23.4.14

ΑΠ 61/2013 (Ποιν): ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗ-ΕΚΔΟΣΗ/ΑΠΟΔΟΧΗ/ΝΟΘΕΥΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ


Φοροδιαφυγή - Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία - Δόλος -. Η έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, η αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων και η νόθευση τέτοιων στοιχείων συνιστούν περιπτώσεις φοροδιαφυγής. Εικονικό είναι, ανάμεσα στα άλλα, το φορολογικό στοιχείο, όταν αυτό εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή και για μέρος αυτής. Για τη στοιχειοθέτηση της παραπάνω μορφής του εγκλήματος της φοροδιαφυγής, απαιτούνται αντικειμενικά, η έκδοση από το δράστη πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή η αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, της πλαστότητας ή της εικονικότητας των φορολογικών στοιχείων και την αποδοχή αυτών, και περαιτέρω τη θέληση ή την αποδοχή του δράστη να προβεί στην έκδοση των πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή να αποδεχθεί εικονικά ολικά ή εν μέρει φορολογικά στοιχεία. Δεν απαιτείται ως πρόσθετο στοιχείο για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος, σκοπός του δράστη για την απόκρυψη φορολογητέας ύλης. Είναι ορθή και αιτιολογημένη η καταδίκη του κατηγορούμενου για φοροδιαφυγή.




ΑΡΙΘΜΟΣ 61/2013 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο,- Εισηγητή, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη και Μαρία Βασιλάκη, Αρεοπαγίτες.
    Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Δεκεμβρίου 2012, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέα Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ν. Μ. του Ι., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Απόστολο Μπανιώτη, περί αναιρέσεως της 262/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Γιαννιτσών. Με πολιτικώς ενάγον: ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟ που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Χρήστο Κοραντζάνη. Το Τριμελές Πλημ/κείο Γιαννιτσών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Μαρτίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 515/12.
    Αφού άκουσε
Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 παρ. 2 και 498 ΚΠΔ, προκύπτει ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως πρέπει να διαλαμβάνει ορισμένο λόγο, όπως και η κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Προκειμένου, ειδικότερα, για έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής αποφάσεως, η διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 ΚΠΔ, ορίζει ότι "η άσκηση εφέσεως από τον εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση, άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη". Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι η αιτιολόγηση της ασκούμενης από τον Εισαγγελέα εφέσεως κατά αθωωτικής αποφάσεως αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ενδίκου αυτού μέσου και πρέπει να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, δηλαδή, πρέπει να εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες πραγματικές και νομικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση (Ολ.ΑΠ 9/2005). Αν η έφεση του Εισαγγελέα δεν έχει τέτοια αιτιολογία και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αντί να την απορρίψει ως απαράδεκτη, την κρίνει παραδεκτή και ακολούθως, εξετάζοντας την ουσία της υποθέσεως, καταλήγει στην καταδίκη του κατηγορουμένου, υποπίπτει σε θετική υπέρβαση της εξουσίας του, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την 105/18-1-2010 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Γιαννιτσών, κηρύχθηκε αθώος ο ήδη αναιρεσείων - κατηγορούμενος για την πράξη της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ' εξακολούθηση, με την σε αυτή αιτιολογία. Κατά της αθωωτικής αυτής αποφάσεως η Αντεισαγγελέας Πλημμελειοδικών Γιαννιτσών άσκησε εμπρόθεσμα τη με αριθ. εκθ. 8/27-1-2010 έφεση, την