23.4.14

ΑΠ 1755/2011: ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ Α.Ε. ΓΙΑ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ Δ.Σ.

Η αποζημίωση της ανώνυμης εταιρίας για ανταγωνιστικές πράξεις μελών της διοίκησης - Αναίρεση για παραβίαση των ορισμών του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων -. Η θέσπιση δικαιώματος αποζημίωσης της ΑΕ για ανταγωνιστικές πράξεις μελών της διοίκησης (ή διευθυντών της) δεν συνεπάγεται μεταβίβαση εξουσίας σε όργανα της εταιρίας, όπως η γενική συνέλευση, να αποφασίζουν για το υποστατό και την έκταση του δικαιώματος αυτού αποζημίωσης, κατά παράκαμψη της δικαστικής οδού, αλλά θα πρέπει να ισχύσει αναλογικά η διάταξη του άρθρου 22β του νόμου αυτού, που ρυθμίζει την ευθύνη αποζημίωσης κατά μελών του ΔΣ της ΑΕ γενικώς από επιζήμια για την εταιρία διαχείρισή τους. Η ακυρότητα όμως των αποφάσεων των γενικών συνελεύσεων της ανώνυμης εταιρίας δεν μπορεί να αντιταχθεί μετά την πάροδο διετούς αποκλειστικής προθεσμίας από την υποβολή στο Υπουργείο Εμπορίου αντίγραφου των πρακτικών ΓΣ, κατά την οποία έχει ληφθεί ή απόφαση (ΑΠ 94/99, 832/76). Ο λόγος της ΚΠολΔ 559 αρ. 12 ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αποδεικτικό μέσο αυξημένη αποδεικτική δύναμη που δεν την είχε κατά νόμο ή δεν του προσέδωσε τέτοια δύναμη, μολονότι την είχε κατά νόμο, όχι δε αν έκρινε περισσότερο ή λιγότερο αξιόπιστο ένα από τα πολλά ισοδύναμα, κατά νόμο, αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 31/99, 1376/96). Τα έγγραφα έχουν αυξημένη αποδεικτική δύναμη μόνον αν παράγουν πλήρη απόδειξη και όχι όταν εκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 1243/96), ενώ δεν ελέγχεται η κρίση για το περιεχόμενο εγγράφου, εφόσον αυτά εκτιμώνται ελεύθερα (ΑΠ 562, 763/85), εκτός αν υφίσταται παραμόρφωση του περιεχομένου του εγγράφου. Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο: α) η αποδιδόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση παραβίαση σε σχέση με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων που έχουν εκτιμηθεί, β)προς απόδειξη ποίου ουσιώδους πραγματικού ισχυρισμού έγινε επίκληση και προσκόμιση του αποδεικτικού μέσου, γ) ποια η αποδεικτική δύναμη που αποδόθηκε στο αποδεικτικό μέσο, διαφορετική από την οριζόμενη με το νόμο και δ) το σφάλμα της προσβαλλόμενης απόφασης (ΑΠ 354/99, 441/93, 575/80).
Αριθμός 1755/2011 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 

Α1' Πολιτικό Τμήμα 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Εμμανουήλ Καλούδη και του αρχαιοτέρου της συνθέσεως Αρεοπαγίτη Γεωργίου Γιαννούλη), Νικόλαο Λεοντή, Γεώργιο Γεωργέλλη, Δημήτριο Τίγγα και Δημητρίου Κράνη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Νοεμβρίου 2011, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ν. Ρ. του Ε., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Χλούπη.
