24.4.14

ΕφΛαρίσης 59/2013: Σύμβαση εμπορικής συνεργασίας-Έκτακτη καταγγελία


Σύμβαση εμπορικής συνεργασίας - Σύμβαση δικαιόχρησης - Πρατήριο καυσίμων - Χρησιδάνειο - Έκτακτη καταγγελία - Απόδοση χρησιδανεισθέντος - Σήμα - Σύμβαση δικαιόχρησης (franchising) -. Σύμβαση εμπορικής συνεργασίας δεκαετούς διάρκειας μεταξύ της ενάγουσας, εμπόρου πετρελαιοειδών που τα πωλεί στο καταναλωτικό κοινό μέσω πρατηρίων της ιδίας ή τρίτων, και του εναγομένου που ανέλαβε την υποχρέωση να προμηθεύεται αποκλειστικά από αυτή καύσιμα και να τα μεταπωλεί μέσω του ένδικου πρατηρίου που του χρησιδάνεισε η μισθώτρια ενάγουσα. Παραχώρηση από την ενάγουσα και του δικαιώματος εκμετάλλευσης των σημάτων και της τεχνογνωσίας της, ο δε εναγόμενος έπρεπε να συμμορφώνεται με το υποδεικνυόμενο από αυτήν σύστημα οργάνωσης και λειτουργίας του πρατηρίου. Ενόψει της αποκλειστικής προμήθειας των προϊόντων από την ενάγουσα και την υπαγωγή του εναγομένου στις διαχειριστικές και οργανωτικές αποφάσεις της, η εν λόγω σύμβαση - πλαίσιο συνιστά σύμβαση δικαιόχρησης (franchising διανομής). Καταγγελία του χρησιδανείου, ως παρεπόμενης σύμβασης, κατόπιν λύσης της κύριας σύμβασης εμπορικής συνεργασίας. Η λύση αυτή συνιστά σπουδαίο λόγο για την έκτακτη καταγγελία του οικονομικά εξαρτημένου χρησιδανείου, διό η καταγγελία επέφερε άμεση λύση του, με υποχρέωση απόδοσης του πρατηρίου σε εύλογο διάστημα, μη υπερβαίνον κατά την καλή πίστη τις 30 ημέρες. Μη απόδειξη ανάκλησης της καταγγελίας εκ μόνης της προμήθειας του εναγομένου με καύσιμα από την ενάγουσα.

www.moustakaslaw.com


59/2013 

Η υπό κρίση από 23-1-2012 (αριθμ. κατ. 4/24-1-2012) έφεση της πρωτοδίκως ηττηθείσας ενάγουσας κατά του εναγομένου και ήδη εφεσίβλητου, η οποία στρέφεται κατά της υπ' αρ. 50/2011 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, το οποίο δίκασε τη διαφορά αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα με την κατάθεση του δικογράφου στην γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και εμπρόθεσμα (άρθρα 499, 500, 511, 513, 516, 517, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ) αφού από το φάκελο της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης και πάροδος της προθεσμίας προς άσκηση έφεσης, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ότι έλαβε χώρα επίδοση αυτής, ενώ από τη δημοσίευση της απόφασης (30-6-2011) έως την άσκηση (κατάθεση) της έφεσης (24-1-2012) δεν παρήλθε τριετία. Επομένως, αρμοδίως φερομένη προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ) πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια διαδικασία.
