7.4.13

ΟλΣτΕ 1285/2012: Μνημόνιο και περικοπή επιδομάτων σε συνταξιούχους του Δημοσίου. Συνταγματική η ρύθμιση.


Αριθμός 1285/2012 


ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ 

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Νοεμβρίου 2010, με την εξής σύνθεση: Π. Πικραμμένος, Πρόεδρος, Γ. Σταυρόπουλος, Κ. Μενουδάκος, Σ. Ρίζος, Φ. Αρναούτογλου, Ν. Σακελλαρίου, Δ. Πετρούλιας, Αθ. Ράντος, Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Αικ. Συγγούνα, Αντιπρόεδροι, Ε. Γαλανού, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Ν. Ρόζος, Αν. Γκότσης, Ε. Σαρπ, Χρ. Ράμμος, Ν. Μαρκουλάκης, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Μ. Βηλαράς, Ι. Μαντζουράνης, Αικ. Σακελλαροπούλου, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Αλεξανδρής, Δ. Σκαλτσούνης, Α.-Γ. Βώρος, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ι. Γράβαρης, Ε. Αντωνόπουλος, Γ. Τσιμέκας, Ι. Ζόμπολας, Σπ. Μαρκάτης, Α. Ντέμσιας, Φ. Ντζίμας, Σπ. Χρυσικοπούλου, Η. Τσακόπουλος, Β. Καλαντζή, Μ. Σταματελάτου, Μ. Παπαδοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος, Α. Καλογεροπούλου, Εμμ. Κουσιουρής, Α. Σταθάκης, Ο. Ζύγουρα, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλης, Κ. Φιλοπούλου, Θ. Αραβάνης, Κ. Πισπιρίγκος, Σύμβουλοι, Χρ. Σιταρά, Ο Νικολαράκου-Μαυρομιχάλη, Ε. Μουργιά, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Ε. Αντωνόπουλος και Ο. Ζύγουρα, καθώς και η Πάρεδρος Ο. Νικολαράκου μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ε. Κουμεντέρη. 


Για να δικάσει την από 8 Σεπτεμβρίου 2010 αίτηση: 

των: 1) ένωσης με την επωνυμία «.... ....... ... , που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ....... .... , η οποία παρέστη με τους: α) δικηγόρο Λουκά Αποστολίδη (Α.Μ. 15643), β) δικηγόρο Γεώργιο Κατρούγκαλο (Α.Μ. 12908), γ) δικηγόρο Κωνσταντίνο Χρυσόγονο (Α.Μ. 2387 Δ.Σ. Θεσσαλονίκης) και δ) δικηγόρο Χρυσούλα Μουκίου (Α.Μ. 17174), που τους διόρισε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, 2) εως και 11), οι οποίοι δεν παρέστησαν, 

κατά των : 1) Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τους: α) Βασίλειο Σουλιώτη, Αντιπρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, και β) Ευφροσύνη Μπερνικόλα, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, και 2) Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ο οποίος παρέστη με τους: α) Σπ. Παπαγιαννόπουλο, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους και β) Χαρ. Μπρισκόλα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. 

Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 10 Σεπτεμβρίου 2010 πράξης της Προεδρεύουσας Αντιπροέδρου του Γ΄ Τμήματος Διακοπών του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 εδάφ. α του Π.Δ. 18/1989. 

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η Φ80000/14254/1097/6.7.2010 κοινή απόφαση των Υφυπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης «Ρύθμιση των προϋποθέσεων, του τρόπου και χρόνου καταβολής από τους οργανισμούς κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, πλην Ο.Γ.Α., των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων - Πάσχα και επιδόματος αδείας» (Β΄ 1033/7.7.2010) και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως. 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Συμβούλου Σπ. Χρυσικοπούλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξουσίους της Ενωσης, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση, και τους εκπροσώπους των Υπουργών, που ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου 

κ α ι 

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α 

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο 

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (1102317 ειδικό γραμμάτιο παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της Φ80000/ 14254/1097/6.7.2010 κοινής απόφασης των Υφυπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης «Ρύθμιση των προϋποθέσεων, του τρόπου και χρόνου καταβολής από τους οργανισμούς κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, πλην Ο.Γ.Α., των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων - Πάσχα και επιδόματος αδείας» (Β΄ 1033/7.7.2010).
3. Επειδή, η υπόθεση έχει εισαχθεί προς συζήτηση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου με την από 10.9.2010 πράξη της Προεδρεύουσας Αντιπροέδρου του Γ΄ Τμήματος Διακοπών, λόγω της σπουδαιότητάς της, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 14 παρ. 2 εδ. α του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8).
4. Επειδή, οι λοιποί, εκτός από την πρώτη αιτούσα, δέκα αιτούντες δε νομιμοποίησαν τους δικηγόρους που υπογράφουν την αίτηση, αφού κατά τη συζήτηση τη υπόθεσης στο ακροατήριο δεν παρέστησαν με πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσαν στο δικαστήριο συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, ούτε παρουσιάστηκαν οι ίδιοι για να δηλώσουν ότι εγκρίνουν την άσκησή της. Συνεπώς, ως προς τους αιτούντες αυτούς η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 27 του π. δ. 18/1989, όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 του ν. 2479/1997 (Α΄ 67).
5. Επειδή, με το ν. 3833/2010 «Προστασία της εθνικής οικονομίας- Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης» (Α΄ 40/15.3.2010), λήφθηκαν διάφορα μέτρα για την αντιμετώπιση, όπως αναφέρεται στη σχετική αιτιολογική έκθεση, «των πρωτόγνωρων δυσμενών οικονομικών συνθηκών και της μεγαλύτερης δημοσιονομικής κρίσης των τελευταίων δεκαετιών, η οποία έχει κλονίσει την αξιοπιστία της Χώρας, έχει προκαλέσει μεγάλες δυσκολίες στην προσπάθεια κάλυψης των δανειακών αναγκών της και απειλούν σοβαρά την Εθνική Οικονομία». Μεταξύ των μέτρων αυτών περιλαμβάνονται η μείωση των αποδοχών των υπηρετούντων, με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, στο στενό ή ευρύτερο δημόσιο τομέα (άρθρο 1), η θέσπιση ανώτατου ορίου αποδοχών και πρόσθετων αμοιβών των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα (άρθρο 2), η επιβολή έκτακτης οικονομικής εισφοράς στα φυσικά πρόσωπα με μεγάλο εισόδημα (άρθρο 5). Στη συνέχεια δημοσιεύθηκε ο ν. 3845/2010 «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο» (Α΄ 65/6.5.2010). Στο νόμο αυτό προσαρτήθηκαν ως παραρτήματα αφενός η δήλωση των Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων της Ζώνης του Ευρώ της 25.3.2010 (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I) και η δήλωση για τη στήριξη της Ελλάδας από τα κράτη μέλη της Ζώνης του Ευρώ της 11.4.2011 (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II) και αφετέρου το Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III) και το Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV). Τα δύο αυτά Μνημόνια αποτελούν δύο από τα μέρη [«Memorandum of Economic and Financial Policies», «Memorandum of Understanding on Specific Εconomic Policy Conditionality» και «Technical Memorandum of Understanding» (Τεχνικό Μνημόνιο Συνεννόησης)] του Μνημονίου Συνεννόησης («Memorandum of Understanding»), που έχει υπογραφεί στις 3.5.2010 αφενός από τον Υπουργό Οικονομικών και το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ως εκπροσώπους της Ελληνικής Δημοκρατίας, και αφετέρου από τον Επίτροπο Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων, ως εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενεργούσης για λογαριασμό των κρατών - μελών της Ευρωζώνης, καταρτίστηκαν δε «από το Υπουργείο Οικονομικών με τη συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου» για την ενεργοποίηση του μηχανισμού χρηματοδοτικής στήριξης της ελληνικής οικονομίας, ο οποίος συγκροτήθηκε, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες δηλώσεις των εκπροσώπων των κρατών - μελών της Ευρωζώνης, από τα εν λόγω κράτη με τη συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, προκειμένου να διασφαλιστεί η οικονομική και δημοσιονομική σταθερότητα της Ευρωζώνης (άρθρο πρώτο παρ. 1 - 3 του ν. 3845/2010). Στο πρώτο από τα ανωτέρω δύο Μνημόνια, δηλαδή στο Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, περιγράφονται οι δυσμενείς εξελίξεις των δημόσιων οικονομικών της Ελλάδας, οι οποίες κατέστησαν αδύνατη τη χρηματοδότησή της από τις διεθνείς αγορές και αναγκαία την προσφυγή της στο μηχανισμό στήριξης, και εξαγγέλλονται οι βασικοί στόχοι του οικονομικού προγράμματος της Ελληνικής Κυβέρνησης για την επόμενη τριετία. Μεταξύ δε των μέτρων, που προβλέπει το ανωτέρω Μνημόνιο για το 2010, περιλαμβάνεται και η μείωση των συντάξεων μέσω της μείωσης της 13ης και της 14ης σύνταξης. Εξάλλου, με το Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής εξειδικεύονται και περιγράφονται λεπτομερώς τα μέτρα, που θα ληφθούν για την πραγματοποίηση του περιλαμβανόμενου στο προαναφερθέν Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής προγράμματος και καθορίζεται το χρονοδιάγραμμα θέσπισης και υλοποίησής τους μέχρι και το τέλος του 2011. Μεταξύ των μέτρων δημοσιονομικής εξυγίανσης, τα οποία αναφέρεται στο ανωτέρω Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής ότι θα ληφθούν έως το τέλος του δεύτερου τριμήνου του έτους 2010, περιλαμβάνεται η «Μείωση των δώρων Πάσχα, Χριστουγέννων και επιδόματος αδείας που καταβάλλονται στους συνταξιούχους, με ταυτόχρονη προστασία αυτών που λαμβάνουν χαμηλότερες συντάξεις, με τις καθαρές εξοικονομήσεις να ανέρχονται σε 1.900 εκ. ευρώ για ένα πλήρες έτος (1.500 εκ ευρώ το 2010)». Με το ν. 3845/2010, στον οποίο προσαρτώνται ως παραρτήματα τα ανωτέρω δύο Μνημόνια, θεσπίστηκαν μέτρα προς εφαρμογή του εξαγγελθέντος με αυτά προγράμματος. Μεταξύ των μέτρων αυτών περιλαμβάνονται η περαιτέρω μείωση των αποδοχών των υπηρετούντων, με οποιαδήποτε σχέση εργασίας στο στενό ή ευρύτερο δημόσιο τομέα (άρθρο τρίτο), η αύξηση των έμμεσων φόρων, η μείωση συνταξιοδοτικών παροχών χορηγούμενων από οργανισμούς κύριας ασφάλισης (άρθρο τέταρτο), η αύξηση των συντελεστών του φόρου προστιθέμενης αξίας και ειδικών φόρων κατανάλωσης (άρθρο τέταρτο) και η επιβολή έκτακτης εισφοράς στο εισόδημα των νομικών προσώπων του οικονομικού έτους 2010, εφόσον υπερβαίνει τις 100.000 ευρώ, καθώς και ειδικού φόρου τηλεοπτικών διαφημίσεων (άρθρο πέμπτο).
Ειδικότερα, ως προς τη μείωση των συνταξιοδοτικών παροχών στις παραγράφους 10 έως και 15 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010, το οποίο έχει τον τίτλο «Μέτρα για τη μείωση των δημόσιων δαπανών», ορίζονται τα εξής: «10. Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα αδείας που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη νόμου ή κανονιστικής πράξης για τους συνταξιούχους και βοηθηματούχους όλων των φορέων κύριας ασφάλισης, με εξαίρεση τους συνταξιούχους του Ο.Γ.Α., χορηγούνται εφόσον ο δικαιούχος έχει υπερβεί το 60ό έτος της ηλικίας του και το ύψος τους καθορίζεται ως εξής: α) Το επίδομα εορτών Χριστουγέννων, στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ. β) Το επίδομα εορτών Πάσχα, στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ. γ) Το επίδομα αδείας, στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ. Τα ανωτέρω επιδόματα αναπροσαρμόζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης για όλους τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης … κατά ενιαίο ποσοστό έπειτα από οικονομική μελέτη … και εφόσον το επιτρέπουν οι οικονομικές δυνατότητες των ταμείων και η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας (το τελευταίο εδάφιο προστέθηκε με το άρθρο 67 του ν. 3863/2010, Α΄ 115/15.7.2010). 11. Από το όριο ηλικίας που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο εξαιρούνται όσοι εξ ιδίου δικαιώματος λαμβάνουν σύνταξη λόγω αναπηρίας ή με το καθεστώς των βαρέων και ανθυγιεινών ή των οικοδομικών επαγγελμάτων, καθώς και οι δικαιούχοι εκ μεταβιβάσεως, εφόσον οι τελευταίοι: α) είναι δικαιούχοι λόγω θανάτου συζύγου, ή β) δεν έχουν υπερβεί το 18ο έτος ή, αν σπουδάζουν, το 24ο έτος της ηλικίας τους, ή γ) είναι ανίκανοι για άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος σε ποσοστό μεγαλύτερο του 67%. 12. Αν καταβάλλονται στο ίδιο πρόσωπο δύο κύριες συντάξεις από οποιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα κύριας ασφάλισης, τα επιδόματα της παραγράφου 10 καταβάλλονται μόνο από τον φορέα που καταβάλλει την μεγαλύτερη σύνταξη. 13. Αν στη σύνταξη συντρέχουν περισσότεροι του ενός δικαιούχοι εκ μεταβιβάσεως, το ποσό των επιδομάτων επιμερίζεται αναλόγως στα συνδικαιούχα πρόσωπα. 14. Τα επιδόματα της παραγράφου 10 δεν καταβάλλονται, εφόσον οι καταβαλλόμενες συντάξεις, συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων της παραγράφου 10, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση υπερβαίνουν κατά μήνα τα δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ. Αν με την καταβολή των επιδομάτων της παραγράφου 10 οι καταβαλλόμενες συντάξεις υπερβαίνουν το ύψος αυτό, τα επιδόματα της παραγράφου 10 καταβάλλονται μέχρι του ορίου των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ, με ανάλογη μείωση τους. 15. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή των παραγράφων 10 έως και 14 του άρθρου αυτού». Η αιτιολογική έκθεση, που συνοδεύει το ν. 3845/2010, αναφέρεται στους λόγους που οδήγησαν την Κυβέρνηση στην υποβολή αιτήματος για την ενεργοποίηση του μηχανισμού στήριξης της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, καθώς και στις συνέπειες που έχει η ενεργοποίηση του μηχανισμού αυτού.
