23.4.14

ΕφΑθ 174/2014: ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Προσβολή προσωπικότητας. Προϋποθέσεις. Προστατευόμενα αγαθά. Δυσφήμιση. Ψευδής καταμήνυση. Αρση του αδίκου. Εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων 361-367 ΠΚ και στον χώρο του ιδιωτικού δικαίου. Εξαιρέσεις. Πώληση προϊόντων με παρακράτηση κυριότητας. Η αγοράστρια εταιρεία δεν κατέβαλλε το τίμημα. Δικαιώματα πωλήτριας. Η πωλήτρια ζήτησε την πληρωμή του τιμήματος με έκδοση διαταγής πληρωμής. Μήνυση κατά των εκπροσώπων της αγοράστριας για υπεξαίρεση αντικειμένου μεγάλης αξίας. Κρίθηκε ότι η μη πληρωμή του τιμήματος δεν συνιστά υπεξαίρεση και ότι με το να ζητήσει η πωλήτρια την πληρωμή του τιμήματος με έκδοση διαταγής πληρωμής απώλεσε ανέκκλητα το δικαίωμα υπαναχώρησης. Σε κάθε περίπτωση η μηνύτρια-πωλήτρια δεν επικαλείτο στην μήνυση δήλωση υπαναχώρησης ώστε να μπορεί να προσδιοριστεί ο χρόνος ιδιοποίησης. Η μήνυση τέθηκε στο αρχείο με διάταξη. Δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης και της ψευδούς καταμηνύσεως γιατί οι εναγόμενοι στην μήνυση τους δεν κατέθεσαν ψευδή γεγονότα αλλά αληθή τα οποία όμως δεν στοιχειοθετούσαν το αδίκημα της υπεξαίρεσης. Σε κάθε περίπτωση δεν στοιχειοθετήθηκε ότι υπήρχε δόλος ήτοι γνώση ότι η καταμήνυση ήταν ψευδής Οι εναγόμενοι πίστευαν ότι δεν είχαν απωλέσει το δικαίωμα υπαναχώρησης αφού και μέρος της θεωρίας υποστηρίζει ότι η επιλογή της πληρωμής του τιμήματος δεν αποκλείει τον πωλητή από το να ασκήσει αργότερα το δικαίωμα υπαναχώρησης. Κρίσιμος ο χρόνος της ιδιοποιήσεως. Στοιχειοθετείται το αδίκημα της απλής δυσφημίσεως. Αρση του αδίκου. Κρίθηκε ότι η μήνυση ασκήθηκε από δικαιολογημένο ενδιαφέρον για την διαφύλαξη οικονομικών και επαγγελματικών συμφερόντων και δεν κατευθυνόταν ειδικά στην προσβολή της τιμής και της αξιοπρέπειας των εναγόντων. Μεταβίβαση στο Εφετείο της ένστασης του άρθρ. 367 παρ. 1 ΠΚ. Νόμιμα δεν συμψηφίστηκαν τα έξοδα πρωτόδικα αφού η ερμηνεία των κανόνων δεν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής. Νόμιμα απορρίφθηκε η αγωγή αδικοπραξίας. Απορρίπτει έφεση κατά της με αριθ. 3368/2010 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.


  
Αριθμός 174/2014 

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ 15ο ΤΜΗΜΑ

 Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Σοφία Ντάντου, Πρόεδρο Εφετών, Κυριάκο Φώσκολο, Μαρία Γιαννούλη - Εισηγήτρια, Εφέτες και από τη Γραμματέα Αικατερίνη Κούρκουλα.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 31 Οκτωβρίου 2013, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ - ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ............. , κατοίκου Αθηνών 2) .............. , κατοίκου Αθηνών, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, του πρώτου των εκκαλούντων δικηγόρου Γεωργίου Παπαδάκη ως πληρεξουσίου της δεύτερης και αυτοπροσώπως για τον ίδιο με την ιδιότητα του δικηγόρου.

ΤΩΝ ΚΑΘ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ - ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Εταιρείας Περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία ........................ και τον διακριτικό τίττλο ......... , που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα 2) ........ διαχειριστή και νομίμου εκπροσώπου της πρώτης των εφεσίβλητων, κατοίκου Αθηνών, 3) ............ , διαχειριστή και νομίμου εκπροσώπου της πρώτης των εφεσίβλητων, κατοίκου Αθηνών, τους οποίους εκπροσώπησε, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Γεώργιος Κρασσάς.

Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες, με την από 2-5-2005 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 7505/2005 αγωγή τους, που απευθύνεται στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτή.

Το Δικαστήριο εκείνο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε τη με αριθμό 3368/2010 οριστική του απόφαση, με την οποία απέρριψε την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες, με την από 14 Σεπτεμβρίου 2010 έφεσή τους, προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό 7721/2010, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η 20-10-2011 οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε και ήδη οι εκκαλούντες με την από 31-10-2011 κλήση τους επανέφεραν τη συζήτηση της εφέσεώς τους, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η 1-11-2012 και μετά από αναβολή η δικάσιμος που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση αυτής στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις και με σχετική δήλωσή τους δήλωσαν, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ότι συμφωνούν να συζητηθεί η έφεση χωρίς να παρασταθούν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 31-10-2011 κλήση των εναγόντων - εκκαλούντων, νόμιμα φέρεται προς συζήτηση η κρινόμενη έφεση, κατά της με αριθμό 3368/2010 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ύστερα από ματαίωση της συζήτησης, στη δικάσιμο της 20ης/10/2011.

