24.9.12

ΕΠΙΔΟΜΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ - ΠΟΙΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ ΤΟΥ ΥΠ.ΕΞ. ΤΟ ΔΙΚΑΙΟΥΝΤΑΙ

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Επίδομα Υπηρεσίας Αλλοδαπής των υπαλλήλων του Υπουργείου Εξωτερικών. Τι περιλαμβάνει. Ποιοι το δικαιούνται. Προσαύξηση για την αντιμετώπιση των δαπανών στεγάσεως. Κρίση ότι οι κοινές υπουργικές αποφάσεις που καθορίζουν ή αυξάνουν το επίδομα αυτό, δεν είναι δυνατό να διακρίνουν τους υπαλλήλους σε μόνιμους και σε υπηρετούντες με σχέση ιδιωτικού δικαίου για την αύξηση του επιδόματος μόνο στους πρώτους. Όμως η κοινή υπουργική απόφαση που αφορά τις δαπάνες στεγάσεως, δεν αυξάνει το ποσοστό του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής όλων των μονίμων υπαλλήλων που υπηρετούν στο εξωτερικό και για τους οποίους δεν μισθώνεται κατοικία, αλλά μόνο των μονίμων υπαλλήλων, που αποσπώνται σε Αρχή του εξωτερικού. Συνεπώς θέμα ανίσχυρου της εν λόγω ρυθμίσεως δεν μπορεί να τεθεί για τους υπαλλήλους με σχέση ιδιωτικού δικαίου που δεν αποσπάσθηκαν σε Αρχή του εξωτερικού, αλλά προσλήφθηκαν από τον προϊστάμενο της Αρχής αυτής. Λόγοι. Παραγραφή των σχετικών αξιώσεων. Η διάταξη του άρθρου 90 παρ.3 του ν. 2362/1995, που θεσπίζει διετή παραγραφή για τις σχετικές αξιώσεις, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Περιστατικά. (Αναιρεί την υπ΄ αριθμ. 766/2007 ΕφΑθηνών).


  
Αριθμός 977/2011

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Β2 Πολιτικό Τμήμα


ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Αντώνιο Αθηναίο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μίμη Γραμματικούδη), Σαράντη Δρινέα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες.


ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 24η Μαΐου 2011, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Καραβέλη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:


ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Δ. Ν. του Γ., υπηρετούντος στην Πρεσβεία της Ελλάδος στις Βρυξέλλες του Βελγίου, που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξουσίας δικηγόρου Βασιλικής Σκορδάκη.


ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νομίμως από τον Υπουργό Οικονομικών, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της παρέδρου του ΝΣΚ Γεωργίας Παπαδάκη.


Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-6-2004 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 1909/2005 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεων, η 766/2007 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 10-12-2009 αίτησή του.


Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώθηκε. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 12-5-2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης.


ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ


ΕΠΕΙΔΗ, κατά τις διατάξεις του άρθρου 135 παρ.1, 4 και 5 του Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών (ΥΠΕΞ), που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 2594/1998 και ίσχυσε από την 24-3- 1998 μέχρι την 5-6-2007 (οπότε καταργήθηκε με το άρθρο 171 παρ.2 του νέου Οργανισμού του ΥΠΕΞ που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 3566/2007), ήτοι ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης (9-2-2007), ως αποδοχές των υπαλλήλων του ΥΠΕΞ, τόσο της Κεντρικής Υπηρεσίας όσο και των Αρχών του Εξωτερικού, νοούνται ο βασικός μισθός αυτών και όλα τα, κατά τις κείμενες διατάξεις, χορηγούμενα επιδόματα και προσαυξήσεις. Προς αντιμετώπιση του αυξημένου κόστους ζωής στην αλλοδαπή και των ειδικών συνθηκών διαβίωσης σε κάθε Χώρα, παρέχεται σε συνάλλαγμα Επίδομα Υπηρεσίας Αλλοδαπής (ΕΥΑ) αναλόγως του κλάδου και του βαθμού εκάστου υπαλλήλου, το οποίο προσαυξάνεται με τα ποσοστά που ορίζονται αντιστοίχως για τα οικογενειακά βάρη και τη στέγαση. Το επίδομα αυτό προσδιορίζεται εκάστοτε με κοινή υπουργική απόφαση (ΚΥΑ) για τους υπαλλήλους του ΥΠΕΞ με πρεσβευτικό βαθμό και καθορίζεται με την ίδια ΚΥΑ για τους λοιπούς υπαλλήλους σε ποσοστό επ` αυτού που έχει προσδιοριστεί για τους υπαλλήλους με πρεσβευτικό βαθμό. Με το άρθρο 129 παρ.2 και 5 του παραπάνω νόμου, στις Αρχές του Εξωτερικού ορίζονται με προεδρικό διάταγμα θέσεις προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου. Στις θέσεις αυτές προσλαμβάνονται επιτοπίως μόνιμοι κάτοικοι της Χώρας, όπου εδρεύει η συγκεκριμένη Αρχή και με ΚΥΑ καθορίζεται το ύψος της αντιμισθίας αυτών. Η πρόσληψη γίνεται με σύμβαση, καταρτιζόμενη από τον προϊστάμενο της Αρχής για την εξυπηρέτηση της οποίας διενεργείται. Οι κατά την έναρξη της ισχύος του Οργανισμού αυτού (24-3-1998) υπηρετούντες με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στην εξωτερική υπηρεσία του ΥΠΕΞ διατηρούν το συμβατικό καθεστώς τους μέχρι την καθ` οιονδήποτε χρόνο λήξη του, οπότε οι οργανικές θέσεις τους μετατρέπονται σε θέσεις με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου και εξακολουθούν να αμείβονται όπως μέχρι την έναρξη ισχύος του Οργανισμού. Ειδικά, για όσους από τους υπαλλήλους ιδιωτικού δικαίου λάμβαναν το επίδομα υπηρεσίας στην αλλοδαπή, το ύψος αυτού μπορεί να αναπροσαρμόζεται, με απόφαση του Υπουργού Εξωτερικών, μετά από εισήγηση του προϊσταμένου της Αρχής, στην οποία υπηρετούν. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, από 24-3-1998, για το προσωπικό που προσλαμβάνεται επιτοπίως από τις Αρχές του Εξωτερικού με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου δεν προβλέπεται η καταβολή προσαύξησης του ΕΥΑ για την αντιμετώπιση δαπανών στέγασης, διότι το προσωπικό αυτό, λόγω της μόνιμης διαμονής του στον τόπο της έδρας των Αρχών αυτών, δεν υπόκειται σε ιδιαίτερες δαπάνες της κατηγορίας αυτής. Οπότε, για να καταβληθεί τέτοια προσαύξηση σε υπάλληλο ιδιωτικού δικαίου μετά την ισχύ του Οργανισμού/1998, πρέπει αυτή να καταβαλλόταν στο συγκεκριμένο υπάλληλο και προηγουμένως.