Των αναιρεσίβλητων: 1. Ανωνύμου εταιρείας με την επωνυμία "ΚΟΣΜΟΣ ΓΙΩΤΙΝΓΚ ΕΛΛΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Α.Ε", με έδρα την Αθήνα, νομίμως εκπροσωπούμενης και 2. Ι. Χ. του Ι., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Περάκη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14.10.2003 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3812/2006 οριστική του ιδίου δικαστηρίου και 897/2007 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 18 Μαρτίου 2008 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Τίγγας ανέγνωσε την από 3 Μαΐου 2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή των εκ του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ δεύτερου (όπως εκτιμάται), πέμπτου και εβδόμου, κατά το οικείο μέρος του, λόγων αναιρέσεως και την απόρριψη των λοιπών.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τις διατάξεις των άρθρων 44α και 45 του ν. 2190/1920 προβλέπεται, ότι μετά τη σύνταξη του ισολογισμού της ανώνυμης εταιρίας και την αφαίρεση από τα καθαρά κέρδη των κρατήσεων για τακτικό αποθεματικό γίνεται η καταβολή, του πρώτου μερίσματος 6% επί του καταβεβλημένου εταιρικού κεφαλαίου και η διάθεση του υπολοίπου των καθαρών κερδών στους μετόχους, κατά τους ορισμούς του καταστατικού, εκτός αν, μετά τη διανομή του πρώτου μερίσματος, αποφασίσει η γενική συνέλευση με ενισχυμένη πλειοψηφία (2/3) να διατεθούν τα διανεμητέα στους μετόχους κέρδη προς αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου με έκδοση νέων μετοχών χωρίς πληρωμή, αντί προσθέτου μερίσματος. Κατά το άρθρο 23 του ν.2190/1920 οι μετέχοντες οπωσδήποτε στη διοίκηση της ανώνυμης εταιρίας σύμβουλοι και οι διευθυντές της απαγορεύεται να ενεργούν κατ' επάγγελμα, χωρίς άδεια της γενικής συνέλευσης, για δικό τους λογαριασμό πράξεις ανταγωνισμού ή για λογαριασμό τρίτων πράξεις υπαγόμενες σε κάποιον από τους επιδιωκόμενους από την εταιρία σκοπούς και να μετέχουν ως ομόρρυθμοι εταίροι σε εταιρίες που επιδιώκουν τέτοιους σκοπούς. Επί παραβάσεως των υποχρεώσεών τους η εταιρεία δικαιούται αποζημίωση, δυνάμενη αντί αυτής να απαιτήσει, προκειμένου μεν για πράξεις γενόμενες για ίδιο του συμβούλου η του διευθυντή λογαριασμό, όπως θεωρηθούν οι πράξεις αυτές ως ενεργηθείσες για λογαριασμό της εταιρίας, προκειμένου δε για πράξεις γενόμενες για λογαριασμό τρίτων, όπως δοθεί στην εταιρία η από τη μεσολάβηση αμοιβή ή εκχωρηθεί προς αυτή η από τη μεσολάβηση απαίτηση, η οποία, υπό οποιαδήποτε μορφή, υπόκειται σε ενιαύσια παραγραφή οπό την ανακοίνωσή της σε συνεδρίαση του Δ.Σ. ή από τη γνωστοποίηση στην εταιρία από μέτοχο, σε κάθε δε περίπτωση παραγράφεται μετά πενταετία από την απαγορευμένη πράξη. Από την τελευταία αυτή διάταξη, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 22 παρ. 1, 22α και 22β του αυτού ν. 2190/1920, με τις οποίες καθιερώνεται δικαίωμα αποζημίωσης της ανώνυμης εταιρίας για κάθε ζημία που προξένησαν σ' αυτή υπαιτίως μέλη του διοικητικού συμβουλίου της κατά την ενάσκηση των ανατεθειμένων σε αυτά καθηκόντων διοικήσεως της εταιρίας και διαχειρίσεως εν γένει της περιουσίας και των υποθέσεων της, όπως και οι προϋποθέσεις άσκησης της εταιρικής αγωγής από το διοικητικό συμβούλιο και επί αδρανείας του, παρά την ύπαρξη απόφασης της γενικής συνέλευσης ή αιτήματος της ενισχυμένης μειοψηφίας (1/3 του καταβεβλημένου εταιρικού κεφαλαίου), της δυνατότητας διορισμού ειδικών εκπροσώπων κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας από το μονομελές πρωτοδικείο της περιφέρειας της έδρας της εταιρίας (άρθρο 786 ΚΠολΔ) προς διεξαγωγή του δικαστικού αγώνα, προκύπτει ότι η θέσπιση δικαιώματος αποζημίωσης της ανώνυμης εταιρίας για ανταγωνιστικές πράξεις μελών της διοίκησης (ή διευθυντών της) δεν συνεπάγεται μεταβίβαση εξουσίας σε όργανα της εταιρίας, όπως η γενική συνέλευση, να αποφασίζουν για το υποστατό και την έκταση του δικαιώματος αυτού αποζημίωσης, κατά παράκαμψη της δικαστικής οδού, αλλά, εφόσον δεν περιέχεται ειδική ρύθμιση στη διάταξη του άρθρου 23 του ν. 2190/1920, θα πρέπει να ισχύσει αναλογικά η διάταξη του άρθρου 22β του νόμου αυτού, που ρυθμίζει την ευθύνη αποζημίωσης κατά μελών του δ.