Η υπό κρίση από 14-9-2010 (αριθμ. εκθ. καταθ. 7721/2010) έφεση των εναγόντων, ήδη εκκαλούντων, κατά της με αριθμό 3368/2010 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, αφού από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει το αντίθετο (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες, με την κρινόμενη από 2-5-2005 (αρ. εκθ. καταθ. 7505/2005) αγωγή τους, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ισχυρίστηκαν ότι ο δεύτερος και τρίτος εναγόμενοι, εκπροσωπώντας την πρώτη εναγόμενη εταιρεία, υπέβαλαν εν γνώσει τους ψευδή μήνυση σε βάρος τους με σκοπό την καταδίωξη τους, με την οποία διέδωσαν, ενώπιον τρίτων, τα αναφερόμενα στην αγωγή ψευδή γεγονότα εν γνώσει της αναλήθειάς τους. Οτι με τον τρόπο αυτό οι εναγόμενοι έθιξαν την τιμή και την υπόληψη τους και πρόσβαλαν την προσωπικότητά τους. Με το ιστορικό αυτό και μετά τον παραδεκτό με τις προτάσεις (223ΚΠολΔ) περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό ζήτησαν να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, τους οφείλουν ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν το ποσό των 150.000 ευρώ στον καθένα, με το νόμιμο τόκο από το χρόνο τελέσεως της αδικοπραξίας, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Ζήτησαν επίσης να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί η προσωπική κράτηση των εναγόμενων φυσικών προσώπων ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης λόγω της αδικοπραξίας τους και να καταδικαστούν αυτοί στη δικαστική τους δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση και μετά την τροπή του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό έκρινε μη νόμιμα και απέρριψε τα αιτήματα της αγωγής περί προσωρινής εκτέλεσης και απαγγελίας προσωπικής κράτησης και κατά τα λοιπά έκρινε νόμιμη την αγωγή με νομικό έρεισμα τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914,932, 299,340, 345 ΑΚ, 229, 362, 363 ΠΚ, 70, 176 ΚΠολΔ, στη συνέχεια δε απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Κατά της παραπάνω απόφασης παραπονούνται οι ενάγοντες με την κρινόμενη έφεσή τους, για τους περιεχόμενους σ’ αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, με σκοπό να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή τους.

Κατά το άρθρ.57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει το δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, επιπλέον δε, κατά το άρθρ. 59 ΑΚ, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί να καταδικάσει τον υπαίτιο και σε ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του προσβληθέντος και ειδικότερα να τον υποχρεώσει (τον υπαίτιο) σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε ο,τιδήποτε άλλο επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Προστατεύεται έτσι με τα παραπάνω άρθρα η προσωπικότητα και κατ` επέκταση η αξία του ανθρώπου ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρ. 2§1 του Συντάγματος (ΑΠ 1735/2009), αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Tα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις - εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων είναι: α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης είτε ασκείται καταχρηστικά κατά την έννοια των άρθρ. 281 ΑΚ και 25§3 του Συντάγματος και γ) πταίσμα του προσβολέα όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 1599/2000, 333/2010, 356/2010, 1007/2010). Στην περίπτωση αυτή η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας συνιστά ασφαλώς ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας (ΑΠ 167/2000), οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρ. 914, 919, 920 και 932 ΑΚ, ιδίως για την αποκατάσταση της τυχόν υλικής ζημίας του προσβληθέντος (άρθρ. 57§2 ΑΚ), ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης είναι η φύση της διάταξης που ενδέχεται με την προσβολή να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου. Συνεπώς παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς κατά την έννοια των άρθρ. 361- 363 ΠΚ,. Ειδικότερα κατά τα άρθρα αυτά εξύβριση διαπράττει όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ως γεγονός κατά τις παραπάνω διατάξεις νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφόσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης, συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική μ` αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Αντίθετα διάδοση γεγονότος συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοίνωσης που έγινε από άλλον. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ` αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Ετσι σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι` αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη.

Ωστόσο ως αστικό αδίκημα η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα αναληθή που βλάπτουν την επαγγελματική ή γενικότερα την οικονομική ελευθερία άλλου και κατ` αυτή την έννοια θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, εφόσον γνωρίζει ή υπαίτια αγνοεί την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, να αποζημιώσει τον άλλο και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του (ΑΠ 1662/2005), εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρ. 367§1 ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του τόσο ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των άρθρ. 361-367 ΠΚ εφαρμόζονται αναλογικά για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου (ΑΠ 1030/2009, 333/2010, 179/2011). Τέτοια είναι και η περίπτωση της προσβολής που γίνεται για τη διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον (άρθρ. 367§1γ ΠΚ), το οποίο ως νομική έννοια ελέγχεται αναιρετικά από τον Άρειο Πάγο. Κατ` εξαίρεση όμως το αποτέλεσμα αυτό της άρσης του αδίκου της απλής δυσφήμησης δεν επέρχεται, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρ. 367 ΠΚ, όταν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη προκύπτει σκοπός εξύβρισης από μέρους του δράστη, που υπάρχει όταν ο τρόπος εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς δεν ήταν κατ` αντικειμενική κρίση αναγκαίος για την προστασία δικαιώματος ή άλλου δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του, αλλά εν γνώσει του επιλέχθηκε και χρησιμοποιήθηκε για να προσβληθεί η τιμή και η υπόληψη του άλλου, δηλαδή όταν υπάρχει υπέρβαση του αντικειμενικά αναγκαίου μέτρου για την προστασία του δικαιώματος ή του δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του (ΑΠ 167/2000, 1897/2006, 488/2010). Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι συντρέχει περίπτωση δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του, που αίρει κατά το άρθρ. 367§1 ΠΚ τον άδικο χαρακτήρα δυσφημιστικού για τον ενάγοντα ισχυρισμού του, συνιστά ένσταση καταλυτική της εναντίον του αγωγής με αντικείμενο την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του αντιδίκου του από την επικαλούμενη παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του με το δυσφημιστικό σε βάρος του ισχυρισμό, ενώ αντένσταση συνιστά ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι δεν αίρεται τελικώς ο άδικος χαρακτήρας της δυσφήμησής του από τον εναγόμενο, επειδή αυτός ενήργησε με ειδικό σκοπό εξύβρισής του (ΑΠ 387/2005, ΑΠ 271/2012 δημ ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, από την διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του Π.Κ προκύπτει ότι η ψευδής καταμήνυση θεμελιώνεται αντικειμενικά μεν με την υποβολή ψευδούς μηνύσεως ή με την ψευδή ανακοίνωση στην αρχή ότι άλλος τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, υποκειμενικά δε με πρόθεση που ενέχει την θέληση της πραγματώσεως της αντικειμενικής υποστάσεως της αξιόποινης αυτής πράξεως και τη γνώση του υπαιτίου ότι η καταμήνυση ή ανακοίνωση είναι ψευδής και ακόμη με σκοπό αυτού να προκαλέσει την καταδίωξη του μηνυομένου για την εκτιθέμενη στη μήνυση ή την ανακοίνωση αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση. (ΑΠ 899/2011 δημ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 346/2001 ΠοινΔ 2001,471).

Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 532 ΑΚ, αν στην πώληση τέθηκε ο όρος για διατήρηση της κυριότητας του πωλητή μέχρι την αποπληρωμή του τιμήματος, σε περίπτωση αμφιβολίας λογίζεται ότι ο πωλητής, αν ο αγοραστής γίνει υπερήμερος, δικαιούται είτε ν` απαιτήσει το τίμημα είτε να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, ασκώντας τα δικαιώματά του από την κυριότητα. Στην περίπτωση αυτή συρρέουν υπέρ του πωλητή δύο δικαιώματα διαζευκτικώς, η επιλογή δε του ενός απ` αυτά, η οποία αφότου η δήλωση γι` αυτήν περιέλθει στον αγοραστή δεν δύναται ν` ανακληθεί μονομερώς, αποκλείει την άσκηση του άλλου κατά τα άρθρα 306 και 307 ΑΚ, γιατί στην περίπτωση αυτή απλοποιείται η ενοχή και περιορίζεται (συγκεντρώνεται) αποκλειστικώς και μόνο στην παροχή που επιλέχθηκε (ΑΠ 564/78 ΝΟΒ 27.391 = ΑρχΝ ΚΘ` 747, ΑΠ 457/75 ΝΟΒ 23.1235, ΑΠ 651/74 ΝΟΒ 23.269, ΕΑ 10481/1990, Δνη 1991,831.).

Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 375 παρ 1 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται η συνδρομή των ακόλουθων στοιχείων : α) ξένο εν όλω ή εν μέρει κινητό πράγμα, τέτοιο δε θεωρείται αυτό που βρίσκεται σε ξένη, σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στο αστικό δίκαιο β) να περιήλθε αυτό με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη και να ήταν κατά το χρόνο της πράξης στην κατοχή αυτού γ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από το δράστη, που υπάρχει όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου δικαιώματος που παρέχεται στο δράστη από το νόμο δ) δόλια προαίρεση του δράστη που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια αυτού που εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησής του να ενσωματώσει στη δική του περιουσία το ξένο κινητό πράγμα που βρίσκεται στην κατοχή του, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο. Κατά δε το άρθρο 532 παρ. 1 Α.Κ., αν στην πώληση έχει τεθεί ο όρος ότι ο πωλητής διατηρεί την κυριότητα ωσότου αποπληρωθεί το τίμημα, σε περίπτωση αμφιβολίας λογίζεται ότι η μεταβίβαση της κυριότητας στον αγοραστή επέρχεται μόλις πληρωθεί η αίρεση της αποπληρωμής του τιμήματος και ο πωλητής σε περίπτωση υπερημερίας του αγοραστή έχει δικαίωμα είτε να απαιτήσει το τίμημα είτε να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση ασκώντας τα δικαιώματά του από την κυριότητα. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι στην περίπτωση πωλήσεως κινητού πράγματος με τον όρο παρακρατήσεως της κυριότητας αυτού από τον πωλητή μέχρι αποπληρωμής του τιμήματος, αν ο αγοραστής περιέλθει σε υπερημερία, ο πωλητής έχει το δικαίωμα ή να εμμείνει στην πώληση και να αξιώσει την αποπληρωμή του τιμήματος ή να υπαναχωρήσει και να ζητήσει την επιστροφή του πράγματος. Στην πρώτη περίπτωση η πώληση παραμένει και ο αγοραστής δεν διαπράττει υπεξαίρεση αρνούμενος την εκπλήρωση της ενοχικής του υποχρεώσεως προς αποπληρωμή του τιμήματος. Στη δεύτερη περίπτωση ο αγοραστής αν ιδιοποιηθεί παρανόμως το πράγμα, διαπράττει υπεξαίρεση αυτού. Ο χρόνος ιδιοποίησης του πράγματος είναι και ο χρόνος τέλεσης της πράξης (ΑΠ 920/2002, ΑΠ 1848/2000 Δημ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 741/2007).