Εξ άλλου, πριν από τον ως άνω Οργανισμό του ΥΠΕΞ (ν. 2594/1998) είχε ισχύσει ο ν. 419/1976 "Οργανισμός του Υπουργείου Εξωτερικών" που καταργήθηκε με το άρθρο 150 παρ.1 του Οργανισμού/1998. Με το άρθρο 131 παρ.10 και 11 του Οργανισμού εκείνου, είχε παρασχεθεί και τότε στους υπαλλήλους του ΥΠΕΞ που υπηρετούν στο εξωτερικό, προς αντιμετώπιση της διαφοράς κόστους ζωής και των ειδικών συνθηκών διαβιώσεως σε κάθε χώρα, ΕΥΑ σε συνάλλαγμα, ανάλογα με τον κλάδο, το βαθμό, τα οικογενειακά βάρη, το κόστος ζωής και τις συνθήκες στεγάσεως του τόπου στον οποίο υπηρετεί ο υπάλληλος, το οποίο προσδιοριζόταν με τρόπο παρόμοιο με αυτόν που αναφέρθηκε. Σύμφωνα με το άρθρο 69 παρ.1 του Οργανισμού/1976, το επίδομα αυτό καταβαλλόταν και στο βοηθητικό προσωπικό της εξωτερικής υπηρεσίας του ΥΠΕΞ, που προσλαμβανόταν με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Στο άρθρο 132 του ν. 419/1976 είχε ορισθεί ότι οι προϊστάμενοι των διπλωματικών και των εμμίσθων προξενικών αρχών δικαιούνται δωρεάν οικήσεως σε βάρος του Δημοσίου και ότι σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, ένεκα ειδικών οικιστικών συνθηκών, είναι δυνατό να μισθώνεται σε βάρος του Δημοσίου οίκημα για τη στέγαση και των λοιπών υπαλλήλων της εξωτερικής υπηρεσίας, στην περίπτωση αυτή, όμως, θα εκπίπτεται το 1/3 του ΕΥΑ που καταβάλλεται σ` αυτούς. Κατ` εξουσιοδότηση της διάταξης αυτής, με την Φ.083-58/11-3-1988 (ΦΕΚ 177 Β`) ΚΥΑ, που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ.1 του ν.1256/1982 και 3 παρ.8 του 1288/1982 και κυρώθηκε με το άρθρο 25 παρ.1 του ν. 1884/1990, καθορίστηκε το ΕΥΑ για τους προϊσταμένους των διπλωματικών και προξενικών αρχών και για τους λοιπούς υπαλλήλους όλων των κλάδων του ΥΠΕΞ και ορίστηκε, επί πλέον (παρ. Γ`), ότι στους υπαλλήλους του διπλωματικού κλάδου, εφ` όσον δεν παρέχεται δωρεάν κατοικία από το Δημόσιο, το ποσοστό του επιδόματος που καθορίστηκε γι` αυτούς αυξάνεται σε ποσοστό 10% κατά τις εκεί αναφερόμενες διακρίσεις. Κατόπιν, με την παρ. 2 της 2014615/1224/0022/27-3-1991 (ΦΕΚ Β` 184) ΚΥΑ διευκρινίσθηκε ότι η αληθής έννοια της παρ. Γ` της Φ.083-58/11-3-1988 ΚΥΑ είναι ότι την κατά την παράγραφο αυτή προσαύξηση του Επιδόματος Υπηρεσίας Αλλοδαπής (ΕΥΑ) δικαιούνται μόνο οι υπάλληλοι του διπλωματικού κλάδου του ΥΠΕΞ, εφ` όσον δεν τους παρέχεται δωρεάν κατοικία από το Δημόσιο. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, υπό το καθεστώς του ν. 419/1976, προβλέφθηκε, αρχικά, δικαίωμα δωρεάν οίκησης στους προϊσταμένους των διπλωματικών Αρχών, το οποίο θα μπορούσε να επεκταθεί και στους λοιπούς υπαλλήλους, με αντίστοιχη μείωση του ΕΥΑ. Και στη συνέχεια, αντί της δωρεάν οίκησης, προβλέφθηκε προσαύξηση του καταβαλλόμενου ΕΥΑ, την οποία δικαιούνταν μόνο οι υπάλληλοι του διπλωματικού και όχι των λοιπών κλάδων του ΥΠΕΞ. Ακολούθως, με την ΣΤ1/Μ/Φ.083-13/ΑΣ 2900/5-4-1993 (ΦΕΚ Β` 730) ΚΥΑ, το δικαίωμα της προσαύξησης αυτής, ως επίδομα στέγασης επεκτάθηκε στους μόνιμους υπαλλήλους του διοικητικού κλάδου γενικών