4.4.14

ΜονΠρΠατρών 202/2014: ΣΧΟΛΙΚΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ - ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ



 Αντισυνταγματικότητα των εν λόγω διατάξεων. Η επιχειρούμενη από τον εργοδότη μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του μισθωτού παρέχει σ' αυτόν το δικαίωμα να αξιώσει την επαναφορά της εργασιακής του απασχόλησης στην προηγούμενη κατάσταση. Δεκτή αίτηση ασφαλιστικών μέτρων των αιτούντων σχολικών φυλάκων σε Δήμο που τέθηκαν σε καθεστώς διαθεσιμότητας, με την οποία ζητούν να υποχρεωθεί ο καθ' ού Δήμος να τους απασχολεί προσωρινά με τους προ της μεταβολής των εργασιακών τους συμβάσεων όρους μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της τακτικής τους αγωγής. Πιθανολογήθηκε η συνδρομή επικείμενου κινδύνου, αφού οι αιτούντες με τη μείωση των αποδοχών τους από την εργασία τους, που αποτελεί τον μοναδικό πόρο εισοδήματός τους έχουν περιέλθει σε αδυναμία να αντιμετωπίσουν τις ανάγκες διαβίωσης των ιδίων και των οικογενειών τους. Πιθανολογήθηκε ότι οι αιτούντες είναι απολύτως απαραίτητοι στον καθ' ού Δήμο για την εύρυθμη λειτουργία των σχολείων. Πιθανολογήθηκε ότι θα ευδοκιμήσει η τακτική αγωγή των αιτούντων.

Αριθμός 202/2014
(Γεν. Ειδ. 1191/2013)
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
Αποτελούμενο από την Δικαστή Άννα Λεοντίου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στην Πάτρα στις 4 Δεκεμβρίου 2013, για να δικάσει την επόμενη υπόθεση:
Των αιτούντων: 1]......], οι λοιποί παραστάθηκαν δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Δημητρίου Ρήγα, Παναγιώτη Καποτά και Γεωργίου Κατρουκάλου δικηγόρου Αθηνών.
Του καθ`ου η αίτηση: Του εδρεύοντος στην Πάτρα ο.τ.α. με την επωνυμία «Δήμος Πατρέων», όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Δήμαρχο Πατρέων, που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Φαίδωνα Κουλούρη.
Οι αιτούντες, με την από 1 Αυγούστου 2013 αίτηση τους, που απευθύνεται στο Δικαστήριο αυτό (αριθμ. εκθ. καταθ. 1191/2013), ζήτησαν όσα αναφέρονται σ`αυτή.
Κατά την συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η διαθεσιμότητα των εργαζομένων αποτελεί έναν αυτοτελή θεσμό προσωρινής αναστολής της σύμβασης εργασίας με καταβολή του μισού των αποδοχών την οποία μπορεί να επιβάλλει μονομερώς ο εργοδότης και ρυθμίζεται στο άρθρο 10 παρ. 1-3 του ν. 3198/1955, σύμφωνα με το οποίο οι επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις μπορούν, σε περίπτωση περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας τους, να, θέτουν σε διαθεσιμότητα τους μισθωτούς τους η οποία δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις μήνες ετησίως με καταβολή του μισού του μέσου όρου των τακτικών αποδοχών τους των δύο τελευταίων μηνών υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Στο νομοθέτη δεν αποκλείεται να θεσπίσει το θεσμό της διαθεσιμότητας στους εργαζόμενους στο δημόσιο προς το σκοπό της αναδιοργάνωσης των υπηρεσιών του, ώστε κάποιοι υπάλληλοι να μετακινηθούν σε άλλες υπηρεσίες και κάποιοι άλλοι να αποχωρήσουν, ώστε η χώρα να ανταποκριθεί και στη σχετική δέσμευση της για την αποχώρηση 150.000 δημοσίων υπαλλήλων μέχρι το 2015. Σύμφωνα όμως με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), η επιλογή των εργαζομένων που τίθενται σε μια τέτοια κατάσταση δεν θα πρέπει να είναι ούτε αυθαίρετη ούτε επιλεκτική αλλά να γίνει με αντικειμενικά κριτήρια, υπηρεσιακά ή κοινωνικά, βάσει των ικανοτήτων, των προσόντων, της απόδοσης, της αρχαιότητας, της ηλικίας, της οικογενειακής και της οικονομικής κατάστασης των υπαλλήλων. Τούτο υπαγορεύει και η αρχή της αξιοκρατίας (άρθρο 103 παρ. 7 του Συντάγματος) η οποία επιβάλλει η πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις αλλά και η διατήρηση των θέσεων αυτών από τους υπαλλήλους που τις έχουν καταλάβει να γίνεται με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων (ΣτΕ 2099/2000, 5094/1996, 3675/1996 κ.