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχoνται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά συνεδρίασης εκείνου του Δικαστηρίου και από όλα γενικά τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγομένη εταιρεία με τον διακριτικό τίτλο ................ .... , της οποίας ο δεύτερος και τρίτος των εναγομένων τυγχάνουν διαχειριστές και νόμιμοι εκπρόσωποι, δραστηριοποιείται από το έτος 1988 στην εμπορία και κατασκευή ηλεκτρονικών υπολογιστών, προγραμμάτων και συναφών ειδών. Τον Σεπτέμβριο του έτους 2001 η μη διάδικος ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ................ , προμηθεύτηκε από την ανωτέρω εναγόμενη εταιρεία διάφορα συστήματα πληροφορικής (ηλεκτρονικούς υπολογιστές) και αναλώσιμα υψηλής τεχνολογίας εκδοθέντος του υπ`αριθμ. 00005/17-9-2001 τιμολογίου πώλησης , αντί τιμήματος ποσού 9.628.799 δραχμών, ήτοι 28.257,66 ευρώ με πίστωση 60 ημερών και με ρήτρα παρακράτησης της κυριότητας των εμπορευμάτων, μέχρι την πλήρη και οριστική εξόφλησή τους. Τα ως άνω πωληθέντα εμπορεύματα παραδόθηκαν για λογαριασμό της αγοράστριας εταιρίας στο Δήμο ., σύμφωνα με το υπ` αριθμ. 00037/17-9-2001 δελτίο αποστολής. Μάλιστα η εν λόγω παράδοση των εμπορευμάτων για λογαριασμό της αγοράστριας στο Δήμο .. αναγράφηκε και στα δύο προαναφερόμενα παραστατικά (τιμολόγιο πώλησης και δελτίο αποστολής). Η παραπάνω αγοράστρια εταιρία παρά τα συμφωνηθέντα αναφορικά με την ολοσχερή εξόφληση του τιμήματος εντός εξήντα ημερών από την παραλαβή τους, αθετώντας την υποχρέωσή της αυτή, δεν προέβη σε ολοσχερή εξόφληση των εμπορευμάτων που παρέλαβε παρερχομένου του χρόνου πίστωσης που έληξε την 17-11-2001 και κατέστη έκτοτε υπερήμερη περί την εξόφληση του τιμήματος.