καθηκόντων, του κλάδου τεχνικών επικοινωνιών, του κλάδου διοικητικών γραμματέων και του κλάδου βοηθητικού προσωπικού, εφ` όσον, βέβαια, δεν μισθώνεται σε βάρος του Δημοσίου οίκημα υπέρ αυτών και μόνο εφ` όσον αποσπώνται σε Αρχή του εξωτερικού. Και τέλος, με την 083/ΕΥΑ/ΑΣ 11254/ 22-1-2001 (ΦΕΚ 390 Β`) ΚΥΑ (δηλαδή, μετά την έναρξη ισχύος του Οργανισμού/1998 του ΥΠΕΞ) καθορίστηκε ότι στους υπαλλήλους του διπλωματικού κλάδου, εφ` όσον δεν παρέχεται δωρεάν κατοικία από το Δημόσιο, το ποσοστό του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής προσαυξάνεται κατά 20% επί του επιδόματος του Προϊσταμένου/ Πρέσβη (...), ενώ στους μονίμους υπαλλήλους των λοιπών κλάδων, εφ` όσον δεν παρέχεται δωρεάν κατοικία από το Δημόσιο, το ποσοστό του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής προσαυξάνεται κατά 10% επί του επιδόματος του Προϊσταμένου/ Πρέσβη. Από το σύνολο των διατάξεων που αναφέρθηκαν συνάγεται ότι η ως άνω προσαύξηση για την αντιμετώπιση των δαπανών στεγάσεως δεν αποτελεί ξεχωριστό επίδομα, αλλά αύξηση του ΕΥΑ, το οποίο καταβάλλεται και στο με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου προσωπικό της εξωτερικής υπηρεσίας του ΥΠΕΞ, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπουν οι κείμενες διατάξεις. Οι εκδιδόμενες κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 131 παρ. 11 του ν. 419/1976 και, κατόπιν, του άρθρου 135 παρ.5 του Οργανισμού/1998 κοινές υπουργικές αποφάσεις (ΚΥΑ), που καθορίζουν ή αυξάνουν το επίδομα αυτό με βάση τα οριζόμενα στους εξουσιοδοτικούς νόμους κριτήρια και μέσα στα διαγραφόμενα πλαίσια, δεν επιτρέπεται να διακρίνουν τους υπαλλήλους σε κατηγορίες που δεν προβλέπονται από τους εξουσιοδοτικούς νόμους, όπως είναι η κατηγορία αυτών που συνδέονται με το Δημόσιο με σχέση δημοσίου δικαίου (μονίμων) και αυτών που υπηρετούν με σχέση ιδιωτικού δικαίου (συμβασιούχων) και να αυξάνουν το επίδομα μόνο στους πρώτους, αποκλείοντας από την αύξηση τους δεύτερους. Κατά συνέπεια, όσες ΚΥΑ στηρίζονται αποκλειστικά στην ανωτέρω διάκριση για να αυξήσουν το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής μόνο των μονίμων υπαλλήλων, βρίσκονται έξω από τα όρια της προαναφερομένης νομοθετικής εξουσιοδότησης (άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος) κατά το μέρος που εξαιρούν από την αύξηση τους συμβασιούχους και ως προς αυτό είναι ανίσχυρες. Η προαναφερθείσα ΣΤ1/Μ/Φ. 083-13/ΑΣ 2900/5-4-1993 ΚΥΑ, όμως, που αφορά στις δαπάνες στεγάσεως, δεν αυξάνει το ποσοστό του ΕΥΑ όλων των μονίμων υπαλλήλων, οι οποίοι υπηρετούν στο Εξωτερικό και για τους οποίους δεν μισθώνεται σε βάρος του Δημοσίου κατοικία, αλλά μόνο όσων αποσπώνται σε Αρχή του Εξωτερικού. Η απόσπαση υπαλλήλου στο Εξωτερικό γίνεται για την εξυπηρέτηση ειδικής υπηρεσιακής ανάγκης και για βραχύ χρονικό διάστημα τριών (3) έως έξι (6) μηνών (άρθρο 107 του Οργανισμού/1976), με αποτέλεσμα ο υπάλληλος αυτός να αντιμετωπίζει αναγκαίως άμεσες και αυξημένες δαπάνες στεγάσεως σε σχέση με τον