σ. της α. ε. γενικώς από επιζήμια για την εταιρία διαχείρισή τους. Η ακυρότητα όμως των αποφάσεων των γενικών συνελεύσεων της ανώνυμης εταιρίας δεν μπορεί, κατά το άρθρο 35α του ν. 2190/1920, να αντιταχθεί μετά την πάροδο διετούς αποκλειστικής προθεσμίας από την υποβολή στο Υπουργείο Εμπορίου αντίγραφου των πρακτικών της γενικής συνέλευσης, κατά την οποία έχει ληφθεί ή απόφαση (ΑΠ 94/1999, 832/1976). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται είτε με ψευδή ερμηνεία, δηλαδή με την απόδοση σ' αυτόν έννοιας μη αληθινής (μη αρμόζουσας), είτε με εσφαλμένη (μη ορθή) εφαρμογή, που υπάρχει, όταν ο κανόνας δικαίου εφαρμόζεται, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή δεν εφαρμόζεται, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και όταν εφαρμόζεται εσφαλμένα (Ολ.ΑΠ 7/2006, 4/2005). Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ.19 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσης της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολ.ΑΠ. 1/1999, 28/1997, 12/1995). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως του νομικού συλλογισμού προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως, έστω και με συνοπτικές αιτιολογίες, από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες οι ελλείψεις που ανάγονται στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα στην αξιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς (Ολ.ΑΠ 661/1984).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση του αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης απόφασης, που επίσης είχε απορρίψει την αγωγή του αναιρεσείοντος κατά των δύο πρώτων αναιρεσιβλήτων προς καταβολή της αναλογίας του επί των κερδών των ετών 2000-2001, ποσού 405.086 ευρώ από τη συμμετοχή του στην πρώτη αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρία, της οποίας ο δεύτερος αναιρεσίβλητος ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της και ουσιαστικός διαχειριστής, φερόμενος ως υπεξαιρέτης του ως άνω ποσού, το Εφετείο, ύστερα από ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Η πρώτη των εναγομένων ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "ΚΟΣΜΟΣ ΓΙΩΤΙΝΓΚ ΕΛΛΑΣ Α.Ν.Ε." συστήθηκε κατά το έτος 1995 από τον ενάγοντα Ρ. Ν., από τον δεύτερο εναγόμενο Ι. Ι. Χ. και από τον αδελφό του τελευταίου Χ. Ι. Χ. δυνάμει του υπ' αριθμ. .../1995 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς Μιχαήλ Λεβέντη, κατόπιν τηρήσεως των νόμιμων διατυπώσεων δημοσιότητας, καταχωρήσεώς της στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών και εγκρίσεως του καταστατικού της με την υπ' αριθμ. 17/31.1.1996 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών. Ως έδρα της εν λόγω εταιρίας ορίσθηκε ο δήμος Αλίμου Αττικής (οδός ... αριθμ. 7), ως σκοπός της η αγορά και εκμετάλλευση κάθε είδους πλοίων και ως μετοχικό κεφάλαιο το ποσό των 70.000.000 δραχμών, διαιρεμένο σε 7000 μετοχές των 10.000 δραχμών εκάστη. Στο μετοχικό αυτό κεφάλαιο ο ενάγων συμμετείχε αρχικά με ποσοστό 25%, μετά δε την πώληση μέρους τούτου (3%), το ποσοστό της συμμετοχής του περιορίσθηκε σε 22%. Ακολούθως, κατά τα έτη 1998 και 1999, ελήφθησαν αποφάσεις της γενικής συνελεύσεως των μετόχων της εταιρίας περί αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου, ως εξής: α') Στις 30.6.1998, με το υπ' αριθμ. 1/1998 πρακτικό, αποφασίσθηκε η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου κατά 160.000.000 δραχμές με κεφαλαιοποίηση των αδιανέμητων κερδών των χρήσεων 1996 και 1997 και ταυτόχρονη έκδοση 16.000 νέων μετοχών των 10.000 δραχμών εκάστης β') Στις 30.11.1998, με το υπ' αριθμ. 