α.). Περαιτέρω, ο νομοθέτης έχει από το Σύνταγμα ευρύτατη εξουσία οργάνωσης των δημοσίων υπηρεσιών, τόσο ως προς τη δομή τους (σύσταση και κατάργηση Υπουργείων, Γενικών ή Ειδικών Γραμματειών, Γενικών Διευθύνσεων, αυτοτελών υπηρεσιών κ.λ.π.), όσο και ως προς τη σύσταση, την κατάργηση θέσεων και τη βαθμολογική κλίμακα των δημοσίων υπαλλήλων που καταλαμβάνουν τις θέσεις αυτές (ΣτΕ 1715, 1722/1983 (Ολομ.), 2934/1993,3045- 46/1997). Ωστόσο, οι μεταβολές που επιχειρεί ο νομοθέτης στις δομές της δημόσιας διοίκησης πρέπει να είναι προϊόν εμπεριστατωμένης μελέτης βασιζόμενης στις αρχές της διοικητικής επιστήμης, ώστε να τεκμηριώνεται ότι οι νέες ρυθμίσεις είναι ορθολογικές, διαρκείς και αποτελεσματικές και όχι περιστασιακές και αποσπασματικές (Πρ.ΣτΕ 44/2000, 528/1999). Εξάλλου, στο άρθρο 80 του ν.4172/2013 που ισχύει από την 23-7-2013 ορίζονται τα εξής 1. Από την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται στους δήμους οι θέσεις της ειδικότητας Σχολικών Φυλάκων ανεξαρτήτως κατηγορίας εκπαίδευσης με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Οι υπάλληλοι, των οποίων οι θέσεις καταργούνται και εφόσον κατείχαν τις θέσεις αυτές την 9η Ιουλίου 2013, τίθενται σε διαθεσιμότητα σύμφωνα με την υποπαράγραφο Ζ.2 του ν. 4093/2012 (ΑΛ 222), όπως ισχύει. Οποιαδήποτε μετάταξη των ανωτέρω υπαλλήλων που τίθενται σε διαθεσιμότητα έλαβε χώρα μετά την 9η Ιουλίου 2013 είναι αυτοδικαίως άκυρη. "Με την ως άνω διάταξη οι σχολικοί φύλακες υπήχθησαν σε καθεστώς διαθεσιμότητας, η οργανική τους θέση καταργήθηκε, ενώ από την 23-07-2013 λαμβάνουν το ποσό που αντιστοιχεί στο 75% των αποδοχών τους για διάστημα οκτώ μηνών μετά το πέρας του - οποίου (και εφόσον δεν μεταταχθούν ή μεταφερθούν) η υπαλληλική τους σχέση λύεται. Οι διατάξεις αυτές αντιστρατεύονται ευθέως τις προαναφερθείσες αρχές της αναλογικότητας, της αξιοκρατίας και της ορθολογικής διάρθρωσης των υπηρεσιών του Δημοσίου. Τούτο δε διότι η επιλογή των εργαζομένων που τίθενται σε μια τέτοια κατάσταση δεν γίνεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, όπως αυτά που προαναφέρθηκαν και επί πλέον η κατάργηση των παραπάνω οργανικών θέσεων δεν πραγματοποιείται στη βάση ολοκληρωμένης και εμπεριστατωμένης μελέτης αναδιάρθρωσης των δημοσίων υπηρεσιών αλλά στηρίζεται αποκλειστικά στο τυχαίο κριτήριο της κατάληψης θέσεων κατηγορίας ΔΕ των προαναφερόμενων ειδικοτήτων χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι συγκεκριμένες ανάγκες της καθεμίας ότι οι υπηρεσίες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογές της διάταξης αυτής δεν χρειάζονται τις υπηρεσίες των υπαλλήλων αυτών των ειδικοτήτων, μολονότι δεν έχει συνταχθεί σχετικό οργανόγραμμα στη βάση των πραγματικών αναγκών τους. Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 1 του Ν. 2112/20, 288, 361, 648, 652 ΑΚ προκύπτει ότι η επιχειρούμενη από τον εργοδότη μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του μισθωτού παρέχει σε αυτόν το δικαίωμα να αξιώσει την επαναφορά της εργασιακής του απασχόλησης στην προηγουμένη κατάσταση (ΑΠ 1743/1991 ΕΕργΔ51, 982, ΕφΑΘ 3618/1990 ΝοΒ. 389 1349-ΜΠΠειρ 2700/2013, Δημοσίευση στην ΤΠΝΟΜΟΣ, όπου και οι ανωτέρω παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία).