οποίαν, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Γιαννιτσών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε τυπικά και κατ' ουσίαν, εξαφάνισε την αθωωτική απόφαση και στη συνέχεια, αφού εξέτασε εκ νέου την ουσία της υποθέσεως, με την προσβαλλόμενη 262/2011 απόφασή του, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και επέβαλε σε αυτόν ποινή φυλακίσεως 8 μηνών, ανασταλείσα επί τριετία. Στην οικεία έκθεση που συντάχθηκε για την ανωτέρω έφεση από την αρμόδια γραμματέα του Πρωτοδικείου Γιαννιτσών, με αριθμό 8/2010, την οποία παραδεκτώς επισκοπεί ο ’ρειος Πάγος για την εξέταση του προβαλλομένου λόγου αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ, αναφέρεται ότι η εν λόγω Αντεισαγγελέας Πλημμελειοδικών Γιαννιτσών ασκεί έφεση διότι από κακή εκτίμηση των αποδείξεων αθώωσε τον κατηγορούμενο, αναφέροντας κατά πιστή αντιγραφή τα ακόλουθα: "Συγκεκριμένα, από την κατάθεση των μαρτύρων Π. Δ. και Κ. Μ., υπαλλήλων της ΔΟΥ Γιαννιτσών κατά το χρόνο διενέργειας του φορολογικού ελέγχου αποδείχθηκε ότι το υπ' αριθμ. 69/2-7-2004 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών συνολικής χρηματικής αξίας 11.564,00 ευρώ (καθαρή αξία 9.800 ευρώ + ΦΠΑ 1.764,00 ευρώ), το υπ' αριθμ. 70/13-7-04 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών συνολικής χρηματικής αξίας 12.033,64 ευρώ (καθαρή αξία 10.198 ευρώ + ΦΠΑ 1.835,64 ευρώ), το υπ' αριθμ. 72/19-7-04 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών συνολικής χρηματικής αξίας 6.372 ευρώ (καθαρή αξία 5.400 ευρώ + ΦΠΑ 972,00 ευρώ) και το υπ' αριθμ. 73/20-7-04 τιμολόγιο παροχές υπηρεσιών συνολικής χρηματικής αξίας 1.062,00 ευρώ (καθαρή αξία 9.000 ευρώ + ΦΠΑ 162,00 ευρώ), με φερόμενο εκδότη το Χ. Κ. "Βιομηχανικοί Εξοπλισμοί-Διαμορφώσεις χώρων-Υλικά Οικοδομών & Εμπορία Σιδήρου και Μεταλλικών Κατασκευών", με έδρα την οδό ..., ..., που αφορούσε τη διενέργεια διάφορων κατασκευών στην έδρα της επιχείρησης του ήταν εικονικά ως προς το πρόσωπο του εκδότη. Ειδικότερα, οι παραπάνω μάρτυρες κατέθεσαν ότι από έλεγχο που διενεργήθηκε από τη ΔΟΥ Αμαρουσίου προέκυψε ότι η επιχείρηση του Χ. Κ. θεώρησε στοιχεία έως τις 16-10-01, ότι έχει καταθέσει μηδενικές περιοδικές δηλώσεις μόνο για το 1ο, 2°, 3°, 4° και 5° δίμηνο του 2001, ότι δεν κατέθεσε καμιά εκκαθαριστική δήλωση ΦΠΑ, δεν κατέθεσε καμία δήλωση εισοδήματος για τα οικονομικά έτη 2002 έως 2005 και ότι η επιχείρηση δεν υφίσταται πλέον στην έδρα της ούτε έχει κάνει διακοπή εργασιών. Από έλεγχο δε του ΣΔΟΕ Δυτικής Μακεδονίας διαπιστώθηκε ότι ο Β. Β. είχε κάνει έναρξη εργασιών και χρησιμοποιούσε τα φορολογικά στοιχεία τριών επιχειρήσεων μεταξύ των οποίων και η επιχείρηση Κ. Χ.. Συγκεκριμένα, όπως εκτίθεται στην υπ' αριθμ. πρωτ. 883/07 έκθεση ελέγχου ΚΒΣ της ΔΟΥ Γιαννιτσών, η παραπάνω επιχείρηση είχε μισθώσει την 1-2-2001 οροφοδιαμέρισμα στο ... για να χρησιμοποιήσει το μισθωτήριο συμβόλαιο για έναρξη στην αρμόδια ΔΟΥ και να θεωρήσει φορολογικά στοιχεία. Σύμφωνα με την από 9-10-02 δήλωση του Ν. 1599/86 του κ. Δ. Μ., ο οποίος ενεργούσε για λογαριασμό του ιδιοκτήτη του διαμερίσματος, ο Β. Β., μετά από ανακοίνωση στην εφημερίδα τον συνάντησε και διαπραγματεύθηκε μαζί του τη μίσθωση του διαμερίσματος στην οδό ... στο .... Μετά τη συμφωνία ο Β. έφερε τρίτο πρόσωπο τον Κ. που υπόγραφε το μισθωτήριο και κατέβαλε δύο εγγυήσεις και ένα μίσθωμα. Του κατέβαλε ακόμη ένα μίσθωμα αλλά δεν έγινε ποτέ εγκατάσταση στο μίσθιο, η ΔΕΗ είχε διακόψει το ρεύμα, τα τηλέφωνα του ΟΤΕ δεν λειτούργησαν ποτέ και παρά τις προσπάθειες του να του καταβληθούν τα καθυστερημένα μισθώματα δεν του απαντούσαν. Αν και αναζητήθηκε ο Κ. δεν κατορθώθηκε να ανευρεθεί. Απ' όλα τα προαναφερόμενα αβίαστα προκύπτει ότι πραγματικός εκδότης των παραπάνω τιμολογίων είναι ο Β. Β. και ως εκ τούτου αυτά είναι εικονικά ως προς το πρόσωπο του εκδότη. Επίσης, από τις καταθέσεις των μαρτύρων και την προαναφερόμενη έκθεση ελέγχου ΚΒΣ αποδείχθηκε ότι το υπ' αριθμ. 