υπηρετούντα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στην αλλοδαπή, κατόπιν προσλήψεως ή μεταθέσεως ή με οποιοδήποτε άλλο -πλην αποσπάσεως- νόμιμο τρόπο, ο οποίος έχει εξ αρχής ρυθμίσει τις δαπάνες του για στέγαση στα πλαίσια του χορηγούμενου ΕΥΑ. Αποτελεί, δηλαδή, επαρκές κριτήριο, που δικαιολογεί την προσαύξηση του ΕΥΑ του υπαλλήλου που αποσπάται και τη διαφοροποίησή του από τους κατ` άλλο τρόπο υπηρετούντες στο Εξωτερικό συναδέλφους του, μονίμους ή συμβασιούχους, οι οποίοι δεν τη δικαιούνται. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να τεθεί θέμα ούτε υπέρβασης της νομοθετικής εξουσιοδότησης, δυνάμει της οποίας εκδόθηκε η ΣΤ1/Μ/Φ. 083-13/ΑΣ 2900/5-4-1993 ΚΥΑ, ούτε αντίθεσης αυτής προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης των εργαζόμενων και επέκτασης της ευνοϊκής ρύθμισης, που γίνεται μ` αυτήν, στους υπαλλήλους με σχέση ιδιωτικού δικαίου, όταν αυτοί δεν αποσπάσθηκαν σε Αρχή του Εξωτερικού, αλλά προσλήφθηκαν από τον προϊστάμενο της Αρχής αυτής σύμφωνα με το άρθρο 69 του Οργανισμού/1976 (ΑΕΔ 14/2005). Ακόμη, από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται ότι η γενίκευση της καταβολής της προσαύξησης του ΕΥΑ για την αντιμετώπιση των δαπανών στεγάσεως προς όλους τους μονίμους υπαλλήλους της εξωτερικής υπηρεσίας του ΥΠΕΞ, εφ` όσον δεν τους παρέχεται δωρεάν κατοικία από το Δημόσιο, χωρίς καμία περαιτέρω προϋπόθεση και ανεξαρτήτως του αν υπηρετούν στην αλλοδαπή με απόσπαση ή με άλλο νόμιμο τρόπο, η οποία επήλθε με την 083/ΕΥΑ/ΑΣ/11254/22-1-2001 ΚΥΑ, δεν ωφελεί τους κατά την έναρξη της ισχύος του ν. 2594/1998 υπηρετούντες με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, αφού αυτοί διατηρούν το προϋφιστάμενο συμβατικό καθεστώς και τις ήδη καταβαλλόμενες αποδοχές, μέχρι την καθ` οιονδήποτε χρόνο λήξη των συμβάσεών τους (ΑΠ 251/2010, 564/2009). Άλλωστε, μετά την 24-3-1998, το προσωπικό ιδιωτικού δικαίου προσλαμβάνεται επιτοπίως, δεν αντιμετωπίζει ιδιαίτερες δαπάνες στέγασης και ευλόγως διαφοροποιείται με την 083/ΕΥΑ/ΑΣ/11254/22-1-2001 ΚΥΑ, σε σχέση με τους μόνιμους υπαλλήλους που υπηρετούν σε Αρχές του Εξωτερικού. Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση της από 30-6-2004 ένδικης αγωγής του ήδη αναιρεσείοντος, προκύπτει ότι αυτός ισχυρίσθηκε ότι την 30-12-1994 προσλήφθηκε από το ήδη αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, ως κλητήρας, σύμφωνα με το άρθρο 69 παρ. 4 του ν. 419/1976, στην Πρεσβεία της Ελλάδος στις Βρυξέλλες του Βελγίου, κατόπιν συμβάσεως εργασίας ιδιωτικού δικαίου, αορίστου χρόνου, που υπογράφηκε μεταξύ αυτού και του διευθύνοντος την Πρεσβεία. Ότι ο αναιρεσείων είναι έγγαμος και πατέρας δύο ενηλίκων θυγατέρων, από τις οποίες η μία, που γεννήθηκε την 5-5-1976, ήταν σπουδάστρια μέχρι την 27-12-2000, ημέρα κατά την οποία τέλεσε γάμο. Ότι το αναιρεσίβλητο αρνείται να του καταβάλει τις προσαυξήσεις του ΕΥΑ για οικογενειακά βάρη, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-1999 μέχρι 27-12-2000 και για