28.4.14

ΠΠΘεσ 27264/2011: ΠΡΟΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ-ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ


Προσυμβατική ευθύνη – Αδικοπραξία – Αποζημίωση - Τοκοφορία αποζημίωσης –Όχληση -. Όποιος κατά τις διαπραγματεύσεις από πταίσμα του προξενήσει στον άλλο ζημία, υποχρεούται να την ανορθώσει και αν δεν καταρτίστηκε η σύμβαση. Ως πταίσμα κατά τις διαπραγματεύσεις θεωρείται η τήρηση συμπεριφοράς αντίθετης στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Η έκταση της αποζημίωσης, καλύπτει μόνο το αρνητικό διαφέρον (διαφέρον εμπιστοσύνης), τη ζημία δηλαδή από τη διάψευση της εμπιστοσύνης, στην οποία περιλαμβάνεται τόσο η θετική ζημία όσο και η αποθετική (διαφυγόν κέρδος), εφόσον βρίσκεται σε αιτιώδη συνάφεια με το γεγονός που προκάλεσε τη ματαίωση. Παράλληλα, αν η αντισυναλλακτική συμπεριφορά κριθεί ως παράνομη πράξη, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά, οπότε απαιτείται ειδικώς το υποκειμενικό στοιχείο του δόλου του δράστη, στοιχειοθετείται και αδικοπρακτική ευθύνη. Δεν λαμβάνονται υπ΄ όψιν αποδεικτικά έγγραφα τα οποία προσκομίζονται με την προσθήκη αντίκρουση μετά τη συζήτηση της αγωγής, αφού αυτή περιορίζεται στην αξιολόγηση των αποδείξεων κατά την αντίκρουση ισχυρισμών που προβλήθηκαν οψίμως.


    Αριθμός Απόφασης: 27264/2011 

(Αριθμός κατάθεσης κλήσης: 21937/8-6-2010)
(Αριθμός κατάθεσης αγωγής: 1792/15-1-2008) 

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Δήμητρα Σωτηριάδου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Νεκταρία Σουκαρά, Πρωτοδίκη – Eισηγήτρια, Φωτεινή Λιάρα, Πρωτοδίκη και από τη Γραμματέα Ιουλία Τσαβέ.
     ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 24 Μαίου 2011, για να δικάσει την αγωγή με αριθμό καταθέσεως δικογράφου 1792/15-1-2008, που επαναφέρεται προς συζήτηση με την με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 21937/8-6-2010 κλήση του ενάγοντος, μεταξύ:
     ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ - ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …, κατοίκου Πυλαίας Θεσσαλονίκης, που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Ιωάννη Ηλιάδη (ΑΜ 6139), που κατέθεσε προτάσεις. Συμπαραστάθηκε και η ασκούμενη δικηγόρος Κασσιανή Παππά.
    TΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ - ENAΓOMENΩΝ: Ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία …, η οποία εδρεύει στον Εύοσμο Θεσσαλονίκης κι εκπροσωπείται νόμιμα, 2) …, κατοίκου Ηλιούπολης Θεσσαλονίκης και 3) …, κατοίκου Ευόσμου Θεσσαλονίκης, που παραστάθηκαν η 1η και 2ος δια και ο τρίτος ως νόμιμος εκπρόσωπος της 1ης εναγομένης μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεώργιου Σιάγκρη (ΑΜ 4110), που κατέθεσε προτάσεις. Συμπαραστάθηκε και η ασκούμενη δικηγόρος Μαρία Σαριπανίδου.
     ΚΑΤΑ τη συζήτηση της υποθέσεως στη σημερινή δικάσιμο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.
    ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την ένδικη κλήση του ενάγοντος νομίμως φέρεται προς συζήτηση η υπ’ αριθμ. καταθέσεως 1792/15-1-2008 αγωγή του (άρθρ. 230 ΚΠολΔ), μετά τη ματαίωση της συζητήσεώς της κατά την μετ’ αναβολή δικάσιμο της 18.5.2010, λόγω αναστολής των εργασιών των δικαστικών υπηρεσιών του Δικαστικού Μεγάρου Θεσσαλονίκης από 14.5.2010 έως 4.6.2010, δυνάμει της Πράξης Νομοθετικού περιεχομένου του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας (ΦΕΚ Α 81/26.5.2010).
