2.5.14

ΑΠ 357/2013: ΧΡΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΣΕ ΤΡΑΠΕΖΑ-ΣΥΡΡΟΗ ΣΥΜΒΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΔΙΚΟΠΡΑΚΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗΣ

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Χρηματική κατάθεση σε τράπεζα. Σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης. Συρροή αδικοπρακτικής και ενδοσυμβατικής ευθύνης. Προϋποθέσεις. Η άρνηση της τράπεζας να αποδώσει στον καταθέτη τα κατατεθέντα χρήματα δεν συνιστά υπεξαίρεση, αλλά αθέτηση των συμβατικών υποχρεώσεων αυτής. Ενεργοποίηση λογαριασμών όψεως από την ενάγουσα - αναιρεσείουσα. Δεσμευμένοι και ανέκκλητοι οι εν λόγω λογαριασμοί με σκοπό τις καταθέσεις των κοινοτικών ενισχύσεων, μέσω των οποίων εξοφλούνταν οι επιταγές που εκδίδονταν προς τους παραγωγούς βάμβακος, που εδικαιούντο επιδότησης για την αντίστοιχη εκκοκιστική περίοδο. Η άρνηση της εναγομένης - αναιρεσίβλητης τράπεζας να αποδώσει το ποσό της κατάθεσης των λογαριασμών προς την αναιρεσείουσα, και μετά την έγκριση του εποπτεύοντα τη διαδικασία οργανισμού ήταν βάσει των αρχών της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, σύμφωνη με τις υποχρεώσεις της που απέρρεαν από τη σύμβαση κατάθεσης, λόγω της δέσμευσης των καταθέσεων της αναιρεσείουσας για φορολογικές παραβάσεις. Το δικαστήριο απορρίπτει την αναίρεση κατά της υπ’αριθμ. 2204/2009 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης.

  
Αριθμός 357/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α1` Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Λεοντή, Γεώργιο Γεωργέλλη και Δημήτριο Κράνη, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 4 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Κοκκίνη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας:Τελούσας υπό εκκαθάριση ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία ".........................." και τον διακριτικό τίτλο ".................", που εδρεύει στο ..., και εκπροσωπείται νόμιμα από τους εκκαθαριστές της Λ. Ρ. Π. και Β. Β.. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αικατερίνη Ανθίμου.

Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "........... ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μάριο Παναγιωτόπουλο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-10-2005 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Σερρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 99/2007 οριστική του ιδίου δικαστηρίου και 2204/2009 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 24-12-2009 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Ιωάννης Σίδερης, ανέγνωσε την από 25-1-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.

Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στην δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι). Η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί πέραν της αξιώσεως από τη σύμβαση να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν παράνομη, ως αντικειμένη στο κατά το άρθρο 914 ΑΚ επιβαλλόμενο γενικό καθήκον να μη ζημιώνει κάποιος τον άλλο υπαιτίως (Α.Π. 967/1973 -ολ-, Α.Π. 555/99). Σε μία τέτοια περίπτωση υπάρχει συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, ο δε δανειστής έχει το δικαίωμα να στηρίξει την αξίωση του για αποζημίωση, είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία, είτε επιβοηθητικά και στις δύο. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 827, 829 και 830 του Α.Κ σαφώς προκύπτει ότι η εκ μέρους τραπέζης άρνηση αποδόσεως στον καταθέτη κατατεθέντων χρημάτων δεν συνιστά άδικη πράξη (υπεξαίρεση), αφού η τράπεζα αποκτά, κατά τα ισχύοντα επί ανωμάλου παρακαταθήκης, την κυριότητα των χρημάτων, αλλά αθέτηση των συμβατικών υποχρεώσεων αυτής, η οποία δεν είναι δυνατόν, κατά τα ανωτέρω, να θεμελιώσει αξίωση αποζημιώσεως από αδικοπραξία. Κατά συνέπεια ο πρώτος, κατά το πρώτο σκέλος του, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίον αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τους αριθ. 1 και 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ πλημμέλεια ότι το Εφετείο κατ` εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 830, 827, 914 και 288 του Α.Κ. απέρριψε την επί των διατάξεων περί αδικοπραξίας βάση της αγωγής, χωρίς να λάβει υπόψη της και τους σχετικούς ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, είναι απορριπτέοι, κατά τα προεκτεθέντα, ως αβάσιμοι, καθ` όσον η εκ μέρους της αναιρεσίβλητης τράπεζας άρνηση αποδόσεως των αναφερομένων στην αγωγή κατατεθέντων χρημάτων δεν συνιστά άδικη πράξη αλλά αθέτηση των συμβατικών υποχρεώσεων αυτής, η οποία δεν είναι δυνατόν να θεμελιώσει αξίωση αποζημιώσεως από αδικοπραξία, το δε Εφετείο, το οποίο απέρριψε εκ του πράγματος τους περί αντιθέτου ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας σχετικά με την παραβίαση των εκ μέρους της αναιρεσίβλητης δευτερευουσών υποχρεώσεων επίδειξης της προσήκουσας επιμέλειας και πρόνοιας, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 1 και 8 του Κ.Πολ.Δ. Προκειμένης δε νομικής αιτιολογίας οι διαλαμβανόμενες, στο ίδιο (πρώτο) λόγο αναιρέσεως, αιτιάσεις από τους αριθ. 11 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., είναι προεχόντως απορριπτέες ως απαράδεκτες.