2/1998 πρακτικό, αποφασίσθηκε η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου κατά 45.000.000 δραχμές, προερχόμενο από προσωπικές καταθέσεις των μετόχων, με ταυτόχρονη έκδοση 4500 νέων μετοχών των 10.000 δραχμών εκάστης γ') Στις 29.3.1999, με το υπ' αριθμ. 1/1999 πρακτικό, αποφασίσθηκε η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου κατά 76.000.000 δραχμές, προερχόμενο από προσωπικές καταθέσεις των μετόχων, με ταυτόχρονη έκδοση 7600 νέων μετοχών των 10.000 δραχμών εκάστης, δ') Στις 30.6.1999, με το υπ' αριθμ. 4/1999 πρακτικό, αποφασίσθηκε η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου κατά 180.000.000 δραχμές, με κεφαλαιοποίηση των αδιανέμητων κερδών της χρήσεως 1998 και ταυτόχρονη έκδοση 180.000 νέων μετοχών των 1000 δραχμών εκάστης. Κατά την ίδια γενική συνέλευση αποφασίσθηκε η μείωση της αξίας της μετοχής από 10.000 δρχ. σε 1000 δρχ. και εγκρίθηκε να δοθούν στους μετόχους, για κάθε μία παλαιά μετοχή των 10.000 δραχμών, δέκα νέες μετοχές των 1000 δραχμών. ε') Στις 17.9.1999, με το υπ' αριθμ. 5/1999 πρακτικό, αποφασίσθηκε η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου κατά 669.000.000 δραχμές, προερχόμενο από προσωπικές καταθέσεις των μετόχων, με ταυτόχρονη έκδοση 669.000 νέων μετοχών των 1000 δραχμών εκάστης. Έτσι, το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας ανήλθε σε 1.200.000.000 δραχμές, διαιρεμένο σε 1.200.000 μετοχές, ονομαστικής αξίας 1000 δραχμών εκάστης. Σε όλες τις παραπάνω αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου λάμβανε χώρα η κατά νόμο πιστοποίηση της καταβολής από το διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας και αντίγραφο του αντίστοιχου πρακτικού υποβαλλόταν στο Υπουργείο Εμπορίου, το οποίο επίσης προέβαινε στην εξακρίβωση της καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου. Στο μετοχικό αυτό κεφάλαιο, όπως διαμορφώθηκε μετά τις παραπάνω διαδοχικές αυξήσεις, ο ενάγων μετείχε κατά το προαναφερθέν ποσοστό του (22%) και ήταν δικαιούχος 264.000 μετοχών. Κατ' αυτό το ποσοστό του, εξ άλλου, συμμετείχε (αναλογικά) στις αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου, που προαναφέρθηκαν, έχοντας τη συναφή υποχρέωση, για τις τρεις εξ αυτών που πραγματοποιήθηκαν με καταβολή από τους μετόχους κεφαλαίου 790.000.000 δραχμών (45.000.000 + 76.000.000 + 669.000.000), να καταβάλει σε τραπεζικό λογαριασμό της εταιρίας το ποσό των 173.800.000 δραχμών (άρθρο 11 § 6 Ν. 2190/1920), που αντιστοιχεί σε 510.051,36 ευρώ. Παραστατικά τέτοιων καταθέσεων ούτε επικαλείται ούτε προσκομίζει ο ενάγων, περιοριζόμενος στη γενική και χωρίς συγκεκριμένη τεκμηρίωση αναφορά του μάρτυρα Π. Ι. Π. στην κατάθεσή του ότι, δηλαδή, "... είχαν γίνει αυξήσεις κεφαλαίων ... και με μετρητά, τα οποία κατέβαλαν όλοι, όπως και ο κύριος Ν.". Αντίθετα οι εναγόμενοι, στα πλαίσια ισχυρισμού, που διατύπωσαν κατά την πρωτοβάθμια δίκη, ότι, λόγω αδυναμίας του ενάγοντος να συμμετάσχει στις διά καταβολής μετρητών αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου κατά το λόγο της εταιρικής του συμμετοχής (22%). υπήρξε συμφωνία να καταβληθούν τα σχετικά ποσά διά χρημάτων της εταιρίας και να συμψηφισθούν με αντίστοιχα μερίσματα μελλοντικών χρήσεων, όπως και πράγματι έγινε, επικαλούνται και προσκομίζουν τα υπ' αυτών κατεχόμενα παραστατικά καταθέσεως μετρητών σε τραπεζικούς λογαριασμούς της πρώτης εναγομένης εταιρίας στην ΕΓΝΑΤΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ και στην ΑLΡΗΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ, από τα οποία προκύπτει ότι ο ενάγων φέρεται να έχει καταθέσει στους λογαριασμούς αυτούς κατά τα έτη 1998 και 1999 χρηματικά ποσά 162.652.500 δραχμών (που αντιστοιχούν σε 477.336,76 ευρώ), με την αιτιολογία "αύξηση μετοχικού κεφαλαίου". Η υπογραφή, όμως, του διενεργούντος την κατάθεση στα εν λόγω παραστατικά, όπως ούτε ο ίδιος αμφισβητεί, δεν