     Από τις διατάξεις των άρθρων 197, 198, 158 και 159 του AΚ, προκύπτει ότι επί των συμβάσεων, οι οποίες κατά το νόμο πρέπει να καταρτίζονται με έγγραφο, όπως η σύμβαση για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου (άρθρ. 369 και 1033 ΑΚ), το στάδιο των διαπραγματεύσεων, για το οποίο τα δύο πρώτα άρθρα επιβάλλουν υποχρεώσεις και ευθύνες στους διαπραγματευόμενους, διαρκεί μέχρι τη νομότυπη κατάρτιση της σύμβασης ή την οριστική της ματαίωση (AΠ 1303/84 ΝοΒ 33. 993, AΠ 786/82 ΝοΒ 31. 671, ΕφΘεσ 3/1994 Αρμ. ΜΗ`, 1132, ΕφΘεσ 65/1994 Αρμ. ΜΗ`, 1134, Μπαλή, Γεν. Αρχ. παρ. 87, Μ. Καράση, σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΑΚ, άρθρ. 197-198, αρ. 2). Κατά το στάδιο αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 197 AΚ, τα μέρη οφείλουν αμοιβαία να τηρούν τη συμπεριφορά, που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 198 παρ. 1 του ιδίου κώδικα, όποιος κατά τις διαπραγματεύσεις από πταίσμα του προξενήσει στον άλλο ζημία, υποχρεούται να την ανορθώσει και αν δεν καταρτίστηκε η σύμβαση. Ως πταίσμα κατά τις διαπραγματεύσεις θεωρείται η τήρηση συμπεριφοράς αντίθετης στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (ΕφΑθ 5857/1990 ΕλλΔνη 34. 1629, ΕφΘεσ. 1136/1990 Αρμ. ΜΔ`. 941, ΕφΑθ 5382/1988 ΕλλΔνη 31. 155, ΕφΘεσ 550/1983 Αρμ. ΛΗ`, 279, ΕφΘεσ. 221/1980 Αρμ. ΛΔ`, 792, Μπαλή, ό.π. Κουμάντο, ΕρμΑΚ άρθρ. 197-198, A. Καμπίτση, Περί της προσυμβατικής ευθύνης (1960), παρ. 246). Ειδικά για την έκταση της αποζημίωσης, που οφείλεται με βάση τις παραπάνω διατάξεις, αυτή καλύπτει μόνο το αρνητικό διαφέρον (διαφέρον εμπιστοσύνης), τη ζημία δηλαδή από τη διάψευση της εμπιστοσύνης, στην οποία περιλαμβάνεται τόσο η θετική ζημία όσο και η αποθετική (διαφυγόν κέρδος), εφόσον βρίσκεται σε αιτιώδη συνάφεια με το γεγονός που προκάλεσε τη ματαίωση (ΑΠ 1302/2010 Νόμος). Δεν αποκαθίσταται πάντως η ζημία, που οφείλεται στη ματαίωση ή τη μη εκτέλεση της σύμβασης, αφού τα μέρη δεν έχουν νομική υποχρέωση για τη σύναψή της (ΑΠ 1505/1988 ΝοΒ 38. 62). Σε περίπτωση που ματαιώνεται η σύμβαση πώλησης, μεταξύ των δαπανών, στις οποίες υποβλήθηκε ο αγοραστής, διότι ευλόγως πίστεψε ότι η υπό κατάρτιση σύμβαση θα συναφθεί, είναι και η δαπάνη προκαταβολής μέρους του τιμήματος (ΕφΑθ 6431/1993 ΑρχΝ ΜΔ`. 593). Αν η προκαταβολή δεν είναι αποτέλεσμα του προσυμβατικού πταίσματος, μπορεί να αναζητηθεί, όχι ως μέρος της αποζημίωσης, αλλά με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό των άρθρων 904 επ. του ΑΚ (ΑΠ 1505/1988 ΝοΒ 38.62, ΑΠ 1303/84 ΝοΒ 33.993, ΕφΑθ 8566/2007 Νόμος, ΕφΛαρ 741/2001 ΕλλΔνη 2004.517, ΕφΑθ 11120/1986 ΕλλΔνη 39.139, ΕφΑθ 5857/1990 ΕλλΔνη 34.1629 Ματθία ΕλλΔνη 28, σελ. 1459, Σ.Τ.Γ. Αρμ. 52, σελ. 549). Η ζημία, τέλος, πρέπει να βρίσκεται σε αιτιώδη σύνδεσμο προς την αθέμιτη ή αντίθετη συμπεριφορά του άλλου προς τα χρηστά ήθη (ΕφΑθ 6504/1995 ΕλλΔνη 38.885, ΕφΑθ 11313/1990 ΕλλΔνη 32.1638). Εξάλλου, δεν αποκλείεται τα αυτά πραγματικά περιστατικά, τα οποία στηρίζουν ευθύνη του συναλλασσομένου για αντίθετη συμπεριφορά προς την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη στις διαπραγματεύσεις, να στηρίξουν παραλλήλως και αδικοπρακτική ευθύνη (άρθρ. 914 επ. AK), αν δηλαδή η αντισυναλλακτική συμπεριφορά θα κριθεί ως παράνομη πράξη, δυναμένη να συνίσταται και στην προσβολή των χρηστών ηθών, κατά την έννοια του άρθρου 919 AK, οπότε απαιτείται ειδικώς το υποκειμενικό στοιχείο του δόλου του δράστη, που πρέπει ν’ αναφέρεται στην παραγωγή της ζημίας και που μπορεί να είναι και ενδεχόμενος. Στην περίπτωση αυτή, παραλλήλως προς την υποχρέωση για αποζημίωση, έχουν εφαρμογή και οι διατάξεις των άρθρων 926, 932 AK και 1047 παρ. 1 KΠολΔ (AΠ 1587/1990 EλλΔνη 33. 125, EφAθ 2127/1992 EλλΔνη 35. 1695, EφAθ 12101/1989 ό.π., EφAθ 5382/1988 EλλΔνη 31. 