25.4.14

ΜονΠρΛαρίσσης 45/2010: ΕΥΘΥΝΗ ΕΚ ΤΩΝ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΩΝ

Ευθύνη εκ των διαπραγματεύσεων - Προσυμβατική ευθύνη - Αρνητικό διαφέρον - Διαφέρον εμπιστοσύνης - Αδικοπραξία - Αδικαιολόγητος πλουτισμός - Συντρέχον πταίσμα – Πώληση -. Ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις γεννιέται σε περίπτωση αντίθετης προς την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη επιβλαβούς συμπεριφοράς κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων σύναψης της σύμβασης. Ιδίως γεννιέται, όταν ματαιώνεται η κατάρτιση της σύμβασης, μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων και πριν από μόνη την υπογραφή της σύμβασης, για τη σύναψη της οποίας δόθηκαν σαφείς διαβεβαιώσεις από το ένα μέρος. Ο υπαίτιος της ματαίωσης της σύμβασης υποχρεούται στην καταβολή αποζημίωσης (αρνητικό διάφεραν), λόγω διάψευσης της εύλογης εμπιστοσύνης του άλλου μέρους προς κατάρτιση της σύμβαση. Η αποζημίωση περιλαμβάνει τόσο τη θετική όσο και την αποθετική ζημία. Δεν δημιουργείται υποχρέωση χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, εκτός και αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αδικοπραξίας. Σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης της κυριότητας ακινήτου με ιδιωτικό έγγραφο και εξόφληση του τιμήματος. Η διαπραγμάτευση από τον φερόμενο ως πωλητή ακινήτου χωρίς να έχει την κυριότητα ετϊ αυτού και η είσπραξη όλου του τιμήματος αποτελεί συμπεριφορά αντίθετη προς την καλή πίστη. Η ΑΚ 300 εφαρμόζεται και στην περίπτωση της ευθύνης από τις διαπραγματεύσεις. Η αγορά ακινήτου με ιδιωτικό συμφωνητικό εν γνώσει του φερόμενου αγοραστή ότι δεν αποκτά κανένα δικαίωμα θεμελιώνει συνυπαιτιότητα αυτού στη ζημία. Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι ο πλουτισμός δεν σώζεται αποτελεί ένσταση καταλυτική της βάσης της αγωγής. Η ένσταση συνυπαιτιότητας δεν εγείρεται κατά της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού. Η απώλεια του πλουτισμού προς εκπλήρωση προσωπικών δαπανών του λήπτη αποκλείει την αξίωση.


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΡΙΣΗΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ 45/2010

Στο άρθρο 197 ΑΚ ορίζεται ότι κατά τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συμβάσεως τα μέρη οφείλουν αμοιβαία να συμπεριφέρονται σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, στο δε άρθρο 198 παρ. 1 ΑΚ ορίζεται ότι όποιος κατά τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συμβάσεως προξενήσει υπαίτια στον άλλον ζημία είναι υποχρεωμένος να την ανορθώσει και αν ακόμη η σύμβαση δεν καταρτίστηκε. Από τις διατάξεις των άρθρων αυτών συνάγεται ότι με την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την κατάρτιση σύμβασης δημιουργείται μεταξύ των μερών οιονεί συμβατική σχέση εμπιστοσύνης, η οποία υποχρεώνει τα μέρη να τηρούν υπεύθυνη και ειλικρινή συναλλακτική συμπεριφορά (βλ. Απ. Γεωργιάδη Γενικές Αρχές β έκδοση § 34 αρ.2, Καράση στον ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου άρθρα 197-198 αρ.1). Η αντίθετη