Ειδικότερα, στην αιτιολογική έκθεση αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής : «Η προσφυγή στο μηχανισμό ήταν το τελευταίο καταφύγιο για να αποτραπεί η χρεοκοπία της χώρας. Ταυτόχρονα η ανάγκη προσφυγής στο μηχανισμό στήριξης μας οδηγεί στην ανάγκη να λάβουμε πρόσθετα μέτρα, … Το πρόγραμμα σταθερότητας που σχεδιάστηκε και τα πρόσθετα μέτρα που προτείνονται … θέτουν σε εφαρμογή το μηχανισμό στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη - μέλη της ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο με την παροχή χρηματοδότησης ύψους 110 δις Ευρώ, εκ των οποίων 80 δις Ευρώ σε διμερή δάνεια από τις χώρες της ΕΕ και 30 δις Ευρώ από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Εξ αυτών, 30 δις Ευρώ θα διατεθούν το 2010. Το πρόγραμμα για την ανάκαμψη της οικονομίας προβλέπει μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής που ανέρχονται σε 11 μονάδες του ΑΕΠ ή περίπου 30 δις ευρώ έως το 2013, με στόχο το 2014 το έλλειμμα να είναι κάτω από 3% του ΑΕΠ. Το μακροοικονομικό σενάριο προβλέπει ύφεση 4% το 2010 και επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης από το 2012 και μετά. Με αφετηρία το έλλειμμα ύψους 13,6% του ΑΕΠ του 2009 και τις προοπτικές της οικονομίας κατά το τρέχον έτος, η δημοσιονομική προσπάθεια που συνολικά θα χρειαστεί … το 2010 πλησιάζει το 9% του ΑΕΠ, ώστε να περιοριστεί το δημοσιονομικό έλλειμμα περισσότερο από 5 ποσοστιαίες μονάδες. Στην προσπάθεια που ήδη γίνεται προστίθενται μέτρα που αντιστοιχούν σε 2,5% του ΑΕΠ ή 5,6 δισεκατομμύρια ευρώ. … τα μέτρα που προτείνονται είναι … απαραίτητα για να αυξηθούν τα έσοδα, να περιοριστούν οι δαπάνες, να συνεχιστεί η λειτουργία του κράτους, να διατηρηθεί η δυνατότητα να καταβάλλονται μισθοί και συντάξεις … Τα μέτρα … επιφέρουν μείωση του εισοδήματος των εργαζομένων στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα αλλά και των συνταξιούχων. Καταβλήθηκε τεράστια προσπάθεια …, ώστε να θιγούν όσο γίνεται λιγότερο τα χαμηλά και μεσαία επίπεδα μισθών και συντάξεων… » (βλ. επίσης πρακτικά της ΡΙΕ΄ Συνεδρίασης της 6.5.2010 της Α΄ Συνόδου της ΙΓ΄ Περιόδου Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, σελ. 6727 - 6794). Στις 8.5.2010 υπεγράφη «Σύμβαση δανειακής διευκόλυνσης» («Loan Facility Agreement») μεταξύ αφενός 14 από τα κράτη - μέλη της Ευρωζώνης, εκπροσωπούμενα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και του ενεργούντος για λογαριασμό της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας χρηματοπιστωτικού ιδρύματος «Kreditanstalt fr Wiederaufbau» (KfW), ως δανειστών, και αφετέρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, ως δανειολήπτη, και της Τράπεζας της Ελλάδος, ως αντιπροσώπου του δανειολήπτη. Με την εν λόγω σύμβαση συμφωνήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι «Οι δανειστές καθιστούν διαθέσιμη στο Δανειολήπτη μια δανειακή διευκόλυνση … σε ευρώ για ένα συνολικό ποσό κεφαλαίου ύψους μέχρι ογδόντα δις Ευρώ … και υπόκειται στους όρους και τις προϋποθέσεις του Μνημονίου Συνεννόησης και της παρούσας Σύμβασης» και ότι «Ο Δανειολήπτης χρησιμοποιεί όλα τα ποσά που δανείζεται … τηρώντας τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από το Μνημόνιο Συνεννόησης». Εξάλλου, στο προοίμιο της πιο πάνω σύμβασης αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής : «(6) Μέτρα που αφορούν το συντονισμό και την επιτήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας της Ελλάδας και ορίζουν κατευθυντήριες γραμμές της οικονομικής πολιτικής για την Ελλάδα, θα καθορισθούν με απόφαση του Συμβουλίου δυνάμει των Αρθρων 126(9) και 136 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης … και η παρεχόμενη προς την Ελλάδα στήριξη συναρτάται με τη συμμόρφωση της Ελλάδας σε μέτρα που συνάδουν με την εν λόγω απόφαση και τα οποία προβλέπονται σε ένα Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής πολιτικής, Μνημόνιο στις συγκεκριμένες προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής και Τεχνικό Μνημόνιο Συνεννόησης … που υπογράφηκαν αρχικά στις 3 Μαΐου 2010 από την Επιτροπή μετά την έγκριση από όλα τα Κράτη Μέλη της Ευρωζώνης (εκτός της Ελλάδας), από το Δανειολήπτη και την Τράπεζα της Ελλάδος … (8) Η διαθεσιμότητα των Δανείων ....… εξαρτάται από τη θετική απόφαση των Κρατών Μελών της Ευρωζώνης (εκτός της Ελλάδας) … με βάση τα πορίσματα της επαλήθευσης από την Επιτροπή ότι η εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής του Δανειολήπτη συμφωνεί με το πρόγραμμα προσαρμογής ή όποιους άλλους όρους προβλέπονται στην απόφαση του Συμβουλίου δυνάμει των ʼρθρων 126 (9) και 136 της ΣΛΕΕ και του Μνημονίου Συνεννόησης». Την ίδια ως άνω ημερομηνία, 8.5.2010, συνήφθη σύμβαση μεταξύ των 15 κρατών της Ευρωζώνης, τα οποία είχαν συμφωνήσει να παράσχουν την προαναφερθείσα δανειακή διευκόλυνση στην Ελλάδα («Συμφωνία μεταξύ των Πιστωτών», «Intercreditor Agreement»). Με τη σύμβαση αυτή ρυθμίστηκαν οι μεταξύ των ανωτέρω 15 κρατών σχέσεις, που απορρέουν από την προαναφερθείσα σύμβαση δανειακής διευκόλυνσης. Στις 9.5.2010 το Εκτελεστικό Συμβούλιο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ενέκρινε, κατ’ αποδοχήν της από 3 Μαΐου 2010 αίτησης της Ελληνικής Κυβέρνησης για χρηματοδότηση του οικονομικού προγράμματός της (επιστολή προθέσεων, «letter of intent»), την παροχή «Διακανονισμού Χρηματοδότησης Αμεσης Ετοιμότητας» («Stand-by arrangement») «ισοδύναμου με Ειδικά Τραβηχτικά Δικαιώματα …... 26,432.9 εκατομμυρίων [30 δισ. ευρώ] για το χρονικό διάστημα 9 Μαΐου 2010 έως και 8 Μαΐου 2013». Τέλος, στις 8.6.2010 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε την 2010/320/ΕΕ απόφασή του (ΕΕ L 145/11.6.2010), με την οποία απηύθυνε στην Ελλάδα, με σκοπό την ενίσχυση και εμβάθυνση της ασκούμενης επ’ αυτής δημοσιονομικής εποπτείας, ειδοποίηση για τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής, τα οποία κρίνονται αναγκαία για την αντιμετώπιση της κατάστασης υπερβολικού ελλείμματος, σύμφωνα με το άρθρο 126 παρ. 9 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Σ.Λ.Ε.Ε.) [πρώην άρθρο 104 παρ. 4 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΣΕΚ), (βλ. ενοποιημένη απόδοση της Συνθήκης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης C 83/30.3.2010)], που προβλέπει ότι τα κράτη μέλη αποφεύγουν τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα και θεσπίζει διαδικασία για τη διόρθωση της κατάστασης υπερβολικού ελλείμματος, και το άρθρο 136 της ίδιας συνθήκης που προβλέπει τη δυνατότητα θέσπισης ειδικών μέτρων για τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ, προκειμένου να ενισχυθεί ο συντονισμός και η εποπτεία της δημοσιονομικής τους πειθαρχίας. Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 1 της απόφασης αυτής του Συμβουλίου «η Ελλάδα τερματίζει την παρούσα κατάσταση υπερβολικού ελλείμματος το ταχύτερο δυνατόν και το αργότερο έως το 2014» - κατάσταση που είχε διαπιστωθεί με την απόφαση του Συμβουλίου της 27.4.2009 (2009/415/ΕΚ, ΕΕ L 135/30.5.2009) κατ’ εφαρμογή του άρθρου 104 παρ. 4 της ΣΕΚ - και σύμφωνα με το άρθρο 2 «1. Η Ελλάδα θεσπίζει τα ακόλουθα μέτρα πριν από τα τέλη Ιουνίου του 2010 : α) … ζ) κατάργηση των δώρων Πάσχα, Χριστουγέννων και επιδομάτων αδείας που καταβάλλονται στους συνταξιούχους, με ταυτόχρονη προστασία αυτών που λαμβάνουν χαμηλότερες συντάξεις με στόχο την εξοικονόμηση 1900 εκατ. Ευρώ για ένα πλήρες έτος (1500 εκατ. Ευρώ το 2010). η) … 2. Η Ελλάδα θεσπίζει τα ακόλουθα μέτρα μέχρι τέλη Σεπτεμβρίου του 2010 : α) … β) νόμο για τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος με σκοπό την εξασφάλιση της μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης βιωσιμότητάς του ....… γ) …». Η ανωτέρω απόφαση τροποποιήθηκε με την 2010/486/ΕΕ απόφαση του Συμβουλίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2010 (ΕΕ L 241 της 14.9.2010) ως προς τα μέτρα που θα πρέπει να λάβουν οι ελληνικές αρχές από τον Ιούλιο του 2010 έως και το τέλος Δεκεμβρίου του 2011.
6. Επειδή, με βάση την αναφερόμενη στην προηγούμενη σκέψη εξουσιοδοτική διάταξη της παραγράφου 15 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010, με την οποία επιτρεπτώς παρέχεται, κατά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 43 του Συντάγματος, εξουσιοδότηση σε άλλο όργανο, πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας, για τη ρύθμιση ζητημάτων λεπτομερειακού χαρακτήρα, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη Φ80000/ 14254/1097/6.7.2010 κοινή απόφαση των Υφυπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Ειδικότερα, με τις παραγράφους 1 και 2, καθώς και με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 της ανωτέρω προσβαλλόμενης απόφασης επαναλαμβάνονται, καταρχήν, οι ρυθμίσεις που έχουν θεσπιστεί με τις παραγράφους 10 έως και 14 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010 και αφορούν τα καταβαλλόμενα σε συνταξιούχους και βοηθηματούχους όλων των φορέων κύριας ασφάλισης, πλην του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων, επιδόματα εορτών, Χριστουγέννων και Πάσχα, και αδείας. Ακολούθως, με τα επόμενα εδάφια της παραγράφου 3 της προσβαλλόμενης απόφασης ορίζεται ότι οι συνταξιούχοι, στους οποίους χορηγούνται περισσότερες της μιας συντάξεις ή βοήθημα τύπου σύνταξης («εξωιδρυματικό επίδομα»), «υποχρεούνται στην υποβολή υπεύθυνης δήλωσης προς τον αρμόδιο φορέα, όπου δηλώνουν τόσο τα σχετικά ποσά σύνταξης όσο και τους λοιπούς ασφαλιστικούς φορείς ή το Δημόσιο από τους οποίους λαμβάνουν σύνταξη ή εξωιδρυματικό επίδομα. Ο αρμόδιος φορέας ενημερώνει τους λοιπούς φορείς για την καταβολή των εν λόγω επιδομάτων στους συνταξιούχους αυτούς. Στο έντυπο υπεύθυνης δήλωσης ο συνταξιούχος υποχρεούται επιπροσθέτως να δηλώνει ότι δεν έχει εισπράξει ούτε θα εισπράξει στο μέλλον από άλλο ασφαλιστικό φορέα ή το Δημόσιο, τα σχετικά επιδόματα. Σε περίπτωση διαπίστωσης διπλής ή και πολλαπλής καταβολής επιδόματος, τα σχετικά ποσά καταλογίζονται σε βάρος του συνταξιούχου και αναζητούνται ως αχρεωστήτως καταβληθέντα συμψηφιζόμενα με τα χορηγούμενα ποσά σύνταξης σε τρεις (3) μηνιαίες δόσεις». Περαιτέρω, στην παρ. 4 της προσβαλλόμενης απόφασης ορίζονται τα εξής : «Ως χρόνος πληρωμής των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ορίζεται η 16η Δεκεμβρίου και η δέκατη ημέρα πριν το Πάσχα αντίστοιχα. Δικαιούχοι είναι όσοι συνταξιοδοτούνται ή η έναρξη συνταξιοδότησής τους εμπίπτει στην 1η Δεκεμβρίου ή την πρώτη του μήνα που εορτάζεται το Πάσχα. Οι συνταξιούχοι των οποίων το συνταξιοδοτικό δικαίωμα αρχίζει ή λήγει μετά τις προαναφερόμενες ημερομηνίες και εντός του μήνα Δεκεμβρίου ή του μήνα που εορτάζεται το Πάσχα, δικαιούνται αναλογία επιδόματος για τόσα τριακοστά των ποσών της παρ. 2, όσες και οι ημέρες συνταξιοδότησής τους. Ως χρόνος πληρωμής του επιδόματος αδείας ορίζεται η ημερομηνία καταβολής της σύνταξης μηνός Αυγούστου. Οι συνταξιούχοι, των οποίων έληξε η συνταξιοδότηση ή ανεστάλη η καταβολή της σύνταξης πριν τον Αύγουστο μήνα, δικαιούνται μέρος του επιδόματος αδείας, ίσο με το 1/12 του ποσού αυτού για κάθε μήνα πραγματικής καταβολής της σύνταξης κατά το τελευταίο προ του μηνός Αυγούστου δωδεκάμηνο». Τέλος, στην παράγραφο 5 της προσβαλλόμενης απόφασης διευκρινίζεται ότι «Οι διατάξεις που ρυθμίζουν την χορήγηση των εν λόγω επιδομάτων στους επιδοτούμενους λόγω ασθένειας από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς, καθώς και στους συνταξιούχους των φορέων επικουρικής ασφάλισης, αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και του Ο.Γ.Α. εξακολουθούν να ισχύουν», προφανώς ενόψει του ότι το άρθρο τρίτο του ν. 3845/2010 δεν ρύθμισε τη χορήγηση επιδομάτων αδείας και εορτών στους επιδοτούμενους λόγω ασθένειας από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς και στους συνταξιούχους των φορέων επικουρικής ασφάλισης.
7. Επειδή, από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης κοινής υπουργικής απόφασης που έχει παρατεθεί στην προηγούμενη σκέψη προκύπτει ότι η απόφαση αυτή δεν περιορίζεται στην απλή επανάληψη διατάξεων του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010, αλλά, προς συμπλήρωση των περιεχόμενων στο νόμο βασικών ουσιαστικών ρυθμίσεων, περιέχει και νέες ρυθμίσεις, λεπτομερειακού χαρακτήρα, που αφορούν τον καθορισμό του τρόπου ενημέρωσης των ασφαλιστικών φορέων για την περίπτωση καταβολής στον ίδιο συνταξιούχο περισσοτέρων της μιας συντάξεων, τις συνέπειες διπλής ή πολλαπλής καταβολής επιδόματος εορτών ή αδείας και τον καθορισμό του χρόνου καταβολής των εν λόγω επιδομάτων. Κατά το μέρος δε που η προσβαλλόμενη πράξη θεσπίζει νέες ρυθμίσεις έχει εκτελεστό χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, προσβάλλεται, από την άποψη αυτή, παραδεκτώς. Εξάλλου, ενόψει της αναστολής των προθεσμιών για το Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου κατά τις δικαστικές διακοπές (άρθρα 11 κωδ. δ/τος της 26.6/10.7.1944, Α΄ 139, 22 παρ. 4 του ν. 1868/1989, Α΄ 230, 28 παρ. 4 του ν. 2579/1998, Α΄ 31 και 11 παρ. 1 και 2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1756/1988, Α΄ 35), η οποία για λόγους ίσης μεταχείρισης ισχύει και για τους ιδιώτες διαδίκους, όπως η αιτούσα Πανελλήνια Ένωση (βλ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 2807 - 2808/2002), η απόφαση αυτή προσβάλλεται εμπροθέσμως (δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως : 7.7.2010, δηλαδή κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως : 8.9.2010, δηλαδή πριν από την έναρξη της κατ’ άρθρο 46 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 εξηκονθήμερης προθεσμίας).