Περαιτέρω, συνήθη τρόπο καταργήσεως της δίκης και λήξεως της εκκρεμοδικίας χωρίς έκδοση αποφάσεως αποτελεί η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής κατά τις διατάξεις των άρθρων 294 επ. ΚΠολΔ, η οποία, εφ` όσον χωρεί νομίμως, συνεπάγεται αναδρομικώς την άρση των συνεπειών της ασκήσεως της αγωγής, άρα και της εκκρεμοδικίας, εφ` όσον η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής έχει ως αποτέλεσμα κατά τη διάταξη του άρθρου 295 § 1 ΚΠολΔ ότι η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα (ΑΠ 1611/1999 ΕλλΔνη 41. 342, Εφθ 939/2000 Αρμ 54. 1407, ΕφΑΘ 3895/1996 ΝοΒ 45. 798).
Με την υπό κρίση αίτηση οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι δυνάμει συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, οι οποίες στη συνέχεια μετατράπηκαν σε σχέσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, απασχολούνται από το έτος 2001 έως και σήμερα, σε σχολικά συγκροτήματα του καθ` ου Δήμου, εκτός από την εξηκοστή όγδοη των αιτούντων, η οποία από τις 17-3-2009 απασχολείται στο Τμήμα Δημοτικής της Διεύθυνσης Προσόδων του καθ`ου Δήμου, πλην όμως, με το ν. 4172/2013, ο οποίος δημοσιεύθηκε στις 23-7-2013, εντάχθηκαν σε καθεστώς διαθεσιμότητας, με την προηγούμενη σοβαρή μείωση των αποδοχών τους. Επικαλούμενοι δε, επείγουσα περίπτωση, ζητούν, ως ασφαλιστικό μέτρο, να ρυθμισθεί προσωρινά η εργασιακή τους σχέση και συγκεκριμένα να υποχρεωθεί ο καθ` ου Δήμος να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες τους, καταβάλλοντας πλήρως τις νόμιμες αποδοχές τους, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της τακτικής αγωγής τους, με απειλή χρηματικής ποινής ποσού 200 ευρώ, για κάθε ημέρα άρνησης του καθ` ου να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους και να καταδικασθεί το καθ` ου στα δικαστικά τους έξοδα. Στην προκειμένη περίπτωση, πριν από την έναρξη της προφορικής συζητήσεως της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των αιτούντων με προφορική τους δήλωση αλλά και με το έγγραφο σημείωμα τους , ανέφεραν ότι η 1η , 4η, 14η, 17η, 35η 52η, 57η και 60η των αιτούντων παραιτούνται από το δικόγραφο της υπό κρίση αιτήσεως . Επομένως, και σύμφωνα με την προηγηθείσα μείζονα σκέψη πρέπει να θεωρηθεί ότι η αίτηση αυτή δεν ασκήθηκε ως προς τις ανωτέρω αιτούσες. Ως προς τους υπόλοιπους των αιτούντων, η ένδικη αίτηση, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, για το παραδεκτό της οποίας έχει ασκηθεί η από 17-10-2013 και με αριθ. κατάθεσης δικογράφου 3091/2013 αγωγή, η οποία κοινοποιήθηκε στον καθ` ου Δήμο, στις 22-10-2013, σύμφωνα με την υπ`αριθ. 15347/22-10-2013 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πατρών, ........., παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου τούτου κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 25 παρ. 2, 686 επ. ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις προπαρατεθείσες διατάξεις, καθώς και σε εκείνες των άρθρων 648 ΑΚ, 176, 947 ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, συνεκδικαζόμενη με τις υπέρ των αιτούντων πρόσθετες παρεμβάσεις που ασκήθηκαν προφορικά από τον Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων του Νομού Αχαΐας και από το Σύλλογο Δασκάλων και Νηπιαγωγών Πάτρας, που εκπροσωπήθηκαν από τους Προέδρους τους .....