Ακολούθως με την από 15-7-2003 αίτησή της προς το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που απευθύνονταν κατά της ως άνω αγοράστριας εταιρίας, η εναγομένη - πωλήτρια εταιρία ζήτησε την έκδοση σε βάρος της αγοράστριας διαταγής πληρωμής με βάση τα αναφερόμενα σε αυτή έγγραφα και δη το με αρ 00005/17-9-2001 ως άνω τιμολόγιο πώλησης ποσού 28.257,66 ευρώ και το με αρ 00026/12-10-2001 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών ποσού 10.388,85 ευρώ. Επικαλούμενη δε συνολική οφειλή ύψους 38.646, 51 ευρώ και μερική καταβολή ποσού 6.390 ευρώ έναντι του πρώτου τιμολογίου, ζήτησε το υπόλοιπο της συνολικής οφειλής ύψους 19.893,76 ευρώ, ποσό το οποίο υποχρεώθηκε η ως άνω αγοράστρια εταιρία να καταβάλει στην πρώτη εναγομένη - πωλήτρια δυνάμει της εκδοθείσης επί της αιτήσεως αυτής με αρ 8169/2003 διαταγής πληρωμής του δικαστή του ανωτέρω δικαστηρίου. Ακριβές αντίγραφο από α’ εκτελεστό απόγραφο της ανωτέρω διαταγής πληρωμής με επιταγή προς πληρωμή κοινοποίησε η πρώτη εναγομένη στην ως άνω αγοράστρια την 15-10-2003 (βλ. με αρ 4060Γ/ 2003 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Ηλία Ζαχάκου). Με την έκδοση όμως και την κοινοποίηση της πιο πάνω διαταγής πληρωμής με σχετική επιταγή προς πληρωμή στην αγοράστρια, σε χρόνο που η τελευταία είχε καταστεί υπερήμερη περί την καταβολή του υπολοίπου της οφειλής της, η πρώτη εναγομένη επέλεξε ανεκκλήτως, σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στη μείζονα πρόταση, το δικαίωμα ν` απαιτήσει το τίμημα και κατά συνέπεια επήλθε συγκέντρωση στο δικαίωμα αυτό και απώλεια γι` αυτήν (εναγομένη) του δικαιώματος για υπαναχώρηση. Σε τέτοια άλλωστε δήλωση υπαναχώρησης, ουδόλως αποδείχθηκε ότι προέβη η εναγομένη - πρώτη εφεσίβλητη ούτε κοινοποίησε συναφούς περιεχομένου έγγραφο στην αγοράστρια γνωστοποιώντας την ύστερη βούλησή της περί υπαναχωρήσεως παρά έστω τη νομική προς τούτο αδυναμία. Συνεπεία τούτων ουδόλως εκδηλώθηκε στον εξωτερικό κόσμο πρόθεση της προαναφερόμενης αγοράστριας εταιρίας, η οποία εκπροσωπούνταν για το διάστημα από 14-3-2002 έως 14-3-2005 από τους ενάγοντες και δη τον πρώτο ως πρόεδρο και την δεύτερη ως διευθύνουσα σύμβουλο (βλ. το με αρ 3840/29-5-2002 ΦΕΚ τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ) περί ιδιοποίησης των πωληθέντων σ’ αυτήν ως άνω εμπορευμάτων μετά την περιέλευσή της σε υπερημερία, η δε συνεχιζόμενη άρνησή της για καταβολή της παραπάνω οφειλής της δεν άγει σε διαφορετική κρίση, καθώς η πώληση παρέμενε ισχυρή και η αγοράστρια από νόμιμη αιτία κατείχε τα πωληθέντα εμπορεύματα μη διαπράττουσα υπεξαίρεση αρνούμενη την εκπλήρωση της ενοχικής της υποχρεώσεως προς αποπληρωμή του τιμήματος. Ακολούθως στις 21-1-2004 η πρώτη εναγόμενη - πωλήτρια εταιρεία, νομίμως εκπροσωπούμενη, υπέβαλε ενώπιον της Εισαγγελίας Αθηνών την από 14-1-2004 έγκληση σε βάρος των εναγόντων. Με την ανωτέρω έγκληση ισχυρίστηκε ότι οι ενάγοντες, ο πρώτος με την ιδιότητα του προέδρου και η δεύτερη με την ιδιότητα της διευθύνουσας συμβούλου της εταιρείας ............. τέλεσαν το αδίκημα της υπεξαίρεσης αντικειμένων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Ειδικότερα με τη μήνυση ζητούνταν η άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος των εναγόντων για την πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και αναφέρονταν ως γεγονότα ότι οι εγκαλούμενοι (ενάγοντες) τυγχάνοντες νόμιμοι εκπρόσωποι της εταιρίας «......................» (με την επίκληση του με αρ 3840/29-5-2002 ΦΕΚ τεύχος ΑΕ ΕΠΕ) ενώ προμηθεύτηκαν από την ίδια (πρώτη εναγομένη) τα αναφερόμενα στο με αρ 00005/17-9-2001 τιμολόγιο πώλησης κινητά πράγματα (συστήματα πληροφορικής και αναλώσιμα υλικά υψηλής τεχνολογίας) τα οποία παραδόθηκαν για λογαριασμό της αγοράστριας εταιρίας στο Δήμο .. με τον όρο παρακράτησης της κυριότητάς τους από την πωλήτρια - εγκαλούσα εταιρία μέχρι ολοσχερούς εξόφλησης του πιστωθέντος τιμήματος που ανερχόταν στο ποσό των 28.257,66 ευρώ εντός 60 ημερών από την παραλαβή τους (17-9-2001), μεταπώλησαν αυτά στο Δήμο χωρίς προηγουμένως να εξοφλήσουν το συμφωνηθέν τίμημα αλλά καταβάλλοντας μέρος αυτού και δη τα ποσά των 500.000 δραχμών και 17.168 ευρώ μετά από επανειλημμένες οχλήσεις. Με την με αρ ΕΓ119.04/264/34Δ/04 διάταξή της, η Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών απέρριψε την ανωτέρω έγκληση της πρώτης εναγομένης - εφεσίβλητης για τη φερόμενη ως τελεσθείσα από αυτούς στην Αθήνα στις 17-11-2001 πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ως μη στηριζόμενη στο νόμο με το σκεπτικό ότι η πρώτη εναγομένη εταιρία αν και είχε πωλήσει τα εμπορεύματα με τον όρο παρακράτησης της κυριότητάς τους, δεν επέλεξε, μετά την υπερημερία της αγοράστριας εταιρείας, να ασκήσει το δικαίωμα υπαναχώρησης αλλά ενέμεινε στη σύμβαση πώλησης αξιώνοντας την αποπληρωμή του τιμήματος με επανειλημμένες προφορικές οχλήσεις της προς τους εκάστοτε νομίμους εκπροσώπους της αγοράστριας εταιρείας κατά το χρονικό διάστημα από Μάρτιο του 2002 έως τον Ιούλιο του 2003 αλλά και με την έκδοση σε βάρος αυτής της με αρ 8169/6-10-2003 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με το σκεπτικό αυτό και κατόπιν αξιολόγησης της ένορκης κατάθεσης του τότε νομίμου εκπροσώπου της εγκαλούσας, η προαναφερόμενη εισαγγελική διάταξη άγεται στο συμπέρασμα ότι η αρχική σύμβαση πώλησης ήταν ενεργός , η εγκαλούσα εταιρία ουδέποτε υπαναχώρησε από τη σύμβαση πώλησης ζητώντας την επιστροφή σ’ αυτήν των πωληθέντων ώστε η άρνηση προς απόδοσή τους να μπορεί να στοιχειοθετήσει το αδίκημα της υπεξαίρεσης και ότι αντιθέτως η ανεπιφύλακτη είσπραξη μέρους του συμφωνηθέντος τιμήματος μετά την υπερημερία της αγοράστριας συνεπάγεται σιωπηρή παραίτηση από το δικαίωμα της πωλήτριας περί αφαιρέσεως των πωληθέντων πραγμάτων αλλά και από τη μέχρι τότε (παρακρατηθείσα) κυριότητά τους. Από την επισκόπηση του σκεπτικού της ανωτέρω εισαγγελικής διατάξεως καθίσταται σαφές ότι τα όσα η πρώτη εναγομένη υποστήριξε στην ως άνω μήνυσή της ως γεγονότα ήτοι περιστατικά του εξωτερικού κόσμου που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης, δεν ήταν πρόσφορα για να προσδώσουν στους ενάγοντες την ιδιότητα των υπαιτίων τέλεσης του