24.4.14

ΕφΑθ 2932/2012: Σύμβαση εμπορικής συνεργασίας - Άκυρη δικαιοπραξία - Αισχροκέρδεια


Σύμβαση εμπορικής συνεργασίας - Προμήθεια καυσίμων - Άκυρη δικαιοπραξία - Αισχροκερδής δικαιοπραξία - Δυσαναλογία παροχής-αντιπαροχής - Αντισυμβατική συμπεριφορά - Εκμετάλλευση - Ποινική ρήτρα -. Φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής είναι αυτή που υποπίπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου και η οποία υπερβαίνει το μέτρο, κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως θεμιτό να αποκομίζει ο ένας, όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου με ζημία του άλλου. Η δυσαναλογία των παροχών κρίνεται με βάση το χρόνο καταρτίσεως της δικαιοπραξίας και αποτελεί νομική έννοια, η εξειδίκευση της οποίας από το δικαστήριο της ουσίας ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Εκμετάλλευση υπάρχει όταν αυτός που γνωρίζει την κατάσταση του αντισυμβαλλομένου του (ανάγκη, κουφότητα, απειρία) επωφελείται και με κατάλληλο χειρισμό επιτυγχάνει προφανώς μειωμένη αντιπαροχή. Στην προκειμένη, αποδείχτηκε ότι η εν λόγω σύμβαση καταρτίστηκε κατόπιν διαπραγμάτευσης μεταξύ των μερών και υπογράφηκε από τους εναγομένους, αφού διάβασαν το περιεχόμενο της. Το γεγονός δε ότι αυτοί δεν κράτησαν αντίγραφα της συμβάσεως οφείλεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σε αμέλεια τους, ενώ οι ίδιοι δεν τήρησαν όλες τις συμβατικές τους υποχρεώσεις και δη δεν τήρησαν αυτές που αφορούν τη ρήτρα αποκλειστικότητας, τις ελάχιστες συμφωνηθείσες ποσότητες καυσίμων, τις δαπάνες εξωραϊσμού κλπ. Συνακόλουθα, δεν συντρέχει η έννοια της εκμετάλλευσης. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου η συμφωνηθείσα ποινική ρήτρα των 2 δρχ (0,059ε), ανά λίτρο υπολειπόμενου καυσίμου, δεν είναι δυσανάλογα μεγάλη, αφού ληφθούν υπόψη το μέγεθος της ποινής σε σύγκριση με την αξία της αντιπαροχής, το πταίσμα του πρώτου εναγομένου, η ωφέλεια αυτού από τη μη προσήκουσα εκπλήρωση της επίδικης υποχρέωσης του, το δικαιολογημένο συμφέρον της ενάγουσας, καθώς και η οικονομική κατάσταση των διαδίκων. Αβάσιμη έφεση στο σύνολό της.

www.moustakaslaw.com


Αριθμός Απόφασης 2932/2012 

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ 

ΤΜΗΜΑ 13ο 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ευγενία Προγάκη, Πρόεδρο Εφετών, Παρασκευή Καλαϊτζή, Μερόπη Πουλάκη - Κυριακίδου - Εισηγήτρια, Εφέτες, και από τον Γραμματέα Πέτρο Δελατόλα.
    Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 26 Ιανουαρίου 2012 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
    ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) Γ. Κ. του Ο., κατοίκου ….. Θηβών Βοιωτίας, …..χλμ. Εθνικής οδού Αθηνών - Λαμίας, και 2) Ο. Κ. του Γ., κατοίκου Γλυφάδας Αττικής, οδός . αριθμ. …., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ. από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, Ιωάννη Σ. Σπυριδάκη.
    ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΚΜΟΙΛ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΩΝ Α.Ε.» και τον διακριτικό τίτλο «KMOIL Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (Λεωφ, …. αριθμ. …) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Μενέλαο Μιχ. Καρπαθάκη.
    Η ενάγουσα εταιρία με την επωνυμία «ΚΜΟΙΛ Α.Ε. Πετρελαιοειδών» και ήδη εφεσίβλητη, με την από 20ής Ιουνίου 2006 αγωγή της προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό 7254/2006, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ’ αυτήν.
    Το Δικαστήριο εκείνο, δικάζοντας αντιμολία των διαδίκων, εξέδωσε την υπ’ αριθμόν 5202/2008 οριστική του απόφαση, με την οποία, αφού απέρριψε ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
    Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι τότε εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες, με την από 25ης Μαΐου 2009 έφεσή τους προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό 5059/2009, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε αρχικώς η 2α Ιουνίου 2011 (Τμήμα 16ο, πινάκιο 6) και έπειτα από αναβολή αυτής η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας (Τμήμα 13ο).
    Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου (αριθμός πινακίου 79) και συζητήθηκε.
    Ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων, Ιωάννης Σπυριδάκης, κατέθεσε εμπρόθεσμα τις προτάσεις του και παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης, Μενέλαος Καρπαθάκης, αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.
    ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 25-5-2009 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 5202/2008 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δίκασε αντιμολία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα στις 27-4-2009 (βλ. τη σχετική επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Θηβών Σ. Κ. σε προσκομιζόμενο αντίγραφο της προσβαλλόμενης απόφασης), η δε έφεση ασκήθηκε στις 26-5-2009 (άρθρ. 511, 513, 516, 517, 518 παρ.1, 520 παρ.1 και 19 του ΚΠολΔ). Επομένως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια τακτική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
    Με την από 20-6-2006 αγωγή της, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εταιρεία εξέθετε (κατ’ ορθή εκτίμηση του σχετικού δικογράφου) τα πιο κάτω: Ότι μεταξύ αυτής και του πρώτου εναγομένου συνήφθη η από 5-2-2001 σύμβαση εμπορικής συνεργασίας για τη λειτουργία πρατηρίου πώλησης καυσίμων, η οποία έληξε πρόωρα στις 22-9-2003. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος συμβλήθηκε στην ως άνω σύμβαση ως εγγυητής. Ότι με όρο της ως άνω σύμβασης, ο πρώτος εναγόμενος συμφώνησε να διαθέτει στο πρατήριο του αποκλειστικά καύσιμα που θα προμηθευόταν από την ίδια, στις ελάχιστες ποσότητες που καθορίστηκαν στη σύμβαση, σε περίπτωση δε παράβασης του εν λόγω όρου συμφωνήθηκε η κατάπτωση υπέρ αυτής ποινικής ρήτρας ύψους 2 δραχμών ή το ισόποσο σε ευρώ, για κάθε λίτρο υπολειπόμενου καυσίμου. Ότι επίσης συμφωνήθηκε, σε περίπτωση πρόωρης λήξης της συμβάσεως, ο πρώτος εναγόμενος να βαρύνεται με τα έξοδα εξωραϊσμού του πρατηρίου, καθώς και με τα έξοδα μεταφοράς των χρησιδανεισθέντων υλικών στις εγκαταστάσεις της ενάγουσας. Εκθέτοντας δε ότι ο πρώτος εναγόμενος, κατά τη διάρκεια της συμβατικής τους σχέσης παρέβη την υποχρέωση του περί προμήθειας των συμφωνηθέντων ελάχιστων ποσοτήτων καυσίμων, ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρο, να της καταβάλουν, νομιμοτόκως, το συνολικό ποσό των 30.962,09 ευρώ αφενός μεν για καταπεσούσα ποινική ρήτρα, λόγω παράβασης της ως άνω συμβατικής υποχρέωσης και αφετέρου για τα έξοδα εξωραϊσμού και μεταφοράς των υλικών του πρατηρίου, μετά την πρόωρη λήξη της σύμβασης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση του δέχτηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε τους εναγομένους να καταβάλουν, εις ολόκληρο ο καθένας, στην ενάγουσα εταιρεία το ποσό των 17.662,46 ευρώ, με το νόμιμο τόκο για μεν το ποσό των 2.347,76 ευρώ, από 23-9-2003, για δε το υπόλοιπο ποσό από την επίδοση της αγωγής. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται τώρα οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες με την κρινόμενη έφεσή τους, για τους αναφερόμενους σ’ αυτή λόγους και ζητούν την εξαφάνιση της, προκειμένου να απορριφθεί εξ ολοκλήρου η αγωγή.
    Οι εκκαλούντες με το δεύτερο λόγο έφεσης τους ισχυρίζονται ότι η υπό κρίση αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη, γιατί δεν εκτίθενται σ’ αυτή λεπτομερώς, ανά τιμολόγιο, οι πωληθείσες στον πρώτο εναγόμενο ποσότητες καυσίμων. Ο λόγος αυτός κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος. Και κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, η υπό "κρίση αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, κατά τα αρθρ. 111 παρ. 2, 118 αριθ. 4 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, καθόσον εκτίθενται σ’ αυτή οι συμφωνηθείσες ελάχιστες ποσότητες ανά κατηγορία καυσίμων που όφειλε να προμηθεύεται ο πρώτος εναγόμενος, οι ποσότητες που πράγματι προμηθεύτηκε ανά μήνα ή ανά έτος (προκειμένου περί του πετρελαίου θέρμανσης), καθώς και το ποσό της συμφωνηθείσας ποινικής ρήτρας. Δεν χρειαζόταν δε να εκτίθενται επιπλέον λεπτομερώς και τα τιμολόγια πωλήσεως των ποσοτήτων καυσίμων που προμηθεύτηκε ο πρώτος εναγόμενος.