του .......και ........., αντίστοιχα, οι οποίοι παραστάθηκαν αυτοπροσώπως, οι οποίες παρεμβάσεις ασκήθηκαν παραδεκτά με προφορικές δηλώσεις στο ακροατήριο και είναι νόμιμες (άρθρα 80 και 686 παρ. 6 του ΚΠολΔ ) και οι οποίες πρέπει να συνεκδικασθούν με την ένδικη αίτηση, λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας ως εκ του αντικειμένου τους και επειδή διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επιπλέον δε, επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 και 246 του ΚΠολΔ).
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα των αιτούντων.............και την ανωμοτί κατάθεση του νομίμου εκπροσώπου του καθ` ου Δήμου, Δημάρχου ...., που δόθηκαν ενώπιον του ακροατηρίου του παρόντος Δικαστηρίου, τα έγγραφα που προσκομίζονται νόμιμα με επίκληση από τους διαδίκους και από την εν γένει διαδικασία πιθανολογούνται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι αιτούντες, υπάλληλοι της κατηγορίας ΔΕ ειδικότητας σχολικών φυλάκων, υπηρετούσαν με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στον καθ` ου η αίτηση, Δήμο. Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 80 του Ν. 4172/23-07-2013 (ΦΕΚ 167 τ. Αλ) καταργήθη καν στους Δήμους οι θέσεις της ειδικότητας Σχολικών Φυλάκων, ανεξαρτήτως κατηγορίας εκπαίδευσης με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, από 23-07-2013. Οι υπάλληλοι των οποίων οι θέσεις καταργήθηκαν και εφόσον κατείχαν τις θέσεις αυτές την 9η Ιουλίου 2013, τέθηκαν σε διαθεσιμότητα, σύμφωνα με την ισχύ της υποπαραγράφου Ζ. 2 του Ν. 4093/2012 (Α` 222), από 23- 07-2013. Η ενέργεια του καθ` ου η αίτηση να θέσει τους αιτούντες σε κατάσταση διαθεσιμότητας συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των εργασιακών τους όσων. Η θέση των αιτούντων σε διαθεσιμότητα από 23.7.2013 και η μείωση των αποδοχών τους, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, προσβάλει στον πυρήνα τους συνταγματικά δικαιώματα των αιτούντων και ειδικότερα τις αρχές της μη διάκρισης, της αντικειμενικότητας και της αξιοκρατίας. Η επίμαχη ρύθμιση μεταβάλει προς το χειρότερο τους όρους εργασίας, αφενός, μειώνοντας το μισθό των αιτούντων κατά 25%, αφετέρου, καθιστώντας αβέβαιο το μέλλον της ίδιας της εργασιακής σχέσης. Τούτο δε διότι πιθανολογείται βάσιμα ότι, η διαθεσιμότητα θα οδηγήσει σε οριστική απώλεια της θέσεως εργασίας, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4093/2012, η σχέση εργασίας των αιτούντων, εφόσον δεν μεταταχθούν ή μεταφερθούν - ενδεχόμενο σφόδρα πιθανό με τα σημερινά δεδομένα-, λύεται με τη λήξη του καθεστώτος της διαθεσιμότητας. Η μεταβολή αυτή είναι αδικαιολόγητη, αφού δεν πιθανολογήθηκε ότι οι αιτούντες είναι πλεονάζον προσωπικό του καθ` ου, αλλά τουναντίον πιθανολογήθηκε ότι είναι απολύτως απαραίτητοι για τη λειτουργία του καθ` ου Δήμου, όπως βεβαίωσε ο μάρτυρας τους, ενώ ο τελευταίος έχει ήδη υποβάλλει αίτημα για την κάλυψη των αναγκών που δημιουργήθηκαν από την αποχώρηση των αιτούντων.