8. Επειδή, η αιτούσα «.............» είναι σωματείο, μέλη του οποίου είναι συνταξιούχοι της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού Α.Ε. (Δ.Ε.Η. Α.Ε.) και του Ταμείου Ασφαλίσεως Προσωπικού Η.Ε.Α.Π.-Ε.Η.Ε. (βλ. άρθρα 1ο και 3ο του καταστατικού της), σκοπό δε έχει, μεταξύ άλλων, «Να επιδιώξει τη βελτίωση της θέσεως αυτών με κάθε νόμιμο μέσο», καθώς και τη «σύσφιξη σχέσεων» και την «αλληλεγγύη με άλλα Σωματεία και ιδιαίτερα της ΔΕΗ που επιδιώκουν παρεμφερείς σκοπούς» (βλ. άρθρο 2ο του καταστατικού της). Συνεπώς, η αιτούσα έχει καταρχήν έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση της προσβαλλόμενης Φ80000/14254/1097/ 6.7.2010 κοινής υπουργικής απόφασης, διότι από την περικοπή των συνταξιοδοτικών παροχών, την οποία αφορά η απόφαση αυτή, θίγονται τα συμφέροντα των μελών της, τα οποία είναι ήδη συνταξιούχοι του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου «Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών» (Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ.), το οποίο υπάγεται στις ρυθμίσεις των παρ. 10 και επ. του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010 και κατ’ ακολουθίαν και στις ρυθμίσεις της πιο πάνω απόφασης και στον κλάδο σύνταξης του οποίου έχει ενταχθεί από 1. 8.2008 (βλ. άρθρο 3 του ν. 3665/2008, Α΄ 58) ο κλάδος σύνταξης του Οργανισμού Ασφάλισης Προσωπικού Δ.Ε.Η. (Ο.Α.Π.- Δ.Ε.Η.) ως αυτοτελής τομέας αποκαλούμενος Τομέας Ασφάλισης Προσωπικού - Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (ΤΑΠ - ΔΕΗ).
9. Επειδή, το άρθρο 4 του Συντάγματος ορίζει στην παράγραφο 1 ότι «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» και στην παράγραφο 5 ότι «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Οπως έχει παγίως κριθεί, η αρχή της ισότητας, η οποία καθιερώνεται με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί συνταγματικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της πολιτείας και, ειδικότερα, τόσο τον κοινό νομοθέτη κατά την άσκηση του νομοθετικού έργου, όσο και τη Διοίκηση, όταν θεσπίζει κατά νομοθετική εξουσιοδότηση κανονιστική ρύθμιση. Η παραβίαση της συνταγματικής αυτής αρχής ελέγχεται από τα δικαστήρια, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας καθενός με ίσους όρους. Κατά το δικαστικό αυτόν έλεγχο, που είναι έλεγχος ορίων και όχι ορθότητας των νομοθετικών επιλογών, αναγνωρίζεται στον κοινό νομοθέτη ή την κατ` εξουσιοδότηση θεσμοθετούσα Διοίκηση η ευχέρεια να ρυθμίζει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με καθεμία από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια που βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρύθμισης. Πρέπει όμως η επιλεγόμενη ρύθμιση να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας, τα οποία αποκλείουν τόσο την εκδήλως άνιση μεταχείριση είτε με τη μορφή της εισαγωγής ενός καθαρά χαριστικού μέτρου ή προνομίου μη συνδεόμενου προς αξιολογικά κριτήρια, είτε με τη μορφή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης ή της αφαίρεσης δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται ή παρέχονται από το προϋφιστάμενο ή συγχρόνως τιθέμενο γενικότερο κανόνα, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια (Σ.τ.Ε. Ολομ. 2396/2004, Ολομ. 2180/2004, Ολομ. 1252 -1253/2003). Εξάλλου, η, κατά τα ανωτέρω, δέσμευση του νομοθέτη υφίσταται και κατά την εκδήλωση της κατ’ άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος κρατικής μέριμνας για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων και επιβάλλει τη συμμετοχή αυτών με ίσους όρους στο σύστημα παροχών και αντιπαροχών της κοινωνικής ασφάλισης (Σ.τ.Ε. Ολομ. 3231/2008, Ολομ. 3923/2010). Περαιτέρω, σε περιπτώσεις παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, ο κοινός νομοθέτης μπορεί να θεσπίσει μέτρα περιστολής δαπανών που συνεπάγονται οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού, πλην η δυνατότητα αυτή έχει ως όριο την καθιερούμενη από το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος αρχή της ισότητας στα δημόσια βάρη αναλόγως των δυνάμεων εκάστου καθώς και την καθιερούμενη στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Τούτο σημαίνει ότι η επιβάρυνση αυτή πρέπει να κατανέμεται μεταξύ όλων των κατηγοριών απασχολουμένων τόσο στο δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, καθώς και των ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα. Και τούτο διότι, εν όψει και της καθιερουμένης στο άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος αξίωσης του Κράτους να εκπληρώνουν όλοι οι πολίτες το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπιση της δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας να κατανέμεται πάντοτε σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, οι οποίοι, κατά κανόνα, είναι συνεπείς προς τις υποχρεώσεις τους, και να ευνοούνται άλλες κατηγορίες από την ασυνέπεια των οποίων - κυρίως στο πεδίο της εκπλήρωσης των φορολογικών τους υποχρεώσεων - προκαλείται σε μεγάλο ποσοστό η δυσμενής αυτή συγκυρία.
10. Επειδή, η προβλεπόμενη στην παρ. 10 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010 περικοπή των επιδομάτων εορτών και αδείας για τους συνταξιούχους των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, οι οποίοι δεν έχουν συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας τους και έως τη συμπλήρωση του ηλικιακού αυτού ορίου, δεν αποτελεί περίπτωση αδικαιολόγητης δυσμενούς μεταχείρισης της κατηγορίας αυτής έναντι των λοιπών συνταξιούχων των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης που έχουν συμπληρώσει την ηλικία αυτή, διότι η ηλικία αποτελεί ένα αντικειμενικό κριτήριο, το όριο ηλικίας δε των 60 ετών δεν είναι αυθαίρετο, αλλά δικαιολογείται αφενός μεν από τη μέριμνα για την προστασία των μεγαλύτερων σε ηλικία συνταξιούχων και αφετέρου από το γεγονός ότι, για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, ο νομοθέτης είχε την πρόθεση - στο πλαίσιο της προσπάθειας να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, μεταξύ άλλων, και με τον περιορισμό των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων - να αυξήσει τα έως τότε ισχύοντα όρια ηλικίας για τη συνταξιοδότηση. Η μεταρρύθμιση στο ασφαλιστικό σύστημα πραγματοποιήθηκε πράγματι με το μεταγενέστερο ν. 3863/2010 «Νέο Ασφαλιστικό Σύστημα και συναφείς διατάξεις, ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις» (Α΄ 115/15.7.2010), με το άρθρο 10 του οποίου καθιερώνεται ως γενικό όριο συνταξιοδότησης για την παροχή πλήρους σύνταξης λόγω γήρατος το 65ο έτος της ηλικίας του ασφαλισμένου, ενώ προβλέπεται η χορήγηση πλήρους σύνταξης και στην περίπτωση ασφαλισμένων που έχουν συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας τους και σαράντα έτη ασφάλισης. Με τα δεδομένα αυτά, το όριο ηλικίας των 60 ετών δεν είναι αυθαίρετο, αλλά ταυτίζεται με το όριο ηλικίας - σημείο αναφοράς για την πρόωρη μειωμένη συνταξιοδότηση με βάση το νέο σύστημα. Το κριτήριο δε αυτό αποτελεί, υπό το φως των νεότερων διατάξεων του ν. 3863/2010, θεμιτό κριτήριο διαφοροποίησης, το οποίο, πέραν του αντικειμενικού χαρακτήρα του, τελεί σε άμεση συνάφεια με το υπό ρύθμιση ζήτημα. Αλλωστε, η επίμαχη ρύθμιση της διάταξης της παρ. 10 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010 έχει οιονεί μεταβατικό χαρακτήρα, αφού, με την κατά τα ανωτέρω αύξηση του ορίου ηλικίας για τη συνταξιοδότηση, αφορά περιορισμένο αριθμό συνταξιούχων και ισχύει μόνον εωσότου αυτοί συμπληρώσουν το 60ό έτος της ηλικίας τους. Επομένως, η διάταξη της παρ. 10 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010, που θέτει ως προϋπόθεση για τη χορήγηση των επιδομάτων εορτών και αδείας στους συνταξιούχους και βοηθηματούχους των ασφαλιστικών οργανισμών τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας τους, βρίσκεται σε αντιστοιχία με τη ρύθμιση του νέου ασφαλιστικού συστήματος του ν. 3863/2010 για την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης και δεν αντίκειται στη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας (βλ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 2973/1991). Ούτε, εξάλλου, η θέσπιση ενιαίων επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και αδείας για όλους τους άνω των 60 ετών συνταξιούχους (αντιστοίχως 400, 200 και 200 ευρώ), εφόσον οι καταβαλλόμενες συντάξεις, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση, δεν υπερβαίνουν κατά μήνα τις 2.500 ευρώ, και η μη πρόβλεψη της διαβάθμισης της μείωσης αναλόγως με το ύψος της σύνταξης αποτελούν περίπτωση αυθαίρετης ενιαίας μεταχείρισης προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες. Και τούτο, διότι τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα αδείας συνδέονται από τη φύση τους και ενόψει του νομοθετικού λόγου της θέσπισής τους με τις αυξημένες ανάγκες που ανακύπτουν κατά τις εορταστικές περιόδους και κατά την περίοδο των θερινών διακοπών, οι ανάγκες δε αυτές δεν διαφοροποιούνται αναλόγως της σύνταξης κάθε συνταξιούχου. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, όπως ο λόγος αυτός αναπτύχθηκε με το από 21.12.2010 υπόμνημα που κατέθεσε η αιτούσα Πανελλήνια Ένωση στις 23.12.2010 (την τελευταία δηλαδή ημέρα της προθεσμίας που της χορηγήθηκε από τον Πρόεδρο σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 25 του π. δ. 18/1989), με τον οποίον υποστηρίζονται τα αντίθετα και προβάλλεται ότι το όριο ηλικίας των 60 ετών είναι προδήλως αυθαίρετο, διότι δεν συναρτάται με ορισμένη ιδιότητα των δικαιούχων που εξαιρούνται ούτε με συγκεκριμένο λόγο δημόσιου συμφέροντος. Περαιτέρω δε, με το πιο πάνω υπόμνημα η αιτούσα αορίστως υποστηρίζει, εφόσον δεν προβάλλει ειδικότερες αιτιάσεις, ότι η επίμαχη ρύθμιση παραβιάζει την παρ. 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος, διότι μεταθέτει το βάρος της δημοσιονομικής εξυγίανσης της οικονομίας σε μία συγκεκριμένη ομάδα πολιτών, χωρίς άλλες ομάδες πολιτών να μετέχουν στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις τους.