    Κατά το άρθρο 179 του ΑΚ "άκυρη, ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη είναι ιδίως η δικαιοπραξία, με την οποία δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου ή η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο για κάποια παροχή περιουσιακά ωφελήματα που κατά τις περιστάσεις βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή". Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό και προς εκείνες των άρθρων 174, 178 και 180 του ΑΚ συνάγεται ότι για να θεωρηθεί μια ενοχική ή εμπράγματη δικαιοπραξία ως αισχροκερδής (ή καταπλεονεκτική) και σαν τέτοια άκυρη, πρέπει να συντρέχουν αθροιστικώς οι εξής προϋποθέσεις: 1) η ύπαρξη φανερής δυσαναλογίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής που αναφέρεται στην αντικειμενικώς εκτιμώμενη οικονομική αξία αυτών κατά το χρόνο καταρτίσεως της δικαιοπραξίας, 2) η συνδρομή ανάγκης, κουφότητας ή απειρίας του αντισυμβαλλομένου και 3) η εκμετάλλευση από το συμβαλλόμενο μίας ή περισσότερων από τις ως άνω καταστάσεις του αντισυμβαλλομένου που ήταν γνωστές σ' αυτόν. Ως "ανάγκη" νοείται, εκτός άλλων και η οικονομική, η οποία έχει χαρακτήρα επιτακτικό και ανεπίδεκτο αναβολής, ανεξαρτήτως αν είναι φύσεως παροδικής ή μόνιμη, ως "κουφότητα" νοείται η ολιγωρία (αδιαφορία), εξαιτίας της οποίας δεν δύναται ο συμβαλλόμενος να εκτιμήσει τις συνέπειες και τη σημασία της πράξης του και τέλος ως "απειρία" νοείται η έλλειψη της πείρας για τη ζωή και για τις συναλλαγές γενικώς ή έστω και ορισμένη κατηγορία συναλλαγών. Ειδικότερα φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής είναι αυτή που υποπίπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου και η οποία υπερβαίνει το μέτρο, κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως θεμιτό να αποκομίζει ο ένας, όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου με ζημία του άλλου. Η δυσαναλογία των παροχών κρίνεται με βάση το χρόνο καταρτίσεως της δικαιοπραξίας και αποτελεί νομική έννοια, η εξειδίκευση της οποίας από το δικαστήριο της ουσίας ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Εξάλλου εκμετάλλευση υπάρχει όταν αυτός που γνωρίζει την ως άνω κατάσταση του αντισυμβαλλομένου του (ανάγκη, κουφότητα, απειρία) επωφελείται και με κατάλληλο χειρισμό επιτυγχάνει προφανώς μειωμένη αντιπαροχή (βλ. και ΑΠ 890/2011, ΑΠ 1118/2011 Δημοσίευση «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 80/2010 ΕλλΔνη 2011-429).
    Στην προκειμένη περίπτωση από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα από την πλευρά της ενάγουσας, καθώς και της χωρίς όρκο εξέτασης του δεύτερου εναγομένου που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως αυτού, καθώς και των εγγράφων που νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι με τις προτάσεις τους ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια αποδεικνύονται τα πιο κάτω, όσον αφορά το τμήμα της επίδικης υπόθεσης που μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο: Με το από 5-2-2001 ιδιωτικό συμφωνητικό, και τα δύο παραρτήματα του (με στοιχ. Α και Β), καταρτίστηκε εγγράφως σύμβαση εμπορικής συνεργασίας μεταξύ της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης (εφεξής ενάγουσας) εταιρείας και του πρώτου εναγομένου και ήδη εκκαλούντος (εφεξής εναγομένου). Σύμφωνα με την εν λόγω σύμβαση, που ήταν διάρκειας πέντε ετών, η ανωτέρω εταιρεία ανέλαβε την υποχρέωση να προμηθεύει τον ανωτέρω εναγόμενο, για το χρονικό διάστημα από 20-2-2001 έως 19-2-2006, καύσιμα και λιπαντικά, προκειμένου να λειτουργεί αυτός, υπό το σήμα και αποκλειστικά με τα προϊόντα της εταιρείας, το πρατήριο του υγρών καυσίμων που βρίσκεται στο .... Βοιωτίας. Με τη σύμβαση αυτή, στην οποία συμβλήθηκε εγγράφως και ο δεύτερος εναγόμενος ως εγγυητής, παραιτούμενος μάλιστα από την ένσταση διζήσεως, ανέλαβαν την υποχρέωση ο μεν πρώτος εναγόμενος να προμηθεύεται κατ’ ελάχιστο όριο 35.000 λίτρα βενζίνης μηνιαίως, 35.000 λίτρα πετρελαίου κίνησης μηνιαίως και 300.000 λίτρα πετρελαίου θέρμανσης ετησίως, η δε ενάγουσα εταιρεία να προβεί σε εργασίες εξωραϊσμού του πρατηρίου και να τοποθετήσει σ’ αυτό τα πιο κάτω απαραίτητα για τη λειτουργία του κινητά πράγματα, για τα οποία καταρτίστηκε σύμβαση χρησιδανείου: 1) μια αντλία ηλεκτρονική δίδυμη SB 2362 Τ10, 2) δύο αντλίες SB 2362 Τ10 ηλεκτρονικές μονές, 3) ένα επιδαπέδιο πίνακα τιμών, 4) δύο μονοκόλωνα πλήρη, 5) ένα πίνακα τιμών επί του μονοκόλωνου, 6) ένα στέγαστρο 6X9 πλήρες, 7) τρεις φωτοσκάφες, 8) ένα τόξο εισόδου, 9) μια κολώνα φωτοσκάφης, 10) τρεις ιστούς σημαιών, 11) ένα μονοκόλωνο, 12) ένα σήμα ΚΜΟΪΑ, 13) τρεις χιλιομετρικές πινακίδες, 14) μια πλάκα 110X50 για επιμήκυνση μονοκόλωνου, 15) ένα πίνακα επιδαπέδιο πλήρη. Όσον αφορά μεν τις ως άνω εργασίες εξωραϊσμού και τα χρησιδανεισθέντα πράγματα, τα μέρη, με σχετικό όρο του παραρτήματος Β της επίδικης σύμβασης, συμφώνησαν τα πιο κάτω: «τα έξοδα για τις εργασίες εξωραϊσμού, βαφής και τοποθέτησης των ανωτέρω κινητών πραγμάτων, προϋπολογιζόμενα στο ποσό των οκτακοσίων χιλιάδων (800.000) δραχμών ή το ισόποσο σε ευρώ, θα καταβληθούν από την ΚΜΟΪΛ. Σε περίπτωση όμως που η σύμβαση λυθεί πρόωρα, κατόπιν καταγγελίας, είτε της ΚΜΟΪΛ, είτε του πρατηριούχου, ο πρατηριούχος υποχρεούται να καταβάλει στην ΚΜΟΪΛ ποσό αντίστοιχο με τα έξοδα αυτά, συν τα έξοδα αποξήλωσης τους και μεταφοράς τους στις αποθήκες της ΚΜΟΪΛ». Ως προς δε τον ανωτέρω όρο περί προμήθειας, εκ μέρους του πρατηριούχου, των προαναφερόμενων ελάχιστων ποσοτήτων καυσίμων, συμφωνήθηκε, μεταξύ των μερών, ποινική ρήτρα, για κάθε λίτρο υπολειπόμενου από τις ποσότητες αυτές καυσίμου, ύψους 2 δρχ. (0,0059 ευρώ). Οι εναγόμενοι με τον όγδοο λόγο έφεσης επαναφέρουν την υποβληθείσα και πρωτοδίκως ένσταση τους περί ακυρότητας της επίδικης συμβάσεως, λόγω αντίθεσης της προς τα χρηστά ήθη. Ειδικότερα αυτοί ισχυρίζονται ότι η αντίδικος τους εκμεταλλεύθηκε την απειρία τους και τους επέβαλε επαχθείς όρους, τους οποίους αυτοί αγνοούσαν. Η ένσταση αυτή, η οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί στα άρθρα 178 και 179 του ΑΚ, κρίνεται ουσιαστικά αβάσιμη. Από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχτηκε ότι συντρέχουν και μάλιστα αθροιστικά οι αναφερόμενες πιο πάνω, στη νομική σκέψη, προϋποθέσεις των ως άνω διατάξεων. Συγκεκριμένα α) δεν αποδείχτηκε ότι συντρέχει φανερή δυσαναλογία μεταξύ των συμφωνηθεισών παροχής και αντιπαροχής, ούτε ότι οι συμφωνηθείσες ελάχιστες ποσότητες καυσίμων ήταν δυσανάλογα μεγάλες σε σχέση με τη δυνατότητα του πρατηρίου, β) Δεν αποδείχτηκε επίσης ότι οι εναγόμενοι ήταν άπειροι στις συναλλαγές και μάλιστα στην εμπορία καυσίμων και ότι αυτοί αγνοούσαν τους όρους της επίδικης σύμβασης. Αντίθετα αποδείχτηκε ότι η εν λόγω σύμβαση καταρτίστηκε κατόπιν διαπραγμάτευσης μεταξύ των μερών και υπογράφηκε από τους εναγομένους, αφού διάβασαν το περιεχόμενο της. Το γεγονός δε ότι αυτοί δεν κράτησαν αντίγραφα της συμβάσεως οφείλεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σε αμέλεια τους. Ως προς την επικαλούμενη απειρία αποδείχτηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος ασχολείτο ήδη με την εμπορία και δη μεταπώληση καυσίμων σε επιχείρηση του που βρίσκεται στο Πέραμα Αττικής (λεωφ. ....αρ. ...), είχε μάλιστα προηγηθεί συνεργασία αυτού με την ενάγουσα. Ο δε δεύτερος, πατέρας του πρώτου, ο οποίος συμβλήθηκε στη σύμβαση ως εγγυητής, είχε μακροχρόνια πείρα στην εμπορία καυσίμων, γ) Μετά τα παραπάνω, και αφού δεν αποδείχτηκε ότι υπήρχε απειρία στους εναγομένους, συνακόλουθα δεν συντρέχει και η προϋπόθεση της εκμετάλλευσης αυτής (της απειρίας) από την ενάγουσα. Συνεπώς ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις η προσβαλλόμενη απόφαση που έκρινε τα ίδια, απορριπτομένου στο σημείο αυτό του ως άνω λόγου έφεσης.
    Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι η ενάγουσα εταιρεία προέβη, πράγματι, στις συμφωνηθείσες εργασίες εξωραϊσμού, καθώς και στην τοποθέτηση των ως άνω αναφερόμενων χρησιδανεισθέντων πραγμάτων στο πρατήριο (βλ. και τα υπ’ αριθ. 38/23-3-2001, 47/13-2-2001, 75/28-2-2001, 39/24-3-2001, 52/2-4-2001, 59/7-5-2001, 72/16-5-2001, 76/23-5-2001, 85/23-5-2001 και 103/12-6-2001 δελτία αποστολής της ανώνυμης εταιρείας «DOMIKAT» σε συνδυασμό με την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης). Στο σημείο αυτό πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο το πρώτο σκέλος του πέμπτου λόγου έφεσης, με το οποίο οι εκκαλούντες ισχυρίζονται, αβάσιμα, ότι η αντίδικος τους ουδέποτε πραγματοποίησε εργασίες εξωραϊσμού στο πρατήριο. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι η ένδικη συμβατική σχέση λειτούργησε μέχρι και τις 23-9-2003, οπότε επιδόθηκε στην ενάγουσα η από 25-8-2003 εξώδικη δήλωση του πρώτου εναγομένου, με την οποία αυτός, επικαλούμενος αντισυμβατική συμπεριφορά της αντιδίκου του, κατήγγειλε τη σύμβαση και κάλεσε την τελευταία να παραλάβει τα χρησιδανεισθέντα πράγματα, τα οποία αποξήλωσε από το πρατήριο του. Η ενάγουσα παρέλαβε, δια της εταιρείας «DOMIKAT», τα ως άνω πράγματα τη 17η-2-2004 και τα μετέφερε στις εγκαταστάσεις της. Για την αποκομιδή και μεταφορά των παραπάνω πραγμάτων κατέβαλε στην ως άνω εταιρεία («DOMIKAT») το συνολικό ποσό των 7.889,70 ευρώ (βλ. και το υπ’ αριθ. 234/2-3-2006 τιμολόγιο της εν λόγω εταιρείας). Η δαπάνη αυτή, σύμφωνα με τον ανωτέρω αναφερόμενο όρο του παραρτήματος Β της επίδικης σύμβασης, βαρύνει τον πρώτο εναγόμενο. Τον ίδιο επίσης βαρύνουν, δυνάμει του ως άνω όρου και τα από 800.000 δρχ, ήτοι 2.347,76 ευρώ, έξοδα εξωραϊσμού του πρατηρίου. Με το δεύτερο σκέλος του πέμπτου λόγου, καθώς και με τον έβδομο λόγο έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι, κατά την ορθή, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα χρηστά και συναλλακτικά ήθη, ερμηνεία του εν λόγω όρου, τα ως άνω έξοδα βαρύνουν την ενάγουσα, η οποία είναι υπαίτια για τη λύση της συμβάσεως. Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Ο επίδικος συμβατικός όρος είναι σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή προσφυγής στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται και πιο πάνω, κατά τον επίδικο όρο, τα εν λόγω έξοδα βαρύνουν τον πρώτο εναγόμενο σε περίπτωση πρόωρης λύσης της σύμβασης, είτε η καταγγελία έγινε από τον ίδιο, είτε από την ενάγουσα. Η ευθύνη αυτή δεν συνδέεται με την υπαιτιότητα. Σε κάθε δε περίπτωση, δεν αποδείχτηκε ότι η υπαιτιότητα, για την πρόωρη λύση της συμβάσεως, βαρύνει την ενάγουσα. Αντίθετα κρίνεται, κατά τα αναφερόμενα και πιο κάτω, ότι βαρύνει τον πρώτο εναγόμενο, ο οποίος παρέβη τη ρήτρα αποκλειστικότητας, καθώς και την υποχρέωση περί προμήθειας ελάχιστων ποσοτήτων καυσίμων. Ορθά λοιπόν εκτίμησε τις αποδείξεις η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία έκρινε τα ίδιά.