είναι δική του, αλλά του Χ. Ι. Χ. (μετόχου της εταιρίας και αδελφού του β' εναγομένου), γεγονός το οποίο τελεί σε λογική ακολουθία με τον παραπάνω ισχυρισμό των εναγομένων και τον επιβεβαιώνει, πέραν της αντίστοιχης επιβεβαιώσεώς του και από τον ίδιο τον Χ. Ι. Χ., που εξετάσθηκε ως μάρτυρας με επιμέλεια των εναγομένων. Εξ ουδενός άλλου αξιόπιστου αποδεικτικού στοιχείου ανατρέπεται το συμπέρασμα της κατά τον ανωτέρω τρόπο καλύψεως του ποσού, που βάρυνε τον ενάγοντα και αντιστοιχούσε στις διά καταβολής μετρητών αποφασισθείσες αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου της πρώτης εναγομένης, περί των οποίων γίνεται εδώ λόγος, ώστε αυτός να διατηρήσει το ποσοστό 22% της εταιρικής του συμμετοχής. Αντιθέτως, το παραπάνω συμπέρασμα ενισχύεται εκ του γεγονότος ότι, από τις φορολογικές δηλώσεις του ενάγοντος, που αυτός προσκομίζει, δεν προκύπτουν αξιόλογα εισοδήματα δυνάμενα να του έχουν αποδώσει το προαναφερθέν κεφάλαιο ως αποταμίευση. Ούτε στη συγκέντρωση του κεφαλαίου αυτού μπορεί να συνέβαλαν καθοριστικά, παρά μόνον ενδεχομένως συμπληρωματικά, οι πωλήσεις, στις οποίες προέβη ο ενάγων, ποσοστού 3% της συμμετοχής του στην πρώτη εναγομένη ανώνυμη εταιρία και ποσοστού 17% της συμμετοχής του στην εταιρία "Ν. ΚΟΤΕΡΑ Ε.Π.Ε.", έναντι ποσού 3.100.000 δραχμών. Αποδεικνύεται περαιτέρω ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που προκύπτουν από τον ισολογισμό χρήσεως 2000 της πρώτης εναγομένης ανώνυμης εταιρίας (Φ.Ε.Κ. 5720/6.7.2001 τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε.), αποφασίσθηκε από τη γενική συνέλευση των μετόχων της η διανομή πρώτου μερίσματος, ποσού 236.297.894 δραχμών και πρόσθετου μερίσματος, ποσού 303.320.061 δραχμών. Επίσης, σύμφωνα με τα στοιχεία, που προκύπτουν από τον ισολογισμό χρήσεως 2001 της πρώτης εναγομένης ανώνυμης εταιρίας (Φ.Ε.Κ. 5508/20.6.2002 τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε.), αποφασίσθηκε από τη γενική συνέλευση των μετόχων της η διανομή μερίσματος, ποσού 87.803.911 δραχμών. Έτσι, το συνολικό ποσό μερίσματος, του οποίου αποφασίσθηκε η διανομή κατά τις παραπάνω χρήσεις, ανέρχεται σε 627.421.866 δραχμές, που αντιστοιχεί σε 1.841.296,75 ευρώ. Επί του ποσού αυτού αναλογεί στο μερίδιο εταιρικής συμμετοχής του ενάγοντος ποσοστό 22%, δηλαδή ποσό 405.085,29 ευρώ, το οποίο, όμως, είναι μικρότερο εκείνου (477.336,76 ευρώ), που έλαβε προκαταβολικά, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, διά της καταβολής για λογαριασμό του της αναλογίας του στις διά μετρητών αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου της πρώτης εναγομένης. Έτσι, το δικαίωμά του προς απόληψη του μερίσματος είχε αναλωθεί δυνάμει της ως άνω συμφωνίας, που είναι καθ' όλα έγκυρη και ισχυρή (άρθρο 361 Α.Κ.). Ότι έτσι έχουν τα πράγματα, ότι δηλαδή και ο ίδιος ο ενάγων τελούσε με την πεποίθηση ότι δεν δικαιούται μέρισμα από τις παραπάνω εταιρικές χρήσεις, επιβεβαιώνεται συμπερασματικά και από δύο ακόμη αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι, κατά τη γενική συνέλευση των μετόχων της πρώτης εναγομένης, που πραγματοποιήθηκε νομότυπα στις 30.6.2002, αποφασίσθηκε αφ' ενός η αντικατάσταση του ενάγοντος ως μέλους του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας από τον Χ. Η., αφ' ετέρου δε η μη καταβολή σ' αυτόν του αναλογούντος μερίσματος χρήσεως 2001, για το λόγο ότι, εξ αιτίας αντισυμβατικής συμπεριφοράς του, ματαιώθηκε η επίτευξη συμφωνίας με στρατηγικό επενδυτή και η εταιρία αναγκάσθηκε να προσφύγει σε τραπεζικό δανεισμό, αλλά και διότι βρισκόταν σε εξέλιξη προσπάθεια επιτεύξεως συμφωνίας πωλήσεως των μετοχών του ενάγοντος και παραιτήσεώς του από το μέρισμα της χρήσεως 2001. Της αποφάσεως αυτής έλαβε γνώση ο ενάγων το αργότερο στις 10.7.2003, κατά τη διάρκεια δίκης ασφαλιστικών μέτρων στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 7322/2003 απόφαση, έκτοτε