11. Επειδή, ως προς το ζήτημα αν εν προκειμένω συντρέχει περίπτωση παραβίασης της αρχής της ισότητας διατυπώθηκαν οι εξής μειοψηφούσες γνώμες : Α) κατά τη γνώμη του Αντιπροέδρου Ν. Σακελλαρίου και των Συμβούλων Ευδ. Γαλανού, Γ. Παπαμεντζελόπουλου, Γ. Παπαγεωργίου, Γ. Ποταμιά, Ιω. Ζόμπολα και Β. Καλαντζή, οι επίμαχες ρυθμίσεις του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010, οι οποίες αφορούν στην κατάργηση ή μείωση επιδομάτων των συνταξιούχων των φορέων κυρίας ασφαλίσεως (πλην Ο.Γ.Α.), αντίκεινται στην αρχή της ισότητος και, ειδικώτερα, της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών (παράγραφοι 1 και 5, αντιστοίχως, του άρθρου 4 του Συντάγματος), διότι για την επείγουσα αντιμετώπιση των σοβαρωτάτων οικονομικών προβλημάτων της Χώρας - ακόμη και αν αυτά οφείλονται κατά κύριο λόγο σε πράξεις ή παραλείψεις κρατικών οργάνων (ατυχείς ή αντισυνταγματικές νομοθετικές παρεμβάσεις, παράνομες συμπεριφορές ή αναποτελεσματικές ενέργειες των οργάνων της Διοικήσεως) - το Κράτος μπορεί να επιβάλλει επιβαρύνσεις (φορολογικές ή άλλες) στο σύνολο των πολιτών, αναλόγως των δυνάμεων εκάστου, δεν μπορεί, όμως, να επιβάλλει τέτοιες επιβαρύνσεις σε συγκεκριμένη κατηγορία του πληθυσμού (όπως συμβαίνει εν προκειμένω) χωρίς να παράσχει στην συγκεκριμένη αυτή θιγόμενη κατηγορία αντιστάθμισμα έναντι της επιβαλλομένης σ’ αυτήν, χάριν του γενικού συμφέροντος, επιβαρύνσεως. Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, οι εν λόγω ρυθμίσεις, καθ’ ο μέρος προβλέπουν μείωση στο αυτό απόλυτο αριθμητικό ποσόν των επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας των άνω των 60 ετών συνταξιούχων των φορέων κυρίας ασφαλίσεως (πλην Ο.Γ.Α.) με μηνιαία σύνταξη κάτω των 2.500 ευρώ, αντίκεινται στις ως άνω συνταγματικές αρχές, διότι δεν πλήσσουν, κατ’ αποτέλεσμα, στον ίδιο βαθμό τους λαμβάνοντες υψηλές συντάξεις αφ’ ενός και τους λαμβάνοντες χαμηλές συντάξεις αφ’ ετέρου. Περαιτέρω, ειδικώς ως προς τους συνταξιούχους των φορέων κυρίας ασφαλίσεως (πλην Ο.Γ.Α.), οι επίμαχες ρυθμίσεις - οι οποίες προβλέπουν ότι για τους συνταξιούχους ηλικίας κάτω των 60 ετών τα επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας καταργούνται κατ’ αρχήν, ενώ για τους συνταξιούχους άνω της ηλικίας αυτής τα εν λόγω επιδόματα περιορίζονται σε συγκεκριμένα, κοινά για όλους, χρηματικά ποσά - αντίκεινται στις ως άνω συνταγματικές αρχές, σε συνδυασμό με το άρθρο 22 παρ 5 του Συντάγματος, που καθιερώνει την αρχή της κοινωνικής ασφαλίσεως με γνώμονα την ασφαλιστική κάλυψη ολοκλήρου του εργαζομένου πληθυσμού της Χώρας και την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου (βλ. Ολομ. Σ.Ε. 2200/2010, 2180/2004). Και τούτο διότι α) οι ρυθμίσεις αυτές αντιμετωπίζουν κατά τρόπο ενιαίο τους συνταξιούχους όλων συλλήβδην των φορέων κυρίας ασφαλίσεως (πλην Ο.Γ.Α.), ασυνδέτως προς το ζήτημα αν, εν όψει της οικονομικής, τουλάχιστον, αυτοτελείας εκάστου συγκεκριμένου ασφαλιστικού φορέως και των αναλογιστικών δεδομένων αυτού, παρίσταται ανάγκη ενισχύσεως του ασφαλιστικού του κεφαλαίου δια της μειώσεως των καταβαλλομένων από αυτόν ασφαλιστικών παροχών και β) με τις διατάξεις αυτές δεν διαφοροποιούνται οι συνταξιούχοι με κριτήρια πρόσφορα για τις επίμαχες ρυθμίσεις, όπως είναι η διάρκεια του χρόνου ασφαλίσεως ή το ύψος των καταβληθεισών εισφορών (κριτήρια συναπτόμενα με την συμβολή του συνταξιούχου στην δημιουργία του ασφαλιστικού κεφαλαίου του συγκεκριμένου ασφαλιστικού οργανισμού), αλλά με το κριτήριο, κατ’ αρχήν, της συμπληρώσεως ηλικίας 60 ετών, κριτήριο προδήλως απρόσφορο για τις επίμαχες ρυθμίσεις, δοθέντος ότι, αφ’ ενός μεν, οι αυξημένες ανάγκες που ανακύπτουν κατά τις εορταστικές περιόδους και την περίοδο των θερινών διακοπών δεν είναι εντονώτερες για τους συνταξιούχους ηλικίας άνω των 60 ετών εν σχέσει προς τους συνταξιούχους κάτω της ηλικίας αυτής, αφ’ ετέρου δε, η κάτω των 60 ετών ηλικία δεν υποδηλώνει ικανότητα αναπληρώσεως των ποσών των καταργουμένων ως άνω επιδομάτων με αμοιβή από ενεργό απασχόληση του συνταξιούχου, αφού τούτο κατ’ αρχήν απαγορεύεται (βλ. λ.χ., προκειμένου περί του Ι.Κ.Α., άρθρο 29 παρ. 7 εδ. γ΄ του αν.ν. 1846/1951, Α΄ 179), ενώ, εξ άλλου, δεν διασφαλίζεται ότι με την κατάργηση των εν λόγω επιδομάτων (τα οποία αντιστοιχούν στα 2/14, ήτοι στο 15% περίπου, των ετησίων συνταξιοδοτικών παροχών) ο κάτω των 60 ετών συνταξιούχος δεν θα στερηθεί του, επιβαλλομένου από το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, ελαχίστου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβιώσεως (Existenzminimum). Είναι, κατόπιν των ανωτέρω, βάσιμοι οι λόγοι ακυρώσεως περί παραβάσεως της αρχής της ισότητος και, ειδικώτερα, της αρχής της ισότητος ενώπιον των δημοσίων βαρών (παρ. 1 και 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος). Β) Κατά τη γνώμη της Συμβούλου Μ. Καραμανώφ, παραβιάζεται εν προκειμένω η αρχή της ισότητας για τους εξής λόγους : τα θεσμοθετούμενα ήδη με το ν. 3845/2010 μέτρα θέτουν σε κίνδυνο την αξιοπρεπή διαβίωση των οικονομικώς ασθενεστέρων τάξεων και το δικαίωμα αυτών για αποτελεσματική παροχή υπηρεσιών περίθαλψης και πρόνοιας, κοινωνικής ασφάλισης, κ.ο.κ.. Και ναι μεν γίνεται στον ίδιο το νόμο επίκληση σπουδαίου δημοσίου συμφέροντος, συνισταμένου στην άρση της καταστάσεως υπερβολικού ελλείμματος και στην ανάγκη οικονομικής και δημοσιονομικής σταθερότητας της ευρωζώνης, πλην εκ των στοιχείων του φακέλλου δεν τεκμηριούται με την δέουσα σαφήνεια και την παράθεση αναλυτικών στοιχείων ο λόγος για τον οποίο η προσφυγή στον υπό τους συγκεκριμένους όρους δανεισμό ήταν η μόνη λύση για την αποφυγή του κινδύνου χρεωκοπίας της χώρας, ούτε ότι τα λαμβανόμενα μέτρα ήταν αναγκαία, αλλά και τα μόνα ικανά και πρόσφορα για τον επιδιωκόμενο σκοπό, τηρουμένων και των αρχών της ισότητας και αναλογικότητας. Προς τούτο θα απαιτείτο η σύνταξη ειδικής και συνολικής οικονομικής μελέτης, η οποία όφειλε να καταδείξει ότι έχουν εφαρμοστεί και εξαντληθεί όλα τα ηπιότερα εξ επόψεως συνεπειών σε θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα μέσα, ως και ότι τα μέτρα αυτά ανταποκρίνονται στη φοροδοτική ικανότητα των πληττομένων οικονομικώς τάξεων, ιδίως δε των ασθενεστέρων, και διασφαλίζουν τα ελάχιστα όρια αξιοπρεπούς διαβιώσεως αυτών, η δε εφαρμογή τους, εν όψει και των γενικότερων και αλληλένδετων επιπτώσεών τους στην εθνική οικονομία, θα οδηγήσει κατά βέβαιο, ή τουλάχιστον σφόδρα πιθανολογούμενο, τρόπο στην οικονομική ανάκαμψη της χώρας, η οποία, κατά κοινή πείρα, είναι και το πράγματι ζητούμενο για τη βιώσιμη και αποτελεσματική αντιμετώπιση της παρούσας κρίσης. Με τα δεδομένα αυτά, εφ’ όσον δηλαδή ελλείπει η ανωτέρω αναγκαία τεκμηρίωση, ο ν. 3845/2010 είναι ανίσχυρος ως αντισυνταγματικός.
12. Επειδή, κατά την παράγραφο 5 του άρθρου 22 του Συντάγματος «Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει». Με τη συνταγματική αυτή διάταξη ο συντακτικός νομοθέτης περιέβαλε με συνταγματικό κύρος την αρχή της κοινωνικής ασφάλισης με γνώμονα την ασφαλιστική κάλυψη ολόκληρου του εργαζόμενου πληθυσμού της χώρας και την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και ανέθεσε στον κοινό νομοθέτη την εξειδίκευσή της ανάλογα με τις εκάστοτε επικρατούσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Κατά την επιδίωξη του σκοπού αυτού, ο νομοθέτης έχει ευρεία εξουσία για τη ρύθμιση των σχετικών ζητημάτων, υποκείμενος μόνον σε περιορισμούς που επιβάλλονται από άλλες συνταγματικές διατάξεις (Σ.τ.Ε. Ολομ. 2197 - 2200/2010, Ολομ. 2180/2004). Η μόνη δέσμευση που επιβάλλεται με την πιο πάνω συνταγματική διάταξη σχετικά με τη μορφή του ασφαλιστικού φορέα εκεί όπου ο νόμος καθιερώνει την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση και ειδικότερα θεσπίζει την υποχρεωτική καταβολή εισφοράς, είτε από μέρους του μισθωτού είτε από μέρους του εργοδότη, είναι η παροχή της κοινωνικής ασφάλισης μόνο από το κράτος ή από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και τέτοιοι πράγματι υπήρξαν οι φορείς αυτοί κατά την ιστορική διαδρομή της κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα (Σ.τ.Ε. Ολομ. 5024/1987, Ολομ. 3096/2001). Μέσα στο συνταγματικό αυτό πλαίσιο, ο θεσμός της κοινωνικής ασφάλισης διασφαλίζεται με τη λειτουργία βιώσιμων ασφαλιστικών οργανισμών, οι οποίοι απαιτείται να είναι οικονομικά εύρωστοι για να μπορούν να ανταποκρίνονται στην, κατά το Σύνταγμα, αποστολή τους. Ετσι, από τη συνταγματική αυτή διάταξη προκύπτει ότι ο κοινός νομοθέτης μπορεί να επιφέρει μεταβολές στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και στους όρους και προϋποθέσεις για τη χορήγηση συντάξεων και άλλων παροχών, μεταβολές οι οποίες μάλιστα είναι δυνατόν να επιβαρύνουν οικονομικώς τους ασφαλιστικούς οργανισμούς (όπως ιδίως ρυθμίσεις με αντικείμενο τη συγχώνευση τέτοιων οργανισμών, την ένταξη νέων κατηγοριών ασφαλισμένων σε αυτούς ή την αύξηση των χορηγούμενων από τους οργανισμούς αυτούς παροχών), μόνον όμως ύστερα από τη σύνταξη από το Κράτος ειδικών μελετών οικονομικού περιεχομένου ή από τους οικείους ασφαλιστικούς φορείς αναλογιστικών μελετών, στις οποίες πρέπει να απεικονίζεται η συνολική οικονομική κατάστασή τους (πρβ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 2199/2010, Π.Ε. 147/2009, 200/2007, 165/2003, 300/1999). Από την πιο πάνω όμως συνταγματική διάταξη δεν συνάγεται ότι είναι υποχρεωτική η πρόβλεψη στο νόμο της προηγούμενης σύνταξης τέτοιων οικονομικών και αναλογιστικών μελετών από το Κράτος ή τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης, όταν λαμβάνεται ένα συγκεκριμένο γενικού χαρακτήρα νομοθετικό μέτρο περιορισμού (περικοπής) συνταξιοδοτικών παροχών στο πλαίσιο γενικότερου πλέγματος άμεσων μέτρων οικονομικής πολιτικής, ούτε ότι η προηγούμενη κατάρτιση αναλογιστικών μελετών αποτελεί ουσιώδη τύπο ή αναγκαίο όρο ή απαραίτητη προϋπόθεση για τη λήψη τέτοιας φύσης νομοθετικών μέτρων.
13. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, με τις διατάξεις της παρ. 10 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010 δεν ρυθμίζονται εκ νέου οι όροι και προϋποθέσεις συνταξιοδότησης των ασφαλισμένων όλων των ασφαλιστικών φορέων, αλλά προβλέπεται μόνον η περικοπή των επιδομάτων εορτών και αδείας που καταβάλλονται στους συνταξιούχους όλων των ασφαλιστικών φορέων κύριας ασφάλισης (πλην Ο.Γ.Α.). Ειδικότερα, επιχειρείται η αποσύνδεση του ύψους των επιδομάτων αυτών από την παρεχόμενη στους συνταξιούχους βασική σύνταξη και προβλέπεται, για κάθε επίδομα, ένα πάγιο και εκ των προτέρων καθορισμένο ποσό. Η περικοπή λοιπόν των πιο πάνω επιδομάτων συνιστά ένα γενικό μέτρο δημοσιονομικής εξυγίανσης στο κανονιστικό πλαίσιο του γενικότερου πλέγματος μέτρων οικονομικής πολιτικής και όχι ζήτημα συνολικής μεταρρύθμισης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Εξάλλου, όπως έχει εκτεθεί, με το μέτρο αυτό, το οποίο εντάσσεται στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας, επιδιώκεται η αύξηση των εσόδων και η μείωση των δαπανών για να καταστεί δυνατή η εξοικονόμηση των πόρων που είναι απαραίτητοι για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας των κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών, καθώς και η επίτευξη των καθορισθέντων δημοσιονομικών στόχων και, ιδίως, της μείωσης του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης, στο οποίο περιλαμβάνονται και τα ελλείμματα των κοινωνικοασφαλιστικών ταμείων. Ενόψει δε του πιο πάνω σκοπού υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, στον οποίο αποβλέπει το επίμαχο μέτρο, και της φύσης του ως γενικού μέτρου στο κανονιστικό πλαίσιο του γενικότερου πλέγματος μέτρων οικονομικής πολιτικής, η αιτούσα αβασίμως προβάλλει με τους δεύτερο και τρίτο λόγους ακυρώσεως ότι το μέτρο αυτό είναι αντισυνταγματικό, γιατί κατά παράβαση του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος και κατά παράλειψη ουσιώδους τύπου λήφθηκε, χωρίς να έχει συνταχθεί σχετική αναλογιστική μελέτη που να τεκμηριώνει την αναγκαιότητα λήψης του ύστερα, μάλιστα, από διερεύνηση της πιθανότητας υιοθέτησης εναλλακτικών λύσεων. Συνακόλουθα δε αβασίμως προβάλλεται με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως ότι οι διατάξεις της παρ. 10 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/20010 αντίκεινται στις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 70 του Μέρους XII της Διεθνούς Σύμβασης «περί του Ευρωπαϊκού Κώδικος Κοινωνικής Ασφαλείας», που είχε υπογραφεί στο Στρασβούργο στις 16.4.1964, κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1136/1981 (Α΄ 61) και σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος έχει αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των διατάξεων των κοινών νόμων, επιδιώκει δε την καθιέρωση ενός ελάχιστου ορίου κοινωνικής ασφάλειας υψηλότερου εκείνου που προβλέπει η με αριθ. 102 Διεθνής Σύμβαση Εργασίας. Και τούτο διότι σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 70 της πιο πάνω Σύμβασης «Το Συμβαλλόμενον Μέρος, δέον όπως αναλαμβάνη γενικήν ευθύνην εις ότι αφορά την εξυπηρέτησιν των χορηγουμένων παροχών κατ΄ εφαρμογήν του παρόντος Κώδικος και όπως λαμβάνη όλα τα αναγκαία μέτρα προς επίτευξιν του σκοπού τούτου. Οφείλει συντρεχούσης περιπτώσεως, να εξασφαλίζη ώστε αι μελέται και οι αναγκαίοι αναλογιστικοί υπολογισμοί, οι αφορώντες την οικονομικήν ισορροπίαν, να γίνωνται περιοδικώς και εν πάση περιπτώσει εκ προοιμίου εις πάσαν τροποποίησιν των παροχών, του ποσοστού ασφαλιστικών εισφορών ή των φόρων των διατιθεμένων εις την κάλυψιν των υπ’ όψει κινδύνων». Με τις πιο πάνω διατάξεις απευθύνονται απλές κατευθυντήριες υποδείξεις προς τα συμβαλλόμενα κράτη να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα προσαρμογής της εθνικής νομοθεσίας τους όσον αφορά την περιοδική εκπόνηση των οικονομικών και αναλογιστικών μελετών αναγκαίων για την εξασφάλιση της οικονομικής βιωσιμότητας των οργανισμών που παρέχουν κοινωνικοασφαλιστικές παροχές, περαιτέρω δε τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να υιοθετήσουν μέτρα για την εκπόνηση αντίστοιχου περιεχομένου μελετών πριν από τη μεταβολή του ύψους των χορηγούμενων παροχών ή των ασφαλιστικών εισφορών και των λοιπών κοινωνικών πόρων μέσω των οποίων χρηματοδοτούνται τα συστήματα αυτά. Στην επίδικη περίπτωση, όμως, ζήτημα παραβίασης των πιο πάνω διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 70 του Μέρους XII της παραπάνω Διεθνούς Σύμβασης δεν τίθεται, προεχόντως διότι, όπως έχει πιο πάνω εκτεθεί, το επίμαχο μέτρο περικοπής των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και αδείας που καταβάλλονται στους συνταξιούχους όλων των ασφαλιστικών φορέων δεν αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος που είναι εναρμονισμένες με τις προβλέψεις της εν λόγω Διεθνούς Συμβάσεως.