    Εξάλλου αποδείχτηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος παρέβη το 2ο όρο της επίδικης σύμβασης, σύμφωνα με τον οποίο αυτός όφειλε να προμηθεύεται υγρά καύσιμα αποκλειστικά από την ενάγουσα και μάλιστα στις ελάχιστες ποσότητες που αναφέρονται παραπάνω. Συγκεκριμένα αποδείχτηκε ότι αυτός, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, προμηθευόταν καύσιμα και από την εταιρεία «REVOIL», με την οποία, ήδη συνεργάζεται φανερά (βλ. και την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο), απορριπτομένου, στο σημείο αυτό του πρώτου λόγου έφεσης. Από δε την ενάγουσα, αντί των ελάχιστων συμφωνηθέντων ποσοτήτων των 35.000 λίτρων βενζίνης μηνιαίως και 35.000 λίτρων πετρελαίου κίνησης μηνιαίως, προμηθεύτηκε, κατά το ίδιο διάστημα, τις πιο κάτω ποσότητες καυσίμων: 1) τον Ιανουάριο του 2002, 25.287 λίτρα βενζίνης και 9.221 λίτρα ντήζελ (diesel) κίνησης, 2) το Φεβρουάριο.του 2002, 15690 λίτρα βενζίνης και 2.496 λίτρα diesel κίνησης, 3) το Μάρτιο του 2002, 26.980 λίτρα βενζίνης και 8.351 λίτρα diesel κίνησης, 4) τον Απρίλιο του 2002, 23.499 λίτρα βενζίνης και 6.371 λίτρα diesel κίνησης, 5) το Μάιο του 2002, 18.987 λίτρα βενζίνης και 10.612 λίτρα diesel κίνησης, 6) τον Ιούνιο του 2002, 30.062 λίτρα βενζίνης και 9.073 λίτρα diesel κίνησης, 7) τον Ιούλιο του 2002, 35.288 λίτρα βενζίνης και 13.610 λίτρα diesel κίνησης, 8) τον Αύγουστο του 2002, 32.659 λίτρα βενζίνης και 18.678 λίτρα diesel κίνησης, 9) το Σεπτέμβριο του 2002, 33.622 λίτρα βενζίνης και 20.300 λίτρα diesel κίνησης, 10) τον Οκτώβριο του 2002, 29.158 λίτρα βενζίνης και 20.724 λίτρα diesel κίνησης, 11) το Νοέμβριο του 2002, 31.345 λίτρα βενζίνης και 11.497 λίτρα diesel κίνησης, 12) το Δεκέμβριο του 2002, 25.221 λίτρα βενζίνης και 13.681 λίτρα diesel κίνησης, 13) τον Ιανουάριο του 2003, 28.226 λίτρα βενζίνης και 2.795 λίτρα diesel κίνησης, 14) το Φεβρουάριο του 2003, 14.342 λίτρα βενζίνης και 0 λίτρα diesel κίνησης, 15) το Μάρτιο του 2003, 27.704 λίτρα βενζίνης και 2.600 λίτρα diesel κίνησης, 16) τον Απρίλιο του 2003, 31.246 λίτρα βενζίνης και 0 λίτρα diesel κίνησης, 17) το Μάιο του 2003, 33.468 λίτρα βενζίνης και 0 λίτρα diesel κίνησης, 18) τον Ιούνιο του 2003, 0 λίτρα βενζίνης και 0 λίτρα diesel κίνησης και 19) τον Ιούλιο του 2003, 28.826 λίτρα βενζίνης και 0 λίτρα diesel κίνησης. Ακόμη αποδείχτηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος, κατά τα έτη 2002-2003, προμηθεύτηκε από την αντίδικο του συνολικά 30.150 λίτρα πετρελαίου θέρμανσης, αντί της συμφωνηθείσας ελάχιστης ποσότητας των 300.000 λίτρων ετησίως. Κατά συνέπεια, οι αγορασθείσες ποσότητες καυσίμων υπολείπονται των συμφωνηθεισών κατά τα κατωτέρω: 1) τον Ιανουάριο του 2002, κατά 9.713 λίτρα βενζίνης και 25.779 λίτρα diesel κίνησης, 2) το Φεβρουάριο του 2002, κατά 19.310 λίτρα βενζίνης και 32.504 λίτρα diesel κίνησης, 3) το Μάρτιο του 2002, κατά 8.020 λίτρα βενζίνης και 26.649 λίτρα diesel κίνησης, 4) τον Απρίλιο του 2002, κατά 11.501 λίτρα βενζίνης και 28.629 λίτρα diesel κίνησης, 5) το Μάιο του 2002, κατά 16.013 λίτρα βενζίνης και 24.3 88 λίτρα diesel κίνησης, 6) τον Ιούνιο του 2002, κατά 4.938 λίτρα βενζίνης και 25.927 λίτρα diesel