Οι αιτούντες τίθενται σε διαθεσιμότητα με μοναδικό κριτήριο την κατηγορία και τον κλάδο, χωρίς επαρκή αιτιολογία για ποιο λόγο επιφυλάσσεται διαφορετική μεταχείριση σε άλλους εργαζομένους της ίδιας κατηγορίας και του ίδιου κλάδου, κατά παράβαση της αρχής της μη διακρίσεως. Ακόμη κι αν υποτεθεί ότι οι αιτούντες είναι πλεονάζον προσωπικό, τα συγκεκριμένα πρόσωπα ετέθησαν σε διαθεσιμότητα, χωρίς να προηγηθεί αντικειμενική και αξιοκρατική διαδικασία αξιολόγησης. Ο νομοθέτης, λειτουργώντας ισοπεδωτικά, αντιμετωπίζει κατά τον ίδιο τρόπο τους ικανούς και ευσυνείδητους υπαλλήλους με τους αργόμισθους και τους ανεπαρκείς. Προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, διότι - ανεξαρτήτως της αποτελεσματικότητας και της προσφορότητας του μέτρου-πίσω από τους αριθμούς υπάρχουν συγκεκριμένα πρόσωπα, των οποίων η ζωή ανατρέπεται άρδην και τα οποία θυσιάζονται, χάριν των οικονομικών στοχεύσεων της Κυβέρνησης και της περιστολής των κρατικών δαπανών, που αναγορεύονται σε σκοπούς υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, θέτοντας στο περιθώριο τον άνθρωπο ή μετατρέποντας αυτόν σε μέσο προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Προσβάλλεται δε βάναυσα η προσωπικότητα των αιτούντων, καθόσον απομακρύνονται από τη θέση εργασίας τους και τους αποστερείται το δικαίωμα να εργαστούν. Εξάλλου, η καταβολή του 75% των αποδοχών των αιτούντων, που, ούτως ή άλλως, υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης είχαν ήδη υποστεί δραματικές μειώσεις, σε συνδυασμό με την αλλεπάλληλη επιβολή νέων φόρων και «εισφορών» έχει ως συνέπεια τη διακινδύνευση της αξιοπρεπούς διαβιώσεως των ιδίων και των οικογενειών τους, η οποία έχει τεθεί ως συνταγματικό όριο των μειώσεων των μισθών και των συντάξεων. Οι μεταβολές αυτές στη σύμβαση εργασίας, οι οποίες οδηγούν στη λύση τους, επέρχονται ανεξάρτητα από την πραγματική βούληση και τις ανάγκες των συμβαλλομένων σε αυτή θίγοντας στον πυρήνα του τη συμβατική ελευθερία. Σύμφωνα δε με το άρθρο 25 § 1 εδ. δ` Σ, οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα οφείλουν να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας, ενώ σύμφωνα με την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου, το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι ο νομοθέτης δύναται καταρχήν να επιβάλει στους πολίτες, προς εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, επιβαρύνσεις για την αντιμετώπιση ορισμένης επείγουσας ανάγκης ή κατάστασης κρίσης, υπό την προϋπόθεση ωστόσο ότι αυτές κατανέμονται ισότιμα μεταξύ των πολιτών ανάλογα με τις δυνάμεις του καθενός και με τήρηση των αρχών της προσφορότητας και της αναγκαιότητας. Με την αναστολή και στη συνέχεια κατάλυση των συμβάσεων εργασίας, χωρίς να εκτιμώνται οι ανάγκες των συμβαλλομένων στις συμβάσεις εργασίας μερών αλλά και χωρίς τη συγκριτική αξιολόγηση για την επιλογή των τιθέμενων σε διαθεσιμότητα, ο εργαζόμενος αποστερείται των υλικών όρων της ύπαρξης του και μάλιστα υπό συνθήκες εξαιρετικά μεγάλης ανεργίας, οι οποίες καθιστούν την ανεύρεση άλλης εργασίας πραγματικά αδύνατη. Δεν είναι επομένως επιτρεπτή η επιβολή μέτρων