προς την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη υπαίτια επιβλαβή συμπεριφορά κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων για τη σύναψη συμβάσεως θεμελιώνει κατ’ εφαρμογή αυτών των άρθρων προσυμβατική ευθύνη. Η ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις έχει εφαρμογή και επί ματαιώσεως καταρτίσεως της σύμβασης σε χρόνο κατά τον οποίο οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών έχουν τερματισθεί οριστικώς και δεν υπολείπεται παρά μόνον η τυπική υπογραφή της σύμβασης, περί της οποίας o υπαίτιος της ματαίωσης είχε δώσει στον αντισυμβαλλόμενο σαφείς διαβεβαιώσεις ότι θα πρέπει να θεωρείται αυτή ως βεβαία. Στην περίπτωση αυτή, επίσης, ο υπαίτιος της ματαίωσης της σύμβασης είναι υπόχρεος να αποζημιώσει τον άλλον, στον οποίο δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση περί βεβαίας συνάψεως της σύμβασης (ΑΠ 12/2006, δημ. στη Νόμος). Η αποκαταστατέα κατ' εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων ζημία μέρους των διαπραγματεύσεων για την κατάρτιση σύμβασης ταυτίζεται με εκείνη που προκλήθηκε σε αυτό από τη διάψευση της εμπιστοσύνης του σχετικά με το ότι θα καταρτιζόταν η σύμβαση που αποτέλεσε αντικείμενο των διαπραγματεύσεων (αρνητικό διαφέρον ή διαφέρον εμπιστοσύνης) και περιλαμβάνει, τόσο τη θετική, όσο και την αποθετική ζημία του, που όμως πρέπει να βρίσκονται σε αιτιώδη συνάφεια με την αντισυναλλακτική συμπεριφορά μέρους των διαπραγματεύσεων (βλ. Απ. Γεωργιάδη ο.π. αρ. 10-12). Η αθέτηση των υποχρεώσεων που επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 197-198 του ΑΚ δεν δημιουργεί υποχρέωση για καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, γιατί η ευθύνη του υπαίτιου δεν είναι από αδικοπραξία, αλλά ευθύνη από αθέτηση ειδικής εκ του νόμου ενοχής (ΕφΔωδ 30/2004, Δημοσ. Νόμος, ΕφΠειρ 856/1993, ΕλλΔνη 35.1696, ΠολΠρωτΘεσ 32772/2007 Αρμ 2008 552). Υπαίτια πράξη ή παράλειψη συνιστώσα προσυμβατική αθέτηση υποχρέωσης μπορεί να θεμελιώσει και αδικοπρακτική ευθύνη, εάν θα ήταν καθεαυτή παράνομη κατά την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ (βλ. ΕφΔωδ 30/2004, ό.π., ΕφΠειρ 1219/2000, ΠειρΝ 2001.86). Με την υπό κρίση αγωγή ο ενάγων εκθέτει ότι με τον ήδη θανόντα σύζυγο της πρώτης και πατέρα των λοιπών εναγομένων συνήψε στη Λ. στις 20.8.1999 ιδιωτικό συμφωνητικό δυνάμει του οποίου ο αντισυμβαλλόμενός του δεσμεύτηκε να του μεταβιβάσει την κυριότητα του λεπτομερώς περιγραφόμενου ακινήτου ενώ ο ίδιος προκατέβαλε το τίμημα ύψους 3.500.000 δραχμών ή 10.271,46 €. Ότι, μολονότι όχλησε τον αντισυμβαλλόμενό του, εκείνος, παρά τις αρχικές του διαβεβαιώσεις, με διάφορες προφάσεις, ανέβαλε τη σύνταξη του συμβολαίου μέχρι και το θάνατό του την 13.10.2001. Ζητεί δε ο ενάγων να καταδικαστούν οι εναγόμενοι (κληρονόμοι του αντισυμβαλλομένου του) να του καταβάλλουν : α) το ανωτέρω ποσό των 10.271,46 € που αντιστοιχεί στο καταβληθέν τίμημα πλέον των 44,02 € που κατέβαλε σε συμβολαιογράφο για την κατάρτιση του ανωτέρω ιδιωτικού συμφωνητικού και τα οποία συνιστούν τη ζημία του από τη ματαίωση κατάρτισης της συμβάσεως (αρνητικό διαφέρον εμπιστοσύνης) άλλως κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, β) ποσό 20.000 € ως χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που υπέστη από την διάψευση της σχέσης εμπιστοσύνης και τη ματαίωση της σύναψης της σύμβασης. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή αρμοδίως φέρεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 14 αρ.2 και 33 ΚΠολΔ) κατά την τακτική διαδικασία, είναι αρκούντως ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις προπαρατειθείσες διατάξεις και σ’ εκείνες των άρθρων 904 επ., 297, 298, 345, 346, 1710, 1813 επ. ΑΚ μόνο ως προς το υπό στοιχεία (α) αίτημά της. Αντιθέτως, το υπό στοιχείο (β) αίτημά της τυγχάνει μη νόμιμο, διότι τα πραγματικά περιστατικά που παρατίθενται προς θεμελίωσή του δεν πληρούν το πραγματικό της αδικοπραξίας παρά μόνο της ευθύνης από τις διαπραγματεύσεις, η οποία κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη δεν δημιουργεί υποχρέωση για καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Επομένως, πρέπει η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, αφού για το αντικείμενο της έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις επ’ αυτού νόμιμες επιβαρύνσεις υπέρ του Τ.Ν. και του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. (βλ. το …../2010 διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Α΄ Λάρισας). Στην αξίωση αποζημίωσης από την ΑΚ 198 εφαρμόζεται και η διάταξη της ΑΚ 300 με συνέπεια, σε περίπτωση συνδρομής της, τη μείωση ή τη μη επιδίκαση αποζημίωσης (Καράσης ο.π. αρ.10 in fine, Βαθρακοκοίλης ΕΡΝΟΜΑΚ άρθρο 198 αρ.7). Αντιθέτως η ένσταση από την ΑΚ 300 δεν προτείνεται κατά της αξίωσης από αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 2006 1507). Περαιτέρω η διάταξη του άρθρου 909 ΑΚ προβλέπει απόσβεση της υποχρέωσης του λήπτη του πλουτισμού, εφόσον αυτός δεν είναι πλέον πλουσιότερος κατά τον χρόνο επίδοσης της αγωγής, εφόσον δηλαδή ο πλουτισμός δεν σώζεται ή στην έκταση που δεν σώζεται. Σημασία δεν έχει αν εξακολουθεί να κατέχει ο λήπτης το συγκεκριμένο πράγμα που έλαβε. Η εξαφάνιση του πράγματος από την περιουσία του λήπτη δεν συνεπάγεται απόσβεση της ευθύνης του, αν αυτός εισέπταξε αντάλλαγμα στη θέση εκείνου, αφού εξακολουθεί να είναι πλουσιότερος. Αν όμως δεν σώζεται ο πλουτισμός είτε υπό την αρχική μορφή του είτε υπό τη μορφή οποιουδήποτε υποκαταστάτου του, τα πράγματα διαφέρουν, καθώς ο νομοθέτης έκρινε ότι η επικείκεια, που επιβάλλει την επιστροφή του αδικαιολόγητου πλουτισμού, επιτάσσει εξίσου, να μη διαρκεί η υποχρέωση επιστροφής περισσότερο από όσο διαρκεί η κατοχή (διατήρηση) του οποιασδήποτε μορφής πλουτισμού (βλ. Σταθόπουλο Γενικό Ενοχικό 2004 § 16 αρ. 106-107). Στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενοι ισχυρίζονται παραδεκτώς με τις έγγραφες προτάσεις τους ότι στην επέλευση της ζημίας συνετέλεσε πρωτίστως πταίσμα του ίδιου του ενάγοντος, ο οποίος προέβη σε σύμβαση που αφορούσε ακίνητο με ιδιωτικό συμφωνητικό, δεν ζήτησε τίτλους ιδιοκτησίας από