δαπάνη στέγασης, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-1999 μέχρι την κατάθεση της αγωγής (30-6-2004). Σύμφωνα με το ιστορικό αυτό, ο αναιρεσείων ζήτησε να του επιδικασθούν οι ως άνω προσαυξήσεις, νομιμότοκα από το τέλος του μήνα, μέσα στον οποίο θα έπρεπε να έχει καταβληθεί κάθε επί μέρους παροχή. Η αγωγή, ως προς το κονδύλιο της προσαύξησης του ΕΥΑ για την αντιμετώπιση δαπανών στέγασης, δεν είναι νόμιμη, διότι ο αναιρεσείων α) δεν ανήκε στην κατηγορία των αποσπασθέντων στο εξωτερικό υπαλλήλων, στους οποίους χορηγήθηκε η προσαύξηση του επιδόματος για την αιτία αυτή, με την προαναφερθείσα ΣΤ1/Μ/Φ. 083-13/ΑΣ 2900/5-4-1993 ΚΥΑ, β) δεν λάμβανε την προσαύξηση αυτή κατά την έναρξη της ισχύος του Οργανισμού/1998 του ΥΠΕΞ, ώστε να δικαιούται να την λαμβάνει και μετά την 24-3-1998, ως διατηρούμενη, μισθολογική παροχή και γ) ως υπάλληλος ιδιωτικού δικαίου που προσλήφθηκε στις Βρυξέλλες και υπηρετούσε εκεί, ήτοι επιτοπίως, δεν είχε ιδιαίτερες δαπάνες στέγασης και δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της 083/ΕΥΑ/ΑΣ/11254/22-1-2001 ΚΥΑ, η οποία αφορούσε στους μόνιμους υπαλλήλους που μετακινούνται στην αλλοδαπή. Ως εκ τούτου, το Εφετείο που απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη, ως προς το κονδύλιο της προσαύξησης του επιδόματος για δαπάνη στέγασης, δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες διατάξεις των ν. 419/1976 και 2594/1998, ούτε αυτές των άρθρων 4 παρ.1 και 22 παρ.1 εδ.β` του Συντάγματος, 141 (πρώην 119) της Συνθήκης της ΕΟΚ και 100 της Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας, που θεσπίζουν τις αρχές της ισότητας της αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας υπό τις αυτές συνθήκες, καθ` όσον η παροχή διαφορετικής αμοιβής και εν γένει η διαφορετική μισθολογική μεταχείριση των υπαλλήλων του αναιρεσίβλητου, που έλαβαν προσαύξηση για αντιμετώπιση δαπανών στέγασης, έναντι του αναιρεσείοντος δικαιολογείται, λόγω της παροχής διαφορετικής κατά περιεχόμενο και προϋποθέσεις εργασίας και γενικά λόγω των διαφορετικών συνθηκών (από άποψη τόπου μόνιμης διαμονής, πρόσληψης και άσκησης καθηκόντων) υπό τις οποίες τελούν κάθε μία από τις κατηγορίες των προαναφερομένων υπαλλήλων. Ακόμη, δεν παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτόκολλου της ΕΣΔΑ, από την οποία πηγάζει η υποχρέωση σεβασμού της περιουσίας του νομικού ή φυσικού προσώπου και των άρθρων 2 παρ.3 και 5 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που έχει κυρωθεί με το ν. 2462/1997, που εξασφαλίζουν σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα της παροχής έννομης προστασίας, αφού εν όψει των εκτεθέντων η επίδικη αξίωση ουδέποτε κατέστη απαιτητή και δεν δημιούργησε νόμιμη προσδοκία του αναιρεσείοντος βάσει του ισχύοντος έως την προσφυγή στο δικαστήριο δικαίου ότι θα ικανοποιηθεί δικαστικά. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως, με τα μέρη Α, Β, Γ και Δ του οποίου υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος.


