεμάτων της συμφωνίας. Αντικείμενο του περιεχομένου της συμφωνίας μπορεί να αποτελεί και ο χρόνος υλοποίησης της δέσμευσης για έκδοση κανονιστικών πράξεων ή προώθησης νομοθετικών ρυθμίσεων, κατά περίπτωση. 3. Οι διαπραγματεύσεις για ρύθμιση ζητημάτων με συλλογικές συμφωνίες διεξάγονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 4. 4. Η διαδικασία διαπραγμάτευσης των συλλογικών συμφωνιών διεξάγεται χωριστά εκ παραλλήλου με αυτή των συλλογικών συμβάσεων και ακολουθεί τα ίδια ακριβώς στάδια, όπως ορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 5. 5. Οι διατάξεις του άρθρου 6, πλην του δεύτερου εδαφίου της παρ. 5 αυτού και των άρθρων 10, 11 και 12 εφαρμόζονται αναλόγως και για τις συλλογικές συμφωνίες».
4. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, στις 6.8.2004 η Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Εργοδηγών Δημοσίου-ΝΠΔΔ και ΟΤΑ (Π.Ο.Σ.Ε.Δ.Ν.Ο.) κάλεσε, μεταξύ άλλων, το Υπουργείο Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης για έναρξη συλλογικών διαπραγματεύσεων σύμφωνα με τον νόμο 2738/1999 με σκοπό την κατάρτιση ειδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας και συλλογικής συμφωνίας έτους 2004-2005. Μεταξύ των θεμάτων της διαπραγμάτευσης για την κατάρτιση συλλογικής συμφωνίας συμπεριέλαβε και την ένταξη του κλάδου ΔΕ των εργοδηγών στην ΤΕ κατηγορία. Με την ΔΙΔΑΔ/Φ.67/4/οικ.23669/8.11.2004 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης ορίστηκε ως εκπρόσωπος του Δημοσίου για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις του έτους 2004 ο Υφυπουργός Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και αναπληρωτής του ο Γενικός Γραμματέας Δημόσιας Διοίκησης. Με την ΔΙΔΑΔ/Φ.67/28/οικ.24362/12.11.2004 απόφαση του ίδιου Υπουργού ορίσθηκε η 20.12.2004 ως ημερομηνία λήξης της διαπραγματευτικής διαδικασίας του έτους 2004. Την 20.12.2004 συμφωνήθηκε μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπήθηκε από τον Υφυπουργό Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και της ως άνω Δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής Οργάνωσης (Π.Ο.Σ.Ε.Δ.Ν.Ο.), που εκπροσωπήθηκε από την Πρόεδρο και το Γενικό Γραμματέα της, η κατάρτιση της προσβαλλόμενης με την κρινόμενη αίτηση «Ειδικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας». Η προσβαλλόμενη σύμβαση αφορά, κατά το άρθρο 1 αυτής, τους έμμισθους πολιτικούς υπαλλήλους εργοδηγούς του Δημοσίου ΝΠΔΔ και ΟΤΑ, α΄ και β΄ βαθμού, που εργάζονται με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου και είναι μέλη των πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων που ανήκουν στη δύναμη της Π.Ο.Σ.Ε.Δ.Ν.Ο. Όπως δε ορίζεται περαιτέρω στο άρθρο 2 της συμβάσεως αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ένταξη του Κλάδου των Εργοδηγών στην ΤΕ κατηγορία», επεκτείνονται οι διατάξεις της παρ. 22 του άρθρου 7 του Ν. 2557/1997 και στους υπηρετούντες μόνιμους υπαλλήλους του δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. α΄ και β΄ βαθμού, που υπηρετούν σε τεχνικούς κλάδους της κατηγορίας ΔΕ Τ., οι οποίοι είναι κάτοχοι απολυτηρίου εξατάξιου Γυμνασίου ή Λυκείου και Πτυχιούχοι μέσων τεχνικών σχολών Εργοδηγών τουλάχιστον διετούς φοιτήσεως δημοσίων ή αναγνωρισμένων ως ισότιμων με αυτές ιδιωτικών, αντίστοιχων ειδικοτήτων, που καταργήθηκαν με το Ν. 576/1977 (ΦΕΚ 102/Α) και έχουν ήδη ενταχθεί μισθολογικά με τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 3205/2003. Εξάλλου, οι ως άνω διατάξεις που επεκτείνονται (άρθρο 7 παρ. 22 Ν. 2557/1997) ορίζουν τα εξής : «α. Υπηρετούντες υπάλληλοι του Υπουργείου Πολιτισμού και του Τ.Α.