    Με την από 10-12-2009 αγωγή της η ενάγουσα ιστορούσε ότι με τον εναγόμενο κατάρτισε αρχικά σύμβαση εμπορικής συνεργασίας βάσει της οποίας ο τελευταίος διέθετε τα προϊόντα της (πετρελαιοειδή και χημικά) σε τρίτους και στη συνέχεια σύμβαση χρησιδανείου δυνάμει της οποίας του παρέδωσε κατά χρήση άνευ ανταλλάγματος το περιγραφόμενο λεπτομερώς στην αγωγή πρατήριο υγρών καυσίμων, του οποίου η ίδια ήταν μισθώτρια. Ότι παρά την εκ μέρους της καταγγελία αμφοτέρων των συμβάσεων και τη συνεπεία αυτών λύση των άνω συμβάσεων ο εναγόμενος αντιποιείται την κατοχή της επί του άνω πρατηρίου, αρνούμενος την απόδοσή του σ' αυτήν, και αποβάλλοντας την με τον τρόπο αυτό από την κατοχή της επ' αυτού. Ζητούσε δε α) να αναγνωρισθεί κάτοχος του επιδίκου ακινήτου β) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της αποδώσει την κατοχή αυτού με την απειλή χρηματικής ποινής και γ) να απαγορευθεί κάθε μελλοντική διατάραξη της κατοχής της στο επίδικο. Επί της αγωγής αυτής συζητήσεως γενομένης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία αφού απορρίφθηκε ως μη νόμιμη η αγωγή όσον αφορά τα αιτήματα της απειλής χρηματικής ποινής και της απαγόρευσης μελλοντικών διαταρακτικών της κατοχής της ενάγουσας ενεργειών απορρίφθηκε κατά τα λοιπά ως ουσία αβάσιμη η αγωγή. Κατά της αποφάσεως αυτής και ειδικότερα κατά το μέρος που απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμη η αγωγή παραπονείται τώρα με την ένδικη έφεσή της η εκκαλούσα για τους σ' αυτήν αναφερόμενους λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή της.
    Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα της ενάγουσας, που εξετάσθηκε νομότυπα στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, όλων των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως είτε προς άμεσο απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς όμως, η ρητή αναφορά ορισμένων εξ' αυτών να προσδίδει σ' αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη εν σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως (ΑΠ 1068/2002 Αρχ. Ν. 2004 70, ΑΠ 1628/2003 Δνη 45 723) και σε συνδυασμό και με τα διδάγματα κοινής πείρας και λογικής που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ασχολείται με την εμπορία πετρελαιοειδών που πωλεί στο καταναλωτικό κοινό μέσω πρατηρίων που ανήκουν στην ιδιοκτησία της ή στην ιδιοκτησία ή κατοχή τρίτων. Στο πλαίσιο της παραπάνω εμπορικής δραστηριότητάς της η εκκαλούσα είχε συνάψει με τον εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο την από 21.10.93 έγγραφη σύμβαση εμπορικής συνεργασίας η οποία λύθηκε στις 24.10.1995 και αυθημερόν συνήφθη μεταξύ τους νέα έγγραφη σύμβαση εμπορικής συνεργασίας. Με βάση την σύμβαση αυτή ο εφεσίβλητος ανέλαβε μεταξύ άλλων την υποχρέωση να προμηθεύεται αποκλειστικά από την εκκαλούσα υγρά καύσιμα και λιπαντικά και να μεταπωλεί σε τρίτους μέσω του πρατηρίου που διατηρεί επί των οδών Μ. και Γ. στην Κ. τις προσδιοριζόμενες ανά είδος προϊόντος στη σύμβαση ποσότητες. Η εκκαλούσα παραχώρησε στον εφεσίβλητο την χρήση των μηχανημάτων, δεξαμενών και κινητού εξοπλισμού που η ίδια τοποθέτησε στο πρατήριο του εφεσίβλητου. Επιπλέον, παραχώρησε το δικαίωμα εκμετάλλευσης των σημάτων της και της τεχνογνωσίας της στον εφεσίβλητο, ο οποίος ανέλαβε την υποχρέωση να συμμορφώνεται με το εκάστοτε υποδεικνυόμενο από αυτήν σύστημα οργάνωσης και τρόπο λειτουργίας του πρατηρίου του, ώστε να επιτυγχάνεται η ομοιομορφία του εν λόγω συστήματος και η παροχή εκ μέρους του υψηλής ποιότητας υπηρεσιών. Επίσης παρασχέθηκε σε