2.5.14

ΑΠ 725/2013: ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΜΙΣΘΩΣΗ-ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΕΛΑΤΤΩΜΑ/ΕΛΛΕΙΨΗ ΣΥΜΦΩΝΗΜΕΝΗΣ ΙΔΙΟΤΗΤΑΣ

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Επαγγελματική μίσθωση. Πραγματικό ελάττωμα ή έλλειψη συμφωνημένης ιδιότητας του μισθίου. Διαζευκτικά δικαιώματα μισθωτή. Εφαρμοστέες διατάξεις. Η επιλογή ενός εξ αυτών εμποδίζει την αξίωση των υπολοίπων. Επαγγελματική μίσθωση ακινήτων. Αδυναμία χρήσης αυτών από τον μισθωτή για τον σκοπό της μίσθωσης λόγω του χαρακτηρισμού αυτών ως αυθαιρέτων. Διαταγή απόδοσης μισθίου και πληρωμής μισθωμάτων από τον εκμισθωτή. Ισχυρισμοί στην ανακοπή του μισθωτή περί μη οφειλής μισθωμάτων λόγω αδυναμίας αυτού προς χρήση των μισθίων. Άσκηση δικαιώματος της μη καταβολής του μισθώματος και όχι εκείνου της αποζημίωσης για μη εκτέλεση της σύμβασης. Αδικοπραξία. Προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της σχετικής ευθύνης. Περίπτωση συρροής συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης. Λειτουργία της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της αναλογικότητας. Το δικαστήριο απορρίπτει την αναίρεση κατά της υπ’αριθμ. 761/2012 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.


  
Αριθμός 725/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δ` Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή, Δημητρούλα Υφαντή και Ιωάννα Πετροπούλου, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ:

Του αναιρεσείοντα: Θ. Κ. του Ζ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Παύλου Χατζηγεωργίου και δεν κατέθεσε προτάσεις.

Του αναιρεσιβλήτου: Χ. Λ. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Κωνσταντίνο Τριάντη και κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5-8-2009 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντα, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1042/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 761/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 6-4-2012 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης, Ιωάννα Πετροπούλου, ανέγνωσε την από 30-1-2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.

Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντα ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 574, 575, 576 και 577 ΑΚ συνάγεται ότι αν κατά τη συνομολόγηση της μίσθωσης λείπει η συμφωνημένη ιδιότητα του μισθίου, ή αν ο εκμισθωτής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει κατ` αυτήν (συνομολόγηση) πραγματικό ελάττωμα του μισθίου που παρακωλύει μερικά ή ολικά τη συμφωνηθείσα χρήση αντί της μείωσης ή της μη καταβολής το μισθώματος, ο μισθωτής, δικαιούται να απαιτήσει αποζημίωση για την μη εκτέλεση της σύμβασης. Κατά δε το άρθρο 578 του ίδιου Κώδικα, το αυτό δικαίωμα έχει ο μισθωτής και αν ο εκμισθωτής έχει καταστεί υπερήμερος ως προς την άρση πραγματικού ελαττώματος ή της έλλειψης της ιδιότητας. Από τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 306 ΑΚ προκύπτει, ότι ο μισθωτής στις παραπάνω περιπτώσεις έχει κατ` επιλογή ή αγωγή για μείωση ή μη καταβολή του μισθώματος ή αγωγή προς αποζημίωση, η οποία περιλαμβάνει την ανόρθωση της ζημίας του για τη μη εκτέλεση της σύμβασης. Η επιλογή αυτή μπορεί να γίνει και με αγωγή ή και κατ` ένσταση σε περίπτωση αγωγής του εκμισθωτή για την καταβολή του μισθώματος ή απόδοση του μισθίου. Οι παρεχόμενες, όμως, παραπάνω κατά συρροή αξιώσεις υπάρχουν διαζευκτικώς και συνεπώς, η επιλογή της μίας αποκλείει την άσκηση των λοιπών, υπό οποιαδήποτε μορφή, είτε κυρίως, είτε επικουρικώς, χωρίς να μπορεί να μεταβάλλεται κατά τη βούληση του μισθωτή. Κατά το άρθρο δε 584 ΑΚ ο μισθωτής, με επιφύλαξη των διατάξεων που ισχύουν για τα πραγματικά και τα νομικά ελαττώματα, ή για την έλλειψη ιδιοτήτων, έχει δικαίωμα κατά τα λοιπά, αν δεν του παραδόθηκε ή του παρεμποδίστηκε η χρήση του μισθίου, να απαιτήσει, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις, την εκτέλεση της σύμβασης ή αποζημίωση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο μισθωτής "με την επιφύλαξη των διατάξεων για τα πραγματικά και νομικά ελαττώματα ..." έχει το πιο πάνω δικαίωμα να απαιτήσει την εκτέλεση της σύμβασης ή αποζημίωση κατά τις γενικές διατάξεις των άρθρων 335, 336 και 343 ΑΚ, αν δεν του παραδόθηκε καθόλου η χρήση του μισθίου ή του παραδόθηκε μεν, αλλά παρεμποδίστηκε μετά την παράδοσή της. Ετσι, αν του παραδόθηκε η χρήση του μισθίου αλλά αυτή είναι ελαττωματική, γιατί το μίσθιο έχει ελάττωμα πραγματικό ή νομικό, τότε θα εφαρμοστούν οι παραπάνω ειδικές διατάξεις των άρθρων 576 - 583 ΑΚ περί πραγματικών και νομικών ελαττωμάτων του μισθίου. (ΑΠ 1600/2002). Εξ άλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα.