14. Επειδή, μειοψήφησαν οι Αντιπρόεδροι Σ. Ρίζος και Ν. Σακελλαρίου και οι Σύμβουλοι Ε. Γαλανού, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Δ. Αλεξανδρής, Γ. Ποταμιάς, Ι. Γράβαρης, Ιω. Ζόμπολας και Β. Καλαντζή, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη : όπως έχει κριθεί (Ολομ. Σ.τ.Ε. 2200/2010, 2180/2004), με το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, ο συντακτικός νομοθέτης περιέβαλε με συνταγματικό κύρος την αρχή της κοινωνικής ασφαλίσεως με γνώμονα την ασφαλιστική κάλυψη ολόκληρου του εργαζόμενου πληθυσμού της χώρας και την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου. Για την διασφάλιση των ανωτέρω σκοπών, επιβάλλεται, κατά τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 71 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165) η κατάρτιση, από κάθε ασφαλιστικό φορέα, αναλογιστικών μελετών, όχι μόνο σε τακτά χρονικά διαστήματα, αλλά σε κάθε περίπτωση μεταβολής των αναλογιστικών δεδομένων, δηλαδή των όρων χρηματοδοτήσεως ή παροχών του φορέα αυτού (βλ. και άρθρο 70 παρ. 3 του Ευρωπαϊκού Κώδικα Κοινωνικής Ασφάλειας που κυρώθηκε με το ν. 1136/1981). Ειδικότερα, προκειμένου περί ρυθμίσεων με τις οποίες καταργούνται ή μειώνονται παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως, με την σύνταξη αναλογιστικής μελέτης εξασφαλίζεται - εν όψει της διττής, κατά τα άνω, μέριμνας του συντακτικού νομοθέτη, αφ, ενός μεν, για την ασφαλιστική κάλυψη ολοκλήρου του εργαζομένου πληθυσμού (ή, κατ’ άλλη διατύπωση, για την προαγωγή της κοινωνικής ασφαλίσεως : βλ. Σ.τ.Ε. 3465/2006, 29/2004, 2330/2003, 139/2003, 3744/1999 κ. ά.), αφ’ ετέρου δε, για την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου κάθε ασφαλιστικού οργανισμού - ότι, με βάση τα συγκεκριμένα αναλογιστικά δεδομένα του εν λόγω οργανισμού, οι συγκεκριμένες εκάστοτε ρυθμίσεις περί καταργήσεως ή μειώσεως ασφαλιστικών παροχών είναι επιβεβλημένες (ήτοι, πρόσφορες και απολύτως αναγκαίες) για την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου του οικείου οργανισμού ? το περιεχόμενο, δηλαδή, της αναλογιστικής μελέτης είναι κρίσιμο για την αναλογικότητα και, εντεύθεν, την συνταγματικότητα της ανωτέρω ρυθμίσεως. Εξ άλλου, η σύνταξη αναλογιστικής μελέτης είναι, κατά την έννοια της ως άνω συνταγματικής διατάξεως, υποχρεωτική, μη υποκειμένη στην διακριτική ευχέρεια της Διοικήσεως (βλ. πρακτ. επεξ. 148, 157, 200, 240/2007, 184/2006, 130/2005, 566/2002 κ.ά.), την υποχρέωση δε συντάξεως αναλογιστικής μελέτης δεν δύνανται, ενόψει του ανωτέρω σκοπού της, να κάμψουν ούτε η επίκληση της σοβαρότητος του επιδιωκομένου με την επιχειρουμένη εκάστοτε ρύθμιση δημοσίου σκοπού (αναγκαίου, άλλωστε, για κάθε νομοθετική ή κανονιστική ρύθμιση) ούτε η ενδεχόμενη ανάγκη ταχείας θεσπίσεως της σχετικής ρυθμίσεως, ανάγκη για την οποία προνοεί το Σύνταγμα με τα άρθρα 44 παρ. 1 και 76 παρ. 4 και 5 συμπληρωματικώς δε, και ο Κανονισμός της Βουλής. Εν προκειμένω, με τις διατάξεις της παραγράφου 10 - 14 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010, οι οποίες αφορούν σε όλους συλλήβδην τους φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως, τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας καταργούνται, κατ’ αρχήν ως προς τους συνταξιούχους με ηλικία κάτω των 60 ετών, περιορίζονται δε, ως προς τους συνταξιούχους άνω της ηλικίας αυτής, σε συγκεκριμένα, κοινά για όλους, χρηματικά ποσά. Δεν προηγήθηκε, όμως, της ρυθμίσεως αυτής η σύνταξη αναλογιστικής μελέτης, από την οποία να προκύπτει ότι, για κάθε ασφαλιστικό οργανισμό που εμπίπτει στην ρύθμιση αυτή και εν όψει των συγκεκριμένων αναλογιστικών δεδομένων αυτού, ήταν επιβεβλημένη (ήτοι, πρόσφορη και απολύτως αναγκαία) για την προστασία του οικείου ασφαλιστικού κεφαλαίου η συγκεκριμένη ως άνω δυσμενής για τους συνταξιούχους ρύθμιση. Τέτοια στοιχεία δεν υφίστανται άλλωστε ούτε στην εισηγητική έκθεση του ν. 3845/2010 ούτε στην δικογραφία εν γένει. Εν όψει δε του περιεχομένου της αναλογιστικής μελέτης, δια του οποίου διασφαλίζονται οι ως άνω συνταγματικοί σκοποί, η έλλειψή της, εν προκειμένω, δεν υποκαθίσταται από στοιχεία της δικογραφίας που αναφέρονται στην ανάγκη λήψεως επειγόντων μέτρων για την αντιμετώπιση, γενικώς, των προβλημάτων του όλου συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων στην Ελλάδα ή, γενικώτερα, του σοβαρώτατου δημοσιονομικού προβλήματος της Χώρας, δεδομένης, άλλωστε, της οικονομικής, τουλάχιστον, αυτοτελείας εκάστου ασφαλιστικού οργανισμού έναντι των λοιπών και έναντι του Δημοσίου.
15. Επειδή, στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), το οποίο κυρώθηκε, μαζί με τη Σύμβαση, με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256), ορίζεται ότι «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προααναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Με τις διατάξεις αυτές κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας, η οποία έχει αυτόνομο περιεχόμενο, ανεξάρτητο από την τυπική κατάταξη των επιμέρους περιουσιακών δικαιωμάτων στο εσωτερικό δίκαιο, περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα αλλά και όλα τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσεως», καθώς και τα κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα». Καλύπτονται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, και τα ενοχικής φύσεως περιουσιακά δικαιώματα και, ειδικότερα, οι απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις του δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον έως την προσφυγή στο δικαστήριο δίκαιο, ότι μπορεί να ικανοποιηθούν δικαστικώς, εφόσον, δηλαδή, υφίσταται σχετικώς μια επαρκής νομική βάση στο εσωτερικό δίκαιο του συμβαλλόμενου κράτους, προϋπόθεση που συντρέχει, ιδίως, όταν η απαίτηση θεμελιώνεται σε νομοθετική ή κανονιστική διάταξη ή σε παγιωμένη νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων του συμβαλλόμενου κράτους. Ενόψει των ανωτέρω, περιουσία, κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, αποτελούν και οι έναντι των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης αξιώσεις για τη χορήγηση προβλεπόμενων από τη νομοθεσία του συμβαλλόμενου κράτους κοινωνικοασφαλιστικών παροχών, τόσο στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος υποχρεωτικώς είχε καταβάλει στο παρελθόν εισφορές, όσο και στην περίπτωση που η χορήγηση της συγκεκριμένης παροχής δεν εξαρτάται από την προηγούμενη καταβολή εισφορών, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις που τίθενται, κατά περίπτωση, από το εθνικό δίκαιο (βλ. αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α. Vesna Hasani κατά Κροατίας, της 30.9.2010, Andrejeva κατά Λετονίας, της 18.2.2009, Νο 55707/00, σκέψη 77, Stec και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Νο 65731/01 και 65900/01, σκέψη 54, Jankovic κατά Κροατίας, της 12.10.2000, Νο 43440/98, Kjartan Asmundsson κατά Ισλανδίας, της 12.10.2004, No 60669/00, σκέψη 39, Domalewski κατά Πολωνίας, της 15.6.1999, Νο 34610/97). Πάντως, με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε σύνταξη ορισμένου ύψους (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. Αθανάσιος Κανάκης κ.ά. κατά Ελλάδος, της 20.9.2001, Juhani Saarinen κατά Φινλανδίας, Νο 69136/01, Kechko κατά Ουκρανίας, της 8.2.2006, σκέψη 23, Vilho Esken και άλλοι κατά Φινλανδίας, της 19.4.2007, σκέψη 94, Andrejeva κατά Λετονίας, της 18.2.2009, σκέψη 77), με συνέπεια να μην αποκλείεται, καταρχήν, διαφοροποίηση του ύψους συνταξιοδοτικής παροχής αναλόγως με τις επικρατούσες εκάστοτε συνθήκες. Εξάλλου, για να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου επέμβαση σε περιουσιακής φύσεως αγαθό, υπό την ανωτέρω έννοια, πρέπει να προβλέπεται από νομοθετικές ή άλλου είδους κανονιστικές διατάξεις, καθώς και να δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος, στους οποίους περιλαμβάνονται, καταρχήν, και λόγοι συναπτόμενοι προς την αντιμετώπιση ενός ιδιαιτέρως σοβαρού, κατά την εκτίμηση του εθνικού νομοθέτη, δημοσιονομικού προβλήματος ή προς την εξασφάλιση της βιωσιμότητας κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών. Η εκτίμηση δε του νομοθέτη ως προς την ύπαρξη λόγου δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλει τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος και ως προς την επιλογή της ακολουθητέας πολιτικής για την εξυπηρέτηση του δημοσίου αυτού συμφέροντος υπόκειται σε οριακό δικαστικό έλεγχο (πρβ. Ε.Δ.Δ.Α. αποφάσεις James και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, της 21.2.1986, Νο 8793/79, σκέψη 46, Pressos Compania Naviera S.A. και λοιποί κατά Βελγίου, της 20.11.1995, σκέψη 37, Saarinen κατά Φινλανδίας, της 28.1.2003, Κλιάφας και λοιποί κατά Ελλάδος, της 8.7.2004, σκέψη 25, Adrejeva κατά Λετονίας, της 18.2.2009, σκέψη 83). Περαιτέρω, η επέμβαση στην περιουσία πρέπει να είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από το νομοθέτη σκοπού γενικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογη σε σχέση προς αυτόν (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. James και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκέψη 50).
16. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης του ν. 3845/2010 (αιτιολογική έκθεση που τον συνοδεύει και έχει παρατεθεί στη σκέψη 5, πρακτικά της ΡΙΕ΄ Συνεδρίασης της 6.5.2010 της Α΄ Συνόδου της ΙΓ΄ Περιόδου Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας σελ. 6727-6794) και τα προσαρτημένα στα Παραρτήματα III και IV του νόμου αυτού, αντιστοίχως, Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής και Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής, με τον παραπάνω νόμο λήφθηκαν μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής, επιπλέον των μέτρων που είχαν ήδη ληφθεί με το ν. 3833/2010, αφενός μεν για την άμεση αντιμετώπιση της διαπιστωθείσης από το νομοθέτη οξείας δημοσιονομικής κρίσης, η οποία είχε καταστήσει, κατά την εκτίμησή του, αδύνατη την εξυπηρέτηση των δανειακών αναγκών της Χώρας μέσω των διεθνών αγορών και πιθανό το ενδεχόμενο χρεοκοπίας της, αφετέρου δε για την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών κατά τρόπο δυνάμενο να διατηρηθεί και μετά την τριετή περίοδο, στην οποία καταρχήν απέβλεπαν τα λαμβανόμενα μέτρα. Ειδικώς, η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων του ν. 3845/2010, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών, η οποία συνεπάγεται, κατά τις εκτιμήσεις του νομοθέτη, τη μείωση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης κατά 2,5 περίπου εκατοστιαίες μονάδες του Α.Ε.Π., κρίθηκε αναγκαία από το νομοθέτη ενόψει του ότι, κατά την εκτίμησή του, τα προγενεστέρως θεσπισθέντα με τις διατάξεις του ν. 3833/2010 μέτρα αποδείχθηκαν ανεπαρκή για την αντιμετώπιση της δυσμενούς οικονομικής κατάστασης της Χώρας, με συνέπεια να καταστεί αναγκαία η προσφυγή στον αποφασισθέντα από τα λοιπά, πλην της Ελλάδας, κράτη μέλη της Ευρωζώνης ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης της ελληνικής οικονομίας. Με τα δεδομένα αυτά, το επίμαχο μέτρο της περικοπής των επιδομάτων εορτών και αδείας που χορηγούνται στους συνταξιούχους και βοηθηματούχους όλων των φορέων κύριας ασφάλισης, πλην Ο.Γ.Α., δεν αποβλέπει απλώς στο ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου, αλλά αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και προώθησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση και ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, το οποίο, συνολικώς εφαρμοζόμενο, αποσκοπεί τόσο στην αντιμετώπιση της κατά την εκτίμηση του νομοθέτη άμεσης ανάγκης κάλυψης οικονομικών αναγκών της Χώρας όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής και οικονομικής της κατάστασης, δηλαδή στην εξυπηρέτηση σκοπών που συνιστούν καταρχήν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και αποτελούν, ταυτοχρόνως, και σκοπούς κοινού ενδιαφέροντος των κρατών μελών της Ευρωζώνης, ενόψει της καθιερούμενης από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ενωσης υποχρέωσης δημοσιονομικής πειθαρχίας και διασφάλισης της σταθερότητας της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της. Το μέτρο δε αυτό, σε συνδυασμό με τα άλλα άμεσα μέτρα του ν. 3845/2010, της μείωσης δηλαδή των μισθολογικών δαπανών, της αναστολής της καταβολής της δεύτερης δόσης της οικονομικής ενίσχυσης του άρθρου 1 του ν. 3808/2009 (Α΄ 227), της περαιτέρω αύξησης του Φ.Π.Α. και ορισμένων ειδικών φόρων κατανάλωσης, συμβάλλει άμεσα στην περιστολή των δημόσιων δαπανών. Ενόψει τούτων, με τα δεδομένα, που, κατά το νομοθέτη, συνέτρεχαν κατά το χρόνο θέσπισης του επίμαχου μέτρου, το μέτρο αυτό δεν παρίσταται απρόσφορο, και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη των επιδιωκόμενων με αυτό σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν ήταν αναγκαίο, λαμβανομένου, άλλωστε, υπόψη ότι η εκτίμηση του νομοθέτη ως προς τα ληπτέα μέτρα για την αντιμετώπιση της διαπιστωθείσης από αυτόν κρίσιμης δημοσιονομικής κατάστασης υπόκειται σε οριακό μόνο δικαστικό έλεγχο. Συνεπώς, η αιτούσα αβασίμως υποστηρίζει με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, όπως αναπτύχθηκε με το από 21.12.2010 υπόμνημα, ότι η απαίτηση του ήδη συνταξιούχου για καταβολή στο ακέραιο της σύνταξης που του είχε κανονιστεί, απαίτηση που έχει γεννηθεί και αποτελεί στοιχείο της περιουσίας του, δεν επιτρέπεται να περιοριστεί με μεταγενέστερη νομοθετική ρύθμιση, παρά μόνο αν συντρέχουν λόγοι πραγματικής δημόσιας ωφέλειας και οι λοιποί προβλεπόμενοι από το νόμο και τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου όροι, όπως η με ορισμένη διαδικασία διαπίστωση της δημόσιας ωφέλειας ή η θέσπιση υπέρ των δικαιούχων άλλων παροχών ή πλεονεκτημάτων που αντισταθμίζουν την περιουσιακή απώλεια, καθώς και ότι η ανάγκη κάλυψης δημόσιου χρέους, όσο έκτακτη και οξεία και αν είναι, συνιστά ταμειακό σκοπό του Δημοσίου και δεν μπορεί να δικαιολογήσει την αναγκαιότητα λήψης του επίμαχου μέτρου, αφού, κατά τους ισχυρισμούς της αιτούσας, ο στόχος της κάλυψης του δημοσιονομικού ελλείμματος μπορεί να επιτευχθεί εξίσου με γενικότερα οικονομικά, φορολογικά και άλλα μέτρα, όπως ιδίως με την αξιοποίηση της περιουσίας του Δημοσίου, την πρόβλεψη αναπτυξιακών κινήτρων, την ιδιωτικοποίηση των εταιριών του Δημοσίου κ.ά. Αβασίμως δε η αιτούσα αμφισβητεί με το λόγο αυτόν την πραγματική βάση, στην οποία στηρίζονται οι ανέλεγκτες ακυρωτικώς εκτιμήσεις του νομοθέτη όσον αφορά τη συνολική δημοσιονομική επίδραση των επίμαχων μέτρων, δεδομένου, μάλιστα, ότι με την κρινόμενη αίτηση δεν επικαλείται στοιχεία που να αποδεικνύουν το προδήλως εσφαλμένο των παραδοχών από τις οποίες εκκινεί ο νομοθέτης. Συναφώς δε, αβασίμως προβάλλεται ότι κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας ο νομοθέτης, πριν από τη λήψη του συγκεκριμένου μέτρου, παρέλειψε να εξετάσει το ενδεχόμενο υιοθέτησης εναλλακτικών λύσεων, ηπιότερων, δηλαδή, μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής. Και τούτο, διότι το επίμαχο μέτρο εντάσσεται στο πλαίσιο ενός ευρύτερου μεσοπρόθεσμου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, τμήμα μόνον του οποίου αποτελεί. Συνεπώς, η επιχειρούμενη δημοσιονομική προσαρμογή δεν στηρίζεται μόνο στη μείωση των δαπανών των κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών, αλλά και στη λήψη κατά την επόμενη τριετία διάφορων δημοσιονομικών, διαρθρωτικών και χρηματοπιστωτικών μέτρων, η συνδυασμένη εφαρμογή των οποίων εκτιμάται από το νομοθέτη ότι θα συμβάλει στην έξοδο της Χώρας από την κρίση και στη βελτίωση των δημοσιονομικών της μεγεθών, κατά τρόπο που αναμένεται να διατηρηθεί και στο μέλλον, δηλαδή μετά την πάροδο της τριετίας, στην οποία, καταρχήν αποβλέπει το περιλαμβανόμενο στο Μνημόνιο πρόγραμμα. Ορισμένα από τα μέτρα αυτά θεσπίζονται με διατάξεις των ίδιων νόμων 3833 και 3845/2010 (αύξηση κρατικών εσόδων μέσω της αύξησης των συντελεστών του φόρου προστιθέμενης αξίας και ειδικών φόρων κατανάλωσης και της επιβολής εκτάκτων εισφορών), ενώ με άλλους νόμους θεσπίστηκαν μέτρα για την αποκατάσταση της φορολογικής δικαιοσύνης και την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής (ν. 3842/2010, Α΄ 58), για τη μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (ν. 3863/2010, Α΄ 115) και του συστήματος συνταξιοδότησης των υπαλλήλων του Δημοσίου (ν. 3865/2010, Α΄ 120), για την αναθεώρηση των διαδικασιών παρακολούθησης και ελέγχου της εξελίξεως των δημοσίων οικονομικών (ν. 3832/2010 «Ελληνικό Στατιστικό Σύστημα (ΕΛ.Σ.Σ.) Σύσταση της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ.) ως Ανεξάρτητης Αρχής», Α΄ 38), για τη δημοσιονομική διαχείριση (ν. 3871/2010, Α΄ 141, με τον οποίο αναμορφώθηκε πλήρως ο ν. 2362/1995 «περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις», Α΄ 247), για την απελευθέρωση ορισμένων κλειστών επαγγελμάτων (βλ. ν. 3887/2010, Α΄ 174, για τις οδικές εμπορευματικές μεταφορές) και για την εξυγίανση δημοσίων επιχειρήσεων (βλ. ν. 3891/2010, Α΄ 188, για την αναδιάρθρωση, την εξυγίανση και την ανάπτυξη του ομίλου ΟΣΕ και της ΤΡΑΙΝΟΣΕ).