Π. που έχουν προσληφθεί πριν το 1986, του κλάδου ΔΕ5 Εργοδηγών Σ., κάτοχοι απολυτηρίου εξατάξιου Γυμνασίου ή Λυκείου και Πτυχίου Σχολής Εργοδηγών Σ. των σχολών ΑΤΟ «Δ.», τριετούς (3) φοίτησης, που καταργήθηκαν με το ν. 576/1977 (ΦΕΚ 102 Α΄), και έχουν ήδη ενταχθεί μισθολογικά σύμφωνα με το ν. 2470/1997 «Αναμόρφωση μισθολογίου της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες συναφείς διατάξεις» στην κατηγορία ΤΕ χωρίς πτυχίο ή δίπλωμα Τ.Ε.Ι., εντάσσονται βαθμολογικά σε προσωρινό κλάδο του Υπουργείου Πολιτισμού και του Τ.Α.Π. κατηγορίας ΤΕ Εργοδηγών Σ. χωρίς πτυχίο ή δίπλωμα Τ.Ε.Ι. και εξομοιούνται με τους υπαλλήλους αυτής της κατηγορίας. β. Οι παραπάνω θέσεις είναι προσωποπαγείς και καταργούνται με την αποχώρηση από την υπηρεσία των υπηρετούντων υπαλλήλων. γ. Από τη δημοσίευση του παρόντος οι κατέχοντες τις τυπικές προϋποθέσεις της παραγράφου 1 εντάσσονται αυτοδίκαια στον αντίστοιχο κλάδο. δ. ...».
5. Επειδή, η προσβαλλόμενη σύμβαση, παρά το σχετικό χαρακτηρισμό στον τίτλο και στο κείμενο αυτής, δεν αποτελεί πράγματι ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας του άρθρου 4 του Ν. 2738/1999, αλλά, κατά τον αληθή χαρακτήρα της, συλλογική συμφωνία του άρθρου 13 του ίδιου νόμου. Τούτο δε διότι, κατ’ αρχάς, ρυθμίζει ζήτημα προσόντων δημοσίων υπαλλήλων και, συγκεκριμένα, προβλέπει ένταξη υπαλλήλων της ΔΕ κατηγορίας στην κατηγορία ΤΕ, χωρίς τα προβλεπόμενα στο άρθρο 76 παρ. 3 του, ισχύοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο, υπαλληλικού κώδικα (Ν. 2683/1999 Α΄ 19) τυπικά προσόντα διορισμού στην (ανώτερη) κατηγορία αυτή, αντικείμενο το οποίο, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 4 και 13 του Ν. 2738/1999, δεν μπορεί να αποτελέσει περιεχόμενο συλλογικής συμβάσεως εργασίας, αλλά μόνο συλλογικής συμφωνίας. Άλλωστε, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη και η Π.Ο.Σ.Ε.Δ.Ν.Ο. στη σχετική πρόσκλησή της προς τον Υπουργό Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, ανέφερε το ζήτημα της εντάξεως των εργοδηγών ΔΕ κατηγορίας στην κατηγορία ΤΕ μεταξύ των θεμάτων που θα πρέπει να ρυθμισθούν με συλλογική συμφωνία. Η άποψη αυτή περί του χαρακτήρος της προσβαλλομένης πράξεως ως «συλλογικής συμφωνίας» ενισχύεται και από το γεγονός ότι επακολούθησε η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 8 του μεταγενέστερου Ν. 3345/2005 (Α΄ 138) στην οποία περιελήφθη ρύθμιση που καλύπτει το περιεχόμενο της επίδικης συμφωνίας. Προωθήθηκε, δηλαδή, νομοθετική ρύθμιση των θεμάτων της συμφωνίας αυτής, όπως προβλέπεται, σχετικά, επί συλλογικών συμφωνιών από το άρθρο 13 παρ. 2 περ. β του Ν. 2738/1999. Η πιο πάνω δε συλλογική συμφωνία, όπως συνάγεται από τις διατάξεις του τελευταίου αυτού άρθρου, σε συνδυασμό και με τα αναφερόμενα στην εισηγητική έκθεση του νόμου επί του άρθρου αυτού, έχει, προεχόντως, πολιτικό χαρακτήρα, στερούμενη, ως εκ τούτου, εννόμων συνεπειών και, συνεπώς, δεν αποτελεί, εν πάση περιπτώσει, εκτελεστή διοικητική πράξη προσβλητή με αίτηση ακυρώσεως. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση, με την οποία ζητείται η ακύρωση της εν λόγω συλλογικής συμφωνίας, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
6. Επειδή, μετά την απόρριψη, κατά τα ανωτέρω, της κρινόμενης αιτήσεως πρέπει να γίνει δεκτή η ασκηθείσα παρέμβαση.

Διά ταύτα

Απορρίπτει την αίτηση.

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Δέχεται την παρέμβαση.
Επιβάλλει συμμέτρως στους αιτούντες τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ και της παρεμβαίνουσας, η οποία ανέρχεται σε εξακόσια σαράντα (640) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 2007
Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας του Γ΄ Τμήματος
Σωτ. Ρίζος Δ. Μουζάκη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 5ης Ιουνίου 2008.
Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας του Γ' Τμήματος
Σωτ. Ρίζος Α. Τριάδη