που βαρύνουν δυσανάλογα ορισμένες κατηγορίες πολιτών έναντι άλλων ούτε, κατά μείζονα λόγο, η επισώρευση νέων μέτρων σε βάρος των ίδιων κατηγοριών πολιτών, εάν τα προηγούμενα αποδείχθηκαν απρόσφορα. Για να κριθεί το νομοθετικό μέτρο που λήφθηκε πρόσφορο θα έπρεπε το κριτήριο επιλογής του προσωπικού να είναι κατάλληλο ώστε να εξασφαλισθεί ότι το προσωπικό που τίθεται σε διαθεσιμότητα πλεονάζει ή είναι ακατάλληλο για την εκτέλεση που αυτό παρέχει. Πιθανολογήθηκε ακόμη ότι υπάρχει επικείμενος κίνδυνος για τη λήψη του αιτούμενου ασφαλιστικού μέτρου, αφού οι αιτούντες με τη μείωση των αποδοχών τους από την εργασία τους που αποτελεί το μοναδικό πόρο εισοδήματος τους έχουν περιέλθει σε αδυναμία να αντιμετωπίσουν τις ανάγκες διαβίωσης των ιδίων και των οικογενειών τους. Επίσης πιθανολογήθηκε ότι οι αιτούντες είναι απολύτως απαραίτητοι στον καθ` ου Δήμο για την εύρυθμη λειτουργία των σχολείων, το έργο δε και τη χρησιμότητα των υπηρεσιών των σχολικών φυλάκων τόνισε και το ΔΣ του καθ` ου με ομοφωνία των μελών του, όπως ανέφερε ο Δήμαρχος Πατρέων. Περαιτέρω οι αιτούντες έχουν ασκήσει την από 17-10-2013 και με αριθ. κατάθεσης δικογράφου 3091/2013 αγωγή ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η οποία πρόκειται να συζητηθεί την 16η Οκτωβρίου 2014 και πιθανολογείται ότι θα ευδοκιμήσει. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω η αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ` ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί το καθ` ου η αίτηση να απασχολεί προσωρινά τους αιτούντες με τους προ της μεταβολής όρους μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της τακτικής αγωγής, απειλούμενης χρηματικής ποινής, ποσού εκατό πενήντα (150) ευρω σε βάρος του καθ` ου και υπέρ εκάστου των αιτούντων για κάθε παράβαση της παρούσας. Τέλος, η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστεί στο σύνολο της λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας ως προς την ερμηνεία των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου (άρθρο 179 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Θεωρεί ως μη ασκηθείσα την αίτηση ως προς τους 1η , 4η, 14η, 17η, 35η 52η, 57ηκαι 60ητων αιτούντων.
Συνεκδικάζει κατ' αντιμωλία των λοιπών διαδίκων την αίτηση και τις πρόσθετες παρεμβάσεις.
Δέχεται την αίτηση.
Υποχρεώνει τον καθ` ου η αίτηση να απασχολεί προσωρινά τους αιτούντες με τους προ της μεταβολής των εργασιακών συμβάσεων τους όρους μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της από 17-10-2013 και με αριθ. κατάθεσης δικογράφου 3091/2013 τακτικής αγωγής ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου.
Απειλεί σε βάρος του καθ` ου χρηματική ποινή, ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρω για καθένα από τους αιτούντες για κάθε παράβαση της παρούσας σχετικά με την αμέσως προηγούμενη διάταξη της.
Συμψηφίζει στο σύνολο τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Πάτρα, στις 24 Φεβρουαρίου 2013 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους των, παρουσία και της Γραμματέα Γεωργίας Κωνστανταροπούλου.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