21.6.12

ΕΝΤΟΚΟ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΑΧΡΕΩΣΤΗΤΩΣ ΚΑΤΑΒΛΗΘΕΝΤΩΝ ΦΟΡΩΝ

Aριθμός 1207/2012

TO ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Β 7μ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Δεκεμβρίου 2011 με την εξής σύνθεση: Φ. Αρναούτογλου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β` Τμήματος, Α.- Γ. Βώρος, Ε. Νίκα, Γ. Τσιμέκας, Β. Καλαντζή, Σύμβουλοι, Ι. Σύμπλης, Ο.- Μ. Βασιλάκη, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Ι. Μητροτάσιος, Γραμματέας του Β` Τμήματος.

Για να δικάσει την από 20 Φεβρουαρίου 2008 αίτηση:

του Διευθυντή Β` Τελωνείου Πειραιά, ο οποίος παρέστη με τον Παναγιώτη Πανάγο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

κατά του ........, κατοίκου ............. Αττικής (οδός ........ αρ. ...), ο οποίος παρέστη με τη δικηγόρο Παναγιώτα Δαμούλη (A.M. 13252), που την διόρισε στο ακροατήριο.

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Διευθυντής επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ` αριθ. 1888/2007 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Ι. Σύμπλη.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Διευθυντή, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα Σκέφθηκε κατά το Νόμο

1. Επειδή, για την άσκηση τής κρινομένης αιτήσεως δεν απαιτείται κατά νόμο η καταβολή παραβόλου.

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της 1888/2007 αποφάσεως τού Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς. Με την απόφαση αυτή, κατά μερική αποδοχή εφέσεως τού αναιρεσιβλήτου, μεταρρυθμίστηκε η 2062/2002 απόφαση τού Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά, ακυρώθηκε η από 12.8.1997 πράξη χρεώσεως επί τής 2765/1997 διασαφήσεως εισαγωγής τού Β Τελωνείου Πειραιά, κατά το μέρος που αφορούσε ειδικό φόρο καταναλώσεως λόγω εισαγωγής αυτοκινήτου, μεταρρυθμίσθηκε η ίδια πράξη, κατά το μέρος που αφορούσε ειδικό τέλος ταξινόμησης, λόγω πρώτης κυκλοφορίας τού αυτοκινήτου αυτού στην Ελλάδα και διατάχθηκε η επιστροφή τού αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού εντόκως από τής ασκήσεως τής προσφυγής. Με την πρωτόδικη απόφαση, κατά μερική αποδοχή τής προσφυγής, είχε μεταρρυθμισθεί η ένδικη πράξη και είχε προσδιορισθεί η φορολογητέα αξία τού αυτοκινήτου αυτού σε 5.822.967 δραχμές, έναντι ποσού 6.230.445 δραχμών, που είχε προσδιορισθεί από την τελωνειακή αρχή.

3. Επειδή, με την 2179/2011 απόφαση του Τμήματος με 5λή σύνθεση η κρινόμενη αίτηση απορρίφθηκε κατά το μέρος της που έβαλε κατά του κεφαλαίου της προσβαλλομένης που αφορούσε το ειδικό τέλος ταξινόμησης, παραπέμφθηκε δε λόγω σπουδαιότητος στην 7μελή σύνθεση του Τμήματος κατά το μέρος που έβαλε κατά του κεφαλαίου της προσβαλλομένης με το οποίο αυτή επιδίκασε στον αναιρεσίβλητο τόκους από τής ασκήσεως τής προσφυγής. 4. Επειδή το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 4 παρ. 5 ότι «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους», στο δε άρθρο 17 ότι «Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους [...]». Εξάλλου, το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που έχει κυρωθεί με το ν.δ. 53/1974 (Α`256) ορίζει ότι «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους, υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμενοι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύϊ Νόμους ούς ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων».