κίνησης, 7) τον Ιούλιο του 2002, κατά 0 λίτρα βενζίνης και 21.390 λίτρα diesel κίνησης, 8) τον Αύγουστο του 2002, κατά 2.341 λίτρα βενζίνης και 16.322 λίτρα diesel κίνησης, 9) το Σεπτέμβριο του 2002, κατά 1378 λίτρα βενζίνης και 14.700 λίτρα diesel κίνησης, 10) τον Οκτώβριο του 2002, κατά 5.842 λίτρα βενζίνης και 14.726 λίτρα diesel κίνησης, 11) το Νοέμβριο του 2002, κατά 3.655 λίτρα βενζίνης και 23.503 λίτρα diesel κίνησης, 12) το Δεκέμβριο του 2002, κατά 9.779 λίτρα βενζίνης και 21.139 λίτρα diesel κίνησης, 13) τον Ιανουάριο του 2003, κατά 6.774 λίτρα βενζίνης και 32.205 λίτρα diesel κίνησης, 14) το Φεβρουάριο του 2003, κατά 20.658 λίτρα βενζίνης και 35.000 λίτρα diesel κίνησης, 15) το Μάρτιο του 2003, κατά 7.296 λίτρα βενζίνης και 32.400 λίτρα diesel κίνησης, 16) τον Απρίλιο του 2003, κατά 3.754 λίτρα βενζίνης και35.000 λίτρα diesel κίνησης, 17) το Μάιο του 2003, κατά 1352 λίτρα βενζίνης και 35.000 λίτρα diesel κίνησης, 18) τον Ιούνιο του 2003, κατά 35.000 λίτρα βενζίνης και 35.000 λίτρα diesel κίνησης και 19) τον Ιούλιο του 2003, κατά 6.174 λίτρα βενζίνης και 35.000 λίτρα diesel κίνησης. Ακόμη, η αγορασθείσα ποσότητα του πετρελαίου θέρμανσης υπολείπεται της συμφωνηθείσας των 300.0 λίτρων ετησίως, κατά 569.850 λίτρα. Κατά τα άνω, οι συνολικές ποσότητες καυσίμων που υπολείπονται των συμφωνηθεισών ανέρχονται στα 1.258.609 (9.713 +25.779 + 19.310 + 32.504 + 8.020 + 26.649 +11.501+ 28.629 +16.013 +24.388 +4.938 +25.927 +21.390 +2.341 +16.322 +1378 + 14.700 +5.842+ 14.726 +3.655 + 23.503 +9.779 +21.139 +6.774 +32.205 +20.658 +35.000 +7.296 +32.400 +3.754 +35.000 +1352 +35.000 +35.000 +35.000 +6.174 +35.000+569.850) λίτρα. Δεδομένου δε ότι, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, συμφωνήθηκε, μεταξύ των μερών, ποινική ρήτρα, για κάθε λίτρο υπολειπόμενου από τις ελάχιστες ποσότητες καυσίμου, ύψους 0,0059 ευρώ (2 δρχ), κατέπεσε, σε βάρος του πρώτου εναγομένου, ποινική ρήτρα ανερχόμενη συνολικά στα 7.425,79 ευρώ (1.258.609 λίτρα X0,0059ε). Η προσβαλλόμενη απόφαση δέχτηκε ότι η καταπεσούσα ποινική ρήτρα ανέρχεται στα 7.425 ευρώ. Δεδομένου δε ότι δεν υπάρχει παράπονο γι’ αυτό από την πλευρά της ενάγουσας, το τελευταίο αυτό ποσό κρίνετα ορθό. Ο ισχυρισμός των εναγόμενων, τον οποίο επαναφέρουν με τους τρίτο και τέταρτο λόγους έφεσης, ότι, πλην των ως άνω αναφερόμενων ποσοτήτων, αγόρασαν από την ενάγουσα επιπλέον και άλλες ποσότητες καυσίμων, κρίνεται απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος και δη αναπόδεικτος. Τα προσκομιζόμενα από αυτούς τιμολόγια πωλήσεως, με τα οποία επιχειρούν να αποδείξουν ότι αγοράστηκαν επιπλέον 892.928 λίτρα υγρών καυσίμων, και κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου δεν αφορούν το επίδικο πρατήριο που βρίσκεται στο ..... Θηβών, αλλά, όπως σαφώς αναγράφεται σ’ αυτά (τα τιμολόγια), την επιχείρηση μεταπώλησης καυσίμων του πρώτου εναγομένου που βρίσκεται στο Πέραμα Αττικής (επί της λεωφ. ..... αρ. ....). Ας σημειωθεί ότι με την ένδικη σύμβαση συμφωνήθηκε να αγοράζονται αποκλειστικά από το πρατήριο του ..... Θηβών οι ανωτέρω αναφερόμενες ελάχιστες ποσότητες και όχι από αμφότερες τις επιχειρήσεις του πρώτου εναγομένου.