τον αντισυμβαλλόμενό του ούτε συμβουλεύτηκε δικηγόρο ή συμβολαιογράφο πριν τη σύνταξη του ιδιωτικού συμφωνητικού. Ο ισχυρισμός αυτός συνιστά νόμιμη ένσταση καταλυτική της κύριας βάσης της αγωγής (ευθύνη από διαπραγματεύσεις) και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Ακολούθως ισχυρίζονται ότι ο πλουτισμός που περιήλθε στον δικαιοπάροχό τους δεν σώζεται, καθώς δαπανήθηκε από εκείνο προς κάλυψη προσωπικών του υποχρεώσεων και επίσης σε άστατο βίο και τυχερά παίγνια. Ο ισχυρισμός αυτός συνιστά νόμιμη ένσταση καταλυτική της επικουρικής βάσης της αγωγής (από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό) και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως και την ανωμοτί κατάθεση της πρώτης εναγόμενης που εξετάστηκαν νόμιμα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, και όλα τα έγγραφα που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο ενάγων - που γεννήθηκε στην Τουρκία, είναι αραμαίος στην καταγωγή, κατοικεί και εργάζεται στη Γερμανία - επί πολλά έτη επισκέπτονταν την Ελλάδα για διακοπές και επιδίωκε την αγορά οικοπέδου για ανέγερση εξοχικής κατοικίας. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 είχε αγοράσει σπίτι στην Κ., το οποίο εν συνεχεία πούλησε. Με τον Ν. Κ. γνωρίστηκε στη Γερμανία, όπου ζούσε ο τελευταίος και διατηρούσε δια παρενθέτου προσώπου εστιατόριο. Ο γάμος του Ν. Κ. με την πρώτη εναγόμενη λύθηκε με τη με αριθμό 16F 131/1994 απόφαση του Ειρηνοδικείου Γκύτερσλο και το δεδικασμένο της αναγνωρίστηκε στην Ελλάδα με τη με αριθμό 262/1996 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσπρωτίας. Μετά το διαζύγιο ο Ν. Κ. αποστασιοποιήθηκε και από τα παιδιά του και εν γένει η πορεία της ζωής του πήρε άσχημη τροπή, καθώς μεταξύ άλλων δημιούργησε σημαντικά χρέη, διέκοψε τη λειτουργία της επιχείρησής του στη Γερμανία και επέστρεψε στην Ελλάδα, αλλά η υγεία του κλονίστηκε και απεβίωσε στο Μ. Κ. στις 13.10.2001 σε ηλικία σαρανταενός ετών. Κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τα τρία τέκνα του σε ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου από το καθένα (βλ. και την με αριθμό …../22.4.2002 συμβολαιογραφική δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Γ. Ζ.). Η γνωριμία του Ν. Κ. με τον ενάγοντα στη Γερμανία δεν ήταν απλώς φιλική αλλά είχαν υπάρξει μεταξύ τους και αδιευκρίνιστες οικονομικές συναλλαγές και μάλιστα ο ενάγων σε επιστολή που φέρεται να αποστέλλει στους εναγόμενους στις 19.6.2004 ισχυρίζεται ότι είχε δώσει στον Ν. Κ. (προφανώς ως δάνειο) συνολικό ποσό 59.340 € (συναλλαγή, όμως, που αποδεικνύεται κατ’ αυτόν με μάρτυρες και όχι με έγγραφα) από το οποίο ποσό 10.355 € αναλογούσε σε τίμημα αγοράς οικοπέδου στην Ελλάδα. Πράγματι ο ενάγων διαπραγματεύθηκε με τον Ν. Κ. την αγορά ενός οικοπέδου οι δε διαπραγματεύσεις κατέληξαν στη σύνταξη του από 20-8-1999 ιδιωτικού συμφωνητικού δυνάμει του οποίου ο Ν. Κ.δεσμεύτηκε να του πωλήσει και μεταβιβάσει την πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή ενός οικοπέδου, που βρίσκεται στην θέση "Π.