5. Επειδή στην παράγραφο 2 του άρθρου 38 του ν. 1473/1984, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2120/1993 (Α` 24), ορίζονται τα εξής: "Κάθε άμεσος ή έμμεσος φόρος ή δασμός, κύριος ή πρόσθετος, ή πρόστιμο, που έχει καταβληθεί, κατά το ποσό που δεν οφείλεται με βάση οριστική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου οιουδήποτε βαθμού, συμψηφίζεται ή επιστρέφεται εντόκως με το επιτόκιο που ισχύει, για τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου τρίμηνης διάρκειας. Το έντοκο της επιστροφής του φόρου αρχίζει μετά την πάροδο εξαμήνου, από την πρώτη του μήνα του επομένου της κοινοποίησης στη φορολογική αρχή της απόφασης του αρμόδιου δικαστηρίου. Το ίδιο ισχύει και για τον επιστρεπτέο φόρο που προκύπτει από τη δήλωση του φορολογούμενου. Στην περίπτωση αυτήν η εξάμηνη προθεσμία για το έντοκο επιστροφής του φόρου αρχίζει από την πρώτη του μήνα του επομένου της υποβολής της δήλωσης του φορολογούμενου. [...] Επιφυλασσομένων των κατά περίπτωση κειμένων διατάξεων για την επιβολή πρόσθετων φόρων, το οφειλόμενο ποσό με βάση απόφαση ανώτερου δικαστηρίου ή λόγω διοικητικής επιλύσεως της διαφοράς προσαυξάνεται με επιτόκιο των έντοκων γραμματίων του Δημοσίου τρίμηνης διάρκειας, που ισχύει κατά το χρόνο της νέας βεβαιώσεως για το χρονικό διάστημα από της ανωτέρω επιστροφής μέχρι της νέας αυτής βεβαιώσεως. Τα αυτά ισχύουν σε περίπτωση επιστροφής φόρου βάσει δηλώσεως, η οποία ελέγχεται ανακριβής [...]". Κατά την ομόφωνη γνώμη του Τμήματος, η κατά την διάταξη αυτή έναρξη του εντόκου της επιστροφής του φόρου μετά την πάροδο εξαμήνου από την πρώτη του μήνα του επομένου της κοινοποίησης στη φορολογική αρχή της απόφασης του αρμόδιου δικαστηρίου, κατά το μέρος που στερεί επί τόσο χρόνο την κάρπωση της περιουσίας ενός πολίτη που σε τίποτε δεν φταίει, είναι ασύμβατη τόσο με το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος περί ισότητας των πολιτών ενώπιον των δημοσίων βαρών, όσο και με τα άρθρα 17 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ περί προστασίας της ιδιοκτησίας (σχετ. ιδίως ΕΔΔΑ αποφάσεις ΕΚΟ ΕΛΔΑ ΑΒΕΕ κατά Ελλάδος (R.10162/02) της 9.3.2006).

6. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 21 του Κώδικα των νόμων για τις δίκες του Δημοσίου (ΚνΔΔΚΔ της 26.6/10.7.1944), ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι: "Ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής [...] άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής". Περαιτέρω, ο Εισαγωγικός Νόμος του Αστικού Κώδικα, κατά το άρθρο 109 του οποίου " Με διάταγμα, ύστερα από πρόταση των υπουργών Δικαιοσύνης, Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας, ορίζεται κάθε φορά το ποσοστό του νόμιμου τόκου ή του τόκου υπερημερίας. Με όμοιο διάταγμα μπορεί να ορίζεται το ανώτατο κάθε φορά ποσοστό τόκου που οφείλεται από δικαιοπραξία. Προκειμένου για οφειλή από δικαιοπραξία, ο συμφωνημένος με αυτή θεμιτός τόκος ισχύει και για την υπερημερία που επήλθε, αν είναι ανώτερος από τον τόκο υπερημερίας. Εξακολουθούν να ισχύουν οι ειδικές διατάξεις που κανονίζουν διαφορετικά το ποσοστό ή την έναρξη του τόκου ως προς τις οφειλές ή τις απαιτήσεις του δημοσίου, των δήμων, των κοινοτήτων ή άλλων νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου", ορίζει στο άρθρο 105 ότι «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος...»