καταγγελθέντος αδικήματος της υπεξαιρέσεως και τούτο διότι δεν συνέτρεχαν οι αναγκαίοι προς τούτο νομικοί λόγοι. Η μη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του καταγγελθέντος αδικήματος (κατά την εισαγγελική διάταξη ) και η συνεπεία αυτής απόρριψη της εγκλήσεως δεν στηρίχθηκε στην αναλήθεια των αναφερομένων στη μήνυση γεγονότων αλλά στην αλήθεια αυτών τα οποία όμως αξιολογούμενα (ως αληθή) δεν προσφέρονταν για τη νομική θεμελίωση του καταγγελθέντος ως τελεσθέντος εκ μέρους των εναγόντων αδικήματος. Η απόρριψη άλλωστε της εγκλήσεως με το συγκεκριμένο σκεπτικό της εισαγγελικής διάταξης δεν άγει αναγκαστικά σε κρίση περί του ψεύδους των διαλαμβανόμενων στη μήνυση γεγονότων. Με βάση όσα προεκτέθηκαν, τα όσα ανέφερε η πρώτη εναγομένη στην άνω από 14-1-2004 έγκλησή της για τους ενάγοντες δεν καθιστούσαν αυτούς υπαίτιους τέλεσης του καταγγελθέντος αδικήματος για νομικούς λόγους ουδόλως όμως ήταν ψευδή. Σε κάθε περίπτωση από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχθηκε γνώση της πρώτης εναγομένης με την έννοια της βεβαιότητας (επίγνωσης) ότι τα άνω περιστατικά που κατέθεσε (για τη θεμελίωση της εγκλήσεως) ήταν ψευδή ενώ επιπλέον η ίδια είχε λόγους κατά το χρόνο υποβολής της έγκλησης να τελεί σε πεποίθηση ότι δεν αποδυναμώθηκε το δικαίωμά της περί υπαναχώρησης από την επίδικη πώληση ανεξαρτήτως της εκ μέρους της προηγούμενης διεκδίκησης του υπολοίπου οφειλόμενου τιμήματος και συνακόλουθα κρίνεται εύλογη η υποκειμενική της κρίση περί διατήρησης των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας της στα πωληθέντα (με τη ρήτρα παρακράτησης της κυριότητας). Στο συμπέρασμα αυτό οδηγείται το Δικαστήριο λαμβανομένης υπόψη και της άποψης που υποστηρίζεται από τη θεωρία και μέρος της νομολογίας ότι δηλαδή μετά την απαίτηση του τιμήματος από τον αγοραστή δεν αποδυναμώνεται το διαπλαστικό δικαίωμα του πωλητή να υπαναχωρήσει μεταγενέστερα από τη σύμβαση πωλήσεως η οποία συνομολογήθηκε με τον όρο διατήρησης της κυριότητας καθώς (κατά την ίδια πάντα άποψη) πρόκειται όχι για διαζευκτική συρροή, αλλά για συρροή περισσότερων αξιώσεων και συνεπώς η επιδίωξη του τιμήματος δεν αποκλείει τη μεταγενέστερη υπαναχώρηση διότι το δικαίωμα της υπαναχώρησης αποσβήνεται μόνο με την είσπραξη του τιμήματος (βλ. Δεληγιάννη - Κορνηλάκη ειδικό ενοχικό 1986 2η έκδοση σελ 148,Σχινά σε Γεωργιάδη Σταθόπουλο υπ` άρθρο 532 αρ 82, ΠολΠρ Αθ 5410/1981, Εφ Ναυπλ 121/1998 Αρμ ΝΒ σελ 1070 σχόλια Ματθία στην ΑΠ 525/1992 ). Όμως και με την αντίθετη αυτή άποψη {ότι δηλαδή πρόκειται όχι για διαζευκτική συρροή, αλλά για συρροή περισσότερων αξιώσεων και συνεπώς η επιδίωξη του τιμήματος δεν αποκλείει τη μεταγενέστερη υπαναχώρηση διότι το δικαίωμα της υπαναχώρησης αποσβήνεται μόνο με την είσπραξη του τιμήματος} και πάλι η έγκληση της πρώτης εναγομένης δεν εύρισκε έρεισμα στο νόμο διότι η εγκαλούσα εναγομένη δεν επικαλείται (στην έγκληση) ότι υπαναχώρησε (και πως) από την ένδικη πώληση έτσι ώστε να μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα διεκδικήσεως των πωληθέντων οπότε οι εγκαλούμενοι αρνούμενοι στην απόδοση, να διαπράττουν το αδίκημα της υπεξαίρεσης, για το οποίο άλλωστε, από τη διατύπωση της εγκλήσεως , δεν μπορεί να συναχθεί και ο χρόνος τέλεσής του, αφού χρόνος τέλεσης του συγκεκριμένου - καταγγελθέντος αδικήματος, σύμφωνα με τα όσα διαλαμβάνονται στη μείζονα πρόταση είναι ο χρόνος ιδιοποίησης του πράγματος(ΑΠ 920/2002, ΑΠ 1848/2000 Δημ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 741/2007). Η ιδιοποίηση όμως αυτή προϋποθέτει προηγούμενη υπαναχώρηση από τη σύμβαση πωλήσεως και τέτοια περιστατικά περί υπαναχώρησης δεν διαλαμβάνονται ουδόλως στην υποβληθείσα μήνυση. Συνεπώς τα ανωτέρω εκτιθέμενα στη μήνυση αληθή περιστατικά δεν οδηγούσαν από μόνα τους σε κατάφαση της τέλεσης εκ μέρους των εναγόντων του καταγγελθέντος την 21-1-2004 αδικήματος αφού ουδόλως η εναγομένη πωλήτρια άσκησε προηγουμένως το δικαίωμα υπαναχώρησης ώστε να υφίσταται έδαφος υπεξαίρεσης των πωληθέντων, ούτε όμως στη μήνυση της εγκαλούσας - εναγομένης μνημονεύεται τέτοιο γεγονός (προηγούμενης υπαναχώρησης). Επομένως, και δεδομένου ότι, όπως αναφέρθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος της ψευδούς καταμήνυσης απαιτείται άμεσος δόλος, δηλαδή γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας (επίγνωσης), ότι η ανακοίνωση ή καταμήνυση είναι ψευδής, στην προκειμένη περίπτωση δεν στοιχειοθετείται υποκειμενικά η τέλεση του ανωτέρω εγκλήματος από την πρώτη εναγομένη, καθόσον δεν αποδείχθηκε τέτοια γνώση αυτής. Στη συνέχεια, για τον ίδιο λόγο, δεν στοιχειοθετείται και η αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης των εναγόντων, που φέρεται ότι τελέστηκε σε βάρος τους με την υποβολή της άνω μήνυσης για την αναφερόμενη σ’ αυτή αξιόποινη πράξη, της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, αφού και για την πράξη αυτή απαιτείται γνώση του δράστη, με την έννοια της βεβαιότητας ότι τα γεγονότα που ισχυρίστηκε είναι ψευδή. Η κρίση αυτή δεν διαφοροποιείται από τα όσα οι ενάγοντες υποστηρίζουν αναφορικά με την παραίτησή τους από το ΔΣ της αγοράστριας εταιρίας με την από 21-4-2003 εξώδικη δήλωση που κατά τους ισχυρισμούς τους γνωστοποίησαν στους εναγόμενους, αφού ταυτόχρονα δεν ισχυρίζονται ότι έληξε έκτοτε με κάποιο νόμιμο τρόπο η άσκηση των καθηκόντων τους ως εκπροσώπων της αγοράστριας ανώνυμης εταιρίας τηρουμένης της αρχής δημοσιότητας (άρθρ 7Α περ γ ν 2190/1920, ΑΠ 1204/2000 δημ ΝΟΜΟΣ) , η δε προαναφερόμενη γνωστοποίηση δεν οδηγεί αναγκαστικά στην κατάφαση της δόλιας προαίρεσης των εναγομένων ούτε άγει σε κρίση ότι τα γεγονότα της εγκλήσεως ήταν αναληθή και οι εναγόμενοι τελούσαν σε γνώση του ψεύδους. Το πρωτοβάθμιο, επομένως, Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ότι επειδή δεν συνέτρεχαν τα στοιχεία της υποκειμενικής υπόστασης των αξιόποινων πράξεων της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης οι εναγόμενοι δεν τέλεσαν σε βάρος των εναγόντων τις πράξεις αυτές, δεν έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι εκκαλούντες με τους διαλαμβανόμενους στον πρώτο και τρίτο λόγους της έφεσής τους που τυγχάνουν απορριπτέοι.

