14.4.14

ΑΠ 2/2014: Εργατικές διαφορές-προνομιακός τόκος νπδδ


 Εργατικές διαφορές - Προσωπικό νοσηλευτικών ιδρυμάτων - Αδικαιολόγητος πλουτισμός - Προνομιακός τόκος ΝΠΔΔ - Αναίρεση για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου - Αναιρετέες αποφάσεις -. Άκυρη σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου σε ΝΠΔΔ (νοσηλευτικό ίδρυμα). Δεκτή αγωγή εργαζομένων για την καταβολή χρηματικών ποσών για δεδουλευμένους μισθούς. Επικουρική βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Αοριστία αναιρετικού λόγου. Δεν προσδιορίζονται οι διατάξεις που κατά το αναιρεσείον έχουν παραβιασθεί. Η ρύθμιση, με την οποία αναγνωρίζεται το δικαίωμα, στα ΝΠΔΔ να καταβάλουν, με την ιδιότητα του οφειλέτη, ποσοστό τόκου υπερημερίας 6%, δηλ. μικρότερο εκείνου που έχουν υποχρέωση να καταβάλουν οι ιδιώτες ως οφειλέτες, εισάγει επιτρεπτή, υπέρ των ΝΠΔΔ εξαίρεση, ο οποίος είναι σύμφωνος με το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ και το ΔΣΑΠΔ. Αναβίωση εκκρεμοδικίας επί της έφεσης.


Αριθμός 2/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες.
    ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 12 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:
    Του αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ - Ο ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ" που εδρεύει στα Ιωάννινα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Λιούμα και δεν κατέθεσε προτάσεις.
    Των αναιρεσιβλήτων: 1) Σ. Τ. του Χ., κατοίκου ..., 2) Κ. Γ. του Β., κατοίκου ... 3) Κ. Ν. του Α., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σπυρίδωνα Τρίπλη και κατέθεσαν προτάσεις.
    Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 13/7/2010 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Ιωαννίνων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 185/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 225/2012 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση των ανωτέρω αποφάσεων ζητεί το αναιρεσείον με την από 22/1/2013 αίτησή του.
    Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μουστάκας ανέγνωσε την από 1/11/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε α) την απόρριψη της ένδικης αίτησης, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 185/2011 απόφασης του Ειρηνοδικείου Ιωαννίνων, β) την απόρριψη του πρώτου λόγου και την παραδοχή του δευτέρου λόγου της ένδικης αίτησης, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 225/2012 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, που δίκασε ως Εφετείο.
    Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
    ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 560 του Κ.Πολ.Δικ., οι αποφάσεις των ειρηνοδικείων, καθώς και των πρωτοδικείων, που εκδίδονται επί εφέσεων κατά αποφάσεων ειρηνοδικείων, προσβάλλονται με το ένδικο μέσο της αναίρεσης, για τους αναφερομένους σ' αυτό αποκλειστικά και περιοριστικά όρους και ειδικότερα, 1) αν παραβιάσθηκαν κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, 2) αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε, όπως ο νόμος ορίζει ή δίκασε ειρηνοδίκης, του οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση, 3) αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ' ύλη αρμοδιότητα και 4) αν παράνομα αποκλείστηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της υπόθεσης, προκύπτουν τα εξής: Με την ένδικη αγωγή τους, που ασκήθηκε στο ειρηνοδικείο, οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι, επικαλούμενοι έγκυρη σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ζητούσαν από το ήδη αναιρεσείον (και από συνεναγόμενο με αυτό Σωματείο) την καταβολή των αναφερομένων σ' αυτή χρηματικών ποσών, για δεδουλευμένους μισθούς. Επικουρικά, ζητούσαν την καταβολή των χρηματικών αυτών ποσών, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Η αγωγή έγινε δεκτή, έναντι του ήδη αναιρεσείοντος, ως προς την επικουρική βάση της και υποχρεώθηκε αυτό να καταβάλει στους ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητους, τα αναφερόμενα στην απόφαση χρηματικά ποσά, με τον νόμιμο (κοινό) τόκο υπερημερίας, από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής. Κατά της αποφάσεως αυτής ασκήθηκε έφεση από το ήδη αναιρεσείον, επί της οποίας εκδόθηκε η (ήδη) προσβαλλόμενη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Το αναιρεσείον, με τον πρώτο λόγο της ένδικης αίτησής του, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση αναιρετικές πλημμέλειες από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 Κ.Πολ.Δικ., όπως ισχυρίζεται, "καθόσον το δικαστήριο, με το να επιδικάσει τα εν λόγω χρηματικά ποσά στους ενάγοντες, κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, έσφαλε, καθότι τα προμνημονευόμενα ποσά, τα οποία αιτούνται αυτοί, δεν έχουν καμία σχέση με τα ποσά εκείνα, τα οποία θα κατέβαλε, αν είχε προσλάβει διά της νομίμου οδού άλλους εργαζομένους, με έγκυρες συμβάσεις εργασίας και με βάση τις διατάξεις της εν γένει εργατικής νομοθεσίας και των ισχυουσών κλαδικών συμβάσεων". Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος, καθόσον και ανεξάρτητα από την αοριστία του, αφού, πέραν της διατάξεως του άρθρου 904 Α.Κ., της οποίας παραβίαση δεν προκύπτει, δεν προσδιορίζονται οι διατάξεις, που κατά το αναιρεσείον έχουν παραβιασθεί, με αυτόν (λόγο) και υπό την επίκληση της διάταξης του άρθρου 560 περ. 1 Κ.Πολ.Δικ., πλήττονται, στην πραγματικότητα, οι ουσιαστικές παραδοχές και αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης, πλημμέλεια, για την οποία και αν υπάρχει, δεν παρέχει, εν προκειμένω, τη δυνατότητα ασκήσεως αναιρέσεως, κατά της προσβαλλόμενη απόφασης.