155). Kριτήριο, εάν συγκεκριμένη συμπεριφορά ενέχει αντίθεση προς τα χρηστά ήθη, αποτελεί το, κατά τον κρίσιμο χρόνο, κοινό, για την επιβαλλόμενη συμπεριφορά, συναίσθημα, το εκφραζόμενο στις σχετικές αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, που σκέπτεται με χρηστότητα και φρόνηση. Προκειμένου δε να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συμπεριφοράς υπάρχει αντικειμενική αντίθεση, υπό την ανωτέρω έννοια, προς τα χρηστά ήθη, (την οποία δεν αποκλείει η ύπαρξη σχετικού δικαιώματος ή ευχερείας), συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός του υποκειμένου της συμπεριφοράς, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη θεμιτού, τυχόν, σκοπού και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγματώσεως της συμπεριφοράς, θετικής ή αρνητικής (ΟλΑΠ 10/1991 Νόμος, AΠ 925/1991 Aρμ. 46. 114). Η εν λόγω συμπεριφορά μπορεί να στοιχειοθετηθεί και με τη μορφή της απάτης, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί ή ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, εξ αιτίας της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βουλήσεως ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόμενη δήλωση βουλήσεως ή την επιχειρηθείσα πράξη. Η συμπεριφορά αυτή συνίσταται είτε σε παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών είτε σε απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση των αληθινών γεγονότων (ΑΠ 2212/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1734/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 15626/1988 ΝΟΜΟΣ).
    Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων στην κρινόμενη αγωγή του, έτσι όπως το δικόγραφό της εκτιμάται από το Δικαστήριο, εκθέτει ότι, την 23.1.2003, ήρθε σε διαπραγματεύσεις με την πρώτη εναγόμενη ομόρρυθμη εργολαβική εταιρεία, που εκπροσωπούνταν από τους δεύτερο και τρίτο εξ αυτών - ομόρρυθμα μέλη της και έχοντας ο δεύτερος εναγόμενος επιπρόσθετα και την ιδιότητα του διαχειριστή της, οι οποίοι ενεργούσαν για λογαριασμό της, για την αγορά του περιγραφόμενου διαμερίσματος, εμβαδού 78,00 τ.μ., υπό τα στοιχεία Δ-1 της ανεγειρόμενης από την εταιρεία με το σύστημα της αντιπαροχής, στις οδούς …, του Δήμου Ελευθερίου – Κορδελιού, οικοδομής, που αποτελούσε τμήμα του εργολαβικού ανταλλάγματος που η ίδια (ομόρρυθμη εταιρεία – εργολάβος) θα λάμβανε κατά την οικεία εργολαβική σύμβαση που είχε συνάψει με τους οικοπεδούχους, υποσχόμενη να του πωλήσει και να του μεταβιβάσει κατά κυριότητα το διαμέρισμα, αντί τιμήματος 78.000 ευρώ, που θα καταβαλλόταν με την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου. Ότι για την πραγματοποίηση της μέλλουσας πωλήσεως, για την οποία οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων, ενεργώντας υπό τις παραπάνω ιδιότητές τους, τον έπεισαν με απατηλές υποσχέσεις, καταχρώμενοι την γνωριμία και την εμπιστοσύνη του προς αυτούς, κατέβαλε το ποσό των 67.000 ευρώ, έναντι του συμφωνημένου τιμήματος, ενώ κατά τη συμφωνία τους πραγματοποιήθηκαν οι αναφερόμενες βελτιώσεις, εργασίες και διαρρυθμίσεις στο εσωτερικό του διαμερίσματος, στις οποίες τον παρότρυναν να προβεί, με τη διαβεβαίωση ότι θα του μεταβιβαζόταν κατά κυριότητα το ανωτέρω διαμέρισμα, αναληθώς, γιατί αυτό, με κοινή τους απόφαση, το μεταβίβασαν, στη συνέχεια και όπως εξ αρχής είχαν σκοπό, δυνάμει του υπ’ αριθμ. …, οριστικού πωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …, στην Αλεξάνδρα Πανίδου, αντί του ποσού των 98.000 ευρώ, γεγονός το οποίο του απέκρυψαν αθέμιτα, καρπώμενοι τόσο το μέρος του τιμήματος που τους κατέβαλε όσο και το οικονομικό αντάλλαγμα από την ανωτέρω καταρτισθείσα με το παραπάνω τρίτο πρόσωπο αγοραπωλησία στην οποία κακόπιστα απέναντί του προέβησαν, ματαιώνοντας τη δική τους. Ότι ένεκα της ανωτέρω δόλιας και παράνομης συμπεριφοράς των δεύτερου και τρίτου των εναγομένων, που είναι αντίθετη με τις αρχές της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών και αποτελεί και αδικοπραξία για την οποία ευθύνεται αντικειμενικά η ομόρρυθμη εταιρεία, ο ίδιος απώλεσε την απόκτηση του ανωτέρω περιουσιακού στοιχείου (διαμερίσματος), εμπορικής αξίας 98.000 ευρώ, ζημιούμενος κατά το προαναφερόμενο ποσό της αξίας του, που απαιτείται να καταβληθεί για να αγορασθεί άλλο όμοιο διαμέρισμα, υπέστη δε και ηθική βλάβη εξαιτίας της αδικοπραξίας. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενος, κυρίως, πταίσμα κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων καθώς και αδικοπρακτική συμπεριφορά των δεύτερου και τρίτου των εναγομένων, για την οποία αντικειμενικά ευθύνεται η πρώτη εναγόμενη ομόρρυθμη εταιρεία, επικουρικώς δε, τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, ένεκα ακυρότητας της συμβάσεως πωλήσεως, ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, και νομιμοτόκως από 23.1.2003, άλλως από την επίδοση της αγωγής, α) το ποσό των 98.000 ευρώ και β) το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική του ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την αδικοπραξία. Τέλος, ζητεί να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος του δεύτερου και τρίτου των εναγομένων λόγω της αδικοπραξίας τους, όπως παραδεκτά, κατ’ άρθρο 223 ΚΠολΔ, υποβλήθηκε το εν λόγω παρεπόμενο αίτημα με τις κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ προτάσεις του ενάγοντος (βλ. σχετ. Κεραμέα/Νίκα/Κονδύλη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 2000, τομ. Ι, άρθρο 223 ΚΠολΔ, αρ. 12, με τις εκεί παραπομπές στη Νομολογία) και να καταδικαστούν όλοι οι αντίδικοί του στη δικαστική του δαπάνη.
    
Η αγωγή παραδεκτά και αρμόδια εισάγεται για συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό, που είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρ. 18 αρ. 1, 22, 25 παρ.2 ΚΠολΔ) για να δικαστεί κατά την τακτική διαδικασία (άρθρ. 208 επ. ΚΠολΔ), ενώ για το παραδεκτό της συζήτησης προσκομίζεται η με ημερομηνία 7.2.2008 δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντα περί αποτυχίας της απόπειρας εξώδικης επίλυσης της διαφοράς, κατ’ άρθρ. 214Α ΚΠολΔ, λόγω μη επίτευξης συμφωνίας των διαδίκων σ’ αυτή. Σύμφωνα δε με όσα εκτίθενται στη μείζονα πρόταση και υπό την επισήμανση ότι, σε σχέση με την κύρια βάση της από την ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις, στο αίτημα καταβολής των 98.000 ευρώ, όπως αυτό εκτιμάται από το Δικαστήριο, θεωρείται ότι περιέχεται, ως έλασσον, αίτημα για καταβολή του αναφερόμενου ως καταβληθέντος ποσού των 67.000 ευρώ, που δόθηκε από τον ενάγοντα, κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων, έναντι του συμφωνηθέντος τιμήματος (το ποσό των 73.783 ευρώ, στο οποίο επιχειρείται να διορθωθεί το αναφερόμενο με την αγωγή ως καταβληθέν ποσό των 67.000 ευρώ, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και με την προσθήκη του, δεν λαμβάνεται υπόψη καθόσον αποτελεί απαράδεκτη μεταβολή του αιτήματος της αγωγής κατ’ άρθρο 223 ΚΠολΔ, βλ. σχετ. ΕφΑθ 6982/1991 ΕλλΔνη 1993. 1620, ΠΠΠειρ 930/2005 Νόμος, Κεραμέας/Νίκας/Κονδύλης, ΕρμΚΠολΔ, έκδ. 2000, άρθρ. 223 ΚΠολΔ, αρ. 2), η αγωγή κατά τη βάση της αυτή είναι εν μέρει νόμιμη και δη μόνο ως προς το αίτημα καταβολής του ανωτέρω ποσού των 67.000 ευρώ, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 197,198, 288, 298, 346, 481 επ. ΑΚ, 22 του ΕμπΝ, 907, 908 παρ. 1, 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, απορριπτομένων ως μη νόμιμων, σε σχέση με τη συγκεκριμένη αγωγική βάση, των συνδεόμενων μόνο με αδικοπρακτική ευθύνη αιτημάτων περί καταβολής από τους εναγόμενους χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος των δεύτερου και τρίτου εξ αυτών λόγω της αδικοπραξίας τους, αφού τούτα δεν συνάδουν με την επίμαχη αγωγική βάση, δεδομένου ότι η ευθύνη από διαπραγματεύσεις αποτελεί εκ του νόμου ευθύνη και χωρίς την ύπαρξη άλλων πραγματικών περιστατικών δεν αποτελεί από μόνη της αδικοπραξία. Περαιτέρω, η αγωγή ως προς την επίσης κύρια βάση της από την αδικοπραξία είναι νόμιμη ως προς όλα τα αιτήματά της, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 71, 288,298, 299, 330,346, 481, 919, 926,932 ΑΚ, 907, 908 παρ. 1, 1047 παρ. 1, 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ. Ειδικώς το περί τοκοδοσίας κύριο αίτημα για την καταβολή τόκων από την 23.1.2003, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, κατά τη μεν αγωγική βάση που στηρίζεται στην ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις, επειδή ο ενάγων δεν επικαλείται όχληση των εναγομένων τότε (άρθρα 340 και 345 ΑΚ), κατά δε την αγωγική βάση που στηρίζεται σε αδικοπρακτική ευθύνη, επειδή όταν υπόκειται αξίωση αποζημίωσης από αδικοπραξία, αυτή τοκοφορεί από την επίδοση της οικείας αγωγής και για την έναρξη της τοκοφορίας από προηγούμενο χρόνο απαιτείται όχληση του υπόχρεου, στοιχείο που δεν επικαλείται ο ενάγων εν προκειμένω. Περαιτέρω, η αγωγή είναι μη νόμιμη ως προς την επικουρική βάση της από τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρ. 904 ΑΚ), διότι ο ενάγων δεν επικαλείται ότι μεταξύ αυτού και των εναγομένων καταρτίστηκε σύμβαση πωλήσεως που ήταν άκυρη λόγω μη τηρήσεως του συμβολαιογραφικού τύπου που επιβάλλεται ενόψει του ότι το αντικείμενο της πώλησης αφορούσε ακίνητο (άρθρα 158-161,369,1033 ΑΚ), αντίθετα επικαλείται ότι σύμβαση πώλησης ουδέποτε καταρτίσθηκε εξαιτίας της αντίθετης στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη συμπεριφοράς των αντιδίκων του εκδηλωθείσας κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων, οι οποίες και εξ αυτού του λόγου δεν οδήγησαν στην κατάρτιση, έστω και άκυρης, σύμβασης. Επομένως, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι ο ενάγων κατέβαλε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου, με τ’ αντιστοιχούντα σ’ αυτό ποσοστά υπέρ του TAXΔIK και του TN, (βλ. το υπ’ αριθμ. …, Διπλότυπο της Β’ Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης και την υπ’ αριθμ. …, απόδειξη της Ε.Τ.Ε. που προσκομίζει).
    Από τις καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, το κατωτέρω ομολογούμενο από τους εναγόμενους γεγονός (άρθρο 261 ΚΠολΔ), όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, είτε με τα δικόγραφα των νομότυπων κατά το άρθρο 237 παρ. 1 προτάσεων τους είτε με τα δικόγραφα της, κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, προσθήκης τους (ειδικά για τη λήψη υπόψη των εγγράφων που προσκομίζονται με την προσθήκη της παρ. 3 του άρθρου 237 χωρίς τον περιορισμό του τελευταίου εδαφίου της ίδιας παραγράφου, βλ. ΑΠ 138/2005 ΕλλΔνη 2006.450), τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τις με αριθμ. 786 και 787/2009 ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες λήφθηκαν νομότυπα, με επιμέλεια του ενάγοντα και μετά από νομότυπη κλήτευση των εναγομένων, ενώπιον της κ. Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης (βλ. τις υπ’ αριθμ. …, εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης …,), από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), ενώ για τη διαμόρφωση του αποδεικτικού πορίσματος δεν λαμβάνονται υπόψη α) τα έγγραφα που οι εναγόμενοι προσκομίζουν με το δικόγραφο της κατατεθείσας την 3-6-2011, μετά τη συζήτηση της αγωγής, κατά το άρθρο 270 παρ. 6 του ΚΠολΔ, προσθήκης τους, αφού η εν λόγω προσθήκη – αντίκρουση περιορίζεται στην αξιολόγηση των αποδείξεων κατά την αντίκρουση ισχυρισμών που προβλήθηκαν οψίμως κατά το άρθρο 269 παρ. 2 του ΚΠολΔ, αυτών δηλαδή που προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα της κατάθεσης των προτάσεων - προ 20 ημερών από τη συζήτηση - και έως τη συζήτηση (βλ. και Κεραμέα/Νίκα/Κονδύλη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Συμπλήρωμα, εκδ. 2003, άρθρ. 270, αρ. 21, με τις εκεί παραπομπές στη Νομολογία) και β) οι υπ’ αριθμ. 