δε και μετά παρέλευση χρονικού διαστήματος υπέρτερου της κατ' άρθρο 35 α' § 2 Ν. 2190/1920 διετούς αποσβεστικής προθεσμίας από της υποβολής αντιγράφου των πρακτικών στην εποπτεύουσα διοικητική Αρχή, δεν πρόσβαλε το κύρος της. Στη συνέχεια ο ενάγων, με το από 18.7.2002 ιδιωτικό συμφωνητικό, πώλησε και μεταβίβασε 132.000 εκ των μετοχών του στον τρίτο Frank Ziehe, "... μετά των πάσης φύσεως επ' αυτών και εξ αυτών δικαιωμάτων ...", αντί συνολικού τιμήματος 190.755,68 ευρώ, ενώ με ταυτόχρονο (από 18.7.2002) προσύμφωνο υποσχέθηκε την πώληση των ετέρων 132.000 μετοχών του προς τον δεύτερο εναγόμενό Ι. Ι. Χ. "... μετά των πάσης φύσεως επ' αυτών και εξ αυτών δικαιωμάτων, περιλαμβανομένου και του δικαιώματος απολήψεως των μερισμάτων που αντιστοιχούν σ' αυτές για τα κέρδη της χρήσεως από 1.1.2001 έως 31.12.2001, καθώς και τυχόν αδιανέμητων κερδών προηγουμένων χρήσεων ...", αντί συνολικού τιμήματος 195.157,74 ευρώ. Η οριστική πώληση των εν λόγω μετοχών ματαιώθηκε για λόγους που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω. Αν, λοιπόν, ο ενάγων είχε πράγματι δικαίωμα προς λήψη μερίσματος για τις επίδικες εταιρικές χρήσεις, αφ' ενός είναι λογικό να κινούσε την διαδικασία προσβολής του κύρους της παραπάνω αποφάσεως της γενικής συνελεύσεως, που απέκλειε την σε αυτόν καταβολή μερίσματος και αφ' ετέρου δεν θα προέβαινε στις συμφωνίες πωλήσεως των μετοχών του σε συνολική τιμή, η οποία είναι κατώτερη των μερισμάτων, που κατά τους ισχυρισμούς του αναλογούν σ' αυτές και διεκδικεί εν προκειμένω. Υπ' αυτά τα δεδομένα δεν αποδείχθηκε η αποδιδόμενη διά της αγωγής αδικοπραξία του δεύτερου εναγομένου, ως εν τοις πράγμασι αποκλειστικού διαχειριστή της πρώτης εναγομένης, σε βάρος του ενάγοντος, συνιστάμενη στην υπεξαίρεση του ποσού των 405.086,32 ευρώ, που αντιστοιχούσε στην αναλογία της εταιρικής του συμμετοχής (εκ ποσοστού 22%) επί των διανεμητέων μερισμάτων εταιρικών χρήσεων 2000 και 2001, ώστε η ένδικη αγωγή είναι απορριπτέα κατ' ουσία. Στο ίδιο συμπέρασμα και με τις αυτές, κατά κύριο λόγο, αιτιολογίες, κατέληξε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλουμένη υπ' αριθμ. 3812/2006 οριστική απόφαση του, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή και καταδίκασε τον ενάγοντα, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων, τα οποία προσδιόρισε στο ποσό των οκτώ χιλιάδων (8.000,00) ευρώ. Με την κρίση του αυτή αποφάνθηκε ορθά και ουδόλως έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου ούτε ως προς την εκτίμηση και την αξιολόγηση του ενώπιον του προσκομισθέντος αποδεικτικού υλικού, ενώ, πρέπει να σημειωθεί ειδικά, ότι η πρόσθετη κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου περί χαρακτηρισμού της παραπάνω συμφωνίας των μετόχων της πρώτης εναγομένης, για τον τρόπο καλύψεως της αναλογίας συμμετοχής του ενάγοντος στις αποφασισθείσες αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου της διά καταβολής μετρητών, ως δανείου, έγινε εκ περισσού και αδόκιμα, αφού ούτε επίκληση συμβάσεως δανείου έγινε από τους εναγόμενους ούτε τέτοιος χαρακτήρας της εν λόγω συμφωνίας προέκυπτε από τα αποδεικτικά στοιχεία. Κατά τούτο, επομένως, πρέπει να αντικατασταθεί η αιτιολογία της εκκαλουμένης αποφάσεως σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 534 Κ.Πολ.Δικ. Κατά τα λοιπά όλοι οι λόγοι της υπό κρίση εφέσεως, με τους οποίους διατυπώνονται νομικές και πραγματικές αιτιάσεις για τις παραδοχές της εκκαλουμένης αποφάσεως, ελέγχονται ως αβάσιμοι κατ' ουσία και πρέπει να απορριφθούν". Έτσι όπως έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 23, 44α, 45 του ν.2190/1920 και 361 του ΑΚ, τις οποίες εφάρμοσε, καθ' όσον διέλαβε στον υπαγωγικό συλλογισμό του σαφείς, επαρκείς και μη αντιφατικές αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων. Ειδικότερα αναφέρεται ότι το αιτούμενο με την ένδικη αγωγή αποζημιωτικώς (από