ΕΠΕΙΔΗ, στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι "Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου". Ακόμη, στο άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος), ορίζεται ότι "Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως είτε (...)". Επίσης, στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτόκολλου της ΕΣΔΑ, που επίσης κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει αυξημένη τυπική ισχύ, ορίζεται ότι "Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας του, ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους να θέση εν ισχύϊ νόμους, ους ήθελε κρίνει αναγκαίους προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων". Στην κατά τα ανωτέρω έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνο τα από το άρθρο 17 του Συντάγματος προστατευόμενα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσεως ενοχικά δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, όπως οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφ` όσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο νομοθετικό καθεστώς, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (ΟλΑΠ 2/2011, 40/1998). Οι ως άνω διατάξεις του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, που εξασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα να δικάζεται η υπόθεση του δίκαια και αμερόληπτα και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτόκολλου αυτής, που επιβάλλει το σεβασμό της περιουσίας του προσώπου, δεν θίγουν το δικαίωμα κάθε Κράτους να θέτει νόμιμους περιορισμούς στην ικανοποίηση των αξιώσεων των πολιτών, όπως είναι η άσκηση των αξιώσεών τους εντός ορισμένου χρόνου, όταν συντρέχουν λόγοι γενικότερου, κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογούν τη σχετική ρύθμιση. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 90 παρ.3 του ν. 2362/1995, η απαίτηση οποιουδήποτε των με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ` αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες, κάθε είδους, απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά διετία από την γένεσή της, ενώ κατά το άρθρο 91 εδ.α` του ιδίου νόμου, με την επιφύλαξη κάθε άλλης ειδικής διάταξης του νόμου αυτού, η παραγραφή οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της. Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων του ν. 2362/1995 σαφώς συνάγεται ότι με την πρώτη απ` αυτές ρυθμίζεται ειδικά το θέμα της παραγραφής των αξιώσεων των με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες πάσης φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, η διάρκεια της οποίας για τις εν λόγω αξιώσεις είναι σε κάθε περίπτωση διετής, έστω και αν αυτές βασίζονται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Η διάταξη αυτή είναι ειδική σε σχέση με την διάταξη του άρθρου 91 εδ.α` του ως άνω νόμου, με την οποία ρυθμίζεται γενικά το θέμα της έναρξης του χρόνου της παραγραφής οποιασδήποτε αξίωσης κατά του Δημοσίου από το τέλος του έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της, όπως τούτο σαφώς συνάγεται από την περιεχόμενη στο άρθρο 91 εδ.α` ρητή επιφύλαξη ως προς την ισχύ άλλων, ειδικών διατάξεων και, επομένως, κατισχύει αυτής (ΑΕΔ 32/2008, ΟλΑΠ 29/2006). Η προβλεπόμενη από την παραπάνω διάταξη του άρθρου 90 παρ.3 του ν. 2362/1995, για τις πιο πάνω αξιώσεις υπαλλήλων του Δημοσίου, βραχυπρόθεσμη παραγραφή, ο χρόνος της οποίας (διετία) είναι μικρότερος όχι μόνο από το χρόνο παραγραφής (πενταετία) των παρομοίων αξιώσεων των υπαλλήλων ή εργατών των ιδιωτικών επιχειρήσεων (ΑΚ 250 αρ.6 ή 17), αλλά και από το χρόνο παραγραφής των χρηματικών απαιτήσεων του Δημοσίου κατά τρίτων (άρθρο 86 παρ.2 και 3 του ν. 2362/1995), έχει θεσπισθεί για λόγους γενικότερου δημόσιου συμφέροντος και, συγκεκριμένα, από την ανάγκη ταχείας εκκαθάρισης των αξιώσεων που απορρέουν από περιοδικές (κατά μήνα) παροχές και των αντίστοιχων υποχρεώσεων του Δημοσίου, πράγμα απαραίτητο για την προστασία της περιουσίας και τη λειτουργία της υπηρεσίας του, στην οποία συμβάλλουν οι πολίτες με την καταβολή φόρων. Ακόμη, δικαιολογείται και από τις διαφορετικές συνθήκες υπό τις οποίες τελούν οι υπάλληλοι του Δημοσίου σε σχέση με τους υπαλλήλους των ιδιωτικών επιχειρήσεων, καθώς και από το διαφορετικό νομικό καθεστώς, το οποίο διέπει, αντίστοιχα, τις σχέσεις των εν λόγω δύο κατηγοριών υπαλλήλων προς τους εργοδότες αυτών και το οποίο προστατεύει περισσότερο αποτελεσματικά τους υπαλλήλους του Δημοσίου σε περίπτωση διεκδίκησης των δικαιωμάτων τους.