ΙΙ). Κατά μεν τη διάταξη του άρθρ. 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 7/2006, Ολ.ΑΠ 4/2005). Κατά δε την έννοια του αριθ. 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία, που έχει ως συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νομίμου βάσεως, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της αποφάσεως δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, όχι όμως και όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, εφόσον τούτο εκτίθεται σαφώς. Μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Εξάλλου κατά το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης κατά της απόφασης και αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Πράγματα, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, είναι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης και όχι οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής ή επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Πράγμα συνεπώς, υπό την έννοια αυτή, αποτελεί και ο λόγος της έφεσης που περιέχει παράπονο κατά της κρίσης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε ισχυρισμός του εκκαλούντος ή έγινε δεκτός ισχυρισμός του εφεσιβλήτου. Δεν στοιχειοθετείται όμως ο λόγο αυτός αν ο ισχυρισμός που δεν λήφθηκε υπόψη είναι μη νόμιμος και συνεπώς δε θεωρείται ουσιώδης, αφού δεν ασκεί επίδραση στην έκβαση της δίκης (ολ.Α.Π 2/1989). Επίσης δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ.ΑΠ 11/1996, 12/1991).

Στην προκειμένη περίπτωση από την εκτίμηση της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως, εκτός των άλλων και τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: "Η ενάγουσα, ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "................", εδρεύει στο Παραλίμνιο Ν. Σερρών, συστάθηκε με την υπ` αριθμ. .../29.6.1996 πράξη συστάσεως ανωνύμου εταιρίας του συμβολαιογράφου Σερρών ....., που εγκρίθηκε με την υπ` αριθμ. 2240/8-7-1996 απόφαση του Νομάρχη Σερρών και καταχωρήθηκε στις 9-7-1996 στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών. Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της συνεργάσθηκε με το κατάστημα Σερρών της εναγομένης ............................ Τράπεζας. Συγκεκριμένα στα πλαίσια της συνεργασίας της στις 9.10,2000 άνοιξε τον υπ` αριθ. ... λογαριασμό για το εκκοκιστήριο της ΒΙΠΕ ... και τον υπ` αριθ. ... λογαριασμό γιο το εκκοκιστήριο της ... . Στα εκκοκκιστήρια αυτά παρεδίδετο από τους παραγωγούς βαμβάκι. Οι λογαριασμοί αυτοί ήσαν δεσμευμένοι και ανέκκλητοι λογαριασμοί όψεως στους οποίους θα γινόταν οι καταθέσεις των κοινοτικών ενισχύσεων από τη ΔΙΔΑΓΈΠ, μέσω των οποίων εξοφλούνταν οι επιταγές έκδοσης της προς τους παραγωγούς βάμβακος, που εδικαιούντο επιδότησης για την εκκοκιστική περίοδο 2000- 2001. Στις 20.6.2001 η έκτακτη καθολική γενική συνέλευση των μετόχων της ενάγουσας αποφάσισε τη λύση της και το διορισμό εκκαθαριστών. Η απόφαση αυτή εγκρίθηκε από τη Διεύθυνση Εμπορίου της Νομαρχίας Σερρών, καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών και δημοσιεύτηκε στο υπ` αριθμ. 