-Π." της κτηματικής περιφέρειας Α., του Υποθηκοφυλακείου Ο., εκτάσεως πεντακοσίων είκοσι πέντε (525) τετραγωνικών μέτρων, που αποτελεί τμήμα του υπ' αριθμόν "18" ακινήτου όπως αυτό εμφαίνεται στο τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Α. Μ., που επισυνάπτεται στο υπ' αριθμόν …../1968 συμβόλαιο του τότε συμβολαιογράφου Σ. Μ.. Επιπλέον, συμφωνήθηκε ως τίμημα για την αγορά του οικοπέδου το ποσό των 3.500.000 δραχμών ή 10.271,46 €, το οποίο ο ενάγων κατέβαλε εξ ολοκλήρου ως αρραβώνα παραλαμβάνοντας μάλιστα τη νομή και την κατοχή του ακινήτου. Ο ενάγων γνώριζε ότι με το ιδιωτικό αυτό συμφωνητικό δεν αποκτούσε εμπράγματο δικαίωμα επί του ανωτέρω ακινήτου. Τούτο κατέθεσε και ο μάρτυρας αποδείξεως αλλά προκύπτει και από τα διδάγματα της κοινής πείρας ιδίως μάλιστα από τη στιγμή που ο ενάγων είχε προβεί σε εμπράγματη δικαιοπραξία στην Ελλάδα και στο παρελθόν και επί πλέον ζει και δραστηριοποιείται στη Γερμανία, όπου επίσης ισχύει παρόμοιο τυπικό σύστημα για τη μεταβίβαση ακινήτου. Παρόλα αυτά δέχθηκε να καταβάλει το ανωτέρω ποσό των 3.500.000 δραχμών, που αντιπροσώπευε μάλιστα το συνολικό τίμημα. Τούτο έπραξε χωρίς καν να γνωρίζει θετικά ότι ο Ν. Κ. είναι κύριος του ακινήτου. Για το λόγο αυτό δεν αναφέρθηκε στο ιδιωτικό συμφωνητικό ο τρόπος που το απέκτησε ο φερόμενος «πωλητής» ενώ αντιθέτως αναφέρθηκε ότι το πωλητήριο συμβόλαιο θα συνταγεί και υπογραφεί με δαπάνη του αγοραστή μόλις ελεγχθούν οι τίτλοι κυριότητας. Τέτοιοι τίτλοι, όμως, δεν υπήρχαν καθώς ο μόνος «τίτλος» που διέθετε ο Ν. Κ. ήταν το από 5.8.1991 ιδιωτικό συμφωνητικό με το οποίο αυτός και η πρώτη εναγόμενη είχαν ατύπως αποκτήσει το ανωτέρω ακίνητο από τους Μ. χήρα Π. Π., Γ. Π. και Ζ. Π. Με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα η συμπεριφορά του Ν. Κ. να προβεί στη διαπραγμάτευση της πώλησης του ανωτέρω ακινήτου τη στιγμή που ο ίδιος δεν είχε αποκτήσει νομότυπο εμπράγματο δικαίωμα επ’ αυτού και μάλιστα να αξιώσει την προκαταβολή ολόκληρου του τιμήματος πώλησης συνιστά συμπεριφορά αντίθετη στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και θεμελιώνει προσυμβατική ευθύνη για αποκατάσταση του αρνητικού διαφέροντος, δηλαδή επιστροφή του ποσού των 3.500.000 δραχμών ή 10.271,46 €, που ελήφθησαν κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα κατά τη σύναψη του ιδιωτικού συμφωνητικού. Αντιθέτως δεν αποδείχθηκε καταβολή ποσού 15.000 δραχμών σε συμβολαιογράφο, καθώς ούτε το όνομα αυτού παρατίθεται ούτε απόδειξη είσπραξης προσκομίζεται. Με συνυπαιτιότητα, όμως, τόσο για την πρόκληση της σε βάρος του ζημίας όσο και για την έκτασή της βαρύνεται και ο ενάγων, διότι, και αν ακόμη ήθελε να κατοχυρώσει το «ιδανικό οικόπεδο που ζητούσε» (κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή) έπρεπε να περιοριστεί στη δόση μιας αξιόλογης έστω προκαταβολής και όχι στην εξόφληση του τιμήματος με τη σύνταξη ενός ιδιωτικού συμφωνητικού (και όχι συμβολαιογραφικού προσυμφώνου), το οποίο γνώριζε ότι ουδέν δικαίωμα του μεταβίβαζε ούτε καν τον διασφάλιζε για την ύπαρξη κυριότητας στο πρόσωπο του «πωλητή». Είναι