7. Επειδή ο νομοθέτης του 1877, ορίζοντας στο άρθρο 1 του Ν. ΧΛ’/1877 "περί υπερημερίας του Δημοσίου και παραγραφής των κατ` αυτού αγωγών" (ΦΕΚ 47) ..." το οποίο αποτέλεσε το ως άνω άρθρο 21 του κωδικοποιητικού διατάγματος της 26/6.1944 "περί κωδικός των νόμων περί δικών του Δημοσίου" (Α` 139) ότι "Ο νόμιμος εξ υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής [...] άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής [.]", παρόλο που, κατά το γράμμα της διατάξεως, αναφερόταν σε κάθε οφειλή του Δημοσίου, δεν είχε κατά νουν την έντοκη επιστροφή, και μάλιστα ύστερα από αγωγή, αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων, αδιανόητη τόσο το 1877, όσο και το 1944, όχι μόνον εν όψει των τότε συνθηκών, αλλά και εν όψει των άρθρων 1 και 3 της τότε ισχύουσας Πολιτικής Δικονομίας. Αυτό συνάγεται και από το γεγονός ότι, όποτε ο νομοθέτης θέλησε την επιστροφή αχρεωστήτως εισπραχθέντων φορολογικών βαρών, την προέβλεψε ειδικά, όπως στο άρθρο 30 του Ν. 1165/1918 (Α` 73) "περί τελωνειακού κωδικός", στο άρθρο 2 του Ν.Δ/τος 144/1946 (Α’ 304), αλλά και πρόσφατα, στο άρθρο 12 παρ. 1 του Ν.1828/1989 (Α 2) και στο άρθρο 6 του πολύ πιο πρόσφατου Ν. 1957/1991 (Α` 114), το οποίο, μάλιστα, ρητά αναφέρεται σε άτοκη επιστροφή. Το έντοκο της επιστροφής εν γένει αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων ο νομοθέτης θέσπισε για πρώτη φορά με το άρθρο 3 του Ν. 2120/1993 (Α` 24), όπως, άλλωστε, τονίζει και στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού. Και είναι μεν αλήθεια ότι η κατά την διάταξη αυτή έναρξη του εντόκου της επιστροφής του φόρου μετά την πάροδο εξαμήνου από την πρώτη του μήνα του επομένου της κοινοποίησης στη φορολογική αρχή της απόφασης του αρμόδιου δικαστηρίου, είναι, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, ασύμβατη τόσο με το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος περί ισότητας των πολιτών ενώπιον των δημοσίων βαρών, όσο και με τα άρθρα 17 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ περί προστασίας της ιδιοκτησίας, όμως, καθώς οι εν λόγω υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, δεν είναι συγκεκριμένες, παρά γενικής διατυπώσεως και περιεχομένου, σε επίπεδο αρχών, ανακύπτει το ζήτημα των συνεπειών της διαπιστώσεως της αντιθέσεως αυτής ελλείψει σχετικής προηγούμενης ρυθμίσεως, την οποία δεν αποτελεί, κατά τα ανωτέρω, το άρθρο 21 του κωδικοποιητικού διατάγματος της 26/6.1944. Από την άποψη αυτή, ναι μεν το Σύνταγμα, με τα άρθρα του 93 παρ. 4 και 28, επιτάσσει στον δικαστή να μην εφαρμόζει νόμο αντίθετο προς το ίδιο, είτε προς διεθνή σύμβαση, δεν του επιτρέπει, όμως, παράλληλα, προς κάλυψη παραλείψεων του νομοθέτη, να νομοθετήσει ο ίδιος (ο δικαστής), κατασκευάζοντας μέσω της ερμηνείας νόμο, και μάλιστα όταν έχει προφανείς δημοσιονομικές συνέπειες (πρβλ. άρθρα 73 παρ. 3 και 75 του Συντάγματος), κάτι, πάντως, που δεν αποτελεί η μη εφαρμογή αντισυνταγματικής εξαιρέσεως από κανόνα, περί της οποίας, όμως, δεν