Συνεπώς, η διάταξη του άρθρου 90 παρ.3 του ν. 2362/1995 (που θεσπίζει διετή παραγραφή για τις προαναφερθείσες αξιώσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου) δεν αντίκειται ούτε στην κατά το άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας ούτε στα άρθρα 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ και 1 παρ.1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτόκολλου αυτής (ΑΕΔ 9/2009, ΟλΑΠ 2/2011, ΟλΑΠ 31/2007, ΟλΑΠ 38/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι το Εφετείο έκρινε με αυτήν ότι η ένδικη αξίωση του αναιρεσείοντος για προσαύξηση του ΕΥΑ λόγω οικογενειακών βαρών, η οποία αναφέρεται στο χρονικό διάστημα από 1-1-1999 μέχρι 27-12-2000, έχει υποκύψει στη διετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ.3 του ν. 2362/1995, διότι μέχρι την 28-12-2002, δηλαδή πριν από την επίδοση της ένδικης αγωγής στο αναιρεσίβλητο (η αγωγή κατατέθηκε την 30-6-2004), είχε συμπληρωθεί χρονικό διάστημα δύο ετών από τότε που είχε αρχίσει ο χρόνος παραγραφής εκάστης μηνιαίας δόσεως της προσαύξησης αυτής. Με την κρίση αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε την ως άνω, ουσιαστικού δικαίου διάταξη περί παραγραφής, αλλά την εφάρμοσε ορθώς, κρίνοντας όπως προαναφέρθηκε. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτεται στην προβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.


ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και, ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Αυτός ο λόγος αναιρέσεως αναφέρεται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού και προϋποθέτει κρίση επί της ουσίας. Αντίθετα, δεν ιδρύεται όταν η έλλειψη ή ανεπάρκεια ή αντίφαση των αιτιολογιών αναφέρονται σε σκέψη της απόφασης, με την οποία η αγωγή κρίθηκε νόμιμη, στηριζόμενη σε ορισμένες διατάξεις ή μη νόμιμη. Επομένως, ο τρίτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται νόμιμης βάσης, γιατί απορρίφθηκε η αγωγή, ως μη νόμιμη, χωρίς επαρκείς και σαφείς αιτιολογίες και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ


ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 10-12-2009 αίτηση περί αναιρέσεως της 766/ 2007 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.


-Και


ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή τριακοσίων (300) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου.


ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 9η Ιουνίου 2011.


-Και


ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 14η Ιουνίου 2011.


Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