προφανές ότι έπραξε τούτο, διότι θεώρησε το τίμημα ιδιαιτέρως συμφέρον σε σχέση με την αξία του ακινήτου και επέλεξε την διακινδύνευση. Εκτιμώντας το Δικαστήριο τις ανωτέρω συνθήκες κρίνει ότι η συνυπαιτιότητα του ενάγοντος ανέρχεται συνολικά σε ποσοστό 50% και συνεπώς πρέπει το ανωτέρω ποσό να του επιδικαστεί αντίστοιχα μειωμένο, δηλαδή δικαιούται 5.135,73 €. Η αξίωσή του αυτή δεν ασκείται καταχρηστικά, καθώς ο ενάγων καθυστέρησε μεν επί οκταετία μετά το θάνατο του Ν. Κ. να ασκήσει την επίδικη αγωγή κατά των κληρονόμων του, η αδράνειά του όμως δεν είναι αρκετή ώστε να κριθεί το δικαίωμα αποδυναμωμένο, εάν μάλιστα συνυπολογιστεί το γεγονός ότι έπρεπε να καταφύγει στα δικαστήρια ξένης γι’ αυτόν χώρας η δε άσκηση του δικαιώματός του δεν συνεπάγεται δυσανάλογα επαχθείς συνέπειες για τους εναγόμενους. Το επιπλέον ποσό των 5.135,73 € δεν δικαιούται να το λάβει ούτε με την επικουρική βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (προς κατάλυση της οποίας δεν μπορεί να αντιταχθεί η ένσταση συνυπαιτιότητας), διότι, όπως κατέθεσε και ο μάρτυρας αποδείξεως, ο πλουτισμός αυτός δεν σώζεται, καθώς δαπανήθηκε από τον Ν. Κ. για εξόφληση υποχρεώσεών του και άλλες προσωπικές του δαπάνες, ενώ αποδείχθηκε πως στα τέκνα του δεν κατέλιπε χρήματα παρά μόνο χρηματικές οφειλές προς τη Συνεταιριστική Τράπεζα Κ.ς ύψους 11.105,56 €. Ούτε βέβαια συνιστούν υποκατάστατο του πλουτισμού αυτού τα ευρισκόμενα στα Τ. ακίνητα που κατέλιπε ο θανών στα τέκνα του και τα οποία αποδέχθηκαν με την ανωτέρω αποδοχή κληρονομιάς, γιατί αυτά προϋπήρχαν στην κυριότητα του Ν. Κ. και δεν αποκτήθηκαν με τα επίδικα χρήματα ώστε να αποτελούν υποκατάστατό τους.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει η υπό κρίση αγωγή να απορριφθεί ως προς την πρώτη εναγόμενη και να καταδικαστεί ο ενάγων στη δικαστική της δαπάνη, να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσία βάσιμη σε βάρος των τριών λοιπών εναγομένων και να υποχρεωθεί ο καθένας από αυτούς να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των (5.135,73 : 3 =) 1.711,93 € με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, καθώς ο ενάγων δεν αποδεικνύει ότι οι εναγόμενοι παρέλαβαν όντως την επιστολή που φέρεται να αποστέλλει σ’ αυτούς στις 19.6.2004 και στην οποία διαλαμβάνεται εξώδικη όχληση. Επιπλέον η ανωτέρω διάταξη δεν κρίνεται πως πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, έστω και κατά ένα μέρος της, καθόσον ο ενάγων, μολονότι νομίμως κατ’ άρθρο 907 ΚΠολΔ αιτείται τούτο, δεν επικαλείται, ούτε στο αγωγικό δικόγραφο ούτε στις προτάσεις που κατέθεσε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, κανέναν εξαιρετικό προς τούτο λόγο, ούτε ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να του προκαλέσει σημαντική ζημία. Επίσης, κατά τα άρθρα 178 και 191 § 2 ΚΠολΔ, οι εναγόμενοι που ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στην πληρωμή ανάλογου μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, που υπέβαλε σχετικό παρεπόμενο αίτημα, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.