5545/4.7.2001 ΦΕΚ (τεύχος Α.Ε. και Ε,Π.Ε.) και η ενάγουσα τέθηκε σε εκκαθάριση. Με την από 20.6.2001 επιστολή της προς την εναγόμενη η ενάγουσα της γνωστοποίησε την ως άνω απόφαση λύσης και θέσης της σε εκκαθάριση, καθώς και ότι εκπροσωπείται μόνον από τους εκκαθαριστές της, σι οποίοι και μόνον έχουν δικαίωμα να κινούν τους προαναφερθέντες λογαριασμούς, χωρίς όμως, όπως αποδείχθηκε, να ζητήσει απόδοση του υπολοίπου των λογαριασμών της, όπως αυτή ισχυρίζεται με την αγωγή της, καθώς και με τον συναφή δεύτερο λόγο της εφέσεως της, κατά τον οποίο θα έπρεπε η εναγομένη να της αποδώσει το ποσό των καταθέσεων κατά το πρώτο τρίμηνο μετά τη θέση της υπό εκκαθάριση. Ακολούθως, στις 10.7.2001 οι Δ. Τ. του Χ., Χ. Τ. του Δ. και Α. Τ. του Δ., μέτοχοι κατά ποσοστό 20%, 10% και 10% αντίστοιχα επί του κεφαλαίου της ενάγουσας εταιρίας, επέδωσαν στην εναγόμενη την από 10.7. 2001 εξώδικη δήλωση τους, με την οποία της δήλωσαν ότι η απόφαση της γενικής συνέλευσης λύσης της ενάγουσας ήταν άκυρη και οι φερόμενοι ως εκκαθαριστές αυτής δεν την εκπροσωπούσαν νόμιμα και ζητούσαν από την εναγόμενη να μην επιτρέψει σε αυτούς να προβούν σε ανάληψη των ως άνω καταθέσεων, ενώ στις 12.7.2001 οι ίδιοι αυτοί μέτοχοι της μειοψηφίας απέστειλαν στην εναγόμενη την από 11.7.2001 εξώδικη δήλωση τους, στην οποία επισύναψαν και την υπ` αριθμ. εκθ. καταθ. 1889 Ασφ. 799/11.1.2001 αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων για την αναστολή της εκτέλεσης της ως άνω απόφασης λύσης της ενάγουσας, στην οποία αίτηση είχαν ενσωματώσει και τις από 9.7-2001 δύο αγωγές τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σερρών κατά της ενάγουσας, με αίτημα η πρώτη την αναγνώριση της ακυρότητας της σύμβασης ενεχύρου επί των μετοχών τους και η δεύτερη την αναγνώριση της ακυρότητας της απόφασης της αυτόκλητης γενικής συνέλευσης για τη λύση της εταιρίας. Στη συνέχεια η ενάγουσα, τον Οκτώβριο του 2001 για πρώτη φορά, ζήτησε δια των εκκαθαριστών της, την αποδέσμευση του υπολοίπου των επιδίκων καταθέσεων στην εναγόμενη Τράπεζα, το υπόλοιπο των οποίων στις 15.11.2001 ήταν 367.853.653 δραχμές στον υπ` αριθμ. ... λογαριασμό και 394.589.311 δραχμές στον υπ` αριθμ. ... λογαριασμό. Η εναγόμενη με την από 22.10.2001 επιστολή της προς την ενάγουσα της απάντησε ότι πριν λήξει η δικαστική εκκρεμότητα σχετικά με την εκπροσώπηση αυτής (ενάγουσας) δεν μπορούσε να γίνει απόδοση χρημάτων, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορούσε να γίνει χωρίς να προηγηθεί έγκριση από τον Οργανισμό Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΟΠΕΚΕΠΕ) για την αποδέσμευση των άνω λογαριασμών.

Συνεπώς, όταν στις 36-10-2001, η ενάγουσα ζήτησε την ολική απόδοση των καταθέσεων της, ήτοι του υπολοίπου των παραπάνω λογαριασμών, δεν είχαν πληρωθεί οι όροι αποδέσμευσης τους εφόσον δεν υπήρχε η συναίνεση του Ο.ΠΕ.ΚΕ.ΠΕ. και συνεπώς νόμιμα η εναγομένη αρνήθηκε την καταβολή του υπολοίπου των λογαριασμών, παρά τα αντίθετα με τον τέταρτο λόγο της εφέσεως υποστηριζόμενα. Ο παραπάνω Οργανισμός το Δεκέμβριο του 2001 με το με αριθμό πρωτ. 44561 και από 20.12.2001 έγγραφο του κατέστησε γνωστό στην εναγόμενη Τράπεζα ότι ενέκρινε την αποδέσμευση των ως άνω λογαριασμών, εφόσον δεν υπήρχαν άλλες εκκρεμότητες για πληρωμή παραγωγών ή άλλων απαιτήσεων. Πριν όμως από την έγκριση του ΟΠΕΚΕΠΕ στις 30.11.2001 η εναγομένη έλαβε από το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ) Περιφερειακής Διεύθυνσης Κεντρικής Μακεδονίας το υπ` αριθ. 3160/21.11.2001 έγγραφο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Σερρών μαζί με το υπ` αριθμ 161/2001 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Σερρών. Στη συνέχεια στις 5.12. 2001 στην εναγομένη Τράπεζα κοινοποιήθηκε και το υπ` αριθμ. 13.276/ΤΔ5/30.11.2001 έγγραφο του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ) Περιφερειακής Διεύθυνσης Κεντρικής Μακεδονίας με την ένδειξη μάλιστα "Εξαιρετικά Επείγον" μαζί με το αυτό ως άνω με αριθμώ 161/16. 11. 2001 βούλευμα. Με τα έγγραφα αυτά της ζητούσαν να προβεί σε δέσμευση των λογαριασμών της ενάγουσας, για το λόγο ότι με το παραπάνω βούλευμα είχε διαταχθεί η απαγόρευση της κίνησης όλων των λογαριασμών που τηρούσε η ενάγουσα σε πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοστωτικούς οργανισμούς που λειτουργούσαν στην Ελλάδα, επειδή υπήρχαν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί αυτοί περιείχαν χρήματα προερχόμενα από νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα των εκπροσώπων της ενάγουσας (απάτη σε βάρος του Δημοσίου). Η κοινοποίηση των προαναφερθέντων εγγράφων στην εναγομένη είχε ως αποτέλεσμα αυτή, παρά την μεταγενέστερη έγκριση του ΟΠΕΚΕΠΕ, να μη μπορεί να αποδεσμεύσει τους λογαριασμούς. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στις 11.6.2003 κοινοποιήθηκε στο κατάστημα Σερρών της εναγομένης το με αριθ, πρωτ. 232/27.5.2003 έγγραφο της Διεύθυνσης Διαχείρισης Κινδύνων της ........... Τράπεζας. Με το έγγραφο αυτό γνωστοποιήθηκε στο κατάστημα Σερρών η άρση της απαγόρευσης της κίνησης των επίδικων λογαριασμών με τη διευκρίνιση όμως ότι η άρση αφορά μόνο τις δεσμεύσεις που διενεργήθηκαν δυνάμει του υπ` αριθμ. 