πρόκειται. Συνεπώς, σε μια τέτοια περίπτωση, η ανόρθωση της όποιας βλάβης του πολίτη που ζημιώνεται θα πρέπει να γίνεται καταρχήν μέσω αγωγής αποζημιώσεως του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα λόγω της παραλείψεως του νομοθέτη να συμμορφωθεί σε υποχρέωση που του επιβάλλει το Σύνταγμα (ΣτΕ 730/2010, 6, 3625/2001 κλπ), την οποία μπορεί να σωρεύσει ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου με προσφυγή (ΣτΕ 248/2008, Ολομ) χωρίς να γεννάται θέμα απαραδέκτου, κατά το άρθρο 71 παρ. 4 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ούτε σε περιπτώσεις που, όπως εν προκειμένω, η προσφυγή στρέφεται κατά καταλογιστικής πράξεως της φορολογικής αρχής εφόσον αυτή καθαυτή η εν λόγω αξίωση περί τόκων, έστω και αν αφορά την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων, δεν αποτελεί, εν όψει όσων προαναφέρθηκαν, αξίωση «φορολογικού περιεχομένου». Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Ε. Νίκα και Γ. Τσιμέκας και οι Πάρεδροι Ι. Σύμπλης και Ο. Βασιλάκη που υποστήριξαν την ακόλουθη άποψη: απόρροια τής υπερέχουσας θέσης του κράτους έναντι των ιδιωτών, όταν ενεργεί κατ` ενάσκηση δημόσιας εξουσίας, είναι και το τεκμήριο νομιμότητος των διοικητικών πράξεων. Εν όψει όμως τής αρχής τής νομιμότητος τής διοικητικής δράσης, ιδιαίτερη έκφανση τής οποίας αποτελεί και η καθιερούμενη στο άρθρο 78 τού Συντάγματος αρχή τής νομιμότητος του φόρου, οι συνέπειες της δικαστικής ακύρωσης ή μεταρρύθμισης τής παράνομης διοικητικής πράξης ανατρέχουν αναγκαίως στον χρόνο έκδοσης της πράξης αυτής. Επομένως, όταν πρόκειται για μη νόμιμη καταλογιστική πράξη, ή απόρριψη από την φορολογική αρχή τής ανάκλησης από τον φορολογούμενο τής φορολογικής του δήλωσης, ή για πράξη που επιβάλλει κυρώσεις για παραβάσεις τής συναφούς με τις ανωτέρω υποχρεώσεις τού ιδιώτη νομοθεσίας, μετά την δικαστική ακύρωση (ή μεταρρύθμιση) της πράξης η απαίτηση του Δημοσίου στερείται αναδρομικώς το νόμιμο έρεισμα της τα δε ποσά που καταβλήθηκαν καθίστανται αρχήθεν αχρεώστητα και ο καθ` ού η πράξη τής φορολογικής αρχής, που στερήθηκε χωρίς νόμιμη αιτία την περιουσία του έχει, ευθέως εκ τού Συντάγματος, και χωρίς να απαιτείται ειδική προς τούτο πρόβλεψη στον νόμο, αφ` ενός μεν αξίωση επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθέντων (πρβλ. ΣΕ 2815/1978, 1901-3/2009 7μ, κα), αφ’ ετέρου δε αξίωση για ανόρθωση τής βλάβης που υπέστη από την χωρίς νόμιμη αιτία στέρηση της κάρπωσης και των ωφελημάτων τής περιουσίας του. Η αξίωση αυτή, η οποία συνεπάγεται υποχρέωση τού Δημοσίου να επιστρέψει εντόκως τα αχρεωστήτως καταβληθέντα, είναι παρεπόμενη τής κύριας απαίτησης, για την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων και, μετά την έναρξη της ισχύος του ν. 1406/1983, μπορεί να σωρευθεί με αυτήν (ΣΕ 248/2008, Ολομ). Εξ άλλου, μετά την έναρξη της επιδικίας, το Δημόσιο δεν μπορεί, πλέον, να αντιτάξει στην αξίωση αυτή τού ιδιώτη τεκμήριο νομιμότητας τής, ήδη δικαστικά αμφισβητούμενης, πράξης