    Από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά την οποία οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, προκύπτει, ότι το Σύνταγμα θεσπίζει και την ισότητα του νόμου έναντι των Ελλήνων πολιτών, υπό την έννοια, ότι ο νομοθέτης δεσμεύεται, όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις, που αφορούν περισσότερες κατηγορίες προσώπων, να μην εισάγει αδικαιολόγητες εξαιρέσεις και διακρίσεις, εκτός αν αυτές επιβάλλονται από λόγους γενικότερου, κοινωνικού ή δημόσιου, συμφέροντος, την ύπαρξη των οποίων ελέγχουν τα δικαστήρια(Ολ. ΑΠ 23/2004, Ολ. ΑΠ 11/2003, π.ρ.β.λ Ολ. ΣτΕ 2807/2002). Εξάλλου, τα άρθρα 20 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης της 4-11-1950, που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος), τα οποία εξασφαλίζουν σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα της παροχής έννομης προστασίας με το συνακόλουθο δικαίωμα διασφάλισης ίσων δικαιωμάτων και εγγυήσεων για δίκαιη (χρηστή) δίκη, δεν στερούν τον κοινό νομοθέτη από την εξουσία να θεσμοθετεί ειδικές ρυθμίσεις για ορισμένες κατηγορίες προσώπων, όταν τούτο επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, όπως στην περίπτωση των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου, μεταξύ των οποίων και τα Νοσηλευτικά Ιδρύματα, που λειτουργούν με τη μορφή αυτή, τα οποία από τη φύση και το καταστατικό τους, έχουν αποστολή και έργο να εξυπηρετούν, αδιακρίτως, την δημόσια υγεία με την παροχή υγειονομικής περίθαλψης στους πολίτες και στων οποίων την περιουσία και την οικονομική κατάσταση συμβάλλουν οι φορολογούμενοι πολίτες, με την καταβολή φόρων. Το συμφέρον αυτό, πρωτίστως, εξυπηρετεί, η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν.Δ. 496/1974 "περί λογιστικού των ν.π.δ.δ", ανάλογη με το άρθρο 21 του δευτέρου κεφαλαίου του κώδικα νόμων περί δικών του Δημοσίου (β.δ. της 26.6/10.7.1944), με την οποία ορίζεται, ότι ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος κάθε οφειλής του νομικού προσώπου ανέρχεται σε 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο και αρχίζει από την επίδοση της αγωγής. Η ρύθμιση αυτή, με την οποία αναγνωρίζεται το δικαίωμα, στα ν.π.δ.δ να καταβάλουν, με την ιδιότητα του οφειλέτη, επί υπερημερίας, ποσοστό τόκου (6%), μικρότερο εκείνου που έχουν υποχρέωση να καταβάλουν οι ιδιώτες ως οφειλέτες, εισάγει επιτρεπτή, υπέρ των νομικών αυτών προσώπων εξαίρεση, ο οποίος υπαγορεύεται από το σκοπό που προαναφέρθηκε και δεν βρίσκεται σε αντίθετη ούτε προς τις διατάξεις του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτόκολλο της ίδιας σύμβασης, που προστατεύει την περιουσία του δανειστή (Ολ.Α.Π. 3|2006,. ΑΠ 804/2002). Και τούτο διότι, η προστασία της περιουσίας Νοσηλευτικού Ιδρύματος, που λειτουργεί με τη μορφή του νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου, είναι αναγκαία για να είναι τούτο σε θέση να εκπληρώνει απρόσκοπτα, τους προέχοντες καταστατικούς του σκοπούς και να εξυπηρετεί το γενικότερο κοινωνικό και δημόσιο συμφέρον, με την προστασία της δημόσια υγείας των πολιτών. Στην προκείμενη περίπτωση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ιωαννίνων, που δίκασε ως εφετείο, έκρινε με την προσβαλλόμενη 225/2012 απόφασή του, ότι η πιο πάνω διάταξη του άρθρ. 7 παρ. 2 του ν.δ 496/1974, αντιβαίνει στα άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 και 14 της ΕΣΔΑ και 2 παρ. 3α` και β`, 14 παρ. 1 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ν.2462/1997), λόγω της άνισης προνομιακής μεταχείρισης την οποία θεσπίζει για τα ν.π.δ.δ. σε σχέση με τους ιδιώτες αντιδίκους του, χωρίς τούτο να δικαιολογείται από λόγους δημόσιου συμφέροντος και για το λόγο αυτό, δεν εφήρμοσε την πιο πάνω διάταξη, την οποία έκρινε αντισυνταγματική και απέρριψε τον σχετικό λόγο εφέσεως του αναιρεσιβλήτου, με τον οποίο προέβαλε παράπονο κατά της πρωτόδικης απόφασης, ότι εσφαλμένα δεν εφήρμοσε αυτό το άρθρο 21 του Κώδικα περί δικών του δημοσίου και το άρθρο 7 παρ. 2 του Ν.