8492 και 8493/3.6.2011 ένορκες βεβαιώσεις, που λήφθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντα, ενώπιον του Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …, χωρίς κλήτευση των εναγομένων και χωρίς την προβολή από τους τελευταίους οιουδήποτε κατ’ άρθρο 269 παρ. 2 ΚΠολΔ ισχυρισμού στο ακροατήριο (βλ. και Κεραμέα/Νίκα/Κονδύλη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, ο.π. αρ. 15, με τις εκεί παραπομπές στη Νομολογία), αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα εξής πραγματικά περιστατικά για την υπόθεση αυτή: Με το υπ’ αριθμ. …, εργολαβικό συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …, η πρώτη εναγόμενη ομόρρυθμη εταιρία, ομόρρυθμα μέλη της οποίας είναι, όπως συνομολογούν, οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων, έχοντας ο πρώτος εξ αυτών και την ιδιότητα του διαχειριστή της και εκπροσωπώντας αυτήν κατά τη σύναψή του ανωτέρω συμβολαίου, ανέλαβε την ανοικοδόμηση ενός οικοπέδου που βρίσκεται επί των οδών …, στον Δήμο Ελευθερίου Κορδελιού. Το παραπάνω οικόπεδο ήταν συνολικού εμβαδού 1.447,39 τ.μ. και προερχόταν από συνένωση τριών οικοπέδων, από τα οποία το ένα, εμβαδού 1.157,39 τ.μ. ήταν τμήμα του υπ’ αριθμ. 452 οικοπεδικού αγροτεμαχίου και για το οποίο με την υπ’ αριθμ. 321/22.05.2002, απόφαση της Γ’ Επιτροπής Απαλλοτριώσεων της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης αποφασίστηκε όπως παραχωρηθεί στους παρακάτω οικοπεδούχους αρχικά έναντι τιμήματος 70,00 ευρώ/τ.μ. Στο παραπάνω οικόπεδο θα κατασκευάζονταν δύο οικοδομές, η υπό στοιχείο Α και η υπό στοιχείο Β, στην υπό στοιχείο Α δε, θα λάμβαναν όλη την αντιπαροχή τους οι οικοπεδούχοι. Οικοπεδούχοι και ιδιοκτήτες του παραπάνω οικοπέδου ήταν οι 1) …, 2) …, και 3) …, αδελφοί του ενάγοντος, με ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου ο καθένας επί αυτού. Με το παραπάνω εργολαβικό και ειδικότερα με το άρθρο 22 αυτού, η εργολάβος εταιρεία ανέλαβε να καταβάλει, αντί των οικοπεδούχων, το τίμημα εξαγοράς του ως άνω οικοπέδου, τους φόρους και γενικώς κάθε σχετικό έξοδο, εφόσον το ποσό αυτών δεν υπερέβαινε συνολικά το ποσό των 88.000 ευρώ. Την ίδια ημέρα (6-12-2002) συντάχθηκε μεταξύ των οικοπεδούχων και της εργολάβου εταιρείας, όπως εκπροσωπούνταν από το διαχειριστή της – δεύτερο εναγόμενο, και ένα ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο προέβλεπε ότι σε περίπτωση που το τίμημα της εξαγοράς και των εξόδων (φόρος, μεταγραφή κ.τ.λ.) για την τακτοποίηση του ανωτέρω οικοπέδου υπερέβαινε συνολικά το ποσό των 88.000 ευρώ, θα καταβαλλόταν το υπόλοιπο από τους οικοπεδούχους και αντίστοιχα σε περίπτωση που καταβαλλόταν, για τις αιτίες αυτές, μικρότερο ποσό, η διαφορά θα καταβαλλόταν από την εργολάβο εταιρία στους οικοπεδούχους, με την πώληση του διαμερίσματος με χαρακτηριστικό αριθμό Δ1 του 1ου ορόφου της υπό στοιχείο Α οικοδομής, εμβαδού μικτού 77,92 τ.μ., που περιλαμβάνονταν στο εργολαβικό της αντάλλαγμα. Περί τις αρχές Μαρτίου του 2003, οι ανωτέρω οικοπεδούχοι ενημέρωσαν τους εναγόμενους ότι είχε ήδη εκδοθεί ο υπ’ αριθμ. 42932/27.01.2003 τίτλος κυριότητας της Διεύθυνσης Πολιτικής Γης και είχε λάβει χώρα και η μεταγραφή του, σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. 3163/30.1.2003 πιστοποιητικό μεταγραφής του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης, είχε δε ορισθεί καλύτερη τιμή για την εξαγορά του οικοπέδου, ήτοι 58,00 ευρώ/τ.μ., αντί του αρχικώς ορισθέντος με την υπ’ αριθμ. 321/2002 απόφαση της Γ’ Επιτροπής Απαλλοτριώσεων του Ν. Θεσσαλονίκης των 70,00 ευρώ/τ.