του. Περαιτέρω, ούτε και η προστασία των δημοσιονομικών συμφερόντων τού Δημοσίου συνιστά, επί επιδίκου διαφοράς, λόγο δημοσίου συμφέροντος ικανό να δικαιολογήσει την επίρριψη στον ζημιούμενο ιδιώτη τού κινδύνου οικονομικής βλάβης από την παράνομη πράξη ή παράλειψη της δημόσιας αρχής. Τούτο δε διότι, εν όψει τής καθιερούμενης στο αρθ. 4 παρ. 5 τού Συντάγματος αρχής της ισότητος ενώπιον των δημοσίων βαρών, το βάρος αυτό, στα πλαίσια ενός κράτους δικαίου, φέρει το κοινωνικό σύνολο και όχι ο ιδιώτης που θίγεται αμέσως και ευθέως στο προστατευόμενο από το αρθ. 17 του Συντάγματος και το 1ο Πρόσθετο Πρωτόκολλο τής Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων τού Ανθρώπου δικαίωμα στην ακώλυτη απόλαυση τών αγαθών και τής περιουσίας του και των εξ αυτής ωφελημάτων, στα οποία, επί χρηματικού κεφαλαίου, περιλαμβάνονται και οι τόκοι. Τέτοια ρύθμιση, με πάγιο χαρακτήρα, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε και από έκτακτες ανάγκες διασφάλισης της δημοσιονομικής ισορροπίας του Κράτους, διότι οι ανάγκες αυτές μπορούν μεν να θεμελιώσουν την προσφυγή σε έκτακτα γενικά μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής, όχι όμως να αποτελέσουν συνταγματικό έρεισμα για μια πάγια ρύθμιση που κατανέμει τα οικονομικά βάρη από την παράνομη δράση τής δημόσιας αρχής κατά τρόπο αυθαίρετο και συμπτωματικό. Επομένως, τόσο από την σύμφωνη προς το Σύνταγμα ερμηνεία, όσο και από την αδιάστικτη διατύπωση τού άρθρου 21 του ΚνΔΔ, που αναφέρεται σε "πάσα τού Δημοσίου οφειλή", προκύπτει ότι τόκοι επιδικίας οφείλονται και όταν αντικείμενο τής κύριας απαίτησης είναι η επιστροφή φόρων και εν γένει δημοσιονομικών επιβαρύνσεων που έχουν καταβληθεί χωρίς νόμιμη αιτία. Οι τόκοι οφείλονται, κατά την έννοια της ιδίας ως άνω διατάξεως, από την άσκηση της προσφυγής. Κατά την περαιτέρω γνώμη τού Παρέδρου Ιωάννου Σύμπλη, και υπό την εκδοχή ότι η ειδική διάταξη τού άρθρου 21 τού Κώδικα Δικών Δημοσίου δεν έχει έδαφος εφαρμογής, η αξίωση τού ιδιώτη γιά τη καταβολή τόκων επιδικίας ευρίσκει επαρκές έρεισμα στις γενικές διατάξεις των άρθρων 910 και 346 τού Αστικού Κώδικα. Αλλά και αν ήθελε θεωρηθεί ότι οι διατάξεις αυτές δεν έχουν (ευθεία) εφαρμογή επί αξιώσεων δημοσίου δικαίου και ότι ο θιγόμενος ιδιώτης έχει μόνο αξίωση αποζημιώσεως κατά το άρθρο 105 τού Εισαγωγικού Νόμου τού Αστικού Κώδικα, το ύψος τής περιουσιακής του βλάβης εξαρτάται αφ` ενός μεν από το εκάστοτε ισχύον γενικό επιτόκιο υπερημερίας (δηλαδή το ύψος στο οποίο προσδιόρισε, κατά τρόπο γενικό και αμαχήτως, ο νομοθέτης την τεκμαρτή απόδοση των ιδίων κεφαλαίων υπό συνθήκες τακτικής διαχείρισης), αφ` ετέρου δε από τον χρόνο που στερήθηκε την κάρπωση τής περιουσίας του. Σύμφωνα δε με όσα έχουν ήδη εκτεθεί, η αφετηρία για τον υπολογισμό τού χρόνου αυτού δεν μπορεί να είναι μεταγενέστερη τής έναρξης τής επιδικίας, δηλαδή από το ίδιο χρονικό σημείο που ορίζουν τόσο το άρθρο 21 τού Κώδικα Δικών Δημοσίου, όσο και οι προαναφερθείσες διατάξεις τού Αστικού Κώδικα.