Ομοίως απορριπτέος τυγχάνει και ο δεύτερος λόγος έφεσης με τον οποίο οι εκκαλούντες - ενάγοντες αποδίδουν σφάλμα στην εκκαλουμένη κατά την εκτίμηση των αποδείξεων διότι κατά τους ισχυρισμούς τους (στον λόγο αυτό) οι ίδιοι κατά το χρόνο που πραγματοποιήθηκε η πώληση (17-9-2001) δεν εκφράζανε τη βούληση του νομικού προσώπου της αγοράστριας εταιρίας. Και τούτο διότι αφενός μεν η εκκαλουμένη, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του σκεπτικού της δεν διαλαμβάνει τέτοια αιτιολογία και αφετέρου διότι ο λόγος αυτός της έφεσης στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι ο ανωτέρω χρόνος πώλησης (17-0-2001) είναι κρίσιμος για τον προσδιορισμό του χρόνου και του υποκειμένου τέλεσης της καταγγελθείσας πράξης της υπεξαιρέσεως , ενώ σύμφωνα με τα όσα μνημονεύονται στη μείζονα πρόταση κρίσιμος χρόνος τέλεσης του συγκεκριμένου - καταγγελθέντος αδικήματος είναι ο χρόνος ιδιοποίησης του πράγματος. Σημειώνεται ότι το Ε` Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, το οποίο δικάζοντας επί μήνυσης των εναγόντων κατά του δεύτερου και τρίτου των εναγομένων με την υπ’ αριθμ 81448/2010 απόφασή του, κήρυξε κατά πλειοψηφία τους κατηγορούμενους, αθώους για τις πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης από κοινού και συκοφαντικής δυσφήμησης από κοινού κατά συρροή, φερομένων ως τελεσθεισών σε βάρος των εναγόντων. Περαιτέρω από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι η εκ μέρους της πρώτης εναγομένης κατηγορία σε βάρος των εναγόντων για την πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με την υποβολή της αστήρικτης στο νόμο ως άνω μήνυσης που τους προσάπτει (άνευ της συνδρομής των στοιχείων του νόμου) το ανωτέρω σοβαρής ηθικής απαξίας αδίκημα ως ισχυρισμός γεγονότος (ήτοι ανακοίνωση περιστατικού εμπλοκής τους σε υπεξαίρεση) ήταν αντικειμενικώς ικανό να προσβάλει την τιμή και την υπόληψη των εναγόντων και την εν γένει προσωπικότητά τους, η δε πρώτη εναγομένη γνώριζε ότι τούτο ήταν πρόσφορο να βλάψει την τιμή και την υπόληψη των εναγόντων, αφού εμπεριέχει αμφισβήτηση της ηθικής υπόστασης των τελευταίων και αφορά στην ηθική ακεραιότητα αυτών. Η συγκεκριμένη δε κατηγορία περιήλθε σε γνώση αορίστου αριθμού προσώπων (δικαστών, εισαγγελέων, υπαλλήλων του Πρωτοδικείου και της Εισαγγελίας, αλλά και προσώπων του κοινωνικού και επαγγελματικού περιβάλλοντος των εναγόντων) και είχε ως αποτέλεσμα την τρώση της τιμής και της υπόληψης αυτών οι οποίοι εμφανίστηκαν ότι ενέχονται στην ως άνω αξιόποινη πράξη. Επομένως, η πρώτη εναγομένη, που εκπροσωπείται από τον δεύτερο και τρίτο των εναγομένων, τέλεσε σε βάρος των εναγόντων το αδίκημα της απλής δυσφήμησης , όπως βάσιμα δέχεται η εκκαλουμένη. Από τον τρόπο όμως της εκδήλωσης και τις περιστάσεις που τελέστηκε η ανωτέρω πράξη, δεν προκύπτει ότι ο σκοπός της πρώτης εναγομένης, κατευθυνόταν ειδικά στην προσβολή της τιμής και της αξιοπρέπειας των εναγόντων, αλλά αυτή ενήργησε αποκλειστικά από δικαιολογημένο ενδιαφέρον για τη διαφύλαξη των οικονομικών και επαγγελματικών συμφερόντων της αιτούμενη δικαστική προστασία. Η κρίση αυτή ενισχύεται και από το περιεχόμενο της ίδιας της εγκλήσεως στην οποία μηνύονται ως εκπρόσωποι της αγοράστριας ΑΕ (με την επίκληση του με αρ 3840/29-5-2002 ΦΕΚ τεύχος ΑΕ ΕΠΕ) τόσο οι ενάγοντες όσο και κάθε άλλος τρίτος υπεύθυνος για την καταγγελλόμενη πράξη. Η επισκόπηση του περιεχομένου της εγκλήσεως οδηγεί σε κρίση ότι σκοπός υποβολής αυτής ήταν να γίνει σχετική δικαστική διερεύνηση των καταγγελλομένων και να αξιολογηθούν αυτά ποινικά από τον αρμόδιο προς τούτο Εισαγγελέα ώστε η εγκαλούσα να μην στερηθεί δικαστικής προστασίας αναφορικά με τα δικαιώματα κυριότητας που εύλογα αλλά (νομικά) πεπλανημένα πίστευε ότι διατηρούσε στα πωληθέντα (με ρήτρα παρακράτησης κυριότητας) έστω και μετά την εκ μέρους της επιδίωξη είσπραξης του υπολοίπου οφειλόμενου τιμήματος αυτών. Η σύνταξη δε και το ύφος της μηνύσεως δεν υπερέβαινε το επιβαλλόμενο και αντικειμενικά αναγκαίο προς τούτο μέτρο για το δικαιολογημένο ενδιαφέρον της διαφύλαξης και προστασίας του δικαιώματός της. Ως εκ τούτου τα ανωτέρω δεν συνιστούν άδικη πράξη (ΑΠ 688/2003 Δ/νη 44. 1466). Κατ` ακολουθία, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν η ένσταση, που κατ’ άρθρο 367 παρ. 1 εδ. γ ΠΚ πρόβαλαν παραδεκτά οι εναγόμενοι με τις προτάσεις τους στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και επαναφέρουν στην παρούσα δίκη και κατόπιν τούτου να απορριφθεί η αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Να σημειωθεί ότι με την άσκηση της κρινόμενης έφεσης και μέσα στα καθοριζόμενα από τους λόγους της όρια, μεταβιβάστηκε στο παρόν Δικαστήριο, ως ενιαίο και αδιαίρετο κεφάλαιο της εκκαλούμενης απόφασης, τόσο η αγωγή, όσο και η κατ` αυτής ένσταση του άρθρου 367 παρ. 1 εδ γ ΠΚ και δεν ήταν ούτως ή άλλως αναγκαία η επαναφορά της ανωτέρω ενστάσεως με τις προτάσεις των εναγομένων κατά τον οριζόμενο στο άρθρο 240 Κ.Πολ.Δ. τρόπο (σύντομη περίληψη αυτής και αναφορά στις σελίδες των πρωτόδικων προτάσεων που την περιέχουν, με προσκομιδή και των τελευταίων βλ. ΑΠ 979/2003 δημ ΝΟΜΟΣ). Το πρωτοβάθμιο επομένως, Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση στην αυτή κρίση κατέληξε αν και με ελλιπή αιτιολογία που συμπληρώνεται από την παρούσα (αρθρ. 534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε, αλλά ορθά το νόμο εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζουν, με την έφεσή τους οι εκκαλούντες, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

Από τα άρθρα 176, 189, 190 παρ. 3 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι σε περίπτωση που ηττάται ο διάδικος, όπως όταν απορρίπτεται η αγωγή του, καταδικάζεται στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αντιδίκου του, μετά την υποβολή από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος, ακόμη και όταν δεν έχει υποβληθεί κατάλογος εξόδων. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 100 παρ. 1, 107 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων, (Ν.Δ. 3026/1954), η δικαστική δαπάνη του εναγομένου καθορίζεται σε ποσοστό 2% επί του αιτουμένου ποσού, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 178 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, το δικαστήριο δεν μπορεί να ορίζει τα δικαστικά έξοδα σε ποσά μικρότερα από τα κατώτατα όρια. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που ηττήθηκε, δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας, (ΑΠ 859/2002 Δνη 44 1260, ΕφΑθ 798/2007 Δνη 2008 239). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 179 ΚΠολΔ, σε περίπτωση που η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, μπορεί το δικαστήριο, ανεξάρτητα από την έκταση της νίκης ή της ήττας των διαδίκων, να προβεί σε συμψηφισμό των εξόδων. Στην περίπτωση έτσι αυτή ο συμψηφισμός ή μη των δικαστικών εξόδων ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του δικαστή της ουσίας και η σχετική κρίση του δεν είναι δεκτική αναιρετικού ελέγχου (ΑΠ. 773/2009, ΑΠ 1533/2008, ΑΠ 433/2007 δημ Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση με τον τελευταίο - τέταρτο λόγο της εφέσεως οι εκκαλούντες παραπονούνται για τη διάταξη της εκκαλουμένης αποφάσεως περί επιβολής εις βάρος τους των δικαστικών εξόδων των εναγομένων από 3.000 ευρώ στον κάθε εκκαλούντα και ισχυρίζονται ότι συνέτρεχε νόμιμος λόγος συμψηφισμού αυτών κατ` άρθρο 179 ΚΠολΔ, άλλως ισχυρίζονται ότι το ύψος αυτών είναι υπερβολικό και πως δεν αποδείχθηκε η σχετική δαπάνη, ζητούν δε να συμψηφιστεί αυτή λόγω ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν. Ο λόγος αυτός, όμως, ο οποίος παραδεκτά προβάλλεται κατ` άρθρο 193 ΚΠΔ, (Σ. Σαμουήλ Η Εφεση, 2003 παρ.193, ΑΠ 1306/1990 Δνη 33 311), κρίνεται αβάσιμος κατ` ουσίαν και πρέπει να απορριφθεί. Τούτο δε διότι δεν συνέτρεχε εν προκειμένω λόγος συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων, κατά το άρθρο 179 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι οι κανόνες δικαίoυ που εφαρμόστηκαν δεν είχαν κάποια ιδιαίτερη δυσχέρεια, ενώ το αντικείμενο της αγωγής, σε συνδυασμό με τα άρθρα 100 παρ. 1 και 107 παρ. 1 του Κώδικα δικηγόρων, δικαιολογεί τον προσδιορισμό των επιδικασθέντων πρωτοδίκως δικαστικών εξόδων των εναγομένων που νίκησαν στο ποσό των 3.000 ευρώ για τον καθένα. Κατόπιν όλων αυτών και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσία και να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την έφεση.

Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις Δεκεμβρίου 2013, δημοσιεύθηκε δε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Ιανουαρίου 2014, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