176/20-6-2004 δελτίο αποστολής τιμολόγιο (για πώληση αγαθών), συνολικής χρηματικής αξίας 3.016,43 ευρώ (καθαρή αξία 2.556,30+ ΦΠΑ 460,13 ευρώ), το υπ' αριθμ. 177/21-6-2004 δελτίο αποστολής τιμολόγιο (για πώληση αγαθών), συνολικής χρηματικής αξίας 6.421,56 ευρώ (καθαρή αξία 5.442+ ΦΠΑ 979,56 ευρώ), το υπ' αριθμ. 178/25-6-2004 δελτίο αποστολής τιμολόγιο (για πώληση αγαθών), συνολικής χρηματικής αξίας 3.032,60 ευρώ (καθαρή αξία 2.570+ ΦΠΑ 462,60 ευρώ), το υπ' αριθμ. 180/27-6-2004 δελτίο αποστολής τιμολόγιο (για πώληση αγαθών), συνολικής χρηματικής αξίας 1.635,01 ευρώ (καθαρή αξία 1.385,61+ ΦΠΑ 249,40 ευρώ) και το υπ' αριθμ. 181/28-6-2004 δελτίο αποστολής τιμολόγιο (για πώληση αγαθών), συνολικής χρηματικής αξίας 534,95 ευρώ (καθαρή αξία 453,35+ ΦΠΑ 81,60 ευρώ), με φερόμενο εκδότη το Λ. Π.) "Εμπόριο Οικοδομικών Υλικών-Ξυλείας-Εμπόριο Σιδήρων", με έδρα την οδό ..., ..., τα οποία αφορούσαν την πώληση προς τον κατηγορούμενο διαφόρων υλικών (σωλήνες ύδρευσης, λίθινε πλάκες, κεραμικά πλακίδια, πλάκες Καρύστου, εσωτερική μεταλλική πόρτα, ψευδοροφή ραμποτέ, κόντρα πλακέ, καλώδια κλπ.) εκδόθηκαν μετά την ημερομηνία κοπής εργασιών από τον Π. Λ. και θεωρήθηκαν κατά τρόπο παράνομο, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι οι κωδικοί διάτρησης του τμήματος ΚΒΣ της ΔΟΥ Ζ Θεσσαλονίκης (όπου φέρονται να είναι θεωρημένα) τον Οκτώβριο του 2002 ήταν 4217 ΕΒ 10 2002 και όχι 4217 ΗΒ 10 2002. Τα ανωτέρω δελτία αποστολής - τιμολόγια (πώλησης αγαθών), όπως επίσης και τα προαναφερόμενα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, αποδείχθηκε ότι είναι μερικώς εικονικά ως προς τη συναλλαγή, καθ' όσον το εργαστήριο του κατηγορούμενου είναι μόλις 66 τ.μ., οι δε εργασίες που πραγματοποιήθηκαν και τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν είναι πολύ μικρότερης έκτασης από τα αναφερόμενα στα παραπάνω τιμολόγια, τα οποία σε σχέση με το εμβαδό του εργαστηρίου είναι δυσανάλογα μεγάλα (βλ. το υπ' αριθμ. 70/04 ΤΠΥ που αναφέρει εργασίες για τοποθέτηση 200 τ.μ. ξύλινων παραθύρων και 200 τ.μ. τοποθέτησης πορτών από σουηδική ξυλεία και το υπ' αριθμ. Α178/04 ΤΠΔ που αναφέρει αγορά για πόρτες Σουηδίας 200 τ.μ.). Περαιτέρω, ο ίδιος ο κατηγορούμενος κατά την απολογία του ισχυρίστηκε ότι πρόθεση του ήταν να αναθέσει τη κατασκευή του εργαστηρίου του στον εργολάβο που θα του έκανε την οικονομικά πιο συμφέρουσα προσφορά, δεδομένου ότι το κεφάλαιο του προέρχονταν από τραπεζιτικό δανεισμό και γι' αυτό το λόγο προτίμησε το Χ. Κ.. Ο ισχυρισμός του όμως αυτός καταρρίπτεται από την κατάθεση του μάρτυρα υπερασπίσεως του, Κ. Κ., εργολάβου και κατοίκου ..., ο οποίος κατέθεσε ότι η δική του προσφορά (που συμπεριελάμβανε και την προμήθεια των απαιτούμενων υλικών) ήταν γύρω στις 35.000 - 40.000 ευρώ. Ο κατηγορούμενος όμως, σε αντίθεση με αυτά που κατέθεσε κατά την απολογία του, προτίμησε τον άγνωστο σ' αυτόν Χ. Κ., τον οποίο δήθεν του σύστησε κάποιος κουμπάρος του στη ..., καίτοι το κόστος εργασιών και η προμήθεια των υλικών ανήλθε στο ποσό των 46.672,19 ευρώ. Ο ισχυρισμός του δε ότι πλήρωσε τις επιταγές στον Κ. προς εξόφληση των τιμολογίων είναι αβάσιμος, καθ' όσον, αφενός μεν από την από 5-2-2008 κίνηση του λογαριασμού του στην Εμπορική Τράπεζα που προσκομίζει δεν προκύπτει ποιες συναλλαγές αφορούν οι καταβολές, αφετέρου δε, όπως κατέθεσε η μάρτυρας Π. Δ., κατόπιν μεταξύ τους συνεννοήσεων, θα μπορούσαν να προβούν σε εικονικές τραπεζιτικές καταθέσεις, υπό την έννοια ότι το ίδιο πρόσωπο τα καταθέτει και στη συνέχεια τα αναλαμβάνει. Η αλήθεια που προέκυψε από όλα όσα προαναφέρθηκαν είναι ότι ο κατηγορούμενους εν γνώσει του προμηθεύθηκε τα παραπάνω εικονικά φορολογικά στοιχεία προκειμένου αφενός μεν να τύχει μεγαλύτερης επιδότησης από τον ΕΟΜΜΕΧ, αφετέρου δε να αυξήσει την αξία των εισροών του ώστε να επιτευχθεί μείωση τόσο των άμεσων (φορολογία εισοδήματος) όσο και των έμμεσων φόρων (ΦΠΑ). Συνακόλουθα, αποδείχθηκε πλήρως η κατηγορία και ο κατηγορούμενος έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος".