    Με τον έκτο λόγο έφεσης οι εκκαλούντες παραπονούνται για την απόρριψη των ενστάσεων τους α) περί καταχρηστικής άσκησης της επίδικης αξίωσης της ενάγουσας (άρθρ. 281 του ΑΚ) και β) περί μείωσης της συμφωνηθείσας ποινικής ρήτρας (άρθρ. 409 του ΑΚ). Επί των ενστάσεων αυτών λεκτέα τα πιο κάτω: Όσον αφορά ειδικότερα την ένσταση καταχρήσεως δικαιώματος οι ενιστάμενοι επικαλούνται, προς θεμελίωση της, τα πιο κάτω περιστατικά, τα οποία επαναφέρουν με την υπό κρίση έφεση τους: Ότι παρόλο που οι ίδιοι τήρησαν όλες τις συμβατικές υποχρεώσεις τους, η ενάγουσα παρέβη τις δικές της συμβατικές της υποχρεώσεις της και δη όσον αφορά α) τις τιμές των καυσίμων και β) το συμφωνηθέντα εξωραϊσμό του πρατηρίου. Επίσης εκθέτουν ότι τους παρέπεισε να καταρτίσουν την επίδικη σύμβαση, με επαχθείς όρους. Οι ως άνω ισχυρισμοί των ενισταμένων κρίνονται και από το Δικαστήριο τούτο ουσιαστικά αβάσιμοι. Σύμφωνα και με όσα εκτενώς αναπτύσσονται πιο πάνω, οι ίδιοι δεν τήρησαν όλες τις συμβατικές τους υποχρεώσεις τους και δη δεν τήρησαν αυτές που αφορούν τη ρήτρα αποκλειστικότητας, τις ελάχιστες συμφωνηθείσες ποσότητες καυσίμων, τις δαπάνες εξωραϊσμού κλπ. Πέραν αυτού αποδείχτηκε μεν ότι η ενάγουσα, τον Οκτώβριο του 2001, άλλαξε τον τρόπο καθορισμού των τιμών των πωλούμενων καυσίμων, γιατί αυτό επιβλήθηκε εκτάκτως από τις περιστάσεις, αφού η Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίου (Δ.Ε.Π.) μετέβαλε τον τρ'οπο ανακοινώσεως των τιμών (από εβδομαδιαίος έγινε ημερήσιος και μάλιστα αφορών την προηγούμενη ημέρα συναλλαγής), δεν αποδείχτηκε όμως, τουλάχιστον στα πλαίσια της δίκης αυτής, οτι οι τιμές αυτές, αφού συνυπολογιστούν και οι δασμοί, φόροι και λοιπές κρατικές επιβαρύνσεις, ήταν υπερβολικές και αντισυμβατικές. Τέλος, κατά τα άνω, δεν αποδείχτηκε ότι η επίδικη σύμβαση καταρτίστηκε με επαχθείς, σε βάρος των εναγομένων, όρους. Εξάλλου απορριπτέα κρίνεται και η ένσταση μείωσης της ποινικής ρήτρας. Κατά την κρίση και του Δικαστηρίου τούτου η συμφωνηθείσα ποινική ρήτρα των 2 δρχ (0,059ε), ανά λίτρο υπολειπόμενου καυσίμου, δεν είναι δυσανάλογα μεγάλη, αφού ληφθούν υπόψη το μέγεθος της ποινής σε σύγκριση με την αξία της αντιπαροχής, το πταίσμα του πρώτου εναγομένου, η ωφέλεια αυτού από τη μη προσήκουσα εκπλήρωση της επίδικης υποχρέωσης του, το δικαιολογημένο συμφέρον της ενάγουσας, καθώς και η οικονομική κατάσταση των διαδίκων (βλ. και ΑΠ 1680/2009, ΑΠ 201/2007, ΑΠ 948/2002 Δημοσίευση «ΝΟΜΟΣ»). Ορθά λοιπόν εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις η προσβαλλόμενη απόφαση που απέρριψε τις ως άνω ενστάσεις, απορριπτομένου στο σημείο αυτό και του έκτου λόγου έφεσης.
    Σύμφωνα με όλα τα πιο πάνω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε τους εναγομένους, το μεν πρώτο ως πρωτοφέιλέτη, το δε δεύτερο ως εγγυητή, να καταβάλουν, εις ολόκληρο ο καθένας, στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 17.662,46 ευρώ (2.347,76 +7.889,70 +7.4256), με το νόμιμο τόκο το μεν πρώτο ποσό από 23-9-2003, το δεύτερο και τρίτο από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων όλων των αντίθετων λόγων έφεσης.
Μετά όλα τα παραπάνω και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στο σύνολο της. Τέλος πρέπει να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος των εκκαλούντων που ηττήθηκαν στη δίκη (άρθρ. 176, 183, 189, 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμολία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 25-5-2009 έφεση κατά της υπ αριθ. 5202/2008 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δίκασε αντιμολία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.
    Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας που ορίζονται στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.
    Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Μαρτίου 2012 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι, στις 7 Ιουνίου 2012.
    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