161/2001 ως άνω βουλεύματος. Ήδη όμως στους επίδικους δύο λογαριασμούς επιβλήθηκαν και άλλες δεσμεύσεις. Συγκεκριμένα στην εναγόμενη κοινοποιήθηκαν τα υπ` αριθμ. πρωτ. α) 1040317/11333/ΔΕ- Γ/28.5.2003, β) 1094060/13553/ΔΕ-Γ/16.11.2003 και γ) 1096130/13660/ΔΕ-Γ/15.10.2004 έγγραφα του Τμήματος Ποινών της Διεύθυνσης Ελέγχου της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικών Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, με τα οποία δεσμεύονταν κάθε φορά ποσοστό 50% των πάσης φύσεως καταθέσεων της ενάγουσας για φορολογικές παραβάσεις. Ειδικότερα σύμφωνα με τα παραπάνω υπό στοιχεία α και β έγγραφα δεσμεύτηκαν οι καταθέσεις της ενάγουσας επειδή αυτή ήταν εν τοις πράγμασι η ασκούσα τη δραστηριότητα των ατομικών επιχειρήσεων "................. ............." και "Ν. Σ. του Ε." αντίστοιχα, οι οποίες εξέδωσαν εικονικά φορολογικά στοιχεία, η συνολική αξία των οποίων αντίστοιχα υπερβαίνει το όρια του ε` εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του Η. 2523/1997, όπως αυτό προστέθηκε με την παράγραφο 6 του άρθρου 16 του ν. 2992/2002, δηλαδή το ποσό των 150.000 ευρώ, όπως αυτό διαπιστώθηκε με δύο ειδικές εκθέσεις ελέγχου του ΣΔΟΕ Κεντρικής Μακεδονίας, ενώ σύμφωνα με το παραπάνω υπό στοιχείο γ έγγραφο, επειδή η ενάγουσα κατά τη χρήση 9.7.1996 έως 31.12.1997 έλαβε εικονικά φορολογικά στοιχεία η συνολική καθαρή αξία των οποίων υπερβαίνει τα όρια του ως άνω ε` εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του Ν. 2523/1997, όπως αυτό προστέθηκε με την παράγραφο 6 του άρθρου 16 του ν. 2992/2002, όπως αυτό διαπιστώθηκε με ειδική έκθεση ελέγχου του Εθνικού Ελεγκτικού Κέντρου (βλ. τα παραπάνω προσκομιζόμενα και επικαλούμενα σχετικά έγγραφα). Οι παραπάνω δεσμεύσεις των δύο επίδικων λογαριασμών της ενάγουσας στην εναγόμενη Τράπεζα επιβλήθηκαν για ποσοστό 50% κάθε φορά και ως εκ τούτου καταλαμβάνουν το σύνολο της κατάθεσης της ενάγουσας, αφού στο νόμο (άρθρο 14 του Ν. 2523/1997) δεν γίνεται περιορισμός- ανωτάτου ορίου σε περίπτωση περισσοτέρων της μίας εκθέσεων ελέγχου, όπως εν προκειμένω, παρά τα αντίθετα με το σχετικό τρίτο λόγο της εφέσεως υποστηριζόμενα. Περαιτέρω μέχρι σήμερα δεν προέκυψε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο ότι οι προαναφερθείσες δεσμεύσεις έχουν αρθεί. Η άρνηση επομένως της εναγομένης να αποδώσει το ποσό της κατάθεσης των επιδίκων λογαριασμών και μετά την κοινοποίηση της άρσεως των περιορισμών του παραπάνω βουλεύματος, βάσει των αρχών της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, ήταν σύμφωνη με τις υποχρεώσεις της που απέρρεαν από τη σύμβαση κατάθεσης, απορριπτομένου του σχετικού τελευταίου λόγου της εφέσεως ως ουσία αβασίμου.