Δ. 496|1974. Έτσι, που έκρινε το Πολυμελές Πρωτοδικείο, παραβίασε με ψευδή ερμηνεία τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου που προαναφέρθηκαν. Είναι, συνεπώς, βάσιμος, ο δεύτερος, λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, αιτίαση από το άρθρο 560 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, ότι, δηλαδή, με την πιο πάνω κρίση του, παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν.Δ. 496/1974, την οποία δεν εφήρμοσε ως αντισυνταγματική, ενώ συνέτρεχαν λόγοι δημόσιου συμφέροντος που υπαγόρευαν την εφαρμογή της και συνεπώς, η αίτηση πρέπει αν γίνει δεκτή κατά τον δεύτερο (και τελευταίο) αυτόν λόγο της.
    Τέλος, η αίτηση, απευθυνόμενη, για τους ίδιους λόγους και κατά της πρωτόδικης απόφασης, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, καθόσον, εφόσον η κατ' αυτής έφεση ερευνήθηκε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και απορρίφθηκε η έφεση κατ' ουσία, η αναίρεση έπρεπε να απευθυνθεί μόνο κατά της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (άρθρα 553 και 554 Κ.Πολ.Δικ.).
    Μετά από αυτά, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση, κατά τα ανωτέρω, ως προς τον δεύτερο λόγο της και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 225|2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, ως προς την προαναφερθείσα διάταξή της. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ. 3 εδ.α' Κ.Πολ.Δικ., όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 4139|2013, "Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει, αν, κατά την κρίση του, δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση".
    Εν προκειμένω, μετά την αναίρεση, αναβιώνει η εκκρεμοδικία επί της εφέσεως, ως προς το ζήτημα του υπέρ του αναιρεσείοντος περιορισμού του επιτοκίου της υπερημερίας σε ποσοστό 6%, η νομιμότητα του οποίου έχει ήδη διαπιστωθεί, κατά την έρευνα του σχετικού αναιρετικού λόγου, δυνάμει του οποίου η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτή. Επομένως, η υπόθεση δεν απαιτεί περαιτέρω έρευνα και, μετά την αναίρεσή της προσβαλλόμενης απόφασης, πρέπει να γίνει δεκτή και η έφεση, στην έκταση του αντιστοίχου λόγου αυτής. Μετά από αυτά, πρέπει να εξαφανισθεί αναλόγως η απόφαση του Ειρηνοδικείου και να υποχρεωθεί το αναιρεσείον, ως εναγόμενο, να καταβάλει στον καθένα από τους αναιρεσιβλήτους-ενάγοντες, το ποσό που ήδη έχει επιδικασθεί σ' αυτούς, με το νόμιμο τόκο, ήτοι 6% ετησίως, από τον χρόνο υπερημερίας του, που έχει ήδη διαγνωσθεί.
    Τέλος, οι αναιρεσίβλητοι πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, κατά το διατακτικό.
    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την ένδικη αίτηση, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 185|2011 απόφασης του Ειρηνοδικείου Ιωαννίνων,
    Αναιρεί την υπ' αριθμ. 225|2012 τελεσίδικη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, που δίκασε ως Εφετείο, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο σκεπτικό.
    Κρατεί την υπόθεση, Δικάζοντας εκ νέου επί της εφέσεως και δεχόμενο αυτήν,
    Εξαφανίζει την υπ' αριθμ. 185|2011 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ιωαννίνων, ως προς το κεφάλαιο, περί καθορισμού του επιτοκίου, του οφειλόμενου τόκου υπερημερίας,
    Υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλει στον καθένα από τους ενάγοντες το χρηματικό ποσό, που ήδη επιδικάσθηκε σ' αυτούς, εντόκως, προς 6% ετησίως, από την υπερημερία αυτού, που ήδη έχει διαγνωσθεί και
    Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, εκ χιλίων (1.000) ευρώ.-
    Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Δεκεμβρίου 2013.
    Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 3 Ιανουαρίου 2013.
    Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