Για τους ίδιους λόγους αβασίμως προβάλλεται ότι κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας δεν προσδόθηκε προσωρινός χαρακτήρας στο επίμαχο μέτρο. Και τούτο, διότι, ανεξαρτήτως αν από την αρχή αυτή απορρέει τέτοιου είδους απαίτηση, πάντως, με το σύνολο των μέτρων που έχει λάβει ο νομοθέτης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το επίμαχο, επιδιώκεται, όπως έχει ήδη εκτεθεί, όχι μόνον η άμεση αντιμετώπιση της οξείας δημοσιονομικής κρίσης, αλλά και η εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών, κατά τρόπο που θα διατηρηθεί και στο μέλλον. Περαιτέρω, με το επίμαχο μέτρο, το οποίο αναφέρεται σε κατάργηση ή μείωση ορισμένων μόνο συνταξιοδοτικών παροχών και, ως εκ τούτου, συνεπάγεται μείωση των συνολικώς καταβαλλόμενων σε συνταξιούχους συνταξιοδοτικών παροχών, όχι, όμως, και στέρηση αυτών, εξασφαλίζεται, καταρχήν, ισορροπία ανάμεσα στις απαιτήσεις του, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, συντρέχοντος εν προκειμένω γενικού συμφέροντος και την ανάγκη προστασίας των περιουσιακών δικαιωμάτων των συνταξιούχων, εν όψει και του συγκεκριμένου ύψους των επερχόμενων περικοπών, καθώς και του γεγονότος ότι προβλέπεται η καταβολή επιδομάτων εορτών και αδείας, έστω και σε μειωμένα σε σχέση με το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς ποσά, σε συνταξιούχους των οποίων η σύνταξη δεν υπερβαίνει το ποσό των 2.500 ευρώ, από το ηλικιακό δε κριτήριο των 60 ετών, με τη συμπλήρωση των οποίων και μόνον συνταξιούχος δικαιούται τα νέα επιδόματα εορτών και αδείας, εξαιρούνται ευπαθείς ομάδες, όπως π.χ. όσοι λαμβάνουν σύνταξη λόγω αναπηρίας ή με το καθεστώς των βαρέων και ανθυγιεινών ή των οικοδομικών επαγγελμάτων ή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, αν είναι δικαιούχοι σύνταξης από μεταβίβαση. Συνεπώς, δεν υφίσταται παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου ούτε του άρθρου 17 του Συντάγματος που προστατεύει την ιδιοκτησία, ανεξαρτήτως αν η ιδιοκτησία κατά το άρθρο αυτό έχει ή όχι την ίδια έννοια με την κατά το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου περιουσία, εφόσον δεν κατοχυρώνεται από καμία συνταγματική ή άλλη διάταξη δικαίωμα ορισμένου ύψους συντάξεων και δεν αποκλείεται, καταρχήν, η διαφοροποίηση αυτών αναλόγως με τις συντρέχουσες εκάστοτε συνθήκες. Αβασίμως λοιπόν η αιτούσα υποστηρίζει τα αντίθετα με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, όπως αναπτύχθηκε με το από 21.12.2010 υπόμνημα. Τούτο δε, ανεξαρτήτως αν ο λόγος αυτός ακυρώσεως προβάλλεται παραδεκτώς από την αιτούσα Πανελλήνια Ένωση, ενόψει του ότι αυτή επικαλείται επέμβαση όχι σε δικά της περιουσιακά δικαιώματα αλλά σε δικαιώματα φυσικών προσώπων, χωρίς να κατονομάζει τα συγκεκριμένα αυτά πρόσωπα, ούτε να ισχυρίζεται ότι ενεργεί εν προκειμένω ως εκπρόσωπός τους (βλ. αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α. Αθανάσιος Κανάκης και λοιποί κατά Ελλάδας, της 20.9.2001, Νο 59142/00, Νικόλαος Μανιός και λοιποί κατά Ελλάδος, της 17.10.2002, Νο 70626/01, Susini κ. ά. κατά Γαλλίας, της 19.10.2000, Νο 43716/98).
Περαιτέρω, ενόψει του σκοπού δημόσιου συμφέροντος που επιδιώκεται με τις επίδικες ρυθμίσεις δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντίκειται σε καμία συνταγματική διάταξη το γεγονός ότι ο νομοθέτης δεν παρέσχε τη δυνατότητα να εξετάζεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από τη Διοίκηση κατ’ αρχάς και στη συνέχεια από τα δικαστήρια αν τηρείται μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των σχετικών με το γενικό συμφέρον απαιτήσεων και των επιταγών που συνδέονται με την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών - να κρίνει δηλαδή η Διοίκηση αν θα εφαρμόσει ή όχι τη θεσπισθείσα από το νομοθέτη ως γενικό μέτρο μείωση σε κάθε ατομική περίπτωση χωριστά - (πρβ. απόφαση Ε.Δ.Δ.Α., James και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, της 21.2.1986, Νο 8793/79, σκέψη 68), όπως αβασίμως προβάλλεται με το από 21.12.2010 υπόμνημα. Επίσης, ενόψει του σκοπού που επιδιώκεται με το επίμαχο μέτρο και της φύσης του μέτρου αυτού που συνίσταται, κατά τα προεκτεθέντα, σε περιορισμό και όχι στέρηση περιουσιακών δικαιωμάτων, δεν απαιτείτο για τον περιορισμό αυτόν η πρόβλεψη από το νομοθέτη αποζημίωσης (πρβ., άλλωστε, αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α. : τέως Βασιλέας της Ελλάδας και λοιποί κατά Ελλάδας, της 23.11.2000, Νο 25701/94, σκέψη 89, Ιερές Μονές κατά Ελλάδας, της 9.12.1994, σκέψη 71, James και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, της 21.2.1986, Νο 8793/79, σκέψη 54). Εξάλλου, ούτε το Σύνταγμα ούτε το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου ή η Ε.Σ.Δ.Α. κατοχυρώνει δικαίωμα ορισμένου ύψους σύνταξης, εκτός αν συντρέχει περίπτωση διακινδύνευσης της αξιοπρεπούς διαβίωσης. Επομένως, εφόσον η αιτούσα δεν ισχυρίζεται ότι το επίμαχο μέτρο της περικοπής συνταξιοδοτικών παροχών, ενόψει του ύψους της, συνεπάγεται διακινδύνευση της αξιοπρεπούς διαβίωσης των μελών της, αβασίμως υποστηρίζει και αναπτύσσει περαιτέρω στο παραπάνω υπόμνημα ότι οι προβλέπουσες την περικοπή αυτή διατάξεις αντίκεινται, από την άποψη αυτή, στα άρθρα 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου και 3 της ΕΣΔΑ (που ορίζει ότι «Ουδείς επιτρέπεται να υποβληθεί εις βασάνους ούτε εις ποινάς ή μεταχείρισιν απανθρώπους ή εξευτελιστικάς»), σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος (που ορίζει ότι «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας») και την αρχή της αναλογικότητας που καθιερώνεται με το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του αναθεωρημένου το έτος 2001 Συντάγματος (πρβ. Ε.Δ.Δ.Α. Budina κατά Ρωσίας, της 18.6.2009, Νο 45603/2003, Larioshina κατά Ρωσίας της 23.4.2002, Νο 56869/00, Florin Huc κατά Ρουμανίας και Γερμανίας, της 1.12.2009, Νο 7269/05). Και τούτο, ανεξαρτήτως αν μπορούσε να θεωρηθεί ότι τέτοιοι ισχυρισμοί για διακινδύνευση της αξιοπρεπούς διαβίωσης προβάλλονται παραδεκτώς από την αιτούσα Πανελλήνια Ένωση. Περαιτέρω, ο Σύμβουλος Γ. Παπαγεωργίου διατύπωσε τη συγκλίνουσα γνώμη ότι ο λόγος ακυρώσεως, κατά τον οποίο οι επίμαχες ρυθμίσεις του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010 αντίκεινται στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι δεν νοείται παράβαση της ανωτέρω διατάξεως από γενικούς, αφηρημένους και απρόσωπους κανόνες δικαίου, αλλά μόνο από εξατομικευμένη επέμβαση στο αναγνωριζόμενο από την διάταξη αυτή δικαίωμα.
17. Επειδή, ως προς τα αντιμετωπισθέντα στην προηγούμενη σκέψη ζητήματα διατυπώθηκαν οι εξής μειοψηφούσες γνώμες : Α) ως προς το ζήτημα αν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση παράβαση του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., ο Αντιπρόεδρος Ν. Σακελλαρίου και οι Σύμβουλοι Ευδ. Γαλανού, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Γ. Ποταμιάς και Β. Καλαντζή διατύπωσαν την εξής γνώμη : όπως αναφέρεται στη σκέψη 15 της παρούσης αποφάσεως, στην έννοια της περιουσίας που εγγυάται το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. περιλαμβάνεται σειρά περιουσιακών δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων δικαιώματα συντάξεων, επιδομάτων και κάθε άλλης μορφής περιοδικών παροχών προς δικαιούχους κοινωνικής ασφάλισης, εφόσον είναι προσδιορισμένα με νόμο ή προσδιορίσιμα βάσει νόμου ή συνιστούν αντικειμενικώς νόμιμη προσδοκία, που θα μπορούσε να θεμελιωθεί στο ισχύον μέχρι την προσβολή δίκαιο. Τα δικαιώματα αυτά αποτελούν αυτοτελή ιδιοκτησιακά δικαιώματα, για τον λόγο αυτό η εν όλω ή εν μέρει κατάργησή τους αποτελεί εν όλω ή εν μέρει στέρηση του αντικειμένου αυτοτελών ιδιοκτησιακών ή περιουσιακών δικαιωμάτων. Για την στέρηση αυτή το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. προβλέπει ότι δύναται να χωρήσει δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους από τον νόμο και τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου όρους, δηλαδή «έναντι έγκαιρης και δίκαιης αποζημιώσεως για την απώλειά της».