Επομένως μετά από όσα αποδείχθηκαν και αναφέρθηκαν παραπάνω το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά εφήρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και απέρριψε την αγωγή ως κατ` ουσίαν αβάσιμη, αφού δέχθηκε ως ουσία βάσιμη την ένσταση της εναγομένης από το άρθρο 14 του ν. 2523/1997.

Συνεπώς η έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της ως αβάσιμη κατ` ουσίαν ...". Όπως γίνεται φανερό από τις ως άνω παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Εφετείο απέρριψε την ένδικη αγωγή δια της παραδοχής ως βασίμων των ισχυρισμών της αναιρεσίβλητης - εναγομένης σχετικά με το ότι η άρνηση αυτής για την καταβολή του υπολοίπου του επίμαχου τραπεζικού λογαριασμού, ήταν δικαιολογημένη. Δεν παρείδε συνεπώς τους λόγους της εφέσεως της αναιρεσείουσας δια των οποίων αυτή, επαναφέρουσα πρωτοδίκως υποβληθέντας ισχυρισμούς, ζητούσε την εξαφάνιση της πρωτοβάθμιας απόφασης και την αποδοχή της αγωγής, για τον λόγο ότι η αναιρεσίβλητη υπαιτίως δεν της κατέβαλε το υπόλοιπο των ως άνω τραπεζικών λογαριασμών. Υπό τα δεδομένα αυτά οι διαλαμβανόμενοι λόγοι αναιρέσεως στους δεύτερο και τρίτο λόγους της αιτήσεως, από τον αριθ. 8 περ. β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο βάλλεται η απόφαση του Εφετείου για μη λήψη του υπό μορφή παραπόνου κατά της πρωτοβάθμιας αποφάσεως ως άνω λόγων της εφέσεως που είχε ασκηθεί από την αναιρεσείουσα, είναι απορριπτέοι, ως αβάσιμοι. Εξάλλου το Εφετείο με τις κρίσεις του αυτές, στις οποίες στήριξε την απόρριψη της αγωγής ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 827, 829, 830, 200 και 288 του Α.Κ., ως και του άρθρου 14 του ν. 2523/1997, με τις διατάξεις του οποίου δεν γίνεται περιορισμός ως προς το ποσοστό δεσμεύσεως, σε περίπτωση περισσοτέρων φορολογικών παραβάσεων, που διαπράττονται σε διαφορετικό χρόνο και βεβαιώνονται με περισσότερες της μίας εκθέσεως ελέγχου, περαιτέρω δε το δικαστήριο αυτό της ουσίας διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον έλεγχο της υπαγωγής των γενομένων δεκτών πραγματικών περιστατικών στους κατά τα άνω εφαρμοστέους κανόνες δικαίου, ως προς τα ανωτέρω ζητήματα. Κατ` ακολουθίαν οι περί του αντιθέτου λόγοι αναιρέσεως, όπως διαλαμβάνονται στους δεύτερο και τέταρτο λόγους αναιρέσεως από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Άλλωστε, και ασχέτως των ανωτέρω, οι διαλαμβανόμενες στους δεύτερο και τρίτο λόγο αναιρέσεως αιτιάσεις, από τους αριθ. 1, 8 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση του άρθρου 14 του ν. 2523/1997, απαραδέκτως προβάλλονται, διότι οι ως άνω κρίσεις του Εφετείου είναι πλεοναστικές και δεν στηρίζουν το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το οποίο επαρκώς στηρίζεται στην κρίση ότι, η μη απόδοση του υπολοίπου των εν λόγω τραπεζικών λογαριασμών οφείλετο στην αμφισβήτηση που είχε δημιουργηθεί ως προς την νόμιμη εκπροσώπηση της αναιρεσείουσας, δια των ως άνω εκκαθαριστών. Τέλος ο δεύτερος, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η από τον αριθ. 11 περ. γ του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ πλημμέλεια της μη λήψεως υπόψη της 1362/2008 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία κρίθηκε, κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, ότι η δέσμευση των καταθέσεων ισχύει μόνο για το 50% αυτών (καταθέσεων), είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι η απόφαση αυτή, της οποίας εγένετο επίκληση προς ενίσχυση των νομικών επιχειρημάτων της αναιρεσείουσας και όχι προς απόδειξη κάποιου κρίσιμου γεγονότος, δεν αποτελεί αποδεικτικό μέσο, κατά την έννοια των 339 και 432 επ. ΚΠολΔ. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως εξ` ολοκλήρου.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 24.12.2009 αίτηση αναίρεσης της υπό εκκαθάριση ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ".....................................", για αναίρεση της 2204/2009 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Και

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2013.

Και

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Μαρτίου 2013.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