μ. και για τον λόγο αυτό κατέβαλαν οι ίδιοι το ως άνω τίμημα. Κατόπιν αυτού, οι εναγόμενοι τους πρότειναν ή να τους καταβάλλουν τα χρήματα που δαπάνησαν, το μικρότερο δηλαδή των 88.000 ευρώ, ή να λάβουν, ως επιπλέον αντιπαροχή, το ανωτέρω διαμέρισμα, τροποποιώντας το παραπάνω εργολαβικό. Οι οικοπεδούχοι, όμως, επέμειναν να λάβουν το ποσό των 88.000 ευρώ που είχε αρχικά ορισθεί με το άρθρο 22 του εργολαβικού συμβολαίου και του ανωτέρω ιδιωτικού συμφωνητικού, και όχι το μικρότερο ποσό που είχα καταβληθεί για την τακτοποίηση του οικοπέδου, γεγονός στο οποίο οι εναγόμενοι, κατόπιν συζητήσεων που έλαβαν χώρα μεταξύ τους, τελικά συμφώνησαν. Έτσι, η εργολάβος εταιρεία (πρώτη εναγόμενη), την 17.03.2003 κατέβαλε στον …, το ποσό των 29.333,33 ευρώ, όπως προκύπτει από την ίδια ημερομηνίας απόδειξη (με το οποίο αυτός εξοφλήθηκε για την ως άνω απαίτησή του), ενώ στους …, και Νικόλαο …, κατέβαλε από 7.000 ευρώ στον καθένα, όπως προκύπτει από τις χωρίς ημερομηνία σχετικές αποδείξεις. Στη συνέχεια δε κατά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 14/03.03.2004 έκδοσης της άδειας ανοικοδόμησης του ως άνω οικοπέδου, καθώς και κατά την υπογραφή της υπ’ αριθμ. …, πράξης τροποποίησης του ως άνω εργολαβικού του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου, αλλά και αμέσως πριν την υπογραφή της υπ’ αριθμ. …, πράξεως σύστασης οριζόντιας και κάθετης ιδιοκτησίας και διανομής προ πάσης ανεγέρσεως του ίδιου συμβολαιογράφου, οι εναγόμενοι πρότειναν εκ νέου στους οικοπεδούχους να λάβουν ως επιπλέον αντιπαροχή το ανωτέρω διαμέρισμα και να τους επιστρέψουν τα χρήματα που μέχρι τότε τους είχαν καταβάλλει, όμως αυτοί ενέμειναν στην αρχική τους απόφαση. Έτσι, την 30.05.2005 και 17.05.2006, από την εργολάβο εταιρεία καταβλήθηκαν στον …, τα ποσά των 3.758,61 ευρώ και 3.480,50 ευρώ, αντίστοιχα, για τον ίδιο ως άνω λόγο, όπως προκύπτει από τις οικείς αποδείξεις. Τέλος, την 20.06.2006, οπότε και περατώθηκε πλήρως η κατασκευή των οικοδομών που ανέλαβε να ανεγείρει με το σύστημα της αντιπαροχής η πρώτη εναγόμενη εργολάβος εταιρεία και ολοκληρώθηκαν οι συμφωνίες που είχαν συναφθεί με τους ως άνω οικοπεδούχους, υπεγράφη μεταξύ τους το υπ’ αριθμ. 2534/2006 πρωτόκολλο παραλαβής αντιπαροχής και πληρεξούσιο του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου. Στη συνέχεια δε, η τελευταία, με βάση χορηγηθείσα από τους οικοπεδούχους πληρεξουσιότητα, πώλησε το ανωτέρω διαμέρισμα Δ1 του πρώτου ορόφου της υπό στοιχείο Α οικοδομής, μέρος του εργολαβικού της ανταλλάγματος, δυνάμει του υπ’ αριθμ. …, οριστικού πωλητηρίου συμβολαίου του ως άνω συμβολαιογράφου, στην …, αντί αναγραφόμενου τιμήματος 46.845 ευρώ. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι υπήρξαν διαπραγματεύσεις μεταξύ του ενάγοντος και της ομόρρυθμης εταιρείας, εκπροσωπούμενης από τα μέλη της δεύτερο και τρίτο των εναγομένων, για την αγορά από τον πρώτο του ανωτέρω διαμερίσματος, κατά τις οποίες οι τελευταίοι να υποσχέθηκαν σ’ αυτόν να του το πωλήσουν, ως επί τω πλείστον δε ότι ο ενάγων κατέβαλε σ’ αυτούς το ποσό των 67.000 ευρώ ως προκαταβολή για την αγορά του, έναντι του δήθεν συμφωνημένου τιμήματος, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται με την αγωγή του. Αυτό που αποδεικνύεται είναι ότι ο ενάγων κατέβαλε τα ακόλουθα χρηματικά ποσά ως έξοδα για την τακτοποίηση του ανωτέρω οικοπέδου και συγκεκριμένα: α) την 22.01.2003, κατέβαλε το ποσό των 33.553,00 ευρώ προς την Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Θεσσαλονίκης, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 200301227050560109 επιταγής της ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ, β) την 23.01.2003, κατέβαλε το ποσό 33.553,00 ευρώ προς τον Δήμο Ελευθέριου - Κορδελιού, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 58598065-9 επιταγής της ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ και γ) την 27.01.2003 κατέβαλε το ποσό των 6.677,00 ευρώ προς την Δ.Ο.