αδικοπραξία) ποσό των 405.086,32 ευρώ, ως αναλογία της εταιρικής συμμετοχής του αναιρεσείοντος (ποσοστού 22%) επί των διανεμητέων μερισμάτων των εταιρικών χρήσεων 2000-2001 της πρώτης αναιρεσίβλητης, κατεβλήθη από τους λοιπούς μετόχους της, κατόπιν άτυπης συμφωνίας τους με τον αναιρεσείοντα, για την εκπλήρωση της υποχρέωσης του συμμετοχής στις αυξήσεις εταιρικού κεφαλαίου της πρώτης αναιρεσίβλητης ναυτιλιακής εταιρίας και επήλθε έτσι απόσβεση της εταιρικής αξιώσεως του αναιρεσείοντος. Επομένως οι αντίθετοι από το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 του ΚΠολΔ πρώτος, δεύτερος, όπως εκτιμάται, πέμπτος και έβδομος κατά το οικείο μέρος του λόγοι αναιρέσεως είναι αβάσιμοι, κατά το μέρος δε που υπό την επίκληση των λόγων αυτών αναιρέσεως πλήσσεται η εκτίμηση από το Εφετείο πραγματικών γεγονότων και η αξιολόγηση των αποδείξεων, είναι απαράδεκτοι (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.11γ του ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 335 και 338 έως 340 του ίδιου Κώδικα συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Ωστόσο δεν επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση καθενός από αυτά, αλλά αρκεί να καθίσταται βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα επιτρεπτά κατά νόμο αποδεικτικά μέσα, που με επίκληση προσκομίσθηκαν νόμιμα (ΑΠ 544/2005, 190/1995) και σε καταφατική περίπτωση ο λόγος αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμος. (ΑΠ 1137/2001, 416/1999).
Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, βεβαιώνει ότι έλαβε υπόψη τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων Π. Π. και Χ. Χ., τις υπ' αριθ. ... και .../17-11-2004 ένορκες ενώπιον Ειρηνοδίκη βεβαιώσεις των Δ. Β. και Κ. Κ. και όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη βεβαίωση αυτή, σε συνδυασμό με το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και τα με επίκληση προσκομισθέντα από τον αναιρεσείοντα: α) αρ.2/98, 1/99, 4/99, 5/99 πρακτικά της αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρίας για αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της, β) από 18-7-2002 ιδιωτικό συμφωνητικό και γ) από 28-1-2003 εξώδικη δήλωση του αναιρεσείοντος και από 21-2-2003 εξώδικη απάντηση των αναιρεσιβλήτων. Επομένως οι αντίθετοι εκ του άρθρου 559 αρ.11γ του ΚΠολΔ τρίτος και έβδομος κατά το πρώτο μέρος τους λόγοι αναιρέσεως είναι αβάσιμοι. Όσον αφορά ειδικότερα τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, ότι δεν λήφθηκε υπόψη η με τις προτάσεις του στο Εφετείο αναφερόμενη .../23-6-2003 ένορκη βεβαίωση του Ν. Η., δεν προσδιορίζεται αν δόθηκε αυτή ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου και στα πλαίσια της εκκρεμούς τότε δίκης, ώστε να αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, διακρινόμενο από τα έγγραφα και να δημιουργείται υποχρέωση συμπερίληψής της στις ένορκες βεβαιώσεις από το Εφετείο, η έλλειψη βεβαιότητας της οποίας θα μπορούσε να αναχθεί, με τη συνδρομή και των λοιπών προϋποθέσεων του άρθρου 559 αρ.11γ του ΚΠολΔ, στην από αυτό προβλεπόμενη αναιρετική πλημμέλεια. Ο κατά το άρθρο 559 αρ, 12 του Κ.Πολ.Δικ. λόγος αναιρέσεως, της παραβιάσεως από το δικαστήριο των ορισμών του νόμου ως προς τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων, ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, προσέδωσε σε αποδεικτικό μέσο αυξημένη αποδεικτική δύναμη που δεν την είχε κατά νόμο ή δεν του προσέδωσε τέτοια δύναμη, μολονότι την είχε κατά νόμο, όχι δε αν έκρινε περισσότερο ή λιγότερο αξιόπιστο ένα από τα πολλά ισοδύναμα, κατά νόμο, αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 31/1999, 1376/1996). Τα έγγραφα έχουν αυξημένη αποδεικτική δύναμη μόνον αν παράγουν πλήρη απόδειξη και όχι όταν εκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 1243/1996), ενώ δεν ελέγχεται η κρίση για το περιεχόμενο εγγράφου, εφόσον αυτά