Στην προκειμένη περίπτωση η αιτούσα προβάλλει και προκύπτει ότι η χορήγηση και ο τρόπος υπολογισμού των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και αδείας για τους συνταξιούχους και βοηθηματούχους του Δημοσίου προεβλέπετο από το άρθρο 14 του ν. 1694/1987 (Α΄ 35). Εξάλλου, ειδικά για τους συνταξιούχους των λοιπών ασφαλιστικών φορέων, το επίδομα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας προεβλέπετο από τις διατάξεις του άρθρου 65 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165). Πρόκειται δηλαδή περί γεγεννημένων δικαιωμάτων που αποτελούν περιουσιακά δικαιώματα εντασσόμενα στην προστασία του εδαφίου 1 του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και για τον λόγο αυτό η εν όλω ή εν μέρει αφαίρεση των περιουσιακών αυτών δικαιωμάτων συνιστά την κατά το εδάφιο 2 του άρθρου 1 του εν λόγω Πρωτοκόλλου στέρηση της ιδιοκτησίας, η οποία δύναται μεν να χωρήσει για δημόσια ωφέλεια, αλλά πάντοτε «υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο νόμο και έναντι έγκαιρης και δίκαιης αποζημίωσης για την απώλειά της». Ενόψει αυτού η εν όλω ή εν μέρει περικοπή συντάξεων με τις παραγράφους 10-14 του τρίτου άρθρου του ν. 3845/2010 και η επί τη βάσει των διατάξεων αυτών έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως δεν συνιστούν απλό περιορισμό ιδιοκτησιακού δικαιώματος, ο οποίος δύναται να χωρήσει προς εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος και να δικαιολογηθεί εφόσον δεν θίγει τον πυρήνα του ιδιοκτησιακού δικαιώματος. Με τα δεδομένα αυτά εν προκειμένω συντρέχει προσβολή του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και ο σχετικός λόγος ακυρώσεως είναι βάσιμος. Περαιτέρω, ως προς το ανωτέρω ζήτημα, κατά τη γνώμη της Συμβούλου Μ. Καραμανώφ και σύμφωνα με όσα εκτίθενται ανωτέρω από την εν λόγω δικαστή στη σκέψη 11 (υπό στοιχείο Β), εν προκειμένω δεν αποδεικνύεται προσηκόντως η συνδρομή των προϋποθέσεων νομίμου περιορισμού των επιμάχων ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, ως προς το είδος, το ύψος και τη διάρκεια των επιβαλλομένων περικοπών, προς το δημόσιο συμφέρον και, κατά τούτο, υπάρχει παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου. Β) Ως προς το ζήτημα αν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, ο Αντιπρόεδρος Ν. Σακελλαρίου και οι Σύμβουλοι Ευδ. Γαλανού, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Γ. Παπαγεωργίου, Γ. Ποταμιάς και Β. Καλαντζή διατύπωσαν την εξής γνώμη : το γεγονός ότι οι επίμαχες ρυθμίσεις του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010 αποτελούν τμήμα μιας γενικώτερης πολιτικής, η οποία περιλαμβάνει και άλλα μέτρα (οικονομικά, δημοσιονομικά και διαρθρωτικά) για την αντιμετώπιση της δυσμενούς οικονομικής καταστάσεως της Χώρας, δεν αναιρεί την κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος υποχρέωση του νομοθέτη να εξετάσει πριν από την θέσπιση των συγκεκριμένων τούτων ρυθμίσεων αν το εξ αυτών προσδοκώμενο οικονομικό αποτέλεσμα μπορούσε να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέτρα. Τούτο δε, πέραν του ζητήματος ότι, ειδικώς ως προς τις ρυθμίσεις που αφορούν σε επιδόματα που καταβάλλουν οι καθ’ έκαστον ασφαλιστικοί οργανισμοί στους συνταξιούχους τους (παρ. 10-14 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010), ο νομοθέτης υπεχρεούτο - εν όψει, αφ’ ενός μεν, της οικονομικής αυτοτελείας κάθε συγκεκριμένου ασφαλιστικού φορέως έναντι των λοιπών και έναντι του Δημοσίου, αφ’ ετέρου δε, των αναλογιστικών δεδομένων αυτού - να εξετάσει επί τη βάσει αναλογιστικών μελετών, αν η επιβαλλομένη με τις ανωτέρω ρυθμίσεις κατάργηση ή μείωση των καταβαλλομένων από τον συγκεκριμένο ασφαλιστικό οργανισμό επιδομάτων ήταν αναγκαία για την προστασία του ασφαλιστικού του κεφαλαίου ή αν και σε ποιόν βαθμό οι ρυθμίσεις αυτές είναι αναγκαίες για την περιστολή των δαπανών του Ελληνικού Δημοσίου (έναντι του οποίου, όπως προεξετέθη, έχουν οικονομική αυτοτέλεια οι καθ’ έκαστον ασφαλιστικοί οργανισμοί). Είναι, επομένως, βάσιμος, κατά την ανωτέρω γνώμη, ο λόγος ακυρώσεως περί παραβάσεως της αρχής της αναλογικότητος. Κατά τη γνώμη της Συμβούλου Μ. Καραμανώφ, παραβιάζεται εν προκειμένω η αρχή της αναλογικότητας για τους λόγους που εξέθεσε η εν λόγω δικαστής στη γνώμη που διατύπωσε στη σκέψη 11(υπό στοιχείο Β). Γ) Ως προς το ζήτημα αν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση παράβαση του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, ο Αντιπρόεδρος Ν. Σακελλαρίου και οι Σύμβουλοι Ευδ. Γαλανού, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Γ. Παπαγεωργίου, Γ. Ποταμιάς και Β. Καλαντζή διατύπωσαν την εξής γνώμη : ο λόγος ακυρώσεως περί παραβιάσεως του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, που προστατεύει την ανθρώπινη αξία, είναι βάσιμος, στον βαθμό που οι ρυθμίσεις του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010 δεν συναρτούν την περικοπή (κατάργηση ή μείωση) των επίμαχων επιδομάτων (Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, τα οποία αντιστοιχούν στα 2/14, ήτοι στο 15% περίπου των ετησίων συντάξεων) με τον προσδιορισμό ενός ελαχίστου ποσού συντάξεων, διασφαλίζοντας το ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβιώσεως (Existenzminimum).
18. Επειδή, η αιτούσα επικαλείται περαιτέρω τα άρθρα 12, 30 και 31 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη που έχει υπογραφεί στο Τορίνο της Ιταλίας στις 18.10.1961, κυρώθηκε με ν. 1426/1984 (Α΄ 32) και σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, έχει αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των διατάξεων των κοινών νόμων. Στο άρθρο 12 ορίζονται τα εξής : «Δικαίωμα για κοινωνική ασφάλεια Για εξασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος για κοινωνική ασφάλεια, τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση : 1. Να καθιερώνουν ή να διατηρούν σύστημα κοινωνικής ασφάλειας. 2. Να διατηρούν το σύστημα κοινωνικής ασφάλειας σε ικανοποιητικό επίπεδο ίσο τουλάχιστον με εκείνο που απαιτείται για την επικύρωση της 102 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας, σχετικά με τα ελάχιστα όρια κοινωνικής ασφάλειας. 3. Να καταβάλλουν προσπάθειες για την ανύψωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλειας σε ψηλότερο επίπεδο 4. Να λαμβάνουν μέτρα για τη σύναψη των κατάλληλων διμερών ή πολυμερών συμβάσεων ή με άλλα μέσα και με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που καθορίζονται με τις συμφωνίες αυτές, για να διασφαλίζουν α) την ισότητα μεταχείρισης ανάμεσα στους υπηκόους του κάθε Συμβαλλόμενου Μέρους και τους υπηκόους των άλλων Μερών αναφορικά με τα δικαιώματα για κοινωνική ασφάλεια, περιλαμβανομένης και της διαφύλαξης των πλεονεκτημάτων που έχουν παραχωρηθεί από τις νομοθεσίες κοινωνικής ασφάλειας, ανεξάρτητα με τις μετακινήσεις που θα ήταν δυνατό να πραγματοποιήσουν τα προστατευόμενα πρόσωπα στο έδαφος των Συμβαλλόμενων Μερών, β) την παροχή, διατήρηση και αποκατάσταση των δικαιωμάτων για κοινωνική ασφάλεια με μέσα όπως είναι ο συνυπολογισμός των περιόδων ασφάλισης ή απασχόλησης που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τη νομοθεσία του καθενός από τα Συμβαλλόμενα Μέρη». Περαιτέρω, στο άρθρο 30 του ίδιου Χάρτη ορίζονται τα εξής : «Εξαιρέσεις σε περίπτωση πολέμου ή δημόσιου κινδύνου 1. Σε περίπτωση πολέμου ή δημόσιου κινδύνου που απειλεί τη ζωή του έθνους, κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα μπορεί να λάβει μέτρα παρέκκλισης από τις υποχρεώσεις που προβλέπει ο Χάρτης, στο μέτρο όμως που επιβάλλεται αυστηρά από την κατάσταση και με την προϋπόθεση ότι τα μέτρα αυτά δεν θα είναι αντίθετα με τις άλλες υποχρεώσεις που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο. 2. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος που έχει κάνει χρήση του δικαιώματος αυτού θα ενημερώνει απόλυτα μέσα σε λογική προθεσμία το Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης πάνω στα μέτρα που έλαβε και στους λόγους που τα επέβαλαν. Θα πρέπει επίσης να ενημερώνει το Γενικό Γραμματέα πάνω στην ημερομηνία από την οποία έπαψαν να ισχύουν τα μέτρα αυτά και εφαρμόζονται και πάλι πλήρως οι διατάξεις του Χάρτη που έχει αποδεχθεί. 3. Ο Γενικός Γραμματέας θα ενημερώνει τα άλλα Συμβαλλόμενα Μέρη και το Γενικό Διευθυντή του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας σχετικά με κάθε ανακοίνωση που θα έχει λάβει σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού». Ακολούθως, στο άρθρο 31 ορίζεται ότι : «Περιορισμοί 1. Τα δικαιώματα και οι αρχές που εξαγγέλλονται στο Μέρος Ι, όταν θα εφαρμοσθούν αποτελεσματικά και η αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων και αρχών αυτών, όπως προβλέπεται στο Μέρος ΙΙ, δεν θα μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο περιορισμών που δεν προβλέπονται στα Μέρη Ι και ΙΙ, με εξαίρεση τους περιορισμούς που προβλέπονται από το νόμο και που είναι αναγκαίοι σε μια δημοκρατική κοινωνία για την εγγύηση του σεβασμού των δικαιωμάτων και ελευθεριών και των λοιπών προσώπων ή για την προστασία της δημόσιας τάξης, της εθνικής ασφάλειας, της δημόσιας υγείας ή των χρηστών ηθών. 2. Οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν σύμφωνα με το χάρτη στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται μ` αυτόν θα εφαρμόζονται μόνο για το σκοπό για τον οποίο προβλέφθηκαν». Η αιτούσα προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση των διατάξεων των πιο πάνω άρθρων του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, αφού σε περίπτωση που τα συμβαλλόμενα μέρη υποχρεούνται να σταθμίσουν αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα, προκειμένου να διαθέσουν κατά προτεραιότητα δημόσιους πόρους, τα μέτρα που λαμβάνονται προς το σκοπό αυτό πρέπει να ισχύουν για ένα εύλογο χρονικό διάστημα, να συμβάλλουν με μετρήσιμο τρόπο στην πρόοδο και να χρησιμοποιούν βέλτιστα τους πόρους που διατίθενται μέσω αυτών. Ο λόγος όμως αυτός, όπως προβάλλεται, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης, διότι δεν αποδίδεται στην προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, ενόψει και όσων έχουν εκτεθεί στις προηγούμενες σκέψεις, συγκεκριμένη πλημμέλεια η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε ακύρωσή της.
19. Επειδή, προβάλλει επίσης η αιτούσα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 2, 9, και 11 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα, το οποίο έχει υπογραφεί στη Νέα Υόρκη στις 19.12.1966 με τη φροντίδα των Ηνωμένων Εθνών, κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1532/1985 (Α΄ 45) και, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, έχει αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των διατάξεων των κοινών νόμων. Τα άρθρα αυτά ορίζουν τα εξής : ʼρθρο 2 « 1. Καθένα από τα κράτη που συμβάλλονται με το Σύμφωνο αυτό αναλαμβάνει την υποχρέωση να ενεργεί τόσο με δικές του προσπάθειες όσο και με τη διεθνή βοήθεια και συνεργασία, ιδιαίτερα στο οικονομικό και τεχνικό πρόγραμμα, με όλα τα διαθέσιμα μέσα του, με σκοπό να εξασφαλίσει προοδευτικά την πλήρη άσκηση των αναγνωριζομένων δικαιωμάτων, χρησιμοποιώντας όλα τα κατάλληλα μέτρα στα οποία περιλαμβάνεται ειδικότερα και η λήψη νομοθετικών μέτρων. 2. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναλαμβάνουν να εγγυηθούν ότι τα δικαιώματα που περιέχονται σ’ αυτό θα ασκούνται χωρίς οποιαδήποτε διάκριση φυλής, χρώματος, γένους, γλώσσας, θρησκεύματος, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης, περιουσίας, γεννήσεως ή κάθε άλλης καταστάσεως. 3. Τα κράτη που βρίσκονται σε ανάπτυξη, αφού ληφθούν υπόψη τα δικαιώματα του ατόμου και η εθνική τους οικονομία, μπορούν να καθορίσουν ως ποιά έκταση θα εγγυηθούν σε μη υπηκόους τους τα αναγνωριζόμενα με το Σύμφωνο αυτό δικαιώματα», Αρθρο 9 «Τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναγνωρίζουν το δικαίωμα κάθε προσώπου για την κοινωνική ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένων και των κοινωνικών ασφαλίσεων» και ʼρθρο 11. «1. Τα συμβαλλόμενα Κράτη αναγνωρίζουν το δικαίωμα κάθε προσώπου για ένα επίπεδο διαβιώσεως ανεκτό για τον ίδιο και την οικογένειά του, συμπεριλαμβανομένης της κατάλληλης διατροφής, ενδυμασίας και κατοικίας, συγχρόνως δε και το δικαίωμα της συνεχούς βελτιώσεως των συνθηκών διαβιώσεώς του. Τα κράτη θα λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για τη διασφάλιση του δικαιώματος αυτού, αναγνωρίζοντας στην περίπτωση αυτή την ουσιώδη σημασία της διεθνούς συνεργασίας, που βασίζεται στην ελεύθερη συναίνεση. 2. Τα συμβαλλόμενα κράτη αναγνωρίζουν το βασικό δικαίωμα κάθε προσώπου για την προστασία του από την πείνα και θα θεσπίσουν μόνα τους ή με τη διεθνή συνεργασία τα απαιτούμενα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων και των συγκεκριμένων προγραμμάτων: α) για τη βελτίωση των μεθόδων παραγωγής, διατήρησης και διανομής τροφίμων, με την πλήρη χρησιμοποίηση όλων των τεχνικών και επιστημονικών γνώσεων, με τη μετάδοση γνώσεων σχετικών με τις αρχές που διέπουν τη διατροφή και με την ανάπτυξη ή αναμόρφωση των αγροτικών συστημάτων με τρόπο που διασφαλίζει την καλύτερη αξιοποίηση και χρήση των φυσικών πόρων. β) για τη διασφάλιση της δίκαιης κατανομής των παγκόσμιων αποθεμάτων τροφίμων ανάλογα με τις ανάγκες που υπάρχουν κάθε φορά, λαμβανομένων υπόψη των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν τα κράτη εισαγωγής καθώς και τα κράτη εξαγωγής τροφίμων».
Με τον πιο πάνω λόγο ακυρώσεως η αιτούσα προβάλλει απλώς ότι κατά την έννοια των διατάξεων αυτών του Διεθνούς Συμφώνου, όπως έχουν ερμηνευθεί από την Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών, σε περιόδους οικονομικής ύφεσης τα κράτη πρέπει να διασφαλίζουν την ευρύτερη δυνατή απόλαυση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και να προστατεύουν τα ευάλωτα μέρη της κοινωνίας, χωρίς να εξειδικεύει σε τι συνίσταται η αντίθεση στις πιο πάνω διατάξεις των επίμαχων ρυθμίσεων του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010 και της προσβαλλόμενης κοινής υπουργικής απόφασης. Συνεπώς, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αόριστος.