    Έτσι όπως διατυπώθηκε η παραπάνω Εισαγγελική έφεση, περιέχει την από τη διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 ΚΠΔ, απαιτούμενη για την άσκησή της ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση, αφού εκτίθεται σε αυτή ορισμένος λόγος εφέσεως και δη συγκεκριμένη πλημμέλεια της αθωωτικής αποφάσεως, η εσφαλμένη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εκτίμηση των αποδείξεων, με ειδική και εμπεριστατωμένη αναφορά πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών μέσων, από τα οποία προέκυπτε η ενοχή του εσφαλμένα, κατά την Αντεισαγγελέα, αθωωθέντος κατηγορουμένου, για την αξιόποινη πράξη της, εν γνώσει του κατ' εξακολούθηση αποδοχής εννέα συγκεκριμένων εικονικών φορολογικών στοιχείων (τιμολογίων και δελτίων αποστολής αγαθών) συνολικής αξίας 45.672,19 ευρώ, διότι αυτά ήταν εικονικά ως προς το πρόσωπο του εκδότη, με πραγματικό εκδότη τον Β. Β. και όχι τον αναφερόμενο Χ. Κ., και διότι σε αυτά τα στοιχεία αναγράφεται αξία συναλλαγής και δη αγοράς διαφόρων υλικών, ανώτερη της πραγματικής, προκειμένου ο κατηγορούμενος αφενός να επιτύχει για εργαστήριό του ξυλογλυπτικής, εμβαδού μόλις 66 τ.μ., μεγαλύτερη επιδότηση από τον ΕΟΜΜΕΧ και αφετέρου να αυξήσει την αξία των εισροών του, ώστε να επιτύχει μείωση των άμεσων και έμμεσων φόρων του έναντι του Δημοσίου. Κατόπιν αυτών το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Γιαννιτσών, το οποίο έκρινε ως τυπικά δεκτή την εν λόγω έφεση της Αντεισαγγελέως Πλημμελειοδικών Γιαννιτσών και επιλήφθηκε της κατ' ουσίαν έρευνας της εφέσεως αυτής, δεν υπερέβη την εξουσία του, ο δε περί του αντιθέτου πρώτος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, ο ν. 2523/1997 "Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις" τυποποιεί ως εγκλήματα τρεις βασικές περιπτώσεις φοροδιαφυγής: α) τη μη υποβολή ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης εισοδήματος (άρθρο 17), β) τη μη απόδοση ΦΠΑ και άλλων παρακρατουμένων φόρων ή εισφορών (άρθρο 18) και γ) την έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, την αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων και τη νόθευση τέτοιων στοιχείων (άρθρο 19).
    Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 εδ. α του ν. 2523/1997 όπως τροπ. με το άρθρο 40 παρ.1 του ν. 3220/2004, ορίζεται ότι, "όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, ειδικά, όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ και β) με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ", κατά δε τη διάταξη της παρ. 4 του ίδιου άρθρου, "εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια του ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμοδία, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία. Τα φορολογικά στοιχεία .. .. στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής ανώτερη της πραγματικής, θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του ανωτέρω εγκλήματος της φοροδιαφυγής, απαιτείται: α) αντικειμενικά, η έκδοση από το δράστη πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή η αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων. Εικονικό δε είναι και το φορολογικό στοιχείο, εκτός άλλων, όταν εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη, στο σύνολό της ή και για μέρος αυτής. Επίσης ρητά αναφέρεται ότι τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής ανώτερη της πραγματικής, θεωρούνται ομοίως ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας. β) υποκειμενικά δε απαιτείται δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, της πλαστότητας ή της εικονικότητας των φορολογικών στοιχείων και την αποδοχή αυτών και περαιτέρω τη θέληση ή την αποδοχή του δράστη να προβεί στην έκδοση των πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή να αποδεχθεί εικονικά ολικά ή εν μέρει φορολογικά στοιχεία. Σκοπός του δράστη για την απόκρυψη φορολογητέας ύλης, δεν απαιτείται πλέον, ως πρόσθετο στοιχείο για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος, σε αντίθεση προς το άρθρο 31 παρ. 1 περ. η' του προϊσχύοντος ν . 1591/1986, που όριζε, "όποιος γνωρίζει το σκοπό της επιχειρούμενης πράξης και συνεργεί με οποιοδήποτε τρόπο στην κατασκευή πλαστών φορολογικών στοιχείων ή γνωρίζει ότι τα στοιχεία είναι πλαστά ή εικονικά και συνεργεί με οποιοδήποτε τρόπο στην έκδοση τους ή αποδέχεται τα πλαστά ή τα εικονικά ή νοθευμένα φορολογικά στοιχεία με σκοπό την απόκρυψη φορολογητέας ύλης", απαιτούσε δηλαδή για την υποκειμενική θεμελίωσή του, πλην του βασικού δόλου, ρητά και σκοπό του δράστη να αποκρύψει τη φορολογητέα ύλη και να αποφύγει την πληρωμή φόρου (ΑΠ 1028, 1730/2011). Εξάλλου, η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με βάση τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα απ' αυτά χωριστά. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
    Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον ’ρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
    Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Γιαννιτσών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης 262/2011 αποφάσεώς του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί πραγμάτων κρίση του, που τη στήριξε στα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα, κατά πιστή αντιγραφή, πραγματικά περιστατικά: "Από όλα τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, την απολογία του κατηγορουμένου και από όλη τη συζήτηση της υπόθεσης, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος στα Γιαννιτσά Νομού Πέλλας, στους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους, με περισσότερες από μία πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, αποδέχθηκε εικονικά φορολογικά στοιχεία και συγκεκριμένα ενώ διατηρούσε ατομική επιχείρηση-εργαστήριο ξυλογλυπτικής με έδρα τα ... (οδός ...), αποδέχθηκε, έλαβε και καταχώρησε στα βιβλία της επιχείρησης του τα ακόλουθα (9) φορολογικά στοιχεία, συνολικής χρηματικής αξίας 45.672,19 ευρώ: Α. α) στις 2-7-2004 το υπ' αριθμ. 69/2-7-2004 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών με φερόμενο εκδότη τον Χ. Κ. "Βιομηχανικοί Εξοπλισμοί-Διαμορφώσεις χώρων-Υλικά Οικοδομών & Εμπορία Σιδήρου και Μεταλλικών Κατασκευών", με έδρα την οδό ..., ..., που αφορούσε τη διενέργεια διάφορων κατασκευών στην έδρα της επιχείρησης του συνολικής χρηματικής αξίας 11.564 ευρώ (καθαρή αξία 9.800 ευρώ + ΦΠΑ 1.764 ευρώ). β) στις 13-7-2004 το υπ' αριθμ. 70/13-7-2004 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών με φερόμενο εκδότη τον Χ. Κ. "Βιομηχανικοί Εξοπλισμοί-Διαμορφώσεις χώρων-Υλικά Οικοδομών & Εμπορία Σιδήρου και Μεταλλικών Κατασκευών", με έδρα την οδό ..., ..., που αφορούσε τη διενέργεια διάφορων κατασκευών στην έδρα της επιχείρηση του συνολικής χρηματικής αξίας 12.033,64 ευρώ (καθαρή αξία 10.198 ευρώ + ΦΠΑ 1.835,64 ευρώ), γ) στις 19-7-2004 το υπ' αριθμ. 72/19-7-2004 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών με φερόμενο εκδότη τον Χ. Κ. "Βιομηχανικοί Εξοπλισμοί-Διαμορφώσεις χώρων-Υλικά Οικοδομών & Εμπορία Σιδήρου και Μεταλλικών Κατασκευών", με έδρα την οδό ..., ..., που αφορούσε τη διενέργεια διάφορων κατασκευών στην έδρα της επιχείρηση του συνολικής χρηματικής αξίας 6.372 ευρώ (καθαρή αξία 5.400 ευρώ + ΦΠΑ 972 ευρώ), δ) στις 20-7-2004 το υπ' αριθμ. 73/20-7-2004 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών με φερόμενο εκδότη τον Χ. Κ. "Βιομηχανικοί Εξοπλισμοί-Διαμορφώσεις χώρων-Υλικά Οικοδομών & Εμπορία Σιδήρου και Μεταλλικών Κατασκευών", με έδρα την οδό ..., ..., που αφορούσε τη διενέργεια διάφορων κατασκευών στην έδρα της επιχείρηση του συνολικής χρηματικής αξίας 1.062 ευρώ (καθαρή αξία 900 ευρώ + ΦΠΑ 162 ευρώ), τα οποία ήταν εικονικά ως προς το πρόσωπο του εκδότη, αφού πραγματικός εκδότης είναι ο Β. Β. και μερικώς εικονικά ως προς της συναλλαγή, αφού από τον διενεργηθέντα έλεγχο δεν κατέστη δυνατό να προσδιορισθεί το ύψος της πραγματικής συναλλαγής, καθόσον έχουν πραγματοποιηθεί εργασίες και έχουν τοποθετηθεί υλικά στο εργαστήριο ξυλογλυπτικής που είναι όμως πολύ μικρότερης έκτασης από τις αναφερόμενες στα ληφθέντα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, οι οποίες είναι και δυσανάλογες προς το μόλις 66 τετραγωνικών μέτρων εργαστήριο.