εκτιμώνται ελεύθερα (ΑΠ 562/1985, 763/1985), εκτός αν υφίσταται παραμόρφωση του περιεχομένου του εγγράφου. Εξάλλου από την ανωτέρω διάταξη σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 118 αρ.4, 466 παρ.1 και 577 παρ.3 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι για να είναι ορισμένος ο ως άνω λόγος αναίρεσης πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο: α) η αποδιδόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση παραβίαση του νόμου σε σχέση με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων που έχουν εκτιμηθεί, β)προς απόδειξη ποίου ουσιώδους πραγματικού ισχυρισμού έγινε επίκληση και προσκόμιση του σχετικού αποδεικτικού μέσου, γ) ποια η αποδεικτική δύναμη που αποδόθηκε στο αποδεικτικό μέσο, διαφορετική από την οριζόμενη με το νόμο και δ) το σφάλμα της προσβαλλόμενης αποφάσεως (ΑΠ 354/1999, 441/1993, 575/1980). Με τον τέταρτο από το άρθρο 559 αρ.12 του ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως αποδίδεται στο Εφετείο η πλημμέλεια ότι παραβίασε τους ορισμούς του νόμου ως προς τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων με το να δεχθεί ότι τα παραστατικά καταθέσεως μετρητών σε τραπεζικούς λογαριασμούς της πρώτης αναιρεσίβλητης εταιρίας, με τη υπογραφή του Χ. Χ. (αδελφού του δεύτερου αναιρεσιβλήτου), σε συνδυασμό με την ένορκη μαρτυρική κατάθεση του υπογράφοντος, αποδείκνυαν πλήρως ότι το ποσοστό συμμετοχής του αναιρεσείοντος στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας κατεβλήθη από την τελευταία για λογαριασμό του αναιρεσείοντος. Επομένως, εφόσον τα αναφερόμενα παραστατικά πληρωμών συνεκτιμήθηκαν με τα άλλα αποδεικτικά μέσα και δεν προσδιορίζεται πώς προσδόθηκε αυξημένη αποδεικτική δύναμη στα εν λόγω παραστατικά και σε τί συνίσταται η παραβίαση νόμου σε σχέση με τη δύναμη των αποδεικτικών αυτών μέσων ο ως άνω τέταρτος από το άρθρο 559 αρ.12 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης είναι προεχόντως αόριστος.
Από τις διατάξεις των άρθρων 566 παρ.1, 118 αρ.1, 577, 578 και 559 αρ.20 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, ο λόγος αναιρέσεως για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου, για να είναι ορισμένος πρέπει να εκτίθενται στο αναιρετήριο, εκτός άλλων, το ακριβές περιεχόμενο του εγγράφου και εκείνο που εξέλαβε ως περιεχόμενό του το δικαστήριο της ουσίας, ώστε από τη σύγκρισή τους να κριθεί, αν εσφαλμένα ανέγνωσε το έγγραφο και συνεπεία της εσφαλμένης αναγνώσεώς του δέχθηκε περιεχόμενο του εγγράφου καταδήλως διαφορετικό από εκείνο που πραγματικά έχει (ΑΠ 475/2002, 883/1995).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον έκτο από το άρθρο 559 αρ.20 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων προβάλλει, ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο των ως άνω παραστατικών καταθέσεως μετρητών σε τραπεζικούς λογαριασμούς για λογαριασμό του αναιρεσείοντος με το να δεχθεί ότι παρήγαγαν πλήρη απόδειξη αυτά, μολονότι τα επ' αυτών ονόματα δικαιούχων δεν έχουν γραφεί με το μηχανογραφικό σύστημα της Τράπεζας, αλλά ιδιοχείρως και είναι γι' αυτό αλλοιωμένα. Ο λόγος αυτός είναι αόριστος, εφόσον δεν εκτίθεται στο αναιρετήριο το ακριβές περιεχόμενο των ως άνω εγγράφων και εκείνο που εξέλαβε ως περιεχόμενό του το Εφετείο, ώστε από τη σύγκρισή τους να κριθεί αν το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένα ανέγνωσε τα έγγραφα αυτά και συνεπεία της εσφαλμένης αναγνώσεώς του δέχθηκε περιεχόμενο αυτών καταδήλως διαφορετικό από εκείνο που πραγματικά έχουν.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 18-3-2008 αίτηση του Ν. Ρ. για αναίρεση της 897/2007 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε δυο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21 Νοεμβρίου 2011.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Δεκεμβρίου 2011.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