8. Επειδή, εν προκειμένω, το διοικητικό εφετείο επιδίκασε, εις βάρος τού Δημοσίου, τόκους υπερημερίας, από της ασκήσεως τής προσφυγής, κατ` αποδοχή σχετικού αιτήματος που είχε υποβάλει ο αναιρεσίβλητος με την προσφυγή του, την κρίση του δε αυτή στήριξε στην 1274/2002 απόφαση τού Συμβουλίου τής Επικρατείας (7μ), με την οποία είχε κριθεί ότι τόκοι οφείλονται από την άσκηση της προσφυγής, με την οποία υποβάλλεται και το αίτημα για επιστροφή φόρου που αχρεωστήτως έχει καταβληθεί. Το αναιρεσείον Δημόσιο προβάλλει ότι η κρίση αυτή δεν είναι νόμιμη, ότι οι καταλογιστικές πράξεις είναι εξοπλισμένες με τεκμήριο νομιμότητος και μάλιστα δεν μπορούν να ανακληθούν αυτεπαγγέλτως από την φορολογική αρχή, ακόμη και αν είναι παράνομες, ότι, συνεπώς, τα καταβληθέντα ποσά καθίστανται αχρεώστητα μόνο από το χρόνο που η καταλογιστική πράξη ακυρωθεί ή μεταρρυθμισθεί δικαστικώς, και ότι το Δημόσιο δεν υποχρεούται να επιστρέφει εντόκως τους αχρεωστήτως καταβληθέντες φόρους παρά μόνο στην έκταση που αυτό προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου, όπως αυτή τής παραγράφου 2 του άρθρου 38 του ν. 1473/1984 (άρθρου 3 του ν. 2120/1993). Κατά την γνώμη που επικράτησε, η προσβαλλομένη θα έπρεπε να αναιρεθεί για τον εμμέσως προβαλλόμενο λόγο της μη εξετάσεως του αιτήματος περί έντοκης επιστροφής των φόρων από την σκοπιά του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, κατά τα αναφερθέντα. Κατά την γνώμη της μειοψηφίας, ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και θα έπρεπε να απορριφθεί, για τους λόγους που έχουν εκτεθεί. Είναι δε ομοίως αβάσιμος ο ισχυρισμός τού Δημοσίου, ότι η ρύθμιση τού άρθρου 3 του ν. 2120/1993 είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα, καθ` ο μέρος η καταλογιστική πράξη όχι μόνο είναι εξοπλισμένη με τεκμήριο νομιμότητος, αλλά, επί πλέον, η φορολογική αρχή δεν έχει εξουσία να την ανακαλέσει, ακόμη και αν αυτεπαγγέλτως διαπιστώσει την παρανομία της. Τούτο, διότι η επιλογή αυτή τού νομοθέτη να αποκλείσει την ανάκληση τής εν λόγω πράξεως από την αρχή που την εξέδωσε δεν μπορεί, πάντως, να στερήσει τον θιγόμενο ιδιώτη από δικαίωμα που, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, απορρέει ευθέως από το Σύνταγμα. Αλλωστε, η φορολογική αρχή έχει πάντοτε την ευχέρεια, αποδεχόμενη το νόμω και ουσία βάσιμο των ισχυρισμών τού καθ` ού η πράξη της, να την ακυρώσει ή να την μεταρρυθμίσει στα πλαίσια διοικητικού ή δικαστικού συμβιβασμού.

9. Επειδή, εν όψει τής σπουδαιότητας τού ζητήματος τής συνταγματικότητας τής διάταξης τού άρθρου 3 του ν. 2120/1993, καθώς και των συνεπειών της, το Τμήμα, με τη παρούσα σύνθεσή του, κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί, κατά το κεφάλαιο αυτό, στην Ολομέλεια τού Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος και το άρθρο 14 παρ. 2 περ. α του ΠΔ 18/1989, ορίζει δε ενώπιον της ως εισηγητή την Σύμβουλο Ευαγγελία Νίκα.

Δια ταύτα

Παραπέμπει την υπόθεση στην Ολομέλεια τού Δικαστηρίου και ορίζει ενώπιον της ως εισηγητή την Σύμβουλο Ευαγγελία Νίκα.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 12 Δεκεμβρίου 2011 και 28 Μαρτίου 2012 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 2ας Απριλίου 2012.

Ο Πρόεδρος του Β` Τμήματος Ο Γραμματέας του Β` Τμήματος
Φ. Αρναούτογλου Ι. Μητροτάσιος