Στην υπό κρίση αγωγή, εκθέτει ο ενάγων ότι δυνάμει του από 5.6.2008 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως μίσθωσε από τον εναγόμενο ένα ισόγειο κατάστημα επί της .... στο ..., της κυριότητας του νομής και κατοχής, αντί μηνιαίου μισθώματος 750 ευρώ για χρονικό διάστημα έξι (6) ετών από 1.6.2008 έως 31.5.2014, ότι περαιτέρω, δυνάμει του από 2.7.2008 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως μίσθωσε και το εφαπτόμενο με το ως άνω, ισόγειο κατάστημα, επί της ως άνω λεωφόρου, επιφανείας 42 τ.μ., αντί μηνιαίου μισθώματος 550 ευρώ, για χρονικό διάστημα έξι ετών, ήτοι από 1.7.2008 έως 30.6.2014 προκειμένου να τα χρησιμοποιήσει ως ψησταριά οβελιστήριο, ότι στις 19.6.2008 δήλωσε έναρξη εργασιών της ανωτέρω επιχείρησης προς την αρμόδια ΔΟΥ .......... , ότι με το 14428/28.11.2008 έγγραφο της Δ/νσης Πολεοδομίας Βόρειου Τομέα της Νομαρχίας Αθηνών και τη συνοδεύουσα αυτό έκθεση αυτοψίας του γνωστοποιήθηκε, ότι δεν είναι δυνατή η έκδοση αδείας λειτουργίας της επιχείρησης στα μίσθια ακίνητα διότι είναι αυθαίρετα, ότι το γεγονός αυτό ο εναγόμενος εκμισθωτής των μισθίων καταστημάτων το γνώριζε και δολίως απέκρυψε κατά τη συνομολόγηση των μισθωτικών ως άνω συμβάσεων, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο σε βάρος του περιουσιακό όφελος, ότι συνεπεία του πραγματικού ως άνω ελαττώματος των μισθίων καταστημάτων παρεμποδίστηκε ολικά στη χρήση τους και υπέστη την επαρκώς στην αγωγή προσδιοριζόμενη θετική και αποθετική ζημία, ανερχόμενη συνολικά μετά του απαιτούμενου ποσού προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη συνέπεια της αδικοπρακτικής αυτού ως άνω συμπεριφοράς, στο ποσό των 559.605,75 ευρώ , ότι ήδη από του μηνός Ιουλίου 2009, μετά την επίδοση των υπ` αρ. 666/2009 και 667/2009 διαταγών αποδόσεως των μισθίων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών απέδωσε αυτά στο εναγόμενο εκμισθωτή. Ζήτησε δε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος στην καταβολή του οφειλόμενου για τις προεκτεθείσες αιτίες ως ανωτέρω ποσού των 559.605,75 ευρώ.

Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση έκρινε την με το προεκτεθέν περιεχόμενο και αίτημα αγωγή, αν ήθελε εκτιμηθεί ως αγωγή αποζημίωσης λόγω πραγματικού ελαττώματος των μισθίων (άρθρα 576 και 577 ΑΚ) ως μη νόμιμη, καθ` όσον, με τις με αρ. κατ. 78534/142/12.5.2009 και 78528/141/12.5.2009 ανακοπές που άσκησε ο ενάγων αντίστοιχα κατά των με αρ. 4101/2009 και 4106/2009 διαταγών πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που εκδόθηκαν σε βάρος του από τον εναγόμενο για οφειλόμενα μισθώματα, για την ύπαρξη του επικαλούμενου πραγματικού στα μίσθια ακίνητα ελαττώματος, σύμφωνα με τα όσα στο δικόγραφο αυτών αναφέρει "ουδέποτε χρησιμοποίησα το μίσθιο τούτο για το σκοπό για τον οποίο το μίσθωσα και ως εκ τούτου ουδέν ποσό οφείλω στον καθού", άσκησε το δικαίωμα της μη καταβολής του μισθώματος και όχι το δικαίωμα που του παρέχει το άρθρο 577 του ΑΚ, ήτοι το δικαίωμα αποζημίωσης για μη εκτέλεση της σύμβασης με αποτέλεσμα η επιλογή του αυτή να αποκλείει την άσκηση του δεύτερου δικαιώματος με οποιοδήποτε μορφή, όπως άλλωστε περί της άσκησης του δικαιώματος αυτού διαλαμβάνει και στην προσθήκη των προτάσεων του προς αντίκρουση της προταθείσης πρωτοβαθμίως από τον εναγόμενο ένστασης συμψηφισμού στην ένδικη αξίωσή του με τα όσα αναφέρει "ουδέν ποσό οφείλω στον αντίδικο για μισθώματα, δεδομένου ότι τα επίδικα μίσθια είναι ακατάλληλα για τη χρήση που εκμισθώθηκαν σε εμένα". Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή, κατά το μέρος που ο ενάγων με αυτή επιδιώκει την καταβολή αποζημιώσεως για μη εκτέλεση της συμβάσεως στηριζόμενο στην επίκληση υπάρξεως κατά τη σύναψη των μισθωτικών συμβάσεων πραγματικού ελαττώματος στα μίσθια που παρακωλύει τη χρήση τους, το οποίο ο εναγόμενος (εκμισθωτής) γνώριζε και απέκρυψε δολίως, είναι μη νόμιμη, μη δυνάμενη να εύρει έρεισμα στο συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 574, 575, 576 και 577 του ΑΚ. καθόσον, με τις ανωτέρω διατάξεις, σε περίπτωση συνδρομής της επικαλούμενης στην αγωγή προϋποθέσεως, παρέχεται διαζευκτικό δικαίωμα στο μισθωτή, εκτός άλλων, μειώσεως του μισθώματος ή μη καταβολής αυτού, δικαίωμα που ο ενάγων μισθωτής επέλεξε και άσκησε κατά τα προεκτεθέντα με τις με αρ. και 78534/142/12.5.2009 και 78528/141/12.5.2009 ανακοπές κατά των με αρ. 4101/2009 και 4106/2009 διαταγών πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που εκδόθηκαν σε βάρος του από τον εναγόμενο για οφειλόμενα μισθώματα. Επομένως, το Εφετείο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή κατά την ανωτέρω βάση της δεν παραβίασε τις προαναφερόμενες διατάξεις του ΑΚ. που είναι εφαρμοστέες, ούτε τις διατάξεις των άρθρων 584, 585, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 343§1, 382 και 383 ΑΚ. που δεν είναι εφαρμοστέες όπως προαναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, αφού κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή όπως εκτιμάται, παραδόθηκε μεν στο μισθωτή η χρήση των μισθίων, αλλά αυτά είχαν το πραγματικό πιο πάνω ελάττωμα. Πρέπει επομένως, οι πρώτος και τρίτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως με τους οποίους προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι το Εφετείο, απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη κατά την ως ανωτέρω βάση αυτής να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Επειδή, η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη με την οποία παραβιάζεται σύμβαση μπορεί πέραν της αξιώσεως από τη σύμβαση να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν παράνομη, ως αντικείμενη στο κατά το άρθρο 914 ΑΚ επιβαλλόμενο γενικό καθήκον να μη ζημιώνει κάποιος τον άλλο υπαιτίως. Σε μία τέτοια περίπτωση υπάρχει συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, ο δε δανειστής έχει το δικαίωμα να στηρίζει την αξίωσή του για αποζημίωση, είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία, είτε επιβοηθητικά και στις δύο. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία, είναι η υπαιτιότητα του υποχρέου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλ. όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή . Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση έκρινε την με το προεκτεθέν περιεχόμενο και αίτημα αγωγή ως νομικά αβάσιμη, αν ήθελε εκτιμηθεί ως αγωγή αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας (στηριζόμενη στις διατάξεις του άρθρου 914 ΑΚ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 386 ΠΚ) με την αιτιολογία, ότι η περιγραφόμενη σ` αυτή υπαίτια ζημιογόνος παράλειψη του εναγόμενου, ήτοι η μη γνωστοποίηση στον ενάγοντα - μισθωτή του πραγματικού ελαττώματος των μισθίων με την οποία παραβιάστηκαν οι επίδικες συμβάσεις μίσθωσης και επήλθε στον ενάγοντα η επικαλούμενη ζημία και η ηθική του βλάβη, δεν θα ήταν παράνομη χωρίς τη συμβατική σχέση της μίσθωσης. Έτσι που έκρινε το Εφετείο ως προς τη βάση της αγωγής από αδικοπραξία ορθά ερμήνευσε την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, αφού η αναφερόμενη στην αγωγή δόλια συμπεριφορά του εναγόμενου εκμισθωτή να αποκρύψει από τον ενάγοντα μισθωτή την ύπαρξη του πραγματικού πιο πάνω ελαττώματος των μισθίων διαπράχθηκε στα πλαίσια της κατάρτισης των μισθωτικών συμβάσεων και δεν υπάρχει συρροή ενδοσυμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης. Ο δεύτερος, επομένως, λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι με το να απορρίψει την από αδικοπραξία βάση της αγωγής ως μη νόμιμη υπέπεσε στη πλημμέλεια της παραβίασης των διατάξεων των άρθρων 914 και 919 ΑΚ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επειδή, στο άρθρο 25 του ισχύοντος συντάγματος ορίζεται ότι "τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους ... οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από τον Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας" όμως η αρχή της αναλογικότητας οριοθετεί τον περιοριστικό του δικαιώματος νόμο. Ακολουθεί εντεύθεν ότι η τήρησή της εναπόκειται στο νομοθέτη. Η διοίκηση και ο δικαστής μπορούν και οφείλουν να ελέγχουν απλώς, αν η αρχή αυτή έχει τηρηθεί και σε αρνητική περίπτωση, να αρνούνται την εφαρμογή νόμου του ενέχει δυσανάλογο περιορισμό του ατομικού δικαιώματος. Η αρχή της αναλογικότητας δεν εφαρμόζεται απ` ευθείας από τα δικαστήρια παρά μόνο για τον έλεγχο συνταγματικότητας νόμων που περιορίζουν δικαιώματα του ανθρώπου (ΑΠ 634/07 163/07 ΑΠ 265/2008). Με τον τέταρτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση ότι το Εφετείο, με το να απορρίψει ως μη νόμιμη την ένδικη αγωγή ως προς τις ανωτέρω βάσεις αυτής παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας που ισχύει με βάση το άρθρο 25 του Συντάγματος για τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου που προαναφέρθηκαν (343§1, 382, 383, 574 και 575, 584, 914 και 919 και ΑΚ) και έτσι υπέπεσε στην πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος καθόσον δικαστική απόφαση που απορρίπτει αγωγή ως μη νόμιμη δεν είναι αντίθετη στην αρχή της αναλογικότητας, αλλά υπόκειται σε έλεγχο με τα εκάστοτε επιτρεπόμενα ένδικα μέσα και εντός των πλαισίων που αυτά παρέχουν και επομένως, η σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου μέσω της αρχής της αναλογικότητας η οποία δεν εφαρμόζεται απ` ευθείας από το Δικαστήριο, παρά μόνο για τον έλεγχο συνταγματικότητας νόμων που περιορίζουν τα δικαιώματα του ανθρώπου. Επειδή με βάση τα προκτιθέμενα, πρέπει να απορριφθεί η από 6.4.2012 αίτηση αναιρέσεως της 761/2012 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, ως ηττηθείς, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 6.4.2012 αίτηση αναιρέσεως της 761/2012 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα, στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, που ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Μαρτίου 2013.

Και

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Απριλίου 2013.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