20. Επειδή, με το άρθρο πρώτο του ν. 3671/2008 (Α΄ 129) κυρώθηκε από την Ελλάδα η Συνθήκη της Λισσαβώνας που έχει υπογραφεί στις 13-12-2007 και ισχύει από 1-12-2009, οπότε κυρώθηκε από όλα τα συμβληθέντα Κράτη. Με τη Συνθήκη αυτή τροποποιήθηκαν η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ορισμένες συναφείς διατάξεις. Στο άρθρο 6 παρ. 1 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 σημείο 8) της Συνθήκης της Λισσαβώνας, ορίζεται ότι : «Η Ένωση αναγνωρίζει τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις αρχές που περιέχονται στο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης της 7ης Δεκεμβρίου 2000, όπως προσαρμόσθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2007, στο Στρασβούργο, ο οποίος έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες. Οι διατάξεις του Χάρτη δεν συνεπάγονται καμία επέκταση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, όπως αυτές ορίζονται στις Συνθήκες. Τα δικαιώματα, οι ελευθερίες και οι αρχές του Χάρτη ερμηνεύονται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του τίτλου VII του Χάρτη που διέπουν την ερμηνεία και την εφαρμογή του και λαμβανομένων δεόντως υπόψη των επεξηγήσεων οι οποίες αναφέρονται στον Χάρτη και στις οποίες μνημονεύονται οι πηγές των εν λόγω διατάξεων». Περαιτέρω, ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2007/C 303/01, 2010/C 83/02) «επιβεβαιώνει, σεβόμενος τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα της Ένωσης, καθώς και την αρχή της επικουρικότητας, τα δικαιώματα που απορρέουν ιδίως από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις και τις διεθνείς υποχρεώσεις των κρατών μελών, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, τους Κοινωνικούς Χάρτες που έχουν υιοθετηθεί από την Ένωση και το Συμβούλιο της Ευρώπης καθώς και από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Εν προκειμένω, ο Χάρτης θα ερμηνεύεται από τα δικαστήρια της Ένωσης και των κρατών μελών, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των επεξηγήσεων που καταρτίσθηκαν υπό την εποπτεία του Προεδρείου της Συνέλευσης που συνέταξε τον Χάρτη και αναπροσαρμόστηκαν υπ` ευθύνη του Προεδρείου της Ευρωπαϊκής Συνέλευσης». Στο άρθρο 34 του ΤΙΤΛΟΥ IV ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ του Χάρτη ορίζονται τα εξής : «Κοινωνική ασφάλιση και κοινωνική αρωγή 1. Η Ένωση αναγνωρίζει και σέβεται το δικαίωμα πρόσβασης στις παροχές κοινωνικής ασφάλισης και στις κοινωνικές υπηρεσίες που εξασφαλίζουν προστασία σε περιπτώσεις όπως η μητρότητα, η ασθένεια, το εργατικό ατύχημα, η εξάρτηση ή το γήρας καθώς και σε περίπτωση απώλειας της απασχόλησης, σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στο δίκαιο της Ενωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές. 2. Κάθε πρόσωπο που διαμένει και διακινείται νομίμως εντός της Ένωσης έχει δικαίωμα στις παροχές κοινωνικής ασφάλισης και στα κοινωνικά πλεονεκτήματα σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές. 3. Η Ένωση, προκειμένου να καταπολεμηθεί ο κοινωνικός αποκλεισμός και η φτώχεια, αναγνωρίζει και σέβεται το δικαίωμα κοινωνικής αρωγής και στεγαστικής βοήθειας προς εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης σε όλους όσους δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους, σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στο δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές». Εξάλλου, στο άρθρο 51 του ΤΙΤΛΟΥ VII ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΗΝ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ορίζονται τα εξής: «Πεδίο εφαρμογής 1. Οι διατάξεις του παρόντος Χάρτη απευθύνονται στα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, τηρούμενης της αρχής της επικουρικότητας, καθώς και στα κράτη μέλη, μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Κατά συνέπεια, οι ανωτέρω σέβονται τα δικαιώματα, τηρούν τις αρχές και προάγουν την εφαρμογή τους, σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους και εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, όπως της απονέμονται από τις Συνθήκες. 2. Ο παρών Χάρτης δεν διευρύνει το πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης πέραν των αρμοδιοτήτων της Ένωσης και δεν θεσπίζει νέες αρμοδιότητες και καθήκοντα για την Ένωση, ούτε τροποποιεί τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα όπως ορίζονται στις Συνθήκες». Ακολουθούν επεξηγήσεις που καταρτίστηκαν αρχικά με ευθύνη του Προεδρείου της Συνέλευσης που συνέταξε τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ενημερώθηκαν με ευθύνη του Προεδρείου της Ευρωπαϊκής Συνέλευσης, κατόπιν των αναπροσαρμογών που επήλθαν στο κείμενο του Χάρτη από τη Συνέλευση αυτή (ιδίως στα άρθρα 51 και 52) και των εξελίξεων του δικαίου της Ένωσης. Αν και οι επεξηγήσεις αυτές καθαυτές δεν έχουν νομική ισχύ, αποτελούν πολύτιμο εργαλείο ερμηνείας για την εξήγηση των διατάξεων του Χάρτη. Έτσι, σύμφωνα με την επεξήγηση σχετικά με το άρθρο 34 - Κοινωνική ασφάλιση και κοινωνική αρωγή «Η αρχή που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 34 βασίζεται στα άρθρα 153 και 156 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και στο άρθρο 12 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη και στο σημείο 10 του κοινοτικού Χάρτη των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Πρέπει να γίνεται σεβαστή από την Ένωση κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που διαθέτει δυνάμει των άρθρων 153 και 156 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η μνεία των κοινωνικών υπηρεσιών αφορά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες τέτοιες υπηρεσίες έχουν συσταθεί για να εξασφαλίζουν ορισμένες παροχές αλλά ουδόλως σημαίνει ότι πρέπει να δημιουργούνται τέτοιες υπηρεσίες όταν δεν υπάρχουν ... Η παράγραφος 2 βασίζεται στο άρθρο 12, παράγραφος 4 και στο άρθρο 13, παράγραφος 4 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, καθώς και στο σημείο 2 του κοινοτικού Χάρτη των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων και αντικατοπτρίζει τους κανόνες που απορρέουν εκ του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 και έκτου κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68. Η τρίτη παράγραφος εμπνέεται από το άρθρο 13 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη και τα άρθρα 30 και 31 του αναθεωρημένου Κοινωνικού Χάρτη, καθώς και από το σημείο 10 του κοινοτικού Χάρτη. Πρέπει να τηρείται από την Ένωση στα πλαίσια των πολιτικών που βασίζονται στο άρθρο 153 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Περαιτέρω, σύμφωνα με την επεξήγηση σχετικά με το άρθρο 51 - Πεδίο εφαρμογής «Σκοπός του άρθρου 51 είναι να προσδιορισθεί το πεδίο εφαρμογής του Χάρτη. Επιδιώκει να καταστήσει σαφές ότι ο Χάρτης εφαρμόζεται κατ` αρχάς στα θεσμικά και λοιπά όργανα της Ένωσης με την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας. Η διάταξη αυτή ακολουθεί πιστά το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το οποίο επέβαλε στην Ένωση υποχρέωση σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων, καθώς και την εντολή που έδωσε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κολωνίας. Ο όρος "θεσμικά όργανα" κατοχυρώνεται στις Συνθήκες. Η έκφραση "λοιπά όργανα και οργανισμοί" χρησιμοποιείται συνήθως στις Συνθήκες ως αναφορά σε όλα τα επικουρικά όργανα που δημιουργούνται βάσει των Συνθηκών ή βάσει πράξεων παραγώγου δικαίου (βλ. π.χ. άρθρο 15 ή 16 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Οσον αφορά τα κράτη μέλη, από τη νομολογία του Δικαστηρίου απορρέει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η υποχρέωση σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων που καθορίζονται στο πλαίσιο της Ένωσης επιβάλλεται στα κράτη μέλη μόνον όταν ενεργούν εντός του πεδίου εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 13ης Ιουλίου 1989, Wachauf, υποθ. 5/88, Συλλ. 1989, σ. 2609- απόφαση της 18ης Ιουνίου 1991, ΕΡΤ, Συλλ. 1991, σ. Ι-2925- απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1997, υποθ. C-309/96 Annibaldi, Συλλ. 1997, σ. 1-7493). Προσφάτως, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε τη νομολογία αυτή ως εξής: "Επί πλέον, υπενθυμίζεται ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην κοινοτική έννομη τάξη δεσμεύουν και τα κράτη μέλη όταν υλοποιούν κοινοτικές ρυθμίσεις .." (απόφαση της 13ης Απριλίου 2000, υποθ. C-292/97, Συλλ. 2000, σ. Ι-2737, παράγραφος 37 του σκεπτικού). Εννοείται ότι ο εν λόγω κανόνας, όπως κατοχυρώνεται στον παρόντα Χάρτη, εφαρμόζεται εξίσου στις κεντρικές αρχές και στις περιφερειακές ή τοπικές υπηρεσίες καθώς επίσης και στους δημόσιους οργανισμούς, οσάκις εφαρμόζουν το δίκαιο της Ενωσης. Η παράγραφος 2, από κοινού με τη δεύτερη πρόταση της παραγράφου 1, επιβεβαιώνει ότι ο Χάρτης δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την επέκταση των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων που απονέμονται στην Ένωση από τις Συνθήκες. Εν προκειμένω, μνημονεύεται ρητώς κάτι που απορρέει λογικά από την αρχή της επικουρικότητας και από το γεγονός ότι η Ενωση διαθέτει μόνον δοτές αρμοδιότητες. Τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως διασφαλίζονται στην Ένωση, παράγουν αποτελέσματα μόνον στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων αυτών που καθορίζονται από τις Συνθήκες. Κατά συνέπεια, η υποχρέωση των θεσμικών οργάνων της Ενωσης, σύμφωνα με τη δεύτερη πρόταση της παραγράφου 1, να προάγουν τις αρχές του Χάρτη μπορεί να προκύπτει μόνο εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων αυτών. Η παράγραφος 2 επίσης επιβεβαιώνει ότι ο Χάρτης δεν μπορεί να επιφέρει την επέκταση του πεδίου εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης πέραν των αρμοδιοτήτων της Ενωσης, όπως καθορίζονται στις Συνθήκες. Το Δικαστήριο έχει ήδη κατοχυρώσει τον κανόνα αυτό σε σχέση με τα θεμελιώδη δικαιώματα που αναγνωρίζονται ως στοιχείο του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 1998, υποθ. C-249/96 Grant, Συλλ. 1998, σ. 1-621, παράγραφος 45 του σκεπτικού). Σύμφωνα με τον κανόνα αυτό, κρίνεται ως αυτονόητο ότι η παραπομπή του άρθρου 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση στο Χάρτη δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι επεκτείνει την εμβέλεια των δράσεων των κρατών μελών που ορίζονται ως "εφαρμογή του δικαίου της Ενωσης" (κατά την έννοια της παραγράφου 1 και της προαναφερθείσας νομολογίας)».
21. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες διέπουν τις δράσεις των κρατών μελών μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης και δεν αφορούν, συνεπώς, τη λήψη από το κράτος μέλος μέτρων αμιγώς εσωτερικής πολιτικής. Ούτε, εξάλλου, η συνεργασία της Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στην κατάρτιση του οικονομικού προγράμματος της ελληνικής κυβέρνησης αρκεί για την εφαρμογή των διατάξεων του Χάρτη τούτο δε, διότι τα επίμαχα μέτρα λήφθηκαν από όργανα του ελληνικού Κράτους και με βάση τις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας. Συνεπώς, ανεξάρτητα από την αοριστία του, στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση ο λόγος ακυρώσεως ότι οι επίμαχες ρυθμίσεις της προσβαλλόμενης απόφασης είναι αντίθετες στις διατάξεις του άρθρου 34 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρέπει λοιπόν να απορριφθεί ο πιο πάνω λόγος ακυρώσεως.
22. Επειδή, περαιτέρω, πρέπει να απορριφθεί ο λόγος ακυρώσεως ότι η εξουσιοδοτική διάταξη της παρ. 15 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010 είναι αντισυνταγματική, διότι αναφέρεται σε θέμα (περιστολή του κοινωνικού κεκτημένου της απολαβής επιδομάτων εορτών και αδείας των συνταξιούχων), το οποίο από τη φύση του δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης κατά το εδάφιο β της παρ. 2 του άρθρου 43 του Συντάγματος σε συνδυασμό με τις εξής διατάξεις του Συντάγματος : την παρ. 1 του άρθρου 22 (που κατοχυρώνει το δικαίωμα της εργασίας), την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, την παρ. 1 του άρθρου 25 (που προβλέπει την υποχρέωση όλων των κρατικών οργάνων να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου καθώς και ότι «οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας») και την παρ. 2 του ίδιου άρθρου (που αναφέρεται στην αναγνώριση και την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου από την Πολιτεία). Και τούτο, διότι ο λόγος αυτός, ανεξαρτήτως του ότι προβλήθηκε για πρώτη φορά κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και αναπτύχθηκε με το από 21.12.2010 υπόμνημα που κατατέθηκε μετά τη συζήτηση σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 2 του π.δ. 18/1989, είναι εν πάση περιπτώσει αβάσιμος, αφού, όπως ήδη έχει εκτεθεί στη σκέψη 6, με τη διάταξη της παρ. 15 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010 θεμιτώς παρέχεται, κατά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 43 του Συντάγματος, εξουσιοδότηση για να ρυθμιστούν με κοινή υπουργική απόφαση ζητήματα λεπτομερειακού χαρακτήρα (όπως είναι τα ρυθμιζόμενα με την ήδη προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση: καθορισμός του τρόπου ενημέρωσης των ασφαλιστικών φορέων για την περίπτωση καταβολής στον ίδιο συνταξιούχο περισσοτέρων της μιας συντάξεων, συνέπειες διπλής ή πολλαπλής καταβολής επιδόματος εορτών ή αδείας και καθορισμός του χρόνου καταβολής των ανωτέρω επιδομάτων). Τέλος, προεχόντως ως απαράδεκτος πρέπει να απορριφθεί ο προβαλλόμενος για πρώτη φορά με το πιο πάνω υπόμνημα λόγος ακυρώσεως ότι η διάταξη της παρ. 8 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010 παραβιάζει τη συλλογική αυτονομία που περιλαμβάνει το δικαίωμα των εκπροσώπων των εργαζομένων και των εργοδοτών να καθορίζουν από κοινού με συλλογικές συμβάσεις τους όρους, τις συνθήκες και την αμοιβή της εργασίας των εργαζομένων και προσκρούει στο άρθρο 22 παρ. 1 του Συντάγματος. Και τούτο ανεξάρτητα του ότι η ρύθμιση της διάταξης αυτής δεν αφορά την προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση, που αναφέρεται σε συνταξιούχους των οποίων περικόπτονται τα χορηγούμενα από οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης επιδόματα εορτών και αδείας.
23. Επειδή, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Επιβάλλει στους αιτούντες να καταβάλουν συμμέτρως στο Δημόσιο ως δικαστική δαπάνη το ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 13 Φεβρουαρίου 2011, στις 18 Μαρτίου 2011, στις 19 Απριλίου 2011, στις 13 Μαΐου 2011 και στις 20 Ιουνίου 2011
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας
Π. Πικραμμένος Ε. Κουμεντέρη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 2ας Απριλίου 2012.
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας
Π. Πικραμμένος 

www.dsanet.gr