καθένα από τα μέρη το δικαίωμα να καταγγείλει την σύμβαση αμέσως σε περίπτωση παραβάσεως ή μη ακριβούς τηρήσεως οποιουδήποτε όρου εκ μέρους του αντισυμβαλλομένου του. Η σύμβαση συνομολογήθηκε για χρονικό διάστημα δέκα ετών. Με βάση το παραπάνω πλέγμα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων και ιδίως της αποκλειστικής προμήθειας εκ μέρους του εφεσίβλητου των προϊόντων του από την εκκαλούσα και την υπαγωγή του στις διαχειριστικές και οργανωτικές αποφάσεις της εκκαλούσας προκύπτει ότι η ως άνω μεταξύ τους συναφθείσα σύμβαση - πλαίσιο έχει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της σύμβασης δικαιόχρησης (franchising διανομής). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η σύμβαση μισθώσεως που είχε συναφθεί στις 1.10.92 μεταξύ των συνιδιοκτητών του κείμενου στην Κ. οικοπέδου μετά των επ' αυτού κτιριακών εγκαταστάσεων του άνω πρατηρίου υγρών καυσίμων Α.Π. και Δ. Π. και του εφεσίβλητου λύθηκε στις 22.11.2004 με το αυθημερόν καταρτισθέν ιδιωτικό συμφωνητικό. Ταυτόχρονα με την λύση της μισθώσεως ο εφεσίβλητος παρέδωσε την κατοχή του μισθίου στους εκμισθωτές. Ακολούθως με το από 16.12.2004 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως η εκκαλούσα μίσθωσε από τους άνω συνιδιοκτήτες τις κτιριακές εγκαταστάσεις του άνω πρατηρίου υγρών καυσίμων για χρονικό διάστημα δώδεκα ετών, ήτοι από 1.12.2004 έως 31.11.2014. Την 1.12.2004 η εκκαλούσα παραχώρησε ατύπως στον εφεσίβλητο χωρίς αντάλλαγμα την χρήση του οικοπέδου μετά των επ' αυτού εγκαταστάσεων του πρατηρίου για αόριστο χρονικό διάστημα, προκειμένου να συνεχιστεί η λειτουργία της μεταξύ τους σύμβασης εμπορικής συνεργασίας. Η εκκαλούσα με την από 15.3.2007 έγγραφη δήλωση καταγγελίας που επέδωσε στον εφεσίβλητο στις 19.3.2007 κατήγγειλε την άνω σύμβαση εμπορικής συνεργασίας και ζήτησε την απόδοση της κατοχής του πρατηρίου εντός είκοσι η μερών. Η εκκαλούσα επικαλέστηκε ως λόγο καταγγελίας την θέλησή της να ιδιοχρησιμοποιήσει το παραπάνω μίσθιο πρατήριο στο πλαίσιο του ν. 3054/2002 που επιτρέπει στις εταιρείες πετρελαιοειδών να προβαίνουν σε άσκηση λιανικής εμπορίας. Η άνω καταγγελία δεν επέφερε αμέσως τα αποτελέσματά της και η σύμβαση εμπορικής συνεργασίας λύθηκε, σε κάθε περίπτωση μετά την πάροδο εξαμήνου από της επιδόσεως του εξωδίκου, ήτοι στις 19.9.2007. Ακολούθως η εκκαλούσα με την από 13.3.2008 εξώδικη καταγγελία της που επέδωσε στον καθού στις 24.3.2008 κατήγγειλε την ως άνω σύμβαση χρησιδανείου με αντικείμενο τις κτιριακές εγκαταστάσεις του πρατηρίου και κάλεσε τον καθού εντός δύο ημερών να παραδώσει την κατοχή του ως άνω πρατηρίου. Επειδή η σύμβαση αυτή τελεί, όπως εκτέθηκε, σε νομική ενότητα με την ήδη λυθείσα σύμβαση εμπορικής και συνακόλουθα η εκπλήρωση της τελευταίας σύμβασης αποτελεί δικαιοπρακτικό θεμέλιο της σύμβασης χρησιδανείου, η καταγγελία αυτή επέφερε την άμεση λύση της σύμβασης χρησιδανείου. Ως εκ τούτου ο εφεσίβλητος είχε υποχρέωση εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος από της επιδόσεως της καταγγελίας, το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη τις 30 ημέρες, να παραδώσει το πρατήριο στην εκκαλούσα. Εντούτοις αρνούνταν να το πράξει, χωρίς όμως να προβάλλει κάποιο λόγο ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εμπορικής συνεργασίας η λύση της οποίας συνιστά ασφαλώς σπουδαίο λόγο για την έκτακτη καταγγελία της οικονομικά εξαρτημένης σύμβασης χρησιδανείου. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι και μετά τη λύση των άνω συμβάσεων και έως την συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου η εκκαλούσα εξακολούθησε να καταβάλλει το μίσθωμα στους εκμισθωτές στα πλαίσια της ανειλημμένης υποχρεώσεως της με βάση την από 16-12-2004 σύμβαση μισθώσεως διάρκειας έως 30-11-2014 και να προμηθεύει τον εφεσίβλητο με καύσιμα τα οποία ο ίδιος μεταπωλούσε σε τρίτους σύμφωνα με την εκ του νόμου απορρέουσα υποχρέωσή της εφόσον εξακολουθούσε να διατηρεί τα σήματά της στο άνω πρατήριο. (βλ. ΥΑ A3 /511/1995 (ΦΕΚ Β 446/1995) και ΥΑ A3 /5262/2004 (ΦΕΚ Β 1572/2004) στην πρώτη των οποίων ρητά αναφέρεται ότι «κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την καταγγελία της σύμβασης μέχρι την αφαίρεση των σημάτων της εταιρίας από το πρατήριο η εταιρία εξακολουθεί να έχει την υποχρέωση του ομαλού εφοδιασμού του πρατηρίου σύμφωνα με την μεταξύ τους σύμβαση που καταγγέλθηκε» (άρθρο μόνο παρ. 4.3) ενώ σύμφωνα με τη δεύτερη «κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την καταγγελία της σύμβασης μέχρι την αφαίρεση των σημάτων της εταιρίας από το πρατήριο, την ευθύνη για την ποιότητα και ποσότητα των πωλουμένων προϊόντων φέρουν από κοινού ο κάτοχος της άδειας λιανικής εμπορίας πρατηριούχος και η προμηθεύτρια εταιρία» (άρθρο μόνο 5.3). Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η εκκαλούσα και πριν την έγερση της ένδικης από 10-12-2009 αγωγής άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών την από 17-4-2008 αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων με την οποία ζητούσε την απόδοση της κατοχής του άνω πρατηρίου. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η 5313/2008 απόφαση του άνω δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση κατά της οποίας η εκκαλούσα άσκησε την από 14-10-2008 έφεσή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών το οποίο με την 5608/16-6-2009 απόφασή του εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και παρέπεμψε την υπόθεση στο Ειρηνοδικείο Καρδίτσας. Επομένως ενόψει των ανωτέρω ουδόλως συνάγεται από μόνη την προμήθεια του εφεσιβλήτου με καύσιμα από την εκκαλούσα ότι έγινε ανάκληση της άνω καταγγελίας εκ μέρους της εκκαλούσας η ότι καταρτίστηκε νέα σύμβαση χρησιδανείου η οποία να δικαιολογεί την εξακολούθηση της χρήσης από τον εφεσίβλητο του επιδίκου πρατηρίου. Με βάση τα δεδομένα αυτά η άρνηση του καθού να παραδώσει το πρατήριο δεν είναι εύλογη αλλά αντιθέτως αστήρικτη και συνεπώς αντιποιείται την κατοχή της εκκαλούσας.
    Ενόψει των όσων προεκτέθηκαν η ένδικη αγωγή ελέγχεται βάσιμη καθώς αποδείχθηκαν τα πραγματικά περιστατικά που τη θεμελιώνουν. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι δεν υφίσταται αντιποίηση της κατοχής της ενάγουσας από τον εναγόμενο και στη συνέχεια απέρριψε την αγωγή έσφαλλε στην εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων που τέθηκαν υπό κρίση του και πρέπει οι σχετικοί λόγοι της εφέσεως και αυτή στο σύνολο της να γίνουν δεκτοί ως κατ' ουσίαν αβάσιμοι, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, στη συνέχεια αφού κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο (αρθρ. 535 παρ. 1 ΚπολΔ), να γίνει δεκτή η αγωγή ως ουσία βάσιμη να αναγνωρισθεί η ενάγουσα κάτοχος του επιδίκου πρατηρίου μετά των επ' αυτού κτιριακών κτισμάτων, λοιπών συστατικών, παραρτημάτων και εμπηγμένου στο έδαφος εξοπλισμού και να υποχρεωθεί η εναγομένη να της το αποδώσει. Τέλος τα δικαστικά έξοδα των εκκαλούντων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εφεσίβλητου, λόγω της ήττας του (άρθρα 183, 176 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσης.