28.4.14

ΑΠ 677/2012: Δημόσιο, ΟΤΑ και ΝΠΔΔ - Απαγόρευση μετατροπής συμβάσεων εργασίας σε αορίστου χρόνου


Δημόσιο, ΟΤΑ και ΝΠΔΔ - Απαγόρευση μετατροπής συμβάσεων εργασίας σε αορίστου χρόνου - Επιδοτούμενη πρόσληψη υπαλλήλων από τον ΟΑΕΔ - Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας - Σύμβαση μαθητείας - Συμφωνία παραιτήσεως του μισθωτού από τις νόμιμες μισθολογικές αξιώσεις του - Άκυρη σύμβαση εργασίας -. Κρίθηκε ότι μεταξύ των διαδίκων καταρτίσθηκαν εξαρχής μη απαγορευόμενες, αλλά επιτρεπόμενες από το νόμο συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, παραταθείσες με παρόμοιες συμβάσεις, όπως ορθά χαρακτηρίσθηκαν και με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, και όχι συμβάσεις μαθητείας και μάλιστα γνήσιες. Κρίθηκε επίσης ότι ο αναιρεσείων Δήμος, ως αντισυμβαλλόμενος κάθε φύλακα σχολικών κτιρίων, τόσο κατά την σύσταση όσο και καθ' εαυτή την λειτουργία των συμβάσεων εργασίας τους, αποτελεί τον φορέα της εργασιακής σχέσης, με τον οποίο συνδέονταν οι ενάγοντες στο πλαίσιο εφαρμογής του παραπάνω προγράμματος, και τον εργοδότη αυτών. Η συμφωνία περί παραιτήσεως του μισθωτού από τις νόμιμες μισθολογικές αξιώσεις του είναι άκυρη, είτε γίνει πριν από την παροχή εργασίας είτε μετά από αυτή. Η εν λόγω απαγόρευση και η ακυρότητα δεν αφορούν στον υπέρ τα νόμιμα όρια συμβατικό μισθό και στις αξιώσεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Σε περίπτωση άκυρης σύμβασης εργασίας, ο εργαζόμενος δικαιούται ευθέως εκ του νόμου και όχι βάσει των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού, τις αποδοχές, το επίδομα άδειας και τα επιδόματα, εορτών.


Αριθμός 677/2012 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 

B1' Πολιτικό Τμήμα 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηλία Γιαννακάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη και Δημήτριο Κόμη, Αρεοπαγίτες.
    Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 6η Δεκεμβρίου 2011, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
    Του αναιρεσείοντος: ΟΤΑ με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΠΑΤΡΕΩΝ", που εδρεύει στην Πάτρα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γρηγόριο-Ευάγγελο Καλαβρό, ο οποίος δήλωσε στο ακροατήριο ότι εκ παραδρομής στο αναιρετήριο έχει παραληφθεί ο 74ος των αναιρεσιβλήτων Ι. Σ. του Κωνσταντίνου.
    Των αναιρεσιβλήτων: 1. Σ. Δ. του Β., κατοίκου ... έως και 87. Φ. Κ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Ρήγα με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, 88. ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΑΕ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Δανόπουλο και 89. Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Κωνσταντίνο Ζαμπάρα, Πάρεδρο ΝΣΚ με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
    Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24-12-2005 αγωγή των ήδη ογδόντα επτά (87) πρώτων αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 814/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 225/2010 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 5-10-2010 αίτησή του και τους από 5-4-2011 πρόσθετους λόγους αυτής. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Κόμης διάβασε την από 22-9-2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος της 88ης αναιρεσίβλητης την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 και 649 Α.Κ. προκύπτει, ότι σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου είναι εκείνη με την οποία συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι την επέλευση μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου παύει αυτοδικαίως, σε περίπτωση δε αμφιβολίας η σύμβαση αυτή θεωρείται αορίστου χρόνου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 21 παρ. 1, 2 και 3 του Ν. 2190/1994, οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα του άρθρου 14 παρ. 1 του αυτού νόμου, μεταξύ των οποίων και οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) Α' και Β' βαθμού, επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για την αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών με διάρκεια απασχόλησης, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ μήνες μέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα μηνών, ενώ στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κενώσεως θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις μήνες για το ίδιο άτομο, χωρίς να επιτρέπεται εγκύρως παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Εξάλλου, με την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001 προστέθηκε στο άρθρο 103 αυτού η παράγραφος 8, με τα εδάφια α' και γ' της οποίας προβλέπεται ότι νόμος ορίζει τους όρους και την χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 (του άρθρου 103 του Συντάγματος), είτε πρόσκαιρων, είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά την παρ. 2 εδάφ. β' αυτού. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού, που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεων του σε αορίστου χρόνου. Στους κανόνες αυτούς, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις ως άνω διατάξεις του Ν. 2190/1994, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό, που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με υπαλληλική σχέση δημοσίου δικαίου, όσο και το προσωπικό, που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 3 και 8 του Συντάγματος. Ειδικά, όμως, με το άρθρο 20 παρ. 4 του Ν. 2738/1999 εισήχθη συγκεκριμένη ρύθμιση και δη προστέθηκε ως περίπτωση κα' στο άρθρο 14 παρ.2 του Ν. 2190/1994 επιπλέον εξαίρεση στο σύστημα προσλήψεων του νόμου αυτού (απαλειφθείσα ήδη με το άρθρο 1 του Ν. 3812/2009 που δεν καταλαμβάνει την επίδικη διαφορά), η οποία αφορά την πρόσληψη προσωπικού σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος απασχόλησης, που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον Ο.Α.Ε.Δ., ειδικότερα δε ορίσθηκε ότι η πρόσληψη του προσωπικού που προσλαμβάνεται σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος, που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον Ο.Α.Ε.Δ., διενεργείται σύμφωνα με τους όρους, την διαδικασία και τα κριτήρια που καθορίζονται στα προγράμματα αυτά. Η επιδοτούμενη αυτή πρόσληψη υπαλλήλων είναι εξαιρετική, διότι συνδέεται με την ανάγκη πραγμάτωσης των προγραμμάτων, που με τους υφιστάμενους κανόνες θα απέβαινε ατελέσφορη και για το λόγο αυτό ορίζεται ότι η πρόσληψη διενεργείται με τους όρους, την διαδικασία και τα κριτήρια, που καθορίζονται στα προγράμματα. Συνακόλουθα, η πρόσληψη υπαλλήλων, που έχει πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο συγκεκριμένου προγράμματος του Ο.Α.Ε.Δ. και οι εξ αυτής απορρέουσες εργασιακές σχέσεις έχουν συγκεκριμένο χρόνο διάρκειας, είναι δηλαδή συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, η πάροδος του οποίου συνεπιφέρει αυτοδικαίως και την λήξη τους (άρθρο 669 παρ.1 Α.Κ.) και η σύναψη αυτών ως συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου επιβάλλεται από αντικειμενικούς λόγους που συνδέονται με την φύση τους (ΑΠ 705/2010). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 648, 652 Α.Κ. και 6 του Α.Ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την 324/46 ΠΥΣ, προκύπτει ότι, για τον χαρακτηρισμό της εργασίας ως εξαρτημένης, απαιτείται όπως αυτός που την παρέχει τελεί κατά την εκτέλεση της κάτω από τις οδηγίες και τον έλεγχο του εργοδότη, ο οποίος καθορίζει τον τόπο, τον τρόπο, τον χρόνο και την έκταση της παροχής της, μέσα στα συμβατικά ή νόμιμα όρια, κατά τρόπο δεσμευτικό για τον μισθωτό, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να υπακούει και ακολουθεί τις οδηγίες του εργοδότη. Ο τελευταίος δικαιούται να ασκεί εποπτεία και έλεγχο προς διαπίστωση της συμμορφώσεως του μισθωτού προς τις οδηγίες του και της επιμελούς εκτελέσεως της εργασίας που του ανατέθηκε. Στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας τα μέρη αποβλέπουν στην παροχή της συμπεφωνημένης εργασίας και όχι στην επίτευξη ενός ορισμένου αποτελέσματος, όπως συμβαίνει επί μισθώσεως έργου (άρθρο 681 Α.Κ.), σε περίπτωση δε που ο μισθωτός δεν υποβάλλεται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη κατά την παροχή της εργασίας του, τότε πρόκειται για μίσθωση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, οπότε δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του εργατικού δικαίου. Εξάλλου, σύμβαση μαθητείας είναι η σύμβαση κατά την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταδώσει στον άλλο τις αναγκαίες εμπειρικές γνώσεις για την άσκηση από τον τελευταίο ορισμένου επαγγέλματος ή ορισμένης τέχνης. Ειδικότερες μορφές της συμβάσεως μαθητείας είναι η γνήσια σύμβαση μαθητείας και η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου. Στη γνήσια σύμβαση μαθητείας προέχον στοιχείο είναι η παροχή εκπαίδευσης στον μαθητευόμενο, η δε τυχόν παροχή εργασίας από αυτόν δεν γίνεται με σκοπό εκτέλεσης παραγωγικού έργου, αλλά για τις ανάγκες της εκπαίδευσης και της εξοικείωσης του με το αντικείμενο του επαγγέλματος ή της τέχνης του. Στη σύμβαση αυτή, για την οποία δεν υπάρχει ειδική νομοθετική ρύθμιση και κατά την οποία ο μαθητευόμενος παρέχει εργασία για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις της σύμβασης εργασίας του Α.Κ., εφόσον συμβιβάζονται με την φύση και τον σκοπό της σύμβασης αυτής, ενώ δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας, τις νόμιμες αποδοχές, την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, την αποζημίωση απολύσεως κ.λπ., οι οποίες προϋποθέτουν παροχή εξαρτημένης εργασίας, που δεν αποτελεί προέχον στοιχείο στη γνήσια σύμβαση μαθητείας. Στην εν λόγω σύμβαση μπορεί να συμφωνηθεί ότι ο εργοδότης θα καταβάλλει στον μαθητευόμενο μισθό (κατώτερο από τον μισθό του καταρτισμένου μισθωτού) για την ωφέλεια που αντλεί από την εργασία του, καθώς και ότι ο μαθητευόμενος είτε δεν θα λαμβάνει μισθό είτε θα καταβάλλει ορισμένο ποσό στον εργοδότη για την μαθήτευσή του. Αντίθετα, επί συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου, η οποία υφίσταται όταν ο μαθητευόμενος μισθωτός παρέχει εργασία σε επιχείρηση ή εκμετάλλευση, επιδιώκοντας παραλλήλως την απόκτηση γνώσεων ή ικανότητας σε ορισμένη ειδικότητα ή επάγγελμα, η εκμάθηση τέχνης εκ μέρους του επέρχεται ως αυτόματη συνέπεια της εφαρμογής της συμβάσεως και εντός των πλαισίων της συνήθους λειτουργίας αυτής και δεν αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης υποχρέωσης του εργοδότη και, συνεπώς, επί της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου εφαρμόζονται τόσο οι γενικές, όσο και οι ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, εφόσον προέχων σκοπός της συμβάσεως αυτής είναι η παροχή εκ μέρους του μαθητευόμενου εργασίας έναντι αμοιβής και παρεπόμενος σκοπός είναι η εκμάθηση τέχνης ή επαγγέλματος, σύμφωνα με τις οδηγίες και κατευθύνσεις του εργοδότη. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός της σχέσεως που γεννάται από την παροχή εργασίας αποτελεί κατ7 εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, τα οποία, μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων , κρίνουν σε τι απέβλεψαν οι συμβαλλόμενοι και ποία νομική σχέση συνδέει τον μισθωτό με τον εργοδότη του, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτηρισμό που έδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη στη συνδέουσα αυτά σχέση, από την απαγόρευση δε της μετατροπής από το νόμο των ιδιωτικού δικαίου συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου των εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, που θεσπίζεται με το άρθρο 103 παρ.8 του Συντάγματος, δεν συνάγεται και απαγόρευση της αναγνώρισης του πραγματικού χαρακτήρα ορισμένης σχέσης, η οποία δεν αποτελεί "μετατροπή", αλλά ορθό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά την δικαστική διαδικασία.
    Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του, το Εφετείο Πατρών δέχθηκε, εκτός άλλων και τα ακόλουθα, που ενδιαφέρουν εδώ: Με την υπ' αριθμ. 34100/24-11-1999 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ Β' 2131/1999), που εκδόθηκε μετά την υπ' αριθμ. 2701/16-11-1999 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ) και κατ' εφαρμογή των προβλεπομένων στο άρθρο 20 παρ.1 και 15 του Ν. 2639/1998, καταρτίσθηκε πρόγραμμα για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας στη φύλαξη σχολείων 2700 ανέργων, αποφοίτων Λυκείου, ηλικίας από 25 έως 64 ετών, διάρκειας (του προγράμματος) 24 μηνών, διαιρούμενο σε δύο φάσεις. Την πρώτη φάση, διάρκειας 11 μηνών, με αντικείμενο την θεωρητική και πρακτική ενημέρωση (κατά τον πρώτο μήνα) και την τοποθέτηση σε θέσεις για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας (κατά τους υπόλοιπους μήνες). Κατά την φάση αυτή η χρηματοδότηση του προγράμματος θα γινόταν από τον ΟΑΕΔ. Την δεύτερη φάση, διάρκειας 13 μηνών, με αντικείμενο την απασχόληση των καταρτισθέντων στην φύλαξη των σχολικών κτιρίων, κατά την οποία φάση η χρηματοδότηση του προγράμματος θα γινόταν από το Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης Δικαιούχοι φορείς του παραπάνω προγράμματος ήταν οι πρωτοβάθμιοι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) των νομών Αττικής και Θεσσαλονίκης, των πρωτευουσών νομών και των μεγάλων αστικών κέντρων. Στο πλαίσιο της προαναφερθείσας Υπουργικής Απόφασης-δέχθηκε στη συνέχεια το Εφετείο-καταρτίσθηκαν οι προβλεπόμενες από αυτή προγραμματικές συμβάσεις και συγκεκριμένα η από 9-12-1999 προγραμματική σύμβαση και ακολούθως η από 5-1-2000 τροποποιητική αυτής, μεταξύ του αρχικά τρίτου εναγομένου και ήδη αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου (ως προς το οποίο απορρίφθηκε η ένδικη αγωγή με την πρωτόδικη απόφαση, καθώς και η έφεση κατ' αυτού του ήδη αναιρεσείοντος με την προσβαλλόμενη απόφαση), του ΟΑΕΔ, της ΚΕΔΚΕ και της αρχικά πρώτης εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας, με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ Α.Ε." (ως προς την οποία απορρίφθηκε η ένδικη αγωγή με την πρωτόδικη απόφαση, καθώς και η έφεση κατ' αυτής του ήδη αναιρεσείοντος με την προσβαλλόμενη απόφαση), με τις οποίες συμβάσεις συμφωνήθηκε η υλοποίηση του προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας και απασχόλησης συνολικά 3.300 ανέργων για την φύλαξη σχολικών κτιρίων. Επιπλέον, με τις συμβάσεις αυτές προσδιορίστηκαν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις καθενός των εμπλεκόμενων ως άνω φορέων, οι οποίοι, ακολούθως, εκπόνησαν "κανονιστικό πλαίσιο εφαρμογής του προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας ανέργων στη φύλαξη σχολικών κτιρίων", στο οποίο, μεταξύ άλλων, αναφέρεται: α) ότι στο πλαίσιο των προγραμματικών συμβάσεων τα συμβαλλόμενα μέρη συγκρότησαν επιτροπή παρακολούθησης του προγράμματος, η οποία αποτελείται από εκπροσώπους των φορέων του εταιρικού σχήματος και έχει την ευθύνη της παρακολούθησης του έργου και της λήψης αποφάσεων, εντός των ορίων που ορίζονται από τις προγραμματικές συμβάσεις, για την εύρυθμη και άρτια υλοποίηση του προγράμματος και την επίλυση τυχόν προβλημάτων που θα ανέκυπταν από την διαδικασία αυτή (άρθρο 31 του κανονιστικού πλαισίου) και β) ότι τα σχολεία που θα επιλέξουν οι δικαιούχοι ΟΤΑ πρέπει να είναι της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και ότι η φύλαξη των σχολείων θα γίνεται σε εικοσιτετράωρη βάση, σε τρεις βάρδιες και Σαββατοκύριακα και αργίες, ορίζοντας ταυτόχρονα ότι η πρώτη βάρδια θα διαρκεί από την 07.00' ώρα έως την 15.00' ώρα, η δεύτερη βάρδια από την 15.00' ώρα έως την 23.00' ώρα και η τρίτη βάρδια από την 23.00' ώρα έως την 07.00' ώρα (της επομένης) και ότι κάθε ασκούμενος είναι υποχρεωμένος σε καθημερινή οκτάωρη παρουσία στο σχολικό κτίριο, στο οποίο έχει τοποθετηθεί, σύμφωνα με το πρόγραμμα που θα του δοθεί από τον οικείο ΟΤΑ. Παράλληλα προβλέφθηκε, όπως και στην ως άνω Υπουργική Απόφαση, το ύψος της ημερήσιας αποζημίωσης των δικαιούχων ανέργων, που θα συμμετέχουν στο πρόγραμμα, ανερχομένης στο ποσό των 35,22 ευρώ (12.000 δρχ), η οποία θα καταβάλλεται για 22 ημέρες το μήνα. Περαιτέρω, δέχθηκε το Εφετείο ότι, αφού έγινε η επιλογή των 145 δικαιούχων ΟΤΑ, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και ο εναγόμενος, ήδη αναιρεσείων, Δήμος Πατρέων, καθώς και των δικαιούχων ανέργων, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι ενάγοντες, ήδη αναιρεσίβλητοι, καταρτίσθηκαν, μεταξύ της "ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ Α.Ε." (Ε.Ε.Τ.Α.Α.) και του Δήμου Πατρέων αφενός και των εναγόντων αφετέρου, οι από 29-1-2001 συμβάσεις συνεργασίας, ισχύουσες για 11 μήνες, δυνάμει των οποίων ανέλαβαν οι ενάγοντες τα καθήκοντα τους στις 5-2-2001, πλην των 20 ης, 21ου, 39 ου, 40ου, 62 ου, 63 ου, 80 ης, 81 ης, και 82 ης από τους ενάγοντες, οι οποίοι ανέλαβαν τα καθήκοντα τους την 1-3-2001. Με τις συμβάσεις αυτές οι ενάγοντες ανέλαβαν την υποχρέωση να παρακολουθήσουν μία επιμορφωτική συνάντηση για θέματα φύλαξης σχολικών κτιρίων και στη συνέχεια να αποκτήσουν εργασιακή εμπειρία, απασχολούμενοι ως φύλακες σε βάρδιες, οκτώ (8) ώρες την ημέρα, αργίες και Σαββατοκύριακα, και για είκοσι δύο (22) ημέρες το μήνα. Με τις ίδιες συμβάσεις-δέχθηκε επίσης το Εφετείο-ο εναγόμενος (αναιρεσείων) Δήμος Πατρέων ανέλαβε την υποχρέωση να εκπληρώσει τις περιεχόμενες στο ως άνω πρόγραμμα προβλέψεις και ειδικότερα: 1) να προβεί στην επιλογή των σχολικών κτιρίων και να κατανείμει τους ασκούμενους φύλακες σ' αυτά, 2) να προμηθευθεί τον απαραίτητο εξοπλισμό και να τον διαθέσει στους ασκούμενους φύλακες, 3) να διενεργεί τακτικούς ελέγχους προς διαπίστωση της παρουσίας των ασκουμένων κατά τις ημέρες και ώρες της βάρδιας, 4) να ορίσει ένα μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου και ένα στέλεχος αυτού, που θα έχουν την ευθύνη παρακολούθησης της εφαρμογής του προγράμματος, ειδικότερα δε το στέλεχος του Δήμου, προκειμένου να συντονίζει και να οργανώνει τις προγραμματισμένες ενημερωτικές συναντήσεις, να αποστείλει στην Ε.Ε.Τ.Α.Α. αρχικά πίνακα με τα στοιχεία των ασκουμένων φυλάκων και στη συνέχεια να αποστέλλει ανά δίμηνο πρόγραμμα σχετικά με τις βάρδιες που θα ακολουθούνται σε κάθε σχολικό κτίριο, στο οποίο πρόγραμμα θα αναγράφονται το ονοματεπώνυμο των φυλάκων και οι αντίστοιχες βάρδιες αυτών, να συντάσσει καθημερινά τα "ημερήσια δελτία παρουσιών", που θα συμπληρώνουν οι ασκούμενοι, καθώς και το μηνιαίο δελτίο παρουσίας ασκουμένων, το οποίο θα αποστέλλει εντός πέντε ημερών από την λήξη κάθε διμήνου στην Ε.Ε.Τ.Α.Α. και να έχει τακτική επικοινωνία με τους διευθυντές των σχολείων για την ορθή εφαρμογή του προγράμματος και συνεχή συνεργασία με τους ασκούμενους φύλακες για την επίλυση τυχόν προβλημάτων και 5) να αναπτύξει (ο εναγόμενος Δήμος Πατρέων) και να εφαρμόσει ενέργειες ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης των εμπλεκομένων φορέων και κοινωνικών ομάδων, που ωφελούνται από το πρόγραμμα. Οι παραπάνω συμβάσεις, μετά την λήξη τους, ανανεώθηκαν με τα από 5-1-2002, 1-7-2002, 17-7-2003, 1-4-2004, 2-8-2004, 4-2-2005, 27-10-2005 συμφωνητικά συνεργασίας ορισμένου χρόνου, δυνάμει των οποίων οι ενάγοντες παρείχαν την εργασία τους μέχρι τον χρόνο ασκήσεως της ένδικης αγωγής. Με βάση αυτές τις παραδοχές, το Εφετείο έκρινε, ότι φορέας της εργασιακής σχέσης, με τον οποίο συνδέονταν οι ενάγοντες (αναιρεσίβλητοι) στο πλαίσιο εφαρμογής του ειρημένου προγράμματος, είναι ο εναγόμενος (αναιρεσείων) Δήμος Πατρέων, ο οποίος και αποτελεί τον αντισυμβαλλόμενο καθενός συγκεκριμένου φύλακα σχολικών κτιρίων, τόσο κατά την σύσταση όσο και καθεαυτή την λειτουργία των συμβάσεων εργασίας τους, οι οποίες, κατ7 επιταγή των προαναφερομένων διατάξεων του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος και 21 του Ν. 2190/1994, συνήφθησαν ως συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου. Επομένως, κατέληξε το Εφετείο, ο εναγόμενος Δήμος Πατρέων είναι ο εργοδότης των εναγόντων κατά την έννοια του νόμου, αφού σ' αυτόν οι ενάγοντες προσέφεραν πραγματικά τις υπηρεσίες τους καθ' όλο το χρονικό διάστημα της απασχολήσεως τους ως φυλάκων στα σχολικά κτίρια της πόλης των Πατρών, στα οποία τοποθετήθηκαν από τον ίδιο τον εναγόμενο Δήμο, απασχολούμενοι σ' αυτά επί οκτώ (8) ώρες σε μία από τις τρεις βάρδιες κάθε ημέρα, υπό τις εντολές και την εποπτεία των ορισθέντων από το Δήμο οργάνων για τον συντονισμό και την παρακολούθηση της εργασίας τους, στα οποία (όργανα) αναφέρονταν για οποιοδήποτε πρόβλημα ανέκυπτε, τελούντες έτσι υπό την άμεση εξάρτηση και εποπτεία του εναγόμενου Δήμου και ότι ο τελευταίος οφείλει στους ενάγοντες τα αναφερόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση ποσά για επιδόματα (δώρα) εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, αποζημίωση λόγω μη πραγματοποιήσεως της άδειας τους και επίδομα αδείας του επίδικου χρονικού διαστήματος από 28-12-2003 έως 28-12-2005. Έτσι το Εφετείο, μετά συνεκδίκαση της από 24-3-2008 εφέσεως των εναγόντων με την από 12-5-2008 έφεση και τους από 25-2-2009 πρόσθετους λόγους του εναγόμενου Δήμου Πατρέων, απέρριψε την έφεση των εναγόντων, καθώς και την έφεση και τους πρόσθετους λόγους του εναγομένου ως προς τους εφεσίβλητους 18° (Χ. Μ.), 88° (Ελληνικό Δημόσιο) και 89η (Ε.Ε.Τ.Α.Α.), δέχθηκε την έφεση και τους πρόσθετους λόγους του εναγομένου ως προς τους λοιπούς εφεσίβλητους, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση (814/2007 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών) και αφού απέρριψε ως μη νόμιμη την ένδικη αγωγή ως προς την επιδίκαση στους ενάγοντες των αναφερομένων εκεί ποσών και για τις ειδικότερα εκτιθέμενες σ' αυτήν αιτίες, οφειλομένων σ' αυτούς από την εργασία τους ως φυλάκων σχολικών κτιρίων του εναγόμενου Δήμου Πατρέων δυνάμει της μεταξύ τους συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου (το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε κρίνει ομοίως με την, εξαφανισθείσα κατά τούτο, απόφαση του, δηλαδή ότι ο εναγόμενος συνδεόταν με τους ενάγοντες με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου), δέχθηκε εν μέρει την ένδικη αγωγή, ως προς τις αξιώσεις των εναγόντων που δεν είχαν υποκύψει στην προβλεπόμενη από το άρθρο 90 παρ. 3 του Ν. 2362/1995 διετή παραγραφή, υποχρεώνοντας τον εναγόμενο Δήμο να καταβάλει σε κάθε ενάγοντα (πλην του 18ου τούτων), για επιδόματα εορτών, αποζημίωση άδειας και επίδομα αδείας, το συνολικό ποσό των 5.453,43 ευρώ. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και δεν παραβίασε ευθέως τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, ούτε εκ πλαγίου (με ασαφείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες) τις διατάξεις των άρθρων 648 και 652 του Α.Κ., αφού, σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά ως άνω περιστατικά, μεταξύ των διαδίκων καταρτίσθηκαν εξαρχής μη απαγορευόμενες, αλλά επιτρεπόμενες από το νόμο συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, παραταθείσες με παρόμοιες συμβάσεις, όπως ορθά χαρακτηρίσθηκαν και με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, και όχι συμβάσεις μαθητείας και μάλιστα γνήσιες (συμβάσεις μαθητείας), όπως υπολαμβάνει ο αναιρεσείων Δήμος, παραβλέποντας το γεγονός ότι προέχων σκοπός των επίδικων συμβάσεων ήταν η παροχή εργασίας από τους ενάγοντες και στο σκοπό αυτό απέβλεψαν τα συμβαλλόμενα μέρη, ενόψει και του ότι η απασχόληση με την φύλαξη σχολικών κτιρίων, από την φύση της, δεν απαιτεί ούτε απόκτηση ειδικών γνώσεων και ικανοτήτων, ούτε ιδιαίτερη εκπαίδευση, επίσης δε ο αναιρεσείων Δήμος, ως αντισυμβαλλόμενος κάθε φύλακα σχολικών κτιρίων, τόσο κατά την σύσταση όσο και καθεαυτή την λειτουργία των συμβάσεων εργασίας τους, αποτελεί τον φορέα της εργασιακής σχέσης, με τον οποίο συνδέονταν οι ενάγοντες στο πλαίσιο εφαρμογής του παραπάνω προγράμματος, και τον εργοδότη αυτών (όπως είχε κρίνει και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την, επικυρωθείσα κατά τούτο, απόφαση του). Επομένως, μετά ταύτα, τόσο οι πρώτος και δεύτερος (τελευταίος) λόγοι της αναιρέσεως, καθώς και ο πρώτος πρόσθετος λόγος, από το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, όσο και ο δεύτερος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
    Κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, συναγόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174 και 679 του ΑΚ, 8 του Ν. 2112/1920, όπως ερμηνεύθηκε με το άρθρο 11 του ΑΝ 537/1936, και 8 παρ. 4 του ΝΔ 4020/1953, η συμφωνία περί παραιτήσεως του μισθωτού από τις νόμιμες εν γένει μισθολογικές αξιώσεις του είναι άκυρη, είτε γίνει πριν από την παροχή εργασίας είτε μετά από αυτή. Αντίθετα, η απαγόρευση και η ακυρότητα δεν αφορούν στον υπέρ τα νόμιμα όρια συμβατικό μισθό και στις απαιτήσεις εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Εξάλλου δε, από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ.1 του Ν. 1082/80, του άρθρου 1 παρ. 2 της 19040/81 Α.Υ. Οικονομικών και Εργασίας, του άρθρου 1 παρ.1 και του άρθρου 2 του ΑΝ 539/1945, καθώς και του άρθρου 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966, συνάγεται ότι επιδόματα (δώρα) εορτών, άδεια, αποδοχές άδειας και επίδομα αδείας, δικαιούνται όχι μόνο οι μισθωτοί οι απασχολούμενοι σε κάποιον εργοδότη με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά και οι προσφέροντες τις υπηρεσίες τους - βάσει άκυρης συμβάσεως εργασίας - με απλή σχέση εργασίας. Συνεπώς και σε περίπτωση άκυρης σύμβασης εργασίας, ο εργαζόμενος δικαιούται ευθέως εκ του νόμου και όχι βάσει των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού, τις αποδοχές, το επίδομα άδειας και τα επιδόματα, εορτών. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο πρόσθετο λόγο αναιρέσεως (τελευταίο), από το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, ο αναιρεσείων Δήμος υποστηρίζει ότι το Εφετείο παρά το νόμο απέρριψε τον ισχυρισμό του, που προέβαλε με τις προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και επανέφερε στο Εφετείο, ότι οι αναιρεσίβλητοι με το από 1-5-2006 συμφωνητικό λύσεως συνεργασίας, που υπογράφηκε μεταξύ τους, παραιτήθηκαν εγκύρως από τις ένδικες αξιώσεις τους (επιδόματα εορτών, αποζημίωση άδειας και επίδομα αδείας) κατ' αυτού (αναιρεσείοντος), καθόσον, όπως υποστηρίζει ο αναιρεσείων, η παραίτηση τους αυτή έγινε εκ των υστέρων, δηλαδή μετά το ως άνω από 28-12-2003 έως 28-12-2005 επίδικο χρονικό διάστημα, και αφορούσε αξιώσεις των αναιρεσιβλήτων εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ο πρόσθετος αυτός λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι οι αναιρεσίβλητοι δικαιούνται ευθέως από το νόμο - και όχι βάσει των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού - τα επιδόματα (δώρα) εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, την αποζημίωση λόγω μη πραγματοποιήσεως της άδειας τους και το επίδομα αδείας και ως εκ τούτου η επικαλούμενη από τον αναιρεσείοντα συμφωνία περί παραιτήσεως τους από τις ένδικες αυτές αξιώσεις τους είναι άκυρη, ανεξάρτητα αν έγινε πριν ή μετά την λήξη της μεταξύ τους εργασιακής σχέσεως, όπως ορθά έκρινε και το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του.
    Ενόψει όλων των εκτεθέντων και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της, επίσης δε πρέπει να απορριφθούν και οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων Δήμος Πατρέων, ως ηττώμενος, στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και ο 74ος αναιρεσίβλητος Ι. Σ., ο οποίος, κατά δήλωση στο ακροατήριο του πληρεξουσίου δικηγόρου του αναιρεσείοντος, καταχωρηθείσα στα πρακτικά, εκ παραδρομής παραλήφθηκε στο αναιρετήριο), κατά το σχετικό αίτημα τούτων (άρθρα 183 και 176 ΚΠολΔ), μειωμένη, όμως, με βάση το άρθρο 281 παρ.2 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 3463/2006, όπως ορίζεται στο διατακτικό.
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 5-10-2010 αίτηση του Δήμου Πατρέων για αναίρεση της υπ' αριθμ. 225/2010 αποφάσεως του Εφετείου Πατρών και τους από 5-4-2011 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως. Και
    Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε επτακόσια (700) ευρώ.
    Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Φεβρουαρίου 2012.
    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Απριλίου 2012.
    Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