Υ. Ιωνίας Θεσσαλονίκης, δυνάμει της υπ’ αριθμό 58598066-7 επιταγής της ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ και συνολικά ποσό 73.783,00 ευρώ. Η καταβολή όμως των παραπάνω ποσών έλαβε χώρα με βάση τις σχέσεις του με του ανωτέρω οικοπεδούχους αδελφούς του και σε συμφωνία μαζί τους, το περιεχόμενο της οποίας παρίσταται αδιάφορο στην ένδικη υπόθεση. Ενισχυτικό στοιχείο της ανωτέρω κρίσης του Δικαστηρίου αποτελεί το γεγονός ότι το τίμημα εξαγοράς του ανωτέρω οικοπέδου των 88.000 ευρώ, που συμφωνήθηκε μεταξύ της εργολάβου και των οικοπεδούχων, αδελφών του ενάγοντος, καταβλήθηκε ήδη προς αυτούς από την εργολάβο εταιρεία κατά το μεγαλύτερο μέρος του, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω αποδείξεις στις οποίες ρητά αναγράφεται ότι οι καταβολές των εκεί αναφερόμενων χρηματικών ποσών αφορούν τη συγκεκριμένη αιτία. Εξάλλου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, είναι λογικά ανακόλουθο οι επικαλούμενες από τον ενάγοντα διαπραγματεύσεις με τους εναγόμενους, για τη φερόμενη μεταβίβαση του επίδικου διαμερίσματος στον ίδιο, να έλαβαν χώρα την 23.1.2003, ήτοι αμέσως σχεδόν μετά την υπογραφή του εργολαβικού συμβολαίου και χωρίς να έχει γίνει ακόμη κατά το χρόνο εκείνο η τακτοποίηση του οικοπέδου, όταν μάλιστα η όλη εργολαβική σύμβαση τελούσε υπό την αναβλητική αίρεση της τακτοποίησης (βλ. άρθρο 22), ενώ, πέραν του θέματος της εξαγοράς του τίτλου και της μεταγραφής αυτού, έπρεπε να έχει γίνει η έξωση των μισθωτών του πρατηρίου βενζίνης που υπήρχε στο οικόπεδο και να εξαλειφθούν όλα τα βάρη που αναφέρονται στο άρθρο 22 του υπ’ αριθμ. 462/2002 εργολαβικού συμβολαίου (ήτοι μία κατάσχεση και δύο διεκδικήσεις που είχαν εγγραφεί στα βιβλία κατασχέσεων και διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης) και κυρίως πριν καν την έκδοση της υπ’ αριθμ. 14/03.03.2004 άδειας ανεγέρσεως της οικοδομής. Επίσης, δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι κατά την προαναφερόμενη ημερομηνία η οικοδομή υπό στοιχείο Α και ειδικότερα το υπό στοιχείο Δ1 διαμέρισμα του πρώτου ορόφου αυτής, βρισκόταν υπό κατασκευή και συγκεκριμένα είχε ολοκληρωθεί η τοιχοποιία του, όταν η άδεια της οικοδομής εκδόθηκε στις 03.03.2004 και η τοιχοποιία αυτού κατασκευάσθηκε το έτος 2005. Οι καταθέσεις των μαρτύρων του ενάγοντος, …, και …, που εμπεριέχονται στις ανωτέρω …, και …, ένορκες βεβαιώσεις, δεν κρίνονται αξιόπιστες, καθόσον οι εν λόγω μάρτυρες αναφέρουν ότι γνωρίζουν το ιδιοκτησιακό καθεστώς του επίδικου διαμερίσματος και ότι ο ενάγων ήταν ιδιοκτήτης του, σύμφωνα με τα όσα ο ίδιος ο ενάγων τους ανέφερε και χωρίς την ύπαρξη τίτλου κυριότητας προς τούτο. Οι ίδιοι μάρτυρες αναφέρουν επίσης τη φερόμενη πρόθεση του ενάγοντος προς πώληση του διαμερίσματος, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με τον ισχυρισμό του ότι σ’ αυτό έκανε διαρρυθμίσεις με σκοπό τη μόνιμη κατοικία. Δεν ευσταθεί δε με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής σε ένα διαμέρισμα που διατίθεται προς πώληση ο ιδιοκτήτης να προβαίνει και σε διαρρυθμίσεις που πιθανόν θα έκανε ο μελλοντικός αγοραστής του. Ενόψει αυτών, δεν αποδείχθηκε ότι μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγόμενης ομόρρυθμης εταιρείας, εκπροσωπούμενης προς τούτο από τους δεύτερο και τρίτο των εναγομένων, έλαβαν χώρα διαπραγματεύσεις για την πώληση του επιδίκου διαμερίσματος προς τον ενάγοντα και συνακόλουθα (δεν αποδείχθηκε) οιαδήποτε προσυμβατική, αντίθετη στην καλή πίστη και στα χρηστά ήθη καθώς και αδικοπρακτική, από δόλο, ευθύνη των δεύτερου και τρίτου των εναγομένων έναντι του αντιδίκου τους. Συνεπώς, η ένδικη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσία αβάσιμη, λόγω ελλείψεως αποδείξεως των αξιώσεων του ενάγοντος, παρελκομένης της εξετάσεως της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της ενστάσεως των εναγομένων περί καταχρηστικής ασκήσεως αυτών (άρθρο 281 ΑΚ). Ο ενάγων πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, λόγω της ήττας του (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον καλούντα - ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα των καθ’ ών η κλήση - εναγομένων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων εξακοσίων (2.600) ευρώ.
    ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2011 και δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 23 Σεπτεμβρίου 2011.
    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