    Β. α) στις 20-6-2004 το υπ' αριθμ. 176/20-6-2004 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο (για πώληση αγαθών) το οποίο εκδόθηκε από τον Λ. Π. "Εμπόριο Οικοδομικών Υλικών-Ξυλείας-Εμπόριο Σιδήρων", με έδρα την οδό ..., ... και αφορούσε την πώληση προς τον κατηγορούμενο διαφόρων υλικών (σωλήνες ύδρευσης-άρδευσης, μπεκ κτλ), συνολικής χρηματικής αξίας 3.016,43 ευρώ (καθαρή αξία 2.556,30 ευρώ + ΦΠΑ 460,13 ευρώ), β) στις 21-6-2004 το υπ' αριθμ. 177/21-6-2004 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο (για πώληση αγαθών), το οποίο εκδόθηκε από τον Λ. Π. "Εμπόριο Οικοδομικών Υλικών-Ξυλείας-Εμπόριο Σιδήρων", με έδρα την οδό ..., ... και αφορούσε την πώληση προς τον κατηγορούμενο διαφόρων υλικών (λίθινες πλάκες, κεραμικά δάπεδα, πλακίδια πορσελάνης), συνολικής χρηματικής αξίας 6.421,56 ευρώ (καθαρή αξία 5.442 ευρώ + ΦΠΑ 979,56 ευρώ), γ) στις 25-6-2004 το υπ' αριθμ. 178/25-6-2004 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο (για πώληση αγαθών), το οποίο εκδόθηκε από τον Λ. Π. "Εμπόριο Οικοδομικών Υλικών-Ξυλείας-Εμπόριο Σιδήρων", με έδρα την οδό ..., ... και αφορούσε την πώληση προς τον κατηγορούμενο διαφόρων υλικών (πλάκες Καρύστου τοίχου, εσωτερική μεταλλική πόρτα κτλ), συνολικής χρηματικής αξίας 3.032,60 ευρώ (καθαρή αξία 2.570 ευρώ + ΦΠΑ 462,60 ευρώ), δ) στις 27-6-2004 το υπ' αριθμ. 180/27-6-2004 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο (για πώληση αγαθών), το οποίο εκδόθηκε από τον Λ. Π. "Εμπόριο Οικοδομικών Υλικών-Ξυλείας-Εμπόριο Σιδήρων", με έδρα την οδό ..., ... και αφορούσε την πώληση προς τον κατηγορούμενο διαφόρων υλικών (ψευδοροφή ραμποτέ, σωλήνες, κόντρα πλακέ, καλώδια κτλ), συνολικής χρηματικής αξίας 1.635,01 ευρώ (καθαρή αξία 1.385,61 ευρώ + ΦΠΑ 249,40 ευρώ), ε) στις 28-6-2004 το υπ' αριθμ. 181/28-6-2004 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο (για πώληση αγαθών), το οποίο εκδόθηκε από τον Λ. Π. "Εμπόριο Οικοδομικών Υλικών-Ξυλείας-Εμπόριο. Σιδήρων", με έδρα την οδό ..., ... και αφορούσε την πώληση προς τον κατηγορούμενο διαφόρων υλικών (άμμο Αξιού, τσιμέντα), συνολικής χρηματικής αξίας 543,95 ευρώ (καθαρή αξία 453,35 ευρώ + ΦΠΑ 81,60 ευρώ), τα οποία ήταν εικονικά ως προς το πρόσωπο του εκδότη, καθόσον η ημερομηνία έκδοσης των τιμολογίων είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας διακοπής εργασιών και μερικώς εικονικά ως προς τη συναλλαγή, αφού από τον διενεργηθέντα έλεγχο δεν κατέστη δυνατό να προσδιορισθεί το ύψος της πραγματικής συναλλαγής, καθόσον έχουν πραγματοποιηθεί εργασίες και έχουν τοποθετηθεί υλικά στο εργαστήριο ξυλογλυπτικής, που είναι όμως πολύ μικρότερης έκτασης από τις αναφερόμενες στα ληφθέντα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, οι οποίες είναι και δυσανάλογες προς το μόλις 66 τ.μ. εργαστήριο. Η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου περί της εκ μέρους του κατηγορουμένου τέλεσης του ως άνω εγκλήματος ερείδεται στο σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, από τα οποία αναφορικά, μεν, με τα φερόμενα ως εκδοθέντα από το Χ. Κ. 4 επίδικα τιμολόγια προέκυψε ότι η επιχείρηση που διατηρούσε το εν λόγω πρόσωπο θεώρησε στοιχεία έως τις 16-10-01, είχε καταθέσει μηδενικές περιοδικές δηλώσεις μόνο για το 1ο, 2°, 3°, 4°, 5° δίμηνα του 2001, δεν κατέθεσε καμιά εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α., δεν κατέθεσε καμία δήλωση εισοδήματος για τα οικονομικά έτη 2002 έως 2005 και επίσης ότι η επιχείρηση αυτή δεν υφίστατο στην έδρα της κατά το επίδικο χρονικό διάστημα αλλά ούτε και είχε κάνει διακοπή εργασιών, από έλεγχο, δε, του ΣΔΟΕ Δυτικής Μακεδονίας διαπιστώθηκε ότι τρίτο πρόσωπο, με το όνομα Β. Β., είχε προέβη σε έναρξη εργασιών και χρησιμοποιούσε τα φορολογικά στοιχεία τριών επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων και της επιχείρησης του Κ. Χ.. Αναφορικά, δε, με τα λοιπά 5, φερόμενα ως εκδοθέντα από το Λ. Π., επίδικα τιμολόγια, προέκυψε ότι αυτά εκδόθηκαν μετά την ημερομηνία διακοπής εργασιών από το προαναφερθέν πρόσωπο και θεωρήθηκαν κατά τρόπο παράνομο, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι οι κωδικοί διάτρησης του τμήματος ΚΒΣ της ΔΟΥ Ζ Θεσσαλονίκης (όπου φέρονται να είναι θεωρημένα) τον Οκτώβριο του έτους 2002 ήταν 4217 ΕΒ 10 2002 και όχι 4217 ΗΒ 10 2002 (ειδικότερα περί των ανωτέρω αποδειχθέντων βλ. ιδίως κατάθεση ενώπιον του πρωτοβαθμίου και του παρόντος Δικαστηρίου μαρτύρων Π. Δ. και Κ. Μ., υπαλλήλων της Δ.Ο.Υ. Γιαννιτσών, σε συνδυασμό με την υπ' αριθμ. πρωτ. 883/07 έκθεση ελέγχου ΚΒΣ της Δ.Ο.Υ. Γιαννιτσών). Εξάλλου, η κρίση περί της αναφερόμενης στο κατηγορητήριο μερικής εικονικότητας ως προς τη συναλλαγή, όλων των επίδικων τιμολογίων, ενισχύεται από το γεγονός ότι το εργαστήριο του κατηγορούμενου ήταν μόλις 66 τ.μ., επομένως οι εργασίες που πραγματοποιήθηκαν και τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν είναι πολύ μικρότερης έκτασης από τα αντίστοιχα αναφερόμενα στα παραπάνω τιμολόγια, τα οποία, σε σχέση με το εμβαδό του εργαστηρίου, είναι δυσανάλογα μεγάλα (βλ. το υπ' αριθμ.70/04 ΤΟΥ, που αναφέρει εργασίες για τοποθέτηση 200 τ.μ. ξύλινων παραθύρων και 200 τ.μ. τοποθέτησης πόρτων από σουηδική ξυλεία και το υπ' αριθμ. Α178/04 ΤΠΔ, που αναφέρει αγορά για πόρτες Σουηδίας 200 τ.μ.). Τέλος, ενισχυτικό της ανωτέρου κρίσης περί της ενοχής του κατηγορουμένου, και ιδίως του δόλου του, είναι και το γεγονός ότι παρά το ότι ο ίδιος ο κατηγορούμενος- κατά την απολογία του τόσο ενώπιον του πρωτοβαθμίου όσο και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου-ισχυρίστηκε ότι πρόθεση του ήταν να αναθέσει την κατασκευή του εργαστηρίου του στον εργολάβο που θα του παρείχε την οικονομικά πιο συμφέρουσα προσφορά και γι' αυτό το λόγο προτίμησε το Χ. Κ., πρόσωπο άγνωστο στον ίδιο, που του το σύστησε κάποιος κουμπάρος του στη ... και του οποίου η προσφορά ανερχόταν συνολικά στο ποσό των 45.672,19 ευρώ, ο ίδιος ο μάρτυρας υπεράσπισης του Κ. Κ., εργολάβος και κάτοικος ..., κατέθεσε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι η δική του προσφορά (που συμπεριελάμβανε και την προμήθεια των απαιτούμενων υλικών) ανερχόταν περί τις 35.000 με 40.000 ευρώ. Επομένως, πρέπει, αφού απορριφθεί και το υποβληθέν από το συνήγορο του κατηγορουμένου αίτημα περί διενέργειας αυτοψίας στην επιχείρηση του κατηγορουμένου, καθόσον, με βάση τα ως άνω αναφερόμενα, από τα ήδη προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα το Δικαστήριο σχημάτισε κρίση περί της ένδικης υποθέσεως, να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος για την παραπάνω αξιόποινη πράξη, να του αναγνωρισθεί, όμως, το ελαφρυντικό του άρθρου 84§2α Π.Κ, διότι, όπως προέκυψε από το σύνολο των προαναφερθέντων αποδεικτικών στοιχείων, αυτός έζησε, έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα, έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή." Στη συνέχεια το άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο, της πράξεως της κατ' εξακολούθηση αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, όπως αυτά εξειδικεύονται στο αιτιολογικό και το διατακτικό της αποφάσεως και, αφού αναγνώρισε την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 α του ΠΚ, επέβαλε στον κατηγορούμενο ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το δικάσαν σε δεύτερο βαθμό Τριμελές Πλημμελειοδικείο Γιαννιτσών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη 262/2011 απόφασή του, την απαιτούμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ'εξακολούθηση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ 1, 98 ΠΚ και 19 παρ. 1, 4 και 21 ν. 2523/1997, όπως τροπ. με 40 παρ.1 ν. 3220/2004, τις οποίες διατάξεις ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και δε στερείται η απόφαση νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, όσον αφορά τις επί μέρους αιτιάσεις και λόγους αναιρέσεως του αναιρεσείοντος: α) αναφέρονται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ' εξακολούθηση και δε συνιστούν απλά συμπεράσματα του δικαστηρίου, β) από το παραπάνω αιτιολογικό προκύπτει ότι το δικαστήριο συνεκτίμησε όλα τα αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα συμπεριλαμβανομένων και αυτών που προσκόμισε ο κατηγορούμενος, αρκεί δε όπως προεκτέθηκε για την πληρότητα της αιτιολογίας να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου, γ) ως προς το δόλο του κατηγορουμένου αιτιολογείται επαρκώς και εμπεριστατωμένα η κρίση του δικαστηρίου ότι πρόκειται για μερική εικονικότητα ως προς τη συναλλαγή όλων των εννέα τιμολογίων - δελτίων αποστολής που αποδέχθηκε ο κατηγορούμενος και καταχώρησε στα βιβλία της ατομικής επιχείρησής του, δεχθέν, όπως προκύπτει σαφώς από το σύνολο των άνω παραδοχών, ότι αυτός τελούσε σε γνώση της άνω εικονικότητας ως προς το πρόσωπο του εκδότη και ως προς το ύψος της συναλλαγής, δυσανάλογης προς το επιδοτηθέν από τον ΕΟΜΜΕΧ έργο του εργαστηρίου του ξυλογλυπτικής, εμβαδού μόλις 66 τ.μ., που ήταν πολύ μικρότερο της πραγματικής αξίας, ενώ, όπως προαναφέρθηκε, δεν απαιτείται για την υποκειμενική θεμελίωση του άνω εγκλήματος, πλην του βασικού δόλου, της γνώσης της εκονικότητας, και σκοπός του δράστη, με την αποδοχή των εικονικών φορολογικών στοιχείων, να αποκρύψει φορολογητέα ύλη και να αποφύγει την πληρωμή φόρου ή να επιτύχει οποιοδήποτε άλλο φορολογικό όφελος, δ) η απόφαση αφού δέχεται ότι τα εν λόγω φορολογικά στοιχεία που αποδέχθηκε ο κατηγορούμενος ήταν μερικώς εικονικά, αναλύοντας επαρκώς γιατί αυτά ήταν εικονικά, δεν ήταν απαραίτητο να διευκρινίσει και να αιτιολογήσει γιατί ο ΕΟΜΜΕΧ ενέκρινε και επιδότησε το όλο έργο του κατηγορουμένου με εικονικά τιμολόγια και δεν ανεκάλεσε την απόφαση έγκρισης της επιδότησης, ε) αιτιολογείται επαρκώς η απόρριψη του υποβληθέντος από τον κατηγορούμενο αιτήματος διενέργειας αυτοψίας στην επιχείρηση αυτού.
    Επομένως, οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ', Ε' του ΚΠΔ, λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όσον αφορά την ενοχή και την απόρριψη του αιτήματος του αναιρεσείοντος για διενέργεια αυτοψίας στην επιχείρησή του, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Μετά ταύτα, ελλείψει άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως για έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Δημοσίου (άρθρα 176,183 Κ.Πολ.Δ.), η οποία όμως πρέπει να μειωθεί στο μισό, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3693/1257.
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τη με αρ. εκθ. 2/26-3-2012 αίτηση του Ν. Μ. του Ι., περί αναιρέσεως της 262/9-3-2011 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Γιαννιτσών. Και
    Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, που ανέρχονται σε τριακόσια (300) ευρώ.
